Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Κωνσταντία Σωτηρίου Πικρία χώρα - Με την Κωνσταντία Σωτηρίου συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο


Κωνσταντία Σωτηρίου

Πικρία χώρα


εκδόσεις Πατάκη





Με την Κωνσταντία Σωτηρίου

συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου



-Για μια ακόμη φορά αυτό που σας απασχολεί είναι το δράμα της Κύπρου, αυτή η ανοιχτή πληγή για το σύνολο του Ελληνισμού. Πέρα από αφορμή για τη γραφή σας, θα μπορούσε να είναι ένα κίνητρο για να καταγράψετε την προσωπική σας θέση στο θέμα αυτό;

Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησα να γράφω χωρίς να το έχω αυτό στο μυαλό μου (ξεκίνησα να γράφω και όπως πολλοί άλλοι Κύπριοι συγγραφείς κατέληξα να γράφω για το Κυπριακό), στην πορεία της γραφής το να πω τη δική μου εκδοχή των γεγονότων, ως ένας νέος άνθρωπος που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο και ως γυναίκα, αποτελέσαν μεγάλο κίνητρο για να γράψω ό,τι έγραψα. Νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για τα ίδια πράγματα λέγοντας διαφορετικά τις ιστορίες, αναψηλαφώντας διαφορετικά τα πράγματα – ειδικότερα για κάποια θέματα που θεωρείται κιόλας πως είναι και κάπως ταμπού να τα δεις διαφορετικά. Τα λεγόμενα εθνικά, για παράδειγμα, ζητήματα για τα οποία υπάρχει μια δεδομένη αφήγηση που εξυπηρετεί και τους δεδομένους σκοπούς.

-Να γενικεύσω το προηγούμενο ερώτημα. Η λογοτεχνία έχει τη δυνατότητα, την ικανότητα ή και τη νομιμότητα να διαδραματίσει τον ρόλο της συνεισφοράς στην ιστορική έρευνα παίρνοντας θέση ή αναδεικνύοντας άλλες πτυχές από τις συνήθως προβαλλόμενες;

Νομίζω πως η λογοτεχνία κάνει ακριβώς αυτό, γεμίζοντας τα κενά και λέγοντας ιστορίες που δεν θα μπορούσαν να λεχθούν διαφορετικά. Η λογοτεχνία, επειδή ακριβώς δεν έχει τα στεγανά της επίσημης  ιστορίας, έχει τη δυνατότητα όταν μιλά για ιστορικά θέματα να αγγίξει αυτά που η «άλλη» ιστορία δεν επιτρέπεται. Και είναι, πιστεύω, σημαντικό να διαβάζουμε για φιλίες ανθρώπων, για κοινές πατρίδες, για κοινούς πόνους και κοινά μνήματα για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και όλα όσα συνέβησαν. Επιπλέον πιστεύω ότι η λογοτεχνία και ο λογοτέχνης κουβαλούν ένα άλλοθι, αυτό του παραμυθά, όχι αυτού που λέει όμως ψέματα, αλλά του αφηγητή, και μέσα από αυτό το πρίσμα κάποια πράγματα είναι πιο εύκολο να ακουστούν και να γίνουν αποδεκτά.

-Στο βιβλίο σας, όπως και στα δύο προηγούμενα της τριλογίας, δίνετε το «βήμα» στους απλούς ανθρώπους. Είναι σαν να τους χαρίζετε το δικαίωμα να βγουν από την αφάνεια και να φωνάξουν το δικό τους δίκιο. Είναι, άραγε, αυτοί που φτιάχνουν την ιστορία, πίσω από τους επώνυμους και επιφανείς;

Αρχίζοντας να γράφω ένιωθα πολύ έντονα την πεποίθηση πως θα πρέπει να δώσω τον λόγο στους απλούς ανθρώπους να πουν τη δική τους αλήθεια για τα γεγονότα. Είναι οι απλοί άνθρωποι που φτιάχνουν την ιστορία και σίγουρα είναι η δική τους η ζωή που πλήττεται μετά από τους πολέμους και τις καταστροφές. Ξέρετε, μεγάλωσα ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, και οι ιστορίες που έλεγαν ήταν πολύ διαφορετικές από τις ιστορίες που άκουγα στο σχολείο. Στο σπίτι μεγαλώσαμε ακούγοντας ιστορίες για τους Τουρκοκύπριους και την κοινή συμβίωση και πολύ νωρίς κατάλαβα πως η αλήθεια για το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό είναι κάπως θολή. Επίσης με συγκλόνιζε πάντα η στωικότητα αλλά και η απόλυτη απελπισία των ανθρώπων για όσα συνέβησαν. Θυμάμαι πολύ έντονα μια θεία μου που έλεγε για τον πόλεμο πως έχασε τον κόσμο της και ότι ένιωθα πως αυτή η φράση περιέκλειε τα πάντα. «Έχασα όλο τον κόσμο μου» έλεγε και άνοιγε τα χέρια να μας δείξει πόσο πολύ. Ο πόλεμος στην Κύπρο, και δεν αναφέρομαι μόνο στο ’74, έκανε τους ανθρώπους να χάσουν αυτό που υπήρξαν, άνοιξε μια τρύπα κάτω από τα πόδια τους μέσα στην οποία ρίχτηκε όλη η παλιά τους ζωή. Πιστεύω λοιπόν πως έχουν κάθε δικαίωμα να πουν το δίκιο τους, έστω και μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου, μακριά από ιστορικές και πολιτικές σκοπιμότητες.

-Και μάλιστα δίνετε τον λόγο σε γυναικείες φωνές μεταφέροντας το δραματικό σκηνικό στα μετόπισθεν, στον απόηχο του πολέμου. Υπάρχει διαφορά, πιστεύετε, στον τρόπο που εννοεί τα δραματικά γεγονότα μια γυναίκα;

Για να πάρω το νήμα από την προηγούμενη απάντηση, αν οι απλοί άνθρωποι θεωρούνται περίπου αναλώσιμα και κανένας δεν ρωτά τη δική τους γνώμη για τον πόλεμο και την κάθε καταστροφή, αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο για τις γυναίκες, που κυριολεκτικά και μεταφορικά βρίσκονται στα μετόπισθεν. Επιπλέον, η κυπριακή λογοτεχνία που μιλά για την καταστροφή παρουσιάζει έντονα τη γυναίκα ως  θύμα των περιστάσεων, ως μια ύπαρξη που υπέφερε και κουβαλά τον πόνο της τραγωδίας, κάπως άβουλη για την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. Οι δικές μου γυναίκες, Τουρκοκύπριες και Ελληνοκύπριες, δεν ήθελα να είναι θύματα, ήθελα να είναι δυνατές, να αντιδρούν στην καταστροφή, να κάνουν επιλογές και να τολμούν να πουν την αλήθεια τους. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα των συζύγων και μανάδων των αγνοουμένων στην Κύπρο που έγιναν άθελά τους ηρωίδες και όχημα μιας συγκεκριμένης πολιτικής θέσης.  Εγώ ήθελα να τις βάζω να θέτουν ερωτήματα και να αμφισβητούν τη θέση στην οποία τις τοποθέτησαν οι άντρες. Συνειδητά ήθελα να δώσω ένα φεμινιστικό βήμα για να πουν όσα θα ήθελα να πουν.

-Κουβαλούν κομμάτι από θάνατο, όπως λέτε, οι γυναίκες. Πρόκειται για μια διαφορετική βίωση του πένθους; Σκέφτομαι τις Τρωάδες του Ευριπίδη. Κι εκεί γυναικείος ο θρήνος.

Είναι αναμφισβήτητος ο θρήνος των γυναικών και ο τρόπος που  η κοινωνία περιμένει να κουβαλήσουν το πένθος τους. Η ζωή των γυναικών που περιγράφω στα βιβλία μου έχει ρημάξει από τα γεγονότα της ιστορίας, από πράγματα που οι ίδιες δεν μπορούσαν να ελέγξουν. Ζητούν ωστόσο το δικαίωμα να πουν τα πράγματα με το δικό τους στόμα και να ζητήσουν αξιοπρέπεια. Θέματα όπως τα αντιλαμβάνονται οι ίδιες, όχι όπως οι άντρες τα βλέπουν ή θέλουν για τους δικούς τους σκοπούς να τις τοποθετήσουν. 



-Είναι αυτές οι πραγματικές ηρωίδες της ιστορίας, αν θέλετε να γενικεύσουμε;

Μέσα από τα βιβλία μου δεν θέλω να πω ότι οι γυναίκες είναι κατά ανάγκη ηρωίδες, αλλά μάλλον ότι διεκδικούν ισότιμη μεταχείριση στην ιστορική αφήγηση, στα γεγονότα που τις επηρέασαν όπως τις επηρέασαν και στη θέση που παίρνουν στην ιστορία. Οι γυναίκες δεν είναι θύματα ή δεν είναι περισσότερο θύματα από τους άντρες λόγω του φύλου τους. Αντίθετα, υπήρξαν γενναίες και δυνατές και την είδα αυτή τη δύναμη στις γυναίκες που με μεγάλωσαν και για αυτό ήθελα να γράψω για τη δύναμή τους.

-Μέσα από τις αφηγήσεις των γυναικών αναδεικνύονται οι χαμένοι του πολέμου, οι αφανισμένοι, οι αγνοούμενοι. Είναι συγκλονιστική η ερώτηση της γυναίκας: «Πες μου, Σπασούλα, υπάρχουν άνθρωποι που για πάντα χαθήκανε; Που δεν θα τους βρει ποτέ τους κανείς;» Είναι, αλήθεια, ο πιο τραγικός θάνατος αυτός;

Όταν άρχισαν να γίνονται οι πρώτες ταυτοποιήσεις αγνοουμένων, να ανακαλύπτονται αυτοί που οι δικοί τους νόμιζαν για πάντα χαμένους και να γίνονται οι κηδείες των ανθρώπων, με όσα κομμάτια από κόκκαλα επέτρεπε η κατάσταση, ήρθαμε αντιμέτωποι με μεγάλες τραγωδίες. Ακόμα μεγαλύτερες από αυτές που νομίζαμε ότι ζήσαμε. Ότι δηλαδή υπήρχαν στοιχεία για τους ανθρώπους αυτούς και οι γυναίκες αφέθηκαν άδικα τόσο χρόνια και περίμεναν, ότι πέθαναν μανάδες βουτηγμένες στο πένθος σε όλη τους τη ζωή, ενώ κάποιοι γνώριζαν και δεν μίλησαν. Δεν μπορώ να περιγράψω την οργή και τον θρήνο που έζησαν. Πέραν από αυτό ωστόσο υπήρξαν και αυτοί που τα οστά τους δεν βρέθηκαν ούτε θα βρεθούν ποτέ, είτε επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία, είτε επειδή σε κάποια στιγμή οι πηγές για τη χρηματοδότηση θα τελειώσουν. Οι δικοί τους τελικά δεν θα έχουν την ευκαιρία γι’ αυτό το «κλείσιμο» του πένθους και του θρήνου. Ναι, αυτός είναι ο πιο τραγικός θάνατος. 

-Το αφήγημά σας αφορά βέβαια την κυπριακή τραγωδία. Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι ευρύτερο το μήνυμά του, αν εστιάσουμε στα πιο γενικά θέματα που θίγει. Αναφέρω ενδεικτικά το δράμα του πολέμου, τις αδικίες των ισχυρών σε βάρος των ασθενέστερων, το τίμημα της γεωγραφικής θέσης ή της ιστορικής συγκυρίας, ακόμα και τη βίωση του πένθους, αν θέλουμε να γενικεύσουμε περισσότερο αγγίζοντας πανανθρώπινες συνθήκες. Ο στόχος σας ήταν να δείξετε παράλληλα κάποιες από αυτές τις παραμέτρους ή αναπόφευκτα προκύψανε;

Αναπόφευκτα πιστεύω πως προκύψανε. Στόχος μου, ειδικότερα στο τρίτο βιβλίο, ήταν να μιλήσω για το πένθος, αυτό που προκάλεσε τον θάνατο και τους τρόπους που το βιώνουν οι γυναίκες, μέσα από τις συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες που κλήθηκαν να λειτουργήσουν. Το δράμα του πολέμου, οι αδικίες που αναφέρετε και η ιστορική συγκυρία είναι το φόντο για να αναδειχτούν αυτά που ήθελα να περιγράψω. Πιστεύω πως τα στοιχεία που αφορούν την τραγωδία της Κύπρου  είναι πανανθρώπινα και γι’ αυτό μπορούν να αφορούν όλες αυτές τις παραμέτρους και κατά συνέπεια να αφορούν και άλλους ανθρώπους.

-Κάτω από αυτό το πρίσμα, θα λέγατε πως το βιβλίο σας είναι και πολιτικό; Ή, ίσως, κάθε γραφή έχει έτσι κι αλλιώς πολιτική διάσταση;

Σίγουρα κάθε γραφή έχει πολιτική διάσταση. Η γραφή είναι μια πράξη πολιτική –  πόσο μάλλον όταν μιλά για θέματα που είναι πολιτικά. Πέραν αυτού πιστεύω πως στα βιβλία μου πρώτον εκφράζεται μια συγκεκριμένη πολιτική θέση και αυτή είναι η ανάγκη της συμφιλίωσης, της συγχώρεσης, της ειρηνικής διαβίωσης και της αγάπης. Πέραν αυτού νομίζω ότι είναι φανερή η αριστερή πολιτική θέση του βιβλίου μου, τουλάχιστον όπως αυτή εκφράζεται για το Κυπριακό στην Κύπρο. Ωστόσο, αυτό που ήθελα να πω είναι πως η πολιτική θέση, όποια και να είναι αυτή, δεν υπήρξε αυτοσκοπός. Κυρίαρχη θέση είχε η γραφή ως πολιτική πράξη παρά ως πολιτική θέση.

-Το σκηνικό του  βιβλίου σας θυμίζει θεατρικό έργο. Η Ύβρις έχει διαπραχθεί, οπότε μπορεί να αρχίσει το έργο της η τραγική ποίηση. Οι γυναίκες ηρωίδες (οι φωνές) είναι σαν να βγήκαν από τον Χορό μιας αρχαιοελληνικής τραγωδίας. Υπήρχε στην πρόθεσή σας η σύνδεση αυτή;

Μου έχουν πει πως η γραφή μου είναι θεατρική και τα δύο προηγούμενα έργα μου μεταφέρθηκαν με επιτυχία στο θέατρο. Και στα τρία βιβλία στο μυαλό μου είχα γυναίκες να παίρνουν τον λόγο και να μιλούν μπροστά από ανθρώπους, να έχουν το δικαίωμα να ανοίξουν την αλήθεια τους στον αέρα, να μην την κρατούν μέσα τους. Στο τρίτο βιβλίο συνειδητά ωστόσο οι γυναίκες μου κρατούν τον ρόλο του χορού, όπως σε μια αρχαία ελληνική τραγωδία. Πλαισιώνουν την ηρωίδα, στηρίζουν τη δική της αφήγηση και στέκονται αρωγοί στον πόνο της.

-Αν όντως είναι η σύνδεση (συνειδητή ή όχι) σωστή, υπάρχει και η αναμενόμενη Κάθαρσις; 

Η κάθαρσις υπάρχει στη συνειδητοποίηση της ηρωίδας πως σε ένα κόσμο που όλοι εξυπηρετούν σκοπιμότητες, ακόμα και οι ίδιοι οι χαμένοι, ακόμα και οι ίδιοι οι νεκροί, οι μανάδες των αγνοουμένων, «αυτές που περίμεναν, αυτές που υπέφερα» όπως λέω και στο βιβλίο, είναι αθώες. Οι μόνες αθώες και μόνον αυτές. Όχι ηρωίδες ή θύματα. Αθώες.

-Αλλά και λαϊκό μοιρολόι θα μπορούσε να είναι η ιστορία σας με τον τρόπο που την παρουσιάζετε. Άλλωστε προσιδιάζει στις γυναίκες ο θρήνος παραδοσιακά. Ήταν συνειδητή επιλογή σας να δώσετε την κυπριακή τραγωδία με τα πιο γνήσια λαϊκά στοιχεία;

Και στα τρία μου βιβλία κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ο τόπος, η Κύπρος με τους θρύλους της και τις δοξασίες της και τη λαϊκή της παράδοση. Ειδικά στην Πικρία χώρα, ήθελα πολύ να μεταφέρω τα νεκρικά έθιμα , τον τρόπο που οι γυναίκες συνοδεύουν την κάθοδο στον άλλο κόσμο, την παράδοση που καταπραΰνει και συντροφεύει και παρηγορεί μπροστά στον μέγα τρόμο του θανάτου. Πιστεύω πως αυτά τα στοιχεία, με τα οποία εγώ μεγάλωσα και βίωσα, χαρίζουν στους ανθρώπους τη μεγαλύτερη παρηγοριά. Και ήθελα πολύ να αναδείξω την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά των γυναικών του τόπου μου. Επίσης να σας πως ότι ειδικά  το τρίτο βιβλίο είναι ένα μοιρολόι γυναικών και έτσι ένιωθα όταν το έγραφα.

Χρησιμοποιείτε εμβόλιμα στη γραφή σας την κυπριακή διάλεκτο. Είναι η προφορικότητα και η αληθοφάνεια του λόγου που εξυπηρετείται με την επιλογή αυτή ή μια ανάγκη προσωπική να διασώσετε σε γραπτό λόγο την ντοπιολαλιά;



Ήταν πολύ συνειδητή η γραφή στη διάλεκτο, με έναν τρόπο που να μην τη διακωμωδεί ή να τη θίγει αλλά να την αναδεικνύει στην αληθινή της διάσταση, που είναι η μόνη γλώσσα στην οποία θα μπορούσα να αφηγηθώ κάποια πράγματα. Ήθελα να γράψω σύγχρονη Κυπριακή λογοτεχνία στη διάλεκτο, επειδή ως Κύπρια λογοτέχνης αυτή η ντοπιολαλιά αποτελεί σημαντικό μέρος της λογοτεχνικής μου ταυτότητας. Αυτό λοιπόν έγινε συνειδητά, Ωστόσο στην πορεία η γραφή κάποιων πραγμάτων ήταν μονόδρομος. Και είμαι περήφανη για τον τρόπο που η διάλεκτος παρουσιάζεται στα βιβλία μου με όλα τα μηνύματα που αυτό κουβαλά.

-Στην ουσία το βιβλίο σας είναι πολλές ιστορίες, πολλές αφηγήσεις, μείξη πολλών διαφορετικών στοιχείων, που το καθένα από αυτά κυοφορεί μια αλήθεια. Αν θέλατε να δώσετε τον κεντρικό άξονα που τα δένει όλα σε ενιαία ιδέα, ποιος πιστεύετε πως θα ήταν αυτός;

Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Νομίζω πως ο βασικός άξονας είναι στην πραγματικότητα η αναζήτηση της αλήθειας των ανθρώπων που τη διηγούνται. Η αλήθεια του κάθε ανθρώπου, η δική του πραγματικότητα, ο δικός του πόνος όπως τον βίωσε. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν ήταν Τούρκος ή Έλληνας, άντρας ή γυναίκα, δίκαιος ή άδικος. Αυτό ας κάνει τον κόπο να το ανακαλύψει ο αναγνώστης διαβάζοντας.

-Πικρία χώρα, λοιπόν, η Κύπρος;

Ο τίτλος αφουγκράζεται εννοείται την αφήγηση της Γλυκείας Χώρας, τον Κρόνακα του Λεόντιου Μαχαιρά. Σίγουρα σε μας, τους ανθρώπους της, η πατρίδα μας έχει αφήσει μια γεύση πικρή. Είναι Πικρία Χώρα η Κύπρος; Είναι πικρή και γλυκιά όπως όλα τα πράγματα τα αγαπημένα των ανθρώπων. 

(25 Μαρτίου 2020)




Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 στη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μυθιστόρημά της "Η Αϊσέ πάει διακοπές" βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature, ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και στη βραχεία λίστα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων των βραβείων του περιοδικού 'Ο Αναγνώστης' και του περιοδικού 'Κλεψύδρα'. Αναδείχθηκε νικήτρια του λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, για το διήγημά της "Έθιμα θανάτου" που αποτελεί μέρος της "Πικρίας χώρας".


Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Παύλος Ταμουρίδης Η βιβλιοθήκη εκδόσεις Το ροδακιό-Με τον Παύλο Ταμουρίδη συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο


Παύλος Ταμουρίδης


Η βιβλιοθήκη


εκδόσεις Το ροδακιό





Με τον Παύλο Ταμουρίδη

συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου



-Αγαπάτε τη μικρή φόρμα στην αφήγηση. Δύο συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό σας ως τώρα. «Νυχτερινό ταξίδι» το 2017 και τώρα η «Βιβλιοθήκη». Κάποιοι ισχυρίζονται πως πρόκειται για μια εύκολη επιλογή γραφής. Πιστεύετε ότι είναι πράγματι εύκολο το άπλωμα της αφήγησης μέσα σε λίγες σελίδες;



Καμία γραφή δεν είναι εύκολη, άσχετα από το μέγεθος του κειμένου. Σε ένα κείμενο μερικών σελίδων απαιτείται η ικανότητα του συγγραφέα να γίνεται εξαιρετικά καίριος, λιτός και ουσιαστικός. Σε ένα μεγαλύτερο κείμενο απαιτείται μια συνεχής προσπάθεια για τον εμπλουτισμό του, μια επίπονη αναμέτρηση με ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπινων χαρακτήρων και γεγονότων.



-Μια από τις αρετές ενός πεζογραφήματος είναι η κινητοποίηση του αναγνώστη, που νιώθει το ξάφνιασμα, την ανατροπή στην πλοκή. Ο μυθιστοριογράφος έχει την άνεση του χώρου για να δουλέψει τους αιφνιδιασμούς του. Τι γίνεται, όμως, με τις μικρές ιστορίες;



Η δυνατότητα ανατροπής της πλοκής υπάρχει και στις μικρές σε μέγεθος ιστορίες. Και επειδή σε αυτές συμβαίνει μέσα σε μερικές μόνο σελίδες, αφήνει ίσως πιο έντονα τα ίχνη της στον αναγνώστη από ό,τι σε ένα μεγαλύτερο κείμενο.



-Εσείς κατορθώνετε να ανατρέψετε το σκηνικό σας. Ο αναγνώστης νιώθει το ευρηματικό γύρισμα της ιστορίας. Είναι ο σκοπός σας εξ αρχής αυτή η τεχνική; Ή, να το θέσω αλλιώς: θα γράφατε ποτέ μια ιστορία πιο προβλέψιμη;



Επειδή η ίδια η πραγματικότητα μας αιφνιδιάζει, πρέπει και οι αφηγήσεις να μην είναι προβλέψιμες. Πρέπει, ωστόσο, να μας προετοιμάζουν και να μας προειδοποιούν.



-Ας μιλήσουμε για τις έξι ιστορίες του βιβλίου σας. Αρχικά η πρώτη που τιτλοφορεί όλη τη συλλογή, η Βιβλιοθήκη. Το θέμα σας εδώ είναι η οικειοποίηση των βιβλίων, η ιδιαίτερη σχέση που αποκτούμε μαζί τους. Υπάρχουν, λοιπόν, τα βιβλία μόνο μέσα από τον αναγνώστη;



Για τον κάθε ξεχωριστό αναγνώστη υπάρχει μια προσωπική πρόσληψη του κειμένου. Δημιουργείται έτσι μια βιβλιοθήκη που ανήκει αποκλειστικά σε αυτόν και που η ζωή της είναι άμεσα εξαρτημένη από τη φυσική  του ύπαρξη. Ο θάνατός του σημαίνει την εξαφάνιση μιας βιβλιοθήκης, μικρότερης ή μεγαλύτερης ανάλογα με το αριθμό των βιβλίων που είχε διαβάσει. Βέβαια, η υποκειμενική πρόσληψη του κειμένου δεν μπορεί να αναιρέσει την αντικειμενική ύπαρξη και το νόημα ενός βιβλίου.



-Στην Είδηση, τη δεύτερη ιστορία σας, θα έλεγα πως επιχειρείτε μια ψυχογράφηση των ηρώων· πώς αντιλαμβάνονται την απώλεια, τι μετράει περισσότερο γι’ αυτούς. Είναι, ίσως, λίγο ακραία η αντίδρασή τους; Η αιτία ενός θανάτου ή ο τρόπος που κάποιος πεθαίνει έχει μεγαλύτερη σημασία από το ίδιο το γεγονός;



Ό,τι εξαρτάται από εμάς έστω και σε ένα βαθμό, όπως ο τρόπος που ζούμε αλλά  και πεθαίνουμε, δεν μπορεί παρά να είναι σημαντικότερο από το αναπόφευκτο, από αυτό που δεν μπορούμε να αλλάξουμε ή να αποφύγουμε.



-Στην ίδια ιστορία, τουλάχιστον για τη δική μου ανάγνωση, υπάρχει και δεύτερος θεματικός άξονας, που αφορά τις αντιδράσεις του πλήθους. Δεν είναι σύνηθες σε τόσο μικρά αφηγήματα να μοιράζεται το σκηνικό. Νιώθετε ότι πρωτοτυπήσατε;



Δεν γνωρίζω αν πρωτοτύπησα. Κατά τα άλλα το πλήθος είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, ίσως ο σημαντικότερος.



Στον Εξαφανισμένο, την τρίτη ιστορία σας, δίνετε μια άλλη διάσταση στο πρόβλημα της μοναξιάς. Πιστεύετε πως ο ήρωάς σας αντιπροσωπεύει μια ευρεία ομάδα ανθρώπων, που επιζητούν την προσοχή που δικαιούνται αλλά δεν τους τη χαρίζει κανείς;



Νομίζω ότι δεν θα απείχε κάποιος πολύ από την πραγματικότητα, αν ισχυρίζονταν ότι είμαστε όλοι, ή έστω έχουμε υπάρξει, κάποια στιγμή εξαφανισμένοι.



-Στον Οίκο ευγηρίας χρησιμοποιείτε με εύστοχο τρόπο την τεχνική της παραβολικής αφήγησης, γι’ αυτό και η ιστορία σας μοιάζει εξωπραγματική. Έχει για εσάς η χρήση της παραβολής μεγαλύτερη δύναμη από τη ρεαλιστική αφήγηση;



Η παραβολή αναμιγνύεται με την πραγματικότητα και ο στόχος του συγγραφέα πρέπει να είναι η εναρμόνιση και η συνεργασία τους. Άλλωστε η παραβολή και η φαντασία πρέπει να είναι εργαλεία προσέγγισης  της πραγματικότητας και όχι βέβαια η διαγραφή της.



-Σκέφτομαι πώς με την πέμπτη ιστορία σας, τους ευφάνταστους Θαλασσοπόρους, μοιάζει να διαβάζετε τα ιστορικά γεγονότα αλλιώς, δίνοντάς τους μια διάσταση πιο ανθρώπινη, εστιάζοντας στους αδικημένους του πολιτισμού και της Ιστορίας. Έχει, κατά τη γνώμη σας, η λογοτεχνία τη δύναμη να «γράψει» αλλιώς την Ιστορία;



Αν με τη λέξη «αλλιώς» εννοούμε ότι  πρέπει να  αποτυπώσει την αλήθεια για την Ιστορία και να υπονομεύσει την κυρίαρχη και πλαστογραφημένη εκδοχή της, τότε μπορεί και πρέπει να το κάνει, με τον δικό της βέβαια ιδιαίτερο τρόπο.



-Στον χώρο του φανταστικού θα μας οδηγήσετε με την τελευταία ιστορία σας, το Άγαλμα. Το ενδιαφέρον εδώ έγκειται στη βαθμιαία μετατροπή του τοπίου από απολύτως ρεαλιστικό σε εξωπραγματικό, τεχνική που δείχνει άλλη μια αρετή της γραφής σας. Ταυτόχρονα δίνετε με υπόρρητο τρόπο πολιτικό χαρακτήρα στο διήγημά σας. Θέλετε να σχολιάσετε αυτές τις δύο ενδιαφέρουσες παραμέτρους στην ιστορία σας;



Είναι μια αναφορά σε αυτούς που τις τελευταίες δεκαετίες φαντάζονται ότι έχουν νικήσει οριστικά, ότι έχουν εξαφανίσει κάθε δύναμη αντίστασης, ότι η κοινωνική πραγματικότητα που εκπροσωπούν είναι ακλόνητη και θα διαρκέσει αιώνια. Υποθέτω ότι τους περιμένουν δυσάρεστες εκπλήξεις



-Τα έξι διηγήματά σας θα μπορούσα να πω ότι έχουν λόγο ύπαρξης. Εννοώ πως συναντάμε συχνά πεζογραφήματα που ο συγγραφέας τους δεν είχε εξ αρχής εστιάσει σ’ ένα θέμα. Κι όμως όλα από αυτόν τον ελάχιστο πυρήνα ξεκινούν. Εδώ, λοιπόν, η κάθε ιστορία έχει συγκεκριμένο θέμα. Ξεκινάτε από αυτό όταν γράφετε ή σας παρασύρει η ιστορία σας στην πορεία; Σας αιφνιδιάζουν οι ήρωές σας;



Την στιγμή της εκκίνησης υπάρχει σε γενικές γραμμές  διαμορφωμένη  η πορεία και η κατάληξη της αφήγησης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στη διάρκεια της γραφής δεν αλλάζει η διαδρομή αλλά και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και ο προορισμός. Θα μπορούσα να πω ότι, πριν αιφνιδιασθεί ο αναγνώστης, έχει αιφνιδιασθεί ήδη ο συγγραφέας.



-Παρατηρώ ότι οι τίτλοι των διηγημάτων σας αρκούνται σε ένα μόνο ουσιαστικό αποφεύγοντας κάτι περισσότερο και ίσως περιττό. Η επιλογή σας αυτή, λιτή και περιεκτική, αφορά την ουσία των λέξεων – τι άλλο άλλωστε δηλώνει η λέξη «ουσιαστικό»;



Θεωρώ τις λέξεις που επέλεξα ως τίτλους  των ιστοριών μου περιεκτικές και επαρκείς,  «ουσιαστικές», όπως λέτε.



-Θα σκεφτόσασταν να δοκιμάσετε την ικανότητά σας στη γραφή μεγαλύτερης αφήγησης, εννοώ το μυθιστόρημα, ή είναι η μόνη σας συνειδητή επιλογή η  μικρή φόρμα, την οποία φυσικά υπηρετείτε άριστα;



Αν  το θέμα, για το οποίο θα ήθελα να γράψω, απαιτούσε μεγαλύτερου μεγέθους κείμενα, θα το δοκίμαζα. 





 Ο Παύλος Ταμουρίδης γεννήθηκε το 1957. Σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του ΑΠΘ. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων "Νυχτερινό ταξίδι" (Σαιξπηρικόν, 2017) και "Η βιβλιοθήκη" (Το Ροδακιό, 2019).


Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2019

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Ο εφευρέτης Αντώνης Ξυραφάς εκδόσεις Βακχικόν - με τον Αντώνη Ξυραφά συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο

Αντώνης Ξυραφάς

"Ο εφευρέτης"

εκδόσεις Βακχικόν





με τον Αντώνη Ξυραφά

συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


- Πάλι μυθιστόρημα, σ’ αυτή τη δεύτερη εμφάνισή σας στην πεζογραφία, μετά τη «Σκιά του στρατιώτη». Είναι, επομένως, επιλογή σας η μεγάλη αφήγηση; Ίσως για κάποιους θεωρείται χώρος δυσπρόσιτος και γεμάτος παγίδες, ειδικά για όποιον επιχειρεί τις πρώτες του συγγραφικές καταθέσεις.
Η μεγάλη αφήγηση επιτρέπει το να ζήσει ο συγγραφέας με τους ήρωες του για πολύ καιρό μέσα στο μικρό σύμπαν που έχει επινοήσει για αυτούς και να εξοικειώνεται περισσότερο μαζί τους, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να αναδείξει τα πεπρωμένα τους πιο αποτελεσματικά στο διάβα της ιστορίας τους. Η μεγάλη φόρμα παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, αλλά μπορεί να φέρει πολύτιμες και λεπταίσθητες πλευρές της ψυχικής σκευής των ηρώων στην επιφάνεια, οι οποίες συνιστούν έναν κόσμο γεμάτο αποκαλύψεις απαραίτητες για να υπάρξει η αναγκαία αναγνωστική απόλαυση για όποιον σταθεί να τη διαβάσει.
- Οδηγείτε την  πλοκή σας πίσω στον χρόνο, στον 19ο αιώνα όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας, μόνο που εδώ προχωρείτε λίγο περισσότερο, ως στις αρχές του 20ου. Θα μπορούσε η επιλογή αυτή να δηλώνει μια ηθελημένη απόσταση από τα σύγχρονα γεγονότα;
Το αντίθετο συμβαίνει. Προσπαθώ μέσα από μια διαφορετική εποχή και κοινωνία να καταδείξω πανανθρώπινα και διαχρονικά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Μεθοδευμένη είναι λοιπόν η επιλογή μιας διαφορετικής ιστορικής εποχής για να αναδείξω την παθογένεια των δικών μας καιρών μέσα από την εξιστόρηση των ηθών περασμένων καιρών που ωστόσο θυμίζουν καταπληκτικά τους δικούς μας.
- Αλλά και ο τόπος είναι έξω από τα ελληνικά δεδομένα – στη «Σκιά του στρατιώτη» ήταν η Μόσχα, εδώ το Παρίσι. Εξηγήστε μας την επιλογή σας.
Με ελκύει πολύ η εικόνα μιας «χαμένης ψυχής» που περιφέρεται μέσα σε μια αχανή μητρόπολη για να συναντήσει εκεί το πεπρωμένο της. Είναι η πολύ γνωστή φιγούρα αυτού που προσπαθεί να βρει τον δρόμο του προς μια ανώτερη ζωή έχοντας για εφαλτήριο τη μοναξιά του. Όσο για την επιλογή του Παρισιού, την υπαγόρευσαν και πρακτικοί λόγοι γιατί ήταν μια μητρόπολη στις αρχές του 20ου αιώνα στην οποία άνθιζαν ο καταναλωτισμός και ο τυχοδιωκτισμός, καθώς και οι καλές τέχνες και τα γράμματα.
- Συνδυάζοντας τις δυο προηγούμενες ερωτήσεις, θέλω να επιμείνω λίγο ακόμη στις ενδιαφέρουσες επιλογές σας. Πολύ συχνά συναντάμε τα τελευταία χρόνια συγγραφείς που βρίσκουν πρόσφορο χρόνο και χώρο για να απλώσουν την πλοκή των ιστοριών τους στην πρόσφατη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, λησμονώντας ίσως πως δεν είναι δυνατόν να μιλήσεις για την παθολογία μιας εποχής, όσο ακόμη αποτελείς κομμάτι της – απαιτείται χρόνος προκειμένου να διηθηθεί το παρελθόν μέσα στο παρόν, να κατασταλάξει η μορφή που θα πάρει η κοινωνία. Συνειδητά, λοιπόν, απομακρύνεστε από τα τρέχοντα γεγονότα;
Το παρόν πολλές φορές πρέπει να διηθηθεί μέσα από το παρελθόν για να αναδειχτεί η βαθιά του αλήθεια πιο άμεσα και πιο καθαρά. Το παρελθόν είναι ένα μέτρο σύγκρισης, ένα σημείο αναφοράς, προκειμένου να αναδείξουμε τις γνήσιες διαστάσεις του παρόντος μας.
- Ας έρθουμε στον ήρωά σας. Ο Ζακ Ντιεντονέ, τουλάχιστον στη δική μου ανάγνωση, έχει ένα συμβολικό όνομα, που αποτελείται από δύο λέξεις: dieu donné. Σαν να είναι δοσμένος από το Θεό, σαν να έχει μια θεϊκή προέλευση ίσως και αποστολή; Ή πρόκειται για μια απολύτως τυχαία επιλογή ονόματος;
O Ντιεντονέ είναι πράγματι ένας άνθρωπος με μια θεϊκή αποστολή, ο οποίος όμως στο τέλος ανακαλύπτει ότι δεν υπάρχει θεϊκότητα όπως την πίστευε ή ότι με τη δικιά του βούληση έγινε δίχως να το γνωρίζει ένα άθυρμα, μια μαριονέτα των ίδιων των θεών. Είναι σχεδόν σα να επικρέμαται μια κατάρα πάνω από το κεφάλι του την οποία βοηθάει άθελα του να εκδηλωθεί, όπως και μια κατάρα τριγύριζε το σόι του Λάιου και βρήκε το κατάλληλο πρόσωπο για να εκφραστεί στον Οιδίποδα.
- Το ενδιαφέρον στις ιστορίες σας είναι πως δεν αρκείστε σε μια σφιχτοδεμένη πλοκή αλλά προσθέτετε πίσω από τις σκέψεις και τις πράξεις των προσώπων το φιλοσοφικό υπόβαθρο, τις προεκτάσεις που μετατρέπουν μια μυθοπλαστική αφήγηση σε φιλοσοφικό δοκίμιο. Είναι για εσάς η μυθοπλασία ένα «όχημα» για να περάσει στον αναγνώστη σας ο προβληματισμός σας πάνω σε θεμελιώδη υπαρξιακά θέματα; Ή αυτά αναπόφευκτα εμπεριέχονται σε κάθε λογοτεχνική γραφή αξιώσεων;
Το να προσπαθεί κάποιος να ανακαλύψει θεμελιώδη ζητήματα της ύπαρξης  μέσα από τις ζωές των ηρώων μιας μυθοπλασίας είναι μια βαθιά συνειδητή τοποθέτηση του απέναντι στον εαυτό του και τον κόσμο που τον εμπεριέχει. Αν και στην εποχή μας υπερτερούν οι συγγραφείς που βασίζονται στη δύναμη της εικόνας, η αλήθεια είναι ότι αυτοί που υπερέχουν τελικά είναι οι συγγραφείς-φιλόσοφοι και ίσως γι’ αυτό είναι τόσο ελκυστικοί στη συνείδηση και του αναγνώστη και αυτού που γράφει.
- Στο προηγούμενο βιβλίο σας μιλούσατε για τον άνθρωπο που δεν άφηνε τη σκιά του στον κόσμο που τον περιέβαλλε – στη ουσία έναν «αιωρούμενο»  άνθρωπο εκτός λογικών πλαισίων. Εδώ ο ήρωάς σας πάλι ξεχωρίζει από τους άλλους θέλοντας να υπερκεράσει τα όρια ανάμεσα στη θνητότητα και στη θεότητα. Υπάρχει αυτός ο ενδιάμεσος χώρος, όπου εκταταβιούν οι ξεχωριστοί άνθρωποι; Είναι ένας χώρος επιθυμητός – κι ας είναι βαρύ το τίμημα που πληρώνουν για τη διακριτή τους θέση; Στην ουσία σας ερωτώ αν επινοήσατε τον ήρωά σας ως ευτυχή ή δυστυχή.
H αιώρηση είναι ανάμεσα στην αλήθεια και την ψευδαίσθηση, την πραγματικότητα και το όνειρο, τη φαινομενικότητα και την ουσία των πραγμάτων. Η σκιά στο πρώτο μου βιβλίο αντιπροσώπευε τη θνητότητα και ο ήρωας ήταν ένας άνθρωπος δυστυχής, ο οποίος δεν μπορούσε να δει τα πράγματα γύρω του «σαν την επιφάνεια της λίμνης που ρυτιδώνεται αλλά στην ουσία της παραμένει η ίδια». Αυτό γιατί μόνο μέσα από την αίσθηση της θνητότητας, της παροδικότητας των πραγμάτων, μπορεί να αισθανθεί κάποιος ότι είναι αθάνατος, νιώθοντας δηλαδή ότι είναι κομμάτι ενός κόσμου που τα πάντα διαρκώς μεταβάλλονται. Ο πρώτος μου ήρωας ήταν δυστυχής, όμως άλλοτε ζούσε τη δυστυχία του πολύ έντονα σαν ένα επαναλαμβανόμενο τραυματικό βίωμα και άλλοτε με την αδιαφορία ενός ξένου. Ο Ντιεντονέ είναι διαφορετικός γιατί φοβάται να αφεθεί να βιώσει αυτή τη δυστυχία και δεν την επιθυμεί. Γι’ αυτό παρουσιάζεται και τόσο αμείλικτος επειδή θέλει να βρεθεί πάνω από τη ζωή και τους ανθρώπους. Είμαι άνθρωπος όμως σημαίνει αποδέχομαι τη θνητότητά μου, τους περιορισμούς μου, πράγμα το οποίο στον κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος αυτού ολότελα απουσιάζει. Η αιώρηση ανάμεσα στη φαινομενικότητα και την ουσία υπάρχει και στους δυο ήρωες και οι πρώτοι που ανακάλυψαν την αντίθεση ανάμεσα στη φαινομενικότητα και την ουσία των  πραγμάτων ήταν οι αρχαίοι Έλληνες.
- Η ιστορία σας πλάθεται στη βάση αντιθέσεων. Μια αντίθεση, που φαίνεται αμέσως, αφορά τη διακριτή (στα όρια του παραλόγου) παρουσία του ενός, του ήρωά σας, ανάμεσα  στους θεωρούμενους από αυτόν ως μηδαμινούς ομοειδείς. Σκόπιμη η ανάδειξή του ως την ουσία του μοναδικού ήρωα; Πράγματι οι υπόλοιποι ωχριούν μπροστά του καταξιώνοντας αυτόν· γνωρίζετε, όμως, πως στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα) υπάρχει χώρος και για τους δευτερεύοντες ήρωες.
Ο Ντιεντονέ αποστρέφεται στα πρόσωπα των άλλων την πολυμίσητη γι’ αυτόν ανθρώπινη κατωτερότητα γιατί δεν ανέχεται να την αντικρίζει στον ίδιο του τον εαυτό. Για αυτόν τον λόγο υπάρχει μια τόσο έντονη αντίθεση ανάμεσα σε αυτόν και στους άλλους. Τον πλαισιώνουν ενδιαφέρουσες φιγούρες, αλλά τις αντικρίζει μόνο χρησιμοθηρικά.
- Μια αντίθεση –η βασική θα έλεγα, που απαιτεί όμως  πιο προσεκτική ανάγνωση– είναι ανάμεσα στο αχανές σύμπαν και στη μηδαμινότητα του θνητού όντος που προσπαθεί να καταξιώσει την παρουσία του. Ο ήρωάς σας, ως προς αυτό, ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια· τείνει προς τη θεϊκή ταυτότητα, αναζητεί την τελείωσή του πέρα από τις ανθρώπινες συνθήκες. Αυτό είναι που τον οδηγεί στην απαξίωση της ανθρώπινης ζωής;
Ο ήρωας μου σκοπεύει στο να γνωρίσει τη φύση και την αλήθεια σε όλη τους τη δύναμη, να ταυτιστεί με την πρωταρχική ουσία των πραγμάτων. Ίσως και γι’ αυτό τον επιπλέον λόγο όλοι όσοι γύρω του ασχολούνται με την ικανοποίηση τον περισσότερο καιρό των υλικών αναγκών τους του φαίνονται κατώτεροι. Ο Ντιεντονέ έχει γνωρίσει τα βάσανα και τον πόνο της ζωής, τον παραλογισμό της ανθρώπινης ύπαρξης και ίσως γι’ αυτό τον λόγο επιθυμεί με όλο του το είναι να γνωρίσει τη φαινομενικότητα του ονείρου που πρεσβεύει η τέχνη και βρίσκεται μέσα στη φαινομενικότητα της ζωής. Ο Ντιεντονέ νοιάζεται για την αποκάλυψη των μυστικών της φύσης που μέρος της είναι και το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος και αυτό είναι που τον κάνει έναν ιδανικό νοσταλγό της ενότητας με τη φύση, αλλά και έναν εξίσου αμείλικτο εγκληματία.
- Θεωρώ πως αναπόφευκτα η ιστορία σας θα έδινε διέξοδο στην αποσυνάγωγη συμπεριφορά και στην εγκληματική ενέργεια. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί η πλοκή σας αστυνομική, καθόσον το έγκλημα αποτελεί την κατάληξη μιας συμπεριφοράς, που εδράζεται σε ένα ιδεολόγημα, μια θεωρητική κατασκευή περί ηθικής του ήρωά σας. Δεν είναι η αφετηρία της πλοκής αλλά η φυσική της απόληξη. Συμφωνείτε ή θα μας ξαφνιάσετε μιλώντας για μια ακόμη αστυνομική ιστορία;
Πάντα με ενδιέφερε η εικόνα του εγκληματία ως ατόμου με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αυτή όμως τη χαμηλή αυτοεκτίμηση την αντισταθμίζει ο Ντιεντονέ με μια συνειδητή και υπέρογκη περιφρόνηση απέναντι στη ματαιοδοξία του ανθρώπινου γένους, σα να προσπαθεί να προστατευθεί και ο ίδιος από μια κατωτερότητα τέτοια, που τη διαισθάνεται να υπάρχει μέσα στον ψυχικό του κόσμο. Το ήθος ενός τέτοιου ήρωα ή μάλλον αντιήρωα είναι εγκληματικό, γιατί είναι ναι μεν συγκαλυμμένα αλλά στην ουσία του πολύ αλαζόνας και γι’ αυτό τον λόγο περιφρονεί τους άλλους σα να ήταν σκουπίδια μπροστά του, οπότε του είναι πολύ εύκολο να οδηγηθεί χωρίς δισταγμό ακόμα και στον φόνο. Ο αμοραλισμός, που πιστεύει ότι κουβαλάει η αυγή της βιομηχανοποίησης μαζί της, δείχνει την περιφρόνησή του απέναντι στην παροδικότητα και τη ματαιότητα της ζωής των άλλων, που επικίνδυνα αρνείται την ύπαρξή τους στον εαυτό του.
- Υποθέτω πως αυτό το χαρακτηριστικό της ιστορίας σας είναι που φέρνει τον αυθόρμητο συνειρμό σε πολλούς αναγνώστες σας με την ιστορία του Πάτρικ Ζίσκιντ «Το άρωμα» –  κάποια γειτνίαση με τη βασική ιδέα και με τη σύμπλευση του διακριτού ήρωα με την ακραία συμπεριφορά. Εσείς, ωστόσο, δίνετε ένα ευρύ πεδίο φιλοσοφικού στοχασμού πίσω από τα δεδομένα της ιστορίας σας, κάτι που ξεπερνά την πλοκή και καθιστά τη γραφή σας εν μέρει μυθοπλαστική και  εν μέρει δοκιμιακή.
Ο Ζίσκιντ δημιούργησε μια γκροτέσκα, μια φριχτή και απαίσια φιγούρα κυριαρχούμενη από την πιο πρωτόγονη αίσθηση, αυτή της όσφρησης και έδωσε έμφαση στην προσπάθειά της να αποκτήσει μια ανθρώπινη μυρωδιά που θα τη λατρέψουν όλοι. Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που επεδίωκε να γίνει απόλυτα ερωτεύσιμος μέσα από την ανακάλυψη της απόλυτα ανθρώπινης οσμής, μέχρι του σημείου να αναλωθούν οι σάρκες του από έναν όχλο εγκληματιών. Ο Ντιεντονέ ναι μεν ζει μια ζωή ωμή και βίαιη, αλλά είναι και εκλεπτυσμένος σε βαθμό που να διακρίνει αμέσως το Ωραίο και να ζει με την εξιδανίκευσή του μέσα από τη μουσική, όσον αφορά την καθημερινή του ζωή. Έχει λοιπόν μια βαθύτερη συνειδητότητα των πράξεών του και δεν περιορίζεται μόνο στο ηδονιστικό κομμάτι της προσωπικότητάς του, τον κατακλύζει μια αγωνία βαθιά υπαρξιακή.
- Ο ήρωάς σας εμφανίζεται χωρίς αισθήματα, κενός από οτιδήποτε θα τον καθιστούσε μέρος ενός ανθρώπινου συνόλου. Γιατί τον επινοήσατε τόσο ακραίο ως προσωπικότητα; Ή μήπως δεν θα μπορούσε ένας τέτοιος άνθρωπος  να είναι αλλιώς;
Επέλεξα μια μορφή ήρωα που να μην τη χαρακτηρίζουν διαρκώς η απελπισία και η πεποίθηση  ότι δεν θα συλληφθεί ποτέ, όπως συνήθως συμβαίνει στους εγκληματίες. Η διαρκής επιδίωξη της ανωτερότητας τον καθιστά αδιάφορο απέναντι στις ζωές των άλλων και τον ανθρώπινο πόνο και παράδοξα αντιφατικό αφού από τη μια πλευρά απορρίπτει τις απαξίες του αναδυόμενου βιομηχανικού πολιτισμού, απ’ την άλλη πλευρά όμως, αφού οδηγείται στην προσπάθεια αναγκαστικά της απόκτησης πνευματικών αγαθών, τα επιδιώκει δίχως ίχνος ενοχικών σκέψεων και  όντας αποστασιοποιημένος από τα συναισθήματά του. Τα περισσότερα εγκλήματα συντελούνται εξαιτίας των υλικών αγαθών και των συμφερόντων που περιστρέφονται γύρω από αυτά. Πώς θα ήταν όμως κάποιος που εγκληματεί στο όνομα του πνεύματος;
- Η μουσική και οι ήχοι στο βιβλίο σας αποτελούν το τοπίο, στο οποίο ο ήρωας δοκιμάζει τον στόχο του: την επίτευξη της τελειότητας. Πώς θα ερμηνεύατε τον όρο «συμπαντική μουσική», αν στην ουσία αυτή είναι η τελειότητα, το απώτερο σημείο στο οποίο μπορούν να αναχθούν όλοι οι ήχοι;
Η ενότητα με τη φύση, η αρμονία, είναι μια σκέψη από την οποία διακατέχεται το ανθρώπινο πνεύμα ανά τους αιώνες. Αλλά ο δοσμένος από τον Θεό ήρωάς μου ήθελε να δοξαστεί μέσω της εφεύρεσής του που σχετιζόταν με την Τέχνη, να γίνει Ένα με το σύμπαν, γι’ αυτό και έβλεπε τον εαυτό του να ανήκει σε μια ανώτερη σφαίρα για να εξοικειωθεί με το σύμπαν, που ήταν ο Θεός του. Όσο για τη συμπαντική μουσική, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την περίφημη μουσική των σφαιρών του φιλόσοφου Πυθαγόρα και να φτάσουμε ως τη θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης που γέννησε τον Μεγάλο ήχο και από την οποία δημιουργήθηκε το σύμπαν στο οποίο ζούμε. Ο Ντιεντονέ βυθίζεται βαθιά στα μυστήρια της Δημιουργίας για να επιτύχει τον σκοπό του.
- Αν θεωρήσουμε (με τη λογοτεχνική άδεια) εφικτή την τελειότητα, μπορεί αυτή να καταργήσει τη μηδαμινότητα του θνητού όντος; Γράφετε προς το τέλος: «Το ίδιο το σύμπαν τον είχε προδώσει». Άρα, ο πόθος του ήρωα να αναποδογυρίσει την τάξη του σύμπαντος, να εξισωθεί με τη φύση ή και να την ξεπεράσει, είναι ουτοπικός, υφίσταται μόνο στη συγγραφική φαντασία; 
Το ίδιο θαυμαστό μουσικό όργανο με το οποίο προσδοκούσε να απελευθερωθεί από τα δεσμά της γήινης, πεπερασμένης φύσης του, διαψεύδει τις προσδοκίες του. Ο Ντιεντονέ οραματίζεται ως ιδιοφυία να σπάσει μια σφραγίδα της φύσης, αλλά στο τέλος ανακαλύπτει ότι το πολύ βαθύ μυστικό που ανακάλυψε δεν έχει καμιά ουσιώδη σημασία για τα ανθρώπινα πράγματα, ότι το σύμπαν παραμένει για αυτόν και πάλι στα βάθη του ξένο.
- Στην αρχαιοελληνική θεώρηση του κόσμου ο άνθρωπος αποτελεί την πιο άβουλη οντότητα υποτασσόμενος στους θεούς και στη συνέχεια στην παντοδύναμη Μοίρα η οποία καθορίζει τη δράση ακόμα και των θεών. Συνταιριάζει καθόλου μια τέτοια αντίληψη με τη δράση της Μοίρας στην ιστορία του ήρωά σας; Γράφετε για τη «μοιραία αίσθηση του ανθρώπου, που ζει συνειδητά ότι τα πάντα επαναλαμβάνονται και διαιωνίζονται ανεξάρτητα από τη βούλησή του».
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν από την αρχή αντιληφθεί τη σκοτεινή, αιώνια μοίρα του ανθρώπινου γένους, το γεγονός ότι ζει μια σύντομη και γεμάτη από αντιξοότητες και δυστυχίες ζωή, που το οδηγεί στο να φτιάξει μια φαινομενικότητα που είναι η Τέχνη, μέσα στη φαινομενικότητα της ζωής. Μπροστά σε αυτό το σκοτεινό πεπρωμένο ενός θνητού πλάσματος, ο Ντιεντονέ αδιαφορούσε  εγκληματικά για την κοινωνία των ανθρώπων και κυνήγαγε αυτό το αίσθημα της ενότητας που θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά της φύσης. Αυτό του συνέβαινε γιατί, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες, είχε αντιληφθεί την αμείλικτη σφαίρα της ανάγκης που εξουσιάζει τα πάντα.
 - Έχει, όμως, μέσα του τους δικούς του δαίμονες, τον δικό του Θεό. Γράφετε: «Είχε ανακαλύψει τον δικό του Θεό και τον είχε κλείσει βαθιά μέσα του, ώσπου στο τέλος να πιστέψει ότι ήταν εκείνος». Θα μπορούσε αυτός ο Θεός να έχει τη μορφή της μουσικής τελειότητας; Ή αλλιώς, η Τέχνη (έτσι με το γράμμα κεφαλαίο) είναι ένας τρόπος να φθάσει ο άνθρωπος τη συμπαντική αρμονία και να ενωθεί μαζί της;
Ο Φρειδερίκος Νίτσε στη «Γέννηση της τραγωδίας» είχε γράψει: «Ήδη στο αφιέρωμα προς τον Ριχάρδο Βάγκνερ η τέχνη και όχι η ηθική παρουσιάζεται σαν η ουσιαστική μεταφυσική δραστηριότητα του ανθρώπου. Ξαναβρίσκει κανείς πολλές φορές σε τούτο το βιβλίο αυτή τη σκανδαλώδη διαβεβαίωση ότι η ύπαρξη του σύμπαντος δικαιώνεται μόνο στο μέτρο που αποτελεί αισθητικό φαινόμενο. Πραγματικά σε ολόκληρο το βιβλίο δεν διακρίνει στα βάθη του γίγνεσθαι παρά μια σκέψη ή πρόθεση καλλιτέχνη – έναν Θεό αν θέλει κανείς, αλλά σίγουρα Θεό καλλιτέχνη, εντελώς ανεύθυνο και ηθικά ουδέτερο, έναν Θεό που χτίζοντας ή καταστρέφοντας –για το καλό ή για το κακό μικρή σημασία έχει– προσπαθεί να ευχαριστήσει  τον εαυτό του και δημιουργεί κόσμους για να ανακουφιστεί από την αγωνία που του προκαλεί η υπερβολική του πληρότητα και η οδύνη που οφείλεται στις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο κόσμος είναι, κάθε στιγμή, το σύγχρονο στάδιο αυτής της θεϊκής θεραπείας, το αιώνια μεταβαλλόμενο και πάντα νέο όραμα του πλάσματος που υποφέρει περισσότερο, πέφτει στις μεγάλες αντιφάσεις, είναι το πιο πλούσιο σε αντιθέσεις και δεν μπορεί να ελευθερωθεί παρά μόνο με τη φαινομενικότητα». Με έναν τέτοιο θεό ταυτίζεται ο Ντιεντονέ, αν εξαιρέσει κάποιος το στοιχείο της ηθικής ουδετερότητας, για να γίνει θεϊκός και ο ίδιος.

13 Δεκεμβρίου 2019
Ο Αντώνης Ξυραφάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Είναι απόφοιτος της Νοσηλευτικής σχολής του ΤΕΙ Αθήνας και του Προγράμματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και έχει συγγράψει το βιβλίο "Η Σκιά του Στρατιώτη" το οποίο κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2015 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. "Ο εφευρέτης" είναι το δεύτερο βιβλίο του. Πριν ασχοληθεί με την συγγραφή λογοτεχνικών έργων, παρακολούθησε τα μαθήματα δημιουργικής γραφή της Χριστίνας Οικονομίδου στο μικρό Πολυτεχνείο του Θράσο Καμινάκη.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2019

Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο Πάνος Ιωαννίδης Ο χορός της μέλισσας εκδόσεις Κέδρος με τον Πάνο Ιωαννίδη συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου


Συζητώντας με αφορμή ένα βιβλίο

Πάνος Ιωαννίδης

Ο χορός της μέλισσας

εκδόσεις Κέδρος





με τον Πάνο Ιωαννίδη 
συνομιλεί η Διώνη Δημητριάδου



 - «για κάθε όψη υπάρχει και η σκιά της». Αυτό σκέφτεται ο ήρωάς σας, ιδιωτικός ντεντέκτιβ Πέτρος Ριβέρης, προβληματισμένος για την καθαρότητα των φαινομένων. Θα μπορούσε αυτή να είναι μια γενικότερη αρχή, πέρα από τα δεδομένα της ιστορίας σας;
Ναι, θα μπορούσε! Έχουμε μια δολοφονία, συγκεκριμένα τη δολοφονία του Αλέξανδρου Χρηστίδη, σημαίνοντος μέλους της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε αντιστασιακός επί δικτατορίας των συνταγματαρχών, πρωτοποριακός αιρετός της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ στη δύση της καριέρας του τόλμησε να υποστηρίξει δομές της κοινωνικής και της αλληλέγγυας  οικονομίας. Η χήρα του, αναθέτει στον ιδιωτικό ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη να εξιχνιάσει τη δολοφονία του συζύγου της. Αυτός ψάχνει στο περιβάλλον του Χρηστίδη, το οποίο αποτελείται από προοδευτικούς και συντηρητικούς ευκατάστατους baby boomers της Θεσσαλονίκης. Όμως καθώς προχωράει στην έρευνά του, ανακαλύπτει κάποια ενδιαφέροντα κείμενα που έχουν γραφεί γι’ αυτόν και τον περιμένουν σε κεντρικά σημεία της πόλης. Πρόκειται για τη σκιά της έρευνάς του, η οποία συγκροτεί μια γενικότερη αρχή, όπως εύστοχα θέσατε, του νουάρ μυθιστορήματος. Κατά κανόνα, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, ή κάθε σημαίνον μπορεί να έχει περισσότερα του ενός σημαινόμενα.
 - Θελήσατε με το δεύτερο μυθιστόρημά σας να πείτε πολύ περισσότερα από όσα είθισται να απασχολούν ένα τυπικό νουάρ.  Είναι, ενδεχομένως, το έγκλημα ένα «όχημα» προκειμένου να καταθέσετε τις απόψεις σας πάνω σε κοινωνικά και πολιτικά θέματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία;
Σε κάθε περίπτωση, ναι. Το έγκλημα είναι το πρόσχημα και συχνά η αφορμή για να ερευνηθούν τα κενά που άνοιξαν με την τέλεσή του. Προφανώς και η εύρεση του δολοφόνου είναι το βασικό ζητούμενο. Όμως με ενδιαφέρει πρωτίστως το γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και δευτερευόντως το ποιος το έκανε. Μελετώντας μέσα σε αυτά τα κενά, προκύπτουν οι κοινωνικές και κατ’ επέκταση οι πολιτικές διαστάσεις του. Πιστεύω ότι οι δικές μου απόψεις δεν ενδιαφέρουν το αναγνωστικό κοινό τόσο, όσο οι απόψεις των ηρώων, οι οποίοι έτσι συστήνονται στο έργο τέχνης.
 - Φυσικά το μεσογειακό νουάρ έχει εγγενή την κοινωνική διάσταση. Συνειδητά, λοιπόν, η επιλογή σας σ’ αυτή την εκδοχή αστυνομικής λογοτεχνίας;
Είναι συνειδητή επιλογή,  στο μέτρο που σε επιλέγει το ίδιο το είδος για να το υπηρετήσεις. Προσωπικά, αν δεν είχα διαβάσει Μονταλμπάν, Ιζζό και Καμιλέρι, μπορεί να έκανα κάτι άλλο. Όμως ήταν τόσο βαθύ το δέος, όταν γνώριζα το έργο αυτών των συγγραφέων, που ένοιωσα με τη μία ότι δημιουργικά ανήκω στο μεσογειακό νουάρ. Το μεσογειακό νουάρ είναι εκείνο το λογοτεχνικό υβρίδιο που ενώνει το κλασικό αστυνομικό αφήγημα με το μοντέρνο μυθιστόρημα προβληματισμού.
 - Εκπροσωπείτε μια γενιά που γεννήθηκε μέσα στη μεταπολίτευση και μόνον τον απόηχο μιας περισσότερο ηρωικής και επαναστατικής εποχής έχει γνωρίσει – κι αυτό μέσα από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων που συχνά αμφισβητούνται από τους νεότερους για την αλήθεια τους. Ωστόσο επιλέξατε να  οδηγήσετε τον χρόνο της ιστορίας σας εν μέρει πίσω σ’ εκείνη την εποχή. Η προσέγγισή σας είναι απότοκο μιας ιδεολογικής συγγένειας με το κλίμα εκείνων των χρόνων;
Έχω μεγαλώσει με τη μυθολογία της μεταπολίτευσης, πολιτική, λαογραφική και καλλιτεχνική. Οι αφηγήσεις των οικείων μου, φίλων μεγαλύτερων σε ηλικία από μένα, όπως και τα βιώματα των γονέων αρκετών φίλων μου, διαφώτισαν την αντίληψή μου. Προφανώς και έχω επηρεαστεί, συνειδητά και ασυνείδητα. Είναι καλό να υπάρχει κάτι τόσο σημαντικό πριν από εσένα· έχεις δηλαδή μια γερή παράδοση, στην οποία μπορείς να βασιστείς για να δημιουργήσεις και να βάλεις το δικό σου λιθαράκι. Όμως, όπως έγραψε ο Adorno: πρέπει να έχεις βαθιά μέσα σου την παράδοση για να τη μισείς σωστά. Θα ήθελα να διευκρινίσω ότι στα μάτια μου ο Άλέξανδρος Χρηστίδης και οι άνθρωποι που του μοιάζουν και ζουν μαζί μας, στα μάτια μου είναι θετικοί ήρωες. Και ας έχουν παρεκκλίνει στην πορεία για διάφορους λόγους. Δεν είμαι κριτής κανενός, είμαι συγγραφέας και γράφω αυτό που αντιλαμβάνομαι. Θεωρώ δε τον ιδεολογικό πόλεμο που δέχεται η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου» ως απέλπιδα προσπάθεια νεοφιλελευθέρων και νεοφασιστικών κύκλων να σβήσουν τα σπουδαία ίχνη της στην Ιστορία. 


 - Να επιμείνω λίγο στο ίδιο θέμα. Η σημερινή γενιά πόσο απέχει ως προς την ιδεολογική καθαρότητα από τις προηγούμενες; 
Προφανώς μιλάμε για διαφορετικό ιστορικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Είμαι γεννημένος το 1978 και θυμάμαι πεντακάθαρα την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων και ό,τι ακολούθησε. Η γενιά του Αλέξανδρου Χρηστίδη ήξερε ότι η εύρεση μιας αξιοπρεπούς εργασίας, ειδικά για το μορφωμένο κομμάτι της, ήταν κάτι το αυτονόητο και-ορθώς-πάλευε για τα υπόλοιπα και το κάτι παραπάνω. Η δική μου γενιά γνωρίζει, ότι με εξαίρεση τις λίγες θέσεις του δημοσίου τομέα, και τις ακόμα λιγότερες αξιοπρεπείς θέσεις του ιδιωτικού τομέα, η μετανάστευση γίνεται μονόδρομος. Η αλήθεια αυτή είναι πιο πικρή, δυστυχώς για το πιο μορφωμένο κομμάτι της. Χρεωθήκαμε επιλογές στις αποφάσεις των οποίων δεν συμμετείχαμε, με αποτέλεσμα η κρίση να πλήξει περισσότερο το μέλλον μας. Είναι δύσκολο να απαντήσω αν είμαστε ιδεολογικά πιο λαγαροί ή όχι. Θυμάμαι πάντως ότι στις πορείες φωνάζαμε για αξιοκρατία και δικαιοσύνη και ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.
 - Στο βιβλίο σας,  εκτός από τα πρόσωπα, κυρίαρχη είναι και η παρουσία του χώρου – εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης. Θα έλεγα μάλιστα πως είστε από τους ελάχιστους πεζογράφους που τοποθετούν τους ήρωές τους μέσα σε ένα σαφώς διαγραφόμενο χώρο, ως προς τη μορφή του και την ιστορία του. Συνειδητή επιλογή σας και αυτή;
Ναι, σαφέστατα. Κατά την άποψή μου η Θεσσαλονίκη είναι η πλέον μεσογειακή πόλη της χώρας. Είναι λιμάνι, είναι προσφυγούπολη και κυρίως έχει μια τρισυπόστατη ιστορία. Μέχρι την απελευθέρωσή της και την πυρκαγιά του 1917, διαβιούσαν ειρηνικά στους κόλπους της Έλληνες, Εβραίοι και Οθωμανοί. Μια βόλτα στα μνημεία της πόλης μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη μια άμεση γεύση της πολυδιάστατης ιστορίας της. Πέρα από όλα αυτά, δεν παύει να είναι η πόλη όπου πρωτοσυνάντησα τον βαθύτερο εαυτό μου, και δη τον συγγραφικό.  Και φυσικά εξακολουθώ να τον συναντώ παρατηρώντας τις μεταβολές που υφίσταται η πόλη. Είμαι βαθιά δεμένος με τη Θεσσαλονίκη, και από τις ομορφότερες στιγμές μου είναι να περπατώ μόνος ή με την καλή μου πάνω στο δέρμα της. Σκόπιμα συνεπώς τοποθετείται η ιστορία του Χορού της μέλισσας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα σημεία όπου αφήνονται τα κείμενα στον Πέτρο Ριβέρη, σχηματίζουν μια πολεοδομική κυψέλη μεταξύ τους. Εντός αυτής της κυψέλης βρίσκεται άλλωστε και το γραφείο του, και φυσικά η λύση του γρίφου της δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Η Θεσσαλονίκη είναι κατά κάποιον τρόπο, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου.
 - Ας έρθουμε στις τεχνικές της γραφής σας. Πολυπρόσωπο το βιβλίο σας, όχι μόνο γιατί πολλά πρόσωπα κυκλοφορούν μέσα του αλλά κυρίως γιατί δανείζετε τη συγγραφική σας φωνή σε πολλά από αυτά για να μιλήσουν σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;
Όπως προείπα, ήθελα να μιλήσω γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από ένα έγκλημα, όχι για το έγκλημα αυτό καθ’ εαυτό. Στο μεσογειακό νουάρ σημασία έχει γιατί συνέβη ένα έγκλημα, και όχι τόσο ποιος το έκανε. Ο Πέτρος Ριβέρης αρχίζει και καταλαβαίνει τι συμβαίνει όταν διαβάζει τα πρωτοπρόσωπα κείμενα που έχουν γράψει τέσσερα νέα παιδιά σαν αυτόν. Η Κάλλια, ψυχολόγος με περιστασιακή απασχόληση, η Νάντια, γόνος μιας εκ των ισχυρότερων οικογενειών της πόλης, ο Αντρέας, λέκτορας πολιτικής οικονομίας και ο Γιάννης, άνεργος πατέρας δύο παιδιών, κρατάνε τις οκτώ κορυφές της κυψέλης εντός της οποίας συντελείται ο χορός της μέλισσας. Ήθελα να δώσω φωνή στη γενιά μου, που συχνά είτε δεν μπορεί, είτε δεν θέλει να μιλήσει ευθέως για όλα αυτά που της συμβαίνουν, τα οποία είναι μοναδικά, από ιστορική οπτική. Υπάρχει δηλαδή η τριτοπρόσωπη αντικειμενική αφήγηση με επίκεντρο τον ντετέκτιβ Πέτρο Ριβέρη, που ερευνά στο περιβάλλον του νεκρού και από την άλλη πλευρά η αλήθεια των τεσσάρων νέων: μιας ψυχολόγου που τραγουδά ερασιτεχνικά, μιας πάμπλουτης δικηγόρου που δεν μπορεί όμως να τεκνοποιήσει, ενός νέου πανεπιστημιακού και ενός ανέργου πατέρα δύο παιδιών.
 - Ο εγκιβωτισμός μιας δεύτερης ιστορίας  μέσα στην αρχική ίσως ξαφνιάζει και φαίνεται να λειτουργεί παράπλευρα με την κύρια, ωστόσο ο αναγνώστης σας σελίδα τη σελίδα ανακαλύπτει την άρρηκτη σχέση των δύο. Πράγματι μοιάζει να ακολουθεί η πλοκή σας ένα γεωμετρικό σχέδιο, όπως είπατε. Με αφορμή αυτό να σας ρωτήσω αν σχεδιάζετε λεπτομερώς την ιστορία σας πριν τη γράψετε.

Οι αφηγήσεις των τεσσάρων νέων, συνιστούν τις αιχμηρές γωνίες της κυψέλης και η κυρίως ειπείν ιστορία τον πυρήνα της. Ήθελα να γράψω για τον φόνο της μεταπολίτευσης, ο οποίος εκφράζεται μυθιστορηματικά με τη θανάτωση του Αλέξανδρου Χρηστίδη. Δολοφονείται από έναν άγνωστο που εισβάλλει στο κτήμα του ντυμένος μελισσοκόμος, τη μέρα που αυτός γιορτάζει το εφάπαξ του. Και ήθελα συνάμα πίσω από τα στερεότυπα και τις μυθολογίες αυτής της περιόδου της ελληνικής ιστορίας, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκα, μεγάλωσα και ωρίμασα, να γράψω για την ανθρώπινη, την πολύ ανθρώπινη αλήθεια. Που συχνά δεν φαίνεται, παρά στο έμπειρο ή στο πονεμένο μάτι.Σχεδίασα δύο ιστορίες που γίνονται στην πράξη μία και αυτό λαμβάνει χώρα μέσα από ένα εξίσου τραγικό γεγονός που δένει αμετάκλητα και οριστικά τις ζωές των τεσσάρων νέων. Σ’ αυτό βοήθησε και η φοβερή πολεοδομία της Θεσσαλονίκης, όπως σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Έμπραρ.
- Συνεχίζοντας την προηγούμενη ερώτηση, δεν σας κατευθύνουν καθόλου στην εξέλιξη της πλοκής οι ήρωες σας, ώστε να τους ακολουθήσετε εσείς στις «επιλογές» τους; Δεν σας ξαφνιάζουν ποτέ; Σκέφτομαι τα λόγια του Παμούκ, με τα οποία προλογίζετε το βιβλίο σας: Μόνο το αστυνομικό μυθιστόρημα, που ακόμα και ο συγγραφέας του δεν θα ξέρει ποιος είναι ο δολοφόνος, θα μπορούσε να διαβαστεί.
Τα λόγια του Παμούκ οριοθετούν επί της ουσίας την κοινωνική διάσταση που λαμβάνει εδώ και λίγες δεκαετίες το νουάρ μυθιστόρημα. Γιατί μας λένε ότι ακόμα και ο συγγραφέας που γράφει ένα νουάρ μυθιστόρημα βρίσκεται, όπως ο κάθε συγγραφέας άλλωστε, σε μια κατάσταση αναζήτησης. Λογοτεχνικής, αλλά και του εαυτού του ίδιου του εαυτού του. Όταν ξεκίνησα να γράφω τον Χορό της μέλισσας, δεν γνώριζα τον δολοφόνο. Μου αποκαλύφθηκε στη συνέχεια. Το ίδιο και οι υπόλοιποι ήρωες, τους όποιους προσπαθώ να καταλάβω και να τους παρουσιάσω όπως είναι, ανεξαρτήτως αν τους συμπαθώ ή όχι. Υπάρχουν ήρωες φοβερά χειριστικοί όπως είναι π.χ. ο Αντρέας Γεωργιάδης, ο οποίος μου μοιάζει πολύ, αλλά όφειλα να τον περιορίσω, και ήρωες ήσυχοι και σπουδαίοι όπως είναι ο Ορέστης Σκάμανδρος, στον οποίο θα ήθελα να αφιερώσω περισσότερο χρόνο, αλλά η πορεία της αφήγησης δεν με άφηνε. Θέλω να πω ότι πάνω από όλα είναι το έργο τέχνης και η ελλειπτική του πορεία στον χρόνο, και όχι τι θέλουν να πουν οι ήρωες. Οφείλω σε τελική ανάλυση να είμαι όσο περισσότερο μπορώ αποστασιοποιημένος από αυτούς, με έναν μπρεχτικό τρόπο. Και ας είναι πολύ δύσκολο, γιατί όταν γράφω, είναι σαν να ζω και να αναπνέω μαζί τους.  
 - Γράφετε χρησιμοποιώντας ευφυώς και αξιοποιώντας σύμβολα – άλλα πιο εμφανή και άλλα που απαιτούν μια πιο προσεκτική αποκρυπτογράφηση από τον αναγνώστη. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη λειτουργία τους στην ιστορία σας;
Απίστευτη ερώτηση! Τα σύμβολα που χρησιμοποιώ έρχονται και με βρίσκουν αυτά μέσα από τα ίδια μου τα βιώματα. Τότε η σημασία του καλλιτεχνικού μου μηνύματος χρησιμοποιεί τη μορφή και τα περιεχόμενά τους για να χτιστεί το έργο τέχνης. Σίγουρα, η μέλισσα και ο χορός της, μαζί με την κυψέλη λένε κάποια πράγματα για την ιστορία, ως τέτοια. Όπως λένε και τα τραγούδια που λειτουργούν ως μικρά προοίμια στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, αλλά και οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης όπου διαδραματίζεται το έργο. Πιστεύω ότι χωρίς τα σύμβολα δεν υπάρχει τέχνη. Δίχως να είμαι και ο πλέον αρμόδιος για τις αστυνομικές σειρές που σαρώνουν στις μέρες μας, υστερούν του φιλμ νουάρ γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο. Δεν χρησιμοποιούν σύμβολα ως δραματουργικούς αρμούς της αφήγησης.


 - Ο κύριος ήρωάς σας, ο ντεντέκτιβ Ριβέρης, σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο σας, αποκτά πλέον πληρέστερη εικόνα και γίνεται αναγνωρίσιμος στις αντιδράσεις του και στις σκέψεις του – βοηθά σ’ αυτό και η χρήση του εσωτερικού μονολόγου. Θα ήθελα να μας τον περιγράψετε και, αν δεν παρεμβαίνω αυθαιρέτως στο συγγραφικό σας εργαστήρι, να μας πείτε αν κάτι από τον εαυτό σας έχει η μυθοπλαστική του περσόνα.
Ο Πέτρος Ριβέρης έχει δύο όψεις όπως οι περισσότεροι εξ ημών. Από τη μία πλευρά είναι ένας συνηθισμένος τύπος που σκέφτεται και ζει όπως ένας οποιοσδήποτε common sense. Από την άλλη είναι μια εναλλακτική περσόνα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, ένας αρνητής της καθεστηκυίας τάξης και συνάμα περιηγητής και παρατηρητής των αλλαγών της πόλης. Έφυγε από την Ελλάδα στα χρόνια της φούσκας για βιοποριστικούς λόγους ακολουθώντας το ένστικτο του λαγωνικού του και έγινε ιδιωτικός ντετέκτιβ στη Ρώμη. Γύρισε στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης ακολουθώντας τη συμβία του Αύρα Συκουτρή, όταν εκείνη εκλέχθηκε λέκτορας συγκριτικής λογοτεχνίας σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο. Βαθιά μέσα του πιστεύει ότι ο άνθρωπος αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό που βιώνει, αλλά εκφράζει την πεποίθησή του με πράξεις παρά με λόγια. Και τούτο διότι έχει βιώσει την απώλεια στο πετσί του από τα γεννοφάσκια του: είναι ο μοναδικός επιζήσας ενός τροχαίου δυστυχήματος στο οποίο σκοτώθηκαν ο πατέρας και η, έγκυος στην αδελφή του, μητέρα του. Αν μου μοιάζει σε κάτι είναι σίγουρα η μοναχικότητά του, καθώς έχει σπουδαίους φίλους αλλά όχι παρέες. Επίσης αμφότεροι λατρεύουμε το εναλλακτικό ροκ και το σινεμά, ενώ το θαλασσινό νερό μας ηρεμεί· αυτόν περισσότερο καθώς είναι ερασιτέχνης δύτης.

 - Θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει το βιβλίο σας ξεχωριστό και ιδιαίτερο εστιάζοντας στο πρωτότυπης «κοπής» έγκλημα, με το οποίο ξεκινά η ιστορία σας. Πώς νομίζετε ότι μπορεί να ανανεωθεί το τοπίο της αστυνομικής λογοτεχνίας –που είναι πολύ αγαπητή και πάλι στην εποχή μας αλλά όχι πάντοτε τυχερή στις γραφές που την υπηρετούν;Εννοώ φυσικά εκτός από τη χρήση πρωτότυπων ευρημάτων όπως το δικό σας.
Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Πιστεύω ακράδαντα πως η αστυνομική λογοτεχνία είναι πριν απ’ όλα λογοτεχνία και μετά όλα τα υπόλοιπα. Παράλληλα θεωρώ ότι το νουάρ, και ειδικότερα το μεσογειακό νουάρ, είναι το σύγχρονο κοινωνικό μυθιστόρημα έχοντας στοιχεία από το νεωτερικό μυθιστόρημα προβληματισμού και το λαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα, για να θυμίσω τον σπουδαίο διαχωρισμό του Ουμπέρτο Έκο. Η ανανέωση μπορεί να γίνει μέσα από την εντατική μελέτη αυτών των ειδών -ίσως λίγο περισσότερο της μεγάλης λογοτεχνίας- και της χρήσης νέων εκφραστικών μέσων. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξα συνειδητά να χρησιμοποιήσω τον εγκιβωτισμό ως βασικό εκφραστικό μέσο, όπου τα τέσσερα νέα παιδιά μάς μιλάνε για τους ίδιους αποκαλύπτοντας παράλληλα πτυχές της δολοφονίας του Αλέξανδρου Χρηστίδη.
 - Το γεγονός ότι συγγραφείς όπως εσείς ανανεώνετε και εξελίσσετε την αστυνομική λογοτεχνία διευρύνει το κοινό που τη διαβάζει; Θα μπορούσε ενδεχομένως «Ο χορός της μέλισσας» να ενδιαφέρει και κάποιον αναγνώστη που ποτέ δεν επιλέγει την αστυνομική πλοκή;
Προφανώς το αναγνωστικό κοινό μας είναι εκείνο που διαβάζει αστυνομική λογοτεχνία. Η ανανέωση του είδους, όπως υπηρετείται από όσους και όσες προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι νέο, συμβάλλει στην προσέλκυση νέων αναγνωστών. Έχω τη χαρά να ακούω θετικά σχόλια για τον Χορό της μέλισσας και από αναγνώστες που δεν διαβάζουν εντατικά αστυνομική λογοτεχνία. Μου έχουν πει, μάλιστα, ότι δεν γνώριζαν πολλά από το είδος και πως ο Χορός της μέλισσας τους παρακίνησε να ασχοληθούν περαιτέρω.
 - Και μια που στη συνομιλία μας αναφέρθηκε ο όρος «αστυνομική λογοτεχνία», τι θα είχατε να πείτε σε όσους αμφισβητούν τη λογοτεχνικότητα μιας αστυνομικής ιστορίας;
Αν έχει εδραιωθεί ένα νέο λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα με την σφοδρή οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαετίας, αυτό είναι το ελληνικό νουάρ. Προσωπικά ξεκίνησα με ένα διήγημα το «Η γυναίκα από τη Ζυρίχη», που διακρίθηκε το 2013 στον 1ο διαγωνισμό της ΕΛΣΑΛ. Τότε οι φωνές αμφισβήτησης ήταν αρκετές· πλέον έχουν λιγοστέψει και αρκούνται σε αρχετυπικά σχόλια περί παραλογοτεχνίας. Θα τους πρότεινα να μας διαβάσουν και να συναντηθούμε μετά να συζητήσουμε λογοτεχνικά.
 - Εκτός από την πεζογραφία έχετε υπηρετήσει και την ποίηση με αξιόλογες γραφές. Αν μου επιτρέπετε, όμως, θαρρώ η κλίση σας είναι περισσότερο προς τη μυθοπλασία, ίσως γιατί έχετε ταλέντο στην ανάπτυξη μιας ιστορίας και όχι στη συμπύκνωσή της – κάτι που παραπέμπει αφενός στη μικρή φόρμα, που δεν την  επιλέγετε, αλλά και στον ποιητικό λόγο. Ισχύει αυτό;
Μου λείπει συχνά η ποίηση, ιδιαίτερα όταν αναζητώ τις πιο αλήτικες λέξεις των γραπτών μου. Όμως ναι, έχετε δίκαιο, η μεγάλη φόρμα με ενδιαφέρει περισσότερο. Φρονώ ότι η συγγραφή συνιστά μια δομική διαδικασία όπου η συνθετική ικανότητα διαδραματίζει καίριο ρόλο. Ως γνωστόν, το μυθιστόρημα συνιστά μια τοιχογραφία της κοινωνίας που ζούμε και των ανθρώπων που την περιβάλλουν. Θέλω να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα και ο Πέτρος Ριβέρης είναι η κατάλληλη λογοτεχνική μου περσόνα για να τα εκφράζει όλα αυτά. Άλλωστε ο ντετέκτιβ μου έχει δραστηριοποιηθεί για χρόνια στο εξωτερικό και έχει λύσει πολλές υποθέσεις και εκεί. Αργά ή γρήγορα θα γράψω, χρησιμοποιώντας όμως τη μικρή φόρμα του διηγήματος, για τις περιπέτειες του στην Ευρώπη.
- Βάζετε σε κάποια κεφάλαια του βιβλίου σας ως moto στίχους από τραγούδια ή από ποιήματα. Κατά κάποιο τρόπο κατευθύνουν τον αναγνώστη να διεισδύσει ευκολότερα στις πτυχές της ιστορίας σας ή πρόκειται μόνο για επιλογές αισθητικής; Εύστοχες, όμως, σε κάθε περίπτωση.


Τα τραγούδια που χρησιμοποιούνται στις αρχές των κεφαλαίων των αφηγήσεων των τεσσάρων παιδιών, έχουν διττό σκοπό. Από τη μια πλευρά, λειτουργούν ως σινιάλα κατανόησης του χαρακτήρα τους -ένα για τον καθένα- και από την άλλη ως σημαίνοντα της αφήγησης, κυρίως μέσω των στίχων τους. Κανένας ήρωας μυθιστορήματος δεν μπορεί να σταθεί μόνος τους, χωρίς να γίνεται κατανοητός από τους υπόλοιπους. Και για την ιστορία, τα τραγούδια που ακούγονται είναι τα εξής: Πίσω από τα καθημερινά πράγματα-Αφροδίτη Μάνου (Κάλλια), Endless Sleeper-The Raveonettes (Νάντια), Suburban war-Arcade Fire (Αντρέας) και Something must break-Joy Division (Γιάννης).
 - Ήδη δύο ιστορίες με τον Ριβέρη. Να περιμένουμε τη συνέχεια; Η ερώτησή μου στην ουσία αφορά όχι τόσο την επινόηση μιας νέας αστυνομικής ιστορίας (λέτε άλλωστε πως τον προορίζετε ως ήρωα σε πεζά μικρής φόρμας) αλλά την προσωπικότητα του Ριβέρη και την αντοχή της σε παραπέρα συγγραφική επεξεργασία στο πλαίσιο νέου μυθιστορήματος. Προσωπικά θεωρώ πως δεν τον έχετε ακόμη «εξαντλήσει».
Ναι έχετε δίκιο, υπάρχουν περιπέτειες να δράσει και υποθέσεις να επιλύσει. Ήδη έχει μπλέξει σε μια νέα υπόθεση, που διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη και πάλι, λίγο μετά τα capital controls. Σχετικά με την αντοχή του, στο σινάφι των λογοτεχνικών ντετέκτιβ, όνειρό μου είναι να μεγαλώνω μαζί του και να καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο μας παρέα. Η ελληνική κοινωνία είναι τόσο περίπλοκη που πάντοτε υπάρχουν φαινόμενα και γεγονότα που χρήζουν έρευνας και μελέτης, πέρα από αυτό που διακρίνεται στην επιφάνειά της. Επίσης η ελληνική γλώσσα παραείναι ρέουσα για να σταματήσει να τον συγκινεί με τα σήματα και τα σύμβολά της.
 28 Νοεμβρίου 2019



Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1978. Το 2014 κυκλοφόρησε ηλεκτρονικά την ποιητική συλλογή "Ποιήματα της στιγμής και άλλες ουτοπικές ιστορίες" ενώ το 2016 εκδόθηκε το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα με τίτλο "Τα μωρά της Αθηνάς" (εκδ. Πηγή). Το διήγημά του "Η Γυναίκα από τη Ζυρίχη", διακρίθηκε στον πρώτο διαγωνισμό της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας το 2013. Είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Ζει στη Δράμα με τη σύντροφό του και τον γιο τους.
Έργα:
(2019) Ο χορός της μέλισσας, Κέδρος
(2017) Λοκομοτίβα, Το Δόντι
(2016) Τα μωρά της Αθηνάς, Εκδόσεις Πηγή