Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Οι εργάτες του κρύου

του Ramiro Quintana

μετάφραση: Ρομίνα Κηπουρίδου

εκδόσεις Σαιξπηρικόν





Όσοι προσκολλημένοι στα τυπικά γνωρίσματα ενός μυθιστορήματος, σχετικά με την έκταση, τους ήρωες, την πλοκή, την περιπέτεια, τη συνέχεια του λόγου κ.λπ. ας είναι έτοιμοι να αναθεωρήσουν τις αναγνωστικές τους συνήθειες. Ο Ραμίρο Κιντάνα γράφει μυθιστόρημα αλλά το γράφει αλλιώς. Ανατρέπει όλα τα δεδομένα αφήνοντας ελεύθερη τη σκέψη να οδηγήσει την πλοκή χωρίς να ενδιαφέρεται για τα χάσματα που δημιουργούνται με την ανατροπή της γραμμικής αφήγησης. Σαν να διαβάζεις μια ιστορία με εγκιβωτισμένες μέσα της πολλές, έτσι όπως συνειρμικά έρχονται στον νου του αφηγητή η μία μετά την άλλη. Θα έλεγε κανείς ότι χάνεται το παιχνίδι της αφήγησης με αυτόν τον τρόπο; Περιέργως αυτό δεν συμβαίνει. Οι εγκιβωτισμοί αυτοί όχι μόνον συμπληρώνουν τη βασική ιστορία εμπλουτίζοντας το αφηγηματικό τοπίο αλλά -και αυτό είναι ίσως το σπουδαιότερο- δημιουργούν μια πολυσήμαντη και πολυπρισματική εικόνα, που αντί να διασκορπίζει αντιθέτως δένει μεταξύ τους όλα τα κομμάτια σε ενιαία τοιχογραφία.

Λένε ότι:
Ήταν σαν η καταχνιά, ένα μπερδεμένο υφάδι από περκάλι, να είχε αναμετρηθεί μαζί τους και, σαν τα πρόβατα, απελευθερώνοντας από το στόμα και τις ρινικές κοιλότητες μια δέσμη πορφυρού ατμού, να εξαφανίστηκαν δίχως να αφήσουν τίποτα πίσω, μήτε ίχνος μήτε σκιά, από τούτη τη φυγή.
Με μια παλινδρομική κίνηση, άναψαν τότε τα φώτα του χωριού. Όλο αυτό, παρά την αναταραχή, εξαπλώθηκε χωρίς την παραμικρή ένδειξη υποχώρησης, αναγκάζοντάς τους να παραδοθούν στην αγρύπνια. Ήδη όμως, τα πρόβατα, εκτός από ένα –αλίμονο!– δεν βρίσκονταν πια εκεί.

Έτσι ξεκινά η ιστορία, με αυτά τα εξαφανισμένα μυστηριωδώς πρόβατα (πλην ενός!) να ξεσηκώνουν όλο το χωριό σε αναζήτησή τους. Τώρα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ίσως αυτή η εξαφάνιση ως θέμα καθόλου δεν συνιστά ελκυστική αφορμή για τη γραφή ενός μυθιστορήματος. Διευκρινίστηκε, όμως, παραπάνω ότι εδώ έχουμε την ανατροπή των δεδομένων και τετριμμένων, όχι μόνο στις τεχνικές αφήγησης και στο ύφος αλλά ακόμα και στο θέμα. Κι επειδή έγινε αναφορά στο ύφος, ας δούμε πώς από την αρχή της ιστορίας ο αφηγητής δεν αφήνει καμία αυταπάτη (από αυτές που πολύ αγαπά η μυθοπλασία) ότι όλο αυτό είναι επινοημένη αφήγηση, πίσω από την οποία ο συγγραφέας χαμογελά βλέποντας τον αναγνώστη να βυθίζεται στο ψέμα της λογοτεχνίας:

Ξαφνικά, οι άντρες διασκορπίστηκαν με σκοπό να χωριστούν σε δύο ομάδες που θα έφεραν εις πέρας είτε πεζή με τη συντροφιά ενός λυκόσκυλου είτε ιππεύοντας –την αποστολή. Αυτοί ωστόσο ήταν, μηδενός εξαιρουμένου, μυθιστορηματικά μαραμένοι, σαν σε κάποια άλλη ζωή, από την οποία δεν είχαν συνέλθει ακόμα και στην οποία, καθώς φαινόταν, δεν θα επέστρεφαν, να ήταν φορτωμένοι σαν εύρωστοι σαμουράι φορώντας πανοπλίες από σίδερο ή χαλκό· προς ενίσχυση αυτής της πλάνης, τα άλογα είχαν, ίσως ως εναπομένον σημάδι, σχιστά μάτια, αν βέβαια δεν ήταν εντελώς κλειστά, δίνοντας έτσι αυτή την αλλόκοτη εντύπωση στον παρατηρητή· η απροθυμία επίσης μπροστά σε οποιοδήποτε σωματικό ή λεκτικό ερέθισμα και στις ρυθμικές διαταγές τα καθιστούσαν μοναδικά, τουλάχιστον για εκείνη την περιοχή.

Σε μια διάθεση ειρωνικής αυτοαναφορικότητας ο αφηγητής μόλις χαρακτήρισε τους ήρωές του μυθιστορικά μαραμένους. Εξαιρετική φράση, από αυτές που γεμίζουν την αφήγηση του Κιντάνα. Με αφορμή αυτό αξίζει να γίνει λόγος ακριβώς για τη γλώσσα που χρησιμοποιείται εδώ και που από μόνη της θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τη γραφή του πρωτοποριακή. Αν έχει δίκιο ο Wittgenstein λέγοντας το γνωστό: «Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου», τότε αυτός ο κόσμος που προβάλλεται μέσω των λέξεων του Κιντάνα θα πρέπει να είναι αχανής. Συνειρμικά και παρακολουθώντας την άναρχη αυτή αφήγηση έρχεται ο καταιγισμός των λεκτικών συμβόλων να δώσει  νόημα στον ξέφρενο ρυθμό των εναλλασσόμενων εικόνων. Έτσι, όλο αυτό και το ακούς και το βλέπεις. Το γεγονός ότι διαβάζουμε από μετάφραση τη γλώσσα αυτή με τους ευφάνταστους σχηματισμούς, αναπόφευκτα την αδικεί, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντοτε με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία. Η κάθε γλώσσα έχει τους δικούς της ρυθμούς, απαιτεί τις δικές της ανάσες, πολύ περισσότερο μια πλούσια εκδοχή της με ενσωματωμένη την ειρωνεία και το ιδιότυπο χιούμορ. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η απόδοση στα ελληνικά από τη Ρομίνα Κηπουρίδου συνιστά ένα εγχείρημα δύσκολο αλλά ενδιαφέρον και, κρίνοντας από το αποτέλεσμα, απολύτως λειτουργικό.

Οι δυνατότητες της διάνοιας του ανθρώπου είναι σε άρρηκτη σχέση με το επίπεδο της γλωσσικής του επάρκειας και δεινότητας, εξαρτώνται από το επίπεδο της γλώσσας που είναι σε θέση να μεταχειρίζεται. Γιατί ο άνθρωπος του οποίου οι γλωσσικές δυνατότητες είναι περιορισμένες δεν μπορεί ούτε να εκφράσει αυτό που σκέπτεται ούτε να σκεφθεί ολοκληρωμένα. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να συνθέσει μυθιστορηματική αφήγηση. Ο αργεντίνικης καταγωγής Ραμίρο Κιντάνα έχει να αναμετρηθεί με τους μεγάλους μάστορες της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Δεν αναδεικνύεται ίσος ή ανάλογος με αυτούς. Το ενδιαφέρον έγκειται ακριβώς στην ανάδειξή του ως διαφορετικού από αυτούς. Γιατί το να κατορθώσεις (σε μια τόσο νεαρή ηλικία) να διαφοροποιηθείς από όλους αυτούς  που προβάλλονται ως πρότυπα για τη νέα γραφή (με μια ίσως και τρομοκρατική επιβολή πάνω σε όποια καινοτομία) είναι μάλλον σημαντικότερο και για τη γραφή αλλά και για τον θρασύ καινοτόμο. «Οι γλώσσες», θα μας πει ο καθηγητής Χρίστος Τσολάκης, «είναι τα μπόγια των λαών». Πόσο μακριά θα φτάσεις με το γλωσσικό σου όργανο; Αυτό είναι το ζητούμενο. Αυτό είναι και το δέος.  

Με διάθεση για απομυθοποίηση της γραφής ο Κιντάνα παρεμβαίνει, όταν το θεωρεί απαραίτητο, για να σχολιάσει. Αυτοσχολιασμός θα ήταν μάλλον ένας σωστότερος όρος. Έχεις την αίσθηση διαβάζοντας ότι ο αφηγητής/συγγραφέας είναι δίπλα σου και σου διηγείται την ιστορία κάνοντας τις παρεμβάσεις του, σχολιάζοντας αυτό ακριβώς που κάνει αλλά και τον εαυτό του ως αφηγητή, ανοίγοντας διαρκώς νέες παρενθέσεις  στον λόγο του, όπως θα έκανε μιλώντας προφορικά. Παραδόξως όμως η ιστορία συνεχίζει την πορεία της, όπως ξαφνιασμένος και ο ίδιος μας τονίζει.

Η αλήθεια είναι ότι, ενώ οπισθοχωρούσαμε γυρνώντας τους την πλάτη, σε τούτη τη σκηνή τα γεγονότα πήραν μια τροπή πέρα από την καταστροφή. Αλίμονο! Πόσο αφελής υπήρξα να νομίσω ότι η ιστορία, πόσο λαίμαργος που, μετά το πλούσιο συμπόσιο και την  άμεση ανακούφιση της πείνας, πήγα για ύπνο, όχι μόνο συνέχισε την πορεία της, αλλά το έκανε καλπάζοντας.

Να μείνει ασχολίαστο το χιούμορ της γραφής του αδύνατον. Ξεφυτρώνει παντού, μέσα από συσχετισμό λέξεων, μέσα από εικόνες και φράσεις.

Με ύφος που έμοιαζε νεογέννητου, ένα τρεμάμενο πρόβατο, με μάτια γεμάτα ακόμα από νύχτα, έδειχνε τα μαβιά του ούλα και μια ασυνεχή σειρά από δόντια. Ο Πανταλεόν το πλησίασε λες και το πρόβατο, από τη μια στιγμή στην άλλη, –ακόμα και αν δεν μιλούσε– επρόκειτο να εξαλείψει τηλεπαθητικά κάθε αμφιβολία. «Τι συνέβη εκεί;» το ρώτησε τελικά μπροστά στους σαστισμένους και άφωνους συντρόφους του που δεν γνώριζαν αυτή του τη συνήθεια.
Μέσα σε όλα αυτά, κι ενώ ήταν δεδομένο ότι το πρόβατο δεν του έδωσε καμία απάντηση, εκείνος θεώρησε ότι την έλαβε και αναφέρθηκε σε μια αγέλη λύκων, ακριβώς στην ηλικία της ανάπτυξης, που έπειτα από μια νύχτα μάταιου κυνηγιού, –ματαιότητα η οποία οφειλόταν περισσότερο στην αφέλεια και την απειρία τους παρά στην επιδεξιότητα των ζώων του δάσους–, εισέβαλε (ή επιχείρησε να εισβάλει) στη στάνη με μόνο όπλο την αγνή γενναιότητα των λύκων. Μια θεωρία που δεν ήταν εύκολο να στηριχθεί, όχι επειδή προερχόταν εκ στόματος του Πανταλεόν, ενός άντρα που συνομιλούσε, καθώς φαινόταν, με τα πρόβατα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν ίχνη αίματος, ούτε μέσα στη στάνη αλλά ούτε και στην πόρτα η οποία , αν και ετοιμόρροπη, δεν έφερε σημάδια εισβολής.
Δείχνοντάς του το φυσίγγι της σφαίρας που είχε περιμαζέψει, ο Ινταλέσιο, δίχως να αλλάξει τον τόνο της φωνής του, είπε αστειευόμενος: «Αυτή είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, κύριοι. Πείτε μου, πού οδεύουμε; Ακόμα και οι λύκοι έχουν όπλα».

Κρατώντας το νήμα της ανατρεπτικής αφήγησης ο συγγραφέας οδηγεί την ιστορία σε ένα πεδίο ονειρικό (κυριολεκτικά) με το θέα της αϋπνίας και της ύπνωσης να αποκαλύπτεται στο τέλος της ιστορίας ο καταλύτης του ιδιότυπου δράματος.

[…]ο Ύπνος, εξοργισμένος, τα έβαλε μαζί τους που τόλμησαν να τον ενοχλήσουν σε μια άτυχη στιγμή. Και τώρα, αλίμονο, τα πρόβατα σα να μην  είναι τίποτα περισσότερο από λάφυρα πολέμου, δίνουν ζωή σε μια συνεχόμενη και άγρια μάχη μεταξύ Ύπνου και Αϋπνίας.
[…]Ίσως κάποια νύχτα, όταν οι περισσότεροι θα τα έχουν ξεχάσει ή θα αποτελούν μια μακρινή ανάμνηση, τα πρόβατα, απελευθερώνοντας από το στόμα και τις ρινικές κοιλότητες μια δέσμη πορφυρού ατμού και ξεγελώντας την καταχνιά -ένα μπερδεμένο υφάδι από περκάλι-, να επιστρέψουν για να βοηθήσουν κάποιον που υποφέρει από αϋπνία.

Με τον παραπάνω τρόπο ο Κιντάνα κλείνει την αφήγησή του, όπως την άρχισε, διατηρώντας από τις παραδοσιακές τεχνικές της αφήγησης μόνον αυτή του σχήματος κύκλου, δίνοντας έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης της ιστορίας και υπενθυμίζοντας ότι όλο αυτό το πολυσύνθετο που δημιούργησε κινείται κυκλικά καταγράφοντας εικόνες και παρουσίες που δρουν σε αλληλεξάρτηση λογοτεχνική αλλά (κυρίως) φυσική και αληθινή. Άλλωστε η λογοτεχνία -με όλη τη φαντασιακή επεξεργασία- μια αποτύπωση αληθινών εικόνων δεν είναι;


 Η εμπειρία της ανάγνωσης είναι μοναδική. Η θέση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορά αυτήν καθ’ εαυτήν την επαφή με τον γραπτό λόγο. Οι συστηματικοί αναγνώστες, ωστόσο, ανακαλύπτουν νέους δρόμους απόλαυσης, όταν συναντούν την καινοτομία, τη διαφορετική εκδοχή του λόγου, που επιχειρεί ένα ρήγμα στα ως τώρα δεδομένα. Ακριβώς για τη διάθεση κατάθεσης του διαφορετικού αξίζει το εγχείρημα.
Διαβάζω στο οπισθόφυλλο:

Ο συγγραφέας αυτός δεν ενδιαφέρεται πόσο θα πουλήσουν τα βιβλία του· αφιερώνεται στη συγγραφή.(Roberto Bolano)
Ίσως σ’ αυτή την απαξίωση της εμπορικότητας (με την οποία ξεκινά ως αρχή) να κρύβεται ένα μεγάλο κομμάτι της αξίας του νεαρού συγγραφέα.

Διώνη Δημητριάδου

 (η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikonhttp://www.vakxikon.gr/%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%AC%CF%84%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CF%81%CF%8D%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%AF%CF%81%CE%BF-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%AC/) 

"Aκάθιστος Ύμνος - μια προσέγγιση" γράφει η Αγγελική Γιαννοπούλου


"Aκάθιστος Ύμνος - μια προσέγγιση"

γράφει η Αγγελική Γιαννοπούλου





«Ο Ακάθιστος Ύμνος», ρωσική εικόνα του 14ου αιώνα. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία, ενώ καθεμιά από τις μικρές περιφερειακές εικόνες αφορά τη διήγηση ενός από τους 24 «οίκους» του Ακάθιστου Ύμνου

   H θρησκεία είναι το καθολικότερο αρχέγονο πρωταρχικό φαινόμενο της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και η τέχνη βγήκε εξελικτικά από τους κόλπους του. Τα πρώτα πράγματα που ο άνθρωπος ζήτησε να κατασκευάσει καλλιτεχνικά ήταν τα αντικείμενα της λατρείας του γράφει ο Ευ.Παπανούτσος. Στα πλαίσια της ανάγκης για επικοινωνία,στο άνοιγμα της εμπειρίας του ''άλλου'' από εσωτερική αναγκαιότητα ο σκεπτόμενος άνθρωπος με συνειδητές ενέργειες μορφοποιεί την ύλη, αισθητοποιεί το μη αισθητό, εξευγενίζει το συναίσθημα θρηνώντας, συμπάσχοντας, ικετεύοντας, δοξολογώντας ευχαριστώντας. Με μοχλό και τις λέξεις αποτυπώνεται από τα πανάρχαια χρόνια η ανάγκη αυτής της επικοινωνίας. Με ποίηση. Άλλωστε ''δεν υπάρχει τέχνη χωρίς ποίηση'' και ένα ιδιαίτερο είδος της ποίησης είναι ο ύμνος. ''ὕμνος ἔστιν ὁ μετὰ προσκυνήσεως καὶ εὐχῆς κεκραμένης ἐπαίνῳ λόγος εἰς θεόν'’. Το βασικό είναι ο έπαινος του θεού. Από την αρχαϊκή περίοδο διασώζονται ύμνοι που ήταν αφιερωμένοι στους εξέχοντες θεούς της Ελληνικής μυθολογίας. Ο όρος είναι είτε ειδολογικός είτε αναφέρεται σε ένα ειδικό είδος, όπως οι ύμνοι του Πίνδαρου. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία. Μπορεί να περιέχει αφήγηση, μεγάλη ή μικρή, όπως μερικοί από τους ομηρικούς ύμνους. Μπορεί να έχει λατρευτική λειτουργία όπως ο ύμνος στο Παλαίκαστρο Κρήτης που επικαλείται το Δία ως τον μεγαλύτερο ''κοῦρον'', πιθανόν 4ου αι.π.Χ. Μπορεί να είναι αποκλειστικά λυρικός.
   Ο ύμνος καλλιεργείται ιδιαίτερα την εποχή του Βυζαντίου ιδίως κατά τον 6ο και 7ο αιώνα με θρησκευτικό χαρακτήρα. Παραμένει βέβαια ένα τραγούδι δοξαστικό. Η ένταση και το πάθος πηγάζουν τόσο από την πίστη του ποιητή όσο και του κοινού που επιζητούν την ανάταση στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν το θείο. Το πιο σημαντικό κείμενο αυτής της εποχής είναι ''ο Ακάθιστος Ύμνος’’. Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο. Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
  Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ )
   Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική. Ένας καταρράκτης παρομοιώσεων, υποκείμενο των οποίων είναι η Παναγία. Λεπτό σύνορο χωρίζει την κυριολεξία από τη μεταφορά, ενώ το ζύγισμα ουσιαστικών και επιθέτων είναι πάντα εύστοχο. Δεν βρίσκονται ιδιωτισμοί στον Ακάθιστο, όπως σε άλλα μέρη της υμνογραφίας, όπου υπάρχουν στερεότυπες εκφράσεις.Ο Ακάθιστος είναι σύμφωνα με τον Θ. Ξύδη συναρμογή δύο σχημάτων: της παρονομασίας και του ομοιοτέλευτου. Ως προς το πρώτο, βλέπουμε πλήθος τύπων της ίδιας λέξης τοποθετημένων κοντά στον λόγο, ή συναντάμε διάφορες ρίζες λέξεων που θα περιέχουν τους ίδιους φθόγγους, (λογοπαίγνια) πχ:

«ἐξίστατο καί ἵστατο»
«γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι»
«φθάσαντες τόν ἄφθαστον»

  Από αυτές τις παρηχήσεις έγινε η ρυθμική ομοιοκαταληξία στη νεότερη ποίηση. Τέτοια παρήχηση υπήρχε στους αρχαίους ποιητές και στους πεζογράφους.Πρβλ Σαπφώ, απ. στιχ. 118: «μήτ’ ἐμοί μέλι μήτε μέλισσα.» Οι παρηχήσεις όμως είναι συχνότερες. Ο Ύμνος αυτός είναι μια συνεχής παρήχηση. Όσο αφορά στο ομοιοκατάληκτο, χαίρεται κανείς στις επάλληλες προτάσεις του ύμνου μια διαρκή μουσική, τη μουσική του ομοιοτελεύτητου, στην αρχή στη μέση και στο τέλος των στίχων. Δύο ή περισσότερα τμήματα της περιόδου τελειώνουν με την ίδια συλλαβή ή και με ολόκληρη λέξη. Δεν είναι απαραίτητο συστατικό του ρυθμικού λόγου, αλλά πλουτίζει επιπλέον, όπως και τα άλλα παρηχητικά σχήματα στα οποία ανήκει. Έτσι διαμορφώνεται σαφέστερα η τονική ποίηση και δέχεται περισσότερη μουσικότητα, αρμονία και χάρη στο ρυθμικό λόγο της.Το ομοιοτέλευτο είναι αρχαιότατο, υπάρχει στην ποίηση από τον Όμηρο, αλλά και στον αρχαίο ρητορικό λόγο, στον Πλάτωνα, στους τραγικούς κ.α.Στον Ακάθιστο Ύμνο λοιπόν τα ζεύγη των στίχων ίσου μήκους στις μακρές στροφές των οίκων αναμφίβολα εισάγονται με την ομοιοκαταληξία στη σκέψη.Ολόκληρος ο ύμνος αποτελείται κυρίως από ζεύγη ισοσυλλάβων στίχων με το ομοιοκάταρκτο «χαίρε» πάντα και σχεδόν πάντα με ποικιλία ομοιοκαταληξίας, που είναι ιδιαίτερα αισθητή περισσότερο ως ομοηχία και ως ουσιαστική ομοιοκαταληξία π.χ.

«Χαῖρε γεωργόν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον
Χαῖρε φυτουργόν τῆςζωῆς ἡμῶν φύουσα

Χαῖρε πυρός προσκύνησις παύουσα
Χαῖρε φλογός παθῶν ἀπαλλάττουσα …»

«Χαῖρε τῶν Ἀποστόλων τό ἀσίγητον στόμα
Χαῖρε τῶν ἀθλοφόρων τό ἀνίκητον θράσος».

Σημειώνουμε ότι την ίδια σπουδαία θέση έχει η ομοιοκαταληξία και στον Ρωμανό τον Μελωδό, στα κοντάκια και σε ολόκληρη την εκκλησιαστική υμνογραφία.

Ομοιοτέλευτο με ομοιοκάταρκτο και ισοσυλλαβία:

«Χαῖρε  σοφίας  Θεοῦ δοχεῖον
Χαῖρε προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον

Χαῖρε φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα
Χαῖρε φιλοσόφους ἀλόγους ἐλέγχουσα …»

Ομοιοτέλευτο με παρονομασία και χιαστό

«Χαῖρε Θεοῦ πρός θνητούς εύδοκία
Χαῖρε θνητῶνπρός Θεόν παρρησία».

Ομοιοκαταληξία, λογοπαίγνια και παρήχηση

«Χαῖρε βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα
Χαῖρε καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα»

«Χαῖρε στερρόν τῆς πίστεως ἔρεισμα
Χαῖρε λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

«Χαῖρε τό τῶν ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα
Χαῖρε τό τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα».

«Χαῖρε ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας
Χαῖρε ἡ τοῦ βορβόρου ρυομένη τῶν ἔργων».

«Χαῖρε ἡ τῶν εἰδώλων τόν δόλον ἐλέγξουσα …»

«… ἀφέντες τόν Ἠρώδη ὡς ληρώδη …»

«Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόντος αἰῶνος
Μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος …»

  Η ομοιοκαταληξία που είναι επαναλαμβανόμενη αποτελεί πάρισο, όπως στους παραπάνω στίχους. Επίσης υπάρχει και επιζητημένη συμμετρία των οίκων του Ακάθιστου, που στηρίζεται και στον τονισμό της λέξης. Η ομοιοκαταληξία είναι συνηθέστερα εσωτερική. Είναι πλήρης ή και χαλαρότερη κάποτε. Περισσότερες είναι οι ομοιοκαταληξίες των ενδιάμεσων λέξεων και λιγότερες του τέλους των στίχων. Όλα τα σχήματα λόγου μπορούν να αναζητηθούν στον Ακάθιστο. Τα γλωσσικά παίγνια και τα πάρισα είναι άφθονα στη σοβαρή χρήση τους. Ακόμα πρωτότυπα είναι τα επίθετά του που εκφράζουν το πάθος και την τεχνική μεγαληγορία του. Παρόλους τους περιορισμούς της διηγηματικής μορφής και της δογματικής τυπικότητας, δεν λείπουν και οι τολμηρές εκφράσεις.πχ. «Τό γάρ ἄϋλον ἄπτου σαφῶς ὁδειγεῖ πρός γνῶσιν θεϊκήν ἅπαντας».Οι κριτικοί της λογοτεχνίας ξεσπούν σε θαυμαστικά εγκώμια. Παρόλο που το λεξιλόγιο των δογματικών εννοιών και τα υπάρχοντα μουσικά μέτρα δεσμεύουν το έργο του δημιουργού. Ο Ακάθιστος Ύμνος είναι περιφανές μνημείο καλλιτεχνίας και άφθαστου ύψους ποίησης υπερκόσμιας. Θαυμάζει κανείς τη γονιμότητα της φαντασίας του δημιουργού και την απαράμιλλη τέχνη με την οποία φιλοτέχνησε 200 στίχους περίπου σε δίστιχες στροφές που συνδέονται μεταξύ τους με το νόημα ή με την αντίθεση και περιγράφουν το θείο δράμα της σαρκώσεως του Θεού με παραστατική δύναμη και ποιητική μεγαληγορία. Τα έργο προϋποθέτει θερμή και ζωντανή πίστη από ψυχή αγνή και είναι η κορωνίδα των εκκλησιαστικών ύμνων για το άφθαστο ύψος και κάλλος των εμπεριεχομένων υψηλών ιδεών αλλά και για τη γλαφυρότητα του λόγου. Είναι λοιπόν ο ύμνος έργο ποιητικό, όπου το φραστικό κάλλος και η χάρη συναγωνίζονται το θεολογικό βάθος και τη μυστική πνευματική βίωση, η κομψότητα του στίχου την πηγαία και ένθεη έμπνευση με κορωνίδα το οξύμωρο: ''Xαίρε Νύμφη ανύμφευτε''.
  Η παιδεία του Βυζαντίου βασίζεται τόσο στη γραφή όσο και στην αρχαία ελληνική φιλολογία. Η χρήση του ''χαίρε'' απαντάει και στα δυο μεγάλα αυτά ποτάμια που τη διαποτίζουν. Στον ομηρικό ύμνο Εἰς Ἀφροδίτην:

''Χαῖρε θεὰ Κύπροιο ἐυκτιμένης μεδέουσα.
σεῦ δ᾿ ἐγὼ ἀρξάμενος μεταβήσομαι ἄλλον ἐς ὕμνον''

  Στην παλατινή ανθολογία υπάρχουν επιγράμματα που αρχίζουν με το ''χαίρε'', στα ''προτρεπτικά επιγράμματα'' το Χ,104 του Κράτητος Φιλοσόφου αναφερόμενο στην Ευτελία την εγγονό της Σωφροσύνης:''xαίρε Δέσποινα''. Στα επιγράμματα το ΧΙΙΙ,Ι, του Φιλίππου: ''Xαίρε ,θεά Παφίη'', στα ''Χριστιανικά Επιγράμματα'' το ι,52: ''Xαίρε, Σιωνθυγάτηρ''. Πρόδρομος του Ακαθίστου ύμνου με συχνή επανάληψη του χαιρετισμού ''χαίροις'' είναι ασφαλώς ο Συνέσιος Κυρήνης.

''Χαίροις, ω παιδός παγά,
χαίροις, ω πατρός μορφά,
χαίροις, ω παιδός κρηπίς,
χαίροις, ω πατρός σφραγίς,
χαίροις, ω παιδός κάρτος,
χαίροις, ω παιδός κάλλος,
χαίροις δ΄άχραντος πνοιά,
κέντρον κούρου και πατρός.''

  Έκτοτε η αξία και η υπεροχή του Ακαθίστου ύμνου μέσα στη συνολική βυζαντινή υμνογραφία υπογραμμίζει η τεράστια επίδραση που άσκησε στην υφολογία της. Ακόμα και στον πεζό λόγο οι χαιρετισμοί επιδρούν ευεργετικά. Τον 15ο αιώνα όπου γράφονται από τον Ιωάννη Πλουσιαδηνό ανομοιοκατάληκτοι δεκαπεντασύλλαβοι με χαιρετισμούς στη Θεοτόκο που βρίσκονται στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης κωδ. 2473.Ένα λαϊκό κρητικό ακάθιστο ύμνο βρίσκομε την ίδια εποχή, που μεταφράστηκε στη λατινική , ένα ποίημα με θερμό και οικείο τόνο :

''Χαίρε, κορώνα της κυριάς, στέμμα της παρθενιότης'
χαίρε, καντήλα τσ΄ ομορφιάς, χαίρε, δένδρον της νιότης'
χαίρε, πύργος εις την τιμήν, πουλάκιν της σπλαχνιότης'
χαίρε, παλάτιον του Χριστού και κάστρο της θεότης.
Χαίρε, σκάλα του ουρανού, πόρτα του παραδείσου'
χαίρε σπαθί με δύναμιν αντίδικα τσ΄ αβύσσου'
χαίρε, οπου λθτρώθημεν δια τον μονογενή σου'
χαίρε, όπου εζήσαμεν, Μαρία, τη ζωή σου.
Χαίρε, γούρνα της Βάπτισης, λάδι του μυρωμάτου'
χαίρε, πηγή αφύρατος συ του αγιασμάτου'
χαίρε, πίστις των χριστιανών, θύρα τ΄αγίουπνευμάτου'
χαίρε, Μαρία δέσποινα, μητηρ του αοράτου.
Χαίρε, λιβάδιν πράσινον, των αρχαγγέλων σκόλη΄
χαίρε, να σε δοξάζωμενκαματερήν και σκόλη'
χαίρε, Μαρία, να κράζωμεν, να σε παινούμεν όλοι...''

  Mέσα στο πέρασμα των αιώνων ο ‘’Ακάθιστος ύμνος’’ ασκεί ομολογουμένως αδιαμφισβήτητα την επιρροή του στη λογοτεχνική δημιουργία και εξάρει το θρησκευτικό συναίσθημα με την απαράμιλλη αμεσότητά του.Το «χαῖρε» του Ακάθιστου απαντάται και στους νεοέλληνες ποιητές. Επαναλαμβάνεται σε ποιήματα θρησκευτικά και σε μη θρησκευτικά σημαίνει οπωσδήποτε κάποια μακρινή απήχηση από αυτόν. Το βρίσκουμε λοιπόν στο ποίημα «Ο Φιλόπατρις» του Α. Κάλβου, στον «Ὕμνο εἰς τήν ἐλευθερίαν» του Δ. Σολωμού, στο «Εἰς Μοναχήν», και σε ιταλικά ποιήματά του.Οι νεοέλληνες ποιητές εκφράζουν στα αφιερωμένα στη χάρη της Παναγίας ποιήματα μια τρυφερότητα και μια υιική αναζήτηση θαλπωρής. Ο Ι. Μ.Παναγιωτόπουλος σημειώνει ότι ο ποιητής εξαντλεί τον οίστρο της λυρικής φαντασίας στην επίκληση της Παρθένου…Είναι ένα παραπονεμένο παιδί, που αναζητεί το θάλπος της μητρικής αγκαλιάς.Ο Παπαδιαμάντης, που αφιέρωσε και ο ίδιος ποιήματα στην Παρθένο, στην «Εφημερίδα» στις 9 Απριλίου 1888 γράφει για τον Ακάθιστο:
«Ἐντῷ προκειμένω ὕμνῳ ἀπαντῶσι καί ἐμπνεύσεις ἀκραφνεστάτης ποιήσεως... Ἡ δι’ ὅλου τοῦ ποιήματος διήκουσα ἰδέα εἶναι ἡ ὑπεροχή τῆς θείας Σοφίας ἀπέναντι τῶν προσπαθειῶν τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας πρός εὕρεσιν τῆς ἀληθείας καί ἡ προσκύνησις τῆς Παναγίας…».
  Αλλά και ο Παλαμάς επηρεάστηκε πολύ από τον Ακάθιστο. Σε άρθρα του στο “Εμπρός” του 1918 αναφέρει ότι “ὁ Ἀκάθιστος ἐξεγείρει ἐντός ἡμῶν ἱεράς ὁμοῦ καί ἱλαράς ἀναμνήσεις καί συγκινήσεις” , τον αποκαλεί “γνήσιον βυζαντινόν ποίημα”και τον χαρακτηρίζει “τέλειον μωσαϊκόν, ἀπαρτισθέν ἀπό ψηφίδας παντός εἴδους, περιμαζευμένας πανταχόθεν. Εἶναι κατόρθωμα δογματικόν μαζί καί πανηγυρικόν”. Από τον Ακάθιστο ο Παλαμάς πρέπει να εμπνεύστηκε και τη μορφή της Παναγίας που παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίησή του. Στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”,πανανθρώπινο κήρυγμα, το όραμα της Παναγίας δείχνει τη μεταπλαστική της δύναμη στη νέα θρησκεία, ενώ στη “Φλογέρα του Βασιλιά”, όπου ιστορείται η ζωή του Βυζαντίου και αντικατοπτρίζεται η ψυχή του ποιητή στην προσήλωσή της στην ελληνική εθνότητα, η Παναγία συνενώνει τον θρησκευτικό ευαγγελισμό. Στον τέταρτο λόγο της τελευταίας αυτής ποιητικής συλλογής, εισάγεται η Παναγία η Αθηνιώτισσα και μεταφέρεται ένα κοντάκιο της ακολουθίας του Ακάθιστου, ενώ στον όγδοο λόγο υπάρχει η ευαγγελική αναφώνηση “Χαίρε Χαριτωμένη”, μετοχή που υπάρχει στονΑκάθιστο στον παρακείμενο. Επίσης στον δέκατο λόγο, ανάμεσα σε πολλά ονόματα της Παναγίας είναι και η “Ακάθιστη” και υπάρχουν και πολλές άλλες ομοιότητες και αναφορές.
  Τέτοιες αναφορές υπάρχουν επίσης και στον Α. Σικελιανό, όπως στον“Πρόλογο στη Ζωή”, όπου το τμήμα Η “Μάνα του γιου του Ανθρώπου” είναι αφιερωμένο στην Παναγία και θυμίζει τον τελευταίο οίκο Ω του Ακάθιστου, όπως και χαρακτηρισμοί από αυτόν. Επίσης αναφορές υπάρχουν και στη “Μητέρα του Θεού”,στο “Πάσχα των Ελλήνων”.Αλλά και άλλοι ποιητές έγραψαν ποιήματα για την Παναγία. Ο Κ.Τσιρόπουλος στο «Της κοίμησης της Θεοτόκου» ψάλλει για την Παναγία, η οποία μας γλυκαίνει «με κερήθρα ταπείνωσης», ενώ «ειρηνεύει το σύμπαν και το μυστήριο αποδίδεται». Η Ζωή Καρέλλη στο ποίημα «Επίκληση» ομολογεί ότι ξεκινά προς των «ουρανών την πλατυτέρα», την «αδιάρρηκτη, άρρηκτη, άρρητη δωρεά», την «ελπίδα που φέρνει τη νίκη» και απευθύνει ικεσίες σε αυτήν. Για αυτήν επίσης έγραψαν ποιήματα και ο Ματθαίος Μουντές, το «Δέηση του Δεκαπενταύγουστου, ο Τάκης Παπατσώνης το «Ρεμβασμός Δεκαπενταύγουστου», ο Παυλέας Σαράντος το «Σύγχρονη αφοσίωση στην Κοίμηση της Θεοτόκου» και το «Στην κοίμηση της Θεοτόκου». Τέλος το πολύ γνωστό «Άξιον εστί» του Οδ. Ελύτη προέρχεται από τον ύμνο «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…» που ψάλλεται προς τιμήν της Θεοτόκου στη θεία λειτουργία και σε άλλες ακολουθίες.
  Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι είναι ένα αριστούργημα της λογοτεχνίας και της εκκλησιαστικής υμνολογίας ταυτόχρονα.Ο Ύμνος αυτός είναι το δημοφιλέστερο κείμενο της ελληνικής υμνογραφίας που συγκινεί και τους απλούς ανθρώπους και τους λογίους. Είναι σπάνιο δείγμα συνδυασμού ποιητικού ύφους και ανεπιτήδευτης απλότητας. Η χάρη και η αρμονία της μορφής συναγωνίζεται την ειλικρίνεια του συναισθήματος και το ύψος του εσωτερικού θρησκευτικού στοχασμού. Με τον ύμνο αυτό η ελληνική ποίηση βρέθηκε σε μια από τις ωραιότερες στιγμές της. Κάποιοι βέβαια παρατηρούν πληθωρική χρήση λεκτικών σχημάτων, που δημιουργούν υπερβολικό φόρτο, όμως ο ύμνος δεν πρέπει να κρίνεται με βάση τα μέτρα της σημερινής ποίησης, γιατί είναι γέννημα μιας άλλης εποχής και άλλων αισθητικών αντιλήψεων. Οι ιστορικοί και οι κριτικοί της λογοτεχνίας αναγνωρίζουν στο ποίημα γνήσιο ποιητικό αίσθημα, δύναμη και χάρη.Επιλεκτικά παραθέτουμε τη γνώμη του Ευ. Παπανούτσου που στην «Αισθητική» του εξαίρει τη γλώσσα του Ακάθιστου και τη θεωρεί εξόχως μουσική, ενώ τον ίδιο τον ύμνο τον χαρακτηρίζει ‘’ποιητικότατο χριστιανικό επίνικο.’’ Κι ο StevenRunciman:«Μόνο στις εκφράσεις της μυστικής ευλάβειας, στη θρησκευτική τέχνη και στη θρησκευτική ποίηση ο βυζαντινός πολιτισμός έχει ένα αναμφισβήτητο μεγαλείο.»




 Αγγελική Γιαννοπούλου (Αρσινόη Βήτα)

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

Τα λουτρά της κόμισσας του Βαγγέλη Γαροφάλλου από τις Μικρές Εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ta-loutra-tis-komissas/

Τα λουτρά της κόμισσας

του Βαγγέλη Γαροφάλλου

από τις Μικρές Εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ta-loutra-tis-komissas/





το εξαίσιο ψεύδος της λογοτεχνίας



Τα ύστατα χρόνια έφθασαν, όλος ο πλανήτης πια μια μεγάλη πολιτεία, τα Σόδομα του τέλους. Οι μηχανές υποστήριξαν τους δημιουργούς τους, μα τώρα ο καιρός της επιβίωσης είχε τελειώσει. Η Ελισάβετ στεκόταν στην άκρη του γκρεμού των Καρπαθίων και κοιτούσε τον ήλιο που έσβηνε. Το ουράνιο αστέρι είχε κάψει όλο του το είναι, η ζωοποιός φλογισμένη σάρκα του τώρα γινόταν στάχτη. Απέμενε μόνο το ύστατο χαίρε.

Διαβάζοντας αυτό το νοητό τέλος του κόσμου, όπως τον ξέρουμε, αναρωτιέμαι πόση δύναμη έχει συχνά η λογοτεχνία. Δημιουργεί εκ του μη όντος ένα σύμπαν, το οποίο άλλοτε φαίνεται εξαιρετικό και θαυμάσιο, και άλλοτε αποτρόπαιο και φρικτό. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, ο αναγνώστης παρακολουθεί ενεός. Ειδικότερα στη δεύτερη -δείγμα της οποίας έχουμε εδώ- ενίοτε απεύχεται τη συνύπαρξή του με μια τέτοια πραγματικότητα. Γιατί εδώ βρίσκεται το κλειδί της ανάγνωσης. Να νομίζεις διαβάζοντας (έτσι όπως το λογοτεχνικό ψεύδος σε συναρπάζει) ότι μια αμυδρή έστω πιθανότητα επαλήθευσης της φαντασίας του συγγραφέα βρίσκεται στο χρονικό διάστημα της ζωής σου.

«Η αλήθεια της λογοτεχνίας σώζεται όχι με την απαλλαγή της από το μυθοπλαστικό ψέμα αλλά με την επινόηση ακόμη μεγαλύτερου και υπερβολικότερου ψέματος· ο ρεαλισμός της κερδίζεται όχι με την εξάλειψη του φανταστικού αλλά με τη διόγκωσή του»

επισημαίνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο «Υπό το φως του μυθιστορήματος».  Μας θυμίζει και την άποψη του Ντοστογιέφσκι:

«Το ψέμα σώζει το ψέμα» («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877).

Πώς αλλιώς να γίνει; Αυτή η υπέροχη επινόηση της μυθοπλασίας  βρίσκεται πάντα δίπλα μας για να μας υπενθυμίσει πως όλα είναι ένα κουβάρι περίπλοκα μπερδεμένο. Και κάπου η άκρη του νήματος περιμένει το αργό του λύσιμο, κάτι σαν τη λύση ενός δράματος που ζούμε ή που ζουν οι ήρωες των σελίδων, χωρίς συχνά να έχει και ιδιαίτερη σημασία αυτή η διάκριση. Είναι το αποδεκτό ψεύδος της λογοτεχνίας και η παραπλάνηση του αναγνώστη, που γοητευμένος εισέρχεται άοπλος μέσα στη γραφή και ζει πλάι στους ήρωες οδηγούμενος λέξη τη λέξη στην έξοδο και την κάθαρση. Γιατί, συχνά η λογοτεχνική γραφή μοιάζει με τη θεατρική σκηνή, αν η τέχνη του συγγραφέα κατορθώσει να κάνει το κείμενο περίοπτο και ανάγλυφο.

Και για να μιλήσουμε για την κορύφωση αυτού του μυθοπλαστικού θαύματος, δηλαδή το μυθιστόρημα, εκεί είναι που όλα ζητούν να αποκαλυφθούν, αλήθειες και ψέματα, μεταμφιέσεις και αναγνωρίσεις, δέσεις και λύσεις ενός πολύπλοκου σκηνικού με τους ήρωες συχνά να επιζητούν ακόμη περισσότερο την περιπλάνησή τους στα στενά του λαβυρίνθου, δικαιώνοντας έτσι την αριστοτελική περιπέτεια.

Ο Βαγγέλης Γαροφάλλου μοιάζει να ξέρει τη συνταγή για κάτι τέτοιο. Μια ιστορία προκλητική, όσο προκλητική μπορεί ποτέ να είναι η αθέατη πλευρά της πραγματικότητας. Μια ιστορία  στα όρια της αλήθειας και της φαντασίας. Τουλάχιστον έτσι θέλουμε να νομίζουμε.  Και φυσικά μια ιστορία με χιούμορ που αναδύεται από όλα τα σκοτεινά της πλοκής για να μας πει ότι σε τελευταία ανάλυση όλα (μα όλα) είναι θέμα οπτικής. Μια ιδιαίτερα ευφυής πλοκή που ξεκινά από τα αφηγημένα του Ομήρου (την Ιλιάδα) για να συναντήσει στον δρόμο της τους μύθους των βρικολάκων και τους θρύλους του μεσαίωνα, να μας μεταφέρει στο σήμερα  και να δρομολογήσει τις απαραίτητες  συνεχείς ανατροπές. Και όλα αυτά όχι με τη συνήθη γραμμική αφήγηση, αλλά με συνεχείς παλινδρομήσεις, ή καλύτερα με παράλληλες αφηγήσεις που ενώ αρχικά φαίνονται ακατανόητες, σιγά σιγά φωτίζουν την ιστορία. Γιατί καταργούνται τα δεδομένα  μιας χρονικά αντιληπτής ιστορίας και οι χρόνοι μπερδεύονται ευφυώς για να αποδείξουν τη διαχρονικότητα της φοβερής κατάρας. Και πίσω απ’ αυτήν να δείξουν την αποτρόπαιη προφητεία, της οποίας η επαλήθευση πρόκειται να φέρει τα πάντα στο τέλος τους.

– Ακούσατε, ακούσατε! Χιλιάδες χρόνια θα περάσουν μα ο όλεθρος θα έρθει! Όταν οι δύο τελευταίοι απέθαντοι συγκρουστούν, η ανυπαρξία θα κυριεύσει! Η νύφη του διαβόλου θα ξυπνήσει απ’ την κατάρα τον αρχαίο πολεμιστή κι αυτός θα παλέψει για την ψυχή του!
Κάμποσοι περαστικοί σταμάτησαν κι άκουσαν τα παράξενα λόγια του σιχαμερού άνδρα, ο οποίος τώρα στροβιλιζόταν χάμω με παράξενη σβελτάδα για την ηλικία του, σαν βυθισμένος σε κρίση.
– Μέσα στο όνειρο θα πολεμήσει ο πολεμιστής, μέχρι που παγίδα θα του στήσει ο διάβολος!
Πολλοί διαβάτες ξέσπασαν σε γέλια, άλλοι αδιαφόρησαν για τον τρελό και έφυγαν. Μα ένας παράξενος άνδρας που στεκόταν παραδίπλα πετάχτηκε και διέκοψε τον οίστρο του ζητιάνου.
– Και τι παγίδα θα είναι αυτή, παππούλη;
Ο κουρελής δεν απάντησε, μόνο συνέχισε το παραλήρημά του.
– Το τέλος του κόσμου θέλει ο σατανάς για να το κάνει δώρο στη νύφη του, να τη στεφανώσει με τον χαμό της πλάσης και να τα σβήσει όλα, να καταστρέψει το χάος, να σκοτώσει ακόμα και το τίποτα!

Ένας σκοτεινός κόσμος, που παραδόξως τόσο κοντά με την απτή πραγματικότητα είναι. Πού είναι η αλήθεια και πού το ψεύδος; Ποια η πραγματικότητα και ποιο το όνειρο; Γιατί σ’ αυτή την ιστορία το όνειρο εισβάλλει στη ζωή με τη μορφή ενός επαναλαμβανόμενου εφιάλτη.

Να, εκεί ήταν που έπαιζε με τις πλαστελίνες. Η πλαστελίνη ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Το δωμάτιο θύμιζε αυτό του νηπιαγωγείου με τις ζωγραφιές και τα πολύχρωμα καρεκλάκια, αλλά με κάποιο τρόπο δεν ήταν το ίδιο μέρος, κάτι παράξενο συνέβαινε... αυτή η πόρτα πού πάει; Βρέθηκε σε ένα διάδρομο, αυτός ήταν σίγουρα ο διάδρομος του σχολείου με τις ξεθωριασμένες ζωγραφιές στο πέτρινο δάπεδο, να και η σκάλα. Ανέβηκε τρέχοντας, κάθε όροφος γεμάτος με ανοιχτές πόρτες στις αίθουσες, αλλά παντού ησυχία, το κτήριο ήταν άδειο. Έφτασε στον τελευταίο όροφο, μπήκε σε μια τάξη, η έδρα και τα θρανία εκεί, έρημα, αλλά για στάσου... μια πόρτα δίπλα στον πίνακα, και να σου... το σαλόνι του σπιτιού, εκεί που μεγάλωσε. Όχι πάλι! Ήξερε πια ότι ονειρεύεται, αλλά δεν ξύπνησε, παρότι συνήθως, όταν καταλάβαινε ότι ονειρευόταν, ξυπνούσε. Τώρα θα έβλεπε λοιπόν τον ίδιο εφιάλτη. Τον Θανασάκη να τρέχει στο μπαλκόνι, το σάλτο, το χτύπημα στο έδαφος, τις τσιρίδες, τη μάνα, το σάλτο, το χτύπημα στο έδαφος, τις τσιρίδες, τον πατέρα, ύστερα την αγκαλιά του τραυματιοφορέα. Αλλά αυτή τη φορά ήξερε ότι ονειρεύεται, είχε αυτός το πλεονέκτημα. Όνειρο ήταν, δεν μπορούσε να πάθει τίποτα. Περίμενε εκεί, στο μπαλκόνι, κι όταν ο αδελφούλης του εμφανίστηκε ντυμένος καρναβάλι, ο Έκτορας πετάχτηκε μπροστά του και του έκοψε τη φόρα. Γύρισε την πλάτη στον Θανασάκη, σκαρφάλωσε στο κάγκελο και πήδηξε στο κενό. Προσγειώθηκε στο σκοτάδι.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι τέτοια όνειρα προκαλούνται από διάφορες λογικές αιτίες, άριστα αντιμετωπίσιμες από τους ειδικούς (σωματικές διαταραχές, όπως υψηλό πυρετό, ή ψυχολογικές διαταραχές, όπως ψυχολογικό τραύμα και άγχος). Καμιά φορά ο εφιάλτης προκύπτει χωρίς σύνδεση με κάποια φανερή αιτία. Αν κάποιο άτομο έχει βιώσει μια ψυχολογικά τραυματική εμπειρία στη ζωή του, τότε αυτή η εμπειρία θα επανέρχεται ακάλεστη διαρκώς  στα όνειρά του προκαλώντας εφιάλτη. Έχουμε, όμως, εδώ έναν τέτοιο εφιάλτη; Ο συγγραφέας επιφυλάσσει την έκπληξη.Όταν έρθει η λύση αυτού του εφιαλτικού ονειρικού κόσμου, θα φανερωθεί ένα άλλο σύμπαν, στο οποίο ο εφιάλτης είναι απλώς η πραγματική αλήθεια. Τότε όλα θα βρουν μαγικά τη θέση τους. Ποιος όμως θα ήθελε αυτήν την αλήθεια;

Η ιστορία που μας αφηγείται ο Βαγγέλης Γαροφάλλου απαιτεί την αναγνωστική αντοχή, έτσι όπως σκηνές σκληρές και αποτρόπαιες ξεπηδούν η μια μετά την άλλη στις σελίδες του. Αυτή η αντοχή του αναγνώστη δοκιμάζεται αλλά και ανταμείβεται. Μόλις νιώσεις ότι η σκηνή που εκτυλίσσεται μπροστά σου (ο συγγραφέας είναι απελπιστικά παραστατικός) σε οδηγεί στα όριά σου, ξεπηδά απροειδοποίητα η ανεξάντλητη χιουμοριστική φλέβα και κατορθώνει να ισορροπήσει τα πράγματα. Μέσα από λέξεις και φράσεις που εκλαμβάνονται στην κυριολεκτική τους σημασία αντί για την παραποιημένη συμβατικά κοινή. Τα πρόσωπα -συχνά στην απρόσμενη συνύπαρξή τους- ανταλλάσσουν διαλόγους που εύκολα μεταπηδούν από το ρεαλιστικό τοπίο σε ένα σουρεαλιστικό, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας έχει και μια άλλη όψη. Αποτρόπαιη και αστεία ταυτόχρονα. Σοφή τεχνική αυτή για να αποφορτίζεται ο αναγνώστης.

– Εσύ νομίζεις ότι γεννήθηκες όταν γεννήθηκες, γιατί η κατάρα σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι θνητός. Στο μυαλό σου υπάρχουν ψευδαισθήσεις, αλλοιωμένες αναμνήσεις. Η αλήθεια είναι ότι γεννήθηκες πολύ, πολύ παλιά. Να ένα καλό παράδειγμα. Εσύ νομίζεις ότι στεναχωριέσαι μια ζωή για το δράμα σου, που έχασες όλη σου την οικογένεια μικρός.
– Ενώ;
– Ενώ τους έφαγες.
– Τι τους έκανα;
– Ψευδαίσθηση, φίλε, τζάμπα μαστούρα.
– Ρε, τι τους έκανα τους γονείς μου; Τους έφαγα;
– Πεινούσες πολύ, είχες γαμηθεί, σαν λιγούρης έκανες. Ε, και κρύφτηκες στη ντουλάπα, σε είδε το παιδάκι χέστηκε, πήδηξε απ’ το μπαλκόνι, την ξέρεις την ιστορία...
– Έφαγα τη μάνα μου; φώναξε με αγωνία ο Έκτορας.
– Όχι, κι η μάνα σου πήδηξε απ’ το μπαλκόνι, μόλις σε είδε με τους κυνόδοντες καυλωμένους, αλλά τι σημασία έχει;
– Κάτσε ρε, έφαγα τον πατέρα μου; ούρλιαξε ο Έκτορας.
– Όχι ρε, σε είδε κι έπαθε ανακοπή, όπως τα θυμάσαι είναι αυτά. Βρικόλακα βρήκαν οι άνθρωποι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, ρε μαλάκα, επειδή πεινούσες, είχες πιει εκεί κάτι τσιγάρα, σε είχε πιάσει βουλιμία.

Βρίθει από τέτοιες σκηνές η ιστορία που μας αφηγείται ο Γαροφάλλου. Νιώθεις τη σοβαρότητα, την εκδοχή του αληθινά εφιαλτικού τοπίου με τις συνακόλουθες σκέψεις που κάνεις τροφοδοτούμενες από τους θρύλους για τους απέθαντους του κόσμου αυτού. Ωστόσο, δεν μπορείς να μην αποφορτίσεις τους ενδόμυχους φόβους σου για την αμυδρή πιθανότητα του αληθινού, που ενδεχομένως κρύβουν μέσα τους, με το αυθόρμητο γέλιο που σε καταλαμβάνει μπροστά στην παραπάνω εικόνα της διαδοχικής εξαφάνισης των προσφιλών προσώπων του ήρωα.

Η ιστορία αυτή, τρομακτική όσο και διασκεδαστική,  έρχεται να προκαλέσει με το θέμα της αλλά και με τον τρόπο αφήγησης τις αναγνωστικές μας συνήθειες. Ενδεχομένως να ταράξει και τον ύπνο μας. Αυτό ας μη θεωρηθεί αρνητικό επακόλουθο. Η λογοτεχνία προκαλεί μια διαταραχή στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Ποιος θα το αρνηθεί αυτό; Η αποδοχή της δικής της θέας στον κόσμο εξαρτάται από το πρόσφορο ή μη έδαφος της προσωπικής μας οπτικής. Είμαστε έτοιμοι να δούμε κάτω από την επιφάνεια; Πόσο μεγάλο μερίδιο από τον απρόσιτο στις αισθήσεις μας κόσμο είμαστε σε θέση να αντέξουμε; Και με πόση, αλήθεια, διάθεση να συνταιριάξουμε τον τρόμο με το χιούμορ; Συλλογίζομαι τη θεώρηση του Αριστοτέλη πάνω στην έννοια του τραγικού. Πώς ο ήρωας περιπίπτει στροβιλιζόμενος στη δίνη της πλοκής που θαρρείς και φτιάχτηκε ακριβώς για να τον παγιδέψει, και έτσι να χτιστεί η περιπέτεια. Παράλληλα, όμως, σκέφτομαι πόσο πιο σοφοί θα ήμασταν, αν είχε διασωθεί το μέρος της Ποιητικής του το αναφερόμενο στην κωμωδία. Δυστυχώς φρόντισαν οι αντιγραφείς  να το ρίξουν στη λήθη, αφήνοντάς μας έτσι κάπως λειψούς στην εξοικείωση με το κωμικό στοιχείο (άρρηκτα δεμένο όμως με το τραγικό στην εξέλιξη του δράματος), αφού αυτό δεν ήταν αποδεκτό σε μια κοινωνία που ενδιαφερόταν για το ευγενές (αστικό το είπαμε μετά) και το αξιοπρεπές. Σαν να λένε οι διώκτες του κωμικού  εδώ χτίζουμε κοινωνία σοβαρή, δεν αστειευόμαστε, επιτρέποντας μόνο στο θέατρο (αποδεκτή μίμηση του υπαρκτού) την κωμική εκδοχή μιας ιστορίας. Να, όμως, που η κωμική διάσταση της πραγματικότητας χωράει, όπως φαίνεται, παντού. Ακόμα και σε μια ιστορία όπως αυτή που (με μια αξιοπρόσεκτη μαστορική) μας προτείνει ο Βαγγέλης Γαροφάλλου. Μια ιστορία για να τρομάξουμε, μια ιστορία για να γελάσουμε, μια ιστορία για να πούμε στον εαυτό μας: καλά, παραμύθι είναι, όμως μήπως δεν;

Δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστος ο τίτλος αλλά ούτε και το εξώφυλλο. Τα λουτρά της κόμισσας παραπέμπουν στον εφιάλτη κατ’ ευθείαν αλλά και στο πλέον κομβικό σημείο της αφήγησης. Άρα είναι εύστοχος τίτλος. Από την άλλη δένει ο τίτλος απολύτως με τον τρόπο που εικαστικά μας συστήνεται το βιβλίο. Η Δήμητρα Κουλούρη, με μια ειρωνική διάθεση που η τέχνη επιτρέπει (ίσως στις καλύτερες στιγμές της), κάνει τον συνειρμό με τον πίνακα του  John Everett Millais (Ophélie), τοποθετώντας την εμβληματική για την ιστορία μπανιέρα στη θέση της νεκρής Οφηλίας. Αυτό το παιχνίδι των εντυπώσεων πιστεύω ότι είναι από τα πλέον θετικά στοιχεία της έκδοσης.

Άρχισε να τρέχει, δεν άλλαζε τίποτα, έτρεχε μέσα στο αέναο σκοτάδι, μέχρι που κουράστηκε, σταμάτησε να ξαποστάσει λίγο. Και τότε είδε στο βάθος ένα φως. Πλησίασε δειλά. Όσο προχωρούσε, το φως γινόταν πιο έντονο, τον θάμπωνε, μέχρι που τον τύφλωσε και έκλεισε τα μάτια του. Όταν τα άνοιξε, βρισκόταν σε ένα παλιό, άδειο δωμάτιο. Όχι, δεν ήταν άδειο. Σε μια γωνιά στεκόταν ένας παλιός, κάποτε επίχρυσος μα πια μαύρος και σκουριασμένος, οβάλ καθρέφτης. Ξαφνικά ακούστηκαν πλατσουρίσματα. Μέσα από τον καθρέφτη. Ο Έκτορας πλησίασε και κοίταξε, αλλά, αντί να αντικρίσει την αντανάκλασή του, αυτό που είδε ήταν μια γυναίκα μισοβυθισμένη σε μια μπανιέρα γεμάτη αίμα. Ήταν αλλόκοτη, άσχημη, σχεδόν παραμορφωμένη, μια λάμια βγαλμένη από την καρδιά του κακού. Το βλέμμα της του τρύπησε την ψυχή. Η μέγαιρα άνοιξε το στόμα της για να του χαμογελάσει και το αίμα κύλησε σαν καταρράκτης από τα δόντια της.

Ένα όλον, λοιπόν, λεκτικό και εικαστικό, μια ιστορία για γερούς αναγνώστες, που τολμούν με τη σειρά τους να κάνουν τους συνειρμούς που απαιτούνται. Άλλωστε ο Μίλαν Κούντερα στο δοκίμιό του «Η τέχνη του μυθιστορήματος» επισημαίνει: «Κάθε μυθιστόρημα λέει στον αναγνώστη “τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα από όσο νομίζεις”». Να προσθέσουμε:  και πιο εφιαλτικά ενδεχομένως.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/ta-loutra-tis-komissas/)

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Γεωργία Τσούμπα & Κατερίνα Τζωρτζακάκη Μητρότητα η δύναμη στην αδυναμία Πρόλογος: Κώστας Γκοτζαμάνης εκδόσεις Τόπος 1η έκδοση: Μάρτιος 2017




Γεωργία Τσούμπα & Κατερίνα Τζωρτζακάκη

Μητρότητα
η δύναμη στην αδυναμία

Πρόλογος: Κώστας Γκοτζαμάνης

εκδόσεις Τόπος
1η έκδοση: Μάρτιος 2017




Η Κατερίνα και η Γεωργία γνωρίστηκαν σε ένα εκπαιδευτικό σεμινάριο. Η πρώτη ήταν ψυχολόγος και η δεύτερη μητέρα δύο παιδιών με αυτισμό. Στην πορεία, η Κατερίνα έγινε μητέρα και η Γεωργία ψυχολόγος. Το βιβλίο αυτό είναι ένας διάλογος ανάμεσά τους, χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, όπου επιλέγουν να μιλήσουν όχι ως ψυχολόγοι αλλά ως άτομα, ως μητέρες, ως πολίτες.
            
Ανακαλούν προσωπικές τους στιγμές, μιλούν για τις προκλήσεις της μητρότητας, τις χαρές και τις λύπες της, τον ρόλο του πατέρα, τις δυσκολίες τού να μεγαλώνεις ένα παιδί με τυπική ανάπτυξη, τις δυσκολίες τού να μεγαλώνεις ένα παιδί
διαφορετικό. Μοιράζονται προσωπικές αλήθειες με ειλικρίνεια και σεβασμό, χωρίς τη διάθεση να κρίνουν ή να επιβάλουν. Οι συνομιλίες τους γίνονται ένα ταξίδι λυτρωτικό, η αρχή μιας γόνιμης φιλίας και ενός γόνιμου διαλόγου.
            
Ένας διάλογος που έρχεται να λάμψει μέσα στη θολότητα που συσκοτίζει το βλέμμα της νέας μητέρας που ζει στη σύγχρονη «παιδοκεντρική» κοινωνία μας, όπου μια ολόκληρη βιομηχανία ανθεί με πρόσχημα την «ευτυχία» των παιδιών της. Μια κοινωνία που παραβλέπει ότι για να έχει μια μητέρα ένα χαρούμενο παιδί, οφείλει να εξελίσσει τον εαυτό της, να τον ποτίζει με την ίδια αγάπη, την ίδια φροντίδα και την ίδια δύναμη που έχει μέσα της για το παιδί της.
            
Γιατί όταν γεννιέται ένα παιδί, γεννιέται και μια μητέρα.





Η Γεωργία Τσούμπα 
γεννήθηκε στη Σαλμώνη Ηλείας. Σπούδασε στα ΤΕΙ Αθήνας Μηχανολόγος Μηχανικός Τ.Ε. και εργάστηκε για 18 χρόνια στον ΟΤΕ. Παράλληλα σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική. Είναι τακτικό μέλος του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων. Συμμετέχει στο γονεϊκό αναπηρικό κίνημα και είναι μέλος του Ενιαίου Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων ΑΜΕΑ Αττικής και Νήσων και της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας Αυτιστικών Ατόμων.
Έχει οργανώσει εθελοντικά ομάδες, εργαστήρια και σεμινάρια για γονείς – κάποια εκ των οποίων για γονείς ατόμων με ειδικές ανάγκες. Έχει δώσει διαλέξεις στο Δημοτικό Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δήμου Περιστερίου. Είναι μητέρα ενήλικων δίδυμων αγοριών με αυτισμό.

Η Κατερίνα Τζωρτζακάκη 
κατάγεται από το Τυμπάκι Ηρακλείου και τους Φούρνους Ερμιονίδας. Γεννήθηκε το 1982 και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Εκπαιδεύτηκε στη συμβουλευτική και στην ψυχοθεραπεία. Έχει εργαστεί εθελοντικά σε διάφορους φορείς.
Επαγγελματικά ασχολείται με τον υποτιτλισμό.
Τα πεζογραφήματά της Ο χορός στη σκακιέρα, Παράλληλα σύμπαντα και Χαμένες παραστάσεις έχουν εκδοθεί από τις Εκδόσεις Βασιλείου. Στη σελίδα της katerina-tzortzakaki.gr δημοσιεύει διηγήματα και ποιήματά της. Έχει οργανώσει και συντονίσει δημιουργικά εργαστήρια για παιδιά.


Αποσπάσματα από το βιβλίο

(…) Μπορούμε όλοι μας, γυναίκες και άντρες, να αξιοποιήσουμε την παραδοσιακή ευκολία των γυναικών στην επικοινωνία μέσα από την αναγνώριση των συναισθημάτων μας και την κατάθεση των βιωμάτων μας, χωρίς αντιπαραθέσεις και μομφές προς τον σύντροφό μας, με σεβασμό στη διαφορετική αντίληψη, με τη διάθεση να μετακινηθούμε και οι δύο από τις αρχικές μας θέσεις για να προχωρήσουμε μπροστά. Οι συγγραφείς του παρόντος βιβλίου μας προσφέρουν ακριβώς αυτό: ένα πολύτιμο παράδειγμα επικοινωνίας που επιχειρεί να δίνει απαντήσεις στις προκλήσεις του σήμερα, που βοηθάει όλους μας, τους συγγραφείς και τους αναγνώστες, να ανοίγουμε τους ορίζοντες της σκέψης μας, να ανανεώνουμε τις αντιλήψεις μας και, κυρίως, να εκπαιδευόμαστε σε μια νέα ποιότητα συνεργασίας και διαλόγου. (σ. 11) (Από τον πρόλογο του Κ. Γκοτζαμάνη)

Κατερίνα

(…) Tα παιδιά μας δεν είναι ιδιοκτησία μας. Δεν είναι αντικείμενά μας, ούτε δημιουργήματά μας. Τα παιδιά παίρνουν πολλά από εμάς, αλλά κάθε άνθρωπος δεν είναι ποτέ απλώς το σύνολο του πατέρα και της μητέρας του. Είναι πάντοτε κάτι περισσότερο. Και αυτό πρέπει να το σεβόμαστε και να το ενισχύουμε. Γιατί, αλλιώς, εμείς θα επιθυμούμε άβουλες μικρογραφίες μας κι εκείνα θα ζήσουν ζωές δυστυχισμένες και γεμάτες απωθημένα. (σ. 41)

(…) Η απαίτησή μας να είναι το παιδί μας ένα παιδί τέλειο, ένα παιδί άριστο μπορεί να είναι το ψαλίδι που θα κόψει τα φτερά του. Κι αυτή η απαίτηση ίσως σημαίνει ότι εμείς δεν έχουμε τα δικά μας φτερά. Ότι χάσαμε την ικανότητα να σκεφτόμαστε δημιουργικά. (σ. 44)

(…) Η σύγχρονη μητέρα νομίζω ότι νιώθει πως είναι συνεχώς υπό εξέταση. Πως πρέπει να παρουσιάζει στην κοινωνία ένα παιδί άψογο, γιατί, αν το παιδί της δεν είναι άψογο, το πιο πιθανό είναι ότι θα κατηγορηθεί εκείνη. Και τι πιο ισοπεδωτικό για μια γυναίκα από την αποτυχία στο πλέον ιερό καθήκον, στο πλέον σημαντικό, στον μητρικό της ρόλο;
Αυτή λοιπόν η ενοχή, όταν κάτι δεν πηγαίνει καλά, είναι πιστεύω που μπορεί να καθηλώσει μια μητέρα, να την κάνει να παραμελήσει τους άλλους ρόλους της, τον ρόλο της συντρόφου, της εργαζόμενης, της φίλης. Να την κάνει να νιώθει πως, αν το παιδί της δεν είναι απόλυτα καλά, εκείνη δεν δικαιούται να χαίρεται. Κι όμως, τα παιδιά χαίρονται τόσο πολύ όταν χαίρονται οι γονείς τους. Και τι καλύτερο για έναν άνθρωπο που είναι υπό διαμόρφωση από έναν γονιό που απολαμβάνει τη ζωή, που ξέρει να ικανοποιείται και να χαίρεται; Υπάρχει καλύτερο μάθημα από αυτό; (σ.77)

Γεωργία

(…) Χαίρομαι να βλέπω νέους γονείς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους από κοινού. Αυτό δείχνει μια μετακίνηση της νέας γενιάς προς τα εμπρός, προς τη συνεργασία και την ανάληψη της ευθύνης και από τους δύο. Γιατί και η πατρότητα είναι ευθύνη.
(σ. 40)

(…) Στη συνέχεια ήρθε ο θυμός. Γιατί σε μένα; Δεν θα ξεχάσω την απάντηση ενός πνευματικού ανθρώπου, που είχε έρθει από τη Γαλλία και παρέδιδε ένα σεμινάριο το οποίο παρακολουθούσα και εγώ. Στο διάλειμμα πήγα και τον βρήκα προσωπικά και του μίλησα για τον αυτισμό των γιων μου. Με κοιτούσε γαλήνιος. Όταν τον ρώτησα γιατί εγώ έπρεπε να βιώσω αυτή την εμπειρία, με πολύ ήρεμη φωνή μου έδωσε την εξής απάντηση: «Υπάρχει ένα δέντρο. Τα φύλλα του πέφτουν από τη μια πλευρά και δύο φύλλα έπεσαν από την άλλη. Μου ζητάς να σου εξηγήσω γιατί αυτά τα δύο φύλλα έπεσαν από την άλλη πλευρά». Καθώς μου μιλούσε, με κοίταζε κατευθείαν στα μάτια. Αυτό ήταν κομβικό σημείο για μένα. Κατάλαβα τι ήθελε να μου πει και από τότε δεν ξόδεψα άλλη ενέργεια αναζητώντας την αιτία. (σ. 50)

(…) Πράγματι, οι γονείς είναι πρότυπα για τα παιδιά τους. Τα παιδιά είτε θα μιμηθούν στοιχεία του ενός ή του άλλου ή και των δύο γονέων, είτε θα υιοθετήσουν συμπεριφορές αντίθετες από των γονιών τους. Το πιο σημαντικό για μένα είναι να ενθαρρύνονται τα παιδιά από τους γονείς, ώστε να έρχονται σ’ επαφή με τον πραγματικό τους εαυτό. Μόνο τότε θα είναι ευτυχισμένα και θα ξεδιπλώσουν όλο το δυναμικό τους. (σ. 87)

(…) Όταν οι άνθρωποι εγκλωβίζονται μόνο στον γονεϊκό ρόλο, συνήθως δεν είναι βοηθητικοί για τα παιδιά τους. Ο Καρλ Γιουνγκ είχε πει πως το μεγαλύτερο βάρος για ένα παιδί είναι η ζωή που δεν έζησαν οι γονείς του. (σ. 108)

(…) Μέσα στο αναπηρικό κίνημα έμαθα «να παίρνω δίνοντας». Βίωσα τη μετουσίωση του πόνου μου σε βοήθεια και πληροφόρηση προς άλλους συνανθρώπους μας που είχαν ανάγκη. (σ. 129)

(Επιπλέον στοιχεία για το βιβλίο θα βρείτε στο www.toposbooks.gr
καθώς και στη σελίδα του βιβλίου στο facebook)