Σάββατο 31 Αυγούστου 2019

Κραυγή απελπισίας της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά


Κραυγή απελπισίας

της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά

Αρχαία Μεσημβρία-Ζώνη


Προσγειώθηκε πάλι, όπως κάθε χρόνο, στο βόρειο Αιγαίο, εκεί που ο Έβρος ποταμός ελευθερώνει στην ανοιχτή θάλασσα τα μυστικά της βαλκανικής ενδοχώρας, ρευστά ή συμπαγή, πάνω σε κορμούς δέντρων ταξιδεμένα με τη συνοδεία πουλιών κι ο ορεινός όγκος της Σαμοθράκης απέναντι αιώνιος πύργος ελέγχου της θρακικής ακτής, της Σαμοθρακικής Περαίας. Αδελφωμένα, Φύση και Ιστορία, εκθέτουν την πραμάτεια τους για εκείνους που τα αγαπούν και περιπλανιούνται με σεβασμό ανάμεσα στις πυκνοκατοικημένες αποικίες  από ερωδιούς, φλαμίνγκο, πελεκάνους, φαλαρίδες και πλήθη άλλων πουλιών κι ύστερα να βαδίζουν ανάμεσα στα σιωπηλά απομεινάρια  αρχαίων πόλεων. Ήρθε και φέτος στην αγαπημένη της Ζώνη, πέρασε την πύλη του τείχους, σεργιάνισε τις οικίες, επισκέφθηκε τα εργαστήρια πηλού, τα ιερά, τους βωμούς και μαγεμένη από την πύρινη δύση, προλαβαίνει, σκέφτηκε να επιστρέψει στη Μαρώνεια περπατώντας παραλιακά πριν το σούρουπο.

 Η ψηλόλιγνη μέσης ηλικίας γυναίκα ήρθε ακόμη μια φορά στον αγαπημένο της τόπο, εδώ που απολάμβανε διακοπές και μελέτη, να τον περπατήσει αναπνέοντας θαλασσινή αλμύρα και βουνίσια αρώματα ανάμεσα στα ανασκαμμένα ευρήματα. Ξεκίνησε από την αρχαία Ζώνη κι έδιωξε τον ταξιτζή υπολογίζοντας να φθάσει στον επόμενο παράλιο οικισμό περπατώντας, ενώ ο ήλιος είχε κατηφορίσει πια για τη δύση του. Δεν  το είχε ξανακάνει, αλλά, σαν το άκουσε, η ιδέα την ενθουσίασε. Γνώστης της ιστορίας και της φυσικής καλλονής του τόπου, ήταν το έκτο καλοκαίρι που έκανε το ίδιο ταξίδι ανανεώνοντας τις εικόνες και ανακαλύπτοντας συνεχώς ομορφιές. Είχε γεμίσει κιόλας τον σάκο της ρίγανη και φασκόμηλο, τη φωτογραφική της μηχανή ακρογιαλιές και παράξενα αγριολούλουδα, ένιωθε μια ευφορία ψυχής και προχωρούσε.

Το τηλεφώνημα στα παιδιά της στην Αγγλία ήταν απελπιστικό:

«Βλέπω να έρχονται καταπάνω μου λύκοι, μια αγέλη λύκων… δεν έχω επιλογή φυγής ούτε βοήθειας, πλησιάζουν…»

Κι η αγέλη πλησίασε, επιτέθηκε, κατασπάραξε τη γυναίκα, το πάθος και το λάθος της.  Απανωτές οι ειδήσεις και οι περιγραφές στα τοπικά κανάλια, στον τύπο, όχι λύκοι, ίσως τσομπανόσκυλα, ποιος φταίει, ποιος θα τιμωρηθεί, μα τι ήθελε η ευλογημένη… Λόγια απορίας μα και λύπης, τι κι αν η αγέλη δεν ήταν λύκων αλλά τσομπανόσκυλων από τα μαντριά πιο πάνω στην πλαγιά, που έτυχε να είναι ελεύθερα. Άνευ σημασίας πια.

Δραματικό, θλιβερό, φρικτό γεγονός, απρόσμενο τέλος ανθρώπου.

Μήνες μετά περιβαλλοντική ομάδα σε μελέτη πεδίου διέκρινε ένα κομμάτι μηριαίου οστού δίπλα σε ένα τοιχίο της πύλης  εισόδου των εμπόρων από τη θάλασσα  στην αρχαία Ζώνη. Απομεινάρι νεότερης εποχής δίπλα στους αρχαίους θησαυρούς.

Από εκεί είχε έρθει και η Μάριον.

                                                                   Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά




 
Η Βάντα Παπαϊωάννου­-Βουτσά γεννήθηκε το 1947 στο Λαύριο Αττικής από γονείς πρόσφυγες (Πέραμος Κυζικηνής χερσονήσου­ Κερτς Κριμαίας). Σπούδασε Ιστορία­Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση ως καθηγήτρια στον νομό Ροδόπης. Παράλληλα αρθρογραφούσε περιστασιακά σε τοπικές εφημερίδες και περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά, επιμελήθηκε εκδόσεις της Περιφέρειας Αν. Μακεδονίας­Θράκης, έγραψε Τουριστικό Οδηγό για τον Δήμο Μαρώνειας και άλλα τουριστικά φυλλάδια. Πήρε, επίσης, μέρος στη συλλογική έκδοση της Ένωσης Φιλολόγων νομού Ροδόπης "Η ξένη Λογοτεχνία στη Β/θμια Εκπαίδευση".
Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της "... μύριζε γαζία" (εκδόσεις Διάνυσμα), με βιωματικά αφηγήματα, ενώ η νουβέλα "Τα λουμινάκια" (εκδόσεις ΑΩ), είναι το δεύτερο βιβλίο της.

























                                                                                     






Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Πέντε ποιήματα από την ποιητική συλλογή της Έμμας Τσιβρά "Οι λέξεις αντιστέκονται" μαζί με πέντε φωτογραφίες από τον Lee Jeffries



Πέντε ποιήματα 
από την ποιητική συλλογή της Έμμας Τσιβρά 
"Οι λέξεις αντιστέκονται"

μαζί με πέντε φωτογραφίες από τον Lee Jeffries





Οι  λέξεις αντιστέκονται

Οι  λέξεις  ζήτησαν  το  λόγο  να ξανασυστηθούν 

στο  μεγάλο  χορό  των  νοημάτων.



Μα  περιέπεσαν  σε  δίνη  και  περισυλλογή

γιατί  τον  τελευταίο  καιρό

περίεργη  σύγχυση  επικρατεί  

στο  ζωτικό  τους  χώρο

ως  σχέδιο  δράσης  για  αποπροσανατολισμό.



Ξεφύτρωσαν  καινούργιες λέξεις απ’το πουθενά

να  διαφεντέψουνε το  μέλλον των ανθρώπων

να  ρίξουν μαύρο  στη φωτεινή  του πλευρά.



Οι  λέξεις  θύμωσαν  από  την  τόση  ανακρίβεια.

Θέλουν  πίσω  το  ηλεκτρικό τους  φορτίο .

Δίχως  αυτό  μένουν  άδειες. 

Στίγματα  μαύρα  σε  βιβλίο  κλειστό.



Τώρα  οι  λέξεις  σε  πολεμική  διάταξη   

συντάσσουν  το  Νέο  Λόγο. 

Τέλος για να  δοθεί  στη  φλυαρία

και  στο  φρικτό  τους  το  διασυρμό. 



Ο  χρόνος  είναι  με  το  μέρος  τους.

Αντέχουν  το  βάρος  του.

Αρκεί μονάχα  να  κινούνται.

Πότε  σαν ψίθυρος . Πότε σαν  κραυγή

και  πότε  σα  θρήνος.

Πότε σαν  όρκος  και  πότε σαν ύμνος δοξαστικός



για  την ελευθερία της έκφρασης.






Άστεγος



Ανεβαίνεις τη  Σταδίου σκυφτός.



Τα  χέρια  στις  τσέπες  σφιγμένες  γροθιές   

αποφανατίζουν   τις   σκέψεις  σου.



Νύχτωσε κι απόψε.

Το  μαύρο  σε πήρε  στο  κατόπι.



Η  άσφαλτος  χυμένο  μελάνι  

αποτυπώνει  το αβέβαιο  βήμα  σου.



Όχι . Δεν ήσουν έτσι εσύ.

Έγινες ένας  άλλος.



Δε  σου ψιθυρίζει  πια η  Σκάρλετ στ’ αυτί

καθώς  ξαπλώνεις μες  στα  χαρτόκουτα.



Η Τάρα χάθηκε μέσα στις φλόγες πολύ καιρό πριν.

Του  ονείρου σου βωμός.



Από  τότε κατοίκησαν στον ουρανό   

στίφη  εχθρικά  κι  αιχμαλώτισαν  το φως.



Το  αύριο  δραπέτευσε.

 Κάθε  σήμερα  ξημερώνει χθες .



Ο κόσμος ξέφυγε απ΄ την τροχιά του

γιατί έπαψες να ονειρεύεσαι.



Μη λυπάσαι.

Σίγουρα δε  νύχτωσε  τη  σωστή  ώρα. 






Κλεψύδρα



Η  θλίψη  μεταγγίζεται

από  το  μόνιμο  παρελθόν



στο  προσωρινό  παρόν

και  το  υποτιθέμενο  μέλλον.



Σαν  άλλη  κλεψύδρα  μετράει  το  χρόνο

και  τον  καταξιώνει.



Άλλοτε  δικαιολογημένα  κι  άλλοτε  αναίτια

του  χρεώνει  την  ύπαρξη  της.



Έτσι  διαβαίνουν  άνυδρα  καλοκαίρια

και  σκληροί  χειμώνες



ακολουθώντας  τον  άγριο  δρόμο 

της  σιωπής.






Έκκληση



Πρόσωπα  χαμένα

στου χρόνου τη σιωπή.



Βήματα παγιδευμένα

σε προσωπικούς λαβύρινθους.



Λόγια κλειδωμένα

σ’επτασφράγιστο  γράμμα.



Φανερωθείτε



στης ζωής το μαγεμένο  αλώνι

προτού όλα να χαθούν

κάτω απο τους λόφους με τα κυπαρίσσια

σα σκηνικό που κατεβαίνει

γιατί η παράσταση  τελειώνει.



Φανερωθείτε



προτού το σκοτάδι

μας  πνίξει τα μάτια

και  γεννηθεί  το κενό .



Φανερωθείτε 






Είναι ανάγκη



Η  Ιστορία σε σύγχυση  σχεδόν  ναρκωμένη

στο σκληρό της ανάκλιντρο γερμένη 

διακρίνει θολά το εφιαλτικό σκηνικό

μέσα από κάτοπτρα παραμορφωτικά.



Καραβάνια κυλούν προς τη θάλασσα ορμητικά.

Άνθρωποι ξεριζωμένοι.

Οι φλόγες του πολέμου γλείφουν τα χνάρια

από τις πατημασιές τους.

 Όμως εκείνοι βαδίζουν  ολοένα βαδίζουν.

Οραματίζονται τη γη της επαγγελίας.

Σύνορα ανοιχτά και βαδίζουν ολοένα βαδίζουν.



Στου Ομήρου τις ακτές

τ’όνειρο τους  βαφτίζουν στ’αλμυρό νερό.

Στη βάρκα του Αχέροντα στριμώχνουν τις ζωές τους   

με την ελπίδα τους ανεξαγόραστη

το κουράγιο τους αδιαπραγμάτευτο.



Την ώρα που οι παραχαράχτες της Ιστορίας

προκαλούν πολέμους

καταπατούν χάρτες

κλείνουν σύνορα

υψώνουν φράχτες

συρματοπλέγματα .

  

Ματώνουν το πρόσωπο της κόρης που ο Διας  έκλεψε

από της Θήβας  τους αγρούς.



Είναι ανάγκη να πέσουν οι μάσκες.

Να καταλάβουν οι αδιάφοροι.

Να πεισθούν  οι φοβικοί.



Είναι ανάγκη η Ιστορία να ξαναγραφτεί.



Μη  κοιτάζεις δήθεν αλλού.

Σ΄αυτή τη στάση του λεωφορείου

πρέπει κι εσύ ν’ανεβείς.



Έμμα Τσιβρά, Οι λέξεις αντιστέκονται, Κέντρο ευρωπαϊκών εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση





 

Η Έμμα Τσιβρά γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει στο Περιστέρι. Σπούδασε Αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο University of Reading στην Aγγλία.  Εργάσθηκε  στην ιδιωτική και δημόσια  εκπαίδευση ως καθηγήτρια Αγγλικών. Τον Ιούνιο του 2018 εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι λέξεις αντιστέκονται».
 Ποιήματα  και διηγήματά  της  έχουν  δημοσιευθεί  στα  ηλεκτρονικά περιοδικά
 Φρέαρ,  Βακχικόν,  Φράκταλ ,Θράκα   και σε άλλους  λογοτεχνικούς ιστότοπους.



























                                                                                          

                         







                                                                                                                                     

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Η τέχνη της απώλειας Alice Zeniter μετάφραση: Έφη Κορομηλά εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στον Bookpress


Η τέχνη της απώλειας

Alice Zeniter

μετάφραση: Έφη Κορομηλά

εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στον Bookpress


https://www.bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/texni-apoleias-alice-zeniter-dimitriadou-polis




η απώλεια είναι μια προσωπική υπόθεση



[…]μια σειρά από εικόνες παλιάς εποχής […]στις οποίες παρεμβάλλονται παροιμίες σαν βινιέτες-δώρα της Αλγερίας, που κάποιος γέρος θα τις είχε κρύψει εδώ κι εκεί μέσα στις σπάνιες προφορικές διηγήσεις του, τις οποίες θα είχαν επαναλάβει τα παιδιά που αλλάζοντας κάποιες λέξεις, και που αργότερα, η φαντασία των εγγονών θα τις είχαν επεκτείνει, μεγεθύνει και ξανασχεδιάσει, ώστε να φτάσουν να σχηματίσουν μια πατρίδα και την ιστορία μιας οικογένειας.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο χρειάζεται η μυθοπλασία, όπως χρειάζονται και οι έρευνες, επειδή αυτές μόνο έχουν μείνει για να γεμίσουν τις σιωπές που μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά, ανάμεσα στις βινιέτες.

Η μυθοπλασία του απλού ανθρώπου (γιατί για μυθοπλασία πρόκειται στην ουσία) γεμίζει τα κενά των αφηγήσεων της επίσημης ιστορίας, ερμηνεύει τις σιωπές (άλλοτε ηθελημένες, κινούμενες από τη σκοπιμότητα της λήθης, και άλλοτε από αδιαφορία) και φτιάχνει μια πατρίδα, ένα χώρο να στεγαστούν τα δεδομένα της ζωής. Μια πατρίδα που μπορεί να μην την έχεις δει ποτέ, που κάποτε κάτω από διάφορες αντίξοες συνθήκες τη χάνεις –γι’ αυτό δεν ευθύνεσαι βέβαια– αλλά και μια πατρίδα που κάτω από προσωπικές συνθήκες ωρίμασης και συνειδητοποίησης αποφασίζεις εσύ να τη χάσεις· καμιά φορά ούτε γι’ αυτή τη συνειδητή απώλεια δεν ευθύνεσαι εσύ απολύτως – σαν την καβαφική Αλεξάνδρεια που «φεύγει» αλλά κι αυτήν που εσύ «χάνεις», μια βαριά, συνειδητή εξοικείωση με τα απολεσθέντα.

Η Alice Zeniter γράφει ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στις δύο αυτές συνθήκες απώλειας (την επιβαλλόμενη και τη συνειδητή) – αυτό άλλωστε δηλώνει και ο τίτλος LArt de perdre, προβάλλοντας εμμέσως το υποκείμενο της ενέργειας, που αποφασίζει να απολέσει, που μαθαίνει πώς να χάνει όσα θεωρούνται πολύτιμα χωρίς καμιά φορά να ανταποκρίνονται στη φαινομενική τους αξία. Δύσκολο θέμα και τουλάχιστον με πρώτη ματιά προκλητικό, καθώς αντιβαίνει σε όσα παραδοσιακά έχουμε μάθει να εκλαμβάνουμε ως αναντικατάστατα.

Το θέμα του βιβλίου φαίνεται να αφορά μόνον την ιστορία της γαλλικής αποικιοκρατίας, τον πόλεμο της Αλγερίας και τη γαλλική κοινωνία που απομόνωσε τους ηττημένους και εκδιωχθέντες από την πατρίδα τους αρκί, δηλαδή τους Αλγερινούς που πήγαν με το μέρος των Γάλλων κατά όσων αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της Αλγερίας.  Φαίνεται παράλληλα να αφορά μόνον την ιστορία της Ναϊμά, της νεαρής Γαλλίδας αλγερινής καταγωγής, που κανένας δεν της έχει μιλήσει για το αλγερινό κομμάτι της – ηθελημένη σιωπή προερχόμενη από τον πατέρα της που έχει αποποιηθεί ο ίδιος την καταγωγή του, σιωπή από την προηγούμενη γενιά, τον παππού και τη γιαγιά, που είτε πεθαίνουν πριν προλάβει να τους ρωτήσει είτε μιλούν μια ακατανόητη γλώσσα που η ίδια δεν έμαθε ποτέ. Έτσι η Ναϊμά μεγαλώνει με το ένα κομμάτι του εαυτού της να παραμένει στο σκοτάδι, στη σιωπή και την άγνοια· η ίδια θα θελήσει να σπάσει το σκληρό κέλυφος για να δει τι κρύβεται από κάτω, να ξαναδιαβάσει την ιστορία της οικογένειάς της και της πατρίδας της. Αλήθεια, όμως, ποια είναι η πατρίδα της; Η Γαλλία, στην οποία γεννήθηκε, ή η Αλγερία των παππούδων της; Η Zeniter φέρει μέσα της και η ίδια μια διπλή ταυτότητα, με μητέρα Γαλλίδα από τη Νορμανδία και πατέρα από την Αλγερία, οπότε το μυθιστόρημά της θα μπορούσε να είναι και μια καλυμμένη απόπειρα να φανερώσει την προσωπική της σχέση με τη  δική της πατρίδα. Όταν οδηγεί την ηρωίδα της ως την «πατρίδα» Αλγερία για να μάθει και να δει, περιμένουμε τη σταδιακή συνειδητή τοποθέτησή της σε ένα χώρο που από παιδί τής ήταν ξένος; Μας ξαφνιάζει ίσως το κάπως ψυχρό τέλος του βιβλίου;

[…]η Ναϊμά λέει πως το ταξίδι της σίγουρα την ικανοποίησε, και πως κάποιες ερωτήσεις της έλαβαν απάντηση, αλλά θα ήταν λάθος, παρ’ όλ’ αυτά, να γράψω ένα τελεολογικό κείμενο γι’ αυτή, σαν τα μυθιστορήματα διάπλασης. Τη στιγμή που αποφασίζω να σταματήσω αυτό εδώ το κείμενο, δεν έχει φτάσει πουθενά, βρίσκεται σε κίνηση, συνεχίζει να προχωράει.

Η βαθύτερη έννοια, επομένως, της πατρίδας είναι μια διαρκής αναζήτηση για την πατρίδα, που δεν σταματά, δεν ικανοποιείται με τις ευκολίες της σχολικής διδαχής ή των επετειακών πανηγυρισμών. Κι αν αυτό ισχύει σε περιπτώσεις που η πατρίδα προβάλλεται σαν μια σταθερή και αδιαφιλονίκητη συνθήκη που ισχυροποιείται από την καθημερινή επαφή με τις εικόνες της, ας σκεφτούμε τι μπορεί να σημαίνει για τον αποδιωγμένο απ’ αυτήν, για τον θεωρούμενο προδότη των ιδανικών της (ακόμη κι αν εντελώς άσχετοι λόγοι με την ιδεολογική τοποθέτηση τον έταξαν απέναντι στους ομοεθνείς του και στο πλευρό των αποικιοκρατών), γι’ αυτόν που, όπως ο παππούς της Ναϊμά, έφυγε από την πατρίδα του ως προδότης και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία ως ξένος και αποκομμένος από την κοινωνική ζωή. Κι ακόμη τι να σημαίνει η πατρίδα που γράφεται στην ταυτότητα, για κάποιον, όπως η Ναϊμά, που δεν την έχει βιώσει ως  πραγματικότητα, ακόμη και νοητή.  Η αναζήτηση αυτή οδηγεί σε αυτογνωσία πριν απ’ όλα –ποιος είμαι, ποιοι οι πριν από εμένα, ποια η θέση μου ανάμεσά τους– η εικόνα της οικογενειακής ιστορίας θα οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της πατρίδας και των δεσμών με αυτήν. Η πρώτη γενιά αδυνατεί να ενσωματωθεί στη νέα πατρίδα αποδιωγμένη από την αρχική της κοιτίδα. Η δεύτερη επιλέγει τον νέο τόπο για πατρίδα και έχει τη λογική στήριξη για τη επιλογή αυτή, για τη μετατόπιση της ρίζας, αφού, όπως θα πει ο πατέρας της Ναϊμά: Έχεις δει κανένα δέντρο να μεγαλώνει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις δικές του; Εγώ εδώ μεγάλωσα, άρα εδώ είναι και οι ρίζες μου. Όσο για την τρίτη γενιά, τη νεότερη, που δεν γνώρισε ποτέ την αρχική πατρίδα, ο μόνος δρόμος είναι αυτός της όψιμης γνωριμίας μαζί της, ακόμη κι αν δεν θα καλύψει όλα τα ερωτήματα που δημιούργησαν τόσα χρόνια σιωπής. Η Αλγερία της γιαγιάς Γιεμά μοιάζει με παραμύθι πλασμένο από αρχαϊκούς συμβολισμούς. Ποια σχέση μπορεί να έχει με όσα θα δει η Ναϊμά: μια χώρα ζωντανή, σε κίνηση, φτιαγμένη από ιστορικές περιστάσεις που μπορούν να αλλάζουν και όχι από αμετάκλητα πεπρωμένα.

Το βιβλίο της Zeniter δεν είναι απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό, ωστόσο αγγίζει σε πολλά σημεία την προσωπική της ιστορία. Δεν είναι ξεκάθαρα ιστορικό, γιατί η δυνατή μυθοπλασία που το διατρέχει το καθιστά ένα από τα πιο συνταρακτικά μυθιστορήματα. Αλλά ούτε και απολύτως «γαλλικό» βιβλίο θα πρέπει να θεωρηθεί, αφού η θεματική του επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα όρια της γαλλικής ιστορίας, με τον σκληρό του πυρήνα να αγγίζει τις ευαισθησίες όλων όσοι αναζητούν έναν ισχυρό δεσμό με την έννοια της πατρίδας πέρα από σύμβολα και ονόματα. Η σύνδεση με τον κοινό τόπο, με το παρελθόν, με τα πρόσωπα και τις πράξεις των προηγούμενων από εμάς, η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου, είναι μια συνθήκη που δύσκολα εννοείται στο βάθος της, ακόμη πιο δύσκολα βιώνεται και δυσκολότερα κληροδοτείται στους επόμενους. Η σχέση με την πατρίδα καταλήγει να είναι μια απολύτως προσωπική υπόθεση που ο καθένας τη σταθμίζει ανάλογα με τα βιώματά του, τις αντοχές του, τα ερωτήματα που θέτει και τις απαντήσεις που περιμένει να βρει. Και η έννοια της απώλειας καμιά φορά κρύβει μέσα της ένα τραγικό στις διαστάσεις του υποκείμενο που επιλέγει και αποφασίζει· κατά τη Zeniter, η απόφαση αυτή απαιτεί όχι μόνο δύναμη αλλά και τέχνη, αλλιώς σε καταπίνει και σε αφανίζει.

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Παλιές ιστορίες Παραμύθια σαν αστεία άστρα Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους Οι καλές γυναίκες Σωτήρης Κακίσης εκδόσεις Αιγαίον/εκδόσεις Κουκκίδα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Παλιές ιστορίες

Παραμύθια σαν αστεία άστρα

Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους

Οι καλές γυναίκες

Σωτήρης Κακίσης

εκδόσεις Αιγαίον/εκδόσεις Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 
https://www.fractalart.gr/palies-istories/






οι ιστορίες του Κακίση με δύναμη εσωτερικού χώρου
[…] τους καλώ, όσους καλώ εδώ μέσα, εσωτερικά, με δύναμη εσωτερικού χώρου. Όπως καλούμε τα πνεύματα και δεν βρέχει, όπως έρχονται τα πνεύματα ώσπου να πεις κίμινο, όπως πετάνε τη σκούφια τους τα ζωντανά πνεύματα να μιλάνε με άλλα ζωντανά πνεύματα…
Ο Σωτήρης Κακίσης είναι πρωτίστως ποιητής. Το λέω αυτό, γιατί οφείλω να σεβαστώ τη δική του προτίμηση, να επιλέγει από την πολυσχιδή του δραστηριότητα την ποιητική του ενασχόληση ως  προσδιοριστική της συγγραφικής του ταυτότητας.  Και πράγματι είναι άξια λόγου η ποιητική του παρουσία επί τόσα χρόνια, με τις τετραγωνισμένες στη μορφή στιχουργικές του, που τις  ξεχωρίζεις αμέσως και τις αγαπάς. Άλλωστε γίνεται να μην είναι ποιητής αυτός που μεταφράζει  και αποδίδει ποιητικά Σαπφώ και Αλκαίο; Δεν γίνεται. Επομένως πρωτίστως ποιητής ο Κακίσης.
Ωστόσο, δικαιούμαι σε μια εντελώς προσωπική ανάγνωση να αγαπώ περισσότερο τις ιστορίες του. Τις διαβάζω κοντά σαράντα χρόνια, πάρα πολλά θαρρώ για να έχω τεκμηριώσει μέσα μου την προτίμηση μου. Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους, Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Τρόμος στο κολλέγιο, Αθήνα, αυτή η νύχτα μένει, 48 μικρές ώρες και τρία αστυνομικρά διηγήματα, Όλο αέρα! (αισθηματικά κείμενα), Οι καλές γυναίκες. Αυτά θυμάμαι έτσι πρόχειρα και ανάκατα χρονολογικά. Φυσικά μου διαφεύγουν τώρα αρκετά βιβλία του με ιστορίες.
Μου αρέσουν οι ιστορίες του, έτσι όπως κυκλοφορούν μέσα τους πολλά πρόσωπα, οικεία ή όχι αδιάφορο, μια που όλα στο τέλος γίνονται προσφιλή απολύτως. Και ανάμεσά τους ο Σωτήρης να τα τακτοποιεί πρώτα μέσα του κι έπειτα να μπαίνει στον κόπο να μας τα δώσει σε μια προσωπικά δική του σειρά και τακτοποίηση, προκειμένου να μην έρθουν να μας βρουν όλα χύδην και ατάκτως ερριμμένα.
Μου αρέσουν οι ιστορίες του έτσι όπως ανακατεύουν και τον χρόνο μέσα τους – αλίμονο! πώς γίνεται να μπουν σε τάξη οι άτακτες μνήμες; Έτσι, άλλοτε γίνεται μικρός και αθώος του αίματος που αναπόφευκτα θα ακολουθήσει (ποιος συγγραφέας το γλίτωσε ποτέ;), άλλοτε μαζεύει εικόνες και αναπολεί ερωτευμένος πάντοτε, έτσι κι αλλιώς.
Σαν σκηνές από κινηματογράφο, μου αρέσουν οι ιστορίες του· έτσι να μην μπορείς να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα του φακού, τον ήρωα της οθόνης από τον ήρωα δίπλα σου.
Αλλά και ως τόποι μου αρέσουν οι ιστορίες του· το εδώ και το εκεί (ανάκατα κι αυτά) δεμένοι τόποι με τα πρόσωπα ή και χωρίς αυτά έτσι αυτόνομοι τόποι αγαπημένοι και αυτεξούσιοι να γεμίζουν τον εσωτερικό του χώρο κι αυτός να τον μοιράζεται μαζί μας.
Και το χιούμορ που έχουν απρόσμενα ενσωματωμένο μέσα τους, ακόμη και οι πιο θλιβερές από αυτές, μου αρέσει. Ένα ιδιότυπο χιούμορ, μια βαθιά αίσθηση του αστείου ως άρρηκτα δεμένου με το τραγικό της ζωής.
Ναι, τελικά μου αρέσουν οι ιστορίες του πιο πολύ. Και χαίρομαι, όταν αποφασίζει να τις ξαναμοιραστεί με εμάς σε νέες εκδόσεις. Όπως ετούτη η τωρινή με το κατακίτρινο εξώφυλλο και τη ζωγραφιά του Γιώργου Σταθόπουλου, πρόσωπο ρεμβώδες και νοσταλγικό, όσο και τα κείμενα που φιλοξενούνται στο βιβλίο. Επανέκδοση τριών βιβλίων του εξαντλημένων από καιρό (Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους, Οι καλές γυναίκες), τώρα σε έκδοση από το Αιγαίον και την Κουκκίδα μαζί. Μια ευκαιρία, λοιπόν, για ξαναδιάβασμα και αναπόφευκτα για προσωπική νοσταλγία, καθώς θυμάμαι διαβάζοντας και το δικό μου «τότε». Και λέω ότι από μια εποχή κι ύστερα τις ιστορίες του Σωτήρη τις αγαπώ, γιατί είμαι κι εγώ μέσα τους με τις δικές μου αναμνήσεις – όχι γιατί με έχει απαθανατίσει σε καμία από αυτές (ευτυχώς όχι ακόμη) αλλά γιατί τις νιώθω οικείες όσο και τα προσφιλή πρόσωπα τα δικά του.
Εδώ τρεις ιστορίες από το βιβλίο:
Οι Πορτογάλοι μερικές φορές φέρονται σαν κι εμάς. Χώνονται μέσα σ’ εκείνο το ωραίο παραμύθι των σφουγγαράδων και της μεγάλης λύπης που γεμίζει σαν σύννεφο τα νησιά μας όταν λείπουν.
Οι Πορτογάλοι κάθε χρόνο πάνε στη μέση εξίσου μπλε θαλασσών και πολύ βαθιά ψαρεύουνε, μάλλον μπακαλιάρο. Φτάνει το καράβι εκεί που πρέπει να φτάσει και κατεβάζουνε ένα σωρό βαρκούλες με έναν-έναν μέσα τους ψαράδες και τις στέλνουνε γύρω. Καθόλου σαν γρι-γρι, γιατί τώρα είναι λυτοί και διάσπαρτοι κι από κάτω τους ένα νερό που δεν το ’χει σε τίποτα να φουσκώσει και να παραφουσκώσει και να τους καταπιεί.
Τους καταπίνει ο ωκεανός κάθε χρόνο, αφού δεν προλαβαίνουνε να τις μαζέψουνε όλες τις βάρκες στην καταιγίδα, και τα μαύρα τους σώματα τα χαζεύουνε οι μπακαλιάροι.
Είναι πιο ηρωικό και πιο δύσκολο απ’ το να γίνεις αστέρας τού σινεμά στην Καλιφόρνια, το να είσαι Πορτογάλος ψαράς και να μη γυρνάς πίσω, έτσι, για το τίποτα.
(Όταν συμβεί στα πέριξ νερά να καίνε, Παραμύθια σαν αστεία άστρα)

***

Βγάζω καμιά φορά το τόσο μαύρα γυαλιά που φοράω και βλέπω ότι μοιάζω με τον Τζων Μπελούσι. Όχι τον Μπελούσι όλου του κόσμου, αλλά με τον προσωπικό μου Μπελούσι μιας σκηνής. Όχι όλοι σας, ένας από σας επιτρέπεται να θυμηθεί τη σκηνή που εννοώ απ’ τους Μπλουζ Μπράδερς. Τον κυνηγάει απ’ την αρχή με ωρολογιακές βόμβες και μπαζούκας μια γκόμενα, γιατί την είχε παρατήσει νύφη στην εκκλησία, και συνέχεια αποτυγχάνει στον θάνατό του. στην κορύφωση του έργου, του κόβει τον δρόμο μέσα στο τούνελ, και τότε πάμε για μια ανόητη να τιναχτούμε στον αέρα όλοι, ηθοποιοί και θεατές και στόχοι.
Άντε δεν πειράζει. Πηγαίνετε όλοι να δείτε την ταινία. Να δείτε πώς βγάζω τα τόσο μαύρα γυαλιά, πώς συγκινώ, πώς σώζω. Πώς είμαι.
(Μπάτμαν, Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους)

***
Λίγο πριν κοιμηθούμε, τον ακούω από το μέσα κρεβάτι, μες στο σκοτάδι, μέσα στα τέσσερά του χρόνια, να με ρωτάει το παιδάκι μέσα μου: ―Όταν κοιμάσαι, ξέρεις το όνομά σου;
     Δεν μπορώ, βέβαια, να του απαντήσω την αλήθεια, του λέω: ―Όχι.
Όμως αυτό αυτόν τον φόβισε περισσότερο. Τον φόβισε πολύ.
Ένα βράδυ σηκώνεται στο δωμάτιό του, κι έτσι όπως είναι, τεσσάρων χρονών, ντύνεται με τα καλά του, φοράει κι ένα κίτρινο παπιγιόν που του ᾽χω, και σηκώνεται με τα καλά του και φεύγει από το σπίτι. Ένα τετράχρονο παιδί με κίτρινο παπιγιόν αποφασίζει να τον αναζητήσει έτσι ο Ερυθρός Σταυρός, με κίτρινο παπιγιόν.

Είναι ευτυχισμένος. Βλέπει κόσμο στους  δρόμους, φώτα τής πόλης που συνεχίζουν ακούραστα, αναγνωρίζει τοπία. Αναγνωρίζει ευτυχισμένος το σπίτι μας απέξω, ένα μπακάλικο και, κατά διαβολική σύμπτωση, το αγαπημένο του περίπτερο ξενυχτάει και φωτίζει άπλετα τις σοκολάτες.
Τι κάνει όμως ένα παιδί τεσσάρων χρονών, έστω και με κίτρινο παπιγιόν, νύχτα στους δρόμους έξω; Τίνος είναι η θάλασσα;
Ένας κύριος τον βλέπει. Βλέπει ότι είναι ευτυχισμένο, αλλά δεν μπορεί να το βλέπει πολύ. Τον ρωτάει για μένα, ο μάγκας λέει ότι κοιμάμαι του καλού καιρού στο σπίτι. Στο αστυνομικό τμήμα που πάω να τον μαζέψω τινάζει το πόδι του, όπως κάθεται, θυμωμένα, και λέει πως μπορεί και να το ξανακάνει γιατί δεν είναι άσχημα και τη νύχτα. Όμως, έχει ησυχάσει από το βασικό του άγχος, λέει. Ο κόσμος υπάρχει ακόμη κι όταν αυτός κοιμάται.
Δεν του λέω ότι αυτό, για να το βεβαιώσουμε, πρέπει να έχουμε ξυπνήσει προηγουμένως. Η θάλασσα, άμα δεν το ξέρει αυτό, είναι δικιά του.
Τον παίρνει ο ύπνος σε μια καρέκλα στο Τμήμα, την ώρα που εμένα με επιπλήττουν οι γονείς μου, ο διοικητής, δηλαδή, και ο αστυνόμος υπηρεσίας. Όταν πάω να τον πάρω να γυρίσουμε χέρι-χέρι στο σπίτι, εγώ τριάντα ενός κι αυτός τεσσάρων πάντα ετών, τον σκουντάω να ξυπνήσει.
―Τι έπαθες; του λέω.
―Κοιμήθηκα πάνω μου, μου λέει.
 Χαμογελάει πάνω του, με αγκαλιάζει πάνω μου.
 (Τίνος είναι η θάλασσα;, Οι καλές γυναίκες)

Διώνη Δημητριάδου