Τρίτη 31 Μαΐου 2016


«Βερολινέζικα χρονικά  1920-1933»  
του Joseph Roth

σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου
και με εισαγωγή του Michael Hofmann
από τις εκδόσεις Άγρα 



Αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου»:

«Το 1920 ο Γιόζεφ Ροτ, ο πιο διάσημος γερμανόφωνος ανταποκριτής της εποχής του, έφτασε στο Βερολίνο. Τα άρθρα του για αυτό επηρέασαν μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, ανάμεσά τους και τον Τόμας Μανν.
[…]
 Ο Ροτ κινήθηκε πίσω από το παραπέτασμα της πιο ξακουστής μητρόπολης της τζαζ, όπως δεν έκανε κανένας άλλος Γερμανός συγγραφέας της εποχής του. Έγινε ο χρονικογράφος της ζωής των κατοίκων της που ήταν ξεχασμένοι από όλους […]έπιασε το σφυγμό της Ευρώπης αυτών των αβέβαιων ημερών που προηγήθηκαν της μεγάλης κατάρρευσης μιας ηπείρου και του χαμού ενός ολόκληρου πολιτισμού».

Στην έκδοση προσφέρεται ως ένθετο και το τελευταίο άρθρο του Ροτ, γραμμένο στις 22 Μαΐου 1939, λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του «Η βελανιδιά του Γκαίτε στο Μπούχενβαλντ».

Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα από αυτό το άρθρο (σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου) όπου φαίνεται το πνεύμα της γραφής του, καταγγελία διανθισμένη με γερή δόση ειρωνείας. Έξοχος!:

[…]
Οι έγκλειστοι του Στρατοπέδου Συγκέντρωσης περνάνε δίπλα απ’ αυτή τη βελανιδιά κάθε μέρα. Δηλαδή, δεν περνάνε· τους περνάνε. Ακούστε να δείτε, τώρα! Ένα σωρό ψευδείς ειδήσεις διαδίδονται και κυκλοφορούν για το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ· ιστορίες τρόμου, παραμύθια φριχτά. Καιρός πια να ειπωθεί η αλήθεια: στη βελανιδιά, κάτω από την οποία καθόταν ο Γκαίτε με την κυρία φον Στάιν, και η οποία χάρη στο Νόμο περί Προστασίας της Φύσης εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση της, δεν έχουν «δέσει» ούτε έναν από τους έγκλειστους του στρατοπέδου Συγκέντρωσης. Τους δένουν στις άλλες βελανιδιές, που σ’ αυτό το δάσος τελειωμό δεν έχουν.


«Με βράγχια ανασαίνω»


κάποιες σκέψεις διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Ελένης Αράπη

εκδόσεις Γαβριηλίδης




το κορίτσι θάλασσα
πνίγει τα τελώνια στα άπατα
εντός της για πάντα
μόνο το μπάρκο αρμενίζει

Σκέφτομαι πόσο συχνά διαβάζοντας ποίηση ανακαλύπτουμε το υγρό σώμα των στίχων. Και δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση τίποτε ειδυλλιακού χαρακτήρα απόπειρες. Μιλώ για την αληθινή ποίηση που αντέχει να βυθίζεται στη θάλασσα ως τον πάτο της ποιητικής εικόνας, προκειμένου να ανιχνεύσει εκεί πρώτα από όλα τον εαυτό της να αναπνέει με τον πανάρχαιο τρόπο της ζωής: με βράγχια. Έχει μια έλξη γοητευτική άραγε αυτό το βύθισμα; Ή μήπως η αναζήτηση της πρωταρχικής πηγής ζωής είναι μια απελπισμένη προσπάθεια διάσωσης, φυγής από το χωμάτινο φράγμα που περιζώνει τον άνθρωπο στερώντας του αέρα και πνοή;
Μια τέτοια κατάδυση συναντώ στην ποίηση της Ελένης Αράπη. Νιώθω διαβάζοντας πως τα περιθώρια έχουν στενέψει, γι’ αυτό και κραυγάζει εκτεθειμένη απολύτως

Ξέμειναν
χείλη αφίλητα
στήθη ανέγγιχτα
άχρηστο φύλλο.
Στα σκουπίδια
Κι αυτή η φλόγα
τόσο νερό
δε λέει να σβήσει.
Τσακίδια!

Ποίηση με κίνηση, με νεύρο, με θέση και άποψη, μέσα στη ζωή, την ίδια στιγμή που την καταγγέλλει. Μια γυναικεία ύπαρξη φορτωμένη τόσους ρόλους, συγκρουόμενους, που τείνουν να την καταπιούν. Αυτή, όμως, ανθίσταται, φωνάζει και επιτίθεται. Ξέρει την πορεία που θα ακολουθήσει, προς τη σωστική λέμβο της. Όχι, αυτή δεν είναι ένα ακόμη σκαρί από αυτά που πλέουν στα ήρεμα νερά και διαλύονται στο πρώτο σφοδρό συναπάντημα με την οργή της θάλασσας. Είναι φτιαγμένη από υλικά δοκιμασμένης αντοχής. Δεν προαναγγέλλει η φωνή της μια ακόμη φυγή μπροστά στα αδιέξοδα. Γράφει πατώντας πάνω στις παλαιότερες ποιητικές παρουσίες, ακολουθεί τη νοητή γραμμή (σωστική ενδεχομένως) συνομιλώντας με άμεσο ή έμμεσο τρόπο με την εκρηκτική φύση του Κάλβου, τον εναγώνιο στίχο του Σεφέρη, τον τρομακτικό εξπρεσιονισμό του Σαχτούρη, την παραδοξότητα των εικόνων του Εμπειρίκου. Και παρουσιάζει τη δική της πρόταση, ποιητική αρχικά, πρόταση ζωής στον αναπόφευκτο συνειρμό της.

 Θέτει τον απαράβατο όρο. Αυτός που θα θελήσει να δοθεί στον ποιητικό λόγο πρέπει να γνωρίζει ότι

Με αίμα κι ηδονή
γεννιέται η κάθε λέξη

Δεν ωφελεί χωρίς τη μείξη αυτή να στρώνει λέξεις στο χαρτί. Θα του ξεφύγουν, θα χαθούν. Γιατί η ηδονή, που η ποιήτρια εδώ επιλέγει ως απαραίτητο συστατικό του λόγου της, τρέφεται από το αίμα και με το αιμάτινο αυτό σαρκίο συστήνεται πρώτα στον ποιητή που στέκεται απέναντι στα ίδια του τα λόγια εκστατικός, και κατόπιν σε όλους τους θιασώτες της ποίησης, που αντλούν από το αίμα αυτό τη δική τους δύναμη.
Γιατί η ποίηση, όπως την αντιλαμβάνεται η Ελένη Αράπη, βγαίνει μέσα από τα αγκάθια και τον πόνο. Έτσι όμως αναδεικνύεται δυνατή και – με κάποια προσοχή χρησιμοποιώ εδώ τον όρο – ίσως ελπιδοφόρα. Αυτή την αίσθηση μου δίνει ο λόγος της, ότι δηλαδή έχει φορέα του ένα ποιητικό υποκείμενο που  βάζει θεμέλια γερά, ακόμα και όταν γκρεμίζει τα πάντα γύρω του.

Θα χτίσω ενάντια ενάντια
με μόνη μου ηδονή το γκρέμισμα.

Στην ποίηση αυτή μπαίνεις αφήνοντας στην άκρη όλα σου τα άρματα

Εκκλησία η ποίηση
γδύνεσαι τα’ άρματα
πλένεις τα χέρια ανάβεις κερί
καίγεσαι αυτό –
αναφλέγεσαι.
Η στάχτη που μένει
μοναδική αλήθεια.
Μπήκα πολεμιστής
και  προσκύνησα.


Η σκέψη μου έχει μείνει στη λέξη πολεμιστής και η εικόνα του μπροστά μου, έτσι ξαρματωμένος που προσκυνά. Είναι πόλεμος, λοιπόν, η ποίηση; Κι αν είναι ποια τα θύματά της; Ο ίδιος ίσως ο ποιητής που εισχωρεί στον λόγο της χωρίς τα όπλα του, χωρίς καμιά δικλείδα ασφαλείας; Κι όμως μόνον έτσι μπορεί να γίνει θηρευτής στιγμών, να φορέσει τα απλά, να γίνει ιχνευτής, σκοντάφτοντας σε ξένες αναμνήσεις και να πει

Τι κι αν η σάρκα μου
δεν έζησε, αυτές
υπήρξαν

καταξιώνοντας έτσι τον εσωτερικό κόσμο που αποθηκεύει λέξεις και εικόνες και τις φιλτράρει στη δική του σκέψη δίνοντας κάθε φορά τη δική του εκδοχή. Εν προκειμένω εδώ την ποιητική.

Όταν διαβάζεις τον ποιητικό λόγο και οι στίχοι δημιουργούν μέσα σου τους δικούς σου συνειρμούς, τότε λες ότι κάτι καλό συμβαίνει στα ποιητικά πράγματα. Αν είναι κάτι που αξίζει σ’ αυτή την περιπέτεια της στιχουργικής, είναι ακριβώς ο διάλογος που αρχίζει ανάμεσα στον ποιητή και στον αναγνώστη του. Και δεν έχει τόση σημασία αν καταλήξει σε συμφωνία ή διαφωνία η ιδιόμορφη αυτή συζήτηση. Όπως δεν μετράει η διάρκεια της θαλασσινής ανάσας με τα βράγχια των ψαριών. Η ποίηση έχει το ρίσκο της, και για τον ποιητή και για τον αποδέκτη.

όσοι γεννήθηκαν θάλασσες
μόνο με βράγχια ανασαίνουν
κι ας ναυαγούν διαρκώς

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ποιητικός λόγος αγαπά το υδάτινο τοπίο, ακόμη και με το ενδεχόμενο του ναυαγίου. Ίσως γιατί από τον βυθό συχνά ανασύρονται τα πιο πολύτιμα. Ή ίσως γιατί η καταβύθιση πάντοτε φέρει την ελπίδα μιας ανάδυσης.
Κοιτάζω στο εξώφυλλο το σχέδιο του Βαγγέλη Ρήνα και σκέφτομαι ότι η προσέγγιση της ποίησης αγγίζει την εικαστική αισθητική με έναν απόλυτο και ειλικρινή τρόπο. Αυτόν της αληθινής τέχνης που γράφει λέξεις και δημιουργεί εικόνες, που ζωγραφίζει εικόνες και απ’ αυτές πηγάζουν λέξεις.


Διώνη Δημητριάδου

Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο Cantus firmus http://cantfirmulity.blogspot.gr/2016/05/k.html

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία"  

φιλοξενεί σε πρώτη δημοσίευση 

ένα ανέκδοτο ποίημα 

του Τόλη Νικηφόρου






πάθος


ανατριχιάζει η τρυφερή επιδερμίδα
τρέμουν μισάνοιχτα τα γόνατα
μένει χλομό κι εκστατικό
το πρόσωπό σου στο σεντόνι
ανάσκελα το μαγικό σου σώμα
κι η τελευταία σπίθα της λογικής
μόλις να συγκρατεί
τον πάνθηρα που μέσα μου
φρενιάζει

το έξω φως σκορπίζει στο δωμάτιο
μισοσκόταδο

με τ’ ακροδάχτυλα
τα χείλη και τη γλώσσα
διατρέχω αργά το απαλό βελούδο
απ’ τους μηρούς ως τις μασχάλες
κι ως το βαθιά κρυμμένο
πυκνό της ηδονής εξαίσιο σκούρο

νιώθω το ρίγος στο κορμί σου
καθώς ορθώνονται οι μαύρες ρώγες
γίνονται απύθμενες οι κόρες
των ματιών σου
υγραίνεται η καυτή σου ανάσα
υγραίνεσαι όλη

βουβά τα ρούχα μας στο
πάτωμα τριγύρω

μυρίζω γλείφω απολαμβάνω
ξινή στυφή θεσπέσια γεύση
της σάρκας
με πνιχτά επιφωνήματα
όταν ανυπεράσπιστη ευωδιάζει

με μια μακρόσυρτη κραυγή
σπαρακτικά με σφίγγεις στους μηρούς σου
συσπάσαι και συστρέφεσαι
και κουβαριάζεις
με δάχτυλα και νύχια τα σεντόνια
διαλύονται τα μέλη σου ένα-ένα
και πέφτεις δακρυσμένη δίπλα μου στο στρώμα
πέφτεις και χάνεται η πνοή σου

ένα απαλό αεράκι εισχωρεί
απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο

το ερεθισμένο σώμα σου
πιο λίγο τώρα αντέχει
πιο γρήγορα ενδίδει
για να κορυφωθεί η ηδονή
τρεις, τέσσερις, πέντε φορές
λυτρωτικά κι απελπισμένα

εξαίσιο προαιώνιο θηλυκό
οι πιο κοινές και τολμηρές σου λέξεις
έχουν μιαν άλλη μελωδία στη φωνή σου
οι πιο κοινές και τολμηρές σου πράξεις
άλλη μαγεία
στα πυρωμένα χείλη και τη γλώσσα σου
που τώρα νιώθω
όπως μέσα σε δίνη να με περιστρέφουν
να με ρουφούν και να με εξαφανίζουν

το μυστικό πουλί και πάλι στα
μαλλιά σου φτερουγίζει

και ξαφνικά αλλάζει φάση ο έρωτας
και ξαφνικά βρίσκομαι στα βαθιά σου
στην τρυφερή χορδή που πάλλεται
και ακατάληπτα στενάζει
ενώ με απόλυτη κατάνυξη
εγώ απολαμβάνω την αφή σου
τους λείους γλουτούς
και το μεταξωτό εφηβαίο
όλα τα υγρά μαξιλαράκια
στο άδυτο που εξερευνώ και ανακαλύπτω

θα διαλυθείς
για μια για δυο για τρεις φορές ακόμα
έως ότου κάθε σου υγρό αναβλύσει
έως ότου κάθε σου κραυγή αργοσβήσει
και ατονήσουν οι σπασμοί
έως ότου αρχίσει να κρυώνει
στα δάχτυλά μου το κορμί σου

παράξενα διαγράφεται ένας φωτεινός λεκές
στον τοίχο

τότε θα έρθει η σειρά μου
όταν με πάρεις πάλι ανάμεσα στα χείλη
εκεί θα γίνει η δική μου εκτίναξη
η έκρηξη και η κραυγή μου
εκεί θα φτάσουν στην κορύφωση
και θα μουδιάσουν όλα τα μόρια στο κορμί μου

δυο σώματα είναι σκόρπια στο κρεβάτι
παράλυτα χορτάτα αποχαμένα
δυο ανάσες είναι μια ανάσα
ένα χέρι απλώνεται για χάδι
ένα άλλο χέρι δίπλα για τσιγάρο

το έξω φως το απαλό αεράκι
τα μαύρα σου μαλλιά
και οι στιγμές σαν ήχος στο τραπέζι
ξαναγυρίζει ο χρόνος

Τόλης Νικηφόρου 
(ανέκδοτο, σε πρώτη δημοσίευση)



Αν χωράει στον ερωτικό λόγο μια πρόσθετη σκέψη, αν δηλαδή κάπου εκεί στην άκρη της εικόνας, νιώθοντας παρείσακτη την παρουσία σου στο απόλυτο ετούτο σκηνικό που δίνει ο Ποιητής, θέλεις να πεις κάτι το ελάχιστο, νομίζω πως το μόνο που επιτρέπει η πληρότητα αυτού του πάθους είναι τρεις λέξεις: ο έρωτας ολόγιομος.


 (Edward Burne - Jones, Depth)

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Η σημαία




Ήταν που δεν της έπρεπε να κυματίζει. Στο χώμα πιο καλά. Και από κει στο βάραθρο. Να μην τη βρίσκει πια κανείς, εκεί ταπεινωμένη.
Και ήρθαν χρόνια δύσκολα, κι αυτούς τους δύο «πρώτους παρτιζάνους» με φυλακές και εξορίες τους ευχολόγησε η πατρίδα. Ανταμοιβή ισάξια του έργου τους.
Γιατί, πότε εννόησαν σωστά οι διοικούντες πόση ψυχή χρειάστηκε για την υποστολή μιας σημαίας; Αυτοί μονάχα από έπαρση γνωρίζουν.



(Στη μνήμη του Λάκη Σάντα, που πριν 75 χρόνια μαζί με τον αεί παρόντα Μανώλη Γλέζο τόλμησαν μια πράξη αποκοτιάς. Και ήταν παιδιά.)


«Προσπαθώντας τον ήλιο»

αυτοβιογραφικό αφήγημα

της Ματίνας Νίκα

από τις εκδόσεις Λογότεχνον





Αλλά εγώ κάποια άλλη μικροκαμωμένη Γαλλίδα είχα στο μυαλό μου πριν. Α ναι, την Εντίθ Πιάφ, παντάμ παντάμ παντάμ!
Που τραγουδούσε πως δεν μετανιώνει για τίποτα. Μα τίποτα. Και πως δε λογάριαζε τα καλά που της έκαναν ή τα κακά που την βρήκαν. Τραγουδούσε πως από δική της επιλογή ξαναγύρισε στο μηδέν.
Πόσοι όμως είναι αυτοί που ξαναγύρισαν από το μηδέν;

Δεν γνωρίζω πώς μπορεί να απαντηθεί ένα ερώτημα που μάλλον προσεγγίζει τα ρητορικά του είδους. Αν το μηδέν είναι το όριο της μη επιστροφής, αν εκεί τελειώνουν όλα, τότε ποιος μπορεί να επιστρέψει από το τέλος των πάντων; Και αν το κατορθώσει, τότε με τι κουράγιο παίρνει το χαρτί και καταγράφει το παράδοξο αυτό ταξίδι;

Πώς γράφεται, λοιπόν, ένα τέτοιο κείμενο; Αλλά και πώς το σχολιάζεις; Να το κρίνεις δεν το επιχειρείς. Κι έτσι όπως βλέπω στην κεφαλίδα του δικού μου κειμένου τις λέξεις «κριτική προσέγγιση», νιώθω πως όλα αυτά που γράφω τώρα είναι ανακόλουθα.
Ας πω καλύτερα: «Τι νιώθω, τι σκέπτομαι διαβάζοντας το αφήγημα αυτό της Ματίνας, έτσι όπως αυτή το θέλησε να φθάσει ως εμάς τους αναγνώστες, αμέτοχους και ανυποψίαστους συχνά για τα δράματα αλλά και τα θαύματα που συντελούνται δίπλα μας.
Όπως όλα τα θαύματα έτσι και αυτό έχει τον προσωπικό του άγγελο, όπως τον πλάθει η φαντασία μας, μια που έτσι κι αλλιώς εικόνα του δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να βρούμε.

Αφού δεν μπορούσα να κάνω οτιδήποτε άλλο, ενεργοποίησα τον ριψοκίνδυνο παίκτη μέσα μου κι έβαλα στοίχημα με το ροκ άγγελό μου. Έσκυβε από πάνω μου, είχε λύσει τα μαλλιά του, είχε σφηνώσει πίσω από το δεξί του αυτί ένα κλωναράκι βασιλικό και είχε στις άκρες του χαμογέλιου του μιαν υπόσχεση. Του έκλεισα παιχνιδιάρικα το μάτι. «Την Εντίθ θέλω να θυμηθώ Βαγγελάκι μου, μόλις συνέλθω από τη νάρκωση. Γιατί θα συνέλθω και θα πω κι ένα τραγούδι».

Και είναι εκείνη τη στιγμή που θα πρέπει να επιστρατεύσεις όλη την αρματωσιά σου, στη μόνη ελπίδα που μπορεί να σταθεί μέσα σου να νικήσεις έναν αντίπαλο άγνωστο, ανώτερό σου, που αμύνεται στις επιθέσεις των ειδικών με την μόνη πανάρχαια τεχνική πολέμου. Την επίθεση. Γιατί όλα αυτά για την ανωτερότητα της άμυνας είναι μάλλον για κάποιες ασκήσεις επί χάρτου και όχι για τον αληθινό πόλεμο.
Και έπειτα το σκοτάδι. Να ακούς τον κόσμο γύρω σου και να μην τον βλέπεις. Κι έπειτα η αγλωσσία. Πώς αλλιώς να ονομάσεις την αδυναμία να αρθρώσεις μια κουβέντα κατανοητή από τους άλλους. Φωνή έχεις αλλά δεν μιλάς ανθρώπινα. Να βγάζεις ήχους και οι άλλοι να μαντεύουν το νόημα. Κάποτε σωστά, κάποτε όχι.

Όλους τους ακούω, όλα τα ακούω, όλα τα καταλαβαίνω, δεν έχω χάσει τα λογικά μου, μη με βλέπετε έτσι.
Έχω καταβροχθίσει βιβλιοθήκες ολόκληρες εγώ, έχω παρακολουθήσει μαθήματα βυζαντινολογίας και ιστορίας της Τέχνης ακόμα και σε σεμινάρια γευσιγνωσίας κι οινολογίας έλαβα μέρος.
Κανέναν σας δεν βλέπω.
Μπορώ όμως να σας περιγράψω με εξονυχιστικές λεπτομέρειες ένα σωρό ερειπιώνες, αίθουσες μουσείων, αγάλματα και πίνακες ζωγραφικής.
Όπως εκείνη την κατακερματισμένη μπλε γυναίκα του Πάμπλο Πικάσο για παράδειγμα. Ή την ακέφαλη Νίκη της Σαμοθράκης και της Δήλειας Νικάνδρης το κατεστραμμένο πρόσωπο[…]
Και να σας ξεναγήσω μπορώ βήμα-βήμα στο λαβύρινθο της Πασιφάης στην Κνωσό, στους τύμβους των βασιλισσών με τα πολύτιμα κτερίσματα και στης Κλυταιμνήστρας το θολωτό τάφο στις πολύχρυσες Μυκήνες[…]
Λαβύρινθοι, τάφοι κι ερείπια, τι παράξενο αλήθεια!
Από μικρό παιδί ξετύλιγα υπομονετικά το μίτο της Αριάδνης χωρίς ποτέ να καταφέρω να βρω το δρόμο για την έξοδο. Ίσως γιατί κανένα πλάσμα δεν επιδίωξα να σκοτώσω, τερατόμορφο, εξόριστο ή καταραμένο. Μύθοι, παραμύθια, όνειρα και οράματα είχαν γίνει σωρός κουβάρι μέσα στο μυαλό μου. Αυτή είναι του θνητού ανθρώπου η αναπότρεπτη μοίρα από κτίσεως κόσμου, όσο κι αν προσπαθήσεις η κατάληξη είναι προδιαγεγραμμένη

Θα μπορούσε να είναι η εισχώρηση της Τέχνης στη συνείδηση του ανθρώπου που μεγάλωσε με τα υπόρρητα δικά της θαύματα και μυστικά. Ίσως πάλι να είναι η ελπίδα για μια υπέρβαση που γεννά ζωντανές εικόνες, εκεί που το σκοτάδι εισβάλλει απτόητο και κυριαρχικό. Από την άλλη σκέφτομαι πως είναι μια κατάθεση λογοτεχνική στηριγμένη γερά στο προσωπικό βίωμα. Και μάλλον αυτό το τελευταίο να είναι και το σπουδαιότερο. Αρκεί να δεχθούμε ότι η γραφή απαιτεί ένα βαθύ βλέμμα, σκληρό και ανελέητο συχνά, σε όλα αυτά που δύσκολα ομολογείς και ακόμη δυσκολότερα αφήνεις να εναποθέσουν το βάρος τους στην εικόνα του εαυτού σου. Πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια.



Απέναντι σε μια τέτοια αλήθεια μάς βάζει η Ματίνα με την προσωπική της ιστορία. Και παρακολουθούμε την πορεία της από μια ισορροπημένη και τακτοποιημένη ζωή σε μια αιφνίδια ανατροπή των πάντων. Κρυφά και αθόρυβα, μελετημένα και προγραμματισμένα ο αστάθμητος παράγοντας έχτιζε το ξένο σώμα, το γιγάντωνε (μέγεθος πορτοκαλιού είπαν οι γιατροί) για να εδραιώσει τη θέση του και να απειλήσει με ένα σύντομο τέλος τη ζωή της. Πιθανότητες επιβίωσης; Καμία.

Και είναι τότε που καλείσαι να παραδοθείς αμαχητί (πώς, στην ευχή, σου υπαγορεύει η λογική σου να παλέψεις ενάντια στις παντοδύναμες πιθανότητες;) ή να βαδίσεις κατευθείαν επάνω στο παράλογο που σου στερεί τη ζωή. Αυτή η αμφίβολη πορεία είναι ίσως η μόνη αποκλειστικά δική σου κίνηση σ’ ένα παιχνίδι που άγνωστοι άλλοι έθεσαν τους όρους και τοποθέτησαν τα πιόνια τους σε πλεονεκτική θέση.

Και είναι τότε που γίνεται η ανατροπή. Από τη δική σου τη μεριά. Κάποιοι θα μιλήσουν για θαύμα. Θαύμα εξωλογικό ή θαύμα της ιατρικής. Μπορεί το ένα ή το άλλο ή και τα δύο. Αυτός που το διάβηκε, όμως,  το στενό αυτό μονοπάτι ξέρει πως το θαύμα το έχει μέσα του.
Βγαίνει πάλι στη ζωή, με δύναμη και θέληση να μιλήσει για όλο αυτό. Συχνά με απασχολεί, διαβάζοντας ανάλογα κείμενα, τι είναι αυτό που παρακινεί κάποιον στην εξωτερίκευση και καταγραφή μιας προσωπικής ιστορίας τόσο οδυνηρής. Θα μπορούσε να είναι η ανάγκη να δει τη ζωή του απέναντί του, σαν αντι – κείμενο, άξιο παρατήρησης, μια που έχει πια και αυτός κατά κάποιο τρόπο τη θέση του αναγνώστη. Ίσως πάλι να είναι η σκέψη ότι μια προσωπική ιστορία δεν είναι ποτέ απολύτως προσωπική. Δεν μπορεί, κάποιο ενδιαφέρον θα έχει και για τους άλλους. Σκέφτομαι, ωστόσο, πως μια τέτοια αφήγηση ποτέ δεν γράφεται ανέξοδα. Αυτός που γράφει, όσο κι αν λέμε πως η γραφή αποφορτίζει και εκτονώνει, γράφοντας ξαναζεί λέξη τη λέξη την ιστορία του. Και αυτό είναι βαρύ και δύδκολο.

Η αφήγηση ξεδιπλώνει όλη την αλλαγή στο σώμα και στη σκέψη. Τα συναισθήματα διαφοροποιούνται συμβαδίζοντας με την εξέλιξη (πλοκή θα λέγαμε, αν είχαμε κάποιο μυθιστόρημα, αλλά εδώ η ορολογία είναι αδύναμη και άσχετη). Όσα γράφονται εδώ συναποτελούν την περιπέτεια μιας γυναίκας που από τη μια στιγμή στην άλλη έπρεπε να αναθεωρήσει αξίες και προτεραιότητες, δεδομένα και ασφαλή λιμάνια.
Και νιώθει γράφοντας πως είναι ανάγκη να δώσει κάποιες εικόνες της ζωής της όπως ήταν πριν από όλο αυτό. Σαν μια παρηγορητική κουβέντα, μια ένεση παλιάς θαλπωρής που έρχεται να στηρίξει την κατάλληλη στιγμή την προσπάθεια ανάπλασης της μορφής.

Θυμήθηκα τότε τα λόγια ενός ταλαντούχου νεαρού ο οποίος είχε νοικιάσει τη γκαρσονιέρα δίπλα στο διαμέρισμά μας και σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών[…] «Τα χείλη σου είναι σαν και αυτά στην προτομή της θεάς Υγείας. Είναι μια από τις πιο δύσκολες  ασκήσεις  που μας βάζουν στο ατελιέ της Σχολής».

Όπως κάθε προσωπική μάχη, έτσι και αυτή, απαιτεί καλή αρματωσιά και πολλή θέληση για να βγεις απέναντι. Με τραύματα αναμενόμενα και ανεπούλωτα όχι μόνο στο σώμα αλλά κυρίως στον τρόπο βίωσης του κόσμου. Αναθεωρήσεις, νέες σταθερές, νέες προτεραιότητες.

Φθάνοντας στην τελευταία σελίδα αυτού του λόγου που αρθρώνεται  από μια ολοζώντανη φωνή, νιώθεις πως ό, τι εσύ προσπαθείς να πεις μπορεί και να ακούγεται κοινότοπο. Ίσως αυτή η αίσθηση που σου δημιουργείται να είναι και το σημαντικότερο που αποκομίζεις διαβάζοντας τον χειμαρρώδη λόγο της Ματίνας. Έτσι απλά της Ματίνας, γιατί μέσα από τις λέξεις της μοιάζει να την έχεις γνωρίσει, με τον ευθύ και ειλικρινή τρόπο που έχει η απροσχημάτιστη γραφή.

Ένα τελευταίο σχόλιο για τον τίτλο: Προσπαθώντας τον ήλιο. Αυτή η μετοχή του ενεστώτα με τη διάρκεια που υποδηλώνει, ίσως είναι η ουσιαστικότερη παρακαταθήκη του βιβλίου.

Διώνη Δημητριάδου

Η πρώτη ανάρτηση έγινε στο περιοδικόν Booktour Μια κριτική προσέγγιση στο αυτοβιογραφικό αφήγημα «Προσπαθώντας τον ήλιο» της Ματίνας Νίκα από τις εκδόσεις Λογότεχνον

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-aytoviografiko-afigima-prospathontas-ton-ilio-tis-matinas-nika-apo-tis-ekdoseis-logotechnon/




Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

φιλοξενεί

τον Δημήτρη Μπούκουρα


«Της μοίρας τα γυρίσματα»

(διήγημα)
    






      -Μάνα!... Μάνα!...
    
Η ώρα ήταν δεν ήταν έξι, όταν έντρομη η φωνή της Ελενίτσας πέταξε τη μάνα της από το κρεβάτι.
   
     -Τι είναι μαρή;  Όνειρο είδες νυχτιάτικα;
     -Αίμα μάνα… Αίμα…
    
Η Ελενίτσα κοιτούσε έντρομη τα ματωμένα σεντόνια, ώσπου κατέφτασε η κυρα Σωτήραινα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο τράβηξε από τα ποδάρια τα αγουροξυπνημένα αγόρια της.  Εκείνα ξαφνιασμένα υπάκουσαν στη διαταγή της μάνας τους:
   
-Άιντε κακορίζικα… Βγείτε αμέσως έξω. Έχω να πω μερικές κουβέντες στην αδερφή σας.
   
Μόλις αυτά βγήκαν έξω, η Σωτήραινα, κλείδωσε την πόρτα πίσω τους, πλησίασε την έντρομη κόρη της, ανασήκωσε τα σκεπάσματα, και αφού βεβαιώθηκε για το συμβάν, τη χάιδεψε και ησυχασμένη μονολόγησε:
   Αχού μωρέ το καψερό μας! Κοίτα να δεις που η Ελενίτσα μας έγινε γυναίκα!
Ύστερα, κάθισε και της εξήγησε με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα.
    
Θα είχαν περάσει και τρία χρόνια αφ’ ότου  ο άντρας της ο Σωτήρης έφυγε αφήνοντάς της ένα προσωνύμιο και τέσσερα κουτσούβελα.  Εκείνο το πρωινό είχε φύγει για τα χωράφια και δεν ξαναγύρισε σπίτι. Τον βρήκαν το άλλο πρωί κατάμπλαβο, ξερό, κάτω από μιαν ελιά. Δάγκωμα φιδιού, έγραψε στο χαρτί ο γιατρός.
    
Εκείνη την εποχή, κάπου στον μεσοπόλεμο, η ζωή  σ’ εκείνο το χωριό της Σπερχειάδας  ήταν πολύ δύσκολη. Αυτή ξέρει πώς τα έβγαζε πέρα. Τόσα στόματα περίμεναν από κείνην να τα  θρέψει. Και κείνη έκανε ό,τι μπορούσε. Τη μέρα κοψομεσιαζόταν στα χωράφια και τα βράδια ξεστραβωνόταν να κάνει κεντήματα  και να τα πουλάει στις πιο καλοστεκούμενες οικογένειες του χωριού  για την προίκα των κοριτσιών τους. 
    
Αυτά σκεφτόταν τώρα καθώς κοιτούσε τη φοβισμένη κόρη της. Φοβισμένη όχι τόσο από το αίμα που την είχε ξυπνήσει αλλά από όσα μυστικά τής είχε πει η μάνα. Μυστικά που μόνο οι μάνες είχαν  το προνόμιο να αποκαλύπτουν  στα κορίτσια τους, όταν ερχόταν το πρώτο αίμα. Απο τη μια χάρηκε που η κόρη της μεγάλωσε πια, αλλά αυτό το μεγάλωμα σηματοδοτούσε και έναν προγραμματισμένο χωρισμό. Γιατί, έτσι που ήταν  θεόφτωχη, και δεν μπορούσε να ταΐσει τόσα στόματα,  είχε μιλήσει με μια πλούσια ξαδέρφη της που έμενε στη Λαμία και τα είχαν αποφασισμένα: Μόλις το κορίτσι  θα έμπαινε στην εφηβεία, θα  πήγαινε εκεί να δουλέψει σαν υπηρέτρια. Ήταν μια συνήθης πρακτική τότες αυτό. Πολλά κορίτσια φτωχών οικογενειών πήγαιναν, από πολύ μικρά, εσώκλειστα σε συγγενικά σπίτια.
   
Ύστερα από λίγες μέρες ετοιμάστηκε ο μπόγος με τα λιγοστά ρουχαλάκια του παιδιού, και η Σωτήραινα πήγε να παραδώσει την κόρη της στην ξαδέρφη. Από εκείνη την ημέρα η ζωή της μικρής Ελενίτσας άλλαξε.  Όχι τίποτα αξιόλογο δηλαδή. Απλά μια ζωή γεμάτη από τις δουλειές του σπιτιού. Τουλάχιστον εκεί είχε φαγητό να τρώει. Από στοργή; Λίγη και υποτυπώδη. Α ναι.. Και η πρώτη εικόνα ενός άντρα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό της.
   
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και μαζί με αυτά και οι συμφορές που βρήκαν την έρημη  χώρα. Πόλεμοι, κατοχές, αδελφοκτόνοι εμφύλιοι. Τα χωριά είχαν αδειάσει. Ο κοσμάκης απελπισμένος είχε συρρεύσει στην πρωτεύουσα για να βρει δουλειά, καθώς η περίφημη «Ανασυγκρότηση» χρειαζόταν πολλά χέρια. Ανασυγκρότηση, αστυφιλία, αντιπαροχή, έκαναν την Αθήνα αγνώριστη. Η Σωτήραινα είχε μιαν αδερφή, την Ασημίνα, αρκετά μεγαλύτερή της, γεροντοκόρη. Ήταν μια παράξενη μεγαλοκοπέλα με διάφορες μικροκακίες που τη χαρακτήριζαν και που  το υπόλοιπο σόι ήλπιζε ότι, τώρα πια που της ήρθε το προξενιό από την Αθήνα, όλα αυτά θα διορθώνονταν. Έφυγε λοιπόν η Ασημίνα, και από το χωριό βρέθηκε στην Αθήνα. Στο Καλαμάκι. Παντρεύτηκε και μετά απο τρία χρόνια στέλνει  στην αδερφή της το γράμμα που άλλαξε τη ζωή της δεκαοχτάχρονης πια Ελενίτσας. Στο γράμμα αυτό, αφού περιέγραφε στη Σωτήραινα ότι ζούσε πλέον μιαν άνετη ζωή, μιας και ο άντρας της είχε κάνει μια δική του δουλειά «είδη κιγκαλερίας», και αφού της εκμυστηρεύτηκε ότι ο  άντρας της καλός ήταν, χρυσός άνθρωπος, αλλά δεν, της ζήτησε να πάρουν αυτοί την κόρη της την Ελενίτσα να την υιοθετήσουν.
    
Και να πάλι ο μπόγος έτοιμος της Ελενίτσας. Και να πάλι άλλο ταξίδι μεγαλύτερο αυτή τη φορά, και  το κορίτσι βρέθηκε στο Καλαμάκι σε ένα νέο σπιτικό με νέους γονείς. Εδώ βέβαια απαλλάχτηκε από τις δουλειές της υπηρέτριας, αφού τώρα πια αυτές δεν ήταν δουλειές, αλλά βοήθεια στο σπίτι της νέας της μάνας. Όμως, μετά από κάνα χρόνο ήρθε κάτι νέο που άλλαξε τη ζωή της Ελενίτσας. Ο κυρ Θανάσης, ο θετός της πατέρας, την πήρε στο μαγαζί του για βοηθό. Έτσι το κορίτσι βγήκε έξω από το σπίτι, έμαθε πράγματα, ανοίχτηκε στον κόσμο. Και μια μέρα της λέει η  Ασημίνα: 

Άκου να σου πω… Νομίζω ότι πια έφτασε η ώρα σου. Σου έχω έτοιμο τον γαμπρό. Καιρός να κάνεις τη δικιά σου οικογένεια. Αύριο κιόλας θα έρθει στο σπίτι να τον γνωρίσεις. Τα έχω κανονίσει. Θα περάσεις μια καλή ζωή μαζί του. Είναι εργολάβος, και εδώ ο τόπος χτίζεται. Η δουλειά  του είναι εξασφαλισμένη.  Έχεις καμιάν αντίρρηση;
   
Το κορίτσι κοκκίνισε. Τι αντίρρηση να είχε; Μήπως είχε γνωρίσει ποτέ της κανέναν άντρα; Όλοι τους καλοί είναι, αρκεί να έχουν μια σταθερή δουλειά. Αυτό ήξερε, αυτό είχε μάθει στην άλλη θεία της στη Λαμία.
   
Στη Λαμία…
   
Ακόμα θυμάται τον κύριο Γιώργο. Ήταν ένας  συγγενής   της θείας της από το άλλο σόι. Είχε έρθει από το χωριό του να μείνει για μερικές μέρες στον θείο του πριν φύγει για έξω, όπου θα πήγαινε να βρει την τύχη του. Ήταν γύρω στα τριάντα κι αυτή στα δεκατέσσερα. Ήταν άβγαλτη. Καθώς ήταν ακόμη μικρή, οι έξοδοι ήσαν ανύπαρκτοι. Οι μόνες βόλτες που έκανε στην πόλη, ήταν όταν κάθε Κυριακή πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας για καμιά πάστα. Εκεί κρυφοέβλεπε τα αγόρια  που περνούσαν  μπρος από το σιδερένιο τραπεζάκι τους,  και αυτό ήταν όλο κι όλο. Και μία μέρα,  που ήσαν μόνοι στο σπίτι, ο Γιώργος της είπε καθώς εκείνη του σερβίριζε το γλυκύ βραστό του: 

Αχ!..Τι όμορφα μάτια που έχεις!... Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω. 

Εκείνη κοκκίνισε. Ήδη οι τρεις μέρες που αυτός ήταν εκεί ήσαν αρκετές για να νιώσει κάποιο σκίρτημα μέσα της.  Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας. Λεβέντης. Έμεινε εκεί να τον κοιτάει αποσβολωμένη, ίσως και σε μία στάση προσμονής. Όμως οι καιροί ήσαν αλλιώτικοι. Υπήρχε ηθική τότε στον κόσμο. Ήταν φανερό ότι η μικρή άρεσε πολύ στον Γιώργο, όμως εκείνος, ενώ θα μπορούσε, δεν άπλωσε το χέρι του σεβόμενος  το σπίτι που τον φιλοξενούσε συνυπολογίζοντας συγχρόνως και τα χρόνια που τον χώριζαν από το άβγαλτο κοριτσάκι. Για τη μικρή Ελενίτσα το συμβάν έμεινε χαραγμένο στη μνήμη της. Ήταν η πρώτη επαφή που είχε, έστω και λεκτική. Ποτέ δεν ξέχασε την εικόνα του πρώτου άντρα της ζωής της καθώς και τα λόγια του: Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω.. Πολλές φορές η εικόνα του ερχόταν τις νύχτες να ταράξει τα όνειρά της.
   
   -Τι αντίρρηση να έχω βρε μάνα;
   -Αυτό έλειπε… Να μου έχεις και αντίρρηση.
   -Το μόνο που θέλω να ρωτήσω, δίστασε η κοπέλα, το μόνο που θέλω να ρωτήσω, είναι το πού θα μείνουμε μετά τον γάμο.
  -Τι πα να πει πού θα μείνετε; Εδώ θα μείνετε. Στο διπλανό δωμάτιο.
   
Έγινε ο γάμος και το νιόπαντρο ζευγάρι βολεύτηκε όπως όπως στο σπίτι της Ασημίνας. Και λέμε όπως όπως, γιατί μπορεί μεν ο άντρας της να είχε μια αξιοπρεπή δουλειά, αλλά το σπίτι δεν ήταν και κάνα παλάτι. Ένα μικρό μικροαστικό σπιτάκι ήταν. Μια μονοκατοικία με σαλοτραπεζαρία και δύο κρεβατοκάμαρες. Και το μπάνιο ένα και μοναδικό. Ξεκίνησε λοιπόν η συγκατοίκηση με κάποιες δυσκολίες, αλλά τα πραγματικά σύννεφα ήρθαν μετά απο λίγες μέρες. Και αυτά  δεν προέρχονταν από τον γαμπρό. Άλλωστε αυτόν τον είχε διαλέξει η ίδια η Ασημίνα. Όπως είχε γράψει στην αδερφή της ο άντρας της δεν, έλα όμως που ο γαμπρός μπορούσε… Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ οι θόρυβοι του νέου ζευγαριού έφταναν βασανιστικοί στη διπλανή κρεβατοκάμαρα των μεγάλων. Και μπορεί ο άντρας της που έχοντας κάποιο χρόνιο πρόβλημα με τα αυτιά του να μην άκουγε τίποτα, η στερημένη όμως Ασημίνα τα άκουγε όλα και στριφογύριζε κάθε βράδυ στο κρεβάτι της, υποφέροντας από την ανικανοποίητη γυναικεία της φύση. Προσπάθησε να το ξεπεράσει. Όμως από τη μία ο νταβραντισμένος εργολάβος και από την άλλη η πρωτομάθητη στον έρωτα γυναίκα, του έδιναν και καταλάβαινε.
   Πέρασε έτσι ο πρώτος μήνας και η μάνα της, εξουθενωμένη από το καθημερινό νυχτιάτικο βασανιστήριο αλλά και από το ξενύχτι που τραβούσε, ένα πρωινό μόλις έφυγαν οι άντρες, λέει στην Ελένη:
   
  -Άκου να δεις… Ο άντρας σου δεν μου αρέσει. Κοίτα να τον χωρίσεις…
    Η κόρη της έμεινε άναυδη.
  - Μα πώς να τον χωρίσω; Μόλις παντρευτήκαμε… Εσύ μου τον προξένεψες… Τι θα πει ο κόσμος;
   -Δεν με νοιάζει. Να τον χωρίσεις…
   -Μα πώς; Και τι να πω;
   -Δεν ξέρω… Πες πως βρωμάει ο στόμας του..
    
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Έψαχνε πρώτα να βρει τι την έκανε τη μάνα της να πάρει μια τέτοια απόφαση. Άκρη δεν έβγαινε. Ύστερα την έτρωγε το τι θα έλεγε πρώτα στον άντρα της και ύστερα στη γειτονιά. Και ξαφνικά το αποφάσισε. Θα τα μάζευαν  και θα έφευγαν. Ήταν η απλούστερη λύση. Και όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, η μοίρα που είναι ο καλύτερος μάγειρας βρήκε την οριστική λύση. Αφού αποχαιρέτησε τον άντρα της που θα πήγαινε όπως κάθε μέρα στην οικοδομή, έφυγε για το μαγαζί του πατέρα της. Και το μεσημέρι ήρθαν τα κακά μαντάτα: Ο μαστρο - Γιάννης είχε πέσει από την σκαλωσιά και είχε μείνει στον τόπο. Έτσι τέλειωσε ο άτυχος γάμος της Ελενίτσας.
   
Όμως οι ολιγοήμερες ερωτικές εξάρσεις του ζευγαριού δεν είχαν μείνει μόνο μία ηδονική ανάμνηση. Είχαν καρπίσει. Και ύστερα από τις εξετάσεις που έγιναν ένεκα μίας σειράς συμπτωμάτων, πιστοποιήθηκε η εγκυμοσύνη. Αυτή η εξέλιξη είχε σαν συνέπεια να χειροτερέψει η ψύχωση της Ασημίνας. 

Τι διάολο. Καλά να μην έχει ποτέ νιώσει ότι άκουγε τόσο καιρό από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα και που την οδηγούσε στην τρέλα, να κάνει  αυτή και παιδί; Κάτι που ποτέ δεν θα είχε την χαρά να κάνει εκείνη; 

Δεν την ήθελε πια στο σπίτι. Είχε σκυλομετανιώσει –που λένε- ακόμα και για την υιοθεσία της ανιψιάς της. Το είχε πάρει απόφαση: Θα την έδιωχνε και θα προχωρούσε στην αποκλήρωση. Γενικά, όπως και να το πάρει κανείς, η όλη αυτή ιστορία είχε κάτι το παράλογο. Εκείνη ήταν που  είχε αποφασίσει να παντρέψει τη θετή κόρη της, εκείνη είχε επιλέξει τον άντρα που θα παντρευόταν, εκείνη κατόπιν αποφάσισε να τους χωρίσει, αλλά και τώρα που η γενεσιουργός αιτία όλου αυτού του παραλογισμού είχε εκλείψει, εκείνη δεν ήθελε πια ούτε να βλέπει την Ελενίτσα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!
    
Μετά από αυτή της την απόφαση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα; Τι θα έλεγε στον άντρα της; Τι θα καταλάβαινε, άραγε, ο αγαθός αυτός άνθρωπος και πώς θα τον έπειθε να αποκληρώσουν το κορίτσι, που εκτός των άλλων το είχε συμπαθήσει μιας και τον βοηθούσε στο μαγαζί και είχε διαπιστώσει την καλοσύνη και τις ικανότητές του; Και τότε το άρρωστο μυαλό της κάθισε και σκαρφίστηκε εκείνη την ιστορία της κλοπής των χρυσαφικών της. Μία μέρα  μάζεψε μερικά από τα χρυσαφικά της, τα έβαλε μέσα σε μια κάλτσα και, όταν οι άλλοι έλειπαν από το σπίτι, κατέβηκε στον κήπο και τα έθαψε σε μια γωνιά. Ύστερα άνοιξε ένα κομπόδεμα που κρατούσε κρυφά από τον αγαθό άντρα της ό,τι περίσσευε από τα χρήματα που της έδινε για τα ψώνια, μπήκε στο δωμάτιο της Ελένης, άνοιξε την ντουλάπα και έβαλε το μάτσο από τα χαρτονομίσματα στην εσωτερική τσέπη του παλτού της μισητής γυναίκας. Είχε καταστρώσει καλά το σχέδιό της. Μετά από κάμποσες μέρες ήταν να πάνε στον γάμο της κόρης κάποιας γειτόνισσας.  Και όταν έφτασε η μέρα του γάμου, ξέσπασε η καταιγίδα.
   
  -Έχασα τα κοσμήματα μου!... Πού είναι τα δαχτυλίδια μου;  Και γυρνώντας στη Ελένη: Εσύ μου τα πήρες;
   Η μικρή πήγε να τρελαθεί:
  -Και τι δουλειά έχω εγώ με τα δαχτυλίδια σου, μάνα;
  -Τι δουλειά έχεις ε;  Και άκου να δεις, εμένα να μη με ξαναπείς μάνα…
  -Μα τι λές τώρα; Μπήκε στη μέση ο άντρας της Ασημίνας. Για ψάξε, καλή μου, ξανά… Μήπως δεν θυμάσαι που τα έχεις βάλει;
   -Μωρέ εγώ ξέρω και παραξέρω… Τώρα θα δούμε… Πάμε στο δωμάτιό σου μωρή…
   
Και μια και δυο, η Ασημίνα μπαίνει με φούρια στο δωμάτιο της Ελένης. Τραβάει πρώτα έξω τα συρτάρια του κομοδίνου και αρχίζει να σκαλίζει. Τίποτα. Ύστερα πάει στην ντουλάπα και αρχίζει να ψάχνει μέσα στις τσέπες του κρεμασμένου παλτού και, όπως ήταν φυσικό, βρίσκει το μάτσο με τα λεφτά.
   
   -Πού τα βρήκες εσύ τόσα λεφτά;
    Το κορίτσι κοκκίνισε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
   -Μα…
   -Τι μα και ξεμά;  Αυτό είναι: Πούλησες τα χρυσαφικά μου 
    και πήρες αυτά τα λεφτά…
   
Μωρέ δεν πα να ωρυόταν η καημένη η Ελενίτσα ότι δεν ήξερε τίποτα, αυτό που είχε στο μυαλό της η Ασημίνα το έκανε.  Όμως, επειδή κατά βάθος φοβόταν μήπως και αποκαλυφθεί το πανούργο της σχέδιο αν ανακατευόταν στην υπόθεση η Αστυνομία, η άρρωστη γυναίκα έκανε και τη  μεγαλόψυχη:
   
  -Έχε χάρη, κακομοίρα, που λυπάμαι την καψερή την  αδερφή μου… Αλλιώς θα σε έκλεινα στη φυλακή…
    
Και τότε ένα φως έλαμψε μέσα στο μυαλό της αποσβολωμένης Ελενίτσας, που ξέροντας ότι αυτή δεν είχε πάρει τα χρυσαφικά αλλά ούτε και ιδέα είχε για τούτα τα χρήματα, τόλμησε να αντιτείνει:
   
   -Του άντρα μου θα είναι αυτά τα λεφτά…
   -Και τότε πού είναι τα χρυσαφικά μου; Αύριο κιόλας τα μαζεύεις και φεύγεις…
   
Έτσι, την άλλη μέρα η Ελένη τα μάζεψε και έφυγε από το σπίτι της θείας της. Θείας της; Και όμως όχι. Η Ασημίνα παρέμεινε μάνα της, γιατί μη βρίσκοντας καμιά αληθινή αιτία δεν προχώρησε στην αποκλήρωση. Αυτό όμως το έμαθε πολύ αργότερα σε προχωρημένη ηλικία η Ελένη, όταν μετά το θάνατο της Ασημίνας τής ήρθε το κληρονομητήριο. Αλλά ως τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
   
Σε κάποιαν απόσταση από το σπίτι τους υπήρχε ένα σπιτάκι όπου έμεναν δυο γριούλες αδερφές. Η Ελένη τις είχε γνωρίσει, όταν  είχε σηκώσει από τον δρόμο την μία από αυτές, τότε που είχε πέσει και είχε σπάσει το πόδι της. Ακολούθως είχε  φωνάξει ασθενοφόρο και την είχε συνοδεύσει μέχρι το νοσοκομείο, στη Βούλα. Από τότε πήγαινε ταχτικά στο σπίτι τους και τις βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Πήγε λοιπόν σ’ αυτές και τους είπε τα καθέκαστα με το νι και με το σίγμα, παρακαλώντας τις να μην πουν τίποτα σε κανέναν. Εκείνες γνωρίζοντας την τιμιότητά της, που άλλωστε την είχαν δοκιμάσει καθώς πολύ συχνά πήγαινε και τους ψώνιζε από το μπακάλικο της γειτονιάς και τους έφερνε τα ρέστα σωστά μέχρι και την τελευταία δεκάρα, την πίστεψαν και προσφέρθηκαν να τη φιλοξενήσουν ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει από εκεί και πέρα.  Και επειδή, όπως λένε «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», η Ελένη έμεινε εκεί, γέννησε το κοριτσάκι της και έφτασε μέχρι και να τις γηροκομήσει.
    
Όταν πια πέθαναν, η Ελένη, τριαντάχρονη πια, αποφάσισε να πάει να μείνει στο χωριό με τη μάνα της που είχε βαρύνει και οπωσδήποτε χρειαζόταν βοήθεια.. Τα αδέρφια της είχαν φύγει σε μακρινές χώρες να κάνουν την τύχη τους. Τα δύο είχαν εξαφανιστεί. Ούτε γράμμα ούτε γραφή.  Μόνο το τρίτο, που είχε πάει στην Αυστράλια, της έγραφε πού και πού στέλνοντάς της, όποτε θυμόταν, και καμιά επιταγή.
   
Πήρε το μικρό κοριτσάκι της, την Αλέκα, και πήγε στο χωριό. Μετά από μιαν εβδομάδα κίνησε για τη Λαμία να πάει να δει και τη θεία της. Εκείνη την υποδέχτηκε με χαρά και της πρότεινε να κάτσει εκεί για καμιά βδομάδα, χωρίς να κάνει δουλειές, όπως της είπε χαριτολογώντας. Έχω τώρα δύο υπηρέτριες, συμπλήρωσε.  Η Ελένη κάθισε στην πολυθρόνα και χάζευε το σπίτι. Τόσες αναμνήσεις… Σε λίγο μπαίνει μια νεαρή υπηρέτρια.
    
    -Πώς τον πίνετε τον καφέ σας;
    -Γλυκύ βραστό…
    
Κύριε Γιώργο,… ορίστε ο καφές σας …Γλυκύς βραστός…
    
Ήταν στο ίδιο μέρος, χρόνια, πολλά χρόνια πίσω. Παντοδύναμος ο συνειρμός ζωντάνεψε την εικόνα του αγαπημένου προσώπου: 

Αχ!... Τι όμορφα μάτια που έχεις… Εγώ  μια μέρα θα σε  κλέψω.
   
Ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει. Όχι σαν άντρα, αλλά σαν μια οπτασία που της είχε ξυπνήσει κάτι μέσα της.
    
Ήρθε ο καφές και μαζί με αυτόν και η θεία της, που είχε πάει στην κουζίνα να επιβλέψει το μεσημεριανό φαγητό. Και ξαφνικά έπεσε ένας κεραυνός στο δωμάτιο:
   
    -Βρε Ελενίτσα,… θυμάσαι τον κύριο Γιώργο;
    Πριν από λίγο αυτόν θυμόταν.
   -Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι, ψέλλισε κάτασπρη σαν το μεταξωτό τραπεζομάντιλο που ήταν ακουμπισμένοι οι καφέδες.
   -Στον δρόμο βρίσκεται… Έρχεται από την Αθήνα με το τραίνο. Μένει, ξέρεις, στη Γαλλία. Έχει προκόψει. Όμως ατύχησε. Η γυναίκα του πέθανε στη γέννα αφήνοντάς του ένα κοριτσάκι. Να… σαν το δικό σου σε ηλικία. Τον κακομοίρη!  Άτυχος όπως κι εσύ…
    
Δεν ήξερε τι να πει. Μήπως και θα καταλάβαινε τίποτα η θεία της για τον νεανικό αυτόν έρωτά της; Για την οπτασία του που γέμιζε την κοριτσίστικη ζωή της με ανατριχίλες αλλά και τη μετέπειτα ζωή της, σαν παντρεμένη, με ανομολόγητες φαντασιώσεις;
   
Ούτε και κείνη δεν  θυμάται τώρα – μετά από τριάντα χρόνια – πώς πέρασε η ώρα μέχρι να έρθει η αγαπημένη οπτασία και να ξαναζωντανέψει εκεί μπροστά της στο σαλονάκι της θείας της…

    

Ο Γιώργος δεν χρειάστηκε να κλέψει την Ελένη. Την παντρεύτηκε εκεί, στη Λαμία, και την πήρε να ζήσουν μακριά, στη Γαλλία. Ήταν κατά κάποιο τρόπο κλέψιμο, μιας και την έκλεβε οδηγώντας την μακριά από τις κακές της εμπειρίες, στην ευτυχία μιας πραγματικής ζωής.


Δημήτρης Μπούκουρας

(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε από τις "μικρές εκδόσεις"Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)

(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)