Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Συνέντευξη της Διώνης Δημητριάδου στην εφημερίδα Πελοπόννησος (13 Αυγούστου 2017)


Συνέντευξη της Διώνης Δημητριάδου
στην εφημερίδα Πελοπόννησος
(13 Αυγούστου 2017)


Ας υποθέσουμε ότι έχετε απέναντί σας τον εαυτό σας όταν ήταν παιδί και πρέπει να τον συστήσετε σε άλλους. Τι θα λέγατε; Άλλαξε κάτι από τότε;

Αλίμονο αν δεν έχει αλλάξει. Ευτυχώς η ζωή μάς συμπαρασέρνει σε αλλαγές, όχι μόνο επιφανειακές ως προς τη μορφή μας. Το μέσα μας αλλάζει. Το παιδί που ακόμα με κάποιο τρόπο επιμένει να κατοικεί στο σώμα μας (γιατί αυτό κανείς δεν το έχει αποφύγει) είναι ένας προγενέστερος εαυτός. Κάποτε τον αναγνωρίζουμε σε ό,τι κάνουμε σήμερα, κάποτε μας ξαφνιάζει, γιατί ελάχιστα τον θυμόμαστε. Αν πάντως είναι κάτι που διατηρώ από εκείνο το παιδάκι είναι το πείσμα μου και το ανυποχώρητο πνεύμα μου, όταν νιώθω ότι έχω δίκιο, όταν αισθάνομαι την καταπίεση. Ως παιδί μου δημιουργούσε ποικίλα προβλήματα. Νομίζω το ίδιο συμβαίνει και τώρα.





Πώς ακούτε την ποιητική φωνή σας διαβάζοντας τους στίχους σας;

Χαίρομαι όταν ακούω τον ρυθμό της. Θυμώνω με τον εαυτό μου όταν αυτός ο ρυθμός μού διαφεύγει. Ακόμα μεγαλύτερη χαρά όμως νιώθω (μετά την αρχική έκπληξη) όταν ακούω τους στίχους μου σαν να ήταν κάποιου άλλου, γιατί αυτό σημαίνει ότι ξέφυγαν από τη θνητή τους αφορμή που τους γέννησε και ταξιδεύουν πλέον με άλλο πρόσωπο ή με πολλά πρόσωπα, κι εγώ, ως ένας αναγνώστης πια μέσα στους άλλους άγνωστους, διαβάζω ποίηση.





Επίγονο ποιων ποιητών θεωρείτε τον εαυτό σας;

Κάθε ποιητής που γράφει σήμερα, ας θεωρεί τον εαυτό του επίγονο όλων των προηγουμένων, στο μέτρο που ο καθένας τον επηρέασε, καθώς τον διάβαζε. Άλλος πολύ, άλλος λίγο, άλλος ελάχιστα. Επιρροή δεχόμαστε ακόμα και όταν αντιδρούμε σε κάποιου τη φωνή. Η συνέχεια η ποιητική είναι πολύ ενδιαφέρουσα, με τον κυματισμό της να διαφοροποιεί κάθε τόσο την εικόνα.





Η ποίηση αδικεί τον ποιητή καθώς δεν μπορεί να τον θρέψει. Εσείς πώς την αντιμετωπίζετε επαγγελματικά στο βίο σας;

Κανείς ποιητής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ζει από την ποίηση που γράφει. Λέτε ότι αυτό αδικεί τον ποιητή. Μπορεί και να διαφωνήσω. Η ποίηση δεν είναι επάγγελμα, έτσι διασώζει την ομορφιά και τη μαγεία του ερασιτεχνισμού.





Πώς σας επισκέπτονται οι ιστορίες που γράφετε γι’ αυτές;

Συχνά είναι μόνο μια εικόνα ή μια λέξη, που ξεστράτισε και βρέθηκε μπροστά μου. Από μια παρατήρηση στον γύρω τόπο, από τα λόγια κάποιου, από μια θύμηση, ίσως και από κάποια προσωπική σκέψη. Αποκομμένη από το αρχικό της περιβάλλον μοιάζει να θέλει νέο χώρο να σταθεί. Δεν έχει σημασία αν το νέο περιβάλλον που της φτιάχνω δεν έχει καμία απολύτως σχέση με αυτό στο οποίο βρισκόταν. Η ποίηση είναι ένα νέο σπίτι, που ακόμα και τα παλαιά υλικά τα ανανεώνει.





Η αρματωσιά των ποιητικών σας διαδρομών σε τι διαφέρει από αυτές των ομότεχνών σας;

Με δεδομένο ότι ο καθένας από μας διαφέρει ως προς το ύφος, τη γλώσσα, τη θεματολογία κ.λπ. προχωρώ στην ουσία της ερώτησης. Η αρματωσιά έχει να κάνει με το φορτίο που έχουμε επωμιστεί, άλλοτε αθέλητα και άλλοτε ηθελημένα. Αυτό μπορεί να είναι τα αναγνώσματά μας, οι εμπειρίες μας, οι παραστάσεις από όλη τη μέχρι τώρα ζωή μας, οι επιλογές μας, οι σπουδές μας, οι ευαισθησίες μας, ο ιδεολογικός μας κόσμος. Πιστεύω ότι το δικό μου φορτίο είναι αρκετά βαρύ -το νιώθω πάνω σε κάθε τι που κάνω- και με τη δική του βοήθεια πορεύομαι. Τώρα, αν αυτό διαφέρει ποιοτικά από το φορτίο (την αρματωσιά, όπως λέτε) των άλλων, τι να πω; Δεν ξέρω. Ο καθένας κρίνεται γράφοντας ως προς όλα.





Ο χώρος της ποίησης και της λογοτεχνίας, όπως έχει δείξει η ιστορία, είναι τόπος μικρών και μεγάλων αψιμαχιών. Εσείς πώς τις βιώνετε;

Σε όλους τους χώρους δραστηριοποίησης ομοτέχνων παρατηρούνται αψιμαχίες, ας το πούμε κομψά. Κάποτε παίρνουν μεγάλες διαστάσεις βοηθούσης και της ιδεολογίας, η οποία αναπόφευκτα παρεισφρέει σε κάθε τι που λέμε, πράττουμε ή γράφουμε και μας εκφράζει. Άλλοτε παραμένουν στο επίπεδο μικρών αντιπαραθέσεων, που λίγο θα έπρεπε να μας απασχολούν. Με συγκατάβαση αντιμετωπίζω και τις δύο εκδοχές. Δεν ωφελεί να προχωρούμε στα άκρα. Έτσι κι αλλιώς οι γνήσιες αντιπαραθέσεις, οι μόνες που θα έπρεπε να μας απασχολούν, λύνονται (αν κατ’ ουσίαν λύνονται ποτέ) στον μακρό χρόνο, που όλα τα επαναπροσδιορίζει. Και λύνονται μόνον μέσα από το έργο του καθενός.





Η ποίηση έχει διάρκεια και διαδρομή. Εσείς πώς έχετε σχεδιάσει την πορεία σας προς την ολοκλήρωση του έμμετρου αγώνα που επιτελείτε;

Αποφεύγω να σχεδιάζω. Εμπιστεύομαι τον αυθορμητισμό, την έμπνευση της στιγμής. Άλλωστε η ίδια η ζωή γνωρίζει την τέχνη να μας ξαφνιάζει. Ελπίζω ευχάριστα. Αλλά πάλι, όπως έρθουν τα πράγματα. Μου αρκεί να μπορώ να γράφω και να μιλάω γι’ αυτά που αγαπώ. Για όσο διάστημα και με όποιον τρόπο κάθε φορά.





Στον επέκεινα χρόνο πού νομίζετε ότι θα βρίσκατε το πορτρέτο που η ίδια επιτελείτε;

Δεν θα απαντήσω με εικασίες, μια που αυτές είναι πάντα φορτισμένες από το τώρα, άρα ελάχιστα μπορούν να δουν το απώτερο και πολύ περισσότερο το επέκεινα. Θα πω, όμως, τι ελπίζω. Ελπίζω, λοιπόν, αν διασωθεί κάτι από όλα αυτά, να εκτιμάται ως ειλικρινής κατάθεση, χωρίς κάτι ψεύτικο πάνω του. Η προσποίηση δεν ταιριάζει στην ποίηση έτσι κι αλλιώς.





Πώς ορίζετε το ποίημα που «αντέχει τον χρόνο»;

Μου αρέσει η διατύπωση «το ποίημα αντέχει τον χρόνο», καθώς ορθότερα αποδίδει τα πάθη του λόγου. Ο χρόνος γράφει πάνω στο ποίημα, όπως κάποτε το ποίημα έγραψε πάνω στον χρόνο διασπώντας για μια στιγμή το συνεχές του. Για μια ανταλλαγή, λοιπόν, πρόκειται. Το ποίημα μεγαλώνει μέσα στα χρονικά διαστήματα, ωριμάζει, αλλάζει και μιλά άλλη γλώσσα. Και η διαχρονικότητα του κλασικού έργου έτσι πρέπει να εννοείται, με τις αντοχές που αυτό έχει απέναντι στις οφειλές του χρόνου.

(δημοσιεύθηκε στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας Πελοπόννησος, στις 13 Αυγούστου 2017, επιμέλεια Αντώνης Σκιαθάς για το Γραφείον Ποιήσεως)





Ένα άρθρο του Χριστόφορου Τριάντη

Περί γραφής




Η γραφή σήμερα είναι μια τυποποιημένη διαδικασία. Οι συγγραφείς κι ένα πλήθος λεξιπλόκων συνταιριάζουν τις λέξεις για να βγει ένα εύπεπτο αποτέλεσμα, που δεν θα κουράζει το κοινό. Η συγγραφή έγινε επικοινωνία, από τη στιγμή που κυριαρχεί η ημιμόρφωση, η ημιμάθεια και ο ταξικός διαχωρισμός. Οι διανοούμενοι χρησιμοποιούν  τους συνήθεις κώδικες για να αποφεύγουν τις κακοτοπιές  και παράλληλα μοχθούν, επί πληρωμή, να παρουσιάζουν  – ολόφωτα –σενάρια, άρθρα,  εμπνεύσεις κι ιστορίες, σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο.

  Σε αυτά τα σημεία στέκονται οι γραφείς. Κυριολεκτικά αφοσιώνονται, προκειμένου να κερδίσουν καρδιές και πνεύματα, και ό,τι θέλει η αγορά. Το μέτρο όλων των αγαθών είναι η επισήμανση: πόσο πουλάνε. Και όλη η συγγραφική προσπάθεια εστιάζεται στον τρόπο μετάδοσης και όχι στα μεταδιδόμενα. Αυτά θεωρούνται δυσκολονόητα, υπερβολικά και κουλτουριάρικα, νεφελώδη και αδιευκρίνιστα. Στόχος είναι να πουληθούν (στον λαό) τα παραγόμενα προϊόντα. Για να επιτευχθεί αυτό, από εκδότες και συγγραφείς, δολοφονείται ο λόγος, στην ουσία η ίδια η γραφή.  Εφαρμόζονται λογικές και τακτικές πανουργίας, που μόνο οι λουόμενοι και οι παροικούντες στα ζυθεστιατόρια δύνανται να προσλάβουν - αβίαστα. Οι αστοί γυρεύουν την πνευματική τέρψη σε διαφορετικά αναγνώσματα και κριτήρια. Χρειάζεται να γίνεται ο διαχωρισμός  των τάξεων. Να κατανοείς ό,τι διαβάζεις,  είναι τελικά δύσκολο, να σκοτώνεις την ώρα σου αντίστοιχα με ό,τι βρεις, είναι το αγοραίο και το εύκολο.



Χριστόφορος  Τριάντης  

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου της Παυλίνας Μάρβιν εκδόσεις Κίχλη


Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου

της Παυλίνας Μάρβιν

εκδόσεις Κίχλη






«Ααχ! Ψυχή μου. Τίποτε δεν είδες στην ζωή σου, τίποτε!»

Γ.Μ. Βιζυηνός, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».



Υπέροχοι είναι οι λογοτεχνικοί συνειρμοί! Έρχεται  εδώ, στο βιβλίο της Παυλίνας Μάρβιν, στο ξεκίνημα του μικρού πεζού «Τα ρούχα του Παναγιώτη» να συνομιλήσει μαζί του η φράση του παππού από το διήγημα του Βιζυηνού. Και τότε το ταξίδι αλλά και το περιεχόμενο του κόσμου, όπως τον αντιλαμβάνεται ο καθένας, παίρνει άλλες διαστάσεις. Τι συνιστά αυτό που περικλείουμε στον χώρο τον οικείο του δικού μας κόσμου; Είναι μόνον όσα είδαμε ή ζήσαμε; Χωρούν και αυτά που θα θέλαμε να είναι κομμάτια της εικόνας του; Τόποι και πρόσωπα, υπαρκτά και μυθοπλαστικά, παρουσίες και απουσίες, συντροφιές και αποχωρισμοί; Η Παυλίνα Μάρβιν θα μας γνωρίσει σκόρπια κομμάτια αυτού του προσωπικού της παζλ αναμειγνύοντας την πραγματικότητα με την ανατροπή της, υπομειδιώντας πίσω από τις λέξεις κάθε φορά που ένας αναγνώστης θα θεωρεί δική του την εικόνα, δικό του και το βίωμα. Μέσω μιας υπερβατικής εκδοχής/ερμηνείας του μυθοπλαστικού κόσμου διαβάζουμε καλύτερα το δικό μας ίχνος.

Με τις παραπάνω σκέψεις προσεγγίζοντας τις «ιστορίες» του βιβλίου, άλλες ποιητικές και άλλες ποιητικά πεζές, παρατηρώ πώς συντίθεται λίγο λίγο αυτός ο κόσμος μέσα από τις ψηφίδες του. Το πρώτο μέρος, ο Νοσοκόσμος, γεμάτος με πάσχοντα πεζά, παθολογικά κείμενα έτοιμα να εξορκίσουν την αρρώστια, ακόμα και τον θάνατο, σε μια δυναμική αναμέτρηση με τη φθορά των σωμάτων. Το ομώνυμο πεζό, μια απίστευτη ιστορία, που σε προκαταλαμβάνει ανοίγοντας το βιβλίο, με τις πολλαπλές ταφές ενός περιστεριού να μας απομακρύνουν από το ανεπιτυχές του εγχειρήματος (που πλέον λειτουργεί ως σημαίνον) και να μας οδηγούν κατ’ ευθείαν στο πιο συγκλονιστικό σημαινόμενο, τον μνημονικό τρόπο να μιλήσεις για την αλλοίωση του φθίνοντος σώματος, μέσα από τα μάτια των παιδιών.

[…]«Γιουβουλί, τρέξε!» ξεφώνιζε, κι όλο τρέχαμε μπρος αυτός πίσω εγώ, ακριβώς όπως αρμόζει σ' αυτές τις περιπτώσεις -δηλαδή άνευ λόγου και αιτίας-, τρέχαμε γενικά, ανεξαρτήτως εποχής και τοποθεσίας, μέχρι που πάτησα τα εφτά κι ο Δεκέμβριος χάθηκε μια για πάντα μέσα σ' αυτό το σπινθηροβόλο παρελθόν που όσο μεγαλώνεις διαστέλλεται, με πόδια γρήγορα, με τις τσέπες της βερμούδας του γεμάτες παιδικά δυναμιτάκια και μισοφαγωμένες καραμέλες Τσάρλεστον.

[…]έμαθε πια καλά πως δεν υπάρχει κανένα τέλος σε μια ιστορία ενάντια στη φθορά. Γιατί αυτή η ίδια, ακριβώς όπως τα γεωσκουληκάκια, καταβροχθίζει αργοπορώντας χαρούμενα όλα τα τέλη του κόσμου – ακόμη και τα πιο μικρά.

(Ο Νοσοκόσμος)



Ίσως να πρόκειται για μια εισαγωγή που μας οδηγεί στην αυτοαναφορικότητα μέσω μιας αυτοχειρίας ποιητικής (Φαινόμενο αυτοχειριασμού)· με το πρόσχημα του ποιήματος που σβήστηκε μονάχο, γλιτώνει ο ποιητής τη δική του απονενοημένη κίνηση και φθάνει πλησίστιος στη δημιουργία.

[…]Με αίματα ποιητών που αυτοκτόνησαν

διστακτικά ξανάρχισα να γράφω.

Διατρέχω τα τρία επόμενα μέρη του βιβλίου, πεζά και ποιητικά, μένω σε όλα τα αντίξοα θανατερά που οδηγούν (αν αντέξεις) σε μια ρεαλιστική επιβίωση, στο εμβληματικό Γεια σου γιαγιά, και υποκλίνομαι στο υπέροχο Ο φόβος για τη θάλασσα με τις ανοιχτές εκδοχές ανάγνωσης. Όποιος έχει βιώσει απώλειες (και ποιος δεν έχει;) αλλά και νοητικά σαλέματα  θα βρει κάτι από τον εαυτό του. Και ίσως η υπερβατική εικόνα να μιλάει πιο καθαρά από τις τόσο πολύπλοκες τελικά εκδοχές του ορθού λόγου, που ούτε μια χαραμάδα δεν ανοίγουν στο άκαμπτο σώμα τους για να χωρέσει η απιθανότητα μιας σύλληψης τόσο εύστοχης.  

[…]

Νυχτώνει·

ένας φάλαινος

στο σημείο όπου η θάλασσα γίνεται ουρανός

σημαίνει ότι πήδηξες

από το φτερό του αετού

στην προβοσκίδα του ελέφαντα

και από εκεί στη ράχη της πιο μεγάλης φάλαινας



Δεν ήταν παιδικό παιχνίδι

ήταν άλλο πράγμα



κυνηγημένος




Ωστόσο πραγματική αποκάλυψη αποτελεί το τελευταίο μέρος, Ιστορίες απ’ όλον τον κόσμο μου, μόνο που εδώ απαιτούνται οι εντελώς προσωπικοί κώδικες αποκρυπτογράφησης για να μπορέσει ο αναγνώστης να περιπλανηθεί αισθητικά και νοητικά στον περίκλειστο κόσμο της Παυλίνας Μάρβιν. Τα κείμενα αυτά θα μπορούσαν να γραφούν και ως μια θεατρική εκδοχή μονολόγων, καθώς αφήνουν την αίσθηση ότι παριστάνονται μπροστά σου. Έτσι ανοίγει ένας άλλος ευρύς ορίζοντας αναγνώσεων. Αυτό όμως είναι γνώρισμα της ενδιαφέρουσας λογοτεχνίας, να ανακαλύπτεις διαρκώς νέους δρόμους προσέγγισής της. Σ’ αυτό το τελευταίο κομμάτι του βιβλίου ανήκει και το διαμαντάκι της γραφής της Μάρβιν, Τα ρούχα του Παναγιώτη, που μνημονεύθηκε και αρχικά.

[…]σκέφτηκα πως, ναι, στην τέλεια χαρούμενη συνάντηση των ρούχων μας κάτι έμεινε από μας, από τη δυσλειτουργία μας τέλος πάντων, την αστάθειά μας, την απολογία, κάτι έμεινε, έστω από συνήθεια, από γυμνό αυτοματισμό έστω, έμεινε αυτό το κάτι στο γόνατο, γροθιά να δίνει, να πονά η ανοίκεια σ’ εμάς τελειότητα.

Μέσα σε λιγότερες από εβδομήντα σελίδες πρόλαβαν να δείξουν την παρουσία τους τρεις κόσμοι. Ο κόσμος όπως αληθινά είναι (φυσικά με όση δόση συγκατάβασης μπορεί να δηλωθεί με τη λέξη αληθινά), ο κόσμος της Παυλίνας Μάρβιν, όπως η ίδια τον έπλασε και μας τον συστήνει, τέλος ο κόσμος όπως ο αναγνώστης τον ερμηνεύει. Το πιο ενδιαφέρον εδώ είναι ότι αυτές τις τρεις εκδοχές τις συλλαμβάνεις ως ένα όλον αδιαίρετο, που πότε σου ανοίγει τη μια του όψη και πότε την άλλη.  Με ψήγματα αλήθειας προσωπικής, με αιφνιδιασμούς και εκτινάξεις, με μάσκες και μεταμφιέσεις, με αποκάλυψη του βάθους που κρύβουν οι λέξεις. Ένας τρόπος γραφής, που προσελκύει την ανάγνωση, μια παρουσία ξεχωριστή στη λογοτεχνία.

Και ένα κόκκινο εξώφυλλο με μια ζωγραφιά της Christina Malman, Washington Square Arch, προκλητικό των αισθήσεων αυτό, να συνομιλεί με το περιεχόμενο των ιστοριών με έναν τόσο παράξενο τρόπο που σε καθηλώνει. Είναι αλήθεια ότι μερικά πράγματα δεν ερμηνεύονται μόνο με τη λογική, αλλά ετούτο το σχέδιο φτιάχτηκε τόσα χρόνια πριν (1956) σαν να γνώριζε τη μελλοντική λεκτική υποστήριξη από τις ιστορίες του βιβλίου. Καμιά φορά μικρές λεπτομέρειες μιας έκδοσης την καθιστούν ευδιάκριτη ανάμεσα στην πληθώρα των βιβλίων που μας κατακλύζουν.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/7656-istories-kosmos)

Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ

διηγήματα

του Διονύση Μαρίνου

εκδόσεις Μελάνι




η ασύμμετρη συμμετρία και ο τρελός λαγός



Τη ζωή μας είχε πάψει προ καιρού να τη χαρακτηρίζει μια συμμετρία. Ήμασταν κομμάτια, ο καθένας μέσα του κι ακόμη πιο μέσα.



Οι ήρωες των διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου απέχουν από την αποδεκτή έννοια της συμμετρίας. Είτε με την τρέχουσα σημασία των συμμετρικών μεγεθών είτε με την κυριολεκτική συν μέτρω (όπως κι αν τους δούμε) ξεφεύγουν, περισσεύουν, ξεχύνονται έξω από τα συμβατικά όρια μιας ζωής σύμμετρης. Αυτή ως εκδοχή ζωής και επιλογή τους δεν είναι κατ’ ανάγκη απορριπτέα, ιδίως αν τη συγκρίνουμε με τον αντίποδά της, μια ζωή αποκλεισμένη από κάθε επινοητική ανατροπή, από κάθε έκπληξη και αντιστροφή των δεδομένων της. Ωστόσο ετούτη η ασυμμετρία εμφανίζεται περίκλειστη στους τοίχους των σπιτιών, σαν μια εσωτερική απόρριψη των καθιερωμένων και κοινών τόπων που καθορίζουν τις ζωές των άλλων. Και οι ήρωες των μικρών αυτών ιστοριών οδηγούν την απόρριψη της κοινοτοπίας ως τα άκρα, ακόμα κι αν η επικίνδυνη αυτή ισορροπία στο κενό καταργεί στην ουσία τη ζωή τους την ίδια.

Ψάχνοντας τους εσωτερικούς συνδέσμους, τα λεπτά και δυσδιάκριτα νήματα που δένουν τις ιστορίες και τους ήρωές τους μεταξύ τους θαρρώ πως κυρίως εντοπίζονται στο κλίμα, στην ατμόσφαιρα που ο ικανότατος ως προς αυτό συγγραφέας δημιουργεί. Πρόκειται για έναν μικρόκοσμο που οι ήρωες διαμορφώνουν -άλλοτε από δική τους βούληση και άλλοτε χωρίς να ερωτηθούν- συχνά παραισθητικό στις εικόνες του, ο οποίος με τη σειρά του αναπόφευκτα τους διαμορφώνει και αυτούς ενσωματώνοντάς τους στην ακινησία του ή αλλού στην παράλογη κίνησή του. Στην ουσία ένας εφιαλτικός κόσμος, άλλοτε πολυπρόσωπος και άλλοτε απελπιστικά μοναχικός, χωρίς κραυγές και εξάρσεις στις περισσότερες των περιπτώσεων, με τον εφιάλτη όμως ατόφιο. Μια προσομοίωση πανικού, για να χρησιμοποιήσω τη φράση που ο συγγραφέας βάζει στο στόμα ενός ήρωά του, προσεγγίζοντας έτσι μια καφκική ερμηνεία του λόγου. Και αυτό είναι κάτι που προσέχεις αμέσως, σε αγγίζει η αίσθηση της δυστοπίας σε μικρογραφία, όση  μπορεί να χωρέσει σε μικρά διαμερίσματα, σε κλειστοφοβικά δωμάτια. Τα σπίτια κρύβουν τα δικά τους μυστικά, αποκαλύπτοντας ίχνη της κακοφορμισμένης τους πληγής στους ενοίκους τους. Και αυτοί αποφασίζουν είτε να αδιαφορήσουν περικλείοντας ακόμα περισσότερο τον ζωτικό τους χώρο στο ελάχιστο ασφαλές επίπεδο, είτε να ενσωματωθούν στη δυστοπική εικόνα. Άλλοτε προτιμούν να δημιουργήσουν τον δικό τους κόσμο, με τα προσωπικά τους επιθυμητά δεδομένα, χωρίς να έχει καμία σημασία το ότι αυτός απέχει από την πραγματικότητα. Άλλωστε ποια είναι η όντως πραγματικότητα; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι μια μόνον είναι η αληθινή όψη του κόσμου; Οι περισσότερες εκδοχές του αληθινού στηρίζονται στην προσωπική οπτική που ανέχεται ως αλήθεια ο καθένας. Απλώς ο Διονύσης Μαρίνος τόλμησε να πει τα πράγματα με το όνομά τους.

[…] Ήταν μαύρο και ορθάνοιχτο και μας κοιτούσε στα μάτια. Όπως το κοιτούσαμε κι εμείς. Ούτε πεθαμένο ούτε ζωντανό. Ούτε ξένο αλλά ούτε και γνωστό. Κάτι μας θύμιζε αλλά δεν ήμασταν και σίγουροι. Η γυναίκα μου είπε, σου μοιάζει. Εγώ που το κοίταξα καλύτερα, από διαφορετικές γωνίες, ήμουν σίγουρος πως ήταν ίδια η γυναίκα μου όταν την πρωτογνώρισα. Και μετά άρχισε να ακούγεται αυτός ο ήχος. Τώρα τον ακούγαμε και οι δύο την ίδια χρονική στιγμή. Εμείς, αυτό, και ο ήχος. Αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το χαλί και καλύψαμε το πάτωμα. Ο ήχος μουγγάθηκε για λίγο και μετά άρχισε ξανά.

Από τότε ζούμε κανονικά σε αυτό το σπίτι.

Το συνηθίσαμε. Πρέπει να παίρνεις τα πράγματα όπως σου έρχονται. Να μη ρωτάς κείνο και το άλλο. Να μη σκοτίζεσαι με αυτά που δεν αλλάζουν. Το χαλί δεν το ξανασηκώσαμε και ούτε πρόκειται.

Καμιά φορά ακούμε τον ήχο μέσα στα άγρια μεσάνυχτα.

Σηκωνόμαστε όπως είμαστε, με τις πιτζάμες και τα νυχτικά και πηγαίνουμε στο σαλόνι.

Ορισμένες φορές χορεύουμε αγκαζέ στον ρυθμό.

Και μετά πηγαίνουμε ξαλαφρωμένοι για ύπνο.

(Αυτός ο ήχος)



Καμιά φορά επαναστατούν θέλοντας να επιβεβαιώσουν τη διάθεσή τους για το ασύμμετρο αλλά επιθυμητό. Τότε τα πράγματα όντως ξεφεύγουν από τη συμβατική αποδοχή που δομεί την ομοιομορφία της ζωής. Αλλά τότε κι αυτοί δεν έχουν άλλη επιλογή. Έχουν περάσει στην αντίπερα όχθη.

[…] σηκώνομαι, ανοίγω τα παράθυρα, τραβάω τις κουρτίνες, ισιώνω τη φωνή, τα ρούχα μου, να μην καταλάβει κανείς τίποτα, ο κόσμος περνάει, τους σταματάω με τις φωνές μου, με κοιτούν απ’ τα μπαλκόνια, ο Αργύρης μού γνέφει τρομαγμένος, ούτε ξέρω τι λέω. Σήμερα παντρεύω την κόρη μου, λέω, σήμερα τους λέω, ελάτε να τη δείτε. Βγαίνω στον δρόμο, αφήνω την πόρτα ανοιχτή. Τους καλώ να έρθουν στο σπίτι, έχουμε γιορτή, να πιουν ένα κρασί, να τους φιλέψω για το καλό. Ο κόσμος απομακρύνεται από κοντά μου, δεν μου δίνει σημασία, λες και είμαι αόρατη. Με περνάνε, ούτε που ξέρω για τι πράγμα με περνάνε. Ελάτε, τους λέω, ελάτε να δείτε τη νύφη.

(Ο γάμος)




Στο τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο Μαύρα νερά, θα συναντήσουμε την πιο υπερβατική γραφή από όλες του βιβλίου. Ταυτόχρονα θα κατανοήσουμε μέσω αυτής και όλες τις υπόλοιπες. Πρόκειται για μια εσώψυχη «συνομιλία» με τον Μίλτο Σαχτούρη, αυτόν τον κληρονόμο πουλιών που πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Γιατί είναι ο αρμόδιος να ρυθμίζει το φως των άστρων στον κακοποιημένο ουρανό, γιατί μόνον αυτός μπορεί να καρφώνει τη μνήμη μας με τις λέξεις του.



[…] αφήστε τους κρότους που ακούμε μέσα στη νύχτα, λες και κάποιος καρφώνει σε ξύλο. Η κυρία του πέμπτου λέει πως ειδικά αυτό μόνο εσείς μπορείτε να το κάνετε διότι έτσι λέει κάνατε και στο μνήμα σας. Με τίποτα δεν μπορώ να την πείσω ότι δεν έχετε πεθάνει.

Το μαύρο και το κόκκινο χρώμα της εξπρεσιονιστικής γραφής του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, το παιχνίδι του πραγματικού με το υπερρεαλιστικό τοπίο, ο συμβολισμός του και φυσικά το υπαρξιακό αδιέξοδο μιας ζωής χαμένης μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν την εννοεί, όλα μαζί σαν να ενώνονται εδώ σ’ αυτό το ολιγοσέλιδο κείμενο-κατάθεση του Διονύση Μαρίνου για να δώσουν το νόημα που λείπει, που το νιώθεις διαβάζοντας τη γραφή του αλλά έρχεται η επιβεβαίωση της νοητικής σου πρόσληψης τώρα στο τέλος του βιβλίου. Ο ιδιόμορφος κόσμος που αποτελεί το τοπίο των διηγημάτων του πατάει ανάμεσα  στο αισθητό και στο αόρατο ή το ανεπαίσθητο. Όσο για τα χρώματά του αυτά δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα από το μαύρο και το κόκκινο επίσης.

[…] ο κύριος Δημήτρης στον δεύτερο, ακριβώς, ο στρατιωτικός, λέει πως έχασε τον λαγό του. Ότι πέρασε, λέει, κάτω από την πόρτα που έχασκε, ότι γλίστρησε στα σκαλιά πατώντας τις παπαρούνες και από τότε χάθηκε. Ε, τρελός λαγός θα ήταν, του είπα και από τότε μου κρατάει μούτρα.

Κι αυτός ο τρελός λαγός, σαν να ξέφυγε από τους στίχους του Σαχτούρη και κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου των διηγημάτων. Είναι αυτός που δίνει την ποθητή συμμετρία στους ασύμμετρους με τα κοινά δεδομένα ήρωες, και τους ενσωματώνει σε μια κοινή εικόνα που διατρέχει όλο το βιβλίο. Μπορεί να είναι ο ήρωας κάθε φορά ή πίσω απ’ αυτόν ο δημιουργός του. Άλλωστε και ο Σαχτούρης, όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο τρελός λαγός των ποιημάτων του, απάντησε φυσικά: εγώ!



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/marinos-dionusis-melani-opos-kai-an-erthei-auto-to-bradu)


Λόγχες και θηκάρια της Μαριάννας Παπουτσοπούλου από τις μικρές Εκδόσεις - η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=19182


Λόγχες και θηκάρια

της Μαριάννας Παπουτσοπούλου

από τις μικρές Εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=19182





Υφαίνω λόγια όπως πλέκουν οι κυρίες κασκόλ για τις ανάποδες μέρες του χειμώνα. Θα έχω χρώματα και ζεστά χνούδια να μ' ενοχλούν και να μου θυμίζουν με γαργαλητά πόσο τρελά σε αγάπησα χωμένη στα ψέματά σου μέχρι πνιγμού. Όμορφα αληθινά ψέματα που αναδύονταν, ανάγκη πάσα, από τα βάθη της δικής σου λαχτάρας και της δικής μου ανεμελιάς, αφού εμείς μόνο μέσα σε τούτα τα φανταστικά μας όρια ανασαίνουμε κι όλα τ' άλλα τα λέμε κάπως να συμβαδίζουμε με τον κόσμο, με τον ρυθμό του, αν και ακόμη βρισκόμαστε πίσω από το τεζάκι ενός καπηλειού στην Αγία Πρωτεύουσα μαζί με τον πατέρα Μαρμελάντωφ περιμένοντας να φανεί και η μικρή Σόνιεσκα, ή σ' ένα ξεχασμένο κι έρημο πια πεδίο παλιάς μάχης κοντά στη νεκρά θάλασσα, ή στη ρωγμή του τοίχου στο ξενοδοχείο Ιμαζιναίρ [...]

Έτσι μας κατατοπίζει (με το απόσπασμα από το μικρό πεζό «Ιμαζιναίρ») η Μαριάννα Παπουτσοπούλου στο οπισθόφυλλο του βιβλίου της για το περιεχόμενό του, αυτά τα εικοσιτέσσερα μικρά πεζά και εννιά διηγήματα. Γραμμένα από το 1999 μέχρι το 2016, που όπως λέει είναι:

«για τη ζωή, την ομορφιά, τα ζόρια, την αγάπη και τη χάρη».

Κι αν τα πεζά που γράφουμε πηγάζουν από τον μέσα κόσμο, αν περιγράφουν τις εικόνες, τα πρόσωπα, που προσεκτικά έχουν εκεί ακουμπήσει μέχρι να βρουν τον τρόπο να εκφραστούν με λέξεις, σκέφτομαι πόση δύναμη αίφνης αποκτούν, όταν περιβάλλονται αγαπητικά με την αίσθηση της θαλπωρής, όταν εξ αρχής σε αγκαλιάζουν παραμυθητικά. Μια υπέροχη αίσθηση σε κατακλύζει με το που ανοίγεις το βιβλίο.

Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου, ποιήτρια και μεταφράστρια με πολλές σελίδες γραμμένες στο ενεργητικό της, σ’ αυτό το πρόσφατο βιβλίο της επιστρέφει στο πεζό κείμενο, είδος που το γνωρίζει καλά και το υπηρετεί θαυμάσια.

[…] Ο ξένος, τι ξένος, Μυτιληνιός, είχε έρθει στο χωριό πριν από δέκα χρόνια. Πήρε την κόρη του κυρ-Αργύρη και μετά σκοτώθηκε να τρέχει. Να φτιάξει την πλατεία, τον εξώστη, το πάρκιν. Τα μεροκάματά του για το χωριό έτρεχαν όσο και τ' άλλα, της επιβίωσης. Όσο περισσότερο αγωνιζόταν να τον δεχτεί η μικρή κοινότητα, τόσο αυτή τον απωθούσε. Πάνω που κέρδιζε ένα φιλικό χαμόγελο κι ένα ουζάκι με παπαλίνα στο καφενείο, θέριευαν πάλι οι έχθρες και οι σιωπηλές φάτσες τον προσπερνούσαν δίχως καλημέρα. Αυτός, ξεροκέφαλος, ήθελε να πιστεύει πως ανήκει πια στο χωριό. Μερεμέτισε το παλιό ντάμι του κυρ Αργύρη κι έρχονταν τα καλοκαίρια με το που έκλειναν τα σχολειά με την κυρά του και τα δυο μικρά για τρεις μήνες. Άρχισε να καλλιεργεί και τον μπαχτσέ τους κοντά στο κοιμητήρι. Όποτε όμως έστελνε να φιλέψει τους γειτόνους, αυτοί μαζεύονταν σαν τα στρείδια της λίμνης τους, λες και τους δωροδοκούσε ο διάβολος. Ο Στέλιος άρχισε να κόβει τα πολλά πολλά, όμως, τι τα θες, ο χαρακτήρας του τον ξεπερνούσε, πληθωρικός και δουλευτής, τέλος τον ψήφισαν για πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου. Εκεί πια τα έδωσε όλα, από ταμπέλα μέχρι σκουπιδιάρα, από μουσικό συγκρότημα για το πανηγύρι μέχρι τελευταία συνδρομή. Ως και τη δασκάλα έβαλε να του ζωγραφίσει το Πυργί σε δυο γιγάντιες πίνες και κρέμασε τις απλοϊκές ζωγραφιές πάνω από το γραφειάκι του προέδρου. Οι χωρικοί δεν ήταν βλάκες, ζώα ήταν. Την αξία του τη γνώριζαν, αγάπη όμως δεν είχαν […]

(από το διήγημα «Πυργιανή»)



Ο τρόπος που γράφει σε κερδίζει με τη μία. Μια ρέουσα γλώσσα, ύφος ενιαίο, που δεν ξεφεύγει καθόλου ακολουθώντας τις ανάγκες του κάθε κειμένου. Άριστη φιλόλογος, δεν αντιμετωπίζει τον λόγο με την ψυχρότητα του γνώστη της γλώσσας και της γραφής, αλλά περισσότερο με την επίγνωση ότι για να φτάσει ένα κείμενο στον φυσικό του αποδέκτη θα πρέπει να του  μιλήσει κατ’ ευθείαν, χωρίς ψεύτικες κατασκευές. Αυτό φαίνεται περισσότερο στα μικρά πεζά, όπως τα ονομάζει. Πρόκειται για σκέψεις που αυθόρμητα καταθέτει, έτσι όπως παρατηρεί μέσα της και γύρω της (ας μην ξεχνάμε πως η παρατήρηση -εσωτερική και εξωτερική- είναι ένα από τα δυνατά όπλα που έχει ο καλός συγγραφέας) και απομονώνει αυτά που τη συγκινούν. Αυτά τα μικρά πεζά δημιουργούν, ωστόσο, την αίσθηση ότι αποτελούν ιστορίες μικρές κάποιων τρίτων, ξέρεις όμως πως είναι δικά της πράγματα με τον μανδύα της μυθοπλασίας. Και, ναι. Είναι τέχνη να μπορείς να δίνεις τον μέσα κόσμο με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να βλέπει τον εαυτό του σ’ αυτά που γράφεις.

Στην προμετωπίδα του βιβλίου τα λόγια του Stendahl:

«Τρέμω, κάθε φορά που νιώθω να έχω σημειώσει μιαν αλήθεια, μήπως σημείωσα απλώς έναν στεναγμό».

Όταν η αλήθεια σμίγει με τον στεναγμό της γραφής, τότε γράφεται κείμενο ψυχής, από αυτά που φεύγουν από τον δημιουργό τους και πορεύονται. Και όπου συναντήσουν φιλόξενο τον Άλλον, στέκονται και του μιλούν.

Έπειτα μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρά σου και τράβηξες το κουτί με τις ξιφολόγχες κάτω από το κρεβάτι, δεκαπέντε νομίζω ήταν, και φοβερές, όλες μου τις έδειξες! Εγώ δεν ξέρω από όπλα, αλλά καταλαβαίνω από αντικείμενα και από σένα, την ανάγκη σου να έχεις τη φοβερή συλλογή… Ό,τι αληθινό εμφιλοχωρεί πάντα σε μια συνάντηση. Κείμενο με κείμενο, μάτια με άλλα μάτια, χέρια με χέρια, σώματα. Λόγχες και θηκάρια. Σε ρώτησα σε ποιο όπλο υπηρέτησες στον στρατό, είπες: στους πεζοναύτες. Αντρική ζωή, σκέφτηκα, μια αντρική ζωή που τσάκισε η ατυχία. ‘Ένας άντρας σαν βουνοκορφή, ψηλέας, ατέλειωτος, κι έπειτα  η άτιμη στροφή. Εγώ  είμαι θηκάρι,  σου είπα, όταν με πρωτογνώρισες όμως, έλεγα πως είμαι σπαθί, και τα δυο ισχύουν. Θηκάρια είμαστε όλοι  που αγαπάμε, φίλες, φίλοι, μανάδες, πατεράδες, σύντροφοι της  μιας ή των  πολλών ημερών, χάρη σ’ αυτούς δεν είσαι κάθε μέρα στον πόλεμο. Σπαθί όμως ξηγιούνται  λίγες καρδιές, ελάχιστες. […]



(από το μικρό πεζό «Ένα κουτί με ξιφολόγχες») 




Η Μαριάννα Παπουτσοπούλου αγαπάει τη ζωή, την υμνεί σε κάθε περίσταση, όμως δεν πρόκειται για μια ρομαντική σχέση μαζί της. Την αγαπάει, γιατί έμαθε μέσα από τα ζόρια της ζωής, από τα αιφνίδια γυρίσματά της, πως μόνο έτσι παλεύεται ετούτη εδώ. Στο αποκαλυπτικό θαυμάσιο μικρό πεζό «Οι φίλοι» θα επιλέξει και τους συνοδοιπόρους της στον καθημερινό αγώνα:



Έχω κάποιους φίλους ρημαγμένους από τις μέρες και της νύχτες της ελευθερίας τους, που πλέρια  τηνε ’ζήσαν κι άτσαλα, σαν κάθε ελευθερία, κι ωστόσο υπερήφανους σαν κορυφογραμμές βουνών με χιόνι, εκεί να στέκουν και να λάμπουν σαν τ’ αστέρια μες τη θερινή βραδιά… Έχω μιαν αγάπη βαθύτερη από χαραδροσειρά, σπαρμένη στίχους κι ομορφιά, βαλμένη ανάμεσα σε πάθη του κορμιού και των προσώπων ώριμες αναμονές κρυφών πόθων. […]



Αυτά τα πεζά κείμενα τα διαβάζεις και ανιχνεύεις πίσω από τις λέξεις τους τα ίχνη του ποιητικού λόγου. Ίσως και να μη γίνεται διαφορετικά. Ο ποιητής πάντα θα μιλά με στιχουργία ό,τι κι αν γράφει. Ο υπαινιγμός και η μεταφορικότητα τα εμπλουτίζουν με μια εσωτερικότητα. Παράλληλα έχουν ένα ρυθμό που συχνά θαρρείς πως τραγουδιέται. Ωστόσο, πιστεύω ότι η Μαριάννα Παπουτσοπούλου επιθυμεί να είναι πεζογράφος. Να ξεφεύγει όποτε μπορεί με τους στίχους, αλλά να αποθηκεύει ώριμο ποιητικό λόγο με μανδύα πεζού, σ’ αυτό που αγαπά πιο πολύ. Όπως εδώ σ’ αυτό το μικρό πεζό:



Γεννήθηκα στα νερά της Αντίμηλος, βαφτίστηκα στα γκρεμνά της Σαντορίνης, με τρώνε οι άνεμοι των Σαργασών, μετρώ κομπολόγια τα γιούσουρα των κρυφών λογισμών...

Όταν η ασχήμια του κόσμου έγινε ποιητικό αντικείμενο, μπήκαμε στο πιο βαθύ σκότος, το βάφτισες μοντέρνο... εκεί χάθηκε το μέτρο, έγραφες πεζό και νόμιζες ποίηση, το κοράκι έσκουξε άλλη μια "νέβερ μορ".

(«Ποίηση»)



Θέλω να μείνω σε ένα από τα διηγήματα της συλλογής, ίσως όχι γιατί είναι το καλύτερο (ως προς αυτό δύσκολα αποφασίζεις) αλλά γιατί πιστεύω ότι εμπεριέχει τη Μαριάννα Παπουτσοπούλου πιο πολύ από τα άλλα, τουλάχιστον όπως εγώ τη νιώθω μέσα από τα γραψίματά της.  Μου άρεσε πολύ και η συνοδευτική υπενθύμιση του «σκοτεινού» φιλοσόφου (παρεμπιπτόντως από τους πλέον σαφείς στη σκέψη) με εκείνο το ελάχιστο fragmentum που τα λέει όλα:

αἰών παῖς ἐστι παίζων πεσσεύων

(Ηράκλειτος)

Πρόκειται για το τελευταίο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο «Οδός Ιπποτών αρ. δυσανάγνωστος»

Αν ένας άδειος δρόμος ανηφορίζει τόσο δύσκολα ανάμεσα σε κλειστά πορτοπαράθυρα. Αν η σκιά ενός νεαρού πρίγκηπα με ακολουθεί. Αν είμαι εδώ εν ζωή σ’ αυτό το σκληρό καλντερίμι. Αν δεν ονειρεύομαι… Τότε είναι τέσσερις ακριβώς μετά μεσημβρίαν στην οδό Ιπποτών και δεν φαίνεται ψυχή, εξόν η δική μου και χιλιάδες ψυχές της πανούκλας, των πογκρόμ, των φονικών στις σκοτεινές γωνιές της μεγάλης πολιορκίας. [….]Εάν ο Θεός δεν φέρει εδώ στην έρημη οδό Ιπποτών έναν άνθρωπο, τι  νόημα έχει να μιλάς για το ρόδο; Εάν το ρόδο ανοίγει δειλά σε κάθε παιδικό χαμόγελο, γιατί να μην ανοίξει διάπλατο μπροστά στην παιδικότητα των γερόντων που την διατήρησαν γλυκά ποτίζοντας το μοσχοβόλημά της; […] Θα μπορούσα να κατοικώ στην οδό Ιπποτών, αριθμός 13. Να ονομάζομαι Συμεών, να είμαι ιδιωτικός υπάλληλος, να αγαπώ τον Schubert. Όλα μισοτελειωμένα τ’ αφήνει ο άνθρωπος, ας είναι τουλάχιστον καλά.



Τα τοπία της μνήμης μπερδεύονται μεταξύ τους και συναποτελούν μια  εξαιρετική τοιχογραφία. Η περιπλάνηση στο σήμερα φέρνει μέσα στο μυαλό συνδέσεις με το παρελθόν, όχι μόνο το προσωπικό αλλά και αυτό της συλλογικής ιστορικής μνήμης. Και συνδετικός ιστός πάντα ο άνθρωπος, με τις επιλογές του, τις αδυναμίες του. Και πάνω και πέρα απ’ όλα αυτά η συγγραφική κατάθεση, να  συναρμολογεί, να χαϊδεύει, να αγαπά.  Με την πλήρη συνειδητοποίηση ότι όλα μα όλα ένα παιχνίδι είναι, σαν να παίζει τους πεσσούς ο χρόνος με τη δική του λογική, τη δική του (ακατανόητη) δυναμική, σαν παιδί. Γιατί, ποιος ποτέ μπορεί να εννοήσει  τι κρύβει μέσα του ένα παιδί; Αυτήν την ανερμήνευτη παιδικότητα έχει και ο λόγος εδώ. Και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για να αγαπηθεί η γραφή της Μαριάννας.

Στο εξώφυλλο μια φωτογραφία του Σταμάτη Πάρχα, η απλή, λιτή ομορφιά της φυσικής λεπτομέρειας. Σε απόλυτη συμφωνία με τον λόγο που απλώνεται στις σελίδες.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό frear.gr http://frear.gr/?p=19182)








Αγήτρα της σκιάς της Αντωνίας Μποτονάκη εκδόσεις Ιωλκός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/


Αγήτρα της σκιάς

της Αντωνίας Μποτονάκη

εκδόσεις Ιωλκός
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/





«Ιδού δέδωκα υμίν»

  είπε ο ποιητής



Ο ποιητής δίνει αυτά που έχει, αυτά που -στερούμενος- επιθυμεί να μοιραστεί με τους άλλους. Αν συνομολογήσουμε όσοι διαβάζουμε και κοινωνούμε ποίηση αυτή την ελάχιστη αλήθεια, θα μπορούσε όλη η ουσία του παρόντος κριτικού  σημειώματος να εμπεριέχεται σε δεκατρείς στίχους από το ποίημα Οδός Αιόλου [Χριστούγεννα]. Έχω την αίσθηση διαβάζοντας πως όλα τα έχει πει η ποιήτρια με τις λιγότερες λέξεις για να δώσει μέσα σε μια έξοχη εικόνα το δράμα που ζούμε στους δρόμους της πόλης, κάνοντάς μας έτσι συνοδοιπόρους της δικής της ματιάς:

[…]

Ένας τυφλός ακορντεονίστας μόνο

σήκωσε την ισχνή παλάμη του

κάθετη μπροστά μας

φωνάζοντας: «Έτη πολλά!».



Ήταν δυσοίωνη μια προφητεία

ή μήπως μία κατάρα;



Την ώρα που ανταλλάσσαμε τα δώρα

με κάτι αισχρά αγκαλιάσματα

είδα το δρόμο της απελπισίας ν’ απλώνεται

πίσω απ’ την πλάτη του Άλλου

που σήμερα είχε γίνει ίδιος

μα κι απαράλλαχτος

εγώ.



Αν είναι ικανή η ποίηση να δώσει με αυτό το ελάχιστο το άπαν, τότε ο δημιουργός της, εν προκειμένω η ποιήτρια Αντωνία Μποτονάκη,  ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος των πολλών. Όχι  μόνο για την παραπάνω ικανότητα, όμως. Κυρίως γιατί ο λόγος της εμπεριέχει τον ρόλο του Ποιητή. Αυτός ο ποιητής που κραυγάζει ερχόμενος απ’ τους αιώνες κι ας μην τον ακούμε, κι ας έχει την πικρή γνώση αυτής της αδιαφορίας. Με τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου η ποιήτρια συναριθμεί τον εαυτό της με όσους είδαν το πρόσωπο της Μέδουσας. Συνειδητή η ενσωμάτωση, κι εμείς ακολουθούμε:



[...]

Χτες, καθώς βούτηξα γυρεύοντας

τη ζωή

τη ζωή μου

δεμένη σε κείνο το παιδικό μου πέδιλο

που χάθηκε πριν χρόνια

μπλεχτήκανε τα δάχτυλά μου

σε μια θαλάσσια ανεμώνη

ή στα μαλλιά ενός παιδιού απ' τη Συρία

μπορεί κι απ' το Αφγανιστάν.

[…]

Κι εμείς που είδαμε το πρόσωπο της Μέδουσας

και πέτρωσε η καρδιά μας

και πέτρωσε η ζωή

ολοένα το βάθος του ορίζοντα κοιτάμε

προσμένοντας το θαύμα

που δεν πιστεύουμε πια.



Γιατί, το ξέρουμε καλά, μόνο όταν έχεις αγγίξει το «μέσα» της ζωής μπορείς και να μιλάς γι’ αυτήν, και ο λόγος σου να ταξιδεύει στους ανθρώπους. Αλλιώς ανεμοσκορπίζεις τις λέξεις σου. Εδώ, λοιπόν, η ποιήτρια ανιχνεύει τον εσωτερικό πυρήνα της ζωής, και κατόπιν κοινωνεί σε μας τα ευρήματά της. Έντονη στους στίχους της η συνύπαρξη δύο κόσμων, αυτό το πέρασμα από τον απολύτως προσωπικό χώρο  στον κοινό τόπο, στο σημείο συνάντησης με τον αναγνώστη της, με τον πάσχοντα άνθρωπο, τον Άλλο. Για πολλούς ποιητές είναι αδιανόητη αυτή η σύζευξη, γι’ αυτό και σκόρπια πετούν τα λόγια τους της εγωκεντρικής ομφαλοσκόπησης, χωρίς ποτέ να βρίσκουν στόχο. Εδώ όμως είναι απόλυτη η συνύπαρξη. Οι δύο κόσμοι γίνονται ένας, ενιαίος και αδιαίρετος. Αναμφίβολα μια τέτοια γραφή έχει μέσα της πόνο, προσωπικό αλλά και πόνο για τον γύρω κόσμο.



Παίρνω στα χέρια μου την πένα

που εσύ μου εμπιστεύθηκες.

Πάλι στην άκρη την αφήνω

και πονώ.



Αρκεί ο αποδέκτης της ποίησης να ανιχνεύσει τα σημάδια, να περπατήσει στους κώδικες, να ενστερνιστεί τον αποκρυπτογραφημένο τους λόγο κάνοντας την αρχή από τον τίτλο της συλλογής. Η Παναγιά η Οδηγήτρια, η Αγήτρια ή Αγήτρα της Μάνης, κρυμμένη μέσα στα γκρεμνά, αθέατη αν δεν την ψάξεις. Ποιος είπε ότι έχει πεθάνει ο συμβολισμός στη ποίηση; Πάντα θα λειτουργεί για να αποδεικνύει περίτρανα την έννοια των δύο συμβαλλόμενων μερών. Τα δυο κομμάτια που πρέπει να αγγίξει το ένα το άλλο για να φανεί όλη η σημασία της λέξης. Έτσι κι εδώ ο ποιητικός λόγος της Αντωνίας Μποτονάκη απαιτεί ανίχνευση και αποκάλυψη του αθέατου σημαντικού. Τότε μπορεί να αφεθεί να ατενίσει εκεί απ’ την Αγήτρα της σκιάς να έρχεται παλιό πλεούμενο:



Τ’ ακούγανε τα μπλε

τ’ ακούγανε τα κόκκινα

τ’ ακούγανε τα ξύλινα καΐκια

κι η Αγήτρα της σκιάς χαμήλωνε τα μάτια

και πέρα στις φραγκοσυκιές μαραίνονταν τ’ αγκάθια.



Και ξεστρατίζαν οι γαλέρες μεσοπέλαα

κι ο άνεμος που έγλειφε τις σκουριασμένες ράγες

έφερνε αφρούς, έφερνε ανθούς, έφερνε μοιρολόγια

ως πέρα τα προσήλιαγα τα μέρη του μαντείου.

[…]



Έτσι με τους παλιούς δεκαπεντασύλλαβους πορεύεται το ποίημα και πλέει, και η ποιήτρια δεν ξέρει πια:



Μπερδεμένη.

Θαρρώντας ότι ταξίδευα μ’ ένα εμπορικό για Μασσαλία.



Ένας ο κόσμος, ενιαίος, ο μέσα, ο έξω, ο πέρα μακριά. Όλα μέσα μας είναι, εκεί μπερδεύονται και εμείς τη μία εικόνα νιώθουμε ως σύνολο των διαφορετικών σημείων της, μην ξέροντας από πού και πώς φθάνει σε μας. Αυτή την αίσθηση έχω διαβάζοντας την ποίηση της Μποτονάκη. Το υπέροχο και ανεξήγητο Όλον.



Κι αν ψάξεις να δεις πώς γράφονται τέτοια ποιήματα, έχει να σου πει η ποιήτρια στο εξαιρετικό Μεταναστευτικός βίος,  που από μόνο του θα αρκούσε για να έχουν ειπωθεί όλα τα σύμβολα μεμιάς, τα μέσα και τα έξω, τα πιο προσωπικά και τα πιο κοινά:



[…]

Κάτω από την ουράνια σφαίρα

βάζω  σημάδια πάνω στον χάρτη μου.

Απόψε νύχτωσε νωρίς

κι ο δρόμος της επιστροφής

φαντάζει αναπότρεπτος.

Από την εποχή των παγετώνων

σημαδεύω τον δρόμο της σελήνης

απέναντι απ’ τους γυμνούς

των γηροκομείων γλόμπους.



(Θέλω να υπογράψω αυτούς τους στίχους

βάζοντας σαν τους ποιητές κι εγώ τη μέρα και τον τόπο.

Να δείξω πως ταξίδεψα·

όχι μονάχα μέσα στο λεκιασμένο μαντιλάκι της μητέρας μου

αλλά ωσάν εκείνα, τα μεγάλα, αποδημητικά πουλιά

που κάθε χρόνο πάνω απ’ τα βουνά περνούσαν

και βγαίναν οι γυναίκες στην κορυφογραμμή με θυμιατά

κι ανέβαινε ψηλά ο καπνός.

Και τότε οι γερανοί -τέτοια πουλιά-

σταμάταγαν για λίγο

κάνοντας κύκλους πάνω απ’ τα κεφάλια μας.



Κάνοντας κύκλους

Σαν να μην ήξεραν αν έπρεπε να συνεχίσουν.)






Η ποίηση της Αντωνίας Μποτονάκη απευθύνεται στον αναγνώστη για να τον κάνει κοινωνό της δικής της θέας των πραγμάτων. Δείχνει με τον απολύτως προσωπικό τρόπο γραφής την πορεία από τη σύλληψη της ιδέας ως την ολοκλήρωση του ποιητικού σώματος. Ταυτόχρονα καταθέτει ένα λόγο στα όρια του λυγμού, όπως πρέπει να αρθρώνεται ο σωστός και ειλικρινής λόγος. Και αφήνεται να συμπλεύσει με τις εικόνες της φύσης, με τη σκιά εκείνης της αθέατης Αγήτρας, αυτής που σαν γνήσια Οδηγήτρια μπορεί να την οδηγήσει στα στενά περάσματα, τα σκοτεινά.

Κοιτάζοντας το εξώφυλλο νομίζω πως κατανοώ. Ο συνδυασμός του σκιερού περιεχομένου με το λιτό (όσο κι ο πόνος ο αυθεντικός) το αιμάτινο, το κατακόκκινο. Ένας υπαινιγμός ίσως για την αλήθεια της ζωής, που απεχθάνεται τα περιττά;



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/agitra-tis-skias/)