Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016



Οι «εμείς τότε…»!
(της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά)




Τσεμπερωμένες φιγούρες μπροστά στις αυλόπορτες καλοκαίρι καιρό. Ποια μοίρα να τις μοίρανε; Σαν ένα αόρατο χέρι να τις μοίραζε μετά τις 5.00 το απόγεμα στις γειτονιές. Ο παγωτατζής και οι γιαγιάδες την ίδια ώρα. Εκείνος περαστικός βουτηγμένος στα άσπρα, ετούτες ώρες πολλές, ως το βράδυ, καθηλωμένες και μαυροφορεμένες. Στολή χηρείας, ίσως και παιδιού που χάθηκε στον πόλεμο. Ενδυμασία πανομοιότυπη. Ρόμπα μακρυμάνικη από τσελβόλ*,  γιλέκο ψιλομάλλινο  και μπροστοποδιά. Πλούσια σε διαστάσεις μπροστοποδιά έφτανε ως τις μύτες της παντόφλας, μετά την ορθή γωνία στα γόνατα. Ένας ογκώδης κύβος ακουμπισμένος στην πλακοστρωμένη αυλή, μπροστά στην αυλόπορτα. Αξεδιάλυτα τα στοιχεία της σύνθεσής του.  Ξύλινο σκαμνί η βάση στήριζε τον  κάτω κορμό και τα πόδια της καθήμενης.  Μόνο  το άνω μέρος του κορμού ευκρινές και βέβαια το κεφάλι. Καθιστά γυναικεία αγάλματα. Ομιλούντα.  Συχνά χωρίς συνομιλητή. Δικαστές με τήβεννο, τιμητές της μικρής τους κοινωνίας! Τις είχε εφοδιάσει πείρα η ζωή. Πιο βαριές οι πίκρες στην παλάντζα. Πολλές οι πιέσεις της ζωής τους. Μονόδρομος.
Μπροστά τους εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς. Παιχνίδι, αταξίες, ζαβολιές, χάχανα, φασαρία. Ακάθιστα, ακούραστα. Στο δεύτερο, άντε στον τρίτο γύρο του παιχνιδιού μας, τέλος η υπομονή, άρχιζε ο μονόλογος των ενοχλημένων γιαγιάδων. Με δόσεις. Κοφτός και λιγοστός στην αρχή. Κι ύστερα χείμαρρος ο θυμός.
        «Εμείς τότε…», έτσι άρχιζαν όλες οι φράσεις τους, όλες οι σκέψεις που αποκτούσαν φωνή.
        «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή;» η συνηθισμένη συνέχεια. Πικρό το παράπονό τους για την παιδική ζωή, που δεν έζησαν, και που δεν τις άφηνε να χαρούν το παιχνίδι των τωρινών παιδιών.
        «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή; Σχολειό, δουλειές του σπιτιού και εργόχειρο» ακολουθούσε η επεξήγηση του «δεν είχαμε ψυχή»!

Είχε πάρει πια φόρα ο μονόλογος, ασταμάτητος. Και μάθαιναν οι περαστικοί το βίο τους. Μεγάλωναν τα μικρότερα αδέλφια τους, μαγείρευαν, κουβαλούσαν ξύλα για τη σόμπα, κεντούσαν ασπροκέντι με κοφτό, πλακέ, βελονιές δεκάδες, περίπλοκες. Έπαιρναν βελόνι και κλωστή κι έβγαζαν ανθόκηπους και δαντέλες σε μαξιλάρια, κεφαλάρια των σεντονιών, τραπεζομάντηλα. Με ένα σωρό μικρές μεταλλικές βελόνες σχημάτιζαν μάλλινες κάλτσες από «έριον προβάτου».  Άναβαν το σίδερο με κάρβουνο. Έτσουζαν τα μάτια, μα έμαθαν να φέρνουν τα κάρβουνα στον επιθυμητό βαθμό πυράκτωσης. Καταπληκτική καρβουνιά, έτοιμη να ισιώσει την μπουγάδα. Μια ζωή δουλειά! Σαν παιδιά, σαν νεαρές, σαν σύζυγοι, σαν μητέρες, όλη τους τη ζωή. Όλα αυτά μέσα στο ρητορικό ερώτημα «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή;». Και αδυνατούσαν να καταλάβουν το χάσιμο χρόνου των παιδιών σήμερα. Ζήλευαν αναδρομικά ή ζητούσαν δικαίωση;
          Κι εμείς με τις παιδικές αντοχές μας αληθινή κατάρριψη του μύθου τους! Παιχνίδια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ασταμάτητα. Κουτσό, σαλίγκαρο, κρυφτό, κυνηγητό… Ώσπου μεσολαβούσαν οι μανάδες παίρνοντας το μέρος τους διπλωματικά. Είχαμε εξάλλου κουραστεί. Διάλειμμα ολίγων λεπτών μέχρι να σουρουπώσει. Έξω τα σκαμνάκια και τα κεντήματα. Έτσι μάθαμε σταυροβελονιά. Τρία καλοκαίρια, ίσως και τέσσερα κεντούσα εκείνο το βυζαντινό σχέδιο με τα οκτάγωνα γεμάτα με χρώματα από αγιογραφίες. Κεραμιδί, χρυσαφί, πιο μουσταρδί, μπορντό, μπλε, γαλάζιο, μαύρο!  Ένα μακρύ σεμέν κι ύστερα τα πετσετάκια του. Στρώση σαλονιού ολοκληρωμένη.  Μόνο έτσι σταματούσαν οι γιαγιάδες τον εξάψαλμο.
Χρήσιμη εκείνη η παιδική γνώση. Προίκα χειροτεχνίας που δεν ξεχάστηκε και μ’ αρέσει. Μια ικανότητα των χεριών με επεκτάσεις για όποιο δημιουργικό μυαλό την απόκτησε. Ετούτο το ομολογώ. Ποτέ, όμως, δεν επανέλαβα εκείνο το «εμείς τότε…». Το απεχθάνομαι.  Κι η μάνα ποτέ δεν το ψέλλισε. Κι ας είχε στερηθεί παντελώς την παιδική ζωή. Μυαλό προοδευτικό διάλεξε να προσαρμόζεται στο συρμό κάθε εποχής! Το ίδιο κι εγώ.

*λεπτό δροσερό ύφασμα
                  
Από τα ανέκδοτα κείμενα «Στη γειτονιά μου την παλιά»
                                                Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά

                                                Ιστορικός-Αρχαιολόγος /Συγγραφέας

(φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος)

«Η σκιά του στρατιώτη» του Αντώνη Ξυραφά από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon

«Η σκιά του στρατιώτη»

του Αντώνη Ξυραφά

από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης

η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/h-%CF%83%CE%BA%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%
BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%
B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%C
E%BE%CF%85%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AC/)






«Λίγο πιο αριστερά είδε το χιόνι πάλι ολόλευκο και τον κόσμο άδειο, μέχρι που συνειδητοποίησε ότι τα πόδια του άντρα της το δρασκέλιζαν από πάνω. Μια έκπληξη ανακατεμένη με τη φρίκη που νιώθει κανείς όταν βλέπει για πρώτη φορά κάτι τελείως αποτροπιαστικό, αλλά και με τον βαρύ, παραλυτικό φόβο απέναντι στο άγνωστο, γέμισε την καρδιά της. Τον άντρα της δεν τον ακολουθούσε καμιά σκιά, γλίστραγαν γυμνά τα πόδια του πάνω στο χιόνι!»

Αν όλα στον κόσμο μας δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα αντικαθρέφτισμα, εικόνες που διασώζουν την παρουσία τους όταν αποτυπώνεται το είδωλό τους πάνω σε άλλες αμφίβολες παρουσίες, τότε η απώλεια της σκιάς είναι μια σοβαρή οπωσδήποτε υπόθεση. Και αποκτά ιδιαίτερο λογοτεχνικό βάρος, όταν αποτελεί θέμα για το πολύ ξεχωριστό μικρής έκτασης μυθιστόρημα του Αντώνη Ξυραφά «Η σκιά του στρατιώτη». Προτιμώ τον όρο μυθιστόρημα και όχι νουβέλα, στην οποία ίσως θα παρέπεμπε η έκταση της αφήγησης, καθόσον η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη δεν έγκειται στο πλήθος των σελίδων αλλά στο θέμα, το οποίο σε μια νουβέλα (όπως λέει και η λέξη) πρέπει να αναφέρεται σε σύγχρονα γεγονότα. Εδώ, όμως, ο συγγραφέας οδηγεί τη γραφή του και τη φαντασία του στον 19ο αιώνα, στα γεγονότα του Κριμαϊκού πολέμου. Μυθιστόρημα λοιπόν, κι ας είναι σχετικά μικρής έκτασης. Ας συμφιλιωθούμε με την ιδέα πως γράφονται πλέον συντομότερες αφηγήσεις με τα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.

Ο στρατιώτης Αντρέι Νικολάγιεβ στη διάρκεια μιας μάχης κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο τραυματίζεται και σχεδόν αγγίζει τον θάνατο.

[…]και τότε είδε μια φωτεινή γραμμή να κρέμεται μπροστά του και την άρπαξε κι αναρριχήθηκε πάνω της, στην αρχή δισταχτικά, σαν να ήταν ένα λεπτό σχοινί επίφοβο να κοπεί, μέχρι που το φως μεγάλωσε κι έγινε ολόκληρος ο κόσμος που τον καλούσε με τις φωνές του και τα θαύματά του. Όλα ήταν, βέβαια, στην αρχή θολά, αλλά όταν καθάρισε το βλέμμα του, είδε έναν γιατρό και δυο νοσοκόμες από πάνω του να τον κοιτούν με μεγάλη έκπληξη. Εστίασε με κόπο ξανά τη ματιά του πάνω τους. Είχε γυρίσει πίσω στη ζωή απρόσμενα.[…]

Μόνο που νιώθει αποξενωμένος από το περιβάλλον αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό του. Είναι διαφορετικός. Θα επιστρέψει στη Μόσχα νιώθοντας κάποια νοσταλγία για «το ψυχρό, κόκκινο φεγγάρι της», όχι όμως και για τη Ντάσα, τη γυναίκα του. Ανάλαφρος στο βάδισμά του, σαν να έχει χάσει πια το ανθρώπινο βάρος του αλλά και τόσο μόνος. Και σύντομα θα ανακαλύψει ότι η σκιά του δεν τον έχει ακολουθήσει σ’ αυτή την επιστροφή του στη ζωή. Είναι ένας άνθρωπος που δεν αφήνει το μαύρο αποτύπωμά του πάνω σε ό,τι τον περιβάλλει. Εισπράττει τον ίσκιο όλων των αντικειμένων γύρω του αλλά αυτός δεν ακουμπά πουθενά το βάρος του δικού του ίσκιου. Είναι σαν να μην υπάρχει. Σαν η ζωή να του χαρίστηκε εν μέρει. Και σαν να άφησε πίσω του ένα κομμάτι του εαυτού του. Αυτός ο αιωρούμενος άνθρωπος είναι ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας.
Γύρω του οι άλλοι χαρακτήρες. Η Ντάσα, η γυναίκα του, σε αντίθεση με αυτόν, πατάει γερά και με τα δυο της πόδια στη γη και αφήνει ένα έντονο απολύτως ρεαλιστικό αποτύπωμα στο πέρασμά της. Έτοιμη να αποδεχθεί το παράδοξο που της παρουσιάζεται, μόνο και μόνο γιατί είναι φτιαγμένη για τα δύσκολα της ζωής, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να ζητάει κανείς ένα καλύτερο αύριο. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μια γυναίκα χωρίς όνειρα. Ο Σεργκέι Αλεξέγιεβ, «ο διανοούμενος και ρομαντικός της γειτονιάς του», που είχε πάντοτε ανοιχτή τη πόρτα του σπιτιού του γι’ αυτόν που θα ζητούσε τη βοήθειά του, στον οποίο ο συγγραφέας θα εστιάσει το ενδιαφέρον του, μια που είναι ο μόνος που ο  Αντρέι Νικολάγιεβ εμπιστεύεται και ίσως ο μόνος από τον οποίο αναμένει και μια εξήγηση στο παράλογο που βιώνει.

[…]λέγανε ότι ο Σεργκέι Αλεξέγιεβ, που μόναζε με τον δικό του, ολότελα προσωπικό τρόπο μέσα στον κόσμο σαν ένας αλλόκοτος καλόγερος, δίχως όμως να απαρνιέται πού και πού τις ηδονές του, είχε κάποιες μέρες την πόρτα του λίγο ανοιχτή για να περνάει όποιος ήθελε μέσα. Το φτωχικό υπόγειό του συνήθως κουκούλωνε η βαριά αποφορά της νερόβραστης λαχανόσουπας. Ψάρι παστό ή κρέας έβλεπε πολύ σπάνια το σπίτι του. Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι, μια  μικρή βιβλιοθήκη κι ένα ντιβάνι σκεπασμένο με μουσαμά στη γωνία ήταν όλα κι όλα τα υπάρχοντά του. Καθόταν πολλές φορές στο τραπέζι του και διάβαζε για ώρες με έναν βιαστικό και φαινομενικά ασύνταχτο τρόπο, αλλά το αξιοπερίεργο ήταν ότι πάντα στο τέλος είχε πάρει τις γνώσεις που ήθελε από τα βιβλία. Το μέτωπό του συχνά φωτίζανε περαστικές σκέψεις, τα λιπόσαρκα μάγουλά του ρουφιόνταν θαρρείς ακόμα πιο μέσα από την έγνοια, «τη φροντίδα του», όπως έλεγε, «για τον κόσμο»· ωστόσο, ήταν φορές που έδειχνε να φορτίζεται από ανοίκεια ως τότε σε κείνον συναισθήματα. Τότε το πρόσωπό του κοκκίνιζε από την έξαψη, η ανάσα του βάραινε, τα μάτια του, απλανή, σαν να βρισκόταν σε κάποια απόγνωση ή έντονη ονειροπόληση, στυλώνονταν πάνω από το βιβλίο και πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν να του αποσπάσουν από το μοναχικό του έργο την προσοχή[….]



Πρέπει να σχολιαστεί εδώ η ικανότητα του συγγραφέα να δίνει με ακρίβεια φωτογραφική και σκηνοθετική ματιά τον χώρο μέσα στον οποίο εντάσσονται τα πρόσωπα του έργου του και διαδραματίζεται η πλοκή,  από τα ζητούμενα μιας αξιόλογης γραφής. Δεν το καταφέρνουν πολλοί, ίσως από αδυναμία ίσως από αδιαφορία, εκτιμώντας πως η αξία του λόγου τους μετριέται περισσότερο στη δράση, όπως αυτή αναπτύσσεται στην αφήγηση. Να παρατηρήσουμε, ωστόσο, ότι η αφήγηση, όσο γλαφυρή κι αν είναι, κινδυνεύει να μείνει μετέωρη, αν δεν της παρασχεθεί ο κατάλληλος χώρος ανάπτυξης. Και, φυσικά, μια αιωρούμενη δράση τι να την κάνεις; Χρειάζεται πλαίσιο με σαφήνεια περιγραφική δηλωμένο, προκειμένου και οι ήρωες να σταθούν στα πόδια τους, να ενταχθούν ομαλά μέσα του,  και να εξελιχθεί η υπόθεση.
Στο παραπάνω απόσπασμα θαρρείς και είσαι μέσα σ’ αυτό το λιτό και απέριττο σπίτι του ιδιόμορφου Σεργκέι Αλεξέγιεφ, ότι κάθεσαι στο τραπέζι του και μοιράζεσαι μαζί του τη φτωχή λαχανόσουπα, χαζεύεις και φυλλομετράς τις σελίδες των βιβλίων του και παρατηρείς με τη σειρά σου, ως αναγνώστης πια αλλά και ως αόρατος ήρωας του βιβλίου, το συννεφιασμένο του πρόσωπο.


Χαίρομαι να συναντώ τέτοια δείγματα γραφής, κυρίως όταν αυτό συμβαίνει σε βιβλία πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, όπως εδώ είναι η περίπτωση του  Αντώνη Ξυραφά.

Δύο συνάδελφοι του Αντρέι Νικολάγιεβ, στη δημόσια υπηρεσία που εργάζεται, θα σκιαγραφηθούν επίσης διεξοδικά, δίνοντας έτσι το σωστό μέτρο στη γραφή ενός μυθιστορήματος. Μπορεί ο βασικός ήρωας να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος, όμως μόνον τότε μας παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, όταν προβάλλονται πάνω του οι υπόλοιποι και με τη σειρά του αυτός  επηρεάζεται από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες. Για να συμβεί αυτό είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει και αυτοί να είναι διακριτοί. Έτσι έχουμε από τη μια τον Ανατόλι Μιλγιούκοβ, έναν «κάτισχνο ανθρωπάκο», έναν άνθρωπο χωρίς ζωή, με τη μίζερη μοίρα του ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Είναι τόσο ξεκάθαρη η μυθοπλαστική μορφή του, που θα μπορούσε ένα νέο μυθιστόρημα να γραφεί με αυτόν ως βασικό ήρωα. Από την άλλη συναντάμε τον Ιγκόρ Μιχαήλοβ, έναν άνθρωπο χωρίς ηθική «σαν αρπακτικό έτοιμο να επιτεθεί στη λεία του».
Ξεχωριστή η παρουσία του Εβγκένι Εβδοκίμοβ. Όλοι οι παραπάνω έχουν μια έλλειψη, ένα χωρίς, να καθορίζει την εικόνα τους. Έτσι και  ο Εβδοκίμοβ, ο άνθρωπος χωρίς τιμή, φτιάχνει μια τραγική φιγούρα δίπλα τους. Θύμα της ζωής του και της δειλίας του να αντιμετωπίσει τις αντιξοότητες που βρήκε μπροστά του, θα καταλήξει στο φρενοκομείο.
Παρατηρώντας τους χαρακτήρες αυτούς σκέφτεσαι αν η έλλειψη του Αντρέι  Νικολάγιεβ είναι η σημαντικότερη. Πώς ζεις χωρίς τη σκιά σου και, κυρίως, πώς συμφιλιώνεις και εκλογικεύεις μέσα σου την απουσία της; «Όταν χαθεί η σκιά κάποιου, τότε γίνεται σκιά του εαυτού του, γιατί η φύση δεν αγαπά το κενό», δηλαδή ο ήρωας θα αναγκαστεί σε έναν κόσμο φαινομένων και σκιών να δει τα πράγματα όπως είναι αληθινά. Ίσως αυτός, με το μοναδικό προνόμιο(;) να μην μπορεί να δει το είδωλό του να εγγράφεται πάνω στους άλλους, ούτε καν μέσα σ’ έναν καθρέφτη, να είναι σε θέση τώρα να βιώσει τους έσχατους φόβους, «έχω αρχίσει να λοξοδρομώ προς την κόλαση του εαυτού μου την ίδια», θα εξομολογηθεί στον φίλο του.
Υπάρχουν σκέψεις και διαβάσματα που πρέπει τελικά να τα θεωρούμε θεμελιακά. Ολοένα γυρνάμε σ’ αυτά και αναγνωρίζουμε την αξία τους. Δεν είναι φυσικά ίδια για όλους. Πιστεύω, όμως, ότι κάποια από αυτά έχουν θέσει την καθοριστική τους σφραγίδα στη λογοτεχνία, ίσως γι’ αυτό συναντάμε συχνά τον απόηχό τους σε πολλά κείμενα. Στην ιστορία που αφηγείται ο Αντώνης Ξυραφάς αναγνωρίζω το βαθύ υπόστρωμα του Αλμπέρ Καμύ, τη φιλοσοφική του κατάθεση πάνω στο παράλογο, πολύ πιο πέρα από τον Σαρτρ και πολύ πιο τραγική η ανθρώπινη εικόνα εδώ, που πλησιάζει τις γραφές του Κάφκα με θέμα τον αλλοτριωμένο, αποξενωμένο άνθρωπο από τον κόσμο και από τον εαυτό του, αυτόν που τολμά να βλέπει πόρτες ανοιχτές – αποκλειστικά γι’ αυτόν – εκεί που όλοι τις βλέπουν θεόκλειστες.

«Να αντιμετωπίζεις με αξιοπρέπεια τη μοίρα σου, να τι σου χρειάζεται μόνο σ’ αυτή τη ζωή. Να έχεις ψυχή λιονταριού, να μάχεσαι κάθε μέρα, είπε μέσα του, να είσαι άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης. Και να σκεφτεί κανείς ότι το κορόιδευε αυτό μέχρι τότε, γιατί πίστευε ότι κανείς δεν μπορεί να σταθεί σε βάθος αξιοπρεπής απέναντι σε μια μοίρα, σ’ έναν κόσμο που τον ξεπερνάει!»

Νομίζω πως η «σκιά του στρατιώτη» με τον τρόπο που έχει γραφτεί, συνταιριάζοντας τη μυθοπλαστική πλοκή με τον διαλογισμό, αγγίζει τα όρια του φιλοσοφικού δοκιμίου. Είναι από τα βιβλία που τα διαβάζεις και συχνά σταματάς και σημειώνεις σκέψεις που σου έρχονται συνειρμικά. Παρακολουθείς τις συζητήσεις του Αντρέι με τον διανοούμενο φίλο του και συμμετέχεις, ως ενεργός αναγνώστης πια, στην προσπάθεια να λυθεί το μυστήριο αυτής της σκιάς που αυτονομήθηκε και εξαφανίστηκε από τη ζωή του ήρωα. Τι θα συμβεί μ’ αυτόν τον άνθρωπο που δεν μπορεί πουθενά να καθρεφτιστεί, ενώ όλα με απλό και φυσιολογικό τρόπο καθρεφτίζονται πάνω του;

Ένα παιχνίδι, ένα φιλοσοφικό αίνιγμα, μεταμφιεσμένο σε μυθοπλαστική πλοκή μας έδωσε εδώ λοιπόν ο συγγραφέας; Ένα αντικαθρέφτισμα φαινομενικών εικόνων και πραγματικότητας; Αν είναι έτσι, όμως, όλο αυτό δεν παραπέμπει στην άλλη θεμελιώδη αντιστοιχία ανάμεσα στη ζωή και στο όνειρο; Και η αλήθεια πού βρίσκεται; Ο Αντρέι Νικολάγιεβ ένιωσε αποσυνάγωγος, όταν τον εγκατέλειψε η σκιά του, όταν βρέθηκε ανάλαφρος χωρίς το βάρος της μέσα σ’ ένα κόσμο σκιών και φαινομένων. Τι θα συμβεί, αν ακολουθήσει τη συμβουλή του φίλου του;

«Αφεθείτε, λοιπόν, ώστε η σκιά σας να σας ονειρευτεί[…]κι αν για μια στιγμή εκεί μέσα δείτε τον εαυτό σας έστω κι από μακριά, αν αισθανθείτε και πάλι ότι βλέπετε τον αληθινό κόσμο μέσα από τα μάτια του ονείρου σας κι έχετε εκείνη την κρίσιμη ώρα αυτή τη στιγμιαία φωτεινή συνείδηση ότι ατενίζετε γαλήνια τα πάντα, τότε μπορεί να σας συμβεί.[…]θα στραφεί η ψυχή σας και πάλι σ’ αυτό τον απατηλό κόσμο, τον φτιαγμένο από σκιές.»

Ό, τι θα συμβεί από το σημείο αυτό και μετά στον ήρωα είναι ανοιχτό σε συζήτηση, ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για τους αναγνώστες εκείνους που αγαπούν να ανταλλάσσουν απόψεις πάνω σε πολύ ξεχωριστά βιβλία. Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη της ιστορίας από αυτήν που επέλεξε ο συγγραφέας; Ίσως. Αλλά δεν είναι αυτό που μετράει εδώ. Για να φτάσει ο αναγνώστης στο σημείο να «συνδιαλέγεται» με την πλοκή και να συμπληρώνει ή να αντιπροτείνει λύσεις, σημαίνει ότι το βιβλίο τον κέρδισε, τον μετέτρεψε από παθητικό δέκτη μιας ιστορίας σε ενεργό συνομιλητή του συγγραφέα αλλά και του ήρωα. Και αυτό θα πρέπει να συναριθμηθεί στα πολύ θετικά του συγκεκριμένου βιβλίου αλλά και του συγγραφέα, που με αυτή την πρώτη  γραφή του μας συστήνεται. Μια τελευταία μνεία για το εξώφυλλο του Θάνου Γκιώνη, τόσο ταιριαστό με το περιεχόμενο, έτσι όπως φωτίζεται η φιγούρα του στρατιώτη και μεγεθύνεται πίσω του η σκιά του, πιστή ακόλουθος.

Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon http://www.vakxikon.gr/h-%CF%83%CE%BA%CE%B9%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B7-%CE%BE%CF%85%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AC/)


Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Για το βιβλίο της Ελένης Αράπη «Με βράγχια ανασαίνω» μας μιλά ο Ζαχαρίας Σώκος (πρόκειται για το κείμενο της παρουσίασης του βιβλίου, στο “Poems and crimes” των εκδόσεων Γαβριηλίδης, στις 16 Απριλίου 2016)




Είναι πραγματικά ενδιαφέρον, όμορφο και γόνιμο οι επαγγελματίες της ελληνικής γραμματείας – δηλαδή οι φιλόλογοι – να ασκούνται και να αναμετρώνται με τις λέξεις, σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, έχοντας την προίκα των σπουδών τους.
Πολύφερνη νύφη η φιλολογία για τη λογοτεχνία, που όμως αν προσέξεις και δεν σε δονεί εσωτερικά μπορεί να αποβεί ένας στείρος προσπορισμός της βιωτής. Κι’ αυτό γιατί, όπως έχει ειπωθεί «οι μεγάλες προίκες κάνουν τα μεγάλα λάθη». Πρέπει δηλαδή αυτή την προίκα να την οικειοποιηθείς, να την κατακτήσεις και αναχωνευμένη πλέον να προχωρήσεις στην προσωπική σου έκφραση, στην ιδιοπροσωπία έχοντας όμως ένα στέρεο υπόβαθρο. Ικανή λοιπόν, αλλά όχι αναγκαία συνθήκη.
Στη συλλογή της Αράπη Ελένης «Με βράγχια ανασαίνω» τα τρία πρώτα ποιήματα αφορούν στην ποίηση, δηλωτικό της σχέσης και της αντίληψή της γι’ αυτό το είδος της γραφής που αξίζει εκ προοιμίου να ιδωθεί.
Ακούστε πώς θεάται, πώς βλέπει δηλαδή την ποίηση στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής της:

Πολεμιστής

Εκκλησία η ποίηση
γδύνεσαι τ’ άρματα
πλένεις τα χέρια ανάβεις κερί
καίγεσαι, αυτό-
αναφλέγεσαι.
Η στάχτη που μένει
μοναδική αλήθεια.
Μπήκα πολεμιστής
και προσκύνησα.

 Με το ποίημα αυτό μας δίνει σχεδόν το απόλυτο στίγμα του ποιητικού της λόγου. Ένας κοφτός, λιτός, δωρικός σαν μανιάτικο τοπίο και βεβαίως υπονοούν και τη μανιάτικη καταγωγή της.
Μας δίνει επίσης ένα χαρακτηριστικό που υφέρπει θα έλεγα σε όλη την ποιητική της ύλη, χωρίς ποτέ να δίνεται η επαρκής απάντηση ποια είναι η πραγματική της σχέση με την πρώτη λέξη αυτού του ποιήματος – ήτοι και την πρώτη λέξη του βιβλίου – που είναι η λέξη εκκλησία και κατά συνέπεια θρησκευτικότητα.
Λέξεις όπως : «Εκκλησία η ποίηση», «ανάβεις κερί», «τούτο εστί το σώμα μου/ λάβετε φάγετε/ τούτο εστί το αίμα μου/ λάβετε πίετε»,  «μεταλάβεις αλμύρα»,  «Ήγγικεν η ώρα»,  «Αλειτούργητο στέκει», «Το ξωκλήσι των λοξών» είναι και τίτλος ποιήματος.
Αυτή η επισήμανση μπορεί να βρίσκει την απάντησή της σε ένα από τα πιο ωραία σημεία αυτής της συλλογής, στον στίχο :
«Κάθε σούρουπο με σχισμένο πανί/απλώνω τα χέρια μάταια πάντα/ την πίστη να αγγίξω/. Με κεριά σβηστά/ απομακρύνομαι/ σβήνω».

Επανέρχομαι στο πρώτο ποίημα, που δίνει το στίγμα του ποιητικού της λόγου. Σ’ αυτό λοιπόν υπάρχει ο στίχος – φράση
«ανάβεις κερί/ καίγεσαι, αυτό –/ αναφλέγεσαι».
Η σχέση της ποιήτριας με το πυρ, την φωτιά, την φλόγα, τον πυρπολισμό είναι καθοριστική, είναι η περισσότερο συναντώμενη έκφραση σχεδόν σε κάθε ποίημα. Βεβαίως πολυσήμαντη και πολυεπίπεδη η ανάγνωσή τους. Προσέξτε τις εκφράσεις:
Πρώτο ποίημα: «καίγεσαι, αυτό – αναφλέγεσαι»
Τρίτο ποίημα: «Φλέγεσαι. Καίγομαι»
Τέταρτο ποίημα: «πίσσα σιγοκαίει»
Και πάει λέγοντας «η καρδιά πυρπολεί», «φλογώδης άκανθα», «θερίζει η φλόγα», «έσβηνε η φλόγα», «κι αυτή φλόγα/ τόσο νερό να μη λέει να σβήσει», «παίρνουν φωτιά μες στα συρτάρια τα χαρτιά/ όλη η φλόγα μου εκεί ενταφιάστηκε» και στο ίδιο ποίημα πιο κάτω: «Ψέματα./ Ούτε φωτιά υπήρξε/ ούτε μοιρολόγια/ δυο φλόγες μόνο/ θνητές και μόνες», «η ψυχή φλέγουσα», «το φως να με καίει», «καυτά χαμόγελα», «καυτό άλικο αίμα/ στόματα κάρβουνα αναμμένα».
Τίτλος ποιήματος : «Λάβα», «Ηφαίστειο τα ανείπωτα», «η σιωπή υψικάμινος», «η σάρκα στο πύρωμα», και ούτω καθ’ εξής.
Ένα άλλο στοιχείο που προκύπτει από το πρώτο ποίημα ή μάλλον προδίδεται είναι το εξής αντιφατικό θα το έλεγα χαρακτηριστικό. Είναι αυτονόητο ότι μια ποιήτρια, και μάλιστα Ελένη, θα έχει αυτό που χαρακτηρίζεται θηλυκή γραφή. Όμως, αναγνώρισα στην ποίησή της Αράπη, όχι τη θηλυκή γραφή, αλλά μια γραφή που θα αντιστοιχούσε στο άλλο φύλο, και ίσως μια διάθεση υποστήριξης της γυναίκας ως κοινωνικής οντότητας σε μια μη γυναικοκρατούμενη κοινωνία.

Στο πρώτο ποίημα λέει:
«Μπήκα πολεμιστής
και προσκύνησα».
Δεν μπήκε πολεμίστρια, αλλά πολεμιστής κι όπως γράφει πιο πάνω «γδύθηκε τ’ άρματα» για να προσκυνήσει τι; Μα φυσικά την ποίηση που είναι εκκλησία. Σε άλλα σημεία όμως μιλάει ως γένους θηλυκού
«Όλη κομμένα μέλη έτρεχε» ή αλλού «Μην την αγγίζετε/ τις σάρκες της χαράσσει».
Το πιο πάνω επιχείρημα επιβεβαιώνεται από την ίδια την Αράπη, αφού στο ποίημα της «Εγεννήθη κοχύλι» γράφει:
«όταν εγεννήθη/ αντί πορφύρας/ η παραμάνα το έζωσε/ γαλάζιο ουρανό./ Μεγάλωσε σαν άνδρας/ αγάπησε σαν άντρας/ σταυρώθηκε ως άντρας/. Και μόνον όταν έγινε μάνα/ έφερε εντός της τον υιό/ έγινε επιτέλους κοχύλι.»
Νομίζω ότι κάθε επιπλέον σχολιασμός περιττεύει.
Πάλι εκκινώντας από το πρώτο ποίημα του βιβλίου θα έλεγα ότι είναι ίσως το μόνο ποίημα που δεν εμπεριέχει φράσεις και λέξεις που να σχετίζονται με το υγρό στοιχείο και κυρίως τη θάλασσα. Η θάλασσα και πιο πολύ η ναυτοσύνη και η ορολογία της είναι χαρακτηριστικό των λέξεων και των μεταφορών που χρησιμοποιεί προκειμένου να αρθρώσει τον ποιητικό της λόγο.

Η μέσα θάλασσα
Υγρή κινούμενη πίσσα σιγοκαίει
πράσινοι άγγελοι ελκύουν το σκαρί μου
στο μάτι του κυκλώνα.
Χαράζω την πεντάφλα στη σάρκα
με μαυριτάνικο μαχαίρι καρφών
δεήσεις σκορπίζω σε πειρατές
η μέσα θάλασσα αναβλύζει.
Να μεταλάβεις αλμύρα
την καρδιά μου να κουρσέψεις.
Βρέξε σκουριές ξόρκια θύελλες ανέμους
τρέξε, το αφρικάνικο σκαρί επάνω σου ορμάει.
Κυκλώνω τον Κυκλώνα σου.

Η θάλασσα λοιπόν και ό,τι συνδέεται και μυθολογείται σ’ αυτήν κυριαρχούν, είναι οικείος γλωσσικά τόπος στην ποίηση της Ελένης Αράπη. Και αναφέρω ότι είναι οικείος τόπος η ναυτική ορολογία – σχεδόν πατρίδα για την ποίησή της Ελένης, με δεδομένο ότι πατρίδα είναι η παιδική ηλικία. Σ’ αυτή λοιπόν την παιδική ηλικία είναι λογικό να ζυμώθηκε με λέξεις και όρους της ναυτοσύνης, τις έφερε και τις απίθωσε στην παιδική ψυχή ένα άλλο πρόσωπο, κυρίαρχο όμως για την παιδική ψυχή, όπως ο πατέρας.

Είναι λογικό η Ελένη Αράπη ένα ποίημα αμιγώς ερωτικό όπως το «Η μέσα θάλασσα» να το ενδύει – μεταφορικά- με ναυτικούς όρους.

Και έρχομαι εδώ να σημειώσω το πιο καθοριστικό στοιχείο για την ποίησή της. Όλα τα ποιήματα, ή σχεδόν όλα, και αν συμβαίνει το αντίθετο είναι εξαίρεση, χρειάζονται τον κατάλληλο ερμηνευτικό κώδικα για να τα προσεγγίσεις, το κατάλληλο κλειδί δηλαδή για να εισέλθεις σ΄αυτά. Χωρίς το κλειδί η ποίησή της είναι δυσανάγνωστη, μόλις όμως το εντοπίσεις, το βρεις, με ευκολία σου παραδίδεται και τότε μπορεί να γευτείς τα αισθήματα και τις ιδέες που θέλει να εκφράσει η ποιήτρια.


Η ποίησή της είναι κρυπτική και η αφήγηση της ποιητικής ύλης γίνεται με συμβολισμούς. Όπως προείπα είναι λιτή και δωρική. Με την ελαχιστοποίηση όμως των λέξεων που χρησιμοποιεί για την οργάνωση του ποιήματος έχουμε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση της οπτικής προς το ποίημα και την πύκνωση της νοηματικής έντασης.

Για να σας δώσω ένα παράδειγμα του τι εννοώ κρυπτική και με συμβολισμούς θα επανέλθω πάλι στο πρώτο ποίημα που το χρησιμοποιώ ως αφετηρία ανάγνωσης όλου του βιβλίου.

Τίτλος του είναι «Πολεμιστής». Το κλειδί εδώ είναι ότι ο πολεμιστής είναι ο ποιητής. Πάμε τώρα στο δεύτερο ποίημα με τίτλο:

«Οι ονειρευτές», οι ονειρευτές είναι οι ποιητές και το ίδιο το ποίημα συμβολίζεται ως αχινός.
Οι ονειρευτές
Στα βράχια και στις λάσπες του βυθού
του μέσα και του έξω
ιχνηλατούν τον αχινό.
Κι αν ανέλπιστα τον ανταμώσουν
ολάκερο τον τρώνε με τ’ αγκάθια
άχνα δεν βγάζουν κι ας πονάνε.
Με αίμα τον ταίζουν
αργή ροή στα σωθικά.
Αν αντέξουν μπορεί να αξιωθούν
να ξεστομίσουν την σπορά του.
Ίσως να γεννηθεί το ποίημα.
Λίγο δεν είναι.

Το πιο κυκλοφορούν, πολυσύχναστο θέμα του βιβλίου της είναι το αυτονόητο, ο έρωτας. Ο έρωτας ως κινούν, με όλες του τις εκφάνσεις και τις ματαιώσεις. Κι ακόμα η ζωή, η ένταση, το αίμα.

Το κόκκινο και το αίμα συναγωνίζονται τη θάλασσα στο βιβλίο της.

Ο θάνατος δεν υπάρχει παρά μόνο λίγη στάχτη, πάλι στο πρώτο ποίημα, που όμως είναι και «μοναδική αλήθεια».

Ολοκληρώνω με τις ευχές μου για καλά ταξίδια με ανέμους ούριους στο πρώτο βιβλίο της Ελένης Αράπη κι αυτό να είναι η αρχή μια ευδόκιμης πορείας στον χώρο των θηρευτών των αχινών, αφού με βράγχια πλέον θέλει να ανασαίνει.


Κι αυτό «λίγο δεν είναι»

Ζαχαρίας Σώκος

«Του καιρού γυρίσματα και επτά ακόμη διηγήματα» της Τίνας Κουτσουμπού από τις εκδόσεις Διάνυσμα

«Του καιρού γυρίσματα

και επτά ακόμη διηγήματα»

της Τίνας Κουτσουμπού

από τις εκδόσεις Διάνυσμα



     

      Η σύντομη γραφή, με μορφή διηγήματος, βρίσκεται τα τελευταία χρόνια συχνά στις πρώτες επιλογές των πεζογράφων, παλαιότερων και νέων, κατ’ επέκταση και σε καλή σειρά στις προτιμήσεις των αναγνωστών. Θέλω να πιστεύω ότι, όσον αφορά τους συγγραφείς, δεν πρόκειται για μια σκόπιμη επιλογή ενός είδους που θεωρείται εύκολα διαχειρίσιμο. Όσο για τους αναγνώστες, μακάρι αυτή η προτίμησή τους να μην είναι άλλη μια υπακοή στις επιλογές του συρμού. Γράφω τα παραπάνω, γιατί πιστεύω ότι η μικρή σε μέγεθος διήγηση έχει τον ανάλογο κόπο και τη δυσκολία της, μια που πρέπει μέσα σε λίγες σελίδες να τα έχεις πει όλα, να έχεις κερδίσει τον αναγνώστη, με άλλα λόγια να έχεις αφήσει το αποτύπωμα γραφής. Όλο αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, αν θες να το διαχειριστείς σωστά, γι’ αυτό και αποτυγχάνουν - μιλώντας για τους συγγραφείς - όσοι το επιλέγουν σαν μια ακόμη ευκολία στα δύσκολα της συγγραφής. Από την άλλη, ο αναγνώστης ίσως αυταπατάται, αν νομίζει ότι το διήγημα συνιστά γι’ αυτόν επίσης ένα ξεκούραστο διάβασμα. Έτσι κι αλλιώς, το όλο εγχείρημα της ανάγνωσης έχει τη σημασία του, όταν αφοσιωθεί κανείς σε διαβάσματα που επιλέγει με κριτήριο το αληθινό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, ανεξάρτητα από την  έκτασή τους.

   Παρατηρώ ότι αφέθηκα σε  μια εκτενή εισαγωγική παρατήρηση θέλοντας να μιλήσω για τα οκτώ διηγήματα της Τίνας Κουτσουμπού με τον τίτλο «Του καιρού τα γυρίσματα». Ίσως γιατί προτίμησα εξ αρχής να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, μια που εδώ έχουμε μια αξιόλογη συγγραφική πρόταση.  Έχοντας διαβάσει και το προηγούμενο βιβλίο της, «Ο καινούργιος και επτά ακόμη διηγήματα», νομίζω ότι έχω κατανοήσει τον τρόπο που προσεγγίζει την υπόθεση του διηγήματος. Αρκετά κοινά σημεία εντοπίζω και στις δύο συλλογές. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων, γεγονός που αναμφισβήτητα θα πρέπει να θεωρηθεί θετικό στοιχείο, ιδιαίτερα αν φέρουμε στο μυαλό μας τα πλείστα όσα αφηγήματα προσπαθούν να  κερδίσουν τον αναγνώστη φορτώνοντας το κείμενό τους με φτιασιδώματα λεκτικά, που η γραφή ποτέ δεν είχε απολύτως καμία ανάγκη. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τις απαραίτητες μόνο λέξεις, οι οποίες με την ευστοχία τους ικανοποιούν την πλοκή και με το παραπάνω. Η πλοκή, με τη σειρά της, απλώνεται στη μικρή έκταση που της αναλογεί, χωρίς να προκαλεί με ευφάνταστες ανατροπές, που έτσι κι αλλιώς απαιτούν ευρύτερο χώρο να πάρουν τις αναπνοές τους. Έτσι, για άλλη μια φορά, όπως και στην προηγούμενη συλλογή, το τέλος των διηγημάτων δεν μας αιφνιδιάζει. Έρχεται να δώσει μέσα στις τελευταίες σειρές το ελάχιστο, που ολοκληρώνει ομαλά, χωρίς κενά και απορίες, τις ιστορίες.
   Όσο για τους ήρωες, αυτοί είτε είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, άστεγοι ή πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι - στερούμενοι ακόμη και τα στοιχειώδη - αποτελούν πια ένα δείγμα ενός άλλου κόσμου που κινείται γύρω μας και διαρκώς αυξάνει το πλήθος του, είτε είναι επώνυμες παρουσίες, η μάνα, η φίλη, ο θείος,  που η συγγραφέας απομόνωσε από τη ζωή της και άπλωσε τη μορφή τους στις σελίδες της.
Είναι αλήθεια ότι οι ήρωες των ιστοριών αυτών δεν αποτυπώνονται στη μνήμη του αναγνώστη με ισχυρό το ίχνος τους. Περισσότερο θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει να αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα ανάλογων τύπων ανθρώπου. Θεωρώ ότι αυτή η πρωτοτυπία όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα αλλά ίσα ίσα  είναι το δεύτερο θετικό στοιχείο της συγκεκριμένης γραφής. Με τον τρόπο που η συγγραφέας διαχειρίζεται τα πρόσωπα των ιστοριών της κατορθώνει να αναγάγει σε πρωταγωνιστές όχι τόσο τις μορφές  αλλά τις ιδέες και τα συναισθήματα. Αυτά πράγματι σου εντυπώνονται. Έτσι, για παράδειγμα, στο διήγημα «Της μάνας τα στερνά», δεν είναι ούτε η μάνα αλλά ούτε η κόρη ο πρωταγωνιστής. Έχουν και οι δύο παραχωρήσει διακριτικά τη θέση τους στην ενοχή, που ως αίσθημα και βίωμα χρωματίζει ακόμη πιο γκρίζο το έτσι κι αλλιώς βαρύ γκρίζο του θανάτου.

«Της εσωτερικής φωνής σπαράγματα, του είναι της οι τύψεις, την κατατρέχουν. Πού ήταν η ίδια, η θυγατέρα της; Πώς δεν ένιωσε το τέλος της μάνας να πλησιάζει; Πώς άφησε το χρόνο να της αρπάξει τις στιγμές που θα ζούσε με τη μάνα συντροφιά της. Του μυαλού της τα ανήσυχα μονοπάτια την οδηγούν σε αμφιβολίες, βρίσκουν λάθη στη συμπεριφοράς της προς τη μάνα της. Πόσα θα μπορούσε, πόσα να κάνει, που όμως δεν τόλμησε; Να γυρνούσε λίγο τη μηχανή του χρόνου πίσω σε εκείνη τη μέρα που λογόφερε μαζί της για τα θέλω της, που πρότεινε τον εγωισμό της και δεν την άκουσε».

   Στο διήγημα «Χασάν, ο άνθρωπος των φαναριών», περιέργως δεν είναι ο Χασάν που αφήνει το πρόσωπό του στη μνήμη, είναι αυτή η περίεργη συμμετοχή στο δράμα του άλλου, η αλληλεγγύη, έτσι όπως ξαφνικά μπαίνει στο προσκήνιο και μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τα πρόσωπα, που πια μπορεί να θεωρηθούν τυχαία δείγματα.
   Η συναίσθηση της ευθύνης, που παραμερίζει τις προσωπικές έγνοιες, η φιλία που αναπτύσσεται απρόσμενα, η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο, που δεν γνωρίζει περιορισμούς και σύνορα, όλα αυτά αναδεικνύονται κυρίαρχοι πρωταγωνιστές των αφηγημάτων, στρέφοντας την προσοχή σε έννοιες πιο διαχρονικές και πιο πολύτιμες από  τα περιστασιακά και τα πρόσκαιρα. Αν το κατορθώνει όμως  αυτό η λογοτεχνία, νομίζω ότι πληροί με αξιώσεις τις προδιαγραφές της.

«Στην τσέπη έχω τώρα το τελευταίο πακέτο από εκείνα που είχε ο Χασάν πριν το ατύχημα. Κάποιος σαν τον μάζεψε με το φορείο, το πέταξε στην άκρη και το περιμάζεψα. Πάνω του έγραψα λυπημένος με κόκκινα αραβικά γράμματα: ΧΑΣΑΝ Ο ΣΥΡΟΣ ΦΙΛΟΣ και το ’χωσα βαθιά μέσα στο παλτό μου, σαν ενθύμιο μιας φιλίας χαμένης τόσο άδοξα…»

   Άφησα για το τέλος το διήγημα «Ο ένοικος», γιατί το θεωρώ το καλύτερο της συλλογής. Μια πλήρης ιστορία, με υποδειγματική συντομία, να κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όνειρο, και - γιατί όχι; - να καταξιώνει την αλήθεια την ονειρική πιο πάνω από τη χειροπιαστή ρεαλιστική εικόνα. Ποιος είπε ότι το υποσυνείδητο που γεννά τα όνειρα δεν είναι ανώτερο από τη συνείδηση; Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον.
 
   Νομίζω ότι η Τίνα Κουτσουμπού θα άξιζε να πειραματιστεί και σε εκτενέστερες γραφές. Η νουβέλα, για παράδειγμα, που επεκτείνει το περιεχόμενό της, φυσικά όχι μόνο στο επιφανειακό του αριθμού των σελίδων, όπως συχνά υποστηρίζεται, αλλά  στη μεγαλύτερη εμβάθυνση στον κόσμο των ηρώων, σε ψυχογράφηση των προσώπων και σε ανάλυση των καταστάσεων που αυτά βιώνουν, ίσως θα ήταν μια καλή επιλογή. Και το υποστηρίζω αυτό, μια που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε σημερινές ιστορίες, ελάχιστη απαραίτητη συνθήκη για μια νουβέλα, όπως η ονομασία της μας αφήνει να εννοήσουμε. Ας το τολμήσει. Η μέχρι τώρα πορεία της δείχνει ότι διαθέτει όλα τα προσόντα, με πρώτο και σημαντικότερο την αποτύπωση της ανθρώπινης διάστασης των εικόνων που η πραγματικότητα παρουσιάζει γύρω μας.



Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Booktour http://www.booktourmagazine.com/news/toy-kairoy-gyrismata-kai-epta-akomi-diigimata-tis-tinas-koytsoympoy-apo-tis-ekdoseis-dianysma/
Μια κριτική προσέγγιση στη συλλογή διηγημάτων «Του καιρού γυρίσματα και επτά ακόμη διηγήματα» της Τίνας Κουτσουμπού από τις εκδόσεις Διάνυσμα

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία"  διάβασε και προτείνει  (15 νέες προτάσεις για ανάγνωση)

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" 
διάβασε και προτείνει 
(15 νέες προτάσεις για ανάγνωση)

reading a book, Nikolay Bogdanov-Belski, 1915


Μαργκαρέτε Μπούμπερ Νόυμαν "Μίλενα από την Πράγα", Κίχλη - Τα πράγματα

Αλλά ο Φραντς δεν μπορεί να ζει. Δεν έχει την ικανότητα να ζει. Ο Φραντς δεν θα γιατρευτεί ποτέ. Ο Φραντς σύντομα θα πεθάνει.
Είναι γεγονός ότι καταπώς φαίνεται όλοι είμαστε ικανοί να ζούμε, γιατί όλοι μας δραπετεύσαμε κάποτε στο ψέμα, στην τυφλότητα, στον ενθουσιασμό, στην αισιοδοξία, σε κάποια πεποίθηση, στον πεσιμισμό ή σε κάτι άλλο. Εκείνος όμως δεν ζήτησε ποτέ προστασία σε κανένα άσυλο. Είναι απολύτως ανίκανος να πει ψέμα, όπως είναι ανίκανος και να μεθύσει. Δεν έχει απολύτως κανένα καταφύγιο, καμία στέγη. Γι’ αυτό είναι εκτεθειμένος σ’ όλα αυτά από τα οποία εμείς προστατευόμαστε. Είναι σαν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους. Και ό,τι λέει, ό,τι είναι και ό,τι ζει δεν είναι καν η αλήθεια. Είναι ένα ον απόλυτο. Αφ’ εαυτού και δι’ αυτό, απαλλαγμένο από κάθε είδους συστατικό που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να παραποιήσει την εικόνα της ζωής, την ομορφιά ή την αθλιότητά της, αδιάφορο. Και ο ασκητισμός του δεν έχει τίποτε το ηρωικό, αν κι ακριβώς γι’ αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερος κι ευγενέστερος. Κάθε είδους ‘ηρωισμός’ είναι ψεύδος και δειλία. Όποιος κατασκευάζει τον ασκητισμό του ως μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού δεν είναι άνθρωπος, άνθρωπος είναι εκείνος που τον ωθούν αναγκαστικά στον ασκητισμό η φοβερή του οξυδέρκεια, η αγνότητα κι η ανικανότητα συμβιβασμού.





Δημήτρης Ελευθεράκης "Η δύσκολη τέχνη", Αντίποδες

Μια τριανταφυλλιά που ανθίζει στον ακάλυπτο, είπε ο δάσκαλος. Ένας λόγος για να ελπίζεις και να απελπίζεσαι, είπε ο δάσκαλος. Ο μαύρος, ναι ο γκρίζος ακάλυπτος, η κατοικία του βλέμματος, το χωνί της καθημερινότητας, το σιφόνι των συνειδήσεων, το σύμβολο των ελπίδων. Το γκριζόμαυρο, ναι το γκριζόασπρο γκράφιτι είναι το προσχέδιο του ακάλυπτου, ο καθρέπτης της γκριμάτσας του προσώπου μας, η τέχνη που μας φοβίζει. Ναι, είναι μια δύσκολη τέχνη. Το γκράφιτι είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος.






Νίκος Παναγιωτόπουλος "Γραφικός χαρακτήρας", Μεταίχμιο

Όσην ώρα ο Σκούληκας γέμιζε το πολύτιμο μπουκάλι του πατέρα, ήμουν αναγκασμένος να ακούω τις απροκάλυπτες χοντράδες, τα βρόμικα αστεία και τα βροντερά τους γέλια, τους ασυνάρτητους καβγάδες τους για την πολιτική ή, το χειρότερο, όταν για κάποιον δικό τους λόγο αποφάσιζαν ν’ ασχοληθούν μαζί μου, τις τάχα σοφές συμβουλές και τις παραινέσεις τους.

Τότε ήθελα ν’ ανοίξει η γη και να με καταπιεί κι ευχόμουν από μέσα μου να πάθει κάτι ο πατέρας – όχι πολύ σοβαρό όμως· κάτι μικρό, ώστε να του απαγορέψει ο γιατρός να πίνει ρετσίνα.





Δημήτριος Δημητριάδης "Χρόνος αυτόχειρας", Γκοβόστης


Λάβα κόκκινη στους δρόμους
στα υψώματα, στους υπονόμους
ξεχύθηκε νωρίς
μόλις που χάραζε.

Ίσως είναι η χολή μετανιωμένων αγίων
που κόπηκαν βαθιά απ’ το μαχαίρι.

Μην είναι η δίψα των τεράτων
παρηγοριά δε βρήκαν
κουράστηκαν να κρύβονται
από το φως του ήλιου.

Ας είναι η πνοή παλιών ηρώων
που γύρισαν ξανά ν’ ανοίξουν το φεγγίτη.


Τόλης Νικηφόρου "Αγνώστου στρατιώτου", Μανδραγόρας

«Αγνώστου Στρατιώτου και Πλατείας Δικαστηρίων, Μητσαίων και Φιλίππου…Λουτρά Παράδεισος και άγιος Νικόλαος, Παναγία Χαλκέων…Υπήρξαν όλα αυτά ποτέ; Υπήρξε ο Νίκος, Η Αριστούλα, ο Γιώργος; Ο μπαμπάς, η μαμά, ο μεγάλος μου αδελφός; Οι άγνωστοι στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη της ζωής; Υπήρξαν τα παιδιά της γειτονιάς, τα χίλια δυο παιχνίδια στον δρόμο και στην πλατεία; Υπήρξε η ευτυχία;»






Χλόη Κουτσουμπέλη "Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης", Γαβριηλίδης

Οι δικοί μου νεκροί κάθονται
μπροστά σ’ ένα τεράστιο πληκτρολόγιο
και στέλνουν μηνύματα στο σύμπαν.
Κάποια στιγμή μια μαύρη γάτα
βουτάει τα πέλματά της στο σκοτάδι.
Ανασηκώνουν τότε τα γυαλιά στην μύτη.
Θροΐζει ο αγέρας στις βελανιδιές.
Φύλλα πέφτουν επάνω μου καθώς
τρέχω μόνη μες στο πάρκο.

Όχι, ούτε οι νεκροί μου εμένα δεν είναι όπως των άλλων.
Στρόβιλος είναι,
φύλλα ξερά
κάτω από το άδειο παπούτσι της νύχτας.






Φερνάντο Πεσσόα "Ο οδοιπόρος", Νεφέλη

Μην κοιτάζεις τον δρόμο. Ακολούθησέ τον. Αλλά πώς να τον ακολουθήσω και μέχρι πού; Να τον ακολουθήσω σαν αυτούς που έρχονται από την πόλη ή πάνε σ’ αυτήν, σαν αυτούς που φεύγουν ή αυτούς που επιστρέφουν, σαν αυτούς που έρχονται να αγοράσουν και να πουλήσουν, σαν αυτούς που έρχονται να δουν και να ακούσουν ή σαν αυτούς που φεύγουν κουρασμένοι απ’ όσα είδαν και άκουσαν; Σαν ποιους απ’ όλους αυτούς; Ή σαν τι κοινό σε όλους αυτούς;  Σαν ποιους απ’ όλους αυτούς; Ή με ποιον άλλο τρόπο διαφορετικό από όλων αυτών;
Όπως και να ’ταν, δεν μπορούσα παρά να φύγω. Όποιο κι αν ήταν το νόημα και η φύση της αγωνίας μου, η ανακούφισή της – και όχι το φάρμακό της, αυτό το ήξερα καλά – ήταν να φύγω, να ακολουθήσω εκείνο το δρόμο μέχρις εκεί που ήθελε το Πεπρωμένο. Γιατί, για ποιο σκοπό, αναζητώντας τι; Δεν ήξερα τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι ήξερα και για το νόημα και τη φύση της αγωνίας μου.






Τζακ Κέρουακ "Στοιχειωμένη ζωή", Πλέθρον

Ο πόλεμος δημιουργεί μία κατάσταση συνώνυμη με αυτή μιας μεγάλης γενικευμένης μετανάστευσης.
Πόσο στοιχειωμένη θα είναι η μνήμη εκείνων που έζησαν τη μεγάλη μετανάστευση, το τράνταγμα της γης – γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν γεννηθεί γι’ αυτή τη ζωή. Έχουν γεννηθεί για τη γαλήνη, για την εστία και για την οικογένεια, που παίρνει μια γωνιά της γης – μια περιοχή – και την ονομάζει δική της.






Σταύρος Ζουμπουλάκης "Υπό το φως του μυθιστορήματος", Πόλις

Αν έρθουμε στη λογοτεχνία, ξέρετε ότι στο ίντερνετ γράφονται χιλιάδες ποιήματα –κάκιστα ποιήματα, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω– από ανθρώπους που δεν θα φιλοξενούνταν ποτέ σε ένα οποιοδήποτε έντυπο (από μια μάνα, επί παραδείγματι, για το νεογέννητό της, από ένα νεαρό που τον εγκατέλειψε η κοπέλα του, από μια γυναίκα που έχασε τον πατέρα της και ούτω καθεξής) και τα οποία δέχονται χιλιάδες επισκέψεις. Μπορούμε αυτή τη σχέση και αυτή τη συλλογικότητα να τις αγνοήσουμε; Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον το ίντερνετ θα επηρεάσει τη γραφή, τη λογοτεχνία και τα είδη της. Το μυθιστόρημα, όπως το εννοούμε σήμερα, δεν θα υπήρχε χωρίς την τυπογραφία, πώς θα συνυπάρξει άραγε με το διαδίκτυο;




Άννα Καράκοντη "Core 'ngrato", μικρές εκδόσεις

Εμάς μας αρέσει η τσάκιση
ο άνδρας να ’ναι άνδρας
με την κόψη στο παντελόνι
Εμάς μας αρέσει το τραπέζι
να ’ναι γερό ξύλινο με ρόζους
ν’ αντέχει το χτύπημα του χεριού του
Εμάς μας αρέσει ο βήχας
που ακούγεται απ’ την αυλόπορτα
κι η αγωνία μάς κλείνει το στόμα
Εμάς μας αρέσει η γραβάτα
να είναι σφιχτοδεμένη κι άκαμπτη
που ν’ ακινητοποιεί τον αμφιβληστροειδή μας
Εμάς μας αρέσει
...
είναι υποχρέωσή μας...




Ζαν Ζενέ "Το παιδί εγκληματίας", Άγρα


Εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας. Και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο την περιπέτειά μας, γιατί το γνωρίζουμε ότι η ομορφιά της εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από σας…εμείς θέλουμε να ενσαρκώνουμε αυτή ακριβώς τη δύναμη του κακού. Θα είμαστε το υλικό που αντιστέκεται και χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν καλλιτέχνες.








Γιώργος Γκόζης "Γκουανό", Πόλις

Αυτό με σώζει και με διασώζει. Η μνήμη αντί της λήθης. Να ακούς και να βλέπεις τα πάντα γύρω σου. Όσα σου αρέσουν και όσα δεν σου αρέσουν. Τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Κι έπειτα να κρίνεις ποια θα κρατήσεις και ποια θα πετάξεις. Αν θέλεις να είσαι δημιουργός της ζωής σου και όχι διαχειριστής της, οφείλεις στον εαυτό σου να συνεχίζεις εμπρός". Η κατεύθυνση είναι προς τα εμπρός με το βλέμμα όμως στο παρελθόν γιατί έτσι κανείς έχει την γνώση του δρόμου που αφέθηκε πίσω για να μην κάνει λάθος για τα βήματα με τα οποία θα βαδίσει μπροστά. Εξάλλου "την ιστορία την γράφουν οι ζωντανοί".








Βασίλης Χουλιαράς "Ιστορίες από το αρχιπέλαγος Φουάν", Μελάνι

Όλοι γνωρίζουμε ότι Θεός δεν υπάρχει. Όμως αυτός δεν ξέρει πως έχουμε μάθει την αλήθεια και συνεχίζει να σουλατσάρει  έξω από τα σπίτια μας. Θα μπορούσα να βγω απόψε, να του το σφυρίξω και να τον εξαφανίσω. Μα τα βήματά του εκεί έξω είναι κάποια βράδια που μου κρατάνε συντροφιά.








Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη 
"Διαδρομές", Γαβριηλίδης


Τώρα που τους καθρέφτες θρυμματίσαμε
και μονοκοντυλιά διαγράψαμε τα είδωλά μας
απολιθώματα απομείναμε γυμνά
Το δάκρυ και το χαμόγελο στα στήθη πέτρωσαν
πέτρα ο λόγος και ο πόνος μας
πέτρα το όνειρο κι η ελπίδα πέτρα
πέτρα που την σηκώσαμε στο στήθος μας
Τώρα μ’ αυτήν πλαγιάζουμε και τα όνειρα αδειανά
Σίσυφοι που απόκαμαν στη ρίζα του βουνού γερμένοι
Τώρα μ’ αυτή οδεύουμε μετέωροι
στης ερημιάς την ανελέητη γαλήνη





Μαριάννα Παπουτσοπούλου "Μάμα Φρανκ", Γαβριηλίδης

από τον Μπαλζάκ, τον Τ.Σ.Έλιοτ κι από τον Παπαδιαμάντη και τον Λορεντζάτο  ως τον αθώο κι άσπιλο Κέρουακ, που του φέρνει λίγο ο γιος της, αλλά και για όσους πονούν, αρρωσταίνουν, και λυγίζουν από το βάρος των γενικών αμαρτιών κι όχι μόνο των δικών τους.











Επιμέλεια: Διώνη Δημητριάδου