Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Διαβάζοντας και σχολιάζοντας (ο ποιητής σαν σύννεφο)

Διαβάζοντας και σχολιάζοντας 
(ο ποιητής σαν σύννεφο)




Η ανάγνωση: από δύο ποιητές που μοιάζει να συνομιλούν, μέσα από τα πολλά χρόνια που τους χωρίζουν.

«Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια»
( Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ, «Σύννεφο με παντελόνια»)

«Θα με αναγνωρίσετε
γιατί θα κρατάω παραμάσχαλα ένα στυμμένο σύννεφο»
(Δημήτρης Αγγελής, από το «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου»)

Και ο σχολιασμός: αυτοί που  συνταιριάζουν με το ασαφές νεφέλωμα δεν είναι όλοι ίδιοι. Άλλοι ξαπλώνουν πάνω του και νιώθουν να τυλίγονται όμορφα από την πάχνη του, προνομιούχοι τάχα αυτοί της άνωθεν εξαίσιας εποπτείας. Περιφρονούν τους ταπεινούς εργάτες της γραφής που ούτε λίγο γκρίζο χιόνι αξιώθηκαν στις λέξεις τους επάνω. Και αδιαφορούν για όλους τους αμέτοχους κι ανίδεους των πλούσιων νεφών.  Μα είναι κι άλλοι που, κομμάτι σύννεφο κι οι ίδιοι, στύβουν σκληρά το υδάτινο το σώμα τους για να γευτούν μια στάλα ουρανό όλοι της γης οι κουρασμένοι, επαίτες της ζωής. Αυτοί  οι ποιητές έχουν το σύννεφο αναγνωριστικό σημάδι, βαρύ φορτίο αέρινο, ωστόσο εκλεκτό.


Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015


«Η δική μου ζωή», σκέψεις για τον επικείμενο θάνατο.

Μια ‘ανάγνωση’ στα αυτοβιογραφικά κείμενα των David Hume και Oliver Sacks 
(σε μετάφραση της Άννυς Σπυράκου και του Κώστα Πόταγα) από τις εκδόσεις Άγρα



"Πάνω απ’ όλα, υπήρξα ένα συνειδητό ον, ένα σκεπτόμενο ζώο, πάνω σε τούτον τον όμορφο πλανήτη, πράγμα από μόνον του τεράστιο ως προνόμιο και ως περιπέτεια."
Έτσι ολοκληρώνει ο εμβληματικός νευρολόγος και καθηγητής νευρολογίας Oliver Sacks το αυτοβιογραφικό του κείμενο, αξιολογώντας το πέρασμα του από τη ζωή. Ποια θα μπορούσε να είναι η ικανή αιτία που ωθεί κάποιον άνθρωπο να αποτιμήσει με αυτές τις λέξεις όλο του τον βίο;
Ο Oliver Sacks αντιμέτωπος με το θλιβερό για άνθρωπο προνόμιο να γνωρίζει τη χρονική στιγμή του τέλους του, βρίσκει τις λέξεις- σκαλιά να πατήσει για να διασώσει την ευθυτενή στάση του, να μη λυγίσει κάτω από το βάρος μιας τέτοιας γνώσης.

Αρχικά η ‘συνείδηση’, η εσωτερική βαθύτατη επίγνωση της ουσίας του ανθρώπινου όντος, της θνητότητάς του, του πρόσκαιρου χαρακτήρα όλων των δημιουργημάτων του. Ιδιαίτερο γνώρισμα του επίλεκτου όντος, που το ανυψώνει στα όρια των δυνατοτήτων του, το ελέγχει για τις αδυναμίες του και τις αποτυχίες του, του δημιουργεί παράλληλα την ψευδαίσθηση μιας παντοδυναμίας, θλιβερά κι αυτής μάταιης, όπως αποδεικνύεται, μπροστά σε δυσανάλογες για την ανθρώπινη δύναμη ασθένειες.
Κατόπιν η ‘σκέψη’. Αναμφίβολα η γενεσιουργός δύναμη, ο κινητήριος μοχλός της κάθε ενέργειας, με δυνατότητες επεξεργασίας του λόγου άπειρες, με κλιμακούμενη την ποιότητά της από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η ‘ομορφιά’ του κόσμου, μέσα στον οποίο καλούμαστε να ζήσουμε, μια εικόνα πολύμορφη, πλούσια, περισσότερο οδυνηρή ωστόσο, αν βρισκόμαστε κοντά στην έξοδο απ’ αυτόν.
Το ‘προνόμιο’ να έχεις όλα τα παραπάνω, ακριβώς επειδή είσαι άνθρωπος και μπορείς να απολαμβάνεις την ξεχωριστή αυτή θέση ανάμεσα στα υπόλοιπα όντα.
Τέλος η ‘περιπέτεια’ αναπόφευκτα συνακόλουθη όλων των παραπάνω. Γιατί η ζωή η συνειδητή, η σκεπτόμενη μέσα στον κόσμο δεν μπορεί παρά να επιφυλάσσει για τον ταξιδιώτη και απρόσμενες στροφές, ξαφνιάσματα και ανατροπές όχι πάντοτε επιθυμητές.
Με αυτές τις λέξεις περιγράφοντας ο Oliver Sacks το πέρασμά του από τον κόσμο, αφήνει μια τελευταία παρακαταθήκη σε όλους όσοι τον διαβάσαμε και τον παρακολουθήσαμε στη ζωή του την ξεχωριστή. Μοιάζει να λέει πως η αντιμετώπιση του θανάτου είναι κι αυτή ένα στάδιο της ζωής, ένα χρονικό διάστημα προετοιμασίας για μια αποχώρηση προς το άγνωστο, το οποίο (κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα) μπορεί να είναι εξίσου σημαντικό, όμορφο και πλούσιο.
Με "τόλμη", "σαφήνεια" και "απλά λόγια", όπως δηλώνει ο ίδιος, γράφει αυτό το ύστατο κείμενό του, γιατί "δεν υπάρχει χρόνος για τίποτε ανούσιο". Πρέπει πια να εστιάσει στον εαυτό του, στο έργο του και στους φίλους του. Να κλείσει ό, τι δεν μπόρεσε στα ογδονταένα του χρόνια. Να συλλογιστεί όλη τη γενιά του που αποχωρεί από το προσκήνιο, ο ένας μετά τον άλλον.
Νιώθει φόβο; Οπωσδήποτε. Και το δηλώνει. Περισσότερο, όμως, νιώθει ευγνωμοσύνη για ό, τι του χαρίστηκε, για την αγάπη που πήρε κι έδωσε για τη συνεύρεσή του με τον κόσμο "με τον ξεχωριστό τρόπο που απολαμβάνουν οι συγγραφείς και οι αναγνώστες".
Μας θυμίζει τον Schopenhauer και το αντίδοτο στην  άφατη θλίψη που είναι μόνο η γνώση. Έτσι κι εδώ ο μελλοθάνατος εν ασθενεία Oliver Sacks επιστρατεύει αυτό το εργαλείο, το πολύτιμο σε όλη του τη ζωή, για να στηριχθεί εδώ στο τέλος της πορείας του. Και, ως φαίνεται, το εργαλείο λειτουργεί.
Πολύ σωστά οι εκδόσεις Άγρα συνοδεύουν το κείμενο αυτό με το ομότιτλο του David Hume, γραμμένο το 1776 από τον φιλόσοφο, ο οποίος στα εξηνταπέντε του χρόνια αντιμετώπισε την ίδια αμετάκλητη διάγνωση για το τέλος της ζωής του. Και θέλησε κι αυτός να δώσει κάποιες τελευταίες σκέψεις του απέναντι στη σκληρή αυτή γνώση. Δεν είναι οπωσδήποτε τυχαίο το γεγονός ότι ο Oliver Sacks κάνει μνεία αυτού του άλλου ομότυχου νιώθοντας τόσο κοντινό τον μακρινό εκείνο. Ίσως αναζητά τον ιδιότυπο αυτόν συμπαραστάτη στη δική του κακοτυχία. Αναφέρει σχετικά: "…μια αράδα από το κείμενο του Χιουμ με συγκλονίζει με την αλήθεια της: “Δύσκολα τηρεί κανείς μεγαλύτερη απόσταση από τη ζωή απ’ όση τηρώ πλέον εγώ”." Ο Hume, στο δικό του κείμενο, κάνει τη δική του αποτίμηση επιλέγοντας να αναφέρει τα όσα θαυμαστά κατόρθωσε στη ζωή του (εκτιμώντας ωστόσο ότι μπορεί όλο αυτό που κάνει να εμφανίζεται ματαιόδοξο) ενώ ο Sacks αποφεύγει κάτι ανάλογο, γιατί όπως δηλώνει: "αυτό δεν σημαίνει πως τελείωσα με τη ζωή". Πώς, λοιπόν, να δεις σαν τελειωμένη μια πορεία που ακόμη, έστω για λίγο, συνεχίζεται;
Ο άνθρωπος που σκιαγραφείται στα δύο αυτά κείμενα, ο πάσχων άνθρωπος, στο κατώφλι μιας πόρτας εντελώς άγνωστης και ξένης είναι ένας πλήρης χαρακτήρας. Αποτιμά τη ζωή του αναφέροντας όλα του τα σπουδαία πράγματα, επιθυμεί όμως ακόμη να ζήσει όσο διάστημα του υπολείπεται με πλήρη συναίσθηση του γεγονότος της αποχώρησης. Περισσότερο κοντά μας ίσως νιώθουμε τον συντάκτη του δεύτερου κειμένου, γιατί ο Oliver Sacks ‘ζει’ τον χρόνο του περισσότερο, μοιάζει να βλέπει μπροστά, εκεί που δεν υπάρχει τίποτα που να υπόσχεται ζωή γι’ αυτόν.

Είναι σημαντικό σε τελευταία ανάλυση αυτό το ελάχιστο βήμα του συνειδητού, σκεπτόμενου όντος προς τα εμπρός: "…να βρίσκει τον δικό του δρόμο, να ζει τη δική του ζωή, να πεθαίνει με τον δικό του θάνατο". Μεγάλη αλήθεια, καθόλου αυτονόητη, ειπωμένη με την απλότητα του ορθού και αναμφισβήτητου λόγου. Αν ο δρόμος που επέλεξες για τη ζωή σου είναι μοναδικός και αποκλειστικά δικός σου, τότε να θεωρήσεις πως και ο θάνατός σου είναι κι αυτός κομμάτι σου. Δικό σου ως το τέλος

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Μεταφορικά μιλώντας (ύστερη μνεία)




Ακούνε άραγε;
Όταν σε μια αποστροφή του λόγου μας
-μακάρι και του ποιητικού-
θυμόμαστε τον ίσκιο τους
και βάζουμε στις λέξεις μας κάτι απ’ το πρόσωπό τους,
αμέτοχο πια σε θνητά κοιτάγματα,
και λέμε το όνομά τους,
σβησμένο από καιρό μέσα στα χάρτινα κιτάπια.
Αναρωτιέμαι, συγχωρούν την καθυστερημένη μνεία,
κατανοούν τα πιο δειλά αρχικά σκαλίσματα,
συγκατανεύουν στις μέριμνες του βίου
που κρίθηκαν ανώτερες
σε ζυγαριές στραβές.

Γιατί θα έπρεπε στο χρόνο το σωστό
να γράφονται οι εικόνες στο χαρτί.
Κι όσοι λιγόστευαν ανάμεσά μας
-αργά μα σταθερά-
να γνώριζαν πως κάποτε
κάποιοι θα γράφαν λόγια στη ζωή τους.
Ακούνε άραγε,
ή χάνεται κι η μνήμη τους
στον άξενο το χώρο;

Τα ονόματα, τα πρόσωπα, τα φυλαγμένα λόγια.
Απολεσθέντα πράγματα γι’ αυτούς.
Μόνο για μας ισχύουν.
Με λέξεις άκαιρες διασώζουμε την ενοχή.



Διώνη Δημητριάδου


(από τη 2η ομαδική ποιητική συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα)

 (η εικόνα από την ταινία  

"Der Himmel über Berlin" του  Wim Wenders)

    

 




Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Μεταφορικά μιλώντας (αντιπαρέλαση)

Μεταφορικά μιλώντας (αντιπαρέλαση)




Μοναχικοί περιπατητές,
σε δρόμους διαβατούς
από χιλιάδες τροχοφόρα,
αδέξια περιφέροντας
μια στοιχειωμένη
αδικαίωτη μειοψηφία.

Και μία σκέψη οραματική:
Να ‘τανε, λέει,
να γέμιζαν οι δρόμοι
από εκατομμύρια
βήματα ασυντόνιστα.
Κι ο νέος στοχαστής
με ανέγγιχτο μυαλό
από προφυλαγμένα δόγματα
-φτηνά της σκέψης καταφύγια-
να ηγηθεί μιας μπάντας
αυτοσχεδιασμού.
Όχι για να εναρμονίσει
τους διαφορετικούς παλμούς
αλλά (σε μια προσωπική,
διατεταγμένη υπηρεσία)
κάθε βηματισμό ομοιόμορφο
να εξαφανίσει.
Και εκεί όταν φτάσει
στην εξέδρα
ο όμιλος ο ετερόκλητος,
να  βρει μονάχα ένα παιδί
να χαιρετά τα πλήθη,
σαν ένδειξη συμμετοχής
σε εκλεκτή συνωμοσία.





Διώνη Δημητριάδου


(Ο πίνακας του Γαΐτη)

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή «Στο λάμδα των χελιδονιών» της Ελένης Κοφτερού, από τις "Εκδόσεις των Φίλων"

Μια ‘ανάγνωση’ στην ποιητική συλλογή 

«Στο λάμδα των χελιδονιών» 

της Ελένης Κοφτερού, 

από τις "Εκδόσεις των Φίλων"






Μπορείς με λίγες λέξεις να αποδώσεις το περιεχόμενο μιας ποιητικής συλλογής; Να βρεις τις συνδετικές ραφές των στίχων, να ανιχνεύσεις το κρυφό νήμα που ενώνει καταλυτικά τις εικόνες τους; Αληθινά δεν γνωρίζω. Όμως, διαβάζοντας τα ποιήματα της Ελένης Κοφτερού στην τελευταία αυτή ποιητική της ‘έκθεση’, μου έρχονται εύκολα οι λέξεις: έρωτας, θλίψη, μοναξιά, θάνατος.
Οπωσδήποτε έννοιες ιδιαίτερα αγαπητές σε πολλούς θεράποντες της ποίησης. Το ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη ποιήτρια είναι ότι καταφέρνει να προσδώσει στο περιεχόμενό τους μια λεπτή ποιότητα απολύτως προσωπική, η οποία τελικά μεταλλάσσει την ουσία τους φθάνοντας σε μερικές περιπτώσεις ως την αναίρεσή τους, θα τολμούσα να πω.

Έτσι, ο έρωτας, που ως έκδηλο εσωτερικό αίσθημα κυριαρχεί στην πρώτη ενότητα (από τις τρεις που απαρτίζουν τη συλλογή) ενώ έχει ξεκάθαρο ‘σώμα’ και αναπνέει ρεαλιστικά μέσα στους στίχους, δεν επιτρέπει το πάθος να παραβιάσει το στεγανό του περιτύλιγμα. Πρόκειται για έρωτα κατασταλαγμένο, ήρεμο και βέβαιο για τον δρόμο που περπατά. Ψάχνεις μέσα από μεταφορικούς στίχους να ξεσκεπάσεις το πάσχον πρόσωπο

«…
κι είδα
μικρό έναν σκαντζόχοιρο
σφιχτά να αγκαλιάζει τη χελώνα
χωρίς καθόλου φόβο
μόνο με εξαίσιες
του πάθους νύξεις» 
(Ο χωροχρόνος του φόβου)


Η θλίψη, κυκλοφορεί σε υπόκωφους ήχους, χωρίς να φθάνει σε ξεσπάσματα, δικαιολογημένα από κάποιο πένθος που διακρίνεται υπαινικτικά σε μερικά ποιήματα.

«…
αναζητώντας τη μέσα ζωή
τον υπόκωφο ψίθυρο των καχεκτικών κλαδιών
…» 
(Δρόμοι)

Παραμένει, ωστόσο εκεί για να υπενθυμίζει ότι ίσως ποίημα χαρούμενο ποτέ δεν γράφτηκε αλλά και πηγή για τον ευαίσθητο δέκτη των ποιητών ποτέ δεν ήταν η ευτυχία και η γαλήνη.

Η μοναξιά, που επίσης αναγνωρίζεται πίσω από τις λέξεις,

«…
Τυχαίο δεν είναι ότι
το ‘κρυφτό το πρώτο μας παιχνίδι γίνεται
και ύστερα
με το κουτσό
μονάχοι πορευόμαστε.»
 (Το κρυφτό και το κουτσό)

μοιάζει να αναιρείται από την παρουσία στο ποίημα προσώπων που αποπνέουν ζεστή οικειότητα προς την ποιήτρια. Σε κάνει να σκεφθείς πως δεν τη χαρακτηρίζει η μοναχικότητα. Από την άλλη σταθμίζεις και την περίπτωση της εσωτερικής βίωσης της απώλειας, που πάντοτε μένει στην άκρη του μυαλού, όταν διαβάζουμε ποίηση.

Αυτό το τελευταίο οδηγεί και στο θέμα του θανάτου, που παρουσιάζεται εδώ κι εκεί στην ποίηση της Ελένης Κοφτερού, για να επιβεβαιώσει, με τη σειρά του, την αίσθηση του άφευκτου, του αναπότρεπτου.
Εδώ η ποιήτρια φαίνεται περισσότερο να αγγίζεται από το βάρος του, ακόμη κι όταν αναζητά τα ίχνη του σε παραμύθια, σε μυθικά πρόσωπα. Με πιο ευθύ τρόπο θα μιλήσει στην έξοχη «Νύχτα Χριστουγέννων»

«Αγαπημένε μου, το ξέρω
αν εκεί πάνω δεν έχεις βρει
μιαν αξιοπρεπή δανειστική βιβλιοθήκη
στυφή η ανία σου
κι από τον θάνατο πιο ανυπόφορη
…»

Αλλά και εδώ:

«Γιατί μου δείχνεις μόνο τις φωτιές
και κρύβεις τ’ ανθρωπάκια τ’ ουρανού
που τσουρουφλίζουν τα φτερά τους;

πρέπει διαρκώς θνητότητα
να είναι το σημαίνον;»
(Εν είδει απογευματινής προσευχής)

Δεν είναι, όμως, αποστασιοποιημένη από την αληθινή ζωή η ποίησή της. Κάθε άλλο μάλιστα. Με καθαρό λόγο, χωρίς να πετάει πάνω από την πραγματικότητα, η ποιήτρια κατορθώνει να μας οδηγήσει στη δική της προσωπική άποψη για τα στιχουργήματα. Στην τρίτη ενότητα της συλλογής της μας δίνει στοιχεία επαρκή για να κατανοήσουμε την ‘ποιητική’ της, την άποψή της για την Ποίηση, τον ρόλο του ποιητή αλλά και τα εργαλεία για να γραφτεί ένα ποίημα.

«Δεν είναι βολικό το ξέρω
 να αγαπάς τους ποιητές
πάντα στο ποίημα θα ενδίδουν
και θα υποχωρούν
στις λέξεις πανηγυρικά θα παραδίδονται
κι όταν καμιά φορά αναδιπλώνονται
υψώνοντας σημαία τα λευκά τους χέρια
οι στίχοι θα καραδοκούν
 με ρίμες εκμαυλιστικές
…»
(Κι οι ποιητές ενδίδουν)

Τώρα γίνεται διαυγέστερη η ποιητική της άποψη. Το ποίημα είναι πάντα εδώ για να δηλώσει όσα ανιχνεύονται από τον ποιητή, αρκεί να στρωθούν σωστά οι λέξεις, με καθαρότητα και σαφήνεια.

«…
Λέξεις και στίχους
να προφτάσεις να μυρώσεις
προτού αυτοί αναληφθούν»
(Ανάσταση)

«…
Τα πάντα εδώ.
Γιατί λοιπόν αργοπορεί το ποίημα;»
(Κι άλλη αργοπορία ποιήματος)

Στη δεύτερη και στην τρίτη ενότητα το στοιχείο του έρωτα υποχωρεί και διατηρείται υπαινικτικά πίσω από άλλα θέματα που ενδιαφέρουν την ποιήτρια, αφήνοντας χώρο και για πολιτικό στίχο με μνήμες ιστορικές. Προσωπικά, βρίσκω αυτές τις απόπειρες από τις καλύτερες της συλλογής.

«Όταν γυρίζανε το βράδυ στις σκηνές τους
οι εξόριστοι της Μακρονήσου
(όσοι γλιτώνανε την απομόνωση)
έβγαζαν από πάν τους τα λερωμένα
 ρούχα της άγριας ερημιάς
κι έπειτα
διάβαζαν Όμηρο και Σαίξπηρ
Παλαμά, Πάμπλο Νερούντα
χωρίς λέξεις και βιβλία.
…»
(Οι εξόριστοι της Μακρονήσου)

Η ποίηση της Ελένης Κοφτερού είναι μια ιδιωτική περισσότερο υπόθεση (όπως αναπόφευκτα πιστεύω πως είναι πρωτίστως η ποίηση) η οποία προσφέρεται με έντιμο τρόπο στον αναγνώστη. Δεν υπερβάλλει, δεν μεταμορφώνει τα γνήσια αισθήματα σε προσποιητά περίπλοκα. Έτσι βρίσκει τον στόχο της απευθυνόμενη σε όσους ανακαλύπτουν μέσα στους στίχους της τις δικές τους μνήμες, απώλειες και ευαισθησίες. 
Αυτό το ‘λάμδα των χελιδονιών’, το άνοιγμα το ψαλιδωτό της ουράς τους, επιτρέπει την απογείωση αλλά και το σταθερό, βέβαιο πέταγμα. Τόσο για τα χελιδόνια όσο και για τη συγκεκριμένη ποιητική ‘κατάθεση’.

Διώνη Δημητριάδου



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση στη συλλογή διηγημάτων 

«Νυχτερίδα στην τσέπη»

του Θοδωρή Ρακόπουλου, 

από τις εκδόσεις Νεφέλη




«Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου», όπως εύστοχα ο Ανδρέας Εμπειρίκος φέρνει μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας όλο τον λόγο τον ποιητικό μέσα σε μια εικόνα που αναπτύσσεται απαστράπτουσα με στίλβουσα επιφάνεια. Ο πεζός λόγος θεωρητικά διαφέρει στα μέσα που χρησιμοποιεί, στην αρχική του ιδέα και έμπνευση, πατώντας σταθερότερα στα γήινα και υλικά από τον ανάλογο ποιητικό.
Η παραπάνω επισήμανση δεν γίνεται επειδή ο λόγος του Θοδωρή Ρακόπουλου  παραβιάζει τα χωρικά ύδατα της ποίησης. Καθόλου μάλιστα, αν αναφερόμαστε στα αφορώντα στη μορφή ή στον εσωτερικό ρυθμό που διέπει την  ποίηση. Υπάρχει όμως η αίσθηση, όταν διαβάζουμε τα διηγήματα της συλλογής του, ότι η λογική προσέγγιση του λόγου του δεν επαρκεί για να ‘ανοίξει’ το παράξενο αυτό βιβλίο τα μυστικά του. Εκεί που νομίζεις πως κατανοείς μια συμβατική πλοκή, θα σε ξαφνιάσει με την ανατροπή των εικόνων, με τη διάσπαση της χρονικής ακολουθίας, με τη διατάραξη της τάξης των πραγμάτων και του κόσμου τους, ο οποίος συχνά αποδομείται τελείως.
«Για να διασκεδάσω την ανησυχία μου, έπεσα τον εαυτό μου πως ανέβαινα ολοένα προς κάτι σαν παιδική σκαλωσιά, όπου θα έβλεπα κρεμασμένους οικοδόμους οκτώ ετών με σκισμένα γόνατα και ροζιασμένες τις φάλαγγες των δαχτύλων· στα μάγουλά τους γραμμές από σκόνη σαν ρυτίδες. Ένας, ο πιο μάγκας, θα έχει στο αυτί σχολικό μολύβι ιχνογραφίας, μάλλον χρώματος λευκού – και θα είναι το αρχιμαστόρι σίγουρα. Σκέφτηκα ακόμη πως τα παιδιά θα αφαιρούσαν κάποτε τη σκάλα, αφήνοντας πίσω τους έναν κτισμένο ουρανό.» (Περιπέτεια)


Στην πραγματικότητα ο αναγνώστης καλείται να συλλάβει με όποιον τρόπο έχει πρόσφορο, όχι τόσο την ‘υπόθεση’ της κάθε ιστορίας αλλά περισσότερο το ‘κλίμα’, αυτή την ιδιαίτερη αύρα που κυκλοφορεί στις σελίδες του βιβλίου. Ακριβώς αυτό το κλίμα είναι που συνταιριάζει την πεζογραφία του Θοδωρή Ρακόπουλου με την ποίηση, και μάλιστα την πιο εκλεκτή σε  υπέργειες εικόνες, την υπερρεαλιστική. Από εκεί και ο συνειρμός με το περίφημο απαστράπτον ποδήλατο του Εμπειρίκου.
«Κοιμάσαι και κρατώ σταθερή απόσταση από τον φόβο του πνιγμού, όπως στο διήγημα του Βιζυηνού. Κάθε σου κύτταρο λέει την ίδια ιστορία και με βλέπω σε όλες, πρόσωπο στο βάθος αχνό, όπως στην Αναγέννηση ο ζωγράφος προσθέτει τη δική του μορφή στον πίνακα.»
«Το ημερολόγιο μισάνοιχτο, από κάτω φρέσκες σελίδες γραμμένες. Σημειωμένες σειρές, γραμμές σε επανάληψη, οι αράδες έχουν μια συνέχεια, όλα πολύ στρωτά· καλό σημάδι. Φαίνεται μπαίνουν σε τροχιά οι σκέψεις σου, συνήθως όλα ανάκατα και μουντζούρες, ξυσιές με τη μύτη του στυλό στο χαρτί. Σηκώνω το βλέμμα από το κείμενο για λίγο, σε κοιτάζω: δεν έχεις κουνηθεί γραμμή. Αν ήσουν κείμενο, θα ήταν μια μουντζούρα ο τίτλος.» (Με το κεφάλι στο σεντόνι)

Ο αναγνώστης, στην ουσία, συνεχίζει την κάθε ιστορία μόνος του, δίνοντας την ερμηνεία που αυτός επιλέγει, έχοντας τη γεύση που του άφησε η κατευθυντήρια ιδέα. Χαρακτηριστικό δείγμα το διήγημα «Εκκρεμές», στο οποίο ο συγγραφέας μας οδηγεί καρέ καρέ όπως ο σκηνοθέτης,  αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες του σκηνικού που ο ίδιος έχει στήσει, εναποθέτοντας το βλέμμα μας όπου αυτός θέλει και φωτίζοντας όσα αυτός επιτρέπει. Στο τέλος, θα πρέπει εμείς να συνεχίσουμε το ‘σενάριο’, σε όσα ζοφερά θα μας φέρει η δική μας φαντασία.
Παράλογος ο κόσμος που μας οδηγεί ο συγγραφέας; Αναμφισβήτητα, όσο παράλογο είναι αυτό που δεν εξηγείται, όσο ακόμη πιο παράλογος  είναι ο πόθος του ανθρώπου να του εξηγηθεί ο κόσμος μέσα στον οποίο βρέθηκε. Αυτή η παράλογη συνύπαρξη πλανάται ως αίσθηση στη σκέψη των ηρώων των διηγημάτων και κατευθύνει προς μια υπερρεαλιστική σύλληψη του κόσμου.

«Η μέλισσα, λέγει ο φιλόσοφος Μαρξ, στερείται φαντασίας. Διαγράφει κύκλους προδιαγεγραμμένους, ακόμη και στα πιο έξαφνά της πτερουγίσματά της στον αέρα. Μα το πιο σημαντικό από τα τρωτά της (και πώς να μην είναι προβληματικό ένα ζώο που χειρίζεται το όπλο του άπαξ) είναι που έχει δεμένο χαρακίρι των Ιαπώνων στην κοιλιά της, Πρόεδρε: είναι σαν να την επιστρέφει ο τσιμπηθείς στη φύση, απ’ όπου τη βρήκε, ελαττωματική. Κι αλήθεια, πόσο δραματικά ομοιότυπες είναι όλες οι μέλισσες του κόσμου.» (Το ήσυχο πουλί καζουάριος)





Προσοχή, όμως! Αυτή η παράξενη γραφή δημιουργεί έναν αδιόρατο φόβο, ακόμη κι όταν η ιστορία εκτυλίσσεται στον ανοιχτό χώρο και στο άπλετο φως. Μια λεπτή ομίχλη τυλίγει τον λόγο, σαν κάτι να πλανάται αδιόρατο, ωστόσο αντιληπτό από ευαίσθητες κεραίες. Αβεβαιότητα; Αμφιβολία; Ο λόγος υπερίπταται του πεζού εδάφους αλλά δεν απομακρύνεται. Μετέωρος εκεί λίγο πιο πάνω από όσα αγγίζει η λογική, λίγο πιο έξω από τα απολύτως ανθρώπινα στις διαστάσεις τους.
Μπορεί μόνο ένα από τα διηγήματα να έχει στις σελίδες του μια ‘νυχτερίδα στην τσέπη’, ωστόσο οι σκοτεινές φτερούγες της υποκρύπτονται σε όλο το βιβλίο.
«Μέχρι κι η μικρή νυχτερίδα, ακίνητη στην τσέπη, μπορεί και να είχε κοιμηθεί, τα ελαφρά της νύχια ίσα που νιώθονταν μέσα από το ύφασμα, κρεμασμένη ανάποδα πίσω απ’ την τσέπη, σαν ακίνητο βαρίδι, σαν εκκρεμές στο περπάτημα μέσα στο ξημέρωμα» (Νυχτερίδα στην τσέπη)

Ένα παράξενο, καθηλωτικό  βιβλίο με είκοσι “ομιχλώδεις” ιστορίες. Με τη σκιά μιας νυχτερίδας πίσω από τις λέξεις του.


Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Λίγο μπλε

«…στο’ πα και στο ξαναλέω
στο γιαλό μην κατεβείς…»





   Η αίθουσα ήταν πια σχεδόν γεμάτη. Γνωστές φυσιογνωμίες οι περισσότεροι, φιλότεχνοι,  απ’ αυτούς που δεν αφήνουν καμία έκθεση να τους ξεφύγει, άλλοι από αληθινή αγάπη για την Τέχνη και άλλοι από γνήσια φιλοδοξία να βρουν αναγνώστες τα κριτικά τους σημειώματα και οι αναλύσεις τους. Συνηθισμένη ήταν από όλους αυτούς, τους συναντούσε σε όλες τις εκθέσεις της. Άλλους τους συμπαθούσε άλλους, πάλι, όχι και τόσο. Είχε μάθει πάντως να αποδέχεται την κριτική τους διάθεση, τις απόψεις τους -αυθεντικές ή όχι- ακόμη και την κακεντρέχειά τους καμιά φορά. Είναι όλα αυτά κομμάτι του παιχνιδιού.
Περνούσε από παρέα σε παρέα, συζητούσε, απαντούσε σε ερωτήσεις (κοινότοπες οι περισσότερες), έψαχνε μήπως δει και κάποιο παλιό φίλο για μια πιο αληθινή παρουσία.

«Εμμονή έχετε με τις προσωπογραφίες».
«Σπάνια συναντάμε στο έργο σας τη φύση, τα τοπία».
«Αλλάξατε κάπως το στυλ σας από τη τελευταία σας δουλειά
«Υπαινίσσεστε τη μοναξιά με τους τόνους του γκρίζου

Τι να απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις; Μα ακόμη και τα πρόσωπα φύση δεν είναι; Το στυλ δεν είναι κάτι που εξηγείται. Τίποτε δεν υπαινίσσεται, όλα ξεκάθαρα τα δηλώνει. Αυτή θα προτιμούσε πιο αυθόρμητες εκδηλώσεις. Όταν εσύ δίνεις κάτι από την ψυχή σου μέσα στο έργο σου, περιμένεις με την ίδια αυθεντικότητα να το πλησιάσει και ο άλλος. Πολύ είναι αυτό; Αλλά οι περισσότεροι αναλίσκονται σε ανούσιες παρατηρήσεις, τόσο ίδιες και κουραστικές, που πια της δημιουργούσαν αποστροφή. Ας είναι.

Είναι αλήθεια ότι οι τόνοι του γκρίζου τής είχαν γίνει κάτι σαν εμμονή, έτσι όπως ξεδίπλωναν τις αποχρώσεις τους από το αχνό γκρί ίσαμε το βαθύ και απεγνωσμένο, σχεδόν μαύρο. Το απόλυτο σκοτάδι της ψυχής εκδηλωνόταν κάθε φορά που καταπιανόταν να γεμίσει ένα καινούργιο μουσαμά. Προτιμούσε τα πρόσωπα. Με την πλούσια φωτοσκίαση πιο καλά θαρρούσε πως αποδίδονταν οι εκφράσεις και τα συναισθήματα. Το χρώμα μάλλον έδινε πρόσθετους τόνους αισιοδοξίας, αίσθηση που πολύ απείχε από τη δική της ιδιοσυγκρασία. Αλλά και στα τοπία οι ίδιοι τόνοι ήταν κυρίαρχοι, την ίδια αίσθηση έδιναν, αυτή του σκοτεινού και απόμακρου.

Είχε αφαιρεθεί παρατηρώντας μια παρέα από κορίτσια που έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μπροστά στο τοπίο με τον τίτλο ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ. Ομιχλώδες και αχνό στη σκιαγράφηση των δέντρων που κατέβαιναν ως την άκρη της θάλασσας σμίγοντας τους κορμούς τους με την αμμουδιά, εκεί που έσκαγε ένα αμφίβολο κύμα. Πλησίασε. Ήταν μια παρέα από φοιτήτριες της σχολής Καλών Τεχνών. Αφέθηκε για λίγο στις εύλογες ερωτήσεις των κοριτσιών, σχετικά με τον τίτλο που είχε δώσει. Τι να πει; Τι να δικαιολογήσει; Αυτά δεν εξηγούνται, και αν ποτέ επιχειρηθεί μια ανάλυση, χάνουν κάτι από τη μαγεία της δημιουργίας τους.

«Γιατί δεν βάζετε λίγο μπλε

Την ερώτηση την είχε απευθύνει ένα κορίτσι που ως τότε δεν είχε μιλήσει. Την κοίταζε ίσα στα μάτια και περίμενε την απάντηση.
Λογική η ερώτηση. Μπλε για τη θάλασσα, όπως πράσινο για το φύλλωμα των δέντρων, όπως κόκκινο για να αποδώσεις ένα τριαντάφυλλο. Γιατί, όμως, όλο αυτό δεν της φαινόταν και αυτονόητο;

Είχε τόσο πολύ καταδυθεί στα βάθη σκοτεινής σκέψης, τόσο είχε γοητευθεί από την απόδοση του πίσω μέρους του μυαλού, ώστε να της είναι αδύνατο να απεικονίσει ένα κόσμο χρωμάτων, ρεαλιστικό και προσιτό στον καθένα; Στα έργα της είχε σχεδόν αποκλείσει την ποικιλία των χρωμάτων που κάθε ζωγράφος χρησιμοποιεί. Λευκό, μαύρο, ποικιλία γκρίζων και φαιών, κάτι γήινες αποχρώσεις (που κι αυτές έτειναν προς το σκοτεινό τους), παντελής απουσία έντονων και λαμπερών.
Με την ερώτηση αυτή -στην ουσία αναπάντητη- έφυγε από τον χώρο της έκθεσης.

Το βράδυ ήταν μάλλον κρύο. Κατέβηκε στην αποθήκη, πήρε μια αγκαλιά ξύλα και ανέβηκε στο σπίτι. Ένα τζάκι με τριζάτη φωτιά. Τι καλύτερο για απόψε!
Κάτι η ένταση και η κούραση όλης της μέρας, κάτι η θαλπωρή που έκανε η φωτιά, χαλάρωσε και μισόκλεισε τα μάτια. Δεν άργησε να παραδοθεί σ’ ένα γλυκό ύπνο.

Εκεί που μπερδεύονται τα πραγματικά με τα χαώδη, και το μυαλό παραδίδεται στο όνειρο, εκεί στο ανάμεσα της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Εκεί βρέθηκε σ’ ένα τοπίο θαλασσινό. Μια πλαγιά κατάφυτη με δέντρα που κατηφόριζαν προς μια ακτή ήσυχη, χωρίς ίχνος κυματισμού στη θάλασσα. Κι αυτή σαν να κοίταζε αυτό το τοπίο από κάπου μακριά, από ψηλά. Τα μάτια της δεν μπορούσε να τα κρατήσει ανοιχτά, γιατί ένα φως (που ερχόταν λες από τον ουρανό και εστίαζε στο μέρος αυτό) το αγκάλιαζε απ’ άκρη σ’ άκρη δίνοντάς του μια πνοή απόκοσμη. Αν έπρεπε να μιλήσει γι’ αυτό που έβλεπε μπροστά της, θα έλεγε ότι το τοπίο λουζόταν στο φως. Ένα φως μπλε, το απόλυτο μπλε!

Κι ήταν τόσο μα τόσο όμορφο! Τότε είδε ότι στην άκρη της θάλασσας  ήταν καθισμένος ένας άντρας, νέος και όμορφος. Δεν της ήταν άγνωστος, μόνο που είχε πολλά χρόνια να τον δει, και όσο τον θυμόταν ήταν πολύ μεγαλύτερος.
Ο άντρας σιγοτραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι και η φωνή του τη χτύπαγε ίσα μέσα στην καρδιά.

Στο ’πα και στο ξαναλέω, στο γιαλό μην κατεβείς   
Ο γιαλός κάνει φουρτούνα και σε πάρει και διαβείς   


Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Παππού», ψιθύρισε, «πώς είσαι εσύ εδώ;». Έκανε να τον φτάσει αλλά τα πόδια της λες και ήταν κολλημένα σε αόρατο έδαφος. «Παππού», φώναξε τώρα. Δεν φάνηκε να την ακούει. Συνέχισε να τραγουδάει 

Κι αν με πάρει, πού με πάει, κάτω στα βαθιά νερά   
Κάνω το κορμί μου βάρκα και τα χέρια μου κουπιά
Το μαντήλι μου πανάκι, μπαίνω βγαίνω στη στεριά

«Εδώ είμαι, παππού, κοίταξέ με, εδώ». Έκλαιγε τώρα με λυγμούς. «Γιατί δεν με βλέπεις, δεν μ’ ακούς; Παππού, δεν με θυμάσαι;».

Ο άντρας σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα, μπήκε μέσα ως τα γόνατα, ως τη μέση, χάθηκε. Μόνο η φωνή του ακουγόταν ακόμη

Στο ’πα και στο ξαναλέω, μη μου γράφεις γράμματα   
γιατί γράμματα δεν ξέρω κι αρχινώ τα κλάματα

«Παππού, μη φεύγεις! Θέλω να σου πω, να σου μιλήσω!».

Χάθηκε. Σιωπή τώρα στην ακτή, και το χρώμα δεν ήταν πια το φωτεινό μπλε. Σκοτείνιασε ο τόπος όλος και δεν έβλεπε πια τίποτε.

Το ένιωσε ότι ξυπνούσε από το όνειρο και σιγά σιγά η πραγματικότητα γύρω της ζωντάνευε τη συνείδησή της. Ήταν στο σπίτι με το τζάκι απέναντί της να γλυκαίνει και να ζεσταίνει την ατμόσφαιρα. Ήταν, όμως, μόνη. Η απόκοσμη εικόνα είχε χαθεί, μαζί και η αγαπημένη, και χαμένη από πολλά χρόνια, μορφή.
Αισθάνθηκε την ανάγκη να κρατήσει λίγο ακόμη κοντά της την αίσθηση της παρουσίας του. Άνοιξε το άλμπουμ με τις παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Εδώ ήταν όλη η ιστορία της φαμίλιας της, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κιτρινισμένες από τον καιρό οι μορφές στέκονταν με σοβαρότητα στις στημένες πόζες που τους ανάγκαζαν να πάρουν οι φωτογράφοι της τότε εποχής. Βρήκε τις φωτογραφίες του παππού της. Έβλεπε ένα νέο άντρα με σκαμμένο, όμως, το πρόσωπο από τις έγνοιες και τις αγωνίες (φαινόταν μεγαλύτερος απ’ όσο ήταν), στις επόμενες πιο μεγάλος, με παιδιά στην αγκαλιά, δίπλα στην κυρά του (άλλη βασανισμένη μορφή κι αυτή), μετά μεγαλύτερος, μετά γέρος πια με εγγόνια (η ίδια, πολύ μικρή, να τον κοιτάει στα μάτια με λατρεία), όλες γεμάτες μνήμη και θλίψη πια για τον χρόνο που κύλησε και έσβησε από τη ζωή αγαπημένους ανθρώπους.

Τι λένε συνήθως; Από αυτούς, που λιγόστεψαν μέσα στη ζωή μας, κρατάμε ό,τι μπορούμε περισσότερο για να τους θυμόμαστε. Μνήμες, μικροπράγματα, που αποκτούν με τον καιρό άλλη αξία, και έτσι συνθέτουμε την εικόνα που μας λείπει αλλά και τη δική μας ζωή που συνεχίζει, στο πείσμα των καιρών. Αυτή τι είχε κρατήσει από τους ανθρώπους αυτούς που στην πολύ νεαρή τους ηλικία ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, πήραν την τύχη τους και ήρθαν στην από δω μεριά του Αιγαίου χωρίς τίποτε στα χέρια τους παρά μόνο τη ζωντανή εικόνα μιας χαμένης πια οριστικά πατρίδας;

Κοίταξε γύρω της. Εκεί στην άκρη, δίπλα στο τζάκι, ένα χάλκινο σκεύος (για μαγείρεμα) της έφερε στον νου την αφήγηση του παππού. Αυτό πρόλαβε να πάρει μαζί η μάνα του, όταν τρελαμένοι έφευγαν για να σωθούν. Μαζί μ’ αυτό βρέθηκαν στη νέα πατρίδα χωρίς τίποτε άλλο. Και αυτό έφτασε πριν πολλά χρόνια στα δικά της χέρια, όταν και η προγιαγιά και ο παππούς και η μάνα της είχαν πια φύγει. Εκεί να της θυμίζει την πράξη της απόγνωσης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δεν μπορεί,
όμως, και κάτι άλλο θα κουβαλούσε –μέσα της – από τις ρίζες αυτές. Κάτι άλλο πιο ισχυρό.

Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Μια έντονη επιθυμία άρχισε να την κυριεύει παραμερίζοντας μέσα της κάθε άλλη αίσθηση και σκέψη. Πώς το είχε πει κάποτε ένας καλός της φίλος «όλα τα άλλα αισθήματα ατονούν και εξαφανίζονται, όταν είναι κυρίαρχη η ανάγκη της δημιουργίας».


Το πρωί τη βρήκε στο εργαστήριο να δουλεύει με ένταση και βιασύνη να τελειώσει το νέο έργο. Με κατακόκκινο το πρόσωπο από την προσπάθεια και παρασυρμένη από τη νέα εικόνα που ξετυλιγόταν μπροστά της γύρω στο μεσημέρι σταμάτησε. 

Απομακρύνθηκε από το έργο της, δεν έβλεπε καλά. Άνοιξε το παράθυρο. Ένας μεσημεριάτικος ήλιος χίμηξε μέσα στο δωμάτιο. Κοίταξε τον πίνακα και χαμογέλασε. Αυτό ήταν. Όπως το είχε δει. Η πλαγιά, τα δέντρα ως κάτω στη θάλασσα, ο ουρανός. Και όλα αυτά ολοφώτεινα με διάχυτο το χρώμα να λούζει το τοπίο. Με κυρίαρχο το μπλε!

Έφτιαξε ένα δυνατό καφέ, μάζεψε τα χρώματα και τα πινέλα και κάθισε ήρεμη τώρα απέναντι από τον μπλε πίνακα.

«Γεια σου, παππού!».

Το ίδιο βράδυ έγραφε στο ημερολόγιό της.

Μέσα μου τα κουβαλούσα όλα αλλά δεν το καταλάβαινα. Μέχρι που ήρθε η ώρα να τα φέρω στην επιφάνεια. Όλα, διωγμοί και βάσανα και ξεριζωμοί των άλλων, αλλά τελικά δικά μου όλα. Όπως όλοι βρίσκονται μέσα μας, όσο τους θυμόμαστε, έτσι και όσα πέρασαν φωλιάζουν στην ψυχή μας και μας καθορίζουν. Το γκρίζο το αντλούσα από τη ζωή μου και τις παραστάσεις της. Το μπλε, όμως,  ήταν αυτό της θάλασσας που οι δικοί μου έφεραν μαζί τους από την πατρίδα τους και με αυτό με μεγάλωσαν. Πέρασε μέσα από τα παραμύθια τους, από τα τραγούδια τους, και δεν σβήνει ποτέ. Το μπλε της καρδιάς.
Διώνη Δημητριάδου


(από τη συλλογή διηγημάτων «Τα κοινά και τα ιδιωτικά», εκδόσεις Νοών)


Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία» 
φιλοξενεί ένα αφήγημα 
 του Δημήτρη Μπούκουρα

Φαγητό στον σκύλο




Ναι… Ήταν αλήθεια… Αγαπούσε τα σκυλιά… Ιδιαίτερα αυτά του δρόμου… Αυτά με τα δίχως αφεντικά. Και ακόμα πιο πολύ αυτά που κάποτε είχαν ένα σπίτι και που άκαρδα τα είχαν εγκαταλείψει στους δρόμους. Είχαν κι εκείνοι κάποτε  έναν σκύλο που τον είχαν μαζέψει από τον δρόμο… Έζησε μαζί τους 18 ολόκληρα χρόνια και πέθανε από βαθιά γεράματα ένα μελαγχολικό απόγευμα.
Είναι αλήθεια ότι όποτε έβλεπαν στους δρόμους αδέσποτα λαχταρούσαν να πάρουν ένα στο σπίτι και να του δώσουν απλόχερα την αγάπη τους. Όμως, ήσαν αρκετά ηλικιωμένοι και σκέφτονταν ότι ίσως έφευγαν πριν από κείνο, και πλέον ποια θα επρόκειτο να είναι η τύχη του μετά από αυτόν τον αναγκαστικό χωρισμό… Έτσι, τους έφτανε ένα φευγαλέο χάδι που το έδιναν απλόχερα, όποτε έβλεπαν κάποιο σκυλάκι στον δρόμο…

Ήταν ένα βροχερό σούρουπο, όταν άκουσε εκείνο το κλαψιάρικο γρύλισμα που ερχόταν από τον δρόμο… Βγήκε στο μπαλκόνι αλλά δεν είδε τίποτα… «Θα έφυγε σκέφτηκε». Αλλά μόλις μπήκε μέσα, ξανάκουσε το γρύλισμα, πιο παρατεταμένο αυτήν τη φορά. Τότε το αποφάσισε: Θα έβγαινε έξω… Πράγμα που έκανε, πλην όμως μάταια… Πουθενά σκύλος. Σφύριξε, έκανε το χαρακτηριστικό κάλεσμα σουφρώνοντας τα χείλη, τίποτα… «Ο σκύλος φάντασμα», σκέφτηκε… Ας είναι. Ήξερε πολύ καλά τι έπρεπε να κάνει… Ανέβηκε στο σπίτι, άνοιξε την κατσαρόλα που ήταν πάνω στην κουζίνα. Είχε περισσέψει λίγο φαγητό από το μεσημεριανό τους. Ήταν μπαγιάτικο και μάλλον θα κατέληγε στα σκουπίδια. Πήρε ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο, έβαλε μέσα το φαγητό, και μια και δυο κατέβηκε κάτω και το ακούμπησε στο σκαλί της εξώπορτας…
Την άλλη μέρα το πρωί πήγε να δει τι έχει γίνει… Το φαγητό είχε φαγωθεί. Σφύριξε πάλι, αλλά μάταια. Σκύλος πουθενά… Είναι αλήθεια ότι δεν ξανάκουσε γρύλισμα ή γαύγισμα έξω από το σπίτι… Όμως συνέχισε να βάζει κάθε μέρα το αλουμινόχαρτο με τα αποφάγια της μέρας, που το άλλο πρωί είχαν φαγωθεί… Πέρασαν αρκετές μέρες. Τα αποφάγια που έβαζε ανελλιπώς κάθε βραδάκι εξαφανίζονταν. Τώρα πια είχε αγοράσει και ένα τάσι από αυτά που ταΐζουν τους σκύλους. Δεν είδε ποτέ το ζωντανό, όμως ήταν ευχαριστημένος που τον τάιζε. Άλλωστε, δεν του στοίχιζε και τίποτα. Αποφάγια ήσαν. Θα τα πέταγαν στα σκουπίδια.
Είχε περάσει κιόλας ένας μήνας από την πρώτη φορά που είχε ακούσει εκείνο το γρύλισμα, και επί τέλους, εκείνο το πρωινό το ξανάκουσε, κάπου πολύ κοντά αυτήν τη φορά.. Κατέβηκε δύο-δύο τα σκαλιά, άνοιξε την πόρτα, και να τος ο μπαγάσας, το μπασταρδάκι. Έγλυφε το τάσι, και του κουνούσε την ουρά με ευχαρίστηση. Το χάιδεψε, και έσκυψε να πάρει το τάσι προκειμένου να το ξαναγεμίσει… Και τότες… «Τι είναι αυτό το χαρτάκι που ήταν διπλωμένο στα τέσσερα κάτω από το τάσι»;

«Αγαπητέ κύριε, καλημέρα σας. Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά γι αυτό πού κάνατε για μένα. Από τον Θεό να το βρείτε… Παρακαλώ να μην ξανακάνετε τον κόπο.. Επιτέλους βρήκα δουλειά. Και πάλι ευχαριστώ που με στηρίξατε όλον αυτό τον καιρό που πεινούσα»…

Τέλειωσε το σύντομο μήνυμα, και ενώ το σκυλάκι χανόταν στο βάθος του δρόμου, μπήκε κι αυτός μέσα στο σπίτι του.. Τα συναισθήματα του ήσαν ανάμεικτα. Πρώτα ντράπηκε… Και ύστερα του ήρθαν δάκρυα στα μάτια…

ΥΓ. Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκαν.. Απλά εγώ τη μετέφερα σαν φόρο τιμής στον άνθρωπο που έτρωγε από το τάσι του σκύλου…
(Για την αντιγραφή:  Δημήτρης Μπούκουρας)

(η εικόνα από το διαδίκτυο)Αρχή φόρμας