Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

Καλαμάς κι Αχέροντας του Χριστόφορου Μηλιώνη εκδόσεις Κίχλη (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/kalamas-ki-axerontas/)


Καλαμάς κι Αχέροντας

του Χριστόφορου Μηλιώνη

εκδόσεις Κίχλη
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/kalamas-ki-axerontas/)




μια διαρκής επιστροφή

Τα εξώφυλλα των βιβλίων συχνά μιλάνε πολύ εύστοχα για το περιεχόμενό τους. Τόσο που νιώθεις πως λειτουργούν εν είδει σύνοψης, σαν μια εν συντομία αναφορά στο νόημα του κειμένου. Κρατώ στα χέρια μου δύο βιβλία, την παλιά έκδοση, από το μακρινό 1985, των διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας», από τη «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου με το παράθυρο σε ασπρόμαυρες γραμμές (φωτογραφία του Γιάννη Στυλιανού) στο εξώφυλλο. Μια οικεία εικόνα από το άνοιγμα στον έξω κόσμο ενός σπιτιού - μπορεί σε κάποιο χωριό της Ηπείρου, μπορεί κι αλλού. Το «κοίταγμα» του κόσμου από τα μέσα. Δίπλα η πρόσφατη έκδοση, της Κίχλης, που ήρθε να δώσει την ευκαιρία μιας νέας ανάγνωσης. Μέσα λίγες οι διαφορές. Το διήγημα «Η Φρύνη», για παράδειγμα,  δεν υπήρχε στην αρχική έκδοση, υπήρχε όμως στην ενδιάμεση έκδοση του Κέδρου. Ωστόσο, τραβά την προσοχή μου το εξώφυλλο. Το έργο του Σωτήρη Σόρογκα «Μαύρο άνοιγμα» κινεί τη σκέψη σημειολογικά. Σαν εκείνο το παλιό παράθυρο να μην ήταν αρκετό πια για να δείξει την απόσταση (ή την αποστασιοποίηση ενδεχομένως) από τον έξω κόσμο. Σαν να έπρεπε τώρα πιο συμβολικά να αποδοθεί το κενό που χάσκει να σε καταπιεί, μαύρο και σκοτεινό, αν κάνεις να διαβείς το κατώφλι του ιδιωτικού σου χώρου. Πού σε οδηγεί άραγε; Συνειρμικά κατευθύνεσαι προς το περιεχόμενο του βιβλίου. Η γραφή του Μηλιώνη, χαρακτηριστικά οικεία και γνώριμη, μετά από τόσα χρόνια επιστρέφει να σου πει ακόμα κάτι. Γυρνάμε, λοιπόν, πίσω στα παλιά μας βιβλία; Πάντοτε. Και η αφορμή εδώ δίνεται με τη νέα, καλαίσθητη έκδοση, εμπλουτισμένη με κείμενα του Τσακνιά, του Παγανού, του Ζήρα, της Κοτζιά στο Επίμετρο.

Να ο Καλαμάς, ο σκοτεινός Αχέροντας εκείνος (Λόρδος Βύρων). Εύκολα γίνεται η παρανόηση, θα πει κανείς. Κι έπειτα, άντε να τα ξεχωρίσεις τα δυο αυτά ποτάμια, που έμελλε να ταυτιστούν στην ποίηση του Βύρωνα. Έτσι κι εδώ ο Μηλιώνης τα θέλει μαζί να πορεύονται:

Ανακατεύτηκαν τα πράγματα, Αχέροντας και Καλαμάς έγιναν ένα.

Όριο ο Αχέροντας ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, η οδός που σε φέρνει στον επέκεινα χώρο - από τα παλιά και αξεδιάλυτα μυστήρια του τόπου ετούτου.  Όριο, όμως, και ο άλλος ποταμός, ο Θύαμις, ο Καλαμάς των ντόπιων, που σώζεται ορμητικός στη λαϊκή λαλιά «πού να σε πάρει ο Καλαμάς… », αλλά και όριο αιματοβαμμένο από τα χρόνια του εμφυλίου· η από δω μεριά  και η πέρα μεριά, δηλαδή η από δω του Ζέρβα, και η από κει του Άρη. Γι’ αυτό και η αυτονόητη ερώτηση, σαν έλεγες ότι είσαι από τα μέρη του Καλαμά: «Δώθε ή πέρα;», κι ανάλογα την απάντηση προχωρούσε και η κουβέντα. Τα δυο ποτάμια να δένουν μεταξύ τους, εκεί που ανιχνεύονται και τα όρια της αλήθειας και του ψεύδους, με τις δύο ιδεολογίες να εκτιμούν κατά το δοκούν την αλήθεια των πραγμάτων, αν πούμε πως υπάρχει κάτι πιο στέρεο από την εκάστοτε οικειοποιούμενη εκδοχή. Και ακριβώς αυτή η εκδοχή που θέλεις ν’ ακούσεις ηρεμεί και την ψυχή σου:

«Άκου να σου πω. Αυτά που είδαν τα μάτια μας δεν ξεχνιούνται. Γινήκαμε χειρότεροι από τους Γερμανούς. Ακούς να βάζουν αιχμαλώτους να σκάβουν το λάκκο τους!»

Θόλωσε ο νους μου. Τα χρόνια γίνανε μέσα μου μαλλιά κουβάρια. Χαμήλωσα τα μάτια.

«Οι δικοί μας;» ψιθύρισα.

«Οι δικοί μας. Οι εδεσίτες», είπε ο πρόεδρος. Πάνε δέκα χρόνια και σ’ άλλον δεν το ’χω πει».

Ισορρόπησα. Ας είναι καλά ο άνθρωπος, αν ακόμα ζει. Αλλιώς πώς θα ’βγαινε εκείνος ο χειμώνας;




Όλα τα διηγήματα της συλλογής αυτής έχουν το ξεκίνημά τους από κάτι απλό και καθημερινό αλλά αρκεί μια νύξη, ένα όνομα, μια εικόνα, για να πάει ο νους πίσω, τότε που όλα αλλιώς ήταν· πιο δύσκολα μα και πιο γνήσια. Ο πεζογράφος μοιάζει να ασφυκτιά στην αστική απομόνωση των ανθρώπων, θέλει να επιστρέφει στα αλλοτινά χρόνια, στον τόπο που διχάστηκε διχάζοντας και την ψυχή του, ακόμα κι αν ο πόνος της επιστροφής, σαν άλλος νόστος με όλο το άλγος του, καραδοκεί πίσω από κάθε του λέξη. Την «πίσω μεριά του θανάτου» ψάχνει, τον δικό του Αχέροντα, όχι  μόνο στους τόπους αλλά και μέσα του.

Το βλέπεις. Εσύ μιλάς για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την πίσω μεριά του θανάτου.

Κι όπου τον βρει τον απαθανατίζει μέσα στα γραφτά του. Και είναι τότε που μπερδεύεται η άλλη αλήθεια με το άλλο ψέμα, σε πιο διαχρονικά θέματα. Μια ρεαλιστική όψη του κόσμου με την άλλη, την απόκοσμη των μύθων, της φαντασίας, των παραμυθιών.

Τότε ακούστηκε μια κλαψιάρικη φωνή στην αντικρινή φράχτη και ξανά παραπέρα στα χωράφια. «Είναι οι σκοτωμένοι, οι ψυχές τους». «Δεν είναι σκοτωμένοι, είναι τσαλαπετεινός».

Μέσα από μια κοινή γλώσσα συνομιλεί ο πεζογράφος με τους δικούς του αγαπημένους των γραμμάτων, τον Χατζή και τον Παπαδιαμάντη. Εκείνος ο τελευταίος ταμπάκος του, ο Χαρίσης, φεύγει ανάμεσα στους φίλους του που ρακοπίνουν ως να ξημερώσει, να βγει το φως, να φωτίσει το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο, μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια. Όσο για τον άλλο άγιο, τον κυρ Αλέξανδρο, αυτόν τον συναντά στον τόπο που, όπως γράφει, πάνω του ο Παπαδιαμάντης μοντάρισε τον κόσμο, και ψάχνει να ανταμώσει τα μυθικά του πλάσματα:

Έσκυψα στον κρημνόν του γηλόφου, εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα  -εκυλίοντο ακόμη-  τεμάχια σαπρών ξύλων και ξεχώματα, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών. Κατηφόρισα την πλαγιά ως κάτω στον αρσανά. Προσπάθησα να κατέβω και στο Κοχύλι, απ’ την πλευρά, όμως το  μονοπάτι που θα ’χε πάρει η Ακριβούλα, το φύλαγε ένας μαύρος σκύλος.

Συνομιλεί και με τον άλλον, τον απέναντι, τον Ισμαήλ Κανταρέ – κι ας μην τον συνάντησε ποτέ, τον βρίσκει στα κοινά πατήματα.

Κι όπως λέει ο Κανταρέ:

«Το κλαρίνο ξανάρχισε το μοιρολόγι του, τα βιολιά το συνόδεψαν με τις λεπτές φωνές τους, που μοιάζαν γυναικείες».

Όταν το λέει αυτό, έχει βέβαια στο νου του τα τραγούδια μας, που ένας άντρας πιάνει το σκοπό, τραβάει μπροστά κι ύστερα τον ξαναλένε οι γυναίκες.



Μα και πολιτικός ο λόγος του, έτσι όπως πολιτικά μιλούν όλοι όσοι δεν ξεδιακρίνουν την αλήθεια που πιστεύουν με κριτήρια στενά και σκόπιμα θολωμένα. Με τη σοφία που δίνει ο χρόνος, με τη γνώση που ξέρει τα όριά της. Γραμμένα κοντά τριάντα πέντε χρόνια πριν αυτά τα διηγήματα ξέρουν να αφηγηθούν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων, όπως αυτή πρέπει να ιστορείται.

[…] σε στιγμές δηλαδή που ο συγγραφέας τους βρισκόταν ενώπιος ενωπίω -εξάλλου, μονάχα έτσι γράφονται τα γνήσια έργα- και δεν το καταδέχτηκε να καρπωθεί το αίμα των άλλων με δόλο και απάτη.

Αλλεπάλληλες συνδέσεις σε μια συνειρμική αφήγηση. Μα, έτσι ήταν και στην προσωπική κουβέντα ο Χριστόφορος Μηλιώνης για όσους είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε· να ανοίγεται ο λόγος σκαλοπάτι σκαλοπάτι και να ανεβαίνεις, να μη χορταίνεις να ακούς. Ας είναι. Μένουν οι ιστορίες του μέσα στα βιβλία, θα πει κάποιος. Μπορεί να είναι κι έτσι. Να επιστρέφουμε σ’ αυτές με τον δικό μας νόστο, όπως και ο αγαπητός Χριστόφορος Μηλιώνης επέστρεφε στα δικά του τοπία για να βρίσκει την ψυχή του.



Διώνη Δημητριάδου




Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Η Ματίνα Καρελιώτη γράφει για το βιβλίο «Ο βιωμένος χρόνος – μικρές ιστορίες» της Διώνης Δημητριάδου ΑΩ Εκδόσεις (η πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο https://filolektikon.blogspot.gr/2018/02/blog-post_27.html


Η Ματίνα Καρελιώτη γράφει για το βιβλίο

«Ο βιωμένος χρόνος – μικρές ιστορίες» 

της Διώνης Δημητριάδου

 ΑΩ Εκδόσεις
(η πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο https://filolektikon.blogspot.gr/2018/02/blog-post_27.html



Υπάρχουν κάποια βιβλία, τα οποία θες να τα κάνεις δικά σου από την πρώτη στιγμή της έκθεσής τους. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορείς να το εξηγήσεις με βάση τη λογική. Ειδικά όταν έχεις στο ενεργητικό σου κάμποσες ώρες βιβλιοφαγίας και γνωρίζεις πόσο εύκολα μπορεί να παρασυρθείς από τίτλους και εξώφυλλα. Επίσης, κάποιες σπάνιες φορές, αισθάνεσαι σαν ο συγγραφέας να οδηγήθηκε μέσα από μια μυστήρια δύναμη, να γράψει κάτι μόνο για εσένα. Σαν να το περίμενες από καιρό. Κι όλα αυτά δίχως να έχεις την παραμικρή ιδέα για το τι μπορεί να είναι τελικά τυπωμένο μέσα στις σελίδες, που επιθυμείς διακαώς να ιχνηλατήσεις.




«Παράξενη η πορεία που ακολουθεί ο μέσα χρόνος. Και άχρονοι οι χρόνοι του. Ανοίγεις κάποιο παλιό τετράδιο, βρίσκεις στίχους γραμμένους κάποτε, δεν ξέρεις πότε, γιατί ποτέ δεν κράταγες ταυτότητα των σκέψεων. Μιλάν ακόμα μέσα σου, νιώθεις να πάλλεται πίσω τους μια φυγή.»



Αυτή ακριβώς η αίσθηση μου γεννήθηκε, όταν οι ΑΩ Εκδόσεις και η κυρία Διώνη Δημητριάδου ανακοίνωσαν τον Σεπτέμβριο του 2017 την έκδοση του νέου της συγγραφικού εγχειρήματος: «Ο Βιωμένος χρόνος – Μικρές ιστορίες». Πέρασαν τέσσερις ολόκληροι μήνες ώσπου να το αποκτήσω. Παρόλο που ανά τακτά διαστήματα, κατόπιν της εκδόσεως του, όλο και κάποιο μέρος από τις ιστορίες δημοσιεύονταν στο διαδίκτυο, δικαιώνοντας τις προσδοκίες μου, δεν μπορούσαν με τίποτα να συγκριθούν σε σχέση με την βιωμένη αίσθηση ολοκλήρωσης την στιγμή που η ανάγνωση του βιβλίου ξεδίψαγε την ψυχή μου.



«Θέλησε για λίγο να κρατήσει τη στιγμή,

να τη ζεστάνει μέσα στην παλάμη της, να μην της φύγει.»



Η αλήθεια είναι ότι γνωρίζοντας την γραφή της κυρίας Δημητριάδου ήμουν σίγουρη για το ποιοτικό αποτέλεσμα του βιβλίου. Η συγγραφέας, η οποία έχει εκδώσει έξι βιβλία, ποίησης, δοκιμιογραφίας  αλλά και πεζογραφίας, είναι μια ακοπίαστη εργάτρια του γραπτού λόγου, καθώς αρθρογραφεί σε λογοτεχνικά έντυπα, επιμελείται εκδόσεις και προσεγγίζει κριτικά τα έργα άλλων συγγραφέων και ποιητών, χαρίζοντας μας, με ποικιλόμορφο τρόπο, το συγγραφικό στίγμα της.



Η ανάγνωση του βιβλίου μου επιφύλασσε αρκετές εκπλήξεις, τόσο ως προς το είδος της γραφής, το οποίο διατηρεί πεζή μορφή μα ορθώνει ποιητικό ανάστημα, όσο και ως προς τις ιδέες, εικόνες, σκέψεις, αισθήσεις, τις οποίες κατακτούσε το θυμικό μου στο τέλος κάθε πρότασης.



Πιάστηκα λοιπόν από μια ΧΕΙΡΟΛΑΒΗ και ταξίδεψα σε έναν ΑΗΧΟ ΤΟΠΟ αλλά και σε ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΚΛΕΙΣΤΟ. Έγινα Η ΑΠΟΣΚΕΥΗ «μιας γυναικείας φιγούρας στην αποβάθρα του συρμού» αλλά και το «Ως εδώ» της πενηνταεπτάχρονης κυρίας από την Κυψέλη. Συναντήθηκα με τον «προσωπικό μου λύκο» και του υποσχέθηκα σύντομα να τον ακολουθήσω σε «αυτά τα ταξίδια που είναι φτιαγμένα με σκληρά υλικά και μόνο για όσους αληθινά αντέχουν». Δικαιώθηκα με την ΕΜΜΟΝΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΦΗ ως αλλοτινή ψυχομέτρης και συγκλονίστηκα με τα «άλλα αγγίγματα πολλά απ’ αυτά του σύντομου χρόνου, που δεν έλπιζαν καθόλου σε μια μνημονική διαχρονικότητα, να με ξαφνιάζουν με την επιμονή τους».

Η συγγραφέας, μέσα από αυτό το έργο της, δεν συνδιαλέγεται απλά με τον χρόνο-εξουσιαστή των υπάρξεών μας. Αναμετριέται μαζί του. Τον κόβει σε κομμάτια και του λέει: «Τελικά δεν είσαι δα και τόσο φοβερός. Ξάνοιξε τα μάτια σου! Δες πόσο μικρός είσαι, αν κρατήσω μόνο το βιωμένο σου κομμάτι. Σώπασε επιτέλους να μου φωνάζεις πως πρέπει να προλάβω.»



«Κι εκείνο το πάντοτε πόσο παράταιρο ήταν!»



Αυτός είναι ο βιωμένος χρόνος. Αυτός που κρύβεται σε μια κούτα από ΣΤΟΛΙΔΙΑ και ένα μικρό δισκάκι 45 στροφών. Αυτός που κρύβεται σε μια συγκεκριμένη στιγμή μεγάλης ντροπής, σε ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ, στα ΣΠΟΡΙΑ, σε ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΠΟΥ ΕΚΔΙΚΕΙΤΑΙ, στο ΠΡΙΝ αλλά και στα ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ.



Η διαίσθησή μου γι’ αυτή την ιδιαίτερη σχέση, την οποία προκαταβολικά αισθάνθηκα, με το συγγραφικό πόνημα της κυρίας Δημητριάδου, επιβεβαιώθηκε περίτρανα με τον ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΗΝΑ:



«Τον Αύγουστο τον αγαπώ πολύ.

………………………………………..



Από την άλλη σκέφτομαι πως όλη αυτή η αγάπη μπορεί να κρύβει και μια μικρή δόση προκατάληψης. Προσωπικός μήνας έτσι κι αλλιώς.»

Αυτός είναι ο βιωμένος χρόνος.

Αυτός που διαισθητικά σου λέει θα με θυμάσαι για πάντα και σου λέει την αλήθεια.

Για όσους διαβάζουν, το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου είναι ένα πολύτιμο δώρο στον εαυτό τους. Για όσους δεν διαβάζουν είναι μια καλή ευκαιρία να ξεκινήσουν.

Και τούτη ήταν μια κατάθεση από καρδιάς!



Ματίνα Κ. Καρελιώτη

"Εν μέσω ψιθύρων" του Θάνου Πανταζή εκδόσεις Αω (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-protaseis-anagnwseis-martios/)


"Εν μέσω ψιθύρων"

του Θάνου Πανταζή

εκδόσεις Αω
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-protaseis-anagnwseis-martios/)







η εύγλωττη ποιητική εικόνα

Ο κόσμος της Τέχνης και ο κόσμος που μας περιβάλλει  πάντα ισορροπούν σε  μια συμφωνημένη θαρρείς αμοιβαία συνθήκη.  Δάνειες εικόνες εναλλάσσονται σε μια αμφίδρομη πορεία. Γιατί αλίμονο αν πιστέψουμε πως η αλήθεια βρίσκεται μόνο στη μία πλευρά, αυτή της ζωής που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας ή μόνο στην άλλη, της καλλιτεχνικής επινόησης. Αλίμονο αν δεν μπορούμε να δούμε και τη ζωή συχνά να ακολουθεί την Τέχνη. Ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται μόνον εκεί. Μιλώντας για τη Λογοτεχνία, εν προκειμένω για την Ποίηση, αξίζει να δούμε κατά πόσον μπορεί να αποδώσει την αίσθηση της ζωής που βιώνει ο δημιουργός των ποιημάτων. Όσο δύσκολο (πιθανόν και αδύνατον) είναι να αποδοθεί η όντως πραγματικότητα τη στιγμή που βιώνεται μέσα στη μεγάλη αφήγηση (το μυθιστόρημα), τόσο ανοίγεται πιο βατό μονοπάτι για να δοθούν στιγμές της ζωής μέσα στη μικρή πεζογραφική φόρμα, και ακόμη περισσότερο μέσα στο ποιητικό σχήμα. Ακριβώς γιατί η αποτύπωση στιγμών, η διάσωση μέσα σε λέξεις της αποσπασματικής εικόνας από το όλον που βιώνουμε γίνεται δυνατή, γιατί δεν απαιτεί τη χρονική απόσταση προκειμένου να συνειδητοποιηθεί το μέγεθος, το εύρος και το βάθος (φυσικά και οι συνέπειες στον μακρό χρόνο) των γεγονότων. Η μικρή αφήγηση, πολύ περισσότερο όταν περικλείεται στη φόρμα ενός ποιήματος (γιατί και το ποίημα μια μικρή αφηγούμενη  ιστορία είναι) αιχμαλωτίζει τη στιγμή, σ’ αυτήν εστιάζει, από αυτήν ξεκινά  και σ’ αυτήν καταλήγει ολοκληρώνοντας το νόημα. Έτσι, για παράδειγμα, μπορεί στην ποίηση να αποδοθεί η αίσθηση της πολύπλευρης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Να αποδοθούν οι σκοτεινές και οδυνηρές διαπιστώσεις.

Τα παραπάνω προέκυψαν διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Εν μέσω ψιθύρων του Θάνου Πανταζή. Οι προσωπικές αναγνώσεις είναι πολλές μιλώντας ιδίως για την ποίηση, και ο κάθε αναγνώστης επιλέγει τον τρόπο που θα προσεγγίσει τη γραφή και τη σκέψη του ποιητή. Σημειώνοντας, έτσι, ποιήματα που άξιζαν μια δεύτερη ματιά (και δεν ήταν λίγα), μέσα σε όσα ο ποιητής εκφράζει  τη στάση του απέναντι στον χρόνο που περνά (κυρίως εκεί εστιάζει), είδα και τρία που από μόνα τους αρκούσαν για να διαβαστεί το βιβλίο, φυσικά με μια απολύτως θεμιτή προσωπική ανάγνωση. Μάλιστα το ένα δίπλα στο άλλο σε συγκεκριμένη σειρά έδιναν τη σημερινή εικόνα της ζωής μας σε όλο της το μέγεθος αλλά και τη συνακόλουθη τραγικότητα που τη διέπει.  Εστιάζω, λοιπόν, σ’ αυτά για να δώσω την προσωπική μου εκδοχή πρόσληψης του ποιητικού λόγου.

Το πρώτο έχει τον τίτλο «Πατήσια», και αρχικά με τράβηξε για τις κοινές μου μνήμες με τον ποιητή. Μια γειτονιά κάποτε πολύ αγαπημένη, τώρα μακρινή για λόγους προσωπικούς. Τα Πατήσια, όμως, του Πανταζή ανήκουν -ως κατάσταση ζωής και όχι μόνον ως εικόνα- σε όλους μας. Είναι ο ξεπεσμός της ζωής που κάποτε άλλη αξία είχε και τώρα μετριέται ανέλπιστα φτηνή. Είναι η ζωή που δείχνει τα κομμάτια της (αποκόμματα καλύτερα να πεις) από μια παλιά πλέον ευτυχία (κι ας ήταν κατασκευασμένη και ψεύτικη στα σημεία της), και τα κρεμά στα κάγκελα να ανεμίζουν σαν πανιά στον αττικό αέρα, που μοιάζει καθόλου να μη νοιάζεται και να μην έχει αλλάξει τις συνήθειές του. Πάντα θα φυσά ήπιος και ανέμελος. Ίσως για να υπογραμμίζει την απουσία του ταξιδιού εδώ κάτω στους δρόμους αυτής της πόλης. Κι όπου βλέπεις ταξίδι να σκέφτεσαι όνειρο. Κι αυτό χαμένο.

«Πατήσια»

Περιδιαβαίνω γι’ άλλη μια φορά

Τα γνώριμα, εφηβικά λημέρια

Αιώνια δέσμιος της θύμησης.

Σαν άξαφνο χαστούκι με χτυπά

Ο ξεχαρβαλωμένος ξεπεσμός.

Γωνία Καυτατζόγλου με Χρυσοστόμου Σμύρνης.

Κοιτώ ψηλά.

Πολύχρωμα σεντόνια στα μπαλκόνια,

Μπουγάδες στις ταράτσες ανεμίζουνε.

Και γίνονται τούτα τα μουντά τσιμέντα

Σκούνες κομψές που ταξιδεύουνε ανέμελα

Στις γαλανές, στις μερωμένες θάλασσες

Του λιοθρεμμένου ουρανού της Αττικής.



Κι αν σ’ αυτό το πατησιώτικο σταυροδρόμι η ανθρώπινη παρουσία μόνο στην εικασία αφήνεται πίσω από τα πολύχρωμα δηλωτικά ζωής, σ’ εκείνο το άλλο με τον τίτλο «Στάση Αμπελοκήπων» αρκεί μία μόνο μορφή για να εισβάλλουν πλήθος στο τοπίο του υπόγειου συρμού οι ανθρώπινες σκιές, που μόνον σαν απουσία λογίζονται. Η μοναξιά μέσα στο πλήθος, η μηδαμινή έγνοια του σαρκίου δίπλα στην αληθινή οδύνη. Η εικόνα εδώ απολύτως συμπληρωματική της προηγούμενης. Είναι αυτοί που άπλωσαν τα πολύχρωμα ίχνη του νυχτερινού τους ύπνου κάπου στα Πατήσια και χύθηκαν στις υπόγειες της πόλης κατακόμβες.



«Στάση Αμπελοκήπων»



Στεκότανε παράμερα, αποκομμένη από του κόσμου τη βοή.

Ξεχώριζε απ’ το πολύχρωμο μαντήλι στο κεφάλι

Κι από μια τσαλακωμένη μάσκα χειρουργείου.

Μα πιο πολύ ξεχώριζε απ’ το θλιμμένο βλέμμα,

Που ’κρυβε μέσα του μιαν ένταση, που όμοια δεν είχα ξαναδεί.



Μου θύμισε παλιές φωτογραφίες

Από γυναίκες του Έπους του ’40.

Πόνος και θλίψη.

Στεγνά δάκρυα.

Και θέληση από γρανίτη καμωμένη.



Ντράπηκα γιατί μου φάνηκαν οι έγνοιες μου τόσο φτηνές,

Καθώς λογάριαζα πόσα ευρώ μου ’χαν στην τσέπη απομείνει.

Και σαν κατέφθασε επιτέλους ο συρμός,

Με λύτρωσε το υπόκωφο άνοιγμα της πόρτας.

Κι ένοχα αφέθηκα στην κρύα ακινησία του μετρό

’Κει που των ανθρώπων οι ψυχές

Μόνο τυχαία συναντιούνται.



Κι έρχεται τώρα με το τρίτο ποίημα, με τον τίτλο «Έξοδος», να δέσει σε ενιαίο σύνολο η εικόνα. Εδώ δεν είναι μόνον ο χώρος, ούτε είναι μόνον οι αυτόνομες σκιές στο πλήθος μέσα. Εδώ είναι η συλλογική οντότητα και η ευθύνη που φθάνει στην επιφάνεια του βυθισμένου πλοίου. Και η φωνή του ποιητή που στιγματίζει τη συνολική «ύβρι», λίγο πριν την «Έξοδο».



«Έξοδος»



Τριάμισι χιλιάδες χρόνια άντεξαν

Οι γιοι των Δαναών και Πελασγών.

Τους κούρασε το πολύ μπλε του ουρανού,

Όπως το είπε ο σοφός ο ποιητής.

Το φως το δυνατό του τόπου τους

Έκανε ασήκωτους τους ίσκιους των τρανών προγόνων.

Κι εκείνοι τυφλωμένοι από τη λάμψη την παλιά,

Δεν μπόρεσαν να δουν εγκαίρως τις δικές τους αμαρτίες

Βουλιάζοντας στο βούρκο της ύβρης και της παρακμής.

Παλιοί και νέοι θεοί τους ξέχασαν.

Δε θέλαν με τους άσωτους ν’ ασχοληθούν.

Μ’ αυτούς που σαν τον Κρόνο

Άρχισαν να τρώνε από τις σάρκες των παιδιών τους

Μη νοιώθοντας τις Ερινύες να καραδοκούν.

Κι όσος καιρός μας απομένει, φτάνει

Ν’ ανοίξουμε πανιά γι’ άλλες πατρίδες,

Γι’ άλλες θάλασσες και για λιγότερο καθάριους ουρανούς

Προτού ηχήσουνε το τέλος οι βάρβαρες σάλπιγγες της Ιεριχούς.



Έτσι, μέσα σε μόλις τρεις ποιητικές εικόνες όλο το δράμα το σημερινό, όπως το βιώνει ο καθένας μόνος του, όλοι μαζί συλλογικά σαν μια πατρίδα ξεχασμένη, κι ο τόπος ο ίδιος με τη δική του την ψυχή να πλέει στο άγνωστο, σε μία έξοδο ίσως από τον ζοφερό τον χώρο – αν όχι και σε μία «Έξοδο» του τραγικού θεάτρου. Είναι ικανή (δυνατή και αρκετή) η ποίηση να απομονώσει πρώτα τα σημεία των καιρών, και κατόπιν να συναρμολογήσει το νόημα της τοιχογραφίας. Μέσα στους στίχους το κάθε μοναχό σημείο έχει το δικό του βάρος και το νόημά του -ακόμα και το μεταφορικό ή κυρίως αν είναι τέτοιο- παίρνει πλέον τις διαστάσεις που χρειάζεται η περίσταση. Και τότε η ποίηση κοινωνείται και στους άλλους, τους αποδέκτες της.



Κοιτάζω το λιτό εξώφυλλο (ο σχεδιασμός από τη Χρυσάνθη Σ. Ρέτσου), με τρία σημεία όλα κι όλα, και σκέφτομαι πως με τα πιο απλά υλικά μπορείς να δώσεις το αυτονόητο της ποίησης. Δημιουργία πλήρης μέσα στο ελάχιστο του σώματός της.



Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018

Η Χρύσα Φάντη γράφει στην Bookpress https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/dimitriadou-dioni-ao-o-biomenos-chronos-fanti για το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου «Ο Βιωμένος Χρόνος – μικρές ιστορίες» (εκδόσεις Αω) «Χωνευτήρι αναγνώσεων και βιωμάτων»


Η Χρύσα Φάντη
γράφει στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/dimitriadou-dioni-ao-o-biomenos-chronos-fanti
για το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου
«Ο Βιωμένος Χρόνος – μικρές ιστορίες» (εκδόσεις Αω)
«Χωνευτήρι αναγνώσεων και βιωμάτων»


«Ο βιωμένος χρόνος σε συνέχειες/ παραμονεύει σαν του παιδιού τα ίχνη μέσα μας/ παράλογος εφιάλτης/ όσο κι ο φόβος στα παραμύθια». Με αφετηρία το ως άνω μότο[1] στην αρχή του βιβλίου, επισημαίνουμε το αρνητικό πρόσημο στα «παραμονεύει» και «παράλογος εφιάλτης», ενώ την ανάλαφρη αίσθηση που θα εισπράτταμε από τα σημαινόμενα του ουσιαστικού «παραμύθια» ακυρώνει ο «φόβος» που έχει προηγηθεί. Επιπλέον, η μεταφορά «σαν του παιδιού τα ίχνη», ενώ θα μπορούσε να παράσχει ευφορία, στο προκείμενο λειτουργεί αμφίσημα, παραπέμποντας στο θόλο, ανολοκλήρωτο και αμετάκλητα πεπερασμένο της όποιας «ευτυχισμένης» παιδικής μας στιγμής.

Από την εισαγωγή, λοιπόν, προετοιμαζόμαστε για έναν συνεχή και επώδυνα βιωμένο χρόνο («ο βιωμένος χρόνος σε συνέχειες»), ένα τραύμα της ύπαρξης χρόνιο, και γι’ αυτό τραγικό. Και όντως, αυτός ο «σε συνέχειες» αβίωτα βιωμένος χρόνος, φαίνεται να αποτελεί, αν όχι το κύριο, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά των κειμένων που ακολουθούν. Ιστορίες αλλόκοτες, κρυπτικές και με έντονο το δοκιμιακό στοιχείο, ηθελημένα ασαφείς και άλλες πιο ακριβείς και λεπτομερειακές, οι τελευταίες εν είδει προσωπικών καταθέσεων.

Ιστορίες αλλόκοτες, κρυπτικές και με έντονο το δοκιμιακό στοιχείο, ηθελημένα ασαφείς και άλλες πιο ακριβείς και λεπτομερειακές, οι τελευταίες εν είδει προσωπικών καταθέσεων.

Στο «η χειρολαβή», πρώτη κατά σειρά ιστορία, η έγνοια και ο πόνος για τη γραφή και το διάβασμα βρίσκει «απάγκιο» στην αμφίδρομη αγαπητική σχέση ανάμεσα στον γράφοντα και τον αναγνώστη, στο «impression» η τέχνη ως έκπληξη επιβεβαιώνει τη συγγένεια ανάμεσα σε ομότεχνους και απλούς (;) αποδέκτες, στο «απόηχος» το βάρος του «τυπωμένου» πόνου αναμετράται με τον «πραγματικό» πόνο του αναγνώστη, στο «η στιγμή» μια γυναίκα ενήλικη προσπαθεί να διαφυλάξει τον ήχο από ένα πολύτιμο βίωμα πριν η αφήγηση στραφεί στο παιδί που θα έρθει μετά από αυτήν, ως το μόνο ικανό να τον ανα-βιώσει∙ στο εκτενέστερο, περισσότερο αφηγηματικό και αυτοαναφορικό «άηχος τόπος» (αφήγημα με έντονο το στοιχείο της φάρσας) το άκουσμα της μουσικής σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον κάπου στην επαρχία θεωρείται συνήθεια ειδεχθής, ενώ στο επίσης αυτοαναφορικό «η πορτοκαλιά», η προσωπικότητα μιας δασκάλας, χάρη στο καρποφόρο έργο της, θα θυμίσει σε ένα γονιό με καταγωγή αγρότη το αγαπημένο του δέντρο, και στο «ένα σπίτι, μια θάλασσα, μια σκέψη» μια πασχαλιά δεν θα είναι μόνο σημάδι άνοιξης αλλά και αντικείμενο στολισμού ενός Επιτάφιου, συμβολισμός για ένα θάνατο σαν «σκαλί για ζωή πάλι»∙ ξεχωριστό για τον επιτυχή συνδυασμό σκέψεων και ατίθασου λυρισμού και το σύντομο «άναρχα».

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις που ο αφηγητής είναι και πρωταγωνιστής, όπως και σε εκείνες που δεν συμμετέχει στα εξιστορούμενα αλλά παραμένει ουδέτερος και χωρίς καμιά προσωπική εμπλοκή, η αφήγηση, χάρη στις πολλαπλές εστιάσεις της, δεν παρουσιάζει την μονομέρεια μιας συνηθισμένης πρωτοπρόσωπης ή τριτοπρόσωπης εξιστόρησης, ενώ η φωνή, αν και θερμή, παραμένει ταυτόχρονα νηφάλια και απομακρυσμένη. Ευφάνταστη σκηνοθεσία, παραδοξότητα σε ενδιαφέρουσα μείξη με τους κουβεντιαστούς τόνους (από μια φαινομενικά απλή εξιστόρηση μπορεί να βγει ένας σύνθετος στοχασμός, κι αυτός όμως, λιτά διατυπωμένος), περιγραφές εικόνων ποιητικών και άλλων κοινότοπων, αποκαλυπτικών ωστόσο της κρυφής τους μαγείας∙ μια πανσέληνος που «άναρχα πρωτοτυπεί» ή ένας άντρας και ένα κορίτσι που απολαμβάνουν το τσιγάρο τους στα σκοτεινά σαν μια υπόσχεση ερωτική, λαχτάρα γι’ αυτό το ανοίκειο που η επιθυμία καθιστά κάτι περισσότερο από οικείο, μνήμη γι’ αυτό το ελάχιστο και συνεχώς διαφεύγον μιας ευτυχίας που σαν το ποτάμι μάς ξεγλιστρά, γι’ αυτή την «υγρή στιγμή» και για «μια ζωή που θα μπορούσε να είναι ωραία», το μπορεί σε έγκλιση κατ’ ευφημισμό δυνητική, αφού «στο σκοτάδι δεν μπορεί να διακριθεί η λεπτή απόχρωση συναισθήματος».

Κείμενα μεστά, γόνιμο χωνευτήρι πολλαπλών αναγνωστικών και βιωματικών προσλήψεων, γραφή ώριμη, ιδιότυπη, βασανισμένη.

Στα «run away» και «ο σκοτεινός θάλαμος» απολαμβάνουμε την ίδια ανοίκεια μυχιότητα, ενώ οι θεματικές που ανοίγονται στα ολιγόλεκτα και εισαγωγικά στην δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη και έκτη ενότητα κείμενα, με φράσεις όπως «τα θαλασσινά τοπία», «χωμάτινος θα γίνω», «γέλασαν συνωμοτικά», «το πιο μακρύ ταξίδι είναι αυτό που δεν αρχίζει» και «συνωμοτικός συνυπολογισμός» θα στρώσουν ένα ακόμα χαλί για τα περισσότερο βιωματικά και με στοιχεία παραμυθιού και μελαγχολικού αναστοχασμού, όπως, για παράδειγμα, το «κι ούτε σκαρί πετούμενο» και «ο παππούς», και τα δυο με άμεσες αναφορές στη Σύμη, τόπο καταγωγής της συγγραφέως και γενικότερη αναφορά στη ζωή στη θάλασσα.

Κείμενα μεστά, γόνιμο χωνευτήρι πολλαπλών αναγνωστικών και βιωματικών προσλήψεων, γραφή ώριμη, ιδιότυπη, βασανισμένη. Ολιγόλεκτες αφηγήσεις που μετά την τέρψη της πρώτης και δεύτερης ανάγνωσης, σε προκαλούν (το λιγότερο) να επανέλθεις.
Χρύσα Φάντη



[1] «Ο βιωμένος χρόνος», πρώτη φράση του μότο, δηλωτική των κειμένων που ακολουθούν και εισαγωγή στην άτιτλη πρώτη ενότητα της συλλογής, συμπίπτει και με τον τίτλο που φέρει το βιβλίο (με άλλα λόγια: το βιβλίο αυτή τη φράση δανείζεται για τίτλο του). Επιπρόσθετα, στις επόμενες πέντε ενότητες τη θέση του τίτλου τους καταλαμβάνουν τα πέντε προαναφερθέντα μικρά και εξαιρετικά λακωνικά κείμενα: «τοπία», «η κλίση», «μικρή συνωμοσία», «τα ταξίδια πάλι», και «συνυπολογισμός», γεγονός που διαπιστώνει ο αναγνώστης ανατρέχοντας στα Περιεχόμενα ή κατά την πορεία της ανάγνωσης, από την έλλειψη της αρίθμησης στις σελίδες τους.

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

"Κατρακυλώντας κάτω απ' τ' αυλάκι (Μηχανικό Μολύβι) μαζί με δύο φωτογραφίες του Σταύρου Χαμπάκη


"Κατρακυλώντας κάτω απ' τ' αυλάκι

(Από το Μηχανικό Μολύβι)
μαζί με δύο φωτογραφίες του Σταύρου Χαμπάκη





(like a rolling stone)



Όσο κι αν με δανέζικο σαλόνι άλλους καμώθηκαν

Χαλκώματα και ασπροκέντια μου παραδόθηκαν

Κι εγώ τα γάνωσα και τα μαντάρισα για να κρατήσουν

Δεν είμαι σίγουρη για τους επόμενους τι θα αφήσουν

Της Πόλης παραμύθια μου διηγήθηκαν

Στης Σαλονίκης νοερά με περπατήσανε την παραλία

Σιατιστινά γουναρικά δε μου αρνήθηκαν

Βλάστη, Κοζάνη και Παραμυθιά πλαισίωσαν την ιστορία

Μα εγώ σε γειτονιά στον κόσμο ήρθα της πρωτεύουσας

Εδώ αγάπησα της πόλης τους ψιθύρους

Έχω όμως κι όψη τέτοιας φόδρας κι όχι δευτερεύουσας

Εκείνων τα όνειρα σφιχτά με δένουνε με πίρους

Πόσο μετράει ένα αυλάκι για τα ανθρώπινα

Έχει στ' αλήθεια τόση σημασία το πάνω ή κάτω

Ή μόνο το νερό του που κυλάει μετράει - κι εγώ το 'πινα -

Και μόνον έτσι ξέρω να πηγαίνω παρακάτω






(Αυλάκι μπορεί ωστόσο να ονομάσεις και μια θάλασσα

Του Εύξεινου το πέρασμα, του λιβυκού πελάγους

Δες κι έτσι όσους την διαβαίνουν με μιαν ανάσα

Κρίμα - ντροπή και πόνο κουβαλούν προσφυγιάς άγους)



"Μηχανικό Μολύβι"
(οι φωτογραφίες είναι του Σταύρου Χαμπάκη)






Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

"Ο Βιωμένος Χρόνος - μικρές ιστορίες" Παρουσίαση στο Polis Art café (23 Φεβρουαρίου 2018) (video Δημήτρης Μπουρνούς)


"Ο Βιωμένος Χρόνος - μικρές ιστορίες"
Παρουσίαση στο Polis Art café (23 Φεβρουαρίου 2018)
(video  Δημήτρης Μπουρνούς)

Μίλησαν οι:
Ελένη Γκίκα, συγγραφέας, δημοσιογράφος
Χρύσα Φάντη, συγγραφέας
Γιώργος Ρούσκας, ποιητής, κριτικός λογοτεχνίας
Διάβασε αποσπάσματα η 
Βίκυ Δερμάνη, ποιήτρια
Συντόνισε ο 
Δημήτρης Φύσσας, συγγραφέας, δημοσιογράφος


Όταν γύρω υπάρχουν μόνο φίλοι, νιώθεις την αγάπη τους και μοιάζει ο κόσμος λίγο καλύτερος. Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσοι ήταν μαζί μου χθες, 23 Φεβρουαρίου, στην παρουσίαση του βιβλίου μου. Ο "βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες" στο Polis Art café. Αλλά και όσοι δεν μπόρεσαν να είναι εκεί, ας ξέρουν ότι η αγάπη τους με πολλούς τρόπους με συντροφεύει. Ευχαριστώ την Ελένη Γκίκα, τη Χρύσα Φάντη, τη Βίκυ Δερμάνη, τον Γιώργο Ρούσκα, τον Δημήτρη Φύσσα, που μίλησαν ο καθένας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο για το βιβλίο μου, ευχαριστώ τον Πέτρο Μιχάλη των εκδόσεων Αω που το φρόντισε από κάθε άποψη.

(οι φωτογραφίες είναι της Δήμητρας Καραχάλιου)
(video  Δημήτρης Μπουρνούς)