Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Οι «εμείς τότε…»! (της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά)



Οι «εμείς τότε…»!
(της Βάντας Παπαϊωάννου-Βουτσά)




Τσεμπερωμένες φιγούρες μπροστά στις αυλόπορτες καλοκαίρι καιρό. Ποια μοίρα να τις μοίρανε; Σαν ένα αόρατο χέρι να τις μοίραζε μετά τις 5.00 το απόγεμα στις γειτονιές. Ο παγωτατζής και οι γιαγιάδες την ίδια ώρα. Εκείνος περαστικός βουτηγμένος στα άσπρα, ετούτες ώρες πολλές, ως το βράδυ, καθηλωμένες και μαυροφορεμένες. Στολή χηρείας, ίσως και παιδιού που χάθηκε στον πόλεμο. Ενδυμασία πανομοιότυπη. Ρόμπα μακρυμάνικη από τσελβόλ*,  γιλέκο ψιλομάλλινο  και μπροστοποδιά. Πλούσια σε διαστάσεις μπροστοποδιά έφτανε ως τις μύτες της παντόφλας, μετά την ορθή γωνία στα γόνατα. Ένας ογκώδης κύβος ακουμπισμένος στην πλακοστρωμένη αυλή, μπροστά στην αυλόπορτα. Αξεδιάλυτα τα στοιχεία της σύνθεσής του.  Ξύλινο σκαμνί η βάση στήριζε τον  κάτω κορμό και τα πόδια της καθήμενης.  Μόνο  το άνω μέρος του κορμού ευκρινές και βέβαια το κεφάλι. Καθιστά γυναικεία αγάλματα. Ομιλούντα.  Συχνά χωρίς συνομιλητή. Δικαστές με τήβεννο, τιμητές της μικρής τους κοινωνίας! Τις είχε εφοδιάσει πείρα η ζωή. Πιο βαριές οι πίκρες στην παλάντζα. Πολλές οι πιέσεις της ζωής τους. Μονόδρομος.
Μπροστά τους εμείς, τα παιδιά της γειτονιάς. Παιχνίδι, αταξίες, ζαβολιές, χάχανα, φασαρία. Ακάθιστα, ακούραστα. Στο δεύτερο, άντε στον τρίτο γύρο του παιχνιδιού μας, τέλος η υπομονή, άρχιζε ο μονόλογος των ενοχλημένων γιαγιάδων. Με δόσεις. Κοφτός και λιγοστός στην αρχή. Κι ύστερα χείμαρρος ο θυμός.
        «Εμείς τότε…», έτσι άρχιζαν όλες οι φράσεις τους, όλες οι σκέψεις που αποκτούσαν φωνή.
        «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή;» η συνηθισμένη συνέχεια. Πικρό το παράπονό τους για την παιδική ζωή, που δεν έζησαν, και που δεν τις άφηνε να χαρούν το παιχνίδι των τωρινών παιδιών.
        «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή; Σχολειό, δουλειές του σπιτιού και εργόχειρο» ακολουθούσε η επεξήγηση του «δεν είχαμε ψυχή»!

Είχε πάρει πια φόρα ο μονόλογος, ασταμάτητος. Και μάθαιναν οι περαστικοί το βίο τους. Μεγάλωναν τα μικρότερα αδέλφια τους, μαγείρευαν, κουβαλούσαν ξύλα για τη σόμπα, κεντούσαν ασπροκέντι με κοφτό, πλακέ, βελονιές δεκάδες, περίπλοκες. Έπαιρναν βελόνι και κλωστή κι έβγαζαν ανθόκηπους και δαντέλες σε μαξιλάρια, κεφαλάρια των σεντονιών, τραπεζομάντηλα. Με ένα σωρό μικρές μεταλλικές βελόνες σχημάτιζαν μάλλινες κάλτσες από «έριον προβάτου».  Άναβαν το σίδερο με κάρβουνο. Έτσουζαν τα μάτια, μα έμαθαν να φέρνουν τα κάρβουνα στον επιθυμητό βαθμό πυράκτωσης. Καταπληκτική καρβουνιά, έτοιμη να ισιώσει την μπουγάδα. Μια ζωή δουλειά! Σαν παιδιά, σαν νεαρές, σαν σύζυγοι, σαν μητέρες, όλη τους τη ζωή. Όλα αυτά μέσα στο ρητορικό ερώτημα «Εμείς τότε δεν είχαμε ψυχή;». Και αδυνατούσαν να καταλάβουν το χάσιμο χρόνου των παιδιών σήμερα. Ζήλευαν αναδρομικά ή ζητούσαν δικαίωση;
          Κι εμείς με τις παιδικές αντοχές μας αληθινή κατάρριψη του μύθου τους! Παιχνίδια το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, ασταμάτητα. Κουτσό, σαλίγκαρο, κρυφτό, κυνηγητό… Ώσπου μεσολαβούσαν οι μανάδες παίρνοντας το μέρος τους διπλωματικά. Είχαμε εξάλλου κουραστεί. Διάλειμμα ολίγων λεπτών μέχρι να σουρουπώσει. Έξω τα σκαμνάκια και τα κεντήματα. Έτσι μάθαμε σταυροβελονιά. Τρία καλοκαίρια, ίσως και τέσσερα κεντούσα εκείνο το βυζαντινό σχέδιο με τα οκτάγωνα γεμάτα με χρώματα από αγιογραφίες. Κεραμιδί, χρυσαφί, πιο μουσταρδί, μπορντό, μπλε, γαλάζιο, μαύρο!  Ένα μακρύ σεμέν κι ύστερα τα πετσετάκια του. Στρώση σαλονιού ολοκληρωμένη.  Μόνο έτσι σταματούσαν οι γιαγιάδες τον εξάψαλμο.
Χρήσιμη εκείνη η παιδική γνώση. Προίκα χειροτεχνίας που δεν ξεχάστηκε και μ’ αρέσει. Μια ικανότητα των χεριών με επεκτάσεις για όποιο δημιουργικό μυαλό την απόκτησε. Ετούτο το ομολογώ. Ποτέ, όμως, δεν επανέλαβα εκείνο το «εμείς τότε…». Το απεχθάνομαι.  Κι η μάνα ποτέ δεν το ψέλλισε. Κι ας είχε στερηθεί παντελώς την παιδική ζωή. Μυαλό προοδευτικό διάλεξε να προσαρμόζεται στο συρμό κάθε εποχής! Το ίδιο κι εγώ.

*λεπτό δροσερό ύφασμα
Από τα ανέκδοτα κείμενα «Στη γειτονιά μου την παλιά»
Βάντα Παπαϊωάννου-Βουτσά

 Ιστορικός-Αρχαιολόγος /Συγγραφέας

(φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου