Ο Γιώργος Βέης γράφει
στο περιοδικό Ποιητική (τ.26) για τα
"Αιρετικά παραμύθια" της Άι Ογκάουα
Ανθολόγηση-μετάφραση: Βαγγέλης
Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου
Εκδόσεις Βακχικόν
1.
Πολυσυλλεκτικό υποκείμενο: η γραφή ως αναγκαία σύγκλιση
Οι συλλογές από όπου προέρχονται τα ποιήματα της πολυβραβευμένης Άι
Ογκάουα ή επί το απλούστερον Άι (1947, Albany, Τέξας, αρχικώς στο δημοτολόγιο
ως Florence Anthony – 2010, Stillwater Oklahoma) είναι οι εξής: Σκληρότητα
(1973), Σφαγείο (1979), Αμαρτία (1986), Μοίρα (1991), Απληστία (1993),
Ανηθικότητα (1999), Τρόμος (2003) και Δεν παραδίνομαι (2010). Συγκρατώ ότι ο
πατέρας της είχε ιαπωνική καταγωγή, η δε μητέρα της αφρικανική. Η ίδια,
λαμβάνοντας υπόψιν τις βιολογικές-φυλετικές διασταυρώσεις τόσο των απώτερων,
όσο και των εγγυτέρων γεννητόρων της, οι οποίες μάλλον αποδεδειγμένα
προηγήθηκαν, υποστήριζε ότι ήταν κατά το ήμισυ Γιαπωνέζα, ενώ κατά το 1/8
Ινδιάνα Choctaw, κατά το ¼ Μαύρη (Αφρικανή) και κατά το 1/16 Ιρλανδή. Εξ ου και
το έντονο ανθρωπολογικό σημαινόμενο, το οποίο εμφανώς προκαθορίζει την
κειμενική της απόκλιση. Η δε έντονη παραστατική σκέψη της αποδίδει ποιήματα
διηγητικής ορμής. Η θεατρικότητα των οποίων έχει εγκαίρως επισημανθεί από την
κριτική πάντα με θετικό πρόσημο.
Έχοντας σπουδάσει την ιαπωνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, δεν
παρέλειψε να μελετήσει επισταμένως τις διδασκαλίες και τα δόγματα του
Βουδισμού. Γι΄ αυτό άλλωστε έμαθε να βλέπει το δήθεν πραγματικό και πιθανώς
απτό ως μη τελεσίδικο τι. Η ίδια ακύρωσε
συνειδητά το αναπόφευκτο μυθολογικό υπόβαθρο της εποχής. Διαγράφοντας τις
απατηλές προοπτικές, μεταξύ άλλων, του περιώνυμου, διφορούμενου εν πολλοίς και
οξύμωρου προφανώς «αμερικανικού ονείρου», τη μείζονα χίμαιρα των νοικοκυριών
της κάθε άλλο παρά ήπιας εποχής της, αποτύπωσε συγγνωστή οργή, ρηξικέλευθη
κριτική, αλλά και δημιουργική αποδόμηση. Διείδε εγκαίρως επίσης ότι η εικονική
πραγματικότητα ακυρώνει το όποιο πραγματικό κατά τη διαδικασία της μοιραίας
προσομοίωσής του. Το ποίημα αποτολμά να χτίσει αλήθεια στο ρημαγμένο τοπίο του
είναι. Το αίτημα συμπυκνώνεται στο εξής τρίστιχο, το οποίο απομονώνω για τις
ανάγκες της εποπτικής στιγμής από την προαναφερόμενη «Σκληρότητα» : «Αυτό που
θέλω πάνω απ’ όλα είναι σκληρό, /χτυπάει πάνω στα δόντια μου /πάει πάλι πίσω και
με δαγκώνει». Η περιπόθητη αντικειμενικότητα χαρτογραφείται συνεπώς από τον
ευρηματικό, ευέλικτο στίχο. Στο βαθμό μάλιστα όπου το ασύνειδο είναι «ο
αρθρωμένος λόγος του άλλου», ήτοι discours de l'Autre, ότι δεν είναι μια δήθεν
«ατομική πραγματικότητα», αλλά «το τμήμα του συγκεκριμένου αρθρωμένου λόγου ως
υπερ-ατομικού, το οποίο δεν έχει στην διάθεσή του το υποκείμενο για να
αποκαταστήσει τη συνέχεια του συνειδητού του λόγου», όπως ο Ζακ Λακάν
υποστήριξε στην περιβόητη «Εισήγηση της Ρώμης» το 1953, όταν η Άι ήταν ήδη έξι
ετών, τότε η ποιητική γραφή αναλαμβάνει ένα πρόσθετο βάρος, να μιλήσει δηλαδή
και εκ μέρους του – όποιου Άλλου. Η πληθώρα των προσωπείων, ήτοι η ατελεύτητη
σειρά των ποιητικών υποκειμένων, τα οποία επιχειρούν ισάριθμους μονολόγους,
πολυσέλιδους κατά κανόνα, πιστοποιούν την απορρόφηση, την προσωρινή έστω
εξαφάνιση του πληθωρικού, πολυμερούς εθνικά εγώ, που υπογράφει Άι, κάτω από το
σεντόνι της ομιλητικότατης ετερότητας. Η περιλάλητη discours de l'Autre
συμβαίνει με την φυσική κίνηση ενός φύλλου που πέφτει από το δέντρο στο χώμα
μόλις μπει το φθινόπωρο.
Σημειώνω ότι το δισύλλαβο όνομα της ποιήτριας σημαίνει «αγάπη» τόσο στα
ιαπωνικά, όσο και στη γλώσσα του Κομφούκιου. Στη σχεδόν νατουραλιστική «Ελεγεία
του χαμάλη των πτωμάτων», από την ως άνω συλλογή Σκληρότητα, παρέχεται ένα
ικανό μέτρο της δυναμικής αυτής ετεροπροσωπίας. Παραθέτω αυτούσιο την εν λόγω
ελεγεία. Πρόκειται για δείγμα ενός στοχαστικού ρεαλισμού: «Πλάι στο ποτάμι,
σταματώ το κάρο,/φορτωμένο με τους νεκρούς της πανούκλας /και πίνω μια γουλιά.
/Γεμίζω το στόμα μου και καταπίνω αργά, / ύστερα σκαρφαλώνω πίσω στη θέση μου.
/Το γέρικο άλογο αφήνει μια σβουνιά, κι άλλη μια. /Πτώματα, σας δίνω αυτά τα
λουλούδια». Τα ομοιώματα που πλεονάζουν σε βάρος των αυθεντικών υπάρξεων
καταργούνται. Αρκεί ένας μικρός λεκτικός μηχανισμός για να διαγράψει την
κυριαρχία των ψευδο-σημείων. H απόρριψη είναι τελεσίδικη εννοείται. Η διαρκής
αναπροσαρμογή του ποιητικού υποκειμένου, άλλως περσόνας, σηματοδοτεί την
ποιητική πορείας στο εσωτερικό των δεδομένων. Το έξω δεν συνιστά μιαν ακόμη
δυστοπία, αλλά ένα αντικείμενο που περιμένει την απο-κατάστασή του. Το δε
ασύνειδο υπαγορεύει ρόλους και πράξεις. Ενεργεί ασφαλώς συναινετικά.
2.
Επισκέψεις στην Άλλη Σκηνή
« …επικλήσεις στους αρχαίους θεούς
Οι οποίοι ίσως ακόμα κατοικούσαν στη γη»
Άι
Ογκάουα
Η δε αποδέσμευση της συνείδησης από τον μύθο του επιφανειακού ευ ζην
φαίνεται κυρίως σε ποιήματα, όπου αναβαθμίζεται οριακά το επίπεδο αυτογνωσίας,
όπως συμβαίνει φέρ’ ειπείν στο «Το
χρονικό του καρκίνου, Στάδιο 4» της προαναφερόμενης ύστερης συλλογής της με
τίτλο Δεν παραδίνομαι, από όπου και το απόσπασμα που απομονώνω: «Ανάμεσα στα
συντρίμμια της ζωής της, /Με τις σκέψεις να χτυπάνε γύρω απ’ το κεφάλι της σαν
μάρμαρα, /Ο ήχος τους να αντηχεί κάτω στον μακρύ δρόμο του πόνου /Πρέπει να
είχε επιλέξει/Αν και δεν θυμάται να το είχε κάνει./Το ρεφραίν των μαρμάρων
«Ξέχνα το, ξέχνα το», /Δυνάμωσε καθώς
περισσότερος πόνος ακτινοβολήθηκε από το σώμα της, μειώθηκε,/ Μετά επέστρεψε
σαν να απελευθερώθηκε /Για να της επιτεθεί ξανά και ξανά/ Όταν σε έναν
τελευταίο σπασμό / Ο κατακλυσμός της σταμάτησε». Η συνεπής οντολογία των
Αιρετικών παραμυθιών ανάγει τον εαυτό σε φύλακα πολύτιμων καταπιστευμάτων
φιλότητας. Η διαύγαση των κατά συνθήκη παραμέτρων του βίου τελείται συνοπτικά.
Η υπόγεια φύση, η έτερη σκηνή, για να θυμηθούμε την eine andere Schauplatz του
Γκούσταβ Τέοντορ Φέχνερ, που χρησίμευσε, ως γνωστόν, ιδιαίτερα στον Ζίγκμουντ
Φρόιντ, αποτελεί επίσης πεδίο δράσης των ποιητικών υποκειμένων. Παράδειγμα:
«1.Νύχτα, η γριά, καρφώνει τον ήλιο/με μια πιρούνα/και βάφει το τουλπάνι του
ουρανού μπλε-βιολετί,/καθώς κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας,/πλέκοντας μικρά
κομμάτια σύρμα σε στεφάνια./Μπαίνεις γυμνός./Όχι. Κάνε το μόνος σου./2.Είμαι ένα
εννιάχρονο κορίτσι, /χοροπηδώντας πλάι στο μονό στεφάνι της χαραυγής. /Ακούω τη
φωνή σου./Τρέχω. Με παίρνεις στην αγκαλιά σου./Ουρλιάζω. Το μικρό κορίτσι
γυρίζει./Το στεφάνι της κυλά χάνεται απ’ τα μάτια. /Κάτι ζεστό στάζει μέσα από
το φόρεμα στην κοιλιά μου./Αυτή καθόλου δεν κοιτάζει πίσω».( Βλ. «29 (Όνειρο σε
δύο μέρη)», Σφαγείο).
Ό, τι άλλοι απωθούν, η Άι αγκαλιάζει για να το διερμηνεύσει σε βάθος, να
το υποστηρίξει, να το υιοθετήσει εν τέλει. Το σώμα ταυτίζεται με την αλήθεια.
Αλλά και με το όνειρο της αλήθειας. Εδώ η ποιήτρια σπουδάζει τις δημοκρίτειες
αρχές. Δεν διασπάται επομένως ο κόσμος σε πολλαπλά υπό – στελέχη. Παρίσταται
ενιαίος, διεκδικώντας τη διαιώνιση της αυτονομίας του. Οι συμβολικές μορφές στα
ποιήματα συνιστούν κατ’ ανάγκην τους φορείς
του οριστικού μηνύματος: τα ορατά επιζητούν ενότητα, η οποία ενώ προϋπήρξε,
κατακερματίστηκε από τον άκυρο λόγο στο νουν του homo sapiens. Ο ενδελεχής
μονόλογος και οι τακτικές του επανεμφανίσεις σε όλη την έκταση της προκείμενης
ανθολογίας της επικυρώνουν την αδιάσπαστη συναντίληψη της μεμονωμένης, αλλά όχι
άλαλης ύπαρξης και του παντός. Η εκλογίκευση του όποιου πραγματικού εκτίθεται
σε μεγάλο βαθμό, ανατέμνεται και στη συνέχεια ανατρέπεται ολοσχερώς.
3.Συντάγματα ωσμώσεων:
η πολιτική της αυτογνωσίας
Συγκρατώ ότι οι εγγενείς δυσκολίες, οι ήττες και οι ανορθώσεις της
διάφυλης σχέσης επανέρχονται επίσης συχνά πυκνά. Οι δυσκολίες της πραγμάτωσης
του έρωτα από το οραματικό-φαντασιακό στο ρεαλιστικό χώμα της πράξης
περιγράφονται με προσήλωση στους συναφείς κώδικες και στους ουσιώδεις
δείκτες Έστω το εξής παράδειγμα: «Η
αστραπή χτυπά τη στέγη, /παραχώνει το μαχαίρι, σκοτάδι,/ βαθιά στους τοίχους.
/Αιμορραγούν το φως πάνω μας /και το πρόσωπό σου βεντάλια που διπλώνει, /έτσι
δεν θα δω πόσο φοβάσαι /να είσαι μαζί
μου./Δεν ταιριάζουμε, ούτε στο κρεβάτι, /όπου συνήθως καταλήγουμε. /Δεν υπάρχει
λόγος να το κρύβουμε:/είσαι χιόνι κι είμαι κάρβουνο, /έχω τις ουλές μου να το δείχνουν./Έλα, άνοιξε το
στόμα σου,/θα σου δώσω μια γεύση από μαύρο /που δεν θα την ξεχάσεις. /Για λίγο
θα την αφήσω να σε κάνει δυνατό, /με καρδιά λιονταριού, /μετά θα την πάρω
πίσω». (Βλ. «Γυναίκα σε άντρα», Σκληρότητα). Οι μεταφορές, οι αλληγορίες και
βεβαίως οι μετωνυμίες, αλλά και η περιστασιακή βωμολοχία τίθενται στην υπηρεσία της διεκπεραίωσης της
ειδικότερης πρόσληψης από τον υποψιασμένο δέκτη. Η διαχείριση του συγκινησιακού
υλικού επιβεβαιώνει την αναβάθμιση των
ικανοτήτων σύνθεσης της ποιήτριας. Ο θησαυρός των συμφραζομένων δείχνει το
βαθμό πληρότητας της όλης έκφανσης. Η προοδευτική υπονόμευση της εγελιανής
αρχής «ό, τι είναι πραγματικό είναι αυτομάτως και ορθολογικό» και από την
πλευρά της Άι Ογκάουα συνιστά την κύρια στρατηγική της στο πεδίο των αυστηρών
κειμενικών εμπεδώσεων. Η ολοκλήρωση του ποιητικού σχεδίου διακρίνεται, μεταξύ
των άλλων, για τη συνέπεια με την οποία αναβαθμίζεται κάθε φορά ο ρηματικός
έλεγχος.
Το σύνηθες ερώτημα των Αγγλοσαξόνων «What’s in it for me?», ήτοι «τι έχω
να κερδίσω εγώ;», δεν φαίνεται να απασχολεί την ποιήτρια τη στιγμή που
εισέρχεται στα άδυτα της ενόρμησης του θανάτου και της αντίστοιχης ενόρμησης
της ζωής. Αρκείται φανατικά σ΄ αυτό που έχει μάθει να κάνει καλά: να σέβεται
δηλαδή το πράγμα, να διδάσκεται, όσο είναι εφικτό, από τη νόσο, να κατακρίνει
με την ανάλογη σφοδρότητα την άποψη ότι «η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των
πραγμάτων». Η διαδικασία της άρνησης είναι ιδιαζόντως παραγωγική: η γραφή
εγκαθιδρύει, εκτός των άλλων, ομοιοπαθητική αγωγή απόλαυσης: ως φορέας ενός
λυρικού ιδιώματος υποστηρίζει την αγωγή επιβίωσης του εγώ. Χωρίς την παραμικρή
έπαρση. Το υπογραμμίζω αυτό. Επί των ιχνών της ποίησης άλλη μια φορά: «
“Ουρανός και γη./Τι άλλο υπάρχει;”/Είπε ο Walt Whitman στο όνειρό σου,/μετά σου
χαμογέλασε/και εξαφανίστηκε, /αλλά εσύ ήθελες να γυρίσει πίσω. /Ήθελες να του
πεις ότι υπήρχαν περισσότερα./Υπήρχε η επιμονή/μ’ αυτήν να οπλιστείς για να
μένεις ζωντανός/θετικός στον ιό HIV εδώ και πέντε χρόνια/και μετρώντας
αντίστροφα μέχρι την ημέρα/που η άλλη σου ζωή απογυμνώθηκε/από τα φύλλα
της/τότε που άρχισε να πολεμά η αρρώστια/το σώμα. /Δεν έχεις AIDS,/ακόμα, αλλά
ξέρεις ότι φτάνει/όπως ένα τρένο που το σφύριγμά του /μπορείς να το ακούσεις
πριν το δεις./Όταν νιώθεις τις δονήσεις/του εσωτερικού σεισμού, /θα φερθείς σαν
ντίβα; /Θα πάρεις εσύ Rudolf Nureyev τον
δρόμο προς τη σκηνή,/τόσο ταλαιπωρημένος
και σαστισμένος/που να μην ξέρεις ποιος είσαι,/ή θα διαπράξεις τη δημόσια
αυτοκτονία σου ιδιωτικά,/με τα παράθυρα διάπλατα/στην άλλη πλευρά,/εκεί που ο
πατέρας σου, ο Walt περιμένει/να σε πάρει στην αγκαλιά του/σαν ένα μωρό που
επιστρέφει εκεί περπατώντας,/δίπλα στο καλάθι του πικνίκ/στο παχύ γρασίδι,/εκεί
που οι εύθρυπτες σελίδες ενός βιβλίου/φθάνουν
στο τέλος». (Βλ. «Επίσκεψη», Ανηθικότητα). Η ασθένεια οδηγεί μαθηματικά
στο θάνατο την ίδια την ποιήτρια. Στα εξήντα δύο της χρόνια τελειώνει από
πνευμονία μετά από σειρά επιπλοκών καρκίνου στο στήθος. Έντεκα χρόνια πριν είχε
αποσπάσει τη μείζονα διάκριση της χώρας της στον τομέα των Γραμμάτων, το
National Book Award for Poetry. Η
βιολογική ήττα μετάλλαξε στο μεταξύ σε αυθεντική μαρτυρία ωσμώσεων του
υποκειμένου με το τίποτα. Η διαμόρφωση ύφους του εαυτού, η οποία προηγήθηκε,
συνέβαλε αποφασιστικά στη νηφάλια αντιμετώπιση του επερχόμενου τέλους. Ό, τι
δηλαδή η προαναφερόμενη έσχατη συλλογή Δεν παραδίνομαι κομίζει. Επισημαίνω ότι
οι μεταφραστές δικαίωσαν το απαιτητικό πρωτότυπο. Η δε εισαγωγή είναι
υποδειγματική από πλευράς ύφους και περιεχομένου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
η πρώτη δημοσίευση
στο περιοδικό Ποιητική, τ.26
Φθινόπωρο-Χειμώνας 2020