Καλαμάς κι Αχέροντας
του Χριστόφορου Μηλιώνη
εκδόσεις Κίχλη
(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/kalamas-ki-axerontas/)
μια διαρκής επιστροφή
Τα εξώφυλλα των βιβλίων συχνά
μιλάνε πολύ εύστοχα για το περιεχόμενό τους. Τόσο που νιώθεις πως λειτουργούν
εν είδει σύνοψης, σαν μια εν συντομία αναφορά στο νόημα του κειμένου. Κρατώ στα
χέρια μου δύο βιβλία, την παλιά έκδοση, από το μακρινό 1985, των διηγημάτων του
Χριστόφορου Μηλιώνη «Καλαμάς κι Αχέροντας», από τη «Στιγμή» του Αιμίλιου
Καλιακάτσου με το παράθυρο σε ασπρόμαυρες γραμμές (φωτογραφία του Γιάννη
Στυλιανού) στο εξώφυλλο. Μια οικεία εικόνα από το άνοιγμα στον έξω κόσμο ενός
σπιτιού - μπορεί σε κάποιο χωριό της Ηπείρου, μπορεί κι αλλού. Το «κοίταγμα»
του κόσμου από τα μέσα. Δίπλα η πρόσφατη έκδοση, της Κίχλης, που ήρθε να δώσει
την ευκαιρία μιας νέας ανάγνωσης. Μέσα λίγες οι διαφορές. Το διήγημα «Η Φρύνη»,
για παράδειγμα, δεν υπήρχε στην αρχική
έκδοση, υπήρχε όμως στην ενδιάμεση έκδοση του Κέδρου. Ωστόσο, τραβά την προσοχή
μου το εξώφυλλο. Το έργο του Σωτήρη Σόρογκα «Μαύρο άνοιγμα» κινεί τη σκέψη
σημειολογικά. Σαν εκείνο το παλιό παράθυρο να μην ήταν αρκετό πια για να δείξει
την απόσταση (ή την αποστασιοποίηση ενδεχομένως) από τον έξω κόσμο. Σαν να
έπρεπε τώρα πιο συμβολικά να αποδοθεί το κενό που χάσκει να σε καταπιεί, μαύρο και
σκοτεινό, αν κάνεις να διαβείς το κατώφλι του ιδιωτικού σου χώρου. Πού σε
οδηγεί άραγε; Συνειρμικά κατευθύνεσαι προς το περιεχόμενο του βιβλίου. Η γραφή
του Μηλιώνη, χαρακτηριστικά οικεία και γνώριμη, μετά από τόσα χρόνια επιστρέφει
να σου πει ακόμα κάτι. Γυρνάμε, λοιπόν, πίσω στα παλιά μας βιβλία; Πάντοτε. Και
η αφορμή εδώ δίνεται με τη νέα, καλαίσθητη έκδοση, εμπλουτισμένη με κείμενα του
Τσακνιά, του Παγανού, του Ζήρα, της Κοτζιά στο Επίμετρο.
Να ο Καλαμάς, ο σκοτεινός Αχέροντας εκείνος (Λόρδος Βύρων). Εύκολα
γίνεται η παρανόηση, θα πει κανείς. Κι έπειτα, άντε να τα ξεχωρίσεις τα δυο
αυτά ποτάμια, που έμελλε να ταυτιστούν στην ποίηση του Βύρωνα. Έτσι κι εδώ ο
Μηλιώνης τα θέλει μαζί να πορεύονται:
Ανακατεύτηκαν τα πράγματα, Αχέροντας και Καλαμάς έγιναν ένα.
Όριο ο Αχέροντας ανάμεσα σε ζωή
και θάνατο, η οδός που σε φέρνει στον επέκεινα χώρο - από τα παλιά και
αξεδιάλυτα μυστήρια του τόπου ετούτου.
Όριο, όμως, και ο άλλος ποταμός, ο Θύαμις, ο Καλαμάς των ντόπιων, που
σώζεται ορμητικός στη λαϊκή λαλιά «πού να
σε πάρει ο Καλαμάς… », αλλά και όριο αιματοβαμμένο από τα χρόνια του
εμφυλίου· η από δω μεριά και η πέρα
μεριά, δηλαδή η από δω του Ζέρβα, και η από κει του Άρη. Γι’ αυτό και η
αυτονόητη ερώτηση, σαν έλεγες ότι είσαι από τα μέρη του Καλαμά: «Δώθε ή πέρα;», κι ανάλογα την απάντηση
προχωρούσε και η κουβέντα. Τα δυο ποτάμια να δένουν μεταξύ τους, εκεί που
ανιχνεύονται και τα όρια της αλήθειας και του ψεύδους, με τις δύο ιδεολογίες να
εκτιμούν κατά το δοκούν την αλήθεια των πραγμάτων, αν πούμε πως υπάρχει κάτι πιο
στέρεο από την εκάστοτε οικειοποιούμενη εκδοχή. Και ακριβώς αυτή η εκδοχή που
θέλεις ν’ ακούσεις ηρεμεί και την ψυχή σου:
«Άκου να σου
πω. Αυτά που είδαν τα μάτια μας δεν ξεχνιούνται. Γινήκαμε χειρότεροι από τους
Γερμανούς. Ακούς να βάζουν αιχμαλώτους να σκάβουν το λάκκο τους!»
Θόλωσε ο νους
μου. Τα χρόνια γίνανε μέσα μου μαλλιά κουβάρια. Χαμήλωσα τα μάτια.
«Οι δικοί
μας;» ψιθύρισα.
«Οι δικοί
μας. Οι εδεσίτες», είπε ο πρόεδρος. Πάνε δέκα χρόνια και σ’ άλλον δεν το ’χω
πει».
Ισορρόπησα.
Ας είναι καλά ο άνθρωπος, αν ακόμα ζει. Αλλιώς πώς θα ’βγαινε εκείνος ο
χειμώνας;
Όλα τα διηγήματα της συλλογής
αυτής έχουν το ξεκίνημά τους από κάτι απλό και καθημερινό αλλά αρκεί μια νύξη,
ένα όνομα, μια εικόνα, για να πάει ο νους πίσω, τότε που όλα αλλιώς ήταν· πιο
δύσκολα μα και πιο γνήσια. Ο πεζογράφος μοιάζει να ασφυκτιά στην αστική απομόνωση
των ανθρώπων, θέλει να επιστρέφει στα αλλοτινά χρόνια, στον τόπο που διχάστηκε
διχάζοντας και την ψυχή του, ακόμα κι αν ο πόνος της επιστροφής, σαν άλλος
νόστος με όλο το άλγος του, καραδοκεί πίσω από κάθε του λέξη. Την «πίσω μεριά του θανάτου» ψάχνει, τον
δικό του Αχέροντα, όχι μόνο στους τόπους
αλλά και μέσα του.
Το βλέπεις. Εσύ μιλάς για την πίσω μεριά, την αθέατη. Σαν να λέμε: την
πίσω μεριά του θανάτου.
Κι όπου τον βρει τον απαθανατίζει
μέσα στα γραφτά του. Και είναι τότε που μπερδεύεται η άλλη αλήθεια με το άλλο
ψέμα, σε πιο διαχρονικά θέματα. Μια ρεαλιστική όψη του κόσμου με την άλλη, την
απόκοσμη των μύθων, της φαντασίας, των παραμυθιών.
Τότε ακούστηκε μια κλαψιάρικη φωνή στην αντικρινή φράχτη και ξανά
παραπέρα στα χωράφια. «Είναι οι σκοτωμένοι, οι ψυχές τους». «Δεν είναι
σκοτωμένοι, είναι τσαλαπετεινός».
Μέσα από μια κοινή γλώσσα
συνομιλεί ο πεζογράφος με τους δικούς του αγαπημένους των γραμμάτων, τον Χατζή
και τον Παπαδιαμάντη. Εκείνος ο τελευταίος ταμπάκος του, ο Χαρίσης, φεύγει
ανάμεσα στους φίλους του που ρακοπίνουν ως να ξημερώσει, να βγει το φως, να
φωτίσει το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε
αχνά, κουρασμένο λίγο, μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα
μουστάκια. Όσο για τον άλλο άγιο, τον κυρ Αλέξανδρο, αυτόν τον συναντά στον
τόπο που, όπως γράφει, πάνω του ο
Παπαδιαμάντης μοντάρισε τον κόσμο, και ψάχνει να ανταμώσει τα μυθικά του
πλάσματα:
Έσκυψα στον κρημνόν του γηλόφου, εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο
αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα
-εκυλίοντο ακόμη- τεμάχια σαπρών
ξύλων και ξεχώματα, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών
γυναικών. Κατηφόρισα την πλαγιά ως κάτω στον αρσανά. Προσπάθησα να κατέβω και
στο Κοχύλι, απ’ την πλευρά, όμως το
μονοπάτι που θα ’χε πάρει η Ακριβούλα, το φύλαγε ένας μαύρος σκύλος.
Συνομιλεί και με τον άλλον, τον
απέναντι, τον Ισμαήλ Κανταρέ – κι ας μην τον συνάντησε ποτέ, τον βρίσκει στα
κοινά πατήματα.
Κι όπως λέει
ο Κανταρέ:
«Το κλαρίνο
ξανάρχισε το μοιρολόγι του, τα βιολιά το συνόδεψαν με τις λεπτές φωνές τους,
που μοιάζαν γυναικείες».
Όταν το λέει
αυτό, έχει βέβαια στο νου του τα τραγούδια μας, που ένας άντρας πιάνει το
σκοπό, τραβάει μπροστά κι ύστερα τον ξαναλένε οι γυναίκες.
Μα και πολιτικός ο λόγος του,
έτσι όπως πολιτικά μιλούν όλοι όσοι δεν ξεδιακρίνουν την αλήθεια που πιστεύουν
με κριτήρια στενά και σκόπιμα θολωμένα. Με τη σοφία που δίνει ο χρόνος, με τη
γνώση που ξέρει τα όριά της. Γραμμένα κοντά τριάντα πέντε χρόνια πριν αυτά τα
διηγήματα ξέρουν να αφηγηθούν την πολιτική διάσταση των πραγμάτων, όπως αυτή
πρέπει να ιστορείται.
[…] σε στιγμές δηλαδή που ο συγγραφέας τους βρισκόταν ενώπιος ενωπίω
-εξάλλου, μονάχα έτσι γράφονται τα γνήσια έργα- και δεν το καταδέχτηκε να καρπωθεί
το αίμα των άλλων με δόλο και απάτη.
Αλλεπάλληλες συνδέσεις σε μια
συνειρμική αφήγηση. Μα, έτσι ήταν και στην προσωπική κουβέντα ο Χριστόφορος
Μηλιώνης για όσους είχαμε την τύχη να τον γνωρίσουμε· να ανοίγεται ο λόγος
σκαλοπάτι σκαλοπάτι και να ανεβαίνεις, να μη χορταίνεις να ακούς. Ας είναι.
Μένουν οι ιστορίες του μέσα στα βιβλία, θα πει κάποιος. Μπορεί να είναι κι
έτσι. Να επιστρέφουμε σ’ αυτές με τον δικό μας νόστο, όπως και ο αγαπητός
Χριστόφορος Μηλιώνης επέστρεφε στα δικά του τοπία για να βρίσκει την ψυχή του.
Διώνη Δημητριάδου