Σάββατο 5 Ιουλίου 2025

Κοσμάς Πολίτης Εκάτη Πρόλογος: Αγγέλα Καστρινάκη Επίμετρο: Ειρηάνα Ρουσογιαννάκη Εκδόσεις Σοκόλη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr Κοσμάς Πολίτης: «Εκάτη»

 

Κοσμάς Πολίτης

Εκάτη

Πρόλογος: Αγγέλα Καστρινάκη

Επίμετρο: Ειρηάνα Ρουσογιαννάκη

Εκδόσεις Σοκόλη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Κοσμάς Πολίτης: «Εκάτη»


 


 

 

Οι μύθοι είναι ισχυρές «κατασκευές» που άντεξαν, ενταγμένοι στην πολιτιστική κληρονομιά των λαών, μέσα στους αιώνες, αποθαρρύνοντας την ανασκευή τους, εκτός αν η σύγχρονη σκέψη τολμά να διαρρήξει το στερεό τους περίβλημα και να επεξεργαστεί το νοηματικό και το συμβολικό τους (κυρίως αυτό) περιεχόμενο. Η λογοτεχνία, φυσικά, υπακούοντας σε δικούς της νόμους και με την «αυθαιρεσία» που της επιτρέπει το μυθοπλαστικό της ψεύδος –ένας τρόπος προσέγγισης της αλήθειας–, συχνά εντάσσει στη θεματική της τον μύθο σε σύνδεση με την πλοκή των ιστοριών της, άλλοτε ατόφιο και άλλοτε «πειραγμένο», κατά τις επιταγές της μυθοπλασίας ή τις συγγραφικές ιδεολογικές παραμέτρους.

Η μεγαλοπρεπής και σκοτεινή Εκάτη του κάτω κόσμου, ο σύνδεσμος ανάμεσα στους θνητούς και τους θεούς, θεά της μαγικής τέχνης, σχετιζόμενη με την τελετουργική μαντεία και τη νεκρομαντεία, τα βότανα (ιαματικά ή δηλητηριώδη), ταυτισμένη συχνά με τη Σελήνη, με την πιο σκοτεινή της φάση, δηλαδή τη νέα σελήνη, εισχωρεί στη μυθοπλασία του Κοσμά Πολίτη, στο μυθιστόρημα που φέρει το όνομά της, τόσο με την ψυχολογική της σημασία όσο και με τον ισχυρό συμβολισμό της. Γραμμένη η Εκάτη του Πολίτη (1η έκδοση, Πυρσός, 1933) στο δύσκολο μεταβατικό χρονικό διάστημα του Μεσοπολέμου, ενσωματώνει τις αναπόφευκτες δυτικοευρωπαϊκές επιρροές αλλά και τα στοιχεία του μοντερνισμού (όπως την εναλλαγή του αφηγητή από παντογνώστη σε πρωτοπρόσωπο, και τον αιφνιδιασμό της ταυτότητάς του στο τέλος του μυθιστορήματος), ενώ με τη χρήση του μύθου της Εκάτης (αλλά και άλλες επιρροές αρχαιοελληνικής σκέψης, όπως τους πλατωνικούς διαλόγους) εντάσσει τη μεγάλη αφήγηση στην υπηρεσία της διατράνωσης μιας ελληνικότητας, που ο Πολίτης την έχει ανάγκη όσο ποτέ. Σε όλο το μυθιστόρημα η Εκάτη ως Σελήνη παρουσιάζεται είτε ως φυσικό ουράνιο σώμα, φόντο στην πλοκή, είτε ως σύμβολο μαγικό και αποκρυφιστικό που επηρεάζει την εξέλιξη της ιστορίας, προσθέτοντας δίπλα στα γεγονότα τη μυθολογική τους σημειολογία.

 

Αντίκρυ μου άναβε μια πυρκαγιά. Πίσω από τον Υμηττό ανέτειλε η Πανσέληνος, πελώρια και καταπληκτική, και, πριν ακολουθήσει τον χαραγμένο δρόμο της, ακούμπησε για μια στιγμή στη ράχη του βουνού κοιτάζοντας σαρκαστικά τον κόσμο. (σ. 342).  

 

Ο κεντρικός ήρωας, ο Παύλος, εγκλωβισμένος μέσα σε μια συμβατική συζυγική σχέση, αναζητά το νόημα της ζωής, την αυθεντική αλήθεια και άρα την ευτυχία. Επηρεασμένος από τον φίλο του αλχημιστή Βενιέρη, θα εντρυφήσει στον αποκρυφισμό αλλά και στη σωκρατική/πλατωνική θεώρηση της ζωής, θα πειστεί πως η αναζήτηση της αληθινής ζωής είναι ταυτισμένη με την αναζήτηση του έρωτα, αφού μόνον αυτός, σε όποια μορφή του, κυρίως τη σαρκική, μπορεί να οδηγήσει στην πνευματική δημιουργία. Οι τρεις ερωτικές του περιπέτειες, όμως, θα καταλήξουν τραγικά, εγκαταλείποντάς τον ξανά στη μοναξιά και την αμφιβολία για την ύπαρξη τελικού νοήματος.  



 

Σκλάβοι μαρτυρικοί μιας ακατάληπτης δημιουργίας, κρεμόμαστε μετέωροι ανάμεσα πραγματικότητας και ονείρου, εξόριστοι από τον ουρανό, σκεπτικισταί μπροστά στη γοητεία της ηδονής και του πόθου· και η φαντασία μας θα φτιάνει εφήμερες πραγματικότητες, ανάλογες με το ανάστημά μας, τη χημική σύνθεση του άστρου και την πυκνότητα της νέας ατμόσφαιρας. Ένας καινούργιος ήλιος θα μας χαδεύει με τις θερμές αχτίνες του και θα χωρίζει διαφορετικά, μα πάντα μάταια και αυθαίρετα, την απαθή αιωνιότητα. (σ. 280).

 

Ο Κοσμάς Πολίτης το 1947 αναθεώρησε το έργο αυτό, αφαιρώντας και προσθέτοντας κομμάτια, στην ουσία περνώντας στη νέα του εκδοχή την ιδεολογική του στροφή (ασπάστηκε τον κομμουνισμό το 1944), και εγκαταλείποντας τις μεταφυσικές αναζητήσεις της πρώτης μορφής. Η τωρινή έκδοση (Σοκόλης, 2024), με Πρόλογο της Αγγέλας Καστρινάκη και Επίμετρο της Ειρηάνας Ρουσογιαννάκη, επαναφέρει στο προσκήνιο το από πολλά χρόνια λησμονημένο αρχικό έργο. Όσο κι αν είναι δύσκολο να αποκοπεί ένα έργο από το ιδεολογικό υπόβαθρο του δημιουργού του, οπότε θα ήταν αποδεκτή η νεότερη εκδοχή του, ως πιστότερη  προς τις διαφοροποιημένες πεποιθήσεις του, θα λέγαμε πως αξίζει να θυμηθούμε το έργο όπως το πρωτοσυνέλαβε ο Πολίτης, να γευτούμε την αρχική του αυθεντικότητα.

 

Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα σύστημα τέλεια ρυθμισμένο, από το οποίο αποκλείεται η τύχη και στο οποίο ανάγονται όλα. Τι άλλο μπορεί να είναι ο δημιουργός ενός τέτοιου οργανισμού παρά ένας τετραπέρατος μηχανικός; Έχουμε όλοι μιαν έμφυτη τάσην να εξαρθούμε προς Αυτόν· αλλά μάλλον από τεμπελιά, φαντάζομαι, βρίσκομε ως πρόχειρο μέσον την εύκολη και αμφίβολη ποίηση της προσευχής. Ενώ, για να υψωθούμε πραγματικά προς τον Δημιουργό και  να πλησιάσομε τη σκέψη του, χρειάζεται να εμβαθύνουμε στους μηχανικούς νόμους που έχει θέσει, και να μεταχειρισθούμε τις φυσικές δυνάμεις που μας προσφέρει άφθονες. (σ. 31).

 

Αξίζει, πιστεύω, ένα σχόλιο συγκρίνοντας τις δύο εκδοχές του μυθιστορήματος. Ο Πολίτης θέτει στο κέντρο της πλοκής έναν άνθρωπο που, εγκαταλελειμμένος στον κόσμο από τον Θεό του (για να θυμηθούμε τον υπαρξισμό του Σαρτρ), αναζητά την αρχή της δημιουργίας,  στρεφόμενος στον εαυτό του, στις δικές του δυνάμεις που, εν μέσω ενός σύμπαντος που σιωπά,  επινοεί πιθανές ερμηνείες. Στην πρώτη εκδοχή του μυθιστορήματος έχει την αρωγή των αρχαίων μύθων, της πλατωνικής σκέψης, της των πάντων αρχής, δηλαδή των αριθμών, της λογικής μέσω της επιστήμης και της μεταφυσικής μέσω της φαντασίας και της δημιουργικής επινόησης. Στη νεότερη εκδοχή, βοηθούσης της μαρξιστικής ιδεολογίας, πάλι στο κέντρο είναι ο άνθρωπος, μόνο που εδώ εντάσσεται μέσα στη μάζα, στην ολότητα που «επαναστατικώ τω τρόπω» εν δυνάμει αλλάζει τον κόσμο. Ενδιαφέρουσα, ωστόσο, η παρουσία της Εκάτης/Σελήνης όπως και η διατήρηση του τίτλου που αναγκαστικά παραπέμπει στις μυστικές δυνάμεις ενός κόσμου που η λογική του ανθρώπου αδυνατεί να ερμηνεύσει επαρκώς. Έτσι, πιο αυθεντική και πιστή ως προς τον τίτλο, η πρώτη εκδοχή, ενώ η δεύτερη παρουσιάζει κενά. Αυτήν την αρχική, του 1933, μέσα από τα χειρόγραφα του συγγραφέα,  έχουμε τώρα την ευκαιρία, στην παρούσα έκδοση, να απολαύσουμε.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Μιχάλης Μοδινός Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας Διηγήματα Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Μιχάλης Μοδινός

Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας

Διηγήματα

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας» του Μιχάλη Μοδινού (κριτική) – Ζωή που μιμείται τη λογοτεχνία


 


Η ζωή που μιμείται τη λογοτεχνία

 

Το κατά πόσον η τέχνη, εν προκειμένω η λογοτεχνία, αντανακλά την πραγματική ζωή (όχι, φυσικά, ως απλή μίμηση αυτής) ή αντίστροφα η ζωή επηρεάζεται από τη λογοτεχνία, ίσως και διαμορφώνεται αναλόγως από αυτήν, συνιστά ένα ενδιαφέρον ζητούμενο, με τα δύο σκέλη συχνά να συνυπάρχουν και να αλληλοσυμπληρώνονται. Στην ουσία πρόκειται για δύο πραγματικότητες, η κάθε μία με τη δική της «αλήθεια», ακόμα κι αν η λογοτεχνία τη στηρίζει στο επινοημένο ψεύδος της, τόσο αληθοφανές ωστόσο. Και το πιο ενδιαφέρον έγκειται στη διαρκή κίνηση στην οποία επαφίενται και οι δύο (ακόμα κι αν πρόκειται για την «κίνηση εν ακινησία» του Λούις Κάρολ και της Αλίκης του), προκειμένου να εκπληρώσουν έναν σκοπό: η μία την πραγμάτωση των στόχων ζωής, η άλλη την όσο το δυνατόν εγγύτερη προσέγγιση της αρχής των πάντων. Ακόμη και η πιο ταπεινή, χωρίς πολλές προσδοκίες, λογοτεχνική γραφή, μια αλήθεια αναζητά, αυτήν προσδοκά να αποτυπώσει (ή να εφεύρει συχνά) με τις λέξεις της. Στο διήγημα του Μιχάλη Μοδινού «Ο μακρύς δρόμος για τη Μοντάνα» θα διαβάσουμε τη σχετική διατύπωση επί αυτού του θέματος, που μοιάζει να τα έχει πει όλα: μακροσκοπικά ιδωμένη η ζωή δεν είναι παρά μια διαδοχή πληκτικών στιγμών που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τους προσδώσει ενδιαφέρον.

Οι ιστορίες του Μοδινού στην πρόσφατη συλλογή του Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας, δεύτερη επιτυχημένη απόπειρα, μετά τα Θαύματα του κόσμου, να διαβεί το πέρασμα από το μυθιστόρημα στη μικρή φόρμα (είχε προηγηθεί πάντως το σπονδυλωτό Πλέγμα, η έμπνευση να τεμαχιστεί το μυθιστόρημα σε δεκαεννέα μονολόγους, άρα  δεκαεννέα μικρές αφηγηματικές φωνές) θεωρώ πως εκκινούν από την παραπάνω αρχή περί προτάγματος της λογοτεχνίας σε σχέση με τη ζωή, και ολοκληρώνουν την πορεία τους έχοντας ενσωματώσει μια σειρά από στιγμές (όχι και τόσο πληκτικές ίσως) μέσα σε αφηγήσεις που μπορούν να τις καταξιώσουν ως απόσταγμα μιας ζωής ενδιαφέρουσας, και πάντα εν κινήσει. Δεν εννοώ πως οι ιστορίες είναι κατ’ ανάγκη αυτοβιογραφικές, απλώς ακολουθούν την απαράβατη αρχή πως ό,τι γράφεται είναι τόσο αληθινή ζωή όσο και επινόηση, χωρίς η διάκριση μεταξύ τους να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα (πολλά στοιχεία συνηγορούν για την ταύτιση, όπως η αναφορά σε υπαρκτά πρόσωπα, ο τόπος και ο χρόνος, ακόμα και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ωστόσο ο τρόπος της γραφής (γνώριμος άλλωστε σε ό,τι γράφει ο Μοδινός) απομακρύνει μυθοπλαστικά τους δύο, έτσι που οι ιστορίες να λειτουργούν αυτόνομα τόσο ως βιωματικές αποτυπώσεις αλλά και ως δείγμα καλής, πολύ καλής επινοημένης λογοτεχνίας.

Οι άνθρωποι μέσα στις δεκαέξι ιστορίες του βιβλίου διασχίζουν τον χρόνο και τους τόπους –με τους τόπους να λειτουργούν σαν άνθρωποι, πώς να τους ξεχωρίσεις, αλήθεια;– συναντώνται και χωρίζουν, θυμούνται και ανταλλάσσουν μνήμες, ενίοτε και σιωπούν· είναι ωραίο να μπορείς να είσαι με κάποιον σιωπώντας, θα πει. Όσο η γύρω πραγματικότητα μεταλλάσσεται, και μάλιστα με γρήγορου ρυθμούς, τόσο οι άνθρωποι του Μοδινού (διστάζω να πω ήρωες, γιατί είναι τόσο επινοημένοι όσο και αληθινοί) θα υποχρεώνονται κι αυτοί σε κίνηση (για να φτάσουν πού, αλήθεια;), ώσπου να αντιληφθούν πως, όπως και οι τόποι, δεν έχουν πάει πουθενά. Κάθε στιγμή σε κάποιον τόπο θα μπορούσε να είναι η πατρίδα τους, κάθε στιγμή με κάποιον άλλον άνθρωπο θα μπορούσε να είναι το ένα και μοναδικό στίγμα τους στον κόσμο, όσο κι αν αλλάζει μορφές.



Το σημείο στο οποίο συναντώνται οι ιστορίες (κατά τα άλλα διαφορετικής θεματικής η καθεμία) είναι η κινούσα των πάντων αρχή, ο έρωτας. Πάντα σαρκικός, γήινος και αιμάσσων, λάγνος και γεμάτος από φαντασιώσεις, υλικός, ρεαλιστικός και υπερβατικός ταυτόχρονα, ικανός να αναδημιουργήσει ένα σκηνικό παρελθόν, τουλάχιστον στα όρια του νου. Άντρες και γυναίκες αφήνονται να τους οδηγήσει πέρα από λογικές δεσμεύσεις και κοινωνικές συμβάσεις· έρωτας όπως πρέπει να είναι, κι ας έχει λησμονηθεί η αληθινή του φύση σε μια εποχή τετράγωνη, με απαγορευτικές στον αυθορμητισμό γωνίες.

Οι τόποι του Μοδινού σε πλήρη περιγραφή, με πληθώρα επιθέτων, σαν να ασφυκτιούν μέσα στα απλά ουσιαστικά, σε συνεχή ροή εναλλασσόμενων εικόνων. Οι τόποι  του σαν να τρέχουν, ενώ μένουν πάντα εκεί. Σκόπιμα, νομίζω, έχει επιλεγεί ως τίτλος που να στεγάζει όλα τα διηγήματα το διήγημα «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας», με την ανατροπή των φυσικών δεδομένων (ή μήπως σε πλήρη ταύτιση μαζί τους;), με την κίνηση να καταλήγει σε αποδοχή της ακινησίας, στην πλάνη της ζωτικότητας, όπως θα πει.

Κατά τα άλλα, πλήθος από αναφορές σε συγγραφείς  και σε βιβλία. Ξεχωρίζω τον τρόπο που εγκιβωτίζει τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες μέσα σε ένα όνειρο που διαρκεί ακριβώς τόσα χρόνια στο εξαιρετικό «Ένα νόμπελ για τη Ρεμέδιος». 

Όσο για τον χρόνο των ιστοριών του, χωρίς δεσμευτικά διαστήματα, αδύνατον να υπολογιστεί με τα ανθρώπινα μέτρα. Όπως στην προμετωπίδα θυμάται τα λόγια του Ντον Ντελλίλο, Μην προωθείς  τη δράση με κάποιο σχέδιο κατά νουν. Αυτό ακριβώς πιστεύω πως εφάρμοσε ο Μοδινός, αφήνοντας τις ιστορίες του να πάρουν τα ηνία μόνες τους, αβίαστα να οδηγήσουν ώς το τέλος.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Γιατί να εκπλήσσομαι; Ήμουν πάντα της άποψης ότι αν θέλουμε να συνεχίσει να προχωρεί ο κόσμος μας, οφείλουμε να δημιουργούμε ένα ελαστικό πλαίσιο ως προς τους ηθικούς κανόνες. Να τους παραβιάζουμε συνειδητά κατά καιρούς. Ν’ ανοίγουμε τη βαλβίδα για να φύγει ο ατμός. Συριγμός. Κι έπειτα η ατμομηχανή, βαριά και μαύρη, διανύει μερικά χιλιόμετρα ακόμα, με τα φώτα της να σαρώνουν το νυχτιάτικο παγωμένο τοπίο. Εσκεμμένες, προγραμματισμένες παρεκβάσεις, το ’χουμε ανάγκη. Κι ακόμα σκέφτομαι πως τίθεται ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε όλους ανήκει ένα μερτικό της ήττας, μικρό ή μεγάλο. Άσε τον πόθο να μας μαχαιρώσει πισώπλατα εκεί που δεν το περιμένουμε. («Ένας Γερμανός φίλος»).

 

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Νέες κυκλοφορίες Μαριάννα Νικολάου Εκ γυναικός εκδόσεις Γερμανός

 Νέες κυκλοφορίες



Η Μαριάννα Νικολάου μας συστήνει την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Εκ Γυναικός», μια πυκνή, πολυφωνική, σωματική και στοχαστική κατάδυση στο θηλυκό βίωμα – σπαρακτική, μεστή, ποιητικά γενναία με έντονα φεμινιστικά και υπαρξιακά στοιχεία.

 Η ποιήτρια υφαίνει τη γυναικεία εμπειρία μέσα από τη μητρότητα, την καθημερινότητα, την απώλεια, τον έρωτα και τη σιωπή.

 Το έργο είναι ένα πολυεπίπεδο ταξίδι στη γυναικεία εμπειρία, γραμμένο με ένταση, ευαισθησία και εσωτερική αλήθεια. Χρησιμοποιεί ελεύθερο στίχο, θεατρικές φόρμες, λυρισμό και ρεαλισμό, συχνά με ειρωνεία και σπαρακτική οικειότητα, αγγίζοντας πανανθρώπινα θέματα όπως η προσωπική αναζήτηση, η διαρκής μάχη με τις σκιές μας, ο έρωτας, οι κοινωνικοί ρόλοι που μας επιβάλλονται, τα τραύματα και οι αρχέγονες ρίζες μας.

 Η συλλογή χωρίζεται σε έξι θεματικές ενότητες — Θέατρο Σκιών, Άνηρ, Θεολογία, Φωτογραφίες, Θήλυ, Σπόνδυλοι — και διατρέχεται από ένα έντονα προσωπικό, αλλά ταυτόχρονα συλλογικό βίωμα. Μέσα από γλώσσα οξυδερκή και εικόνες συμβολικές, η ποιήτρια εξερευνά τις ρωγμές και τη δύναμη της γυναικείας ταυτότητας.

 

 Ποιήματα όπως «Φόρεμα μπορντό», «Μητρικόν Νυχθήμερον» και «Από μηχανής θεός» έχουν ήδη παρουσιαστεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και φεστιβάλ, αποσπώντας θετικά σχόλια για τη συναισθηματική τους ένταση και την κοινωνική τους ευαισθησία.

 

 Η φιλολογική επιμέλεια ανήκει στην Κατερίνα Τσιούμα, ενώ το εξώφυλλο κοσμεί το έργο “Απελευθέρωση” του Αντώνη Ηρακλέους. Η έκδοση φέρει τη σφραγίδα των Εκδόσεων Γερμανού.

 

 «Εκ Γυναικός» — μια ωδή στη δύναμη της ζωής, της μνήμης και της δημιουργίας, όπως τη φέρει και τη μεταμορφώνει η γυναίκα.

 

Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γερμανός

 

ISBN: 978-618-5389-88-8

www.germanos-publications.gr | info@germanos-publications.gr

 

 

Βιογραφικό

 

 Η Μαριάννα Νικολάου είναι διδάκτωρ Αρχαίου Δράματος και Θεατροπαιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αιγαίου με μεταπτυχιακό Συγκριτικής Γραμματολογίας στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία & τον Πολιτισμό.

 Έχει σπουδάσει Αγγλική Γλώσσα & Φιλολογία, καθώς και Δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο ΑΠΘ.

 Υπήρξε υπότροφος John McGrath του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, όπου σπούδασε Δημιουργική Γραφή.

 Εργάζεται ως εκπαιδευτικός Αγγλικής Γλώσσας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και αρθρογραφεί σε περιοδικά και εφημερίδες.

 Γράφει ποιήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα και παραμύθια, και συντονίζει εργαστήρια δημιουργικής γραφής για παιδιά και ενήλικες.

 Έργα της έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.

Είναι μέλος του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών "Η Φωνή της".

 Είναι παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών.

 

 

 

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Ο σπορέας Jean Darot (Violette Ailhaud) Μετάφραση: Ελένη Γ. Γύζη εκδόσεις Στίξις (σειρά: μικρή στίξις) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

 

Ο σπορέας

Jean Darot (Violette Ailhaud)

Μετάφραση: Ελένη Γ. Γύζη

 εκδόσεις Στίξις

(σειρά: μικρή στίξις)

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500+ ΛΕΞΕΙΣ | Στο όνομα της συλλογικότητας • Fractal


 


Στο όνομα της συλλογικότητας

 

Ο Jean Darot δημοσίευσε τον Σπορέα του το 2006 με το ψευδώνυμο Violette Ailhaud, και μόνον όταν επρόκειτο να κυκλοφορήσει ένα νέο έργο του με θέμα τη γυναικεία αλληλεγγύη, αποκάλυψε την αληθινή ταυτότητα του συγγραφέα του. Το ιστορικό φόντο της ιστορίας του Σπορέα είναι τα γεγονότα που ακολούθησαν το πραξικόπημα της 18ης Μπρυμαίρ του Ναπολέοντα Γ΄ (Λουδοβίκου Βοναπάρτη) στις 2 Δεκεμβρίου 1851, όταν διαλύοντας την Εθνοσυνέλευση και καταλύοντας τη Γαλλική Δημοκρατία, συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του για να ανακηρυχθεί κατόπιν αυτοκράτορας. Η αφηγήτρια της ιστορίας Βιολέτ Αγιό θα πει:

 

 […] το χωριό μας έχασε όλους ανεξαιρέτως τους άνδρες του. […] Κάθε φορά, η Δημοκρατία θέριζε τους άνδρες μας όπως εμείς θερίζουμε το σιτάρι. Η ζωή μας έρημη. Η γη μας, η γη των γυναικών, δεν έδινε πια καμία σοδειά. Όταν θερίζονται ο άνδρες, δεν υπάρχει σπορά. (σσ. 11-12).

 

Και είναι τότε, μπροστά σ’ αυτή την αφύσικη κατάσταση, με τους άνδρες εξαφανισμένους από τους χωροφύλακες για να οδηγηθούν σε φυλακές και εξορίες (ως αντίποινα στους ελάχιστους εξεγερθέντες κατά του πραξικοπήματος),  που οι γυναίκες του χωριού, στην Άνω Προβηγκία,  θα ορκιστούν πως ο πρώτος άνδρας που θα προσεγγίσει το χωριό τους θα ανήκει σε όλες. Ο ρόλος του θα είναι αυτός του σπορέα, που θα ξαναφέρει την αρχέγονη λειτουργία της αναπαραγωγής.

Με τα μάτια της αφηγήτριας θα δούμε κι εμείς τον πρώτο άνδρα, μετά από άκαρπη αναμονή δύο χρόνων, να πλησιάζει το χωριό των γυναικών, να την ακουμπά, πρώτα από όλες αυτήν, να απειλεί την ισορροπία της ισότητάς τους, το δικαίωμά τους στην ιδιόμορφη «κοινοκτημοσύνη».

 

Τον κοιτάζω, κι από εκείνη τη στιγμή ξέρω πως ανήκω σε αυτόν τον άνδρα. Ξέρω, επίσης, ότι πρέπει να τον μοιράζομαι. (σ. 26).



 

Ο Σπορέας συγκαταλέγεται στα ενδιαφέροντα μικρά βιβλία της σειράς «μικρή στίξις» των εκδόσεων Στίξις. Μέσα σε μόλις (ωφέλιμες) 40 σελίδες μικρού σχήματος ο Jean Darot μπόρεσε να δείξει, σε ένα πρώτο επίπεδο, την αλληλεγγύη αλλά και τη γενναιοδωρία των γυναικών μπροστά στη σκέψη πως ίσως ποτέ ξανά να μην δουν άνδρα στο χωριό τους. Εστίασε στο παντοδύναμο ένστικτο της αναπαραγωγής, που υπερπηδά κοινωνικούς κανόνες και στερεότυπα, δημιουργώντας μια νέα ηθική. Ταυτόχρονα, ενέταξε στη θεματική του την τοπική ιστορία της Προβηγκίας, για να αφηγηθεί, ως φόντο της ιστορίας του, την εξέγερση των υπερασπιστών της δημοκρατίας, πολιτών της  νοτιοανατολικής Γαλλίας (όταν ούτε το Παρίσι δεν είχε προβάλει ουσιαστικό ανάχωμα στο πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ΄), φέρνοντας στο φως και αποκαθιστώντας με τη δύναμη της λογοτεχνίας την υποβαθμισμένη αυτή δημοκρατική αντίδραση.

Καλοδουλεμένη ιστορία, αν και σε τόσο  μικρό «σώμα» αφήγησης, επιτρέπει να φανούν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στα συναισθήματα και στο άτυπο αλλά ισχυρό περιβάλλον της ιδιότυπης γυναικείας συμφωνίας.

 

Στο τέλος τον κοιτάζω ανήσυχη. Χαμογελάει και λέει χωρίς δισταγμό: «Θα κάνω αυτή τη δουλειά. Θα την κάνω γιατί είναι η δουλειά ενός άνδρα και δεν βλέπω άλλον άνδρα εδώ. Θα κάνω αυτή τη δουλειά ευσυνείδητα γιατί μου αρέσουν οι σωστές δουλειές. Θα την κάνω με ευχαρίστηση γιατί πάντα χαίρομαι να κάνω αυτό που πρέπει. Όμως, θα κάνω αυτή τη δουλειά χωρίς αγάπη, γιατί κρατώ την αγάπη για εμάς». (σ. 52).

 

Μοιάζει, σ’ αυτή την απομονωμένη αγροτική περιοχή, τα πράγματα να ακολουθούν μια δική τους λογική, με ρόλους μοιρασμένους, με τα δικά τους «πρέπει», τους αρχέγονους κανόνες, που κατόρθωσαν να χωρέσουν μέσα τους ως νέα αντίληψη για την ηθική (σχεδόν αυτονόητα) και τη συμφωνημένη από τις γυναίκες κοινοκτημοσύνη του ενός ανδρός.

Διαβάζω στον Πρόλογο του Darot: «Εάν τα ιστορικά γεγονότα στα οποία βασίζεται το βιβλίο είναι αληθινά, η Βιολέτ Αγιό, αφηγήτρια και συγγραφέας, είναι ωστόσο δημιούργημα της φαντασίας μου. Μια φωνή που τρέφεται από τη θηλυκή πλευρά μου». 

Και είναι ακριβώς αυτή η «θηλυκή πλευρά» (που υπάρχει σε κάθε άνδρα, όπως η ανδρική σε κάθε γυναίκα, δημιουργημένη από τη φύση, με τις κοινωνικές συνθήκες συχνά να συνεπικουρούν) που κάνει να μοιάζει τόσο φυσική η απόφαση των γυναικών, τόσο ειλικρινής στην αθωότητά της η αντίδραση του άνδρα, τόσο πρωταρχική στις συνειδήσεις όλων η επίτευξη του «σκοπού». Άλλο ένα πολύτιμο «μικρό» από τις εκδόσεις Στίξις.


Διώνη Δημητριάδου

 

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΑΚΑΛΗΣ 




Όταν πέσεις
μέσα στη φωτιά του έρωτα
τίποτα δεν υπολογίζεις
ζεις μονάχα για τον έρωτα σου
τρως ξύλο
μα δεν σε νοιάζει
μπορεί να δεχτείς απόρριψη
κι ακόμα να επιμένεις
γιατί η αγάπη
όλα τα ανατρέπει
κάνει το όχι ναι
κι αν γίνει το θαύμα
τότε ανασταίνεσαι
η ύπαρξη σου φωτίζεται
τίποτα δεν σε σταματάει
υπερβαίνεις όλα τα εμπόδια
και ζεις τον Παράδεισο
επί της γης.

Γρηγόρης Σακαλής
(φωτογραφία: Lawrence Chan)

Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ε Σ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

 

Ο Μ Ο Λ Ο Γ Ι Ε Σ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ




Η καθημερινότητα ως  μια  ευσχήμονη παραδοχή
πιστής αντιγραφής και μίμησης άδολης συμπεριφοράς,
ως προσήκουσα άρνηση κι απόρριψη αναρωτημάτων,
ομολογία είναι προσωπικών κι ανέσπερων βιωμάτων
στην ευταξία της συνύπαρξης , στην ταύτιση των ιδεών
με τη συνείδηση καθαρή γραφή και οδηγήτρα.

Εικόνα θολή η συνοχή της ταξικής κοινωνίας
στην κοινή διαβούλευση της πολιτικής ερμηνείας,
με την απάτη σύνδρομο κλειστής επικοινωνίας
κι ασύμμετρο περίγραμμα τη σύνεση με τη λογική.
Ομολογίας θέλγητρο η ευπιστία στις παραδόσεις
και άνθισμα οργής η σιωπή σε απαντοχές και μαρτυρίες.

Ορίζοντες κοντινοί κι επίπεδοι η πίστη και η γνώση
με σύσταση στην προσήλωση, την άγνοια και τον φόβο
χωρίς προοπτική απένταξης από μοίρες και λατρείες,
να έχουν πρόσωπα οι καιροί και λειτουργούς οι εποχές.
Ομολογία ο βαθύς φανατισμός και η ιδεοληψία
με ομόθυμη τη συσπείρωση σε πρότυπα και ανάγκες.

Με τη μνήμη στέγασμα αναμνήσεων και ησυχαστήριο,
τον παιδεμό του νου σε σκιές και πλέγματα ορθοφροσύνης
για επίκαιρους συμβιβασμούς και επιτήδειες συμφωνίες,
οι φιλοδοξίες φειδωλές για προτάγματα και δημιουργίες.
Ομολογία η αλλοτρίωση κι η θέσπιση της αντινομίας
σε μια κοινωνία απρόσωπη χωρίς αναφορές και ιστορία.  

Γιώργος  Αλεξανδρής

(φωτογραφία  Giel Sweertvaegher) 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι Καλχαίνοντας τις μέρες Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα Μετάφραση από τα ρωσικά-νέα εργοβιογραφία-έρευνα-σχόλια Εκδόσεις Κείμενα η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι

Καλχαίνοντας τις μέρες

Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα

Μετάφραση από τα ρωσικά-νέα εργοβιογραφία-έρευνα-σχόλια

Εκδόσεις Κείμενα

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι: Καλχαίνοντας τις μέρες» της Ηρακλείας-Ελευθερίας Γ. Πέππα (κριτική) – Ο απόλυτος και ανυποχώρητος φουτουριστής ποιητής



 

Ένας φάρος σε σκοτεινές εποχές

 

Όπως κι αν αποδοθεί το ρήμα «καλχαίνω», είτε ως  «βάφω κάτι κατακόκκινο» είτε ως «ταράζω κάτι σαν την τρικυμισμένη θάλασσα», αλλά και μεταφορικά «ποθώ και λαχταρώ κάτι», μιλώντας για τον Μαγιακόβσκι, καταλήγουμε στην ίδια σκέψη: τον εκφράζει με απόλυτο τρόπο. Η ερευνήτρια και μεταφράστρια Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα μάς δίνει την πληροφορία: «Μαγιάκ στα ρωσικά σημαίνει φάρος. Φάρος με άπλετο φως και σκοτεινές περιόδους». Η Πέππα παρουσιάζει μια μνημειώδη έκδοση που υπερβαίνει τις 800 σελίδες, έχοντας ερευνήσει σε βάθος τον εμβληματικό ποιητή, και παραθέτοντας, εκτός από μια νέα μετάφραση στο πολυμεταφρασμένο έργο του, μια πλήρη εικόνα της ζωής και της προσωπικότητάς του, ενταγμένης στην ταραγμένη εποχή που στιγμάτισε τα λιγοστά χρόνια της ζωής του.

Στο προλογικό της σημείωμα η Πέππα εξηγεί το «γιατί ο Μαγιακόβσκι», ή καλύτερα το «γιατί πάλι ο Μαγιακόβσκι». Πώς ο Μαγιακόβσκι «ήρθε και τη βρήκε» το 1979 με το θεατρικό του Τραγωδία, και από τότε ξεκίνησε η συνοδοιπορία τους,  μέχρι την τωρινή έκδοση της πληρέστερης ανθολόγησης του έργου του (και με εκτενή σχολιασμό), με συστηματική χρονολογική παράθεση των πολλαπλών δεδομένων (πολιτικών, κοινωνικών, λογοτεχνικών) που τον καθόρισαν ως πολιτικό πρόσωπο και ως δημιουργό, με αυτά τα δύο σε άρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Να επισημανθεί πως πολλά από αυτά τα στοιχεία  παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το στοίχημα της ίδιας αλλά και των εκδόσεων Κείμενα του Φοίβου Βλάχου είναι να φανεί η διαχρονική αξία του έργου του, η επικαιρότητά του. Γιατί ο Μαγιακόβσκι ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Όχι μόνον ως ένας από τους πρωτεργάτες και εμπνευστές του κινήματος του Φουτουρισμού, αλλά και ως ένας εν δυνάμει ανανεωτής της ποιητικής γλώσσας, με τη λεξιπλασία του, όταν τα νοήματα που ήθελε να δώσει ασφυκτιούσαν μέσα στις υπάρχουσες λέξεις, στη δεδομένη συντακτική ακολουθία του λόγου.  Έχει, γι’ αυτό, ενδιαφέρον η απόδοση στην ελληνική γλώσσα από τη συγκεκριμένη μεταφράστρια, καθώς, όπως λέει, προσπάθησε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο, αφήνοντας στην αναγνωστική ευαισθησία την όποια «επιχρωμάτωση». Έτσι, μας προσφέρει έναν λόγο που συχνά ξαφνιάζει για την πρωτοτυπία του, τους απρόσμενους συνδυασμούς εννοιών, μας πείθει, όμως, για την αυθεντικότητά του. Έχοντας διαβάσει ποικίλες μεταφράσεις των στίχων του, θα έλεγα πως προτιμώ την εγγύτητα προς το πρωτότυπο, και όχι την όποια (αυθαίρετη ίσως) «ερμηνευτική» προσέγγιση. Σε τελευταία ανάλυση ας μη λησμονούμε, πως και στην εποχή του αλλά και στα κατοπινά χρόνια έκανε αίσθηση η ιδιαιτερότητα της γραφής του.

Η ροή της αφήγησης που αφορά τη ζωή του Μαγιακόβσκι, ιδιωτική αλλά και κοινωνική (ξεκινώντας από τη γέννησή του στη Γεωργία το 1893 και φθάνοντας μέχρι την αυτοκτονία του στη Μόσχα το 1930), διακόπτεται από τις μεταφράσεις (δίπλα στο πρωτότυπο, καθώς η έκδοση είναι δίγλωσση), ώστε να συνδέονται τα γεγονότα με τη δημιουργία του έργου του· άλλωστε, τίποτα δεν γεννιέται σε χώρους στεγανούς, κάθε δημιουργία επικοινωνεί με το περιβάλλον, επηρεάζεται από τις εξελίξεις, κυρίως στην περίπτωση  ενός δημιουργού ταγμένου στην επαναστατική διαδικασία αναμόρφωσης της κοινωνίας, οπότε στο έργο του αποτυπώνεται η τοποθέτησή του, η ιδεολογία του. Η Πέππα θα διατρέξει όλους τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής του, τη διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης, την επίγνωση της ποιητικής του αξίας, τους έρωτές του, τις φιλίες του, τους συνοδοιπόρους και τους εχθρούς του, τη σχέση του με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, την τοποθέτησή του στην «αντίπερα» όχθη, ως  ελεύθερο και αδούλωτο πνεύμα,  την ιδιόμορφη παρουσία του που ξάφνιαζε ή εντυπωσίαζε. Με τον τρόπο αυτό, μας δίνει την εικόνα του πλήρη, γιατί το περισσότερο τον γνωρίζουμε ως επαναστάτη, και το λιγότερο ως άνθρωπο. Στην ουσία, ωστόσο –κι αν δικαιούμαστε να διακρίνουμε τον άνθρωπο Μαγιακόβσκι από τον πολίτη Μαγιακόβσκι– όσοι τον φοβούνται εστιάζουν στον ιδιωτικό του βίο, στο «κοσμοπολίτικο» και στο «ερωτικό» του πρόσωπο, σκιάζοντας σκοπίμως τον αιρετικό, επαναστάτη, αντάρτη ποιητή. Γιατί αυτός, όπως γράφει η Πέππα, «δεν ενδιαφέρει και, κυρίως, δεν  βολεύει κανέναν».


Έχει ενδιαφέρον το κεφάλαιο που παρουσιάζει τον Μαγιακόβσκι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1917. Σε ποιήματά του της ίδιας εποχής («Χρονικό της Επανάστασης») γράφει και μετά αναθεωρεί, σαν να αμφιβάλλει για την ανάγκη της θυσίας και την πολιτική ορθότητα. Οι στίχοι των αρχικών του σημειώσεων: «θα εξιλεωθούμε για όλα/ ή μαζί θα πέσουμε νεκροί/ με θάνατο να εξαγνιστούμε», εξαφανίζονται στην τελική εκδοχή. Όμως ήταν παρών, με το γνωστό του πάθος, την ατίθαση ορμή του. Θα πει: «Δική  μου η επανάσταση», με τα λόγια αυτά να  επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, από την πίστη του στην εξέγερση του Οκτώβρη έως την προσωπική του εξέγερση πάνω από όλους και από όλα.

Στην πολυσυζητημένη αυτοκτονία του το βιβλίο αφιερώνει (δικαιολογημένα) εκτενές κεφάλαιο, που λειτουργεί σαν χρονικό των τελευταίων ημερών του, με τις διαδοχικές μαρτυρίες όσων τον συνάντησαν να συμφωνούν πως ήταν αλλόκοτος, παράξενος, πέρα από τις συνήθειές του και τις συνήθεις αντιδράσεις του. Και η κατάληξη, ο πυροβολισμός πίσω από την κλειστή πόρτα και το σημείωμα για την τελευταία του πράξη αποχώρησης από μια ζωή στην οποία, όπως γράφει: «δεν έχω διεξόδους». Ο πληθυντικός, αν και αδόκιμος, συνηγορεί για τα διαφορετικά χτυπήματα που δέχθηκε, τόσο στην ιδιωτική του ζωή όσο και στον πολιτικό του βίο. Απόλυτος και ανυποχώρητος σε όλα, δύσκολα συμβιβαζόταν. Ακόμα και για την αξία της ποίησής του, σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια,  δεν ήταν τόσο σίγουρος.

Η Πέππα θέλησε να μας γνωρίσει, όπως λέει, τον δικό της Μαγιακόβσκι, και πιστεύω πως τα κατάφερε. Προσεκτική προσέγγιση, τεκμηρίωση, ιδιαίτερη φροντίδα των στίχων του. Την έκδοση συμπληρώνει φωτογραφικό υλικό, διευκρινιστικές υποσημειώσεις, πλήθος από ντοκουμέντα της εποχής, αλλά και κρίσεις για την προσωπικότητα και το έργο του Μαγιακόβσκι, την απήχηση που έχει σήμερα, και από τις δύο πλευρές, από αυτούς που τον μειώνουν και από αυτούς που ακόμη ελκύονται από το επαναστατικό του πνεύμα. Μια έκδοση πλήρης, ένα έργο που τιμάει με κάθε τρόπο τον εμβληματικό δημιουργό.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

Των λέξεων ξέρω την πυγμή

και τον συναγερμό που αυτές σημαίνουν

δεν είν’ γι’ αυτές, που σε χειροκροτήματα  ξεσπούν τα θεωρεία

Μα είναι αυτές που στ’ άκουσμά τους

τα φέρετρα σηκώνονται και περπατούν

πάνω στα τέσσερα μικρά, δρύινά

τους πόδια

(από τους τελευταίους, ανολοκλήρωτους, στίχους του Μαγιακόβσκι)

 

Κι όμως ο Μαγιακόβσκι στέκει ακόμα. Όσο κι αν το μέλλον φαίνεται να ξεμακραίνει. Με τον δικό του, πέρα από τις λέξεις, λόγο, ακροβατώντας σ’ αυτό το σκοινί της ψυχής, το τεντωμένο πάνω απ’ την άβυσσο. Στέκει ακόμα Φάρος, και σ’ αυτήν τη εποχή της παρακμής, επιμένοντας να φωτίζει τον άγριο ωκεανό της ανταρσίας, του ασυμβίβαστου, της ρήξης, της ανατροπής και της δι’ αυτών δημιουργίας ενός νέου κόσμου, που δικαιώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά  ισόθεο. Αν δεν τον δούμε, αν εγκαταλείψουμε αυτόν τον ωκεανό, «γύρω μας θα ρηχαίνει ο κόσμος, όλο και πιο πολύ, μέχρι που να γίνει βάλτος, και σ’ αυτόν θα μείνουν μόνο βατράχια να κοάζουν ευχαριστημένα». (σσ. 817-818, από το κεφάλαιο «Αντί επιλόγου»).