Παλιές ιστορίες
Παραμύθια σαν αστεία άστρα
Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους
Οι καλές γυναίκες
Σωτήρης Κακίσης
εκδόσεις
Αιγαίον/εκδόσεις Κουκκίδα
οι ιστορίες του Κακίση με δύναμη
εσωτερικού χώρου
[…] τους καλώ, όσους καλώ εδώ μέσα, εσωτερικά, με δύναμη εσωτερικού χώρου.
Όπως καλούμε τα πνεύματα και δεν βρέχει, όπως έρχονται τα πνεύματα ώσπου να
πεις κίμινο, όπως πετάνε τη σκούφια τους τα ζωντανά πνεύματα να μιλάνε με άλλα
ζωντανά πνεύματα…
Ο Σωτήρης Κακίσης
είναι πρωτίστως ποιητής. Το λέω αυτό, γιατί οφείλω να σεβαστώ τη δική του
προτίμηση, να επιλέγει από την πολυσχιδή του δραστηριότητα την ποιητική του
ενασχόληση ως προσδιοριστική της
συγγραφικής του ταυτότητας. Και πράγματι
είναι άξια λόγου η ποιητική του παρουσία επί τόσα χρόνια, με τις
τετραγωνισμένες στη μορφή στιχουργικές του, που τις ξεχωρίζεις αμέσως και τις αγαπάς. Άλλωστε γίνεται
να μην είναι ποιητής αυτός που μεταφράζει
και αποδίδει ποιητικά Σαπφώ και Αλκαίο; Δεν γίνεται. Επομένως πρωτίστως
ποιητής ο Κακίσης.
Ωστόσο,
δικαιούμαι σε μια εντελώς προσωπική ανάγνωση να αγαπώ περισσότερο τις ιστορίες
του. Τις διαβάζω κοντά σαράντα χρόνια, πάρα πολλά θαρρώ για να έχω τεκμηριώσει
μέσα μου την προτίμηση μου. Μέρη που
χάσανε τη μαγεία τους, Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Τρόμος στο κολλέγιο, Αθήνα,
αυτή η νύχτα μένει, 48 μικρές ώρες και τρία αστυνομικρά διηγήματα, Όλο αέρα!
(αισθηματικά κείμενα), Οι καλές γυναίκες. Αυτά θυμάμαι έτσι πρόχειρα και ανάκατα
χρονολογικά. Φυσικά μου διαφεύγουν τώρα αρκετά βιβλία του με ιστορίες.
Μου αρέσουν
οι ιστορίες του, έτσι όπως κυκλοφορούν μέσα τους πολλά πρόσωπα, οικεία ή όχι
αδιάφορο, μια που όλα στο τέλος γίνονται προσφιλή απολύτως. Και ανάμεσά τους ο
Σωτήρης να τα τακτοποιεί πρώτα μέσα του κι έπειτα να μπαίνει στον κόπο να μας τα
δώσει σε μια προσωπικά δική του σειρά και τακτοποίηση, προκειμένου να μην
έρθουν να μας βρουν όλα χύδην και ατάκτως ερριμμένα.
Μου αρέσουν
οι ιστορίες του έτσι όπως ανακατεύουν και τον χρόνο μέσα τους – αλίμονο! πώς
γίνεται να μπουν σε τάξη οι άτακτες μνήμες; Έτσι, άλλοτε γίνεται μικρός και
αθώος του αίματος που αναπόφευκτα θα ακολουθήσει (ποιος συγγραφέας το γλίτωσε
ποτέ;), άλλοτε μαζεύει εικόνες και αναπολεί ερωτευμένος πάντοτε, έτσι κι
αλλιώς.
Σαν σκηνές
από κινηματογράφο, μου αρέσουν οι ιστορίες του· έτσι να μην μπορείς να
ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα του φακού, τον ήρωα της οθόνης από τον ήρωα
δίπλα σου.
Αλλά και ως
τόποι μου αρέσουν οι ιστορίες του· το εδώ και το εκεί (ανάκατα κι αυτά) δεμένοι
τόποι με τα πρόσωπα ή και χωρίς αυτά έτσι αυτόνομοι τόποι αγαπημένοι και
αυτεξούσιοι να γεμίζουν τον εσωτερικό του χώρο κι αυτός να τον μοιράζεται μαζί
μας.
Και το
χιούμορ που έχουν απρόσμενα ενσωματωμένο μέσα τους, ακόμη και οι πιο θλιβερές
από αυτές, μου αρέσει. Ένα ιδιότυπο χιούμορ, μια βαθιά αίσθηση του αστείου ως
άρρηκτα δεμένου με το τραγικό της ζωής.
Ναι, τελικά μου αρέσουν οι ιστορίες
του πιο πολύ. Και χαίρομαι, όταν αποφασίζει να τις ξαναμοιραστεί με εμάς σε
νέες εκδόσεις. Όπως ετούτη η τωρινή με το κατακίτρινο εξώφυλλο και τη ζωγραφιά
του Γιώργου Σταθόπουλου, πρόσωπο ρεμβώδες και νοσταλγικό, όσο και τα κείμενα
που φιλοξενούνται στο βιβλίο. Επανέκδοση τριών βιβλίων του εξαντλημένων από
καιρό (Παραμύθια σαν αστεία άστρα, Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους, Οι καλές
γυναίκες), τώρα σε έκδοση από το Αιγαίον και την Κουκκίδα μαζί. Μια ευκαιρία,
λοιπόν, για ξαναδιάβασμα και αναπόφευκτα για προσωπική νοσταλγία, καθώς θυμάμαι
διαβάζοντας και το δικό μου «τότε». Και λέω ότι από μια εποχή κι ύστερα τις ιστορίες
του Σωτήρη τις αγαπώ, γιατί είμαι κι εγώ μέσα τους με τις δικές μου αναμνήσεις
– όχι γιατί με έχει απαθανατίσει σε καμία από αυτές (ευτυχώς όχι ακόμη) αλλά
γιατί τις νιώθω οικείες όσο και τα προσφιλή πρόσωπα τα δικά του.
Εδώ τρεις
ιστορίες από το βιβλίο:
Οι
Πορτογάλοι μερικές φορές φέρονται σαν κι εμάς. Χώνονται μέσα σ’ εκείνο το ωραίο
παραμύθι των σφουγγαράδων και της μεγάλης λύπης που γεμίζει σαν σύννεφο τα
νησιά μας όταν λείπουν.
Οι
Πορτογάλοι κάθε χρόνο πάνε στη μέση εξίσου μπλε θαλασσών και πολύ βαθιά
ψαρεύουνε, μάλλον μπακαλιάρο. Φτάνει το καράβι εκεί που πρέπει να φτάσει και
κατεβάζουνε ένα σωρό βαρκούλες με έναν-έναν μέσα τους ψαράδες και τις στέλνουνε
γύρω. Καθόλου σαν γρι-γρι, γιατί τώρα είναι λυτοί και διάσπαρτοι κι από κάτω
τους ένα νερό που δεν το ’χει σε τίποτα να φουσκώσει και να παραφουσκώσει και
να τους καταπιεί.
Τους
καταπίνει ο ωκεανός κάθε χρόνο, αφού δεν προλαβαίνουνε να τις μαζέψουνε όλες
τις βάρκες στην καταιγίδα, και τα μαύρα τους σώματα τα χαζεύουνε οι
μπακαλιάροι.
Είναι
πιο ηρωικό και πιο δύσκολο απ’ το να γίνεις αστέρας τού σινεμά στην Καλιφόρνια,
το να είσαι Πορτογάλος ψαράς και να μη γυρνάς πίσω, έτσι, για το τίποτα.
(Όταν συμβεί στα πέριξ νερά να καίνε, Παραμύθια
σαν αστεία άστρα)
***
Βγάζω
καμιά φορά το τόσο μαύρα γυαλιά που φοράω και βλέπω ότι μοιάζω με τον Τζων
Μπελούσι. Όχι τον Μπελούσι όλου του κόσμου, αλλά με τον προσωπικό μου Μπελούσι
μιας σκηνής. Όχι όλοι σας, ένας από σας επιτρέπεται να θυμηθεί τη σκηνή που
εννοώ απ’ τους Μπλουζ Μπράδερς. Τον κυνηγάει απ’ την αρχή με ωρολογιακές βόμβες
και μπαζούκας μια γκόμενα, γιατί την είχε παρατήσει νύφη στην εκκλησία, και
συνέχεια αποτυγχάνει στον θάνατό του. στην κορύφωση του έργου, του κόβει τον
δρόμο μέσα στο τούνελ, και τότε πάμε για μια ανόητη να τιναχτούμε στον αέρα
όλοι, ηθοποιοί και θεατές και στόχοι.
Άντε
δεν πειράζει. Πηγαίνετε όλοι να δείτε την ταινία. Να δείτε πώς βγάζω τα τόσο
μαύρα γυαλιά, πώς συγκινώ, πώς σώζω. Πώς είμαι.
(Μπάτμαν, Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους)
***
Λίγο
πριν κοιμηθούμε, τον ακούω από το μέσα κρεβάτι, μες στο σκοτάδι, μέσα στα
τέσσερά του χρόνια, να με ρωτάει το παιδάκι μέσα μου: ―Όταν κοιμάσαι, ξέρεις το
όνομά σου;
Δεν μπορώ, βέβαια, να του απαντήσω την
αλήθεια, του λέω: ―Όχι.
Όμως
αυτό αυτόν τον φόβισε περισσότερο. Τον φόβισε πολύ.
Ένα
βράδυ σηκώνεται στο δωμάτιό του, κι έτσι όπως είναι, τεσσάρων χρονών, ντύνεται
με τα καλά του, φοράει κι ένα κίτρινο παπιγιόν που του ᾽χω, και σηκώνεται με τα
καλά του και φεύγει από το σπίτι. Ένα τετράχρονο παιδί με κίτρινο παπιγιόν
αποφασίζει να τον αναζητήσει έτσι ο Ερυθρός Σταυρός, με κίτρινο παπιγιόν.
Είναι
ευτυχισμένος. Βλέπει κόσμο στους
δρόμους, φώτα τής πόλης που συνεχίζουν ακούραστα, αναγνωρίζει τοπία.
Αναγνωρίζει ευτυχισμένος το σπίτι μας απέξω, ένα μπακάλικο και, κατά διαβολική
σύμπτωση, το αγαπημένο του περίπτερο ξενυχτάει και φωτίζει άπλετα τις
σοκολάτες.
Τι
κάνει όμως ένα παιδί τεσσάρων χρονών, έστω και με κίτρινο παπιγιόν, νύχτα στους
δρόμους έξω; Τίνος είναι η θάλασσα;
Ένας
κύριος τον βλέπει. Βλέπει ότι είναι ευτυχισμένο, αλλά δεν μπορεί να το βλέπει
πολύ. Τον ρωτάει για μένα, ο μάγκας λέει ότι κοιμάμαι του καλού καιρού στο
σπίτι. Στο αστυνομικό τμήμα που πάω να τον μαζέψω τινάζει το πόδι του, όπως
κάθεται, θυμωμένα, και λέει πως μπορεί και να το ξανακάνει γιατί δεν είναι
άσχημα και τη νύχτα. Όμως, έχει ησυχάσει από το βασικό του άγχος, λέει. Ο
κόσμος υπάρχει ακόμη κι όταν αυτός κοιμάται.
Δεν
του λέω ότι αυτό, για να το βεβαιώσουμε, πρέπει να έχουμε ξυπνήσει
προηγουμένως. Η θάλασσα, άμα δεν το ξέρει αυτό, είναι δικιά του.
Τον
παίρνει ο ύπνος σε μια καρέκλα στο Τμήμα, την ώρα που εμένα με επιπλήττουν οι
γονείς μου, ο διοικητής, δηλαδή, και ο αστυνόμος υπηρεσίας. Όταν πάω να τον
πάρω να γυρίσουμε χέρι-χέρι στο σπίτι, εγώ τριάντα ενός κι αυτός τεσσάρων πάντα
ετών, τον σκουντάω να ξυπνήσει.
―Τι
έπαθες; του λέω.
―Κοιμήθηκα
πάνω μου, μου λέει.
Χαμογελάει πάνω του, με αγκαλιάζει πάνω μου.
(Τίνος είναι η θάλασσα;, Οι καλές γυναίκες)
Διώνη
Δημητριάδου