Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνης Καραχάλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρόνης Καραχάλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Σχολιάζοντας δύο ποιήματα
του Χρόνη Βασ. Καραχάλιου
από τη συλλογή
«Εκτός απροόπτου στη χώρα των θαυμάτων»



Η κλειστή ντουλάπα

Αρχίσαν να τσακώνονται
τα ρούχα στην ντουλάπα μου
που δεν τα βγάζω να αεριστούν,
αφού δεν τα φοράω,
να φύγει από πάνω τους
η μυρωδιά τ’ ανέλπιδου.
Αυτό το ροζ μπλουζάκι του ελέους
γκρινιάζει πιο πολύ
γιατί κρέμεται δίπλα απ’ το κόκκινο
πουκάμισο του πάθους,
κι οι τσακίσεις απ’ τα παντελόνια
αδυνατούν να παραμείνουν ίσιες
σ’ αυτές τις στραβές ακτίνες της γύμνιας μου
που τις ακουμπούν
σαν ανοίγω τις πόρτες.
Κι έπειτα πάλι σκοτάδι.
Μα είναι δυνατόν ν’ αδημονούν
κι εγώ να αδρανώ;
Φοβάμαι μη τα χάσω
αν αφήσω τα φύλλα ανοικτά!
Πόσα χέρια προσμένουν έξω να τα πλύνουν,
πόσα πόδια
να τα βοηθήσουν στην απόδραση,
πόσες άστεγες καρδιές
για να ζεστάνουν το κρύο τους.
Αν είναι δυνατόν
ν’ αποκαλούν τα ρούχα μου φυλακή
αυτή την καθαρή ντουλάπα,
ας χρησιμοποιήσουν τα κολλαριστά σεντόνια
που ’ναι στο διπλανό ράφι
ν’ αποκοιμηθούν
μη μου χαλούν τον ύπνο.


Τάξη και κατάταξη

Στο ίδιο συρτάρι κλειδώνουμε
τα κόμικς της ζωής μας
κι έτσι μπερδεύονται οι στιχομυθίες.
Άλαλα τα χείλη επαναστατούν
αφού ζ και ω κάνουν ζω
κι αυτά προφέρουν λήθη.
Άλλα αντ’ άλλων.
Σε άλλο συρτάρι μια φουρτουνιασμένη αγωνία
σκοτεινιάζει πιο πολύ απ’ το βάρος του επάνω συρταριού
που ο πάτος του εγκυμονεί πολλών ετών ελπίδα.
Βάζω τα κόμικς δίπλα απ’ τα δερματόδετα βιβλία.
Πόσο φτηνά φαίνονται τα δερματοδεμένα όνειρα
δίπλα στους άδετους στίχους
που προσπαθούν απεγνωσμένα να κρεμαστούν
μα λείπει το σαπούνι που στολίζει, σε πορσελανοθήκη,
την άκρη του νιπτήρα που του ’φαγε η μούχλα
το ’να ξύλινο πόδι
κι ανθρώπινο πόδι υποβοήθημα δεν έχουμε...
Μας τελειώσαν.
Σε ποιο συρτάρι να με κλειδώσω δεν ξέρω.
Έχασα προ πολλού το κλειδί και ξεπορτίζω απ’ όπου βρω.
Δρασκελώ απ’ τις χαραμάδες, χύνομαι απ’ την κλειδαρότρυπα
ξεφεύγω χιλιόμετρα όνειρα απ’ τη σειρά των συρταριών
μα όχι μακριά απ’ τη σκιά μου που πάντα πιάνεται στο πόμολο.
Φαίνεται πως χρωστάω προληπτικά
μια ήττα σε κάθε κλειδωνιά
για κάθε βήμα που δεν κάνω.

Χρόνης Βασ. Καραχάλιος
(«Εκτός απροόπτου στη χώρα των θαυμάτων»)

Στην ποίηση του Χρόνη Καραχάλιου τα πράγματα αποκτούν μια ανθρώπινη εκδοχή ζωής ή απουσίας ζωής. Με την εκνευριστική τους ακινησία είναι σαν να περιγελούν την αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να δραπετεύσει από μια καθημερινότητα που τσακίζει τις ελπίδες. Αυτά έτσι κι αλλιώς μαθημένα είναι στην επανάληψη και στη σταδιακή φθορά κλεισμένα στα δωμάτια, στις ντουλάπες, στα συρτάρια. Ο άνθρωπος όμως ασφυκτιά μέσα στους στίχους και απευθύνεται στα αντικείμενα γύρω του αναζητώντας την ευθύνη της ανημπόριας του ή περιφρουρώντας την αποκλειστική τους κατοχή.  Μεταβιβάζει σ’ αυτά δικά του χαρακτηριστικά σε μια απελπισμένη κίνηση να δει την εικόνα του πάνω τους, να την αρνηθεί και να συνεχίσει την πορεία του. Ίσως αδύνατο αυτό, μια που η σκιά του πάντα πιάνεται στο πόμολο.

(για το σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου)

(φωτογραφία: Γιώργος Βασιλειάδης, misery )

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί τέσσερα ποιήματα
του Χρόνη Καραχάλιου


(limnosgallery)




"Πεπερασμένοι ήχοι"

Απ’ τον ίδιο πλανήτη ποίησης,
φαίνεται, τραβάμε ιδέες,
γι’ αυτό μοιάζουν οι φωτογραφίες μας
σαν των διδύμων.

Δεν νομίζω να ‘ναι δίδυμα ποιήματα ή φεγγάρια,
δίδυμες λέξεις ή οδύνες,
δίδυμες εικόνες ή έννοιες.

Είναι ίδιες οι λέξεις
και πεπερασμένοι οι ήχοι.
Ήχοι βροχής και σούρουπου,
ήχοι αναπνοής και αγωνίας.

Εμένα μου αρέσει η ποίηση
όταν σκοντάφτει στο χαλάκι
κι απλώνεται παντού
σαν τη δροσιά του δειλινού και την πρωινή την αύρα.

Γι’ αυτό
μόνο μην βάλεις υπογραφή στην εικόνα.
Ασ’ τη. Δεν σου ανήκει.
Ας την μοιραστείς καλύτερα με όλους.
Είναι δική τους εικόνα.
Απλά εσύ την αποτύπωσες,
της έβαλες χρώμα μα και όρια.

Μην βάλεις υπογραφή.


"Ο σωτήρ"

Στα παλαιοπωλεία όπου γυρνάς
να σώσεις ένα φλυτζανάκι περίτεχνο
που ‘μεινε χωρίς πιατέλο
ή ένα καπάκι που ψάχνει απεγνωσμένα
μια τσαγιέρα
για να ‘χει λόγο ύπαρξης,
απελπισμένοι άνθρωποι
σε παρακαλάνε να ψωνίσεις απ’ το παρελθόν
σε προσφορά
και συ να δυσφορείς.
Να σώσεις θέλεις μόνο.


(από την ποιητική συλλογή “Γόνιμη Αμηχανία” Εκδόσεις Καπόν Δεκ 2011)




Και δύο ανέκδοτα ποιήματα

("autumn sea" by lalas)




"Mια θάλασσα βροχή"

Βρέχει στη θάλασσα μια θάλασσα,
βροχή και κύμα ένα,
όπως καρδιά που νοσταλγεί βροχή
κι ήλιος που σκοτεινιάζει θάλασσα.

Μα σου μιλώ αόριστα και γενικά
όπως μιλώ σε μένα:

-μου ‘φταιγες για όλα που δεν ήμουνα
-μου ‘φταιγα  για όλα που δεν ήσουν.
Ήσουν ό,τι ήμουνα
γιατί  μόνο αυτό έβλεπα
και με τιμωρούσα μ’ όνειρα δίχως τέλος.

Πώς να χωρέσουν σε μια φωτογραφία τα λόγια μου!
Πόσοι κεραυνοί να καλύψουν τη σιωπή μου!

Βρέχει στη θάλασσα βροχή
μα πάλι θάλασσα είναι
αυτή η απόσταση του δίχως απ’ το σ’ έχω,
αυτή η απόσταση του τώρα απ’ τη μνήμη,
αυτές οι στάλες απ’ τα κύματα ή τη βροχή.
Φλύαρα κύματα βροχής μιας θάλασσας.

Βρέχει μια θάλασσα βροχή,
βροχή και θλίψη ένα.


"Εν γνώσει και εν αγνοία μου"

Μου πήρες όλη την ψυχή
και μ’ άφησες ένα μεταχειρισμένο μέλλον.
Αφού δεν μπορώ να φτάσω τον παράδεισο
σπέρνω λευκές καμέλιες στην κόλαση.

Η άγνοια φέρνει πάντα αδυναμία,
φοβάται ν’ αλλάξει τις συνήθειές της.

Πάρε, λογική μου, δώρο το παρελθόν μου
κι άσε μου, εμένα, το μέλλον.
Ξεκάθαρα πράγματα.
Ό,τι έχασα, το ‘χασα.
Συναινετικό διαζύγιο

Χρόνης Καραχάλιος

(Γεννήθηκα χειμώνα, με μάτια κλειστά, σε φώτα σβηστά πριν πέντε δεκαετίες.
Από τότε προσπαθώ να διανοίξω τα μάτια μου, να συνηθίσουν στο σκοτάδι, να δω το σκοτάδι, ν΄ ανάψω τα φώτα, να μ΄ αντικρίσω, να με συναντήσω, ν΄ ασπρίσω τη σκιά μου, να με βρω, να βρω αυτό που επέβαλε να τηρεί η προσπάθειά μου.
Τέως οικονομολόγος (ένα πτυχίο άριστα και δύο μεταπτυχιακά), εργάσθηκα (υποκύπτοντας στην ανάγκη να αποδείξω πως αξίζω) επί 28 χρόνια, έφτασα στ΄ ανώτατο αξίωμα της ματαιοδοξίας μου, έχασα τη δουλειά μου, κι ως άλλη Ρουθ δε γύρισα πίσω να δω μη και γίνω στήλη άλατος, θυσία στην ματαιοδοξία μου. Έκανα τόσα λίγα. Μπορούσα περισσότερα.
Ταξιδευτής αυτογνωσίας, (φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του ΠΔΜ),φίλος της σοφίας, ποιητής, ημιμαθής αυτοκόλακας, εξερευνητής και παθητικός αυτόπτης της θέσης μου στο χώρο. Η αξία της εξωτερίκευσης των έσω μου είναι ανταλλακτικά μεταχειρισμένα ανατολίτικης φιλοσοφίας και η δημιουργία μου τόσο ασήμαντη, διεκπεραιωτής  στην αφήγηση του μύθου μου. Μόνο που ο βάτραχος είναι βατράχι κι η Σταχτοπούτα παραμένει αναμμένο κάρβουνο που καίγεται -θυσία εσπερινή-στο χρόνο. Με λένε Χρόνη (Cronis) και τρώω τα παιδιά μου.
Έχει εκδοθεί (ως ετέρα των παλιών καιρών) η ποιητική μου συλλογή “Γόνιμη Αμηχανία” Εκδόσεις Καπόν Δεκ 2011, τελεί υπό έκδοση η ποιητική μου συλλογή “Εκτός απροόπτου στη χώρα των θαυμάτων” , διηγήματά μου, δε, έχουν δημοσιευθεί στο ηλεκτρονικό και έντυπο περιοδικό “F”)