Δώδεκα διηγήματα για την ανθρώπινη περιπέτεια
Γράφει η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη // *
Είναι γεγονός ότι διανύουμε μια τεταμένη, δραματική και σκοτεινή εποχή. Ίσως, οι συνέπειες των μεγάλων ιδεολογικών πολέμων του παρελθόντος να συνέβαλαν σ’ αυτό, ωστόσο ευτυχώς υπήρξαν και συνεχίζουν να υπάρχουν κάποιοι νέοι , στην συντριπτική πλειοψηφία τους, άνθρωποι που οραματίστηκαν έναν κόσμο ελευθερίας και δικαιοσύνης και δεν έπαψαν ποτέ να αγωνίζονται, παρά τις αντιξοότητες και τους κινδύνους, έχοντας την πεποίθηση και τη βεβαιότητα ότι αυτό τους το όραμα, θα αξιωθούν να το δουν κάποια μέρα να γίνεται πραγματικότητα.
Η τελευταία συλλογή διηγημάτων της Διώνης Δημητριάδου Βουδούρη «Τα κοινά και τα ιδιωτικά» από τις εκδόσεις Νοών, που εμπεριέχει «δώδεκα διηγήματα για την ανθρώπινη περιπέτεια», σύμφωνα με την συγγραφέα, αποτελεί ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς ενσαρκώνει ιδανικά το ιδεώδες που εκφράζει ο ποιητικός της λόγος.
Η Διώνη Δημητριάδου είναι μια καταξιωμένη συγγραφέας και ποιήτρια και μία από τις λίγες εξέχουσες γυναίκες κριτικούς λογοτεχνίας που έχουμε στην Ελλάδα, με πλούσιο, τεκμηριωμένο κι εμπνευσμένο λόγο, με πλήθος κριτικά σημειώματα και σημαντικές παρουσιάσεις Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών σε γνωστά έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Αξιοποίησε τις σπουδές της σε ιστορία και αρχαιολογία διδάσκοντας σε δημόσια λύκεια, ενώ ασχολείται και με επιμέλειες εκδόσεων. Έργα της: «Εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου», «Το ύφος και το ήθος» (δοκίμια), «Το ατελιέ» (διηγήματα), «Ο χώρος ανάμεσα» (νουβέλα), «Τα κοινά και τα ιδιωτικά» (διηγήματα), «Σύμη, με τα μάτια της ψυχής» (συλλογικό έργο). Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις («Ετερότητα» και άλλες ανθολογίες), και έχουν επίσης δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διατηρεί στο διαδίκτυο το ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία» .
Το έργο της εγείρει έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς, ενώ η ίδια είναι σαφής, ρεαλιστική και σταθερή στις απόψεις της, όσον αφορά τον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης και διαχείρισης των θεμάτων που πραγματεύεται συγγραφικά.
Το πρώτο μέρος των διηγημάτων («Τα κοινά»), με πρωταγωνιστή τον άνθρωπο-πολίτη, ‘’που βρίσκεται μέσα στο πολιτικό παιχνίδι, το οποίο αποδεικνύεται πολύ βαρύ για τις δυνάμεις του, ή πολύ λίγο για τις απαιτήσεις του’’, αποτελεί ένα κράμα μελαγχολίας της μεταδικτατορικής εποχής, μια ακολουθία στοχαστικών
αναζητήσεων και μια περιδίνηση στα χρόνια της επανάστασης, τα φοιτητικά χρόνια της μεταπολίτευσης, των αμφισβητήσεων και των δημοκρατικών αγώνων, κάτω από τη σκιά του περίκλειστου πλαισίου μιας ασφυκτικής ιδεολογίας.
(«Η δική της Πρωτομαγιά»)
Τον αισθανόταν αυτόν τον παλμό. Τον ένιωθε να την πλημμυρίζει κάθε φορά που βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος σε συγκεντρώσεις, σε πορείες, σε διαδηλώσεις. Είναι μια ιδιαίτερη αίσθηση που σε καταλαμβάνει, όταν ενώνεις τη φωνή σου με τους άλλους σε κάποια διεκδίκηση, όταν για κάποιες στιγμές αφήνεις τη μοναδική έγνοια του εαυτού σου και αντιλαμβάνεσαι τον άλλο δίπλα σου με την ιδιότητα του συντρόφου. Κάποτε, βέβαια, θυμόταν πολύ εντονότερα συναισθήματα, γιατί και οι καιροί ήταν διαφορετικοί αλλά και η ίδια κάπως νεότερη. Αλλάζουν όλα όμως, έτσι δεν είναι; Πρέπει να συμβαδίζεις με τις αλλαγές αλλιώς σε παίρνουν από κάτω. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε στην πλατεία, μια ανεπαίσθητη μυρωδιά από άνοιξη σε συνέπαιρνε. Στο κέντρο της Αθήνας αυτά ήταν κάπως σπάνια πράγματα. Αλλά μια τέτοια μέρα θες όλα να σου θυμίζουν την αλλαγή της εποχής, ακόμη κι όταν τα δημιουργείς με τη φαντασία σου.
Τόσο οι πρωτεύοντες όσο και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες των μικρών σε έκταση διηγημάτων, αποδίδονται με αληθοφάνεια και οικειότητα, συμβάλλοντας στη λιτή αλλά εύγλωττη σκηνοθεσία της πλοκής. Μνήμες μαχαίρια δίκοπα, πόλεμος, κατοχή, προσφυγιά, χαμένες στην αχλή του χρόνου, όνειρα ανεκπλήρωτα, εικόνες ολοζώντανες με ευκρίνεια και δύναμη, αποδίδονται με γλώσσα διαυγή κι απέριττη, με μικρές φράσεις, μεγαλειώδεις ωστόσο μέσα στην απλότητά τους, με λέξεις που ξεπηδούν από τα βάθη ιστορίας ή πηγάζουν κατευθείαν από την ψυχή.
Η σκηνογραφία του μύθου ή του καταγεγραμμένου χρονικού, δίνεται μέσα σε περιγραφές λιτές σε έκφραση, περιορισμένες σε έκταση αλλά ισχυρότατες σε ένταση.
(«Ανάμεσά τους»)
«Ήταν λες και μας καταράστηκε ο θεός να ζήσουμε όσα ζήσαμε. Να μην ξαποστάσουμε μια στάλα, να μη φάμε γλυκό ψωμί ήσυχοι. Τι να πει κανείς. Έτσι έρχεται καμιά φορά η ζωή.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να σφαλίσω πόρτα και παράθυρα, να κρυφτούμε, να μην ανασαίνουμε καν μέχρι να περάσει το κακό. Αυτοί, όμως, μας καλούσαν να βγούμε έξω όλοι οι άντρες και να μη μείνει μέσα κανείς. Αν τον έβρισκαν, λέει, θα τον τουφέκιζαν επί τόπου. Η γυναίκα, η πεθερά μου, έβαλαν τις φωνές, να μην πάω, να κρυφτώ, όπως κι άλλη φορά έκανα. Πού; Στο πηγάδι. Ο πεθερός μου ήδη άρχισε να καβαλάει το χείλος του πηγαδιού για να κατεβεί και να μου κάνει χώρο και μένα. Όχι, μωρέ, του κάνω. Θα μπούνε μέσα, εδώ πρώτα θα ψάξουν, και πάμε χαμένοι όλοι, και μεις και οι γυναίκες. Μεγάλο κακό ακούγαμε απ’ έξω. Έμοιαζαν αποφασισμένοι να μας αφανίσουν όλους. Φιληθήκαμε, ανοίξαμε την πόρτα, κάναμε τον σταυρό μας, χυθήκαμε έξω. Μόλις χάραζε. Από παντού, από κάθε σοκάκι στη γειτονιά άντρες, μικροί, παιδιά σχεδόν αλλά και μεγαλύτεροι –βλέπεις μας ήθελαν όλους από τα παιδαρέλια τα αμούστακα ίσαμε τους ηλικιωμένους. Πού να μη σώσουνε ποτέ, η γενιά τους ολάκερη!
Περπατούσαμε και συναντούσαμε στον δρόμο όλο άντρες, μικρούς, μεγάλους που, φοβισμένοι όπως εμείς, βάδιζαν προς την πλατεία. Σε μια στιγμή γυρνάω και λέω στον πεθερό μου ‘άκου να δεις, εγώ χαμένος δεν θέλω να πάω, πάμε ως εκεί και θα κάμω
κάτι να γλιτώσω’. Αυτός δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. ‘Άμα θέλεις να φας το κεφάλι σου μια ώρα αρχύτερα…’.
Έτσι σε λίγο φτάσαμε. Γερμανοί, να δει το μάτι σου! Με τα όπλα μάς έσπρωχναν να στοιβαχτούμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Με μια ματιά να ‘κανες και έβλεπες όλους τους γνωστούς σου. Μα τι να πεις. Φόβος μάς είχε ζώσει την ψυχή. Οι Γερμανοί είχαν, όπως πάντα, μαζί τους και τους
χαφιέδες τους – δεν θέλω να τους πω Έλληνες, γιατί Έλληνες μια φορά δεν είναι – για τη μετάφραση αλλά και για το κάρφωμα. Ήξεραν αυτοί ποιος και τι στη γειτονιά και σε κάθε ανάλογη περίσταση έδειχναν και ξεπάστρευαν. Αυτά τα καθάρματα μάς έλεγαν τι να κάνουμε, πώς να σταθούμε, πώς να ξεχωρίσουμε οι πιο νέοι από τους μεγαλύτερους. Όπως πέρναγε ένας από δαύτους από μπροστά μου, είπα να του τραβήξω την κουκούλα να δούμε όλοι το βρωμοπρόσωπό του, αλλά κρατήθηκα. Αυτός να πάει χαμένος αλλά να πάω κι εγώ μαζί του… αυτό δεν το ήθελα.
‘Πάω’, είπε ο πεθερός μου και μου έσφιξε το χέρι. Κίνησε να φύγει, και τότε μου ήρθε στο μυαλό η μόνη ελπίδα να σωθώ. Σύρθηκα μαζί του, όσο πιο σκυφτά μπορούσα, και κόλλησα δίπλα του. Με τους ηλικιωμένους! Τι να σου λέω τώρα… Σαλεύει το μυαλό κάποιες ώρες και σε ωθεί να κάνεις παράτολμα πράγματα. Παίζεις το κεφάλι σου, όχι αστεία. Αλλά μήπως χαμένος δεν ήμουνα έτσι κι αλλιώς;
Οι άλλοι από γύρω με κοίταζαν. Πάει, σκέφτηκα, θα με καρφώσουν θέλοντας και μη, έτσι είναι σαν να με δείχνουν. Τους περισσότερους δεν τους ήξερα καλά. Άλλους πάλι τους γνώριζα. Παλιοί αγωνιστές, ο καθένας είχε και μια ιστορία με διώξεις και ταλαιπωρίες να δηγηθεί μέσα στα δύσκολα χρόνια που πέρασε ο τόπος. Έσκυψα το κεφάλι, σαν να τους πω να αδιαφορήσουν. Τότε ένιωσα λες και όλοι οι γεροντότεροι εύχονταν μαζί με μένα να σωθώ. Στριμώχτηκαν πιο πολύ γύρω μου, σχεδόν με έκρυψαν με τα σώματά τους. Έτσι έγινα σχεδόν ένα με το χώμα σκύβοντας και ζαρώνοντας το κορμί μου. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα. Τη σωτηρία ή τον θάνατο. Κι αυτοί που με έκρυβαν με κίνδυνο της ζωής τους, να περιμένουν με κομμένη την ανάσα λες και επρόκειτο για τους ίδιους. Τι να καταλάβεις σήμερα εσύ… Πού είναι τώρα αυτή η αλληλεγγύη, αυτή η σιωπηρή σύνδεση του ενός με τον άλλον; Τέλος πάντων.»
Περιδιαβάζοντας τους λειμώνες της αθωότητας, ερχόμαστε κατά μέτωπο με τη φρεσκάδα της νιότης και της φλόγας στα κορμιά και τις καρδιές, τους αγώνες των φοιτητών και τις μάχες για τις ιδέες και την ελευθερία, την αγωνία και το πάθος εκείνων των ιδεαλιστών που θα άλλαζαν τον κόσμο, κλείνουμε με ευλάβεια το γόνυ και αποτείνουμε φόρο τιμής στα άδολα νιάτα, που δεν δίστασαν να συγκρουστούν με κατεστημένο και βεβαιότητες , αγνοώντας ή παραλείποντας ωστόσο να κάνουν ένα απολογισμό των λαθών , που τους κόστισαν ακριβά στη συνέχεια… Εν τούτοις αντιμετωπίζοντας με σύγχρονη οπτική τη συλλογή , τραγική ειρωνεία αποτελεί το γεγονός ότι η προσπάθεια αυτή τελικά δεν ευοδώθηκε καθώς στις σημερινές κοινωνίες η ιδέα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
«Για έναν αγώνα»
Ο Χαρίτος τα θυμόταν όλα αυτά. Έτσι μου είπε. Κι αυτός κάποια στιγμή, μέσα από άλλη διαδικασία κατάλαβε πόσο μας είχε παρασύρει ο νεανικός μας αυθορμητισμός και η προσήλωσή μας στα επαναστατικά τσιτάτα. Θεωρούσε, όμως, πως έπρεπε να αντιμετωπίζουμε με περισσότερη επιείκεια τα νεανικά μας κομματικά ολισθήματα. Αν οι νέοι, έλεγε, δεν βγουν μπροστά, τίποτε δεν προχωράει. Για να βγουν, όμως, μπροστά με τέτοιο θράσος, πάει να πει πως ακόμη δεν τα ξέρουν όλα και δεν τα καταλαβαίνουν.
Μου θύμισε ένα λόγο του Ελύτη, πολύ ταιριαστό με την άποψή του. Τον μεταφέρω, όπως τον θυμάμαι Η αίγλη της νεότητας είναι το σφάλμα. Ζηλιάρηδες γέροι! Ποτέ δεν θα λαλήσει το αηδόνι πάνω στη σωφροσύνη σας. Τέλειο! Με είχε πείσει. Αυτός ήταν ο Χαρίτος. Μπορούσε ακόμη να βρίσκει τα κατάλληλα λόγια για να σε οδηγήσει στην απενοχοποίηση, στην κάθαρση. Έστω κι έτσι η επίτευξη της ισορροπίας είναι το ζητούμενο. Μαζί του ένιωθες τα πράγματα να μπαίνουν στη θέση τους, σου έδειχνε το άλλο τους νόημα, την κρυφή τους πλευρά.
Ερχόμαστε τώρα στα ‘’ιδιωτικά’’ διηγήματα, τα οποία κυμαίνονται σε άλλο μήκος κύματος, αφού οι ήρωες αναθεωρούν ή εστιάζουν στην’’ προσωπική τους, συχνά αβέβαια πορεία’’… Ξυπνούν τη νοσταλγία, ανακατασκευάζουν μνήμες, βυθίζονται σε όνειρα αναζητώντας τις ανάλογες ερμηνείες, κρύβονται πίσω από εικόνες του παρελθόντος, κεντρίζοντας, ματώνοντας τον έσω κόσμο, απελευθερώνουν υποσυνείδητες σκέψεις κι επιθυμίες, όλα τους όμως εκπέμπουν δύναμη και απογειώνονται με γνώμονα τη δημιουργική έκφραση… Τόσο στα ‘’κοινά’’ , όσο και στα ‘’ιδιωτικά’’ , το θέμα είναι η αναζήτηση της αλήθειας και της αυθεντικότητας, ως θέση και στάση ζωής.
(«Λίγο μπλε»)
Τι λένε συνήθως; Από αυτούς, που λιγόστεψαν μέσα στη ζωή μας, κρατάμε ό,τι μπορούμε περισσότερο για να τους θυμόμαστε. Μνήμες, μικροπράγματα, που αποκτούν με τον καιρό άλλη αξία, και έτσι συνθέτουμε την εικόνα που μας λείπει αλλά και τη δική μας ζωή που συνεχίζει, στο πείσμα των καιρών. Αυτή τι είχε κρατήσει από τους ανθρώπους αυτούς που στην πολύ νεαρή τους ηλικία ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, πήραν την τύχη τους και ήρθαν στην από δω μεριά του Αιγαίου χωρίς τίποτε στα χέρια τους παρά μόνο τη ζωντανή εικόνα μιας χαμένης πια οριστικά πατρίδας;
Κοίταξε γύρω της. Εκεί στην άκρη, δίπλα στο τζάκι, ένα χάλκινο σκεύος (για μαγείρεμα) της έφερε στον νου την αφήγηση του παππού. Αυτό πρόλαβε να πάρει μαζί η μάνα του, όταν τρελαμένοι έφευγαν για να σωθούν. Μαζί μ’ αυτό βρέθηκαν στη νέα πατρίδα χωρίς τίποτε άλλο. Και αυτό έφτασε πριν πολλά χρόνια στα δικά της χέρια, όταν και η προγιαγιά και ο παππούς και η μάνα της είχαν πια φύγει. Εκεί να της θυμίζει την πράξη της απόγνωσης, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δεν μπορεί, όμως, και κάτι άλλο θα κουβαλούσε –μέσα της – από τις ρίζες αυτές. Κάτι άλλο πιο ισχυρό.
Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Μια έντονη επιθυμία άρχισε να την κυριεύει παραμερίζοντας μέσα της κάθε άλλη αίσθηση και σκέψη. Πώς το είχε πει κάποτε ένας καλός της φίλος «όλα τα άλλα αισθήματα ατονούν και εξαφανίζονται, όταν είναι κυρίαρχη η ανάγκη της δημιουργίας».
Η πλούσια φαντασία της δημιουργού, πλάθει, ανακατεύει, φτιάχνει ιδέες, ήχους και φωνές, χαρακτήρες και γεγονότα μέσα στην κάθε ιστορία. Η φύση και η τέχνη κατέχουν ξεχωριστή θέση στα κείμενα, απομονώνοντας στιγμιότυπα μέσα στο χρόνο. Σύντομες και κοφτές φράσεις, όπου ο ευθύς κι ο πλάγιος λόγος συγχέονται, δημιουργούν ένα ύφος ελκυστικό, όσο και επιμελημένα αστόλιστο και λιτό. Άλλωστε όσο ισχυρότερο το συναίσθημα, τόσο πιο χαμηλόφωνος ο τρόπος που αυτό εκφράζεται… Και εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι η γνώση της ελληνικής γλώσσας σε όλα τα επίπεδα της εξελικτικής της πορείας, και η σωστή αντιμετώπιση και χρήση της, είναι το ακαταμάχητο εργαλείο της συγγραφέως.
(«Ο άλλος άγγελος»)
Μπήκε στο σπίτι, πάτησε μόνο τον διακόπτη στο χωλ και προχώρησε προς το μεγάλο δωμάτιο. Λιγοστό το φως αλλά του ήταν αρκετό. Κάθισε στη γωνιά του και άναψε τη μικρή λάμπα στο τραπεζάκι δίπλα του. Μπροστά του ο τοίχος με τον μεγάλο καθρέφτη. Κάποτε ξεχωριστό στολίδι του σπιτιού του, με τη σκαλιστή κορνίζα, ειδική παραγγελία στο νησί. Ο τεχνίτης δεν έφτιαξε άλλη τέτοια δουλειά μετά απ’ αυτήν. Χάρη τού είχε κάνει, γιατί ήθελε να σταματήσει πια να δουλεύει σκαλίζοντας τα ξύλα. Θαυμαστή στην πιο μικρή λεπτομέρεια. Μόνο που πια δεν μπορούσε να τη δει. Ένα λευκό σεντόνι σκέπαζε τον τεράστιο καθρέφτη απ’ άκρη σ’ άκρη. Έθιμο που το τήρησε, κι ας μην καταλάβαινε ακριβώς τη σημασία του. Λέγανε ότι έτσι γινόταν αμετάκλητη η φυγή του νεκρού, γιατί, αν κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη, μπορεί να έμενε δεμένος με τα γήινα και τα θνητά και να μην κατάφερνε να σηκωθεί πιο ψηλά για τα άλλα, τα μακρινά και άγνωστα. Για τον ίδιο έπαιρνε άλλη σημασία. Δεν άντεχε να αντικρίζει ο ίδιος τον εαυτό του, έτσι μαραζωμένο και μοναχό. Το έθιμο, σκεφτόταν, ίσως υπήρχε γι’ αυτούς που έμεναν πίσω. Για να μπορούν ν’ αντέχουν τη σιωπή και τη μοναξιά.
Το ίδιο βράδυ τον είδε πάλι στον ύπνο του. Άγριος του φάνηκε. Κάτι του έλεγε μα η φωνή δεν έφτανε στ’ αυτιά του. «Τι θες;» τον ρώτησε. «Αυτό που σου είπα θα γίνει, μόνο δώσε μου χρόνο». Εκείνος τον κοίταξε, πάλι κάτι είπε, μα αυτός δεν άκουσε. Τίναξε πίσω το κεφάλι του και έφυγε. Πόσες φορές θα τον τυραννά αυτό το όνειρο;
Επιλέγω αποσπάσματα από ομολογουμένως άκρως γοητευτικά διηγήματα , που άλλοτε τα διαπνέει ένας υφέρπων ρομαντισμός, άλλοτε κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο που ασυζητητί προσθέτει πόντους στο κείμενο, ιδιαίτερα αν ο συγγραφέας του είναι αποδεδειγμένα δεινός χειριστής του λόγου, -όπως η χαρισματική Διώνη-, επιλέγω κομμάτια όπου η αχλή χαμένων εποχών αναδύεται αβίαστα από τις σελίδες μέσα από επιλεγμένες μεταφορές, επιτυγχάνοντας μιαν άλλη διαχείριση χρόνου…
(«Μονόλογος μοναχικού»)
Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που ακόμη ήμουνα κανονικός άνθρωπος, με σπίτι, με δουλειά, με οικογένεια κυρίως. Όχι ότι όλα πήγαιναν καλά αλλά ζούσα μια φυσιολογική ζωή ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Εντάξει, με κάποιες ιδιαιτερότητες, αλλά ποιος είναι πανομοιότυπος με τους άλλους; Έχοντας οριοθετήσει τον χώρο μου με τα μέσα που διέθετα νόμιζα ότι έτσι θα πορευόμουν για την υπόλοιπη ζωή μου. Φαίνεται, όμως, ότι κάποιοι άλλοι ορίζουν το πεπρωμένο μας. Τέλος πάντων, τουλάχιστον το δικό μου ριζικό. Ας μη μιλάω για όλο τον κόσμο.
Ένα βράδυ, λοιπόν, έκανα τη βόλτα μου σ’ αυτό το ίδιο πάρκο, να κάνω το τσιγάρο μου (τότε ακόμη αφηνόμουν στις μικρές απολαύσεις-ηδονές της ζωής), πριν αποσυρθώ στο σπίτι. Είχα καθίσει σ’ ένα παγκάκι κάτω από ένα δέντρο ήσυχα ήσυχα. Χωρίς να το καταλάβω άρχισα αφηρημένα να σκαλίζω τη ρίζα του δέντρου με ένα ραβδί που βαστούσα πάντα στις βόλτες μου (για τον φόβο των σκυλιών), όταν ένιωσα κάτι σαν σεισμό. Αδύναμο αλλά πάντως μια χαρά τον κατάλαβα. Σηκώθηκα ταραγμένος, κοίταξα ένα γύρω, κανείς άλλος δεν ήταν εκείνη την ώρα σ’ αυτό το σημείο του πάρκου. Ξανακάθισα και είπα θα είναι καμιά απ’ αυτές τις τόσο συχνές μικροδονήσεις στην Αττική. Και τότε έγινε το κακό. Άρχισε το δέντρο (μόνο το δέντρο!) να σείεται ρυθμικά και να γέρνει προς το μέρος μου. Σαν να ήθελε να με χτυπήσει! Κάνω να κουνηθώ. Τίποτε. Τα πόδια μου καρφωμένα στη γη. Πιάνω το ραβδί και κάνω να χτυπήσω εγώ το
κλαδί που ερχόταν καταπάνω μου. Και τότε το ίδιο μου το χέρι γυρνάει και μου δίνει μια γερή στο κεφάλι! Ακόμη θυμάμαι τον πόνο που ένιωσα. Πετάω πέρα το κλαδί που κρατούσα και κάνω τρεις φορές τον σταυρό μου. Να, έτσι. Και τότε ηρέμησαν όλα. Για πότε σηκώθηκα, για πότε γύρισα στο σπίτι, τι να σας πω. Μια λαχτάρα!
Οι καθημερινοί άνθρωποι της Διώνης Δημητριάδου πατούν στα πόδια τους, είναι γερά δομημένοι, διαθέτουν ντομπροσύνη και μια γήινη αμεσότητα. Ερωτεύονται, προδίδονται, θυμώνουν, πικραίνονται, ανακαλύπτουν, εκπλήσσονται, απογοητεύονται φοβούνται, συγκινούνται και θυμούνται… Κι όλα αυτά , χωρίς ποτέ το κείμενο να κατρακυλά στις ράμπες του άφατου λυρισμού, χωρίς ποτέ να κραυγάζει…Φαίνεται ξεκάθαρα ότι η γραφή της δημιουργού εμπεριέχει μια διεισδυτική ματιά στη μελέτη της ανθρώπινης προσωπικότητας.
(«Μόνα Λίζα»)
Τη σκέψη μου τη διέκοψε το άνοιγμα της πόρτας. Η γυναίκα που μπήκε έφερε μαζί της και κάτι από το κρύο και τον αέρα του έξω κόσμου. Κατευθύνθηκε βιαστικά προς την κουζίνα και δεν την έβλεπα πια. Άκουγα μόνο κουβέντες μισές, κάτι σαν δικαιολογίες, προφανώς για την αργοπορία της. Θα ήταν ίσως μαγείρισσα ή λαντζέρισσα, σερβιτόρα μήπως; Τι σημασία είχε; Η αλήθεια είναι ότι κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα της είχα ρίξει δεύτερη ματιά. Ας πούμε, αν την είχα συναντήσει στον δρόμο ή σε κάποια παρέα. Εδώ, όμως, θες γιατί το μυαλό μου είχε λίγο θολώσει, θες γιατί ήμουνα πολύ μόνος, περισσότερο ίσως γιατί ο ήλιος από απέναντι μου χαμογελούσε τώρα ολοστρόγγυλος και λαμπερός (σίγουρα κυρίως γι’ αυτό τον λόγο) σηκώθηκα και πλησίασα στην ανοιχτή πόρτα της κουζίνας κρατώντας το άδειο μισόκιλο στο χέρι. «Θα ήθελα λίγο κρασί ακόμη, αν είναι εύκολο», είπα, ψάχνοντας με το βλέμμα να δω το πρόσωπό της. Αντί γι’ αυτήν, όμως, μου απάντησε ο Νικόλας. Πήρε το άδειο μισόκιλο και πηγαίνοντας πίσω από τον πάγκο μού το γέμισε πάλι. Την ώρα που το πήρα στο χέρι μου, εκείνη γύρισε και με κοίταξε.
Οι χαρακτήρες της σεμνής δημιουργού, όλοι επιδέξια φτιαγμένοι με τα ανάλογα χαρίσματα ή τα κατάφωρα ελαττώματά τους, κινούνται και βιώνουν τη μοναξιά’’ που τους υπαγορεύουν άλλοι’’, ή ‘’τη μοναχικότητα, που οι ίδιοι επιλέγουν με τη στάση τους’’. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούν οι ήρωες για να γλυτώσουν από το βδέλυγμα της συναναστροφής των άλλων είναι η σιωπή και η μοναξιά. Οι σκέψεις τους για την πολυπλοκότητα της ζωής και τις πτυχές της πραγματικότητας, αποδίδονται με ρεαλισμό, ενώ διακρίνονται από εσωστρέφεια, που, με τη σειρά της, οδηγεί στην ενδοσκόπηση.
(«Γιοβάν – Πέντε μάγκες του Περαία»)
Σηκώθηκε και τα βήματά του πήραν να γυρνάνε στον σκοπό. Όχι, δεν χορευόταν έτσι αυτό το κομμάτι. Ένα γνήσιο χασάπικο ήταν, όμως αυτός είχε κλείσει τα μάτια και ακολουθούσε με τη μνήμη του τα βήματα εκείνου του άλλου, τότε.
Τότε, πριν πολλά χρόνια, σε κάποια μίζερη επαρχία, σ’ ένα γλέντι από κείνα που γινόντουσαν έτσι ξαφνικά κι αυθόρμητα. Κάποιος έβαλε το τραγούδι και, ενώ κανείς δεν σηκώθηκε να χορέψει, μόνο άκουγαν, σηκώθηκε αργά εκείνος και, με κλειστά τα μάτια, άρχισε να σέρνει και να διπλώνει τα πόδια του με πολύ μικρές κινήσεις διαγράφοντας ημικύκλια, ανεπαίσθητες στροφές, ζώντας θαρρείς σε άλλο χώρο ακούγοντας μόνο τον ήχο μέσα του. Δεν τον συντρόφευσε κανείς σ’ αυτό τον μοναχικό, προσωπικό του χορό. Μόνο τον κοίταζαν. Έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτε άλλο γύρω, μέσα στο δωμάτιο, μόνο αυτός και η μουσική του Γιοβάνη, που τον είχε συνεπάρει τελείως απομονώνοντάς τον από όλους και όλα. Σαν τελείωσε, έμεινε για λίγο ακόμη με τα μάτια κλειστά, λες και ήθελε να κρατήσει μέσα του κάτι από τον ρυθμό, μετά κάθισε, άναψε τσιγάρο και… «έτσι χορεύεται αυτό», είπε. Δεν μίλησε κανείς.
Η πληθωρική προσωπικότητα της Διώνης Δημητριάδου, η απαράμιλλη εργατικότητα της , η αγάπη της για το καλό, το ωραίο και το αληθινό, το πάθος της για την καλή λογοτεχνία σε όλες της τις εκφάνσεις, η εντιμότητα, η ευγένεια, η κλασσική της παιδεία, η προσήνεια, ο πηγαίος, ολοζώντανος λόγος της και το λαγαρό της πνεύμα, τόσα θετικά στοιχεία συγκεντρωμένα σε ένα μόνο άτομο δε χωράνε σε λίγες γραμμές. Εάν έπρεπε να χαρακτηρίσω με μία φράση την Διώνη Δημητριάδου Βουδούρη, θα έλεγα ότι είναι μια πραγματική κυρία της διανόησης.
Σ’ αυτήν εδώ την συλλογή διηγημάτων ‘’Τα κοινά και τα ιδιωτικά’’, κατάφερε να φιλοτεχνήσει την ιστορία μιας γενιάς που ξεπερνάει τους χρονικούς περιορισμούς και τα επιμέρους πρόσωπα, εκθέτοντας σημαντικές εμπειρίες των ατόμων που αριστοτεχνικά περιγράφει, κατά τη διάρκεια του αγώνα τους (σε συλλογικό ή προσωπικό επίπεδο), επιτυγχάνοντας να ενώσει ζωές αλλότριες, με σκοπό να φέρει κοντά τον έναν άνθρωπο στον άλλο, να μας γυρίσει πίσω , τότε που όλα ήταν ανέγγιχτα, ατόφια, αυθεντικά κι απλά, υπενθυμίζοντάς μας τον χαμένο παράδεισο της ψυχής, την απολεσθείσα αθωότητα.
(η κριτική δημοσιεύθηκε στο περιοδικό http://fractalart.gr/ta-koina-kai-ta-idiotika/)
* Η Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη είναι συγγραφέας, ποιήτρια και συντονίστρια του Λογοτεχνικού Κύκλου Ηρακλείου. Τελευταίο της πεζογραφικό έργο το β’ μέρος της τριλογίας ‘’Η Μάχρια της Λήθης’’, με τίτλο ’’Η αγάπη είναι δύναμη’’ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Λιβάνη, ταυτόχρονα με τη νέα ποιητική της συλλογή ’’Μινιατούρα’’ από τις εκδόσεις Poema.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου