Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

«Τροτέζα» Γρηγόρης Σακαλής

 

«Τροτέζα»

Γρηγόρης Σακαλής

 


Η μνήμη

είναι μυστήριο πράγμα

σου παίζει παιχνίδια

πότε καλά

πότε άσχημα

άλλοτε τα θυμάσαι όλα

όπως έγιναν

κι άλλοτε έχεις κενά

που τα συμπληρώνει

το μυαλό όπως - όπως

κάνεις σκέψεις

και χαμογελάς

ή αισθάνεσαι θλίψη

καθώς το παρελθόν

σε πνίγει αφόρητα

μα δεν είναι πάντα

δικαιολογημένα

αυτά τα συναισθήματα

γιατί η μνήμη

είναι τροτέζα

και σε παίζει

όπως θέλει.

 

Γρηγόρης Σακαλής

 

[στη φωτογραφία η Σίρλει Μακ Λέιν από την ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ «Η τροτέζα» (Irma la douce).] 


Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές Κίβδηλος Καιρός και Θαμμένος στην Άμμο, από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή Πορεία στη γύμνια, Bookstars και τις συλλογές Κυτίο κρυφών ονείρων, Άχρονη μετάβαση και Κραυγές στην έρημο από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων Ιστορίες ενός παραμυθά κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά.

Τέτοιαν Ώρα Ήταν Εψές,Τέτοια Και Παραπροψές Του Χρήστου Νιάρου

 

Τέτοιαν Ώρα Ήταν Εψές,Τέτοια Και Παραπροψές

Του Χρήστου Νιάρου



O χρόνος του χωριού εχει διαφορετικό χτύπο και ρολόι. Μάλλον, δεν τον χρειάζεται. Χειμώνα και καλοκαίρι, προσαρμόζεται, τρέχει, ηρεμεί, περιμένει στις γειτονιές, στις μυρουδιές,στην αλμύρα και στα μονοπάτια  αλλά και στα πρόσωπα των παρόντων, των εναπομείναντων αλλά και των απόντων. Οι βουτιές και οι βηματισμοί μου, ξεκινάνε, από τον Αμβρακικό κόλπο, την κορωνησία, τις γειτονιες του Ιουνίου και καταλήγουν στο χωριό.

 

Χρόνια τώρα, από τα μαθητικά και φοιτητικά καλοκαίρια, το δρομολόγιο παραμένει το ίδιο. Κόλλησε η βελόνα, και δύσκολα παρεκτρέπεται και αλλάζει. Γιατί διακοπές είναι ένα σημαντικό διάλειμμα στη ζωή. Αλλά  είναι και οι άνθρωποι, και οι τόποι και οι λαλιές και οι εικόνες απαραίτητη πρόεκταςη της αλλά και  συμπλήρωμα μέσα στον χρόνο των διακοπών. Τίποτε δεν χάνεται με την πάροδο των χρόνων, αλλά και τίποτε  δεν επιστρέφει. Όλα στο χωριό, με ενα περίεργο τροπο καταλήγουν και περιφέρονται. Από την αρχή μέχρι το τέλος του.

 


 

Οταν πλησιάζω στη στροφή, και περνώντας χωριά και χωριά (το χωριό απέχει από την Άρτα 24 χιλιόμετρα, κι εγώ απέχω 24 ώρες απο την πατρίδα, περίεργοι οι συνειρμοί των αποστάσεων καμμια φορά) και η πινακίδα στον δρόμο, σού λέει το καλώς όρισες, τότε αρκετά, σχεδόν όλα, επανέρχονται ταχύτατα μπροστά μου. Τα μάτια, όλα μια αγκαλιά, λες και ο χρόνος δεν άλλαξε πλευρό και συνήθεια. Έργα των ανθρώπων και έργα της φύσης συνορεύουν μεταξύ τους και ανανεώνονται. Όλα στο κάδρο των στιγμών περιπλέκονται. Κάτω από μια κληματαριά ζαμπέλας  όλα έχουν άρωμα. Φασαρία κάνουν τα τζιτζίκια, κάτι παιδούρια  και ο βασιλικός που μένει αμάραντος και σε ακουμπάει, όταν περνάς από δίπλα του. Και σφραγίζουν το διαβατήριο ψυχής και σώματος για πάντα. Όπως και οι  κουμαριές, οι φτέρες, οι καστανιές, τα έλατα, τα πουρνάρια, οι πέτρες, ο καθαρός αέρας, το τσίπουρο, τα βλήτα, τα μονοπάτια, τα γεμιστά της μάνας μου, τα κάρβουνα, οι ντοπιολαλιές, οι χωριανοί, οι βασιλικοί, οι γλάστρες, τα ζα, τα αηδόνια, τα κεριά, το χώμα. Όλα συντρέχουν, εννοείται, χωρίς γραφικότητες.  Ό,τι κοιτάει τον ουρανό και σε κοιτάει στα μάτια, σε περνάει απέναντι και σου δίνει κουράγιο και δύναμη. Όσο μακριά και να ’σαι, αυθόρμητα, ξεδιπλώνεται ένα άλλο ταξείδι, μέσα στο ταξείδι.

 


 

Ροδαυγή. Αναπόσπαστο κομμάτι στη ζωή μου. Ορεινό χωριό του νόμου της Άρτας. Κάπου εφτακόσια μέτρα από το νερό, με τον  Αράχθο και το Φράγμα Πουρνάριου στο βάθος.  Λες και τα βλέπω ολα μπροστά μου. Και τα ακούω. Για την ιστορία, το ποτάμι αποτέλεσε το όριο, το σύνορο, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην περιοχή της Ηπείρου, την περίοδο 1881 - 1912. Ενα από τα χιλιοτραγουδισμένα ποτάμια, όπως και το ξακουστό γεφύρι της Άρτας με τις παραλογές, τις καμάρες του και τον πλάτανο του Αλή.

 

Στα παλιά χρόνια, οι ονομασίες του χωριού ήταν Αθήναιον και μετά Νησίστα. Ροδαυγή, το λέει και η λέξη, μιας και ο ηλιος ροδίζει εκπληκτικά το πρωί, προσδιορίζει την τωρινή του ονοματοδοσία από το 1962. Τα καλοκαίρια, η εικόνα πιο εντυπωσιακή. Ο ήλιος, ο καλός καιρός και οι επισκέπτες,μακρινοί και κοντινοί μέτοικοι, απολαμβάνουν τα του χωριού και της περιοχής τα δώρα και τις ομορφιές. Και φυσικά την πλατεία. Εκεί γίνεται και το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, στα τέλη Ιουλίου, στην καρδιά του καλοκαιριου, στην καρδιά του κύκλου των εκδηλώσεων της τοπικής κοινωνίας. Με το χαρακτηριστικό χορό και δρώμενο, το «Καγκελάρι». Χορός που γίνεται και στα άλλα τζουμερκοχώρια.  Συνήθως εδώ, στην Ροδαυγή, γίνεται και μια άλλη φορά. Παλιά γινόταν την Τρίτη της Λαμπρής, αλλά τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται την Κυριακή του Πάσχα.


Η αποκορύφωση, όμως, είναι το καλοκαίρι. Στην πλατεία του χωριού, με φόντο την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Χορός, στόμα με στόμα και τα λόγια να φεύγουν και να έρχονται.
 Αντιφωνικα, δυνατά και στιβαρά, απλώνονται και περιορίζουν τις αποστάσεις. Χωρίς όργανα και όλοι ευπρόσδεκτοι καλούνται αυθόρμητα  να δώσουν το «παρών!» και να κάνουν τα καγγελίσματα, με πολύ απλά βήματα. Οι χορευτές δηλαδή, πιάνονται θηλυκωτά, περνώντας ο ένας το χέρι του στον αγκώνα του άλλου. Ο Καγκελάρης ή ο Μπαϊρακτάρης ή ο πρώτος που ξεκινάει τα λόγια, (που κρατάνε τόσα χρόνια και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά) δίνει το έναυσμα και τα  επαναλαμβάνουν οι υπόλοιποι. Αντίλαλος και ρεύμα, με μαεστρία και λεβεντιά.  Με το κύλισμα των στροφών γίνονται και τα καγγελίσματα.

 

Για την ιστορία, για την παράδοση, είναι διπλός ο χαρακτήρας και το μήνυμα του χορού. Ο μεν πρώτος κοινωνικός, έτσι ώστε να υπάρχουν οι γνωριμίες ανάμεσα στα δύο φύλα, μιας και θα βρεθούν απέναντι και κοντά, όταν γίνονται τα καγγελίσματα και ο άλλος λόγος, ας το πούμε εθνικός, δεδομένου ότι επι τουρκοκρατίας όταν χορευόταν, αντάλλασσαν οι κάτοικοι, μεταξύ τους πληροφορίες και σκέψεις σημαντικές για τον αγώνα και την επιβίωση. Όπως συμβαίνει, στα δημοτικά τραγούδια, σε γενικές γραμμές, η όλη ιστορία τους είναι πάντοτε συνυφασμένη με την κοινωνία και τη φύση, με βάση βέβαια και την έμπνευση του ανώνυμου δημιουργού.

          
Το «τίνους πδι είσαι συ και το καμάρι μ’», δεν θα τα ακούσω και φέτος.
 Μαθαίνω ότι ούτε και φέτος θα γίνει το πανηγύρι. Κάτι που διοργανώνεται από την τοπική κοινότητα και τους πολιτιστικούς φορείς του χωριού με πολύ μεγάλη επιτυχία και συνέπεια, όπως και άλλες χαρακτηριστικές εκδηλώσεις, κατά τη διάρκεια του χρόνου.


 


Χαρακτηριστικά, αποσπασματικά, μερικά λόγια, από το δρώμενο, το Καγκελάρι της Ροδαυγής

 


«Τέτοιαν ώρα ήταν εψές, τέτοια και παραπροψές,

στο χορό που χόρευαν όλο αγόρια και παιδιά,
και κορίτσια ανύπαντρα,
και στην μέση στο χορό κάθεται χρυσός αιτός,

και τροχαει τα νύχια του, τα χρυσά φτερούγια του,
το θεό παρακαλεί,

κύριε, δος μου προθυμιά,

να ριχτώ ν’ αρπάξω μια,

και αν δεν την εδιάλεγα,

να πέφτανε τα νύχια μου,
Τα χρυσά φτερούγια μου,

Συ που σέρνεις το χορό, κάνε διπλό κάγκελο,
κάνε καγγελίσματα,κάνε τρίτο κάγκελο,

κάνε καγγελίσματα,κάνε τέτρο  κάγκελο,

κάνε σταυρό κάγκελο,
τράβα φτιάξε το χορό,
είμαι ξένος και θα ιδώ και θα πάω να μολογώ,

στα χωριά που θα διαβώ,
μες στο πέρα μαχαλά».

 

κ.λπ. κ.λπ... Υπάρχει, βέβαια και ενα από τα τα πολλά link, στο ΥouTube, έτσι για την ιστορία.

https://youtu.be/Mv14lZaINrw


Χρήστος Νιάρος


Ο Χρήστος Νιάρος κατάγεται από τα Γιάννενα και την Άρτα, σπούδασε στο Χημικό του Α.Π.Θ. αλλά παράλληλα ασχολήθηκε με τα ΜΜΕ και τη γραφή. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι μόνιμος κάτοικος Μελβούρνης. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ιστολόγια, σε εφημερίδες και σε περιοδικά τόσο στη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Αντί Κριτικής, Ας Μείνουμε Στα Βράχια Του Χρήστου Νιάρου

 

Αντί Κριτικής, Ας Μείνουμε Στα Βράχια

Του Χρήστου Νιάρου





Πριν αρχίσω να ξεφυλλίσω τα βράχια της καινούργιας ποιητικής συλλογής του πολυγραφότατου Γεωργίου Βέη, ας κάνω ορισμένες αναγκαίες εισαγωγικές παρατηρήσεις. Κάτι σαν πρόβα στον αέρα και σκέψεις στο χαρτί. Γνώριμος
 σε εμάς εδώ, στην Μελβούρνη, αφού άραξε το καράβι της πορείας του, στο λιμάνι μας, με την ιδιότητα του γενικού προξένου.

 

Μια θητεία πετυχημένη, τόσο ως πρόξενος όλων των Ελλήνων, όσο και σαν άθρωπος των γραμμάτων και των διαλέξεων. Περάσανε αρκετά χρόνια, από τότε. Σχεδόν είκοσι και βάλε. Με τους αριθμούς δεν θα τα πάμε και τόσο καλά στο κείμενο τούτο. Μιλάω για τις ακριβείς χρονολογίες. Θέλω να πιστεύω πως με τις λέξεις και τις προεκτάσεις τους μάλλον θα είναι καλύτερα. Και τα έργα και τα λόγια του Γ.Β στην παρουσία του εδώ στην Μελβούρνη, πρόσθεσαν και έδωσαν άλλο χαρακτήρα και χρώμα στην ομογένεια και στον καθένα.

 

Οπως και  με την παρουσία του στους οργανισμούς της παροικίας, στις εκδηλώσεις τους αλλά και με ραδιοφωνικές συμπράξεις, στο πρώτο 24ωρο ελληνικό ραδιόφωνο της Μελβουρνης από τη συχνότητα του 3χy Ράδιο Ελλάς. Κάναμε κάπου δεκαπέντε εκπομπές, με τον γενικό τίτλο, «Μουσικήν ποίει και εργάζου», φράση παρμένη απο τους διαλόγους του Πλάτωνα και πιο συγκεκριμένα από τον διάλογο Φαίδων. Στο συγκεκριμένο διάλογο, το κυρίως θέμα είναι η αθανασία της ψυχής.

 

Αλλωστε τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Αριστοτέλης, όπως και οι άλλοι μακρινοί μας συγγενείς, χρησιμοποίησαν τους μύθους σαν πολύτιμα εργαλεία και ενότητες στα έργα και στις συνομιλίες τους. Η δε μουσική, ως λέξη, εννοείται  με την ευρύτερη της σημασία, τη γενικότερη δηλαδή λειτουργία της, ως σημαντικός αρωγός   παιδείας σε όλες τις στιγμές στη ζωή μας.

 


 

Νύχτες λοιπόν, συνήθως Παρασκευές, αλλά και κάποια Σάββατα, γινόντουσαν αυτές οι παρουσιάσεις και οι προσεγγίσεις μέσα από τα ραδιοκύματα. Εκπομπές λόγου και  πολιτισμού.  Συνήθως δίωρες, αλλά τις περισσότερες φορές ο χρόνος δεν ήταν αρκετός.  Εκπομπές που αγαπηθήκανε από όλη την ομογένεια, τόσω της Μελβούρνης , όσο και των άλλων πολιτειών. Τότε δεν υπήρχανε κινητά για τους περισσότερους, ούτε και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι αισθήσεις και οι ανάγκες περνούσανε από διαφορετικά κανάλια.  Αλλες εποχές και διαφορετικοί οι τρόποι επικοινωνίας.

 

Και η τέχνη  σε ολες της τις εκφράσεις, ειδικά για τον απόδημο ήταν και είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή του. Ταυτότητα και συνέχεια Είναι σκληρή η ξενιτιά, η αποδημία, και εφόσον αγαπάς δύο πατρίδες, πρέπει και να ’σαι βράχος και κύμα και στεριά.Οπως ακριβώς συμβαίνει και στην έκφραση και στη λειτουργία της ποιητικής συνείδησης.

 

Συνυπάρχεις, συμπορεύεται, συμπλέεις και με το ορατό και το μη ορατό. Ετσι οι αποστάσεις, οι ωκεανοί, το κάθε δευτερόλεπτο,αποκτούν μια διαφορετική θέση στον χάρτη της καθημερινότητας και των αναστοχασμών του καθενός. Οπως και οι λέξεις, όταν έρχονται από μακρινές εποχές. Αποσπασματικά καταθέτω κάποιες σκέψεις και κουβέντες που είχα με τον ποιητή και δημιουργό Γεώργιο Βέη, τότε που πέρασε από τη Μελβούρνη.  Σημαντικότατα, δε, ήτανε και σποραδικά τα άρθρα του  στον παροικιακό τύπο, από τα ταξίδια του στην Ασία αλλά και η κριτική ματιά για τους πρωτοεμφανιζόμενους ποιητές και πεζογράφους.  Τότε που το διαδίκτυο ξεκινούσε πολύ αργά και υπήρχανε ακόμη φαξ, κασέτες και μολύβια.

 

«Από πολύ παλιά, από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο και ένα μέρος του εαυτού μου διαπίστωσα, ότι ο Παρμενίδης, έχει μάλλον δίκιο. Δηλαδή ένα είναι το παν, και η κίνηση είναι φαινομενική. Ο κόσμος είναι μέσα μας. Νομίζουμε ότι τα πάντα αλλάζουν. Ο κόσμος δεν είναι μόνο απλός (Γ.Σεφέρης), αλλά και ο αυτός,ίδιος και απαράλλαχτος. Αλλωστε ο ποιητής ειναι ένας αληθινός αρχιτέκτονας. Ξαναφτιάχνει τον κόσμο και συνεργάζεται με τη φύση ως μέγας οραματικός οικολόγος. Και ξέρει να διαβάζει το μέλλον, που γι’ αυτόν είναι παρελθόν (παραθέτω επιγραμματικά: Έλιοτ, Ζήνων ο Ελεάτης, Νίκος Καρούζος κ.λπ. κ.λπ.). Η νεα γλώσσα των οραμάτων του ποιητή,γενικά, είναι η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει ο λαός του, όταν θα θελήσει,να εκφράσει το Υψηλό, την Ομορφιά, τον Θάνατο, την Αθανασία.»

 

Ας μην μακρηγορούμε και ας μπούμε σε γραμμές του τωρινού βιβλίου του, αν και το χτες συνεχίζει και στο σήμερα να μας προσδιορίζει.


Με βάση τον τίτλο, Βράχια, της καινούργιας του δημιουργίας, ο ταξιδευτής, αναχωρητής και επιστρεφόμενος,
 από τόπους και χρόνους,  λογοτέχνης Γ.Β, συνεχίζει την πάγια τακτική του και τολμώ να πω την ειμαρμένη του  και σε αυτό το βιβλίο. Γιατί, απλώς τα ποιήματα, οι γραφές του, ειναι ακλόνητα, και μετακινούμενα  μετερίζια, από όποια πλευρά και να τα δείς.  Σταθερές αξίες  και ρίζες γερές, που τον ακολουθούν  σε ολα τα λιμάνια και από τις γειτονιές που προαυλίστηκε και εζησε. Τον ορίζουν, τον προεκτείνουν, στα όρια δε των φωνηέντων και της μεταφοράς των προτάσεων, τον ολοκληρώνουν. Λογαριασμοί που μένουν όμως  ανοιχτοί, με ευγένεια και ενσυναίσθηση, με τη γλώσσα, τη δομή της, τα δρώμενα του ορατού, τις εκπλήξεις του πάθους, την ηρεμία και τον πόνο του στιγμιαίου, και  μπροστά μας ξαναβρίσκονται για δεύτερη και τρίτη ανάγνωση. Να φτιάξουμε δηλαδή ένα μύθο, μέσα από τον μύθο του δημιουργού. Δομή και ξανακτίσιμο της κάθε στιγμής, με υλικά που υπάρχουν γύρω μας. Στη γειτονιά των ματιών και των ονείρων του καθενός. Ας ξεκινήσουμε, το ταξείδι της ανάγνωσης.

 

Στο Προαύλισμα

 

Ετσι ξεκινάει, ο πρώτος βράχος, το πρώτο ποίημα της συλλογής. Ποίημα, για  χειμώνα και καλοκαίρι.  Η γραφή άλλωστε δεν έχει εποχή. Οι εποχές είναι η πρόφαση για το ταξείδι,τη γραφή, την πίκρα, τον έρωτα, τη διάρκεια. Η ακριβής δικαιολογία και το εφαλτήριο. Σε όλη του την συλλογή, ακούει, ως παρατηρητής και παρατηρούμενος, τον χρόνο. Τον πανδαμάτορα.  Το απόλυτο της καταβύθισης και της άνωσής του, για να μιλήσουμε με όρους φυσικής, πρέπει να βρει τον χώρο του για να ανασάνει, σε αλλο πλαίσιο. Στο κάδρο του χρόνου, όλα σχετικά. Δεν μένει όμως εκεί μόνιμα.  Ο Γ.Β  «ανοίγει το παράθυρο κι είναι χτες»  σημειώνει σε μια στροφή. Θα έλεγα σε μια χαρακιά του βράχου του.  Στο δέρμα του χρόνου γίνονται πολλά.  Και ταυτοχρόνως απαντάει σε αλλη γραμμή «το μειλίχιο φως αγγίζεται, το ακούς, να κυματίζει σαν στοργή, να σε φέρει πιο κοντά στο παν».

 

Και ταξιδεύει, στις γραμμές των ποιημάτων, με τον κορυδαλλό, με τα κρασοπούλια, με το κλαδί της μηλιάς, τον κάστορα, στο απομεσήμερο Κυριακής, στα κλαδιά Σημύδας, στον ευκάλυπτο της πλατείας, στο σφρίγος της μέλισσας, στη συκομουριά. Δεν εχει σταματημό. Πλοίο διαρκείας είναι η χώρα μας λέει ο καπετάν Οδ. Ελύτης. Και δω, ο Γ.Β, στην ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου, ορισμό της ποίησης κατά τον Α. Εμπειρίκο, τον προεκτείνει και τον γεμίζει. Γίνεται ποδήλατο, δρόμος, αφορμή, πληγή, ματιές.  Αρμενία, Βέροια, Ταΰγετος. Και οχι μόνο. Το καθετί, τοπίο και λόγος, τον εχει σημαδέψει. Γιατί το προαύλιο, στο εντός του τείχους του σώματος, είναι το μπαλκόνι, το σκαλοπάτι και το αγνάντεμα, για το πέρασμα στο απέναντι. Στο κάθε τι απέναντι,ο ποιητής Γ.Β, αυτο αναλύεται, μονολογεί,καταγράφει. Γίνεται ο ίδιος αναγνώστης, σημαίνον και σημαινόμενο. Τον πάει και  τον ταξιδεύει, μέχρι και  τους άδειους περιστερώνες. Τι λέει, εκεί, ο Γ.Β;

 

Ας τον ακούσουμε «έτσι είναι τα μάτια μας πολλές φορές / λες και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία/ ιδίως τα θέαματα των ημερών/ υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο / για τα όνειρα των παιδιών». Όλοι οι χρόνοι, παρόντες και μη  και εξαιρούμενων συντακτικών ακριβείας, μακρινών και κοντινών, καταλήγουν στα βράχια.  Η ηχώ και ο αχός τους. Στο θέαμά τους. Στο «θέλω» των ονείρων της αθωότητας, αλλά και στην νύχτα που επέρχεται. Το τοπίο εκεί  γίνεται αλλιώς. Οι συλλαβές του ποιητή περιδιαβαίνουν βουνά, ρυάκια, πόλεις του εδώ, πόλεις του εκεί. Συσσωρεύμενες μνήμες, που δείχνουν νάχουν αντοχές. Από μια άλλη τους γωνία  καημοί και όνειρα, τις χαρακτηρίζουν . Οπως ακριβώς, το μέτρημα του καημού, στο τραγούδι, του Θεοδωράκη «Βράχο βράχο». 

 

Μετράει ακριβοδίκαια τις λέξεις του ο ποιητής. Γιατί ειναι πληγές, εργαλεία και οικόπεδο. Πατάει στις λέξεις στέρεα  και τις πετάει στον ουρανό και στις σελίδες με μαεστρία.  Γράφει «ένα ακόμη οικόπεδο Χιροσίμα η γλώσσα μας». Και άλλου απαντάει «της κάθε μέρας ο ρυθμός /να μην είναι σπασμένο αγγείο, άλλα δύναμη».  Το παρελθόν, αξιολογικά και λόγω φλέβας, είναι ενας βράχος, σαν σύνορο αλλά  και πέρασμα αυτογνωσίας.


Στο φαίνεσθαι και στο είναι, συνεχίζει να σκαλίζει των βράχων τη σιγουριά και τη σιωπή τους  για να ’ρθουν τα καλύτερα, που έχουμε ξεχάσει .Γράφει εκεί «μαθαίνουμε πάλι από την αρχή/ ισότητα, γαλήνη και μουσική». Δεν μπορώ να διακρίνω, να ξεχωρίσω κάποια ποιήματα από τα άλλα της συλλογής. Αλλωστε όλες οι γραφές είναι καλές. Ειδικά όταν το αυθόρμητο με σαφήνεια  κατατίθεται και εκπέμπεται, τότε γυρνάς ξανά και ξανά στις σελίδες και το κοιτάς στα μάτια και στις όποιες ρυτίδες έχει αφήσει ο χρόνος.  Ο Γ.Β κουβαλάει την αθανασία των βράχων μέσα του  και βγάζει όλη την αλμύρα και την ξηρασία τους, από το πρώτο ποίημα της συλλογής «προαύλισμα» μέχρι το τέλευταιο «τα επινίκια’’.

 

Σελίδα Σελίδα

 

Στο ενδιάμεσο υπάρχουν εξέχοντα δημιουργήματα, που θα αντέξουν πιστεύω  στο αύριο της γραφής και του πολιτισμού γενικότερα.  Θα κλείσω, με δυο γραμμούλες, από την πατρική του γειτονιά, τη Σάμο, και που φέρουν τους  τίτλους «Καρλόβασι Σάμου» και «Κουμέικα  Σάμου». Εκεί βρίσκεται (το εκει, ταξιδεύει στην αλφαβήτα της ζωής μας, να μην τα ξαναλέμε ) «το στοργικό παρόν της ανάμνησης»  του Γ.Β και που καταφέρνει «να με αγγίζει στο φτερό η πατρίδα». Ο τόπος είναι η αφορμή, και ο καθείς έχει τις αναμνήσεις του ως ασφαλιστική δικλίδα μεν αλλά και σαν όνειρο.  Για τις δοκιμασίες της καθημερινότητας. 

 

Δηλαδή, τον δικό του αναγνωρίσιμο  βράχο τον θυμάται και τον τιμά. Και  όσα χρόνια και όσους  τόπους ικαι  αν πέρασε , θα ’ναι εκεί. Το αίμα και η όποια ιστορία του θα ’ναι εκεί. Ωμά και ξάστερα.  
Ποτέ ένα ποίημα δεν τελειώνει εύκολα. Το ξέρουν και τα βράχια. Το ξέρει και ο Γεώργιος Βέης. Από όποια πλευρά και να τους αγναντεύει και να τους περπατάει, από οποίο κάτοπτρο και αναστοχασμό, να τους ορά, διπλωματικά και λυρικά, εκπέμπει το μήνυμά του. Πώς;
 Σε μια ακόμη του γραφή, πάλι στη Σάμο. Στο  Ηραίο. 

 

Ο καθένας έχει μια εικόνα κοντά στα κύματα. Νοερά έστω ας τη φτιάξουμε και ας προσθέσουμε (έστω και ας αφαιρέσουμε, γιατί όχι;) μερικά στοιχεία που μας έρχονται αυτή τη στιγμή.  Με φύκια, με μπαλκόνια, με κύματα, με αέρηδες, με ωκεανούς, με ιδρώτες , με φεγγάρια, με θάλασσες, με βουτιές, με μεσημέρια. Ας χρησιμοποιήσουμε μόνο αυτά.  Και τι λέει ο Γ.Β κοντά στα κύματα «αυτός ο σκουροπράσινος πίνακας / με το χρυσάφι του εδώ κι εκεί / είναι πλέον το βιβλίο σου / η ανανέωση των συνειρμών».

 

Το ξεφύλλισμα της ζωής έχει αρκετούς βράχους και από πολλές πλευρές μπορεί κανείς να τους διαβάσει. Που σημαίνει ότι ο καθένας έχει τη δύναμη να κάνει τη βουτιά μέσα του και να βγεί στο φως και στις αποχρώσεις του, όπου και όπως και να ’ναι. Αρκεί να ’ναι ο εαυτός του στο ταξίδι της στιγμής και της ομορφιάς.

 

Οι σελίδες διαβατηρίου γραφής του Γεωργίου Βέη, έχουν σφαγιστεί από τους τόπους, τους χρόνους και τις λαλιές που πέρασε. Τα σύνορά τους, τα όριά τους, φαίνονται πεντακάθαρα μπροστά μας σε αυτό το βιβλίο. Οι δικές μας σκέψεις, σαν κινούμενοι βράχοι, σαν  σελιδοδείκτες, το συμπληρώνουν. Η σφραγίδα της γραφής, το σώμα των αισθήσεων, των λέξεων αλλά και η ισορροπία των γεύσεων του  νοσταλγικά και ακριβοδίκαια μας  ταξιδεύουν από σελίδα σε σελίδα.  Θέλω να πιστεύω, το ίδιο θα γίνει και στο επόμενό του δημιούργημα γραφής.


Χρήστος Νιάρος


Ο Χρήστος Νιάρος κατάγεται από τα Γιάννενα και την Άρτα, σπούδασε στο Χημικό του Α.Π.Θ. αλλά παράλληλα ασχολήθηκε με τα ΜΜΕ και τη γραφή. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι μόνιμος κάτοικος Μελβούρνης. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ιστολόγια, σε εφημερίδες και σε περιοδικά τόσο στη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. 





Κατά τον δαίμονα εαυτού... Η Ελένη Γκίκα γράφει για την ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή», ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο liberal.gr

 

Κατά τον δαίμονα εαυτού...

Η Ελένη Γκίκα γράφει

 για την ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου 

«Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή», ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο liberal.gr

Κατά τον δαίμονα εαυτού... | Liberal.gr

 


Στοχαζόμενη επάνω σε αρχετυπικούς μύθους και ανασύροντας τον κακό λύκο του παραμυθιού μέσα μας, αποδεικνύει το διπρόσωπο και επικίνδυνα απατηλό πρόσωπο της εποχής.


 ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΜΑΖΙ

 

«Βαρύς ο νόστος/ η αγέλη απωθητική/ κι η μοναξιά ανελέητη/ Εγώ πιασμένος στην απόχη/ μια πεταλούδα άπτερη/ Ο Λύκος»

 

Τρίτη ποιητική συλλογή της πολύπειρης Διώνης Δημητριάδου (Λέξεις απόκρημνες, Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος) που συγκεντρώνει σε πυκνότητα δοκιμιακά στοιχεία και πρόζα και όλη την ποιητικότητα την οποία έτσι ή αλλιώς η δημιουργός διαθέτει στο λόγο της. Στοχαζόμενη επάνω σε αρχετυπικούς μύθους και ανασύροντας τον κακό λύκο του παραμυθιού μέσα μας, αποδεικνύει το διπρόσωπο και επικίνδυνα απατηλό πρόσωπο της εποχής. Ο έσω λύκος μας, δαίμων αλλά και δαιμόνιο, ακόμα και ως το σκοτεινό κομμάτι του ψυχισμού μας, ωχριά μπροστά στην αγριότητα του σύγχρονου κόσμου και ανθρώπου.

 

Με τριάντα τρία ποιήματα, εννέα περάσματα, τρείς προφητείες, εξώφυλλο από το «Head of a girl» του Leonardo da Vinci, ο Λύκος της Διώνης Δημητριάδου, αρχετυπική έννοια του κακού από τη μυθολογία μέχρι σήμερα, κάτι ανάμεσα σε θεό και θηρίο, αναζητά ό,τι απέμεινε, εκείνο που αντέχει «τρισέρημος/ μονήρης εν τω βίω/ αποσυνάγωγος των θλίψεων/ ο μόνος εν ζωή αμαρτωλός».

 

[…] σαν τότε που μικρό παιδί στη σκοτεινή σπηλιά μας δράκους ανθρώπους φανταζόμουν κι έκλαιγα μη με κατασπαράξουν στην άγρια άγνοιά τους, κι ήταν η όμορφη ιστορία βάλσαμο και ύπνος ερχόταν και μ' έπαιρνε στης μάνας μου την αγκαλιά – ο Μόγλης μου…

Μονολογούσε ο Λύκος κι έγειρε να κοιμηθεί/ τον ύπνο τον μοναχικό και ατελείωτο/ της νύχτας των ανθρώπων. («Του Λύκου πέρασμα πέμπτο», σ. 16)

 

Στη συγκεκριμένη συλλογή, η οποία αποτελεί ποιητική σύνθεση, είναι αλλεπάλληλες οι αφηγήσεις του Λύκου και οι μεταμορφώσεις του. Λύκος μοναχός και μοναχικός. Ένας λύκος της στέπας, όπως εκείνος του Έσσε που τρέμει τους ομοίους του, αλλά περισσότερο τους ανθρώπους. Ανεπιτυχής η προσπάθειά του να μπει στην πόλη και να ενσωματωθεί. Με εννιά περάσματα η απόγνωσή του.

 

«Ο Λύκος μου ο πιο σκληρός/ το πιο μοβόρο πλάσμα/ στο αίμα έπνιξε/ τα προσωπεία όλα/ μόνος προβάλλει πια/ είμαι η μόνη λύση/ λέει με σιγουριά/ κι εγώ/ το ξέρω/ του απαντώ // Μαζεύω κατακόκκινα κατόπιν/ μες στο αίμα/ τ' απομεινάρια τα φορώ/ διπλά και τρίδιπλα/ ίχνος να μη φανεί/ από το τρίχωμα/ που άγριο και μαύρο/ πρόσωπο νέο δείχνει

Μα είναι που το ποίημα/(αδύναμο πολύ)/ θέλει πιο ήπιες λέξεις» («Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή», σ. 48)

Πικρή διαπίστωση, το επιβεβλημένο ψεύδος: «Θα είμαι το τέρας του παραμυθιού/ ή ο διώκτης κυνηγός του; («Λεία του ψεύδους», σ. 30)

Και ο μέγας κίνδυνος, η τελική προφητεία της ποιήτριας μέσω του Λύκου της:

 

«δεν σου αρκεί

που κατασπάραξες

όλο το μέσα μου

φλέβες αποστραγγισμένες

θες τώρα και το πρόσωπο».

 

Ύψιστη ποίηση σε αντιποιητική εποχή. Η σημαντικότερη ποιητική στιγμή της δημιουργού.

 

 

 

[Και για την ιστορία, η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Iστορία και Aρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και δίδαξε σε δημόσια λύκεια ως φιλόλογος.

 Γράφει ποιήματα αλλά και πεζά (λογοτεχνικά και δοκιμιακά) και ασχολείται με τα γραπτά των άλλων κάνοντας επιμέλειες εκδόσεων και δημοσιεύοντας (έντυπα και ηλεκτρονικά) άρθρα κριτικής λογοτεχνίας. Στο περιοδικό Οδός Πανός επιμελείται τη στήλη «Διαβάζοντας τους ποιητές – μικρά κριτικά σημειώματα». Μετέχει στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού «Καρυοθραύστις».

 Έχει εκδώσει εννέα βιβλία (πεζογραφίας, ποίησης, δοκιμιογραφίας και μετάφρασης) και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις, ενώ ποιήματά της και πεζά έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Συντονίζει τη Λέσχη Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής. Διατηρεί στο διαδίκτυο το λογοτεχνικό ιστολό - γιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία». Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών.]

 

 


Ελένη Γκίκα

 

Το κόκκινο και το φαιό Maurice Attia μετάφραση: Ειρήνη Παπακυριακού εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Το κόκκινο και το φαιό

Maurice Attia

μετάφραση: Ειρήνη Παπακυριακού

 εκδόσεις Πόλις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ένας παθητικός μάρτυρας μιας πολιτικής τραγωδίας • Fractal (fractalart.gr)

 



Ένας παθητικός μάρτυρας μιας πολιτικής τραγωδίας

Ο ήρωας του Maurice Attia, Πάκο Μαρτίνεθ, γνωστός από τις προηγούμενες ιστορίες του (Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία, Παρίσι μπλουζ, Λευκή Καραϊβική) επιστρέφει στη δράση, αν και έχει εγκαταλείψει πλέον την ιδιότητα του αστυνομικού και εργάζεται ως αστυνομικός συντάκτης και κριτικός κινηματογράφου σε εφημερίδα. Ταυτόχρονα ο δημιουργός του επιμένει στην προσήλωσή του στα χρώματα επιλέγοντας αυτή τη φορά το κόκκινο και το φαιό, τα οποία σε μια εμπνευσμένη ανάμειξη φτιάχνουν μια δισυπόστατη ιστορία, με το ένα σκέλος της να αφορά την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες το 1978, και το άλλο την αστυνομική επιχείρηση κατά της αντισημιτικής οργάνωσης «Η Μεγάλη Δύση της Γαλλίας» το 1899. Οι δύο αυτές ιστορίες, επιφανειακά αταίριαστες μεταξύ τους, βρίσκουν το κοινό τους σημείο στον εξτρεμισμό και τη βία, συνθήκες που, εκκινούμενες από διαφορετικές αφετηρίες και ιδεολογικά ασύμπτωτες, καταλήγουν ομοίως σε μια άρνηση της ζωής. Η τέχνη του Maurice Attia κατορθώνει να ισορροπήσει την πλάστιγγα τοποθετώντας στο άλλο άκρο της ό,τι καταφάσκει στη ζωή αποσείοντας την απειλή του θανάτου, δηλαδή στον έρωτα. Έτσι ο Πάκο, καθώς βρίσκεται στη Ρώμη ως απεσταλμένος της εφημερίδας του προκειμένου να καλύψει το γεγονός της απαγωγής του Μόρο (στην  ουσία για να νιώσει πάλι την ευεργετική αδρεναλίνη στο αίμα του, μια ανάσα από τη ρουτίνα της στατικής δημοσιογραφίας), θα γνωρίσει τη Λέα Τρότσκι, δημοσιογράφο της εφημερίδας La Republica, που θα γίνει γι’ αυτόν όχι μόνον η διερμηνέας του και η πληροφοριοδότης του αλλά  και η σωτήρια ερωτική διέξοδος.

 Αυτό που επιτυγχάνει ο συγγραφέας είναι να δείξει πώς η ευρύτερη ιστορία με τα καθοριστικά γεγονότα της δένει με τη μικρή ιστορία του καθενός, πώς τα όρια του προσωπικού χώρου ανοίγουν για να ενσωματώσουν τα πολιτικά γεγονότα αλλά και πώς η γενική ιστορία εγγράφει στα σημεία της τη ζωή του καθενός από εμάς τους ανώνυμους ήρωες της καθημερινότητας. Η πολιτική τραγωδία, εν προκειμένω, εντάσσει στο σκηνικό της τους παθητικούς μάρτυρες που δεν ενέχονται άμεσα στα τεκταινόμενα, ωστόσο επηρεάζονται στην πολιτική τους σκέψη αλλά και στην προσωπική τους ζωή από αυτά, αποτελώντας εξάλλου το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποκτούν νόημα οι πολιτικές ενέργειες, είτε εκπορεύονται από τους τρομοκράτες είτε από τους πολιτικούς ιθύνοντες. Πόσο παθητικοί μάρτυρες, λοιπόν, είναι στην ουσία όλοι όσοι αποτελούν τους αποδέκτες των τρομοκρατικών ενεργειών, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι τελούνται αυτές; Ένα ενδιαφέρον σχόλιο καταθέτει εδώ ο Maurice Attia, αναδεικνύοντας από τη μία την αψυχολόγητη εξτρεμιστική δράση (και ατελέσφορη εν τέλει) και από την άλλη τον κυνισμό της πολιτικής εξουσίας που (καθοδηγούμενη από την αρχή της μη διαπραγμάτευσης με τους τρομοκράτες) δεν διστάζει να θυσιάσει τον Άλντο Μόρο, εμπνευστή μαζί με τον Μπερλίνγκουερ του «Ιστορικού Συμβιβασμού» ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες και στο Ιταλικό Κ.Κ. Ενδιαφέρουσα η παρεμβολή στην αφήγηση επιστολών και αποσπασμάτων από το ημερολόγιο του Μόρο, που φανερώνουν την πορεία από την ελπίδα να ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις ως την πικρή γνώση πως ο ίδιος δεν έχει καμία ελπίδα.



Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα (σε μετάφραση και σημειώσεις της Ειρήνης  Παπακυριακού) που συμπλέκοντας τη μεγάλη με τη μικρή ιστορία δείχνει αφενός τις αφανείς συνδέσεις τους, αφετέρου εστιάζει στην καταδίκη της βίας με όποιο πρόσωπο και αν εμφανίζεται, με όποια εξτρεμιστική δράση όποιου χρώματος (κόκκινου ή φαιού) δείχνει το πρόσωπό της.

 

Αποσπάσματα

 

Προσπάθησα να τους εξηγήσω: «Δεν υπάρχουν απαντήσεις στις ερωτήσεις σας αλλά, ακόμα κι αν υπήρχαν, δεν θα ανταποκρίνονταν καθόλου σε αυτό που περιμένετε». Προσπάθησα επίσης να τους πείσω πως η απαγωγή και η εκτέλεσή μου θα βόλευε τους Αμερικάνους, τους Ρώσους, ακόμα και τον Πάπα! Δεν με πίστεψαν· φαντάστηκαν πως τα επιχειρήματά μου αποτελούσαν απλώς απόπειρες χειραγώγησης.

Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως αυτοί οι νέοι ενστερνίζονται ένα απλοϊκό όραμα για τον κόσμο και δεν καταλαβαίνουν γρι από πολιτική.

Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως είμαι χαμένος. Θα κάνουν ό,τι περιμένουν όλοι από αυτούς, χωρίς να χρειαστεί να τους το ζητήσει κανένας. (σ. 60-61)

 

Η πολιτική ζωή στην Ιταλία είναι κάπως περίπλοκη: ένα Κομμουνιστικό Κόμμα που τείνει προς τη σοσιαλδημοκρατία, μια διχασμένη Χριστιανική Δημοκρατίας, ένας σφοδρά αντικομμουνιστής Πάπας, μια Ακροδεξιά που παραμένει ισχυρή και υποστηρίζεται κρυφά από τον στρατό, η αστυνομία κι οι Αμερικάνοι, μέσω της CIA, που διατηρούν παράλληλα τις νατοϊκές βάσεις τους, μια Άκρα Αριστερά  που υποστηρίζεται και καθοδηγείται από τη Μόσχα –μέσω της Ανατολικής Γερμανίας–, η οποία αισθάνεται ότι το ΙΚΚ έχει πάψει να βρίσκεται υπό τον έλεγχό της. κι αν προσθέσετε σ’ όλα αυτά τη μαφία… (σ. 48)


Διώνη Δημητριάδου