Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Χρειάζομαι μουσική (στίχοι και κείμενα) Σωτήρης Κακίσης εκδόσεις Ερατώ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Χρειάζομαι μουσική

(στίχοι και κείμενα)

Σωτήρης Κακίσης

 εκδόσεις Ερατώ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο μέσα κήπος • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Ο μέσα κήπος

 

Ο μέσα έρωτας, ο μέσα κήπος,

κόσμος ολόκληρος αυτός ο χτύπος

 

Διαβάζοντας τον Κακίση από τα πρώτα χρόνια που γράφει (πάνω από σαράντα πλέον), λέω πως αυτός ο μέσα έρωτας είναι που τον καθοδηγεί πάντα –σε όποια μορφή θέλει να δώσει στις λέξεις του– να αποτυπώνει έναν κόσμο ολόκληρο από μνήμες, παραστάσεις, πρόσωπα και τόπους σε μια έξοχη μείξη, ταυτόχρονα προσωπική δική του όσο και παράξενα οικεία, δική μας· μια αναγκαία συνθήκη προκειμένου ό,τι γράφεται να έχει μέσα του τη δυναμική να προχωρήσει πιο πέρα από τον στενό ιδιωτικό χώρο. Ποιητής κυρίως, γράφει συχνά με μια ενδιαφέρουσα πεζότητα στη μορφή, όμως με ρυθμό που προσδίδει μουσικότητα στους στίχους του – η αλήθεια είναι ότι ακόμη και τα κατ’ εξοχήν πεζά του ακολουθούν, με τον κατάλληλο χειρισμό της σειράς των λέξεων, συχνά ένα ρυθμικό κανόνα. Καθόλου τυχαία, λοιπόν, έρχεται κάποιες φορές η μουσική να συμπληρώσει τους στίχους του δημιουργώντας ένα καινούργιο περιβάλλον γι’ αυτόν τον μέσα κήπο, όπως ο ίδιος ονομάζει τον έσω τόπο.

Στην πρόσφατη έκδοση από την Ερατώ δίνεται η ευκαιρία να δούμε τα «τραγούδια» του Σωτήρη, καθώς και κείμενά του με θέμα τη μουσική (δημοσιευμένα σε προηγούμενα βιβλία του) ακόμα συνεντεύξεις που πήρε από πρόσωπα του τραγουδιού δημοσιευμένες σε έντυπα που συνεργαζόταν μαζί τους. Ένας κόσμος όλο μουσική, όλο ήχο που ψιθυρίζεται ή τραγουδιέται, και στο κέντρο του αυτός ο πολυτάλαντος ποιητής, στιχουργός, πεζογράφος, μεταφραστής. Ανάμεσα στους στίχους του που μελοποιήθηκαν θα βρούμε και τη μεταφρασμένη από αυτόν Σαπφώ. Δικαίως, γιατί ποίηση που μεταφράζεται εμπεριέχει τόσο τον δημιουργό της όσο και αυτόν που πάσχισε να μεταφέρει στην άλλη γλώσσα το αρχικό κείμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χαθεί ο λόγος που το έκανε ποίημα, με ρυθμό, με ανάσα ποιητική – ας μη θεωρηθούν αυτονόητα πράγματα αυτά σε ανάλογα εγχειρήματα. Μια που ο λόγος για τη Σαπφώ, συγκινητική η αναφορά (εν είδει αφιέρωσης στο βιβλίο) στην ανολοκλήρωτη μελοποίηση της Σαπφώς του Κακίση από τον Μάνο Χατζιδάκι.

Ο πρόλογος του Ηρακλή Οικονόμου θα μας θυμίσει την πολύμορφη σχέση του Κακίση με τη μουσική, στην τηλεοπτική εκπομπή του Σαββόπουλου «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» –με τις παρεμβάσεις του για τις νέες κυκλοφορίες– αλλά και τα κείμενά του στα πάλαι ποτέ αγαπημένα μας περιοδικά, το «Ντέφι» και το «Δίφωνο». Το μικρό επιλογικό σημείωμα του Φοίβου Δεληβοριά θα βάλει τα πράγματα στη θέση τους: δεν είναι τόσο οι στίχοι του Κακίση που χρειάζονται τη μουσική (όπως δηλώνει ο τίτλος του βιβλίου), είναι η ίδια η μουσική που χρειάζεται δημιουργούς σαν κι αυτόν, που ό,τι γράφει έτσι κι αλλιώς σιγοσφυρίζεται, σαν να ήταν μουσικό κομμάτι.


Μένω στο κείμενο «Πέντε πολύ, πάρα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια», όπου συνταιριάζουν μεταξύ τους το «Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει» του Τσιτσάνη, το «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς» του Χατζιδάκι, το «Απ’ της Ζέας το λιμάνι» του Παπαϊωάννου, ο «Γλάρος» πάλι του Χατζιδάκι (με την ερμηνεία φυσικά του Δεληβοριά), όπως τέλος το σπουδαίο χατζιδακικό «Ένα σπίρτο στο τραπέζι». Πέντε διαφορετικά τραγούδια σε ύφος και σε τεχνική εκτέλεση, που στη συνείδηση και περισσότερο στην ψυχή του Σωτήρη φτιάχνουν έναν κοινό χώρο να ξαποστάσουν. Γιατί αυτή είναι η εκτίμησή του για τις μουσικές, τις εικόνες, τα πρόσωπα και τα πράγματα, πως όλα συνδέονται, αν στο άκουσμά τους, στο κοίταγμά τους, στο άγγιγμά τους, δένουν το μυστικό τους νήμα με τον μέσα κήπο του αποδέκτη τους που πάνω τους αφήνει τα πιο κρυφά του αισθήματα. Όλυμπε, Κίσσαβε, βουνά της Κίνας,/ άγνωστα Έβερεστ της Ινδοκίνας,/ ψηλά κι απάτητα, μικρά μπροστά μου,/ μπρος στα αισθήματα τα πιο κρυφά μου.// Ο μέσα έρωτας, ο μέσα κήπος,/ κόσμος ολόκληρος αυτός ο χτύπος./ Ο μέσα έρωτας, καρδιά, καρδιά μου,/ βουνά κι ηφαίστεια όλα δικά μου!// Βουνά ρεμπέτικα της Αλαμπάμα,/ Αίτνα της Θήρας μου και Φουτζιγιάμα,/ ηφαίστεια άγρια, σβηστά μπροστά μου,/ μπροστά στον έρωτα και την καρδιά μου.

Στο εξώφυλλο το έργο του Χρήστου Κεχαγιόγλου Ο κήπος της χαράς, που αποδίδει ταιριαστά τον κόσμο του Κακίση, πολύμορφο, ιδεατά χαρούμενο, μα και μελαγχολικά υπογραμμισμένο, πότε με ζωηρά και πότε με γκρίζα χρώματα. Ένας κήπος ανοιχτός, προσβάσιμος, να τον περπατήσεις, να τον ακούσεις, να τον σιγοψιθυρίσεις, να τον σιγοτραγουδήσεις, σαν να ήταν δικός σου. Αυτό είναι, πιστεύω, και το κερδισμένο στοίχημα σ’ αυτή τη γραφή.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου Σώμα του Χρόνου (κέντρο ευρωπαϊκών εκδόσεων ‘Χάρη Τζο Πάτση’, 2021)

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης

γράφει για την ποιητική συλλογή

της Μαρίας Σκουρολιάκου

Σώμα του Χρόνου

(κέντρο ευρωπαϊκών εκδόσεων ‘Χάρη Τζο Πάτση’, 2021)

 


H ποιητική συλλογή της Μαρίας Σκουρολιάκου, που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Σώμα του Χρόνου,’ συνιστά το ιδιαίτερο αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της ποιήτριας με το ευρύτερο περιβάλλον, αφήνοντας χώρο παράλληλα για ό,τι θα προσδιορίσουμε θεωρητικά ως ‘κριτικό στοχασμό.’

Ουσιαστικά, η ποιητική συλλογή αποτελείται από τέσσερις επιμέρους ενότητες, αν και το μεγαλύτερο μέρος το καταλαμβάνουν τα ποιήματα της πρώτης ενότητας, τα οποία, αν και δεν τιτλοφορούνται, ενέχουν ιδιαίτερη θέση στην εξέλιξη της ποιητικής αφήγησης. Στην ‘οικονομία’ και στη δομή της.

Η ‘Λήκυθος,’ οι ‘Σφραγιδόλιθοι’ η ‘Αύρα Ερωτινή’ αποτελούν τις τρεις τελευταίες ποιητικές ενότητες, εκεί όπου ο τόνος καθίσταται περισσότερο άμεσος, προσωπικός και εξομολογητικός.

Μάλιστα, οι ‘Σφραγιδόλιθοι’ φέρουν την μορφή ενιαίου ποιήματος, το οποίο (και αυτό είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον), το οποίο και παραπέμπει στη δομή ενός παραδοσιακού Ιαπωνικού Χαϊκού (μικρό μέγεθος), αλλά παράλληλα, καταφέρνει να υπερβεί την δομή ενός Χαϊκού, αποδίδοντας έμφαση, πέραν της αμεσότητας, και στην καθαρότητα ή αλλιώς, στη σαφήνεια των νοημάτων.

Ως προς τη διαδικασία συγκρότησης του ποιητικού ‘αρχείου’ (αν είναι δόκιμος ο όρος), η Μαρία Σκουρολιάκου αντλεί από μία γενικότερη θεματολογία, δίχως όμως να αφεθεί να ‘χαθεί,’ ποιητικώ τω τρόπω, σε έναν ‘ωκεανό’ πληροφοριών και γεγονότων, κάτι που θα μπορούσε να επηρεάσει επί τα χείρω τη δομή της συλλογής. Αντιθέτως, αποδίδει έμφαση σε συγκεκριμένα σημεία, επιχρωματίζοντας, ενίοτε με έναν λυρικό τόνο, στιγμές, επιθυμίες και μνήμες.

Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής, είναι χαρακτηριστικό του σημαντικού ρόλου στον οποίο και αποδίδει η ποιήτρια, στην έννοια της δημιουργίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η δημιουργία επιμερίζεται σε τρία επιμέρους επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο, αφορά το ερωτικό πράττειν, στο εγκάρσιο σημείο όπου μέσω της εν-σώματης (η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου είναι εν-σώματη),[1] τριβής και αλληλεπίδρασης των σωμάτων, παράγεται (δημιουργείται) ο έρωτας και ως πράξη αλλά και ως νόημα.  

Το δεύτερο επίπεδο, έχει να κάνει με τη δημιουργία που συνδέεται με την προσωπική και συλλογική εργασία, με τον κάματο και τον μόχθο, εκεί όπου η δημιουργία ανά φάσεις αντανακλάται στο αποτέλεσμα. Και, το τρίτο επίπεδο στο οποίο διακρίνουμε την ευδιάκριτη παρουσία της είναι το υπαρξιακό-οντολογικό.

Και τι σημαίνει κάτι τέτοιο; Σημαίνει πως, η δημιουργία, αυτή τη φορά σε μία σειρά από πεδία, είναι αυτό που ‘μένει’ μετά θάνατον, αυτό που μπορεί να μνημονευθεί και να ενταχθεί στη σφαίρα του αξιοσημείωτου. Με άλλα λόγια, η έννοια της δημιουργίας, και, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η δημιουργία ως πράξη, καλλιεργεί το έδαφος για τη διαμόρφωση ‘ιχνών’ ζωής.

«Διέρρηξε τα πεπραγμένα των ωρών και κατακόκκινες στιγμές εξέδωσε στην επερχόμενη των άλλων άνοιξη. Στο βάθος του περιβολιού η τρυφερή σελίδα των ερώτων θάλπει ολοσέλιδα φιλιά ζωγραφισμένα στον καμβά της κάμαρης. Τα σώματα τρυγούν της μνήμης τ’ ακριβό απόσταγμα: Νύχτες και μέρες που μαθήτευαν πώς να φυτέψουν, να ποτίσουν, να μοχθήσουν τη σπορά, την ηδονή και τη σοφία των δακρύων. Να χτίσουν απ’ την άμμο μακριά. Έτσι αφήσαμε το χνάρι μας. Δακτυλικά αποτυπώματα στης μοίρας το βιβλίο. Αθέατη σκιά ο θάνατος, αναγελά καθώς εκτίουμε του χρόνου την ποινή συγκάτοικοι από καιρό με τις επετηρίδες».[2]

Το κοινωνικό-πολιτικό πρόσημο υπεισέρχεται εντός του εν ευρεία εννοία ποιητικού πράττειν, όχι όμως με όρους συνθηματολογικούς και αφοριστικούς, αλλά, αντιθέτως, με όρους ανθρωπιστικούς.

Και είναι ενδεικτικό των προθέσεων της ποιήτριας, όσο και του τρόπου με τον οποίο χειρίζεται το υλικό της, το γεγονός πως, μέσω της σημασιοδότησης ή αλλιώς, της νοηματοδότησης του πόνου[3] ο ποιητικός λόγος συγκροτεί και παράλληλα εκθέτει ενώπιον του αναγνώστη, ο ρόλος του οποίου ως ενεργού δρώντος (η ανάγνωση του ποιητικού λόγου καθίσταται μορφή επικοινωνίας) δεν πρέπει να υποτιμάται, σύγχρονα καθεστώτα επισφάλειας.

«Ας μιλήσει ο πόνος. Για τα σκυφτά κορίτσια, στα σπλάχνα της Ανατολής που βάφουν με σιωπή την έρημο. Για τις γυναίκες, στης Δύσης τα παζάρια, σε διαδρομές κορμιά που σέρνονται με πληρωμένες λ-έξεις. Ας μιλήσει ο πόνος. Για τα παιδιά τα προδομένα, που δεν ανθίζει στο κορμί τους άνοιξη και ρημαγμένα απ’ των εισβολέων τα χέρια στοιχειώνονται να ζουν πάντα μισά. Για τ’ άλλα, τα σκελετωμένα, που ψάχνουνε ψωμί και ύπαρξη κι όλο τα σβήνουν οι πολιτισμένοι απ’ τις σελίδες του αίματος ασύστολα. Ας μιλήσει ο πόνος. Για τους λαούς που άδικα συντρίβονται κι είναι στα άπατα βουνά ο θεός τους. Που κουβαλούν στα βράχια της σιωπής αιώνες φρίκης, λεηλατημένα ιερά κι επιβολή φερμένη από Δούρεια τάματα. Ότι ο θάνατος φορεί την όψη του Ιανού και λάμπει στ’ ακριβά συμπόσια με τους καλοντυμένους δράκους. Σωρεύει δέσμιους της πλάνης και ζωντανούς που δεν μιλούν πιότερο απ’ τους νεκρούς. Στους κουρασμένους δρόμους του ανθρώπου θρηνώ για τη χαμένη ισότητα».[4]

Σε αυτή την περίπτωση, διαμέσου αλληγοριών και συμβολισμών, στοιχεία που διακρίνουν τον ποιητικό λόγο, αποδίδεται μία συνθήκη, ή αλλιώς, μία κατάσταση, εξέλιξη που, θεωρητικώ τω τρόπω, μας επιτρέπει να επιχειρήσουμε μία βαθύτερη ανάλυση ώστε να αναδείξουμε πως, πρώτη ύλη για την συγγραφή αυτού του ποιήματος, είναι η αίσθηση του χρέους ή αλλιώς, της ευθύνης (ας θυμηθούμε εδώ την Βεμπεριανή ηθική της ευθύνης): Της ευθύνης του ποιητή, που οφείλει να ενεργοποιεί ανακλαστικά (και όχι ηθικολογικά) απέναντι στον κόσμο και στις τωρινές αλλά και μελλοντικές γενεές.

 Η αναφορά στις μελλοντικές γενεές μπορεί να συσχετισθεί με την γέννηση του εγγονού της ποιήτριας και το πως κάτι τέτοιο επηρεάζει την στάση της απέναντι στα πράγματα και την εξέλιξη του ποιητικού της λόγου.

Στο ποίημα ‘Ζωές,’ το οποίο και θα σπεύσουμε να χαρακτηρίσουμε ως ποίημα ‘χώρου’ και όχι χρόνου, σκιαγραφείται η καθημερινότητα ή τμήματα της καθημερινότητας στα «μικρά χωριά» της ελληνικής επαρχίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαγράφονται εύγλωττα μορφές που συναγωνίζονται στην επίδειξη ενός ατακαδόρικου πνεύματος μέσα στα καφενεία, τα ενοχικά σύνδρομα, η καχυποψία για το ποιος μπορεί να είναι ο ‘άλλος,’ η αίσθηση της παραίτησης, η πνιγηρή[5] περιχαράκωση γύρω από ό,τι προβάλλεται ως ‘τοπικότητα,’ η ρουτινοποίηση, η διάψευση και η κατάπνιξη της επιθυμίας. Το ποίημα αποπνέει μία αίσθηση πραγματισμού, καθιστάμενο όσο αποσπασματικό ή αλλιώς, ελλειπτικό χρειάζεται ώστε να διεισδύει μέσα στον πυρήνα της ελληνικής επαρχίας.

«Στα μικρά χωριά οι μέρες φορούν ασπρόμαυρα γυαλιά. Τα πρωινά στην κεντρική πλατεία ψήνουν ζωές στη χόβολη, πίνουμε συναισθήματα με πάγο, τρώνε φρέσκες ιδέες τοπικές. Στήνουν καρτέρι με το βλέμμα σ’ όσες περνούν στη γέφυρα της αγοράς κι όταν φυσάει ο καυτός της ερημιάς τους λίβας, πυροβολούνε στα τυφλά την πείνα τους. Η στέρηση αλυχτάει βουβά. Στο φως ντύνεται στολισμένους όρθρους, στο δείλι βαρετούς εσπερινούς. Τις νύχτες κρούουν τα παραθυρόφυλλα φαντάσματα εφηβικά. Στα καλντερίμια ακροβατούν ο Τσε Κε Βάρα, η Κασσιανή, ο Πάρις και της Κορίνθου η μικρή εταίρα. Τα χρόνια διπλωμένα στο συρτάρι μυρίζουν καμφορά συνήθεια. Στα μικρά χωριά ο κόσμος κάνει κύκλους με άξονα τον ίσκιο του σε τροχιά ελλειπτικής οφθαλμαπάτης».[6]

Στο ‘Σώμα του Χρόνου’ συναρθρώνονται η προσωπική-οικογενειακή μνήμη, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας συνιστά το ποίημα ‘Του Πατέρα’ με ευδιάκριτες κειμενικές επιρροές από το δημοτικό τραγούδι,[7] η προσδοκία[8] για την υπέρβαση και την ‘ανα-γέννηση,’ (φύσης και ανθρώπων), η δυνατότητα της συν-ύπαρξης, το παίγνιο με την γλώσσα με τρόπο ώστε να παραγάγει πολλαπλά νοήματα. «Θα’ θελα να κόβεις το ψωμί των ημερών μου με το «μαζί».[9]

Η ποίηση της Μαρίας Σκουρολιάκου καθίσταται συμπεριληπτική, με την έννοια της πατρίδας[10]  να αναπαρίσταται με τους όρους της μνημονικής και βιωματικής σύνδεσης, όντας ο καθαυτός τόπος που εμπεριέχει την ίδια και τις λέξεις της.

 


Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα Φθιώτιδας. 
Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Σπουδάστρια του Ανοικτού Πανεπιστημίου στον Ελληνικό Πολιτισμό. Παρακολούθησε πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής της Φιλοσοφικής σχολής. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών, της UNESCO Tεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος, της Π.Ε.Λ, της Ε.Ε.Λ. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικά βιβλία και ένα παραμύθι. Ποιήματά της, άρθρα και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και διαδικτυακά και στη Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια «ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ». Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά και Ιταλικά. Έχει δημοσιεύσει κριτικές για πολλούς και σημαντικούς ποιητές. (Η κριτική της για τον Γιάννη Ρίτσο είναι καταχωρημένη στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή). Το ποιητικό της έργο έχει κριθεί από εξαιρετικούς κριτικούς. Έχει βραβευτεί με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη» της Ε.Ε.Λ το 2017, για την ποιητική της συλλογή «Χρώμα Αύριο». Η συλλογή "ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ'' είναι το έκτο ποιητικό της βιβλίο.

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Email: gregandro@hotmail.gr



[1] Η ποιήτρια επενδύει συμβολικούς, ποιητικούς ‘πόρους’ στο σώμα ως το  καθαυτό ‘πεδίο’ χαρτογράφησης του γίγνεσθαι, των δια-προσωπικών σχέσεων, των αισθήσεων.  Tώρα, ο κατά την Ν. Χαραλαμπίδου «λόγος της ιστορίας»,  εμπεριέχεται στο ποίημα ‘Ένας παλιός Νοέμβρης (θα μπορούσε να είναι μία έξυπνη υπόμνηση του Νοεμβρίου του 1973; ), εκεί όπου με άξονα τον προσδιορισμένο χρόνο (η ποιήτρια αρέσκεται στο να οικοδομεί την ποιητική της αφήγηση γύρω από κάποιον άξονα ή αλλιώς, σημείο αναφοράς), διαφαίνονται στιγμές της ιστορίας, θρησκευτικοί απόηχοι ( ο Χριστός λειτουργεί ως αρχέτυπο), η επιθυμία της αλλαγής (Άνοιξη), η οποία αναγνωρίζεται και ονομάζεται, δίχως να γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις για την επίτευξη της. Η αλλαγή ως άνοιξη, λαμβάνει τη θέση της εντός ιστορίας. «Ένας παλιός Νοέμβρης κατηφόρισε. Είδε της γης τους μαύρους ίσκιους στα παλάτια τους. Στις γειτονιές των πόνων τη Γκουέρνικα. Έγραψε πάνω στην καρδιά του ‘Άνοιξη’’ και περπατάει τον κόσμο να τη φέρει». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Ένας παλιός Νοέμβρης,’ Ποιητική συλλογή ‘Σώμα του Χρόνου,’  Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, Αθήνα, 2021, σελ. 22. Και, Χαραλαμπίδου, Ν., ‘Ο λόγος της ιστορίας και ο λόγος της λογοτεχνίας: Δομές αναπαράστασης της ιστορίας στην Ορθοκωστά του Θανάση Βαλτινού και στην πεζογραφία του Εμφυλίου,’ Ιστορική πραγματικότητα και Νεοελληνική Πεζογραφία (1945-1995), Απρίλιος 1995, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1997, σελ. 249-277.

[2] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Σώμα του χρόνου….ό.π., σελ. 45. Ερωτικό περιεχόμενο διαθέτει και η ‘Αύρα Ερωτινή’: Τα ποιήματα έχουν τη μορφή μικρών, καθημερινών και διόλου ανεπαίσθητων στίχων, με επίδικο το να εμφανισθεί η σημαντικότητα που αποκτά ο έρωτας και η αγάπη (ως μείζονες αξίες) στη ζωή του ανθρώπου. «Απ’ τ’ ανοιχτό πουκάμισο μπήκε αγέρας άλικος. Με πήρε την ανάσα καίγοντας. Έπεσε το μολύβι στο φιλί. Στο πάτωμα οι λέξεις σκόρπισαν και η γυμνή σελίδα γράφτηκε με σώμα». Στο ίδιο, σελ. 65.

[3] Εδώ έχουμε να κάνουμε με την ‘επωδυνότητα’ ως κοινωνική  συνθήκη. Στο ποίημα ‘Μάριος’ το οποίο και είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στον εγγονό της ποιήτριας (όπως και η ποιητική συλλογή), διακρίνουμε, όχι μόνο τα συναισθήματα έντονης χαράς που προκάλεσε στην ποιήτρια η γέννηση του εγγονού της, όσο και την έντονη επιθυμία για μία καλή ζωή, επιθυμία που σημαίνεται ‘φορτισμένα’ μέσω της χρήσης των λέξεων «ευχή» και «προσευχή». Οι συμβολισμοί και οι παρομοιώσεις, συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον δοτικότητας και τρυφερότητας, εντός του οποίου, εκείνη την στιγμή, βρίσκουν θέση η ποιήτρια (της οποίας ο ‘κόσμος’ μεταβάλλεται με θετικό τρόπο) με την ιδιότητα της γιαγιάς, και ο εγγονός. Η παρατηρηθείσα δοτικότητα που προκύπτει ως απόρροια του ερχομού της νέας ζωής η οποία και θα εκκινήσει να συγκροτεί το δικό της ‘βιογραφικό,’ συγκλίνει με τον αντίστοιχο ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου, έτσι όπως κατατίθεται στη συλλογή ‘Πρωινό Άστρο’ που είναι αφιερωμένη ουσιαστικά στην κόρη του, Έρη. Άρα, διαθέτουμε δύο εκδοχές ‘αφιερωματικών’ ποιημάτων, τα οποία και επιδιώκουν να είναι συνειδητά προσωπικά, επαρκώς συναισθηματικά (και λυρικά) από την στιγμή όπου εκφράζουν ψυχική διάθεση και δη χαρούμενη ψυχική διάσταση, και επίσης, ανοιχτά στην προσδοκία (η οποία προσδιορίζεται λαϊκότροπα), για μία όχι ανώφελη, αλλά ‘πλούσια ζωή.’ Βλέπε σχετικά, Σκουριολάκου, Μαρία, ‘Μάριος…ό.π., σελ. 26. Και, Ρίτσος Γιάννης, ‘Πρωινό Άστρο,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2010.

[4] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Στους κουρασμένους δρόμους…ό.π., σελ. 16-17.

[5] Στον ποιητικό λόγο, η Ανάσταση προσλαμβάνεται ανεστραμμένα, προσιδιάζοντας προς την κατεύθυνση υπόμνησης ‘αυτού που χάθηκε,’ ‘αυτού που δεν ονομάζεται,’ στο σημείο όπου το διαμορφωθέν υπόβαθρο είναι ένα υπόβαθρο έγκλησης του ‘γιατί’ και του ‘πότε’: «Μια στρατιά ξυπόλητοι Χριστοί μ’ ένα «γιατί» χτυπούν ξανά της γης τα ρόπτρα. Η Ανάσταση θρηνεί διαμελισμένα όνειρα και δακρυσμένη καρτεράει τον άλλο Απρίλη». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Βυζαντινές φωνές…ό.π., σελ. 19.

[6] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Ζωές…ό.π., σελ. 30. Ο έστω και μακρινός απόηχος του λόγου του Μάνου Ελευθερίου διακρίνεται στις ‘Ζωές,’ στο βαθμό που και ο Ελευθερίου δεν επινόησε, αλλά κατέγραψε στιγμές και πρόσωπα της ελληνικής επαρχίας, χωρίς μάλιστα να καταφύγει στην καρικατούρα.

[7] Η μορφή της μητέρας, ίσως περισσότερο μεγεθυμένη μνημονικά λόγω της απουσίας της, ενυπάρχει στο ‘Σώμα του Χρόνου.’

[8] ‘Ίχνη’ επιρροών από το δημοτικό τραγούδι εντοπίζουμε και στο ποίημα ‘Μοιρόγραφτο.’ Ο ποιητικός λόγος ανα-πλάθει δημιουργικά αυτές τις επιρροές, με το ενδιαφέρον στοιχείο στο ‘Μοιρόγραφτο’ να είναι το ό,τι αυτές οι επιρροές διαπλέκονται με το παίγνιο των παρομοιώσεων, σε ένα λεπτό σημείο όπου το περιεχόμενο του ποιήματος εξατομικεύεται: Ένα άμεσο ‘εσύ’ αναδεικνύεται στην επιφάνεια. «Μην πάψεις να ‘σαι ουρανός.  Μην γκρεμιστείς στο χώμα. Ντύσου τον ήλιο το πρωί ο νους σου ν’ ασκητέψει. Την κάψα του μεσημεριού η σάρκα σου να νιώσει. Τη θλίψη του απόβραδου να στοχαστείς στη δύση. Γιατ’ η ζωή βαθιά πονά, με του κορμιού τη φλόγα κι αναγελά ο θάνατος σαν η ψυχή μισεύει. Όταν υψώνει ο άνθρωπος απελπισμένο βλέμμα κι απλώνει, για να κρατηθεί ψηλά τα δυό του χέρια. Μα, σαν σε κατοικεί το φως, δεν έχεις να φοβάσαι το πέταγμα το τρομερό, αφού από πριν το ξέρεις». Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Μοιρόγραφτο…ό.π., σελ. 49.

[9] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Σφραγιδόλιθοι…ό.π., σελ. 61. Στους ‘Σφραγιδόλιθους’ ο ποιητικός λόγος καθίσταται στοχαστικός, αποκαλυπτικός όταν επιθυμεί να στηλιτεύσει την ανθρώπινη συμπεριφοράς, ερωτικός, με χαρακτηριστικά συμβίωσης μέσα στον ιστορικό χρόνο.

[10] Βλέπε σχετικά, Σκουρολιάκου, Μαρία, ‘Πατρίδα…ό.π., σελ. 50. Με έναν παρόμοιο τρόπο προσεγγίζει την συγκεκριμένη έννοια και η ποιήτρια Αρετή Γκανίδου.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Ο Παναγιώτης Χαλούλος παρουσιάζει το μυθιστόρημα Το γεύμα της Ειρήνης Μπόμπολη εκδόσεις Πνοή, Αθήνα 2022

 

Ο Παναγιώτης Χαλούλος

παρουσιάζει το μυθιστόρημα

Το γεύμα

 της Ειρήνης Μπόμπολη

 εκδόσεις Πνοή, Αθήνα 2022


 


            Την Ειρήνη γνώρισα κατ’ αρχάς ως φιλόλογο, όταν πριν από χρόνια πολλά πέρασε για λίγο από το σχολείο, στο οποίο υπηρετούσα. Αργότερα έμαθα πως γράφει ποίηση και μάλιστα πολύ καλή ποίηση! Κάποια στιγμή ήρθε και η ώρα της πεζογραφίας με το μυθιστόρημα «Το πεπρωμένο μύριζε ορχιδέα ή Πράγματα μικρά», το οποίο με κέρδισε με τη γραφή του.

            Έχω την εντύπωση ότι και στα δύο είδη του λόγου η Ειρήνη δεν μπορεί να ξεφύγει από την πρώτη της φύση, που είναι, κατά την άποψή μου, η ποιητική! Διαβάζω στις πρώτες σελίδες του νέου βιβλίου της:

«…Αποζητούσα τον πόνο γιατί χωρίς αυτόν είχα ξενερώσει καιρό τώρα. Χρειαζόμουνα, όσο τίποτα άλλο, τη βαθιά μελαγχολία της γνήσιας δημιουργίας. Αυτή που σε κάνει να σπαρταράς σαν ψάρι στη στεριά, σαν πασχαλιά στο φλεβαριάτικο άνεμο, σαν μισοτελειωμένο ποίημα στην εγκατάλειψη της καθημερινότητας…»

            Αυτή η γνήσια δημιουργία διαπιστώνεται στο γραπτό λόγο της Ειρήνης, που αποπνέει ποιητικά αρώματα σε στίχο είτε σε πεζό λόγο, που σε μαγεύει, όπως μας μαγεύουν τα ευγενικά και ευαίσθητα άνθη της ορχιδέας ή το μεθυστικό άρωμα από τα άνθη μιας πασχαλιάς!

            Το ομολογεί και η ίδια η συγγραφέας στις σελίδες του παρόντος βιβλίου της: «…με ρώτησε αν ασχολούμαι και με την ποίηση και τότε κατάλαβα ότι θα ξεφύλλισε, αν όχι θα διάβασε κάποιες σελίδες από το μυθιστόρημά μου, που έβριθε ποιητικών σχημάτων, στοιχεία της πρωτογενούς συγγραφικής δοκιμής μου και του νεανικού ακόμα, για την εποχή που το έγραψα, ύφους μου.» Δική μου διαπίστωση είναι πως η Ειρήνη διατηρεί ακόμα το «νεανικό» ποιητικό ύφος της.

            «Το γεύμα» αποτελεί μια εξομολογητική αφήγηση και αφορά σε μια συνάντηση της ηρωίδας με τον αινιγματικό πανεπιστημιακό καθηγητή, που μια έλξη την ωθεί προς αυτόν, ενώ ομολογεί πως «…Πολλές φορές …εκεί που διαβλέπεις απροσμέτρητο βάθος, υπάρχει πιθανότητα αβαθούς ξερότοπου, στην καλύτερη περίπτωση, και απογοήτευσης συνάμα, γιατί δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και τους βαλτότοπους.  Εγώ όμως ήμουνα σίγουρη για τον καθηγητή μου. Είχα ήδη μπολιαστεί με την αινιγματώδη ατμόσφαιρά του τόσο καλά, που ένιωθα ότι θα μπορούσα να απλώσω το χέρι μου έτσι απλά και εκείνος να γείρει φυσιολογικά πάνω του…» Και ομολογεί η ηρωίδα: «Πήγαινα γυρεύοντας. Αναζητούσα ως μεθυσμένη την ακροβασία…» Και αλλού: «…Δίωκα και επεδίωκα το άπιαστο όνειρό μου…»

            Τα πρόσωπα-ήρωες των δύο πεζογραφημάτων της Ειρήνης Μπόμπολη συναντώνται με αναφορές εδώ, στο «Γεύμα», που θυμίζουν το «Το πεπρωμένο μύριζε ορχιδέα ή Πράγματα μικρά», όταν, όπως γράφει, η φίλη «…Ακριβή μού θύμιζε την ηρωίδα του πρώτου μυθιστορήματός μου. Φορούσε συχνά ένα όμορφο λευκό φόρεμα σαν αυτά που συνήθιζε η Αρετή και είχε στο μυαλό της, όπως κι εκείνη, να φύγει μακριά από τη συνήθεια.            Επιτέλους, οι ήρωές μου είχαν υπόσταση και έξω από μένα. Μπορούσα να τους κοιτάξω στα μάτια και να συνομιλήσω μαζί τους…» Η Ακριβή τής μιλά για τον Μηνά, ήρωα του πρώτου μυθιστορήματος… Θα αναφέρει και αλλού τον γιατρό Μηνά και τη δολοφονία του από τον νεαρό Αλέξανδρο, όπως συνέβη στο πρώτο μυθιστόρημα. Αλλά και ο Αλέξανδρος θα βρίσκεται στο διπλανό τραπέζι, θα συνομιλήσει, αδιόρατα, μαζί της για την επιδιωκόμενη σχέση συγκρίνοντάς τη με εκείνη με το Μηνά και τη συμβουλεύει: «…Φοβάμαι τον πόνο που δεν γνωρίζεις... Είσαι παράτολμη. Στο ξαναλέω οι έρωτες κρατούν όσο μας εμπνέουν…» Και η ηρωίδα ομολογεί: «Καιρό τώρα μπέρδευα την πραγματικότητα με τη φαντασία, το όνειρο με την επιθυμία».

            Ένα, σημαντικό για την ηρωίδα γεύμα, δείπνο για την ακρίβεια, σε ένα παραλιακό εστιατόριο, γίνεται το κεντρικό σκηνικό γύρω από το οποίο αναπτύσσονται οι σκέψεις, εκφράζονται οι κρυφές επιθυμίες της για το αγαπημένο πρόσωπο, του οποίου τις προθέσεις δεν είναι σίγουρη πως έχει κατανοήσει. Και, ενώ από μια στιγμιαία λάθος κίνησή της έχασε την ευκαιρία να τον πλησιάσει σωματικά, να σταθεί κοντά του, σχεδόν να αγγίζει το σώμα του, για να παρατηρήσουν στον έναστρο ουρανό τον αστερισμό του Σείριου, προσπαθεί να τον «γευτεί» και να τον πλησιάσει μέσα από ένα βιβλίο του, που του ζήτησε να της δανείσει, μέσα από σημειώσεις του πάνω στο πλατωνικό κείμενο:

            «…Ανακάλυπτα όλο και περισσότερο την οπτική γωνία του πάνω στο πλατωνικό ζήτημα και άρα έμπαινα στα άδυτα των ενδιαφερόντων του χωρίς να το υποψιαστεί. Και η ηδονή μου ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στα σημεία εκείνα που είχε επισημάνει με θαυμαστικά. Σε πολλά από αυτά ο οργασμός των συμπτώσεών μας ήταν πασιφανής… Άθελά του τον πλησίασα εξαιρετικά πολύ και συνομίλησα μαζί του στη γλώσσα του βωβού έρωτα…»

            Είναι, όμως, αρκετό αυτό; Συνειδητοποιεί πως όχι: «…Για να πω την αλήθεια, όσο φως έριξαν οι υπογραμμίσεις του στις πνευματικές του αναζητήσεις, τόσο σκοτάδι σκέπασε την καθημερινότητά του…», αλλά «Είμαι αθεράπευτα άρρωστη. Και μου αρέσει» ομολογεί! Και πιο κάτω: «…Κινούμαι ανάμεσα στη στυφή πραγματικότητα της ολοκληρωτικής άρνησης και στο κατασκευασμένο με όνειρα εγχείρημα της συγγραφής μου».

            Παρακολουθούμε μέσα από τις σκέψεις της τις γυναικείες τεχνικές, ώστε να του προκαλέσει το ενδιαφέρον το ερωτικό. Το μωβ φόρεμα με το αποκαλυπτικό μπούστο, που ίσως τραβούσε το βλέμμα του σε ένα ιδιαίτερο κοίταγμα: «Τον συνέλαβα πολλές φορές να εκτοξεύει το βλέμμα του πολύ γρήγορα, πλάγια, σκοτεινά και ζεστά πάνω μου… Εφάρμοσα την επίθεση κατά πρόσωπο και ο γλυκός μου καθηγητής πανικοβλήθηκε… Ακόμα μια φορά σκέφτομαι πόσο καθυστερημένα, σε σχέση με τη γυναίκα, η ανδρική φύση εκρήγνυται σε αυτό που λέμε πάθος. Εδώ ακριβώς είναι που χρειάζεται η γυναικεία υπομονή όταν καίγεται πραγματικά για κάποιον…»

            Παρακολουθούμε εξίσου τους προβληματισμούς της συγγραφέως όσον αφορά στις επιλογές της για το χτίσιμο των χαρακτήρων στο παρόν αλλά και στο προηγούμενο βιβλίο της, τις σκέψεις για την «ποιητική» μέθοδό της: «Πρέπει να βγω από την ιστορία, να πάρω τη δέουσα απόσταση από τα πρόσωπα που παρελαύνουν εκεί μέσα και να σκεφτώ νηφάλια για την πορεία και για τη μοίρα τους. Πρέπει να αποφασίσω τι ακριβώς θα κάνω τον ήρωά μου…»

            Και, καθώς γίνεται αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, συχνά διαπιστώνουμε να παρουσιάζεται το πρόσωπο-αντικείμενο του πόθου της ηρωίδας ως απλό λογοτεχνικό δημιούργημα της συγγραφέως.

            Τι θα αποφασίσει η Ειρήνη Μπόμπολη για την κατάληξη της επιθυμητής σχέσης της ηρωίδας της με τον χωρίς όνομα αγαπημένο καθηγητή;

            Διαβάζουμε: «…Το αεροπλάνο με προορισμό την ανατολική μεγαλόνησο ανήγγειλε καθυστέρηση περίπου μία ώρα…

            Η Ακριβή όρθια στάθηκε δίπλα του μάλλον αποφασισμένη για κάποιο μεγάλο ταξίδι στις χώρες του Βορρά… έβγαλε από την τσάντα της τα τσιγάρα και διακριτικά του ζήτησε φωτιά…

            Πρόλαβε η Ακριβή να διαβάσει κλεφτά, ανάβοντας το τσιγάρο.

Θέλεις δε θέλεις ανερώτητα εχρήσθην συνοδός σου

Στην τεντωμένη κλωστή της διαφοράς.

Παιχνίδι γίναμε στα χέρια του Ωρίωνα, το κατάλαβες;

            Και καθώς τον ευχαριστούσε, το μάτι της ρούφηξε ακόμα μερικούς στίχους:

Ήταν ωραίο το ταξίδι του μυαλού

Ούτε που νοιάστηκα για της καρδιάς το ναυάγιο…»

 Παναγιώτης Χαλούλος

Ο ζωγραφικός πίνακας που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, με μια διάθεση διάχυτου ερωτισμού που αποπνέει, αποδίδοντας την εξιδανίκευση του έρωτα, όπως ακριβώς έβλεπε στη μεταφυσική τους διάσταση τον κόσμο και τον έρωτα ο ζωγράφος στη νεανική του ηλικία (1982), φαίνεται να ταιριάζει πολύ με την επιθυμία της ηρωίδας για μια «…ευκαιρία να τον πλησιάσει σωματικά, να σταθεί κοντά του, σχεδόν να αγγίζει το σώμα του, για να παρατηρήσουν στον έναστρο ουρανό…»

Ο πίνακας του εξωφύλλου είναι έργο του Πατρινού φιλόλογου, συγγραφέα και ζωγράφου Παναγιώτη Χαλούλου και έχει τον τίτλο «Ερωτικό ζευγάρι», 1982 (λάδι, μικτή τεχνική)

 

═════Ƹ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒ═════

 


Η Ειρήνη Μπόμπολη γεννήθηκε στο Κεντρικό Άρτας, στην περιοχή των Τζουμέρκων. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία (Ηθική) στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ζει στην Πάτρα και εργάζεται στη μέση εκπαίδευση. Αγαπάει το θέατρο και ασχολείται μ’ αυτό ερασιτεχνικά. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα σουηδικά.

Άλλα έργα της :

Με την Αφή, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, 2020

Εκεί που ο Κύκλος, ποίηση, Εκδόσεις Το Δόντι, Πάτρα, 2016

Ανιμολόγια, ποίηση, Εκδόσεις Πικραμένος, Πάτρα, 2014

Το Τρίτο Ημισφαίριο, ποίηση, Εκδόσεις Πέτρα, Αθήνα, 2010

Το Πεπρωμένο μύριζε Ορχιδέα ή Πράγματα Μικρά, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Επιφανίου, Λευκωσία, 2007

═════Ƹ̵̡Ӝ̵̨̄Ʒ═════

Ο Παναγιώτης Χαλούλος είναι φιλόλογος με πλούσιο εκπαιδευτικό και συγγραφικό έργο. 

Συνέγραψε τα παρακάτω βιβλία:

Ø  «Ιστορία για το Γυμνάσιο, Ασκήσεις και θέματα Ανακεφαλαιωτικών Εξετάσεων με αξιοποίηση ιστορικών πηγών – Σχέδια μαθημάτων με χρήση Η/Υ, για όλες τις τάξεις του Γυμνασίου»-συνοδευτικό CD-ROM, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2005.

Επανεκδόσεις αναθεωρημένες:

Ø  «Ιστορία για το Γυμνάσιο, Ασκήσεις και θέματα Ανακεφαλαιωτικών Εξετάσεων με αξιοποίηση ιστορικών πηγών – Σχέδια μαθημάτων με χρήση Η/Υ, Α΄ τάξη, Αρχαία Ιστορία»-συνοδευτικό CD-ROM, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2006, 20102.

Ø  «Ιστορία για το Γυμνάσιο, Ασκήσεις και θέματα Ανακεφαλαιωτικών Εξετάσεων με αξιοποίηση ιστορικών πηγών – Σχέδια μαθημάτων με χρήση Η/Υ, Β΄ τάξη, Μεσαιωνική και Νεότερη Ιστορία»-συνοδευτικό CD-ROM, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2006.

Ø  «Ιστορία για το Γυμνάσιο, Ασκήσεις και θέματα Ανακεφαλαιωτικών Εξετάσεων με αξιοποίηση ιστορικών πηγών – Σχέδια μαθημάτων με χρήση Η/Υ, Γ΄ τάξη, Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»-συνοδευτικό DVD-ROM, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη  2008.

Ø  «Εύθυμα παραμύθια διασκευασμένα για το θέατρο – Πρακτικός οδηγός για σχολικές θεατρικές ομάδες για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», εκδ. περί τεχνών, Πάτρα 2006.

Έχει δημοσιεύσει άρθρα εκπαιδευτικού περιεχομένου σε έντυπα περιοδικά και στο διαδίκτυο (http://users.ach.sch.gr/pchaloul) πλούσιο υλικό σε ιστοσελίδες-παρουσιάσεις-video, για την πραγματοποίηση μαθημάτων Ιστορίας με χρήση Η/Υ.

 

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Η θεούσα μυθιστόρημα Ζαχαρίας Στουφής ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Η θεούσα

μυθιστόρημα

Ζαχαρίας Στουφής

 ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Το σκοτεινό τοπίο της ψυχής • Fractal (fractalart.gr)


 

Το σκοτεινό τοπίο της ψυχής

 

Σκοτεινό ένα μυθιστόρημα μπορεί να χαρακτηρισθεί λόγω της νουάρ ατμόσφαιρας που πλαισιώνει τη δράση και τα πρόσωπα,  λόγω των εγκλημάτων που δομούν την πλοκή, ή ακόμη λόγω μια αόρατης και ανεξήγητης απειλής που διατρέχει τις σελίδες του. Κι όμως, πίσω και πέρα από αυτές τις σκοτεινές συνθήκες, υπάρχει ένα τοπίο ανεξερεύνητο, καθώς καμία λογική δεν το προσεγγίζει επαρκώς, που όλα τα ζοφερά μπορεί να δικαιολογήσει:  η ψυχή των ανθρώπων, ικανή να αιφνιδιάσει με τον τρόπο που «σκέφτεται» και δρα, με την αδυναμία διερεύνησής της ακόμα και από την επιστήμη που πειραματίζεται στα απροσπέλαστα σημεία της. Σε ένα τόσο δυσπρόσιτο τοπίο, όμως, η λογοτεχνική γραφή έχει τη δυνατότητα να εισχωρήσει με το ανεπίληπτο που τη διακρίνει, και είναι τότε που ένα απλό μυθιστόρημα που βρίθει εγκλημάτων δεν χαρακτηρίζεται απλώς αστυνομικό, γιατί δεν είναι. Δεινός ο μυθιστοριογράφος, δεν εστιάζει στα εγκλήματα θεωρώντας τα τεκμήρια που οδηγούν ίσα προς το ζητούμενο, τον σκοτεινό τόπο της ψυχής.

Ο Ζαχαρίας Στουφής έχει δείξει το ενδιαφέρον του για τον θάνατο στα πλαίσια της τραγικότητας που διέπει κάθε μορφή του –αναμενόμενη ή απρόσμενη–  με την έννοια του τραγικού άλλοτε να υποφώσκει πίσω από ματαιωμένες επιθυμίες και άλλοτε να δικαιολογεί ή να υπογραμμίζει παράλογες εξελίξεις ή δυσερμήνευτες συγκυρίες. Όταν μάλιστα συνειδητοποιεί την ιδιαίτερη σχέση ανάμεσα στο τραγικό και το αναπόφευκτα κωμικό ως δυο όψεις ενός και του αυτού, τότε μια νέα θέαση της τραγικότητας, πιο σύνθετης και πιο λειτουργικά προσπελάσιμης, ανοίγει στα κείμενά του.


Το πρόσφατο μυθιστόρημά του, Η θεούσα, είναι προκλητικό λόγω θέματος ως τα όρια της αναγνωστικής αποδοχής, ευφυές στις ανατροπές του και, κυρίως, ανοιχτό (πάλι ως τα όριά του, καθόσον πρόκειται για λογοτεχνία) σε μια φιλοσοφική θεώρηση όσων καθορίζουν τον γνωστικό μας ορίζοντα. Πολυφωνικό εκ των πραγμάτων, με αρχικά έναν παντογνώστη αφηγητή (περσόνα του συγγραφέα) που μας εισάγει στην υπόθεση, κατόπιν μοιρασμένο αφηγηματικά στις φωνές του ήρωά του, του Μάρκου,  και της ηρωίδας του, μοιρασμένης και αυτής σε δύο εκδοχές, αυτή της Δήμητρας και αυτή της Άννας, πρωτοπρόσωπες όλες χάριν αυθεντικότητας. Όσο ο Μάρκος θα προχωράει ακάθεκτος στην εκπλήρωση συμβολαίων θανάτου με θύματα αθώα παιδιά (προκλητικό και πρωτόγνωρο για τη λογοτεχνία θέμα), τόσο το ερώτημα για την ψυχή που κουβαλάει και αυτός και ο εντολέας του θα θεριεύει. Εμβόλιμα κομμάτια που αποτυπώνουν τον φιλοσοφικό και θεολογικό (στην ουσία του) προβληματισμό του Μάρκου, θα λειτουργήσουν ως μια μορφή δικαιολόγησης ή απενοχοποίησης του δράστη, αν φυσικά είναι ικανή μια θεωρία (όσο ρηξικέλευθη, όσο περίτεχνα τεκμηριωμένη) να αποτελέσει τη «λογική» θεμελίωση των πράξεων.

Αυτά ακριβώς τα κομμάτια, ωστόσο, επιτρέπουν μια ερμηνεία του παράδοξου αυτού μυθιστορήματος, ίσως ρηξικέλευθη και αυτή. Πόσο απέχει, αλήθεια, ένα  φιλοσοφικό δοκίμιο από μια ευφάνταστη μυθοπλασία; Ίσως τόσο λίγο όσο η απόφαση να ενσωματωθεί σε ένα μυθιστόρημα η θεώρηση του κόσμου από ένα συγγραφέα που έχει δείξει ότι τολμά να «πειράζει» τις μορφές των κειμένων του οδηγώντας σε εύστοχες προσμείξεις. Έτσι, ένα κείμενο προβληματισμού και προβολής θέσεων μεταπλάστηκε σε μυθιστόρημα, παράξενο στη σύλληψή του, εύστοχο στη διερεύνηση του σκοτεινού τοπίου της ψυχής – σκοπό στον οποίο αρχικά πιστεύω ότι προσανατολιζόταν. Πιθανόν, πρόκειται για μια ανάγνωση από τις πολλές που θα γεννήσει το βιβλίο. Ένα βιβλίο που θα προκαλέσει και θα συζητηθεί. Αυτή άλλωστε είναι και η αξία της λογοτεχνίας. Από τις ΑΩ εκδόσεις, με εξώφυλλο της Μαργαρίτας Βασιλάκου (με την ευφυΐα της σαλής προσωπικότητας στο βλέμμα της γυναίκας που κρατά το παιδί σαν προστάτης και δήμιος ταυτόχρονα) προκλητικό επίσης και τόσο ταιριαστό με την ιστορία του βιβλίου.

 

Αποσπάσματα

 

Ο φόβος είναι το πιο βαθιά εγγεγραμμένο συναίσθημα στη μνήμη μας και όσο οι άνθρωποι φοβούνται, θα συντηρούν αυτή τη θεολογική εμμονή του κόσμου. […] Σήμερα, ακόμη κι εγώ αγωνίζομαι για έναν καλύτερο κόσμο, όπως ο χριστιανός για τη Δευτέρα Παρουσία. Όμως εγώ βιώνω το αλλόκοτο να γνωρίζω καλά πως αυτός ο Κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ, όχι γιατί δεν μπορεί να αλλάξει, αλλά γιατί δεν υπάρχει. (σ. 18)

 

Τις υπόλοιπες ελεύθερες ώρες μου μελετούσα την αρχαία τραγωδία για να βρω τα μεγέθη της δικής μου τραγωδίας και το κλειδί της λύτρωσής μου. Έτσι εντρύφησα στην έννοια της αδιάκοπης παρακμής και βγήκα οριστικά από κάθε ψέμα, που από τη νηπιακή μου ηλικία γέμιζε τη ζωή μου. Την κατεύθυνση για να στραφώ στην τραγωδία και εν συνεχεία στην «παρακμιολογία», μου την έδωσε πριν πολλά χρόνια ο εκτελεστής που είχα «προσλάβει» για να πάρω την εκδίκησή μου. (σ. 122)

 

Διώνη Δημητριάδου