Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Η ΕΜΜΟΝΗ ANNIE ERNAUX Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη Εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

 

Η ΕΜΜΟΝΗ

ANNIE ERNAUX

Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

Εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η εμμονή» της Ανί Ερνό (κριτική) – «Δεν είναι πια η δική μου επιθυμία, η δική μου ζήλια, σε αυτές τι σελίδες» (bookpress.gr)

 


 

 

Δεν είναι πια η δική μου ζήλια

 

Ό,τι γράφει η Ernaux αφορά ως αρχικό κίνητρο τη δική της ζωή, την επεξεργασία του δικού της παρελθόντος. Επιχειρεί μια αυθεντική επιστροφή στις συνθήκες (αλλά και στη νοοτροπία) που τότε καθόριζαν τη ζωή της, σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο· μια σχέση ισορροπίας ανάμεσα σε αποδοχή και απόρριψη. Με τον τρόπο αυτό, μοιάζει το παρόν να απουσιάζει –μια συγγραφική κατάκτηση από τις δυσκολότερες– ή, έστω να υπάρχει ως ενοχή και ως ανάγκη έκφρασης μέσω της γραφής, επιτυγχάνοντας την ποθητή εξιλέωση. Με τα λιτά αφηγηματικά της μέσα, με τις επιλογές της σε αφηγηματικές τεχνικές, σε γλωσσική μορφή και ύφος, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις (που θα ήταν ίσως δικαιολογημένες μέσα από τη θεματική της), με τη συγκρατημένη γραφή, όπως αρμόζει σε μνήμες που εγκιβωτίζουν και αποκαλύπτουν θεμελιακές συγκρούσεις, θα μπορούσαμε να πούμε πως «διδάσκει» τον ενδεδειγμένο τρόπο προσέγγισης μιας αυτοβιογραφικής λογοτεχνίας, που δεν υποκρύπτει το προσωπικό βίωμα κάτω από μυθοπλαστικές παραποιήσεις/ωραιοποιήσεις αλλά το παρουσιάζει με ευθεία και συχνά ωμή αναφορά σε αυτό. Διαμορφώνει το προσωπικό της βίωμα, έτσι που να εκβάλλει στις ζωές όλων μας, αρχικά με τη αυθεντικότητα του ιδιωτικού βίου, στον οποίο μας επιτρέπει την παρείσφρηση, αλλά κατόπιν ως κοινωνικό σχόλιο που αφορά και αγκαλιάζει ομοειδείς περιπτώσεις. Ανατέμνοντας τα γεγονότα που καθόρισαν τη δική της πορεία, επεκτείνει τη σημασία τους συνεκτιμώντας τις κοινωνικές συνθήκες καθώς και, κυρίως, το ήθος των προσώπων και τις νοοτροπίες που επέδρασαν (αλλά και διαχρονικά εν πολλοίς επιδρούν ακόμη) διαμορφώνοντας το πλαίσιο για τις συγκεκριμένες συμπεριφορές. αποτελώντας μια καταγραφή εποχής, με γεγονότα, πρόσωπα, ατμόσφαιρα και νοοτροπίες. Μείξη του ατομικού με το κοινωνικό, ώστε να αποκαλύπτεται αφενός η αμφίδρομη σχέση που τα διέπει, αφετέρου η ικανότητα της γραφής, εκκινώντας από την προσωπική, ιδιωτικής σημασίας, μνήμη, να φθάνει στη διατύπωση σημαντικού κοινωνικού σχολιασμού. Κάτω από αυτό το πρίσμα, μπορούμε να πούμε ότι κάθε βιβλίο της αφορά ένα πραγματικό γεγονός της ζωής της, που αξίζει να αποτυπωθεί στη γραφή (ίσως ως μια ανάγκη αναμέτρησης με το παρελθόν), και κατόπιν, με τη μορφή συντελεσμένου πλέον συγγραφικού έργου, συνιστά έναν «κοινό τόπο» για όλους εμάς τους αποδέκτες της γραφής της – τόπο κοινής οπτικής, παρόμοιας ή κοινής ίσως μνήμης, εν τέλει τόπο κοινού προβληματισμού. Μια γραφή που, όσο διαφέρει ως μορφή από την κλασική μυθοπλασία, τόσο την προσεγγίζει επιδραστικά ως ουσιαστικό περιεχόμενο.

Η Εμμονή, εστιάζει σε μια ακραία συνθήκη ζήλειας, την οποία βίωσε η Ernaux, όταν μετά από σχέση έξι χρόνων (που διέλυσε με δική της πρωτοβουλία) δεν μπόρεσε να διαχειριστεί την επιλογή του πρώην συντρόφου της να συζήσει με μια άλλη γυναίκα. Χωρίς να γνωρίζει ποια ήταν αυτή η γυναίκα, νόμιζε πως τη συναντούσε παντού, την είχε στοιχειώσει η «άυλη» παρουσία της. Με τη λογική κατανοούσε πως δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα επάνω στη ζωή του και στις επιλογές του, ωστόσο το θυμικό της αδυνατούσε να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα. Η Ernaux, επιστρέφοντας στις τότε συνθήκες, περιγράφει αλλά και αισθάνεται ξανά όλα τα στάδια από τα οποία πέρασε, μέχρι να απελευθερωθεί από αυτή την κατάσταση ηθελημένου «εγκλεισμού» στην εμμονή της, που δεν την άφηνε να ζει μια φυσιολογική ζωή. Όπως και στα άλλα της βιβλία, έτσι κι εδώ, όσο κι αν προέχει το προσωπικό της βίωμα, κατανοείς πως εμμέσως απευθύνει τον λόγο στους άγνωστους ανθρώπους που πιθανόν θα ιδιοποιηθούν τη δική της εμπειρία. Μια συνειδητή γραφή, ειλικρινής απέναντι στον εαυτό της ως προς την αποτύπωση του  βιώματος αλλά και απέναντι στον αποδέκτη της που εν δυνάμει ταυτίζεται μαζί της, καθώς γράφοντας έχει την επίγνωση πως του «ανοίγει» το τοπίο, τη θέα τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Μετατρέπει, εν προκειμένω, τη δική της ζήλεια σε φαινόμενο ζήλειας. Αναλύοντας τον εαυτό της απέναντι σ’ αυτό το ψυχοφθόρο μα και παράλογο συναίσθημα, στην ουσία μιλά για μια κατάσταση (ίσως αναπόφευκτη) των σχέσεων. Είναι ο τρόπος που έχει να καθιστά ενδιαφέρον ένα γεγονός της ζωής της, που ίσως κάτω από διαφορετικές συνθήκες, δεν θα ενδιέφερε κανέναν άλλο εκτός από την ίδια. Εύγλωττο το εξώφυλλο του βιβλίου, με τον καθρέφτη στη θέση του προσώπου.



Χρειάζεται, νομίζω, μια ιδιαίτερη μνεία στη μετάφραση του βιβλίου (στην ουσία το σχόλιο αφορά όλα τα βιβλία της Ernaux, μεταφρασμένα από τη Ρίτα Κολαΐτη). Η λιτότητα των αφηγηματικών μέσων δεν συνεπάγεται και ευκολία στην απόδοση της γραφής αυτής σε άλλη γλώσσα. Ίσα ίσα, πρέπει ο μεταφραστής να εννοήσει πίσω από την απλή λέξη το βαθύτερο νόημα, προκειμένου να μην «προδώσει» τη συγγραφική πρόθεση, και αυτό το έχει επιτύχει στην εντέλεια η ικανή μεταφράστρια. Το κείμενο στην ελληνική του απόδοση «μιλάει» στη γλώσσα μας, γι’ αυτό και εύκολα μπορούμε να εισχωρήσουμε ως «παρείσακτοι» αρχικά στο ξένο βίωμα, κι όμως να το νιώσουμε δικό μας.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Γράφω σημαίνει, πρωτίστως, ότι δεν είμαι ορατή από κανέναν. Άλλοτε, μου φαινόταν αδιανόητο, φρικτό, το να προσφέρω το πρόσωπό μου, το βλέμμα μου, τη φωνή μου –οτιδήποτε συνιστούσε την ιδιαιτερότητα της ύπαρξής μου– στο βλέμμα του οποιουδήποτε στην κατάσταση συντριβής και εγκατάλειψης όπου βρισκόμουν, ενώ σήμερα δεν νιώθω καμιά ντροπή, ούτε καμιά πρόκληση, στο να εκθέσω και να εξερευνήσω την εμμονή μου. Για να πω την αλήθεια, δεν νιώθω απολύτως τίποτα. Προσπαθώ απλώς να περιγράψω το φαντασιακό Κι τη συμπεριφορά αυτής της ζήλιας που ρίζωσε μέσα μου, να μετατρέψω το ατομικό και το ενδόμυχο σε μια ευαίσθητη και καταληπτή ουσία την οποία άγνωστοι άνθρωποι, άυλοι τη στιγμή που γράφω, ίσως να την ιδιοποιηθούν. Δεν είναι πια η δική μου επιθυμία, η δική μου ζήλια, σε αυτές τις σελίδες, είναι, η επιθυμία, η ζήλια· δουλεύω αόρατη. (σσ. 40-41).

 

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Γυναικών τε Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης εκδόσεις Εύμαρος η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Γυναικών τε

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

 εκδόσεις Εύμαρος

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Για το άλλο μισό ενός κοινού ουρανού • Fractal (fractalart.gr)

 

 


Για το άλλο μισό ενός κοινού ουρανού

 

Δύο διαφορετικές όψεις του κόσμου, δύο τρόποι αντίληψης; Θα έπρεπε όλα κοινά να είναι, μια σύγκλιση απόψεων, μια σύμπλευση αγαστή, χωρίς παρακαμπτήριους δρόμους, χωρίς υπεκφυγές, παραποιήσεις, υποκρισίες. Θα έπρεπε να ενδιαφέρει ο άνθρωπος, έτσι όπως (ανεξαρτήτως φύλου) στέκεται ανήμπορος απέναντι σε μηχανισμούς ισοπέδωσης αξιών και καταπάτησης δικαιωμάτων. Κι όμως, αιώνες κοινωνικής διαμόρφωσης και πολιτικής σκοπιμότητας, επίπονη δουλειά των στερεοτύπων μέσα από θεσμούς και σκόπιμες νομικές κατοχυρώσεις, έχουν σμιλέψει περίτεχνα τις πλασματικές αντιθέσεις, τον άκαρπο ανταγωνισμό, και, φυσικά, την ανισότητα. Μια ανισότητα που φαντάζει «φυσική», έτσι όπως ο χρόνος έχει διαμορφώσει τις νοοτροπίες, παντοδύναμες να αντιστέκονται ακόμα κι όταν ο νομοθέτης καινοτομεί και υπερβαίνει τα ειωθότα. Έστω. Απομένουν κάποιες φωνές, συνήθως γυναικείες, να μιλούν για το αυτονόητο. Πιο σπάνια, ακούμε και τη φωνή του «άλλου», από την αντίπερα όχθη, εκεί που τον έχουν τοποθετήσει αιώνες αντιπαλότητας. Και τότε, μια τέτοια κίνηση κάνει τη διαφορά.

Δεν ξαφνιάζει, βέβαια, ότι αυτή η άλλη φωνή ανήκει στον Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, καθώς γνωστή η ευαισθησία του, η τοποθέτησή του πάντα απέναντι στην αδικία. Αφιερωμένη η ποιητική του συλλογή (έκπληξη αυτό ή μήπως, έτσι κι αλλιώς, έχει την ποίηση μέσα του ο ικανός πεζογράφος;) στη γυναίκα.

Πότε ως απρόσωπη (ποια η ανάγκη ονόματος;) διαρκής παρουσία (μάνα, ερωμένη, φίλη) να στοιχειώνει τη ζωή του, να τον οδηγεί από την πιο υψηλή απόλαυση στα πιο απύθμενα βάθη, ξανά και ξανά στο ίδιο ποτάμι, κι ας λέει ο «σκοτεινός» φιλόσοφος πως αυτό είναι αδύνατον, να προσεγγίζεται ποιητικά με μοναδική ευαισθησία.

 

-          Εγώ πάλι θα κοκκινίζω ενώπιόν σου κρατώντας ένα μπουκέτο παπαρούνες, όπως ένα παιδί στη χούφτα του μια πεταλούδα./ Νιώθοντας τα φτερά να σπαρταράνε στην παλάμη του, ώσπου το πέταγμα να μείνει ανάμνηση ενός πετάγματος. […]

-           Κοίτα με, χιλιετίες τώρα που ξεβράζομαι ναυαγός στις εκβολές σου. Δεν ξέρω πώς και γιατί, αλλά κάθε φορά είναι η πρώτη φορά μαζί σου.

 

Πότε, πάλι, με όνομα, να παραπέμπει σε γεγονότα σύγχρονα ή διαχρονικά, σε μύθους ή σε αλήθειες (αν υπάρχει, τελικά, καμία διαφορά).

 

-          Είσαι η Πηνελόπη, η Αριάδνη, η Μαρία Μαγδαληνή, η Παναγιά Παρθένα, η Υπατία, η Ειρήνη η Αθηναία, η Ιωάννα της Λορένης, η Μπουμπουλίνα, η Βαγγελίτσα Κουσιάνζα, η σιδερωμένη Σπυριδούλα, η Μόνικα Γκιουζ, η Γαρυφαλλιά, η Δώρα, η Καρολάιν και η πνιγμένη Ελένη Τοπαλούδη.

 

Κι ανάμεσά τους ένα μνημόσυνο, πιο προσωπικό αυτό, για μια παρουσία που χρειάζεται τη μνήμη για να εξακολουθεί να ζει, έστω στο όνειρο μέσα.

 

-          Θυμάμαι ότι φοβόσουνα τις νύχτες. Ιδού λοιπόν οι πυγολαμπίδες της δικής μου μνήμης. Ελπίζω να φωτίζουν τα σκοτάδια σου.

 


Ίσως το πιο σημαντικό σε τούτον τον ποιητικό λόγο να μην είναι τόσο η μνεία της γυναίκας εν συνόλω, κι ας σπανίζει κάτι ανάλογο. Θαρρώ το πιο σπουδαίο είναι ότι νιώθει τη θέση του αρσενικού απέναντί της, με όλες τις μορφές που μπορεί  να πάρει, τους ρόλους που του έχουν κατασκευάσει, και που τους υπηρετεί, σε έναν κόσμο με ανδρικό το πρόσωπο του θεού του, με μια λογική τεχνηέντως εφαρμοσμένη στη γραμματική της γλώσσας, με την πρόταξη πάντοτε του αρσενικού γένους, ώστε να μην υπάρξει καμία σκέψη πιθανής διαφοροποίησης.

 

-          Κι εγώ δεν είμαι μόνο εγώ.

-          Είμαι ο μάγος της φυλής, ο μύστης των ιερών, ο αρχηγός της κοινότητας, ο αοιδός, ο βασιλιάς της χώρας, ο ιεροεξεταστής, ο εξομολόγος, ο δάσκαλος με τον ξύλινο χάρακα, ο χωροφύλακας, ο ερωτύλος εραστής, ο προστατευτικός αδελφός, ο αυστηρός πατέρας και πάνω απ’ όλα είμαι ο νόμιμος σύζυγός σου.

 

Μέσα σ’ έναν τέτοιο κόσμο ο Χατζημωυσιάδης καταθέτει την ποίησή του. Μια ποίηση που μοιάζει σε κάποια σημεία της με συμπτυγμένο δοκιμιακό λόγο:

 

-          Δεν ξέρω αν ανεπαρκώ εγώ ή αν ανεπαρκούν οι λέξεις ή αν κι οι δυο μαζί ανεπαρκούμε. Όσον αφορά εσένα κι εμένα, πολύ φοβάμαι ότι η αλήθεια θα κείται πάντα παραπέρα.

 

 

Όχι ότι αλλάζει κάτι, η κραυγή παραμένει όπως και η ευαισθησία με την οποία προσεγγίζει το θέμα του. Κι αν αυτή η τελευταία διαπίστωση μοιάζει να μας απομακρύνει από τα ποιητικά πράγματα, έρχεται πάλι ο ποιητής να απογειώσει τις λέξεις του σε ποιητικό σύμπαν.

 

-          Μαζεύομαι στην άκρη φοβισμένος. Ο καταραμένος όφις αρχίζει να ξυπνάει ανάμεσα στα σκέλη μου.

-          Σηκώνεται η αυλαία. Στρέφεις τριγύρω σου το βλέμμα και κοιτάς σιωπηλή. Στέκομαι χιλιετίες τώρα και περιμένω να μιλήσεις.

 

Αλήθεια, η ποίηση μπορεί να μιλήσει με τον καλύτερο τρόπο για τούτη τη σιωπή αιώνων.


Διώνη Δημητριάδου

 

 

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ Ποίημα από το "Μηχανικό μολύβι"

 

 

ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙΑ

Ποίημα από το "Μηχανικό μολύβι"

 


Για να κυλάει η επανάληψη

στις διαδρομές μετρούσαμε

έναν καιρό τα εικονοστάσια

κι ας μη ποτέ σχολιάζαμε ότι

νεκρούς μετράμε

        το διασκεδάζαμε∙

στην ουσία

να δαμαστεί θέλαμε ο χρόνος

ενώ παράλογα μας καταπράυνε

στιγμιαία η στάση του εκεί

καταμεσής της φύσης·

μπονζάι αρχιτεκτονική

κτιστά εδώ ασπρισμένα

ανθεκτικά

εκεί αυθεντικά

από σκουριά

δαντελωμένα

 

(καθένα θα είχε κι από έναν χαμό

ν’ αφηγηθεί

άγνωστων ματαιώσεων ξέφτια

ν’ αναφέρει)

 

 

Τα χρόνια πέρασαν

κι ένα θα πω

στροφή τη στροφή

με συμφιλίωσαν

με την κατάρρευση της πίστης

τα χρονοστάσια

 

"Μηχανικό μολύβι"

(Η φωτογραφία από την Lifo, https://www.lifo.gr/various/ta-eikonostasia 

του φωτογράφου Βασίλη Μακρή, 05/08/2013)

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2023

Emily Dickinson Ποιήματα Εκλογή-Προλεγόμενα-Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Emily Dickinson

Ποιήματα

Εκλογή-Προλεγόμενα-Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

 εκδόσεις Κίχλη

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μια διαφορετική ανάγνωση στην ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον • Fractal (fractalart.gr)




 

Εάν ποτέ ήταν δυνατό

στόμα θνητό να ξέρει

το βάρος το αρχέγονο

της λέξης να προφέρει –

θα συνθλιβόταν απ’ αυτό.

[Εάν ποτέ ήταν δυνατό]

 

Μια διαφορετική ανάγνωση στην ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον

 

Η ποίηση απαιτεί τόλμη, ευθύτητα και αυθεντικότητα, προκειμένου να λειτουργήσει αφενός προς τον δημιουργό της, αφετέρου προς τον αποδέκτη της. Όταν επιχειρεί να «μιλήσει» σε μια νέα γλώσσα, τότε ας δεχθούμε πως και η μετάφρασή της έχει τις ανάλογες απαιτήσεις. Πολύ περισσότερο αν πρόκειται για την εμβληματική Έμιλυ Ντίκινσον στα ικανά (ποιητικά και κριτικά) χέρια του Κώστα Κουτσουρέλη. Μελετώντας την ποίηση της Ντίκινσον και έχοντας επίγνωση πως δεν θα άξιζε να προσφέρει μια ακόμη μετάφραση δίπλα στις πολλές, επέλεξε να πέσει στα βαθιά και να παρουσιάσει μια μετάφραση-μελέτη, μια «άσκηση λόγου», ικανή να ανατρέψει όλα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε για την ποίησή της.

Αφήνοντας στην άκρη όλη τη μυθολογία γύρω από το πρόσωπό της και την «περίκλειστη» ζωή της, άγγιξε τα ποιήματά της με μοναδικό γνώμονα την ποιητικότητα της απόδοσής τους στη νεοελληνική γλώσσα· ακόμα και αν αυτό επέβαλε συχνά την «αλλοίωση» της αρχικής μορφής. Οι περίφημες «παύλες» της, για παράδειγμα, ή άλλα σημάδια που ίσως αποτελούσαν δείγμα πρόχειρης ή βιαστικής γραφής,  (σε κάθε περίπτωση, μιας γραφής γεμάτης από πάθος αλλά, ακριβώς γι’ αυτό,  αναπόφευκτα χωρίς σύστημα) που προοριζόταν για το συρτάρι  ή έστω για να τα δουν λίγοι οικείοι και φίλοι, δεν αποτέλεσαν δεσμευτικό παράγοντα για τη μετάφραση. Αντιθέτως δόθηκε σημασία στον ρυθμό, τη μουσικότητα, τη μεταφορά της ρίμας στα ελληνικά μέτρα, έτσι που να κερδηθεί το στοίχημα κάθε μεταφρασμένου ποιήματος: να λειτουργεί το μετάφρασμα ποιητικά και στη νέα γλώσσα, καθώς αυτό που έχει τη μέγιστη σημασία, μιλώντας για ποίηση κυρίως,  δεν είναι μόνο η πιστότητα των λέξεων αλλά η ποιητικότητά τους, η ακουστική απόδοση της ρυθμικής διαφοράς από γλώσσα σε γλώσσα. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα μορφή της ποίησής της, χωρίς το ανούσιο και περιττό (μα και εντελώς άστοχο)  βάρος μιας ποιητικής οίησης, ενός πνεύματος υψηλής διανόησης, που έτσι κι αλλιώς δεν χαρακτήριζε την ποιήτρια. Φρέσκια, δροσερή, έτοιμη να διαβαστεί από το ελληνικό κοινό σαν μια πρωτότυπη ελληνική ποίηση, καθαρή και απροσχημάτιστη, που βλέπει τον κόσμο αφιλτράριστο.  


Τολμηρός και (ευτυχώς) αιρετικός στις απόψεις του ο Κουτσουρέλης, ανατρέπει τεκμηριώνοντας την πάγια άποψη περί «αγνοημένης ποιήτριας εν ζωή» καθώς και την τοποθέτησή της σε έναν πρώιμο μοντερνισμό. Πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη με εκτενή προλεγόμενα και αρκούντως διευκρινιστικά για τον τρόπο που αντιμετώπισε την περίπτωση της Ντίκινσον και τη μετάφραση των ποιημάτων της, αποδεικνύοντας τη ρηξικέλευθη πρότασή του για την ανάγνωσή τους. Πρωτόγνωρη η απόδοση, πρωτόγνωρη και η ανάγνωση της ποίησης της Ντίκινσον – όσες φορές κι αν έχουμε διαβάσει τα ποιήματά της, όσες θεωρητικές αναλύσεις κι αν έχουμε μελετήσει, τούτη εδώ η μετάφραση διαφέρει και πρωτοτυπεί ως τρόπος προσέγγισης, αφενός εμπλουτίζοντας τη γνώση μας  για την ποιήτρια, αφετέρου (εξίσου σημαντικό αυτό) προσφέροντας τέρψη ξεχωριστή στην ανάγνωση.

Κάποια δείγματα εδώ, που δείχνουν πού έχει ρίξει το βάρος ο μεταφραστής· λόγος που ρέει χωρίς δεσμευτικά προσκόμματα, με ρυθμό και μουσικότητα.

 

 Δεν είδα βάλτους όσο ζω,

 ωκεανούς δεν είδα

 μα ξέρω τι ’ν’ τα ρείκια εγώ

και πώς μοιάζει το κύμα.

 

Δεν μίλησα με τον Θεό,

τον Ουρανό δεν βρήκα

μα τόση πίστη έχω σ’ αυτόν

 που είναι σαν να πήγα.

 [Δεν είδα βάλτους όσο ζω].

 

Δεν ξέρω η Αυγή πότε θα ρθει

 γι’ αυτό την πόρτα έχω ανοιχτή.

 Εκτός κι αν έχει αυτή φτερά

 κι έχει το αέρι πρύμα,

εκτός κι αν πέσει στα νερά

 και φτάσει με το κύμα.

[Δεν ξέρω η Αυγή πότε θα ρθει].

 

Προαίσθημα: μακριά στη χλόη σκιά,

πώς δύει ο δίσκος του ήλιου ένα σημάδι –

στην έκπληκτη τη χλόη μήνυμα

πως άλλο δεν θ’ αργήσει το σκοτάδι.

[Προαίσθημα: μακριά στη χλόη σκιά]

 

Μια «ποίηση ενιαία από την αρχή ώς το τέλος», μια «ακροβασία πάνω στο δίκοπο ξυράφι της συντριβής και της ευδαιμονίας», όπως εύστοχα επισημαίνει ο μεταφραστής. Εν τέλει, μια ποίηση που διαβάζοντάς την ο Έλληνας αναγνώστης θα τη θεωρήσει οικεία, δική του, γνώριμη κι αγαπητή. Και αυτό ας θεωρηθεί το σπουδαιότερο στη σημαντική αυτή εργασία του Κώστα Κουτσουρέλη.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Διώνη Δημητριάδου Θηρίο ή Θεός ― από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

 

Διώνη Δημητριάδου

 Θηρίο ή Θεός ―

από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

η πρώτη δημοσίευση στο ιστολόγιο Στάχτες

Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός ―από την Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου – στάχτες (staxtes2003.com)

 

 


 

Το κενό ανάμεσα

 

Η Διώνη Δημητριάδου μετά την τελευταία της εμφάνιση με τη συλλογή διηγημάτων (Ο βιωμένος χρόνος, ΑΩ, 2017), επανέρχεται με μια νουβέλα. Θηρίο ή θεός. Ο τίτλος της και το περιεχόμενο της επαληθεύει απολύτως τον τίτλο, καθώς πρόκειται για μια υπαρξιακή – φιλοσοφική καταβύθιση, η οποία θέτει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τον συσχετισμό ανθρώπου και υπερβατικού όντος, αλλά και του χώρου που παρεμβάλλεται ανάμεσα, που δεν είναι άλλος από την ανθρώπινη βούληση. Ο λόγος της εναλλάσσεται μεταξύ του δοκιμιακού λόγου και της αφήγησης, ενώ η συμβολή της διακειμενικότητας είναι εμφανής. Η αφήγηση, ρεαλιστική, εναλλάσσεται, κυρίως μεταξύ α΄ και γ΄ προσώπου, ωστόσο υπάρχουν και στιγμές που η απεύθυνση στοχεύει συγκεκριμένα και προσδίδει στο κείμενο αρετές και στοιχεία από τον εσωτερικό μονόλογο.

 

Ο αφηγηματικός χρόνος ακινητοποιείται συχνά, κάτι που ομολογεί και ο ίδιος ο χαρακτήρας στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου λέγοντας, «Η δράση απουσίαζε για καιρό…». Άλλωστε, η υπαρξιακή καταβύθιση του ήρωα, ελάχιστα επιτρέπει την μετατόπισή του, καθώς κινείται ανάδρομα και κυκλικά γύρω από στοχασμούς, καθώς βυθίζεται σ’ έναν κόσμο «…που όλο και περισσότερο μοιάζει ξένος και άγνωστος…», όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο. Τα αφηγηματικά πρόσωπα, εισάγονται εναλλάξ στον πρόλογο, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για τη ροή που θα ακολουθήσει, εντός της οποίας παρεμβάλλονται πέντε δοκιμιακά σχεδιάσματα.

 

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, και συγκεκριμένα, ο ένας επιπλέον δρων χαρακτήρας, ο πιστός φίλος του ήρωα, του Ευγένιου, ο Γεράσιμος, αλληλεπιδρούν κυρίως ως από μηχανής θεοί, ενώ η απώλεια έχει όνομα και φύλο και σίγουρα δεν συνδέεται με συγγένειες εξ αίματος. Αντιθέτως, ο ήρωας κατατρώγεται από την απώλεια της συντρόφου του, κάτι που ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του, όπως αυτός διαμορφώνεται, αφού, για εκείνον, η έννοια του σχετίζεσθαι αφορά την ουσία της ύπαρξης. Η μοναξιά αποτελεί πια επιλογή και εντός της λαμβάνει χώρα η υπαρξιακή σύγκρουση η οποία τον οδηγεί και στην καταγραφή των στοχασμών του. Έτσι σ’ ένα καθαρό αστικό τοπίο, ο Άνθρωπος – ήρωας καταλήγει συνειδητά μονήρης και κλείνεται σ’ έναν κόσμο εντός του οποίου, «…μπορεί η φαντασία να είναι πιο ενδιαφέρουσα από την παραγματικότητα…»

 

Πρόκειται λοιπόν για μια εναλλαγή μεταξύ ενός εσωτερικού μονολόγου και τριτοπρόσωπης αφήγησης,  ενώ το αφηγηματικό πλάνο συμπληρώνεται από τη συγγραφή δοκιμιακών σχεδιασμάτων, συμπληρώνοντας την αφήγηση, αν και ακόμα και τα αφηγηματικά μέρη φέρουν και τον χαρακτήρα της δοκιμιακής γραφής. Ο ήρωας εισέρχεται όλο και βαθύτερα σ’ ένα εσωτερικό ταξίδι, από το οποίο, ίσως ενδόμυχα αναμένει απαντήσεις, ίσως και όχι. Ταυτίζεται με την τραγικότητα του Οιδίποδα, καθώς οι στοχασμοί του θα τον οδηγήσουν στο μαντείο των Δελφών και την ματαιότητα της αναμονής ενός χρησμού προς απάντηση σε ένα ερώτημα, το οποίο φαίνεται πως δεν απαντήθηκε ποτέ. Η αποστασιοποίηση, ό,τι κοινωνικά τον προσδιορίζει, τον περιθωριοποιεί, και τον εξομοιώνει άλλη μια φορά με ό,τι αντιπροσωπεύει τον Οιδίποδα. Καθώς, όπως κι εκείνος, βαδίζει μόνος σε έναν δρόμο όπου η μοναξιά ισούται με την επίτευξη ενός δημιουργικού στόχου, με την απώλεια, και τον αυτοεγκλεισμό.

 

Η αναζήτηση του θεού, φιλοσοφικές σκέψεις για τη συνομιλία με το θείο, με όσα θεωρούμε αμαρτήματα, οι υπαρξιακές αγωνίες, και το πως και αν ο άνθρωπος, χαϊδευτικά, παρασύρεται σε μια εσωτερική τακτοποίηση της συνείδησής του, αναζητούνται και στα έργα συγγραφέων που προηγήθηκαν, καθιστώντας το διακείμενο απαραίτητο για την εδραίωση των φιλοσοφικών αναζητήσεων του Ευγένιου.

 

«Μονήρης, μοναχικός και αναπόφευκτα μόνος.», ο ήρωας της Διώνης Δημητριάδου, σκιαγραφεί την ιδιότητα ή ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του κάθε γράφοντος. Και καθώς ο αφηγηματικός χρόνος ξεδιπλώνεται ημερολογιακά με δοκιμιακό χαρακτήρα πάντα,  ο φιλοσοφικός εγκλεισμός διεισδύει όλο και βαθύτερα στην υπαρξιακή αναζήτηση.  Η μνήμη και η αιωνιότητα, ακόμα και η καταφυγή στην ψευδαίσθηση, μέσω της ενασχόλησης με ό, τι μπορεί να λειτουργήσει ως αποτύπωση του τοπίου εντός μας, όπως η φωτογραφία, η ποίηση, ένα Καρυωτακικό τοπίο όπου «…η καταφυγή δίνει την ψευδαίσθηση μιας προστασίας…» (σελ. 35) τον οδηγούν όλο και βαθύτερα στην άρνηση της κοινωνικότητας και στην απομόνωση.

 

Ο Ευγένιος θα επικαλεστεί και τον Αριστοτέλη προκειμένου να αναζητήσει απαντήσεις σχετικά με Μοίρα, την ανώτερη βούληση του κόσμου. Πόσο εκούσια είναι η κάθε πράξη μας, πόσο συμμετέχει η σκέψη και πόσο αξεπέραστα εμπλεκόμενος είναι ο ρόλος αυτού που ονομάζουμε πεπρωμένο; Και όσο ο Οιδίποδας προχωρά στη δική του μοίρα, ο Ευγένιος βαδίζει προς τη δική του εθελούσια έξοδο. Καθώς η Μοίρα αποφασίζει για ό,τι είναι προγραμματισμένο να συμβεί και το θείο δεν θα επιτρέψει σε κανέναν, ούτε και στον Οιδίποδα να παρεκκλίνει από όσα είναι συμφωνημένα. Εκείνος πήρε στα χέρια του την τιμωρία του, υψώνοντας την ανθρώπινη βούληση. Ο Όμηρος και Καβάφης συνηγορούν.

 

Ο Ευγένιος, όνομα, ίσως, συμβολικό, καταργεί τον χώρο ανάμεσα στο θείο και στον Θεό. Τολμά να περικλείσει εντός του, νοήματα που ανυψώνουν τη φύση του Ανθρώπου,  αρνείται να αποκοιμίσει τη συνείδησή του, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τις ημέρες του με τον συμπληρωματικό τίτλο «όσο είμαι ακόμα εδώ». Στην τελευταία του ημερολογιακή καταγραφή, ο ήρωας προοιωνίζει ένα τέλος, αναφέροντας «εγώ ακόμα εδώ, για πόσο όμως;» το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί καν ακούσιο. Κάτι, σαν την ανάλυση περί τραγικής ειρωνείας, η οποία περιέχεται και στο β΄ σχεδίασμα, αν και στην προκειμένη περίπτωση ήρωας και θεατής είναι το ίδιο πρόσωπο. Μοιάζει σαν να σκηνοθετεί το τέλος του και ο αναγνώστης συμμετέχει αναμένοντας κάτι που ενδόμυχα ήδη γνωρίζει.

 

Ο Άνθρωπος για τον Άνθρωπο, λοιπόν; Και ο Θεός; Και το κενό ανάμεσα; Και οι ρωγμές που προσκαλούν τα απωθημένα; Οι μνήμες; Η συγγραφέας συνδιαλέγεται με την αριστοτελική άποψη περί ανάγκης της  ένταξης του ανθρώπου σε ένα κοινωνικό σύνολο, ωστόσο ο ήρωάς της αδυνατώντας να αποκοπεί από το παρελθόν, τείνει να ταυτιστεί «με την καβαφική διατύπωση της ασύμπτωτης συνύπαρξης με τους πολλούς», (σελ. 85), καθώς βουλιάζει στην ανυπαρξία, καθώς οι μνήμη ταυτίζεται με τον πόνο και τη θλίψη της απώλειας. Συμφιλιώνεται με την ιδέα του μη όντος, την ταυτίζει με το τέλος του πόνου, ωστόσο, γνωρίζει πως εκείνο το κενό ανάμεσα, υφίσταται για να θυμίζει όλα όσα δεν μπορεί να γνωρίζει ως άνθρωπος.

 

Για τούτο, δεν θα βάλει τελεία. Ένα [ή] διαζευκτικό στον τίτλο Θηρίο ή Θεός και τρία αποσιωπητικά ως επωδό της πρωτοπρόσωπης αφήγησης αποτελούν και την πεμπτουσία της υπαρξιακής αναζήτησης της συγγραφέως δια στόματος του ήρωά της. Ο Θεός έπρεπε να δώσει στον Άνθρωπο την ελευθερία να επιλέξει τη δική του πορεία, ίσως και το δικό του τέλος, τη δική του ζωή._

 

©Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

 

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ANNIE ERNAUX ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

 


ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ
ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

ΓΙΑ ΤΗΝ ANNIE ERNAUX ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

Την Πέμπτη, 14 Δεκεμβρίου 2023, στη Λέσχη μας, με τα μέλη μας και πολλούς νέους φίλους, συζητήσαμε το βιβλίο της Annie Ernaux «Το γεγονός», (εκδ. Μεταίχμιο). Ένα βιβλίο που προκάλεσε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη θεματική του αλλά και τον τρόπο γραφής της βραβευμένης με Βραβείο Νόμπελ συγγραφέως.






Η επόμενη συνάντησή μας ορίζεται για την 25η Ιανουαρίου 2024. Θα υποδεχθούμε την Ελένη Πριοβόλου για να συζητήσουμε μαζί της το μυθιστόρημά της «Το δέντρο με τις φωλιές» (εκδ. Καστανιώτη). Οι συναντήσεις μας είναι ανοιχτές σε όλους τους φίλους της καλής λογοτεχνίας.


Οι συντονίστριες της Λέσχης
Διώνη Δημητριάδου
Δήμητρα Καραχάλιου

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2023

Οι τίμιοι ψεύτες Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου Ελευθερία Θάνογλου ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Οι τίμιοι ψεύτες

Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου

Ελευθερία Θάνογλου

 ΑΩ εκδόσεις

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Πώς παίζεται το παιχνίδι • Fractal (fractalart.gr)


 

Πώς παίζεται το παιχνίδι  

Παρακολουθώ την ποίηση της Θάνογλου από την πρώτη της συλλογή (Πέντε εποχές του κόκκινου, Πικραμένος, 2017) με τις κόκκινες χρωματικές απολήξεις του έρωτα, αλλά και τις επόμενες (Αναπαράσταση, Πικραμένος, 2019, και Ο θάνατος των πτηνών, ΑΩ, 2021), όταν η θεματική του θανάτου με τα γκρίζα χρώματα πήρε τη θέση του αιμάσσοντος ερωτικού στοιχείου, σαν να ήταν μια φυσική συνέχεια. Καθώς η μία συλλογή διαδεχόταν την άλλη, η ποιήτρια έμοιαζε να ωριμάζει στις αναζητήσεις της όλο και περισσότερο. Ήταν θαρρώ, σχεδόν αναπόφευκτο, έτσι που συνέδεε εσωτερικά τις έννοιες, να εστιάσει κάποια στιγμή στην κορυφαία αντίστιξη, αυτή του κωμικού με το τραγικό, τις δύο όψεις ενός και του αυτού, σε αρμονική συνύπαρξη. Στην πρόσφατη συλλογή της, με τον τίτλο να υπογραμμίζει τις φαινομενικά αντιθετικές έννοιες σε σχήμα οξύμωρο (Οι τίμιοι ψεύτες) αλλά και τον υπότιτλο (Μια τραγική ιστορία ενός κωμικού ανθρώπου), παρουσιάζει  μια ποίηση που εκκινεί από την υπαρξιακή θεματική, προχωράει στον πολιτικό προβληματισμό για να εκβάλει «φυσικώ τω τρόπω» ξανά στο μέγα ερώτημα της ύπαρξης, τη σχέση ζωής και μη-ζωής. Έχει ενδιαφέρον η «συμφιλίωση» με τη μη-ζωή, όπως μέσα σε πέντε μόλις στίχους μοιάζουν όλα να έρχονται στη φυσική τους θέση: Αυτή η συνεχόμενη αντίσταση/ στον θάνατο,/ η μη παράδοση στο φυσικό του τέλους,/ μοιάζει κάποτε με απομάκρυνση/ από τον αρχικό μας ρόλο. («Με την κίνηση της πέστροφας».

Μια ποίηση που γεφυρώνει τον ιδιωτικό χώρο με τον κοινωνικό και τον πολιτικό, παραμένοντας αλώβητη στην αρχική της ιδέα: ο άνθρωπος με τον εαυτό του, με τον χώρο του, με τον χώρο επέκεινα· τελικά, ο άνθρωπος: Χωρίς συναίσθηση περί τυφλότητας/ βαδίζουμε ολοένα·/ κι αυτό το δάσος που μέσα του ριχτήκαμε/ μακραίνει κάποτε δραματικά.// Άραγε,/ πούθε τελειώνουν τα δέντρα;/ Πούθε τελειώνει τ’ ανθρώπου το χνάρι;/ Πούθε τελειώνει ο άνθρωπος;// Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο. («Τα πεύκα θροΐζουν ακόμη μ’ έναν αρχαίο τρόπο»).

Η Θάνογλου προσεγγίζει την πολιτική φύση του ανθρώπου χωρίς περιστροφές, χρησιμοποιώντας τα αντιθετικά σχήματα, προκειμένου να φανεί το καλυμμένο ψεύδος (εκεί που χάριν της επιφανειακής τιμιότητας πλέον εξαντλούνται όλες οι προφάσεις)· ο τρόπος που αντιμετωπίζει την πολιτική ποίηση χρειάζεται πότε τον καθαρό λόγο και πότε τον μεταφορικό, συχνά τους δυο μαζί: Οι φυλακές χρειάζονται/ χιλιάδες σίδερα για να γίνουν// οι πολιτικοί χρειάζονται/ χιλιάδες λέξεις για να πείσουν// τα νεκροταφεία χιλιάδες μάρμαρα/ για να λαμποκοπά πάνω τους η βροχή. («Ανάγκες»).


Και μοιάζει να δείχνει πώς άρχισε το κακό, από ποια οικογενειακή εστία ακολουθώντας τις στερεότυπες, παγιωμένες αντιλήψεις (και στα παιδιά μας μάθανε πώς παίζεται το παιχνίδι, «Τυφλόμυγα»), χτίζεται αργά μα σταθερά η υπακοή, η συντήρηση, η υποταγή, η τυφλότητα, το ψεύδος εν είδει τίμιας και ηθικής στάσης· όλα στην ίδια ρότα, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας – κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα θελήσει (από απόγνωση ή από αποκοτιά) να ακροβατήσει σε τεντωμένο σχοινί, χωρίς δίχτυ ασφαλείας: Γεγονός είναι τέλος/ πως το μόνο σχοινί που διέθετε το σπίτι μου/ για ακροβασίες/ ήταν το σχοινί του κρεμασμένου. («Το σχοινί»).

Ίσως μόνον η ποίηση μπορεί, έχει τη δύναμη εννοώ, να μιλήσει αποστομωτικά για όλα αυτά, χωρίς να αναμένει ούτε συναίνεση ούτε αντίλογο, γιατί όλα τα έχει μέσα της, ακροβατώντας πότε από δω πότε από κει, εκφράζοντας με κάθε τρόπο το ανείπωτο. Η Θάνογλου το γνωρίζει αυτό, έτσι κυκλοφορεί ποιητικά στο σκληρό τοπίο με την άνεση της καλής ποιήτριας. Διαλέγω για το τέλος το έξοχο πεζόμορφο μα σε ποιητικό ρυθμό «Ο διάλογος» που γεφυρώνει το παράλογο με το λογικό, αναδεικνύοντας ποιο από τα δύο κερδίζει στα σημεία: Είχε τη συνήθεια να παραμιλάει μοναχός του. Τούτη η συνήθεια δεν τον άφησε ούτε όταν θάβανε τον μικρότερο αδερφό του. Όσοι το πρόσεξαν κατά τη θλιβερή ώρα της κηδείας, είπαν πως ήτανε βαθιάς στεναχώριας σύμπτωμα.// Μα ένα αγόρι πεντάχρονο, υποβασταζόμενο από χέρια πατρικά πάνω από του θανάτου το χωματένιο βάραθρο, κατάλαβε πως για πρώτη φορά ίσως τούτος ο παράξενος και μισότρελος γι’ άλλους άντρας δεν παραμίλαγε μα είχε ανοίξει διάλογο με τ’ ‘ανοικτόν στόμα’ του μνήματος, και μάλιστα του εφάνη κάποια στιγμή πως ο νεκρός σάλευε, γλώσσα ζωντανή, μέσα σε κάκοσμο στόμα.

Στο εξώφυλλο (έργο της Τίνας Κόντογλη, με τον εύγλωττο τίτλο Inside out) το σκοτεινό μαυροκόκκινο πρόσωπο, δαιμονικό ή γήινο, ποιος ξέρει, αλήθεια τα όρια ανάμεσα στα δύο.


Διώνη Δημητριάδου

Γιάννης Ξανθούλης Μαρινέλλα Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια εκδόσεις Διόπτρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Γιάννης Ξανθούλης

Μαρινέλλα

Οι νύχτες που έγιναν μεσημέρια

εκδόσεις Διόπτρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Γιάννης Ξανθούλης: «Μαρινέλλα» (diastixo.gr)


 

«[…] ξανοιγόμασταν στα εσώτερα μιας βιογραφίας που δεν ήταν ακριβώς μονόλογος. Ούτε βιογραφία, γιατί την αντιμετώπιζα μεν ως ιστορικό πρόσωπο, που όμως με τσιγκλούσε να θυμηθώ κι εγώ δικά μου παράλληλα γεγονότα, αν και έχουμε εννιά χρόνια διαφορά». (σ. 1).

Πράγματι, ο Γιάννης Ξανθούλης γράφει ένα κείμενο που ούτε βιογραφία το λες ούτε, όμως, και μυθοπλασία, στα πλαίσια των χαρακτηριστικών του είδους. Ούτε είναι εύκολο να περικλείσει σε ένα βιβλίο μια ζωή-ποταμό, όπως αυτή της Μαρινέλλας, πολύ περισσότερο αν όσα προσπαθεί να αποτυπώσει στον γραπτό λόγο συμπλέκονται με δικά του ενθυμήματα. Όπως υπογραμμίζει ο ίδιος: «Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με δικό μου μυθιστόρημα». Το αποτέλεσμα είναι μια χειμαρρώδης αφήγηση που, ξεπερνώντας αναπόφευκτα τη γραμμική χρονική ακολουθία, ξανοίγεται σε μια «τοιχογραφία», όπου οι εικόνες μπερδεύονται γλυκά και αγαπητικά. Όσο για τα γεγονότα αυτά καθεαυτά, συγκροτούν τελικά μια ζωή πολύ ενδιαφέρουσα και, παράλληλα, σκιαγραφούν μια εποχή που πλαισιώνει στο φόντο με τα δικά της μέτρα όλη την ιστορία – η μικρο-ιστορία της προσωπικής ζωής απολύτως δεμένη με τη μεγάλη ιστορία των σημαντικών γεγονότων του συλλογικού βίου.

Σκέφτομαι πως μόνον ένας «μάγος» της αφήγησης –ας μου επιτραπεί ο όρος που μοιάζει υπερβολικός, χωρίς ωστόσο καθόλου να είναι– θα μπορούσε να βυθιστεί σε μια ζωή τόσο πλούσια σε γεγονότα αλλά και σε ανατροπές, να το γεμίσει από τις συνήθεις του παρεκβάσεις γεμάτες από δικά του προσωπικά βιώματα και μνήμες, κι όμως στο τέλος το κείμενό του (η συγγραφική ή η δημοσιογραφική φωνή) να βγει αλώβητο, αυθεντικό, με δύο όψεις συμπλεκόμενες ιδανικά, από τη μια η Μαρινέλλα ως άνθρωπος και ως «ντίβα» και από την άλλη ο ίδιος ο γράφων άλλοτε ως ακροατής και άλλοτε ως δημιουργός/συγγραφέας – κι άντε εσύ τώρα να τα ξεχωρίσεις αυτά τα δύο. Αλλά και γιατί να τα ξεχωρίσεις; Η «μαγεία» αυτής της αφήγησης έγκειται ακριβώς στο δισυπόστατο της μορφής της. Άλλωστε, αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε ανάγνωση; Ο αναγνώστης «συμμετέχει» διεμβολίζοντας όσα διαβάζει με τα δικά του πράγματα. Έτσι κι εδώ, μοιάζει ο Ξανθούλης να παίρνει τη θέση του κάθε αναγνώστη και να προσθέτει τη δική του ματιά (μα κυρίως μνήμη)  σε όσα κουβεντιάζοντας χαλαρά τα μεσημέρια τού αφηγείται η Μαρινέλλα.



Και δεν είναι καθόλου λίγα, καθώς η αφήγηση εκτείνεται από τα παιδικά της χρόνια (όταν ακόμη ήταν Κυριακή Παπαδοπούλου) τα μεταπολεμικά και δύσκολα, φθάνοντας μέχρι το σήμερα. Από τις πρώτες θεατρικές της απόπειρες (πάντα αγαπούσε το σανίδι και αργότερα το πάλκο), τις πρώτες τραγουδιστικές εμπειρίες, τα αξεπέραστα ντουέτα της με τον Καζαντζίδη μέχρι το ξετύλιγμα μιας μοναδικής καριέρας ως έξοχη σολίστ του τραγουδιού – μια φωνή που τη θαύμαζες πίσω από τη φωνή του Στέλιου για να αποδείξει σιγά σιγά πως άξιζε κάτι περισσότερο, κάτι περισσότερο της χρωστούσε το τραγούδι. «Έχω όμως την αίσθηση πως ήδη από τότε η Κυριακή Παπαδοπούλου –χωρίς να το ξέρει, ίσως απόλυτα – είχε επιλέξει λόγω  του ταμπεραμέντου της αλλά και τη ανάγκης, να παρακάμψει το μεγαλύτερο  οροπέδιο του μικροελλεδικού μας παραδείσου και της αβάσταχτης ελαφρότητας. Γιατί; Γιατί έπρεπε να συλλαβίσει το δικό της αλφάβητο, βάζοντας συχνά το ωμέγα πριν από το άλφα και το βήτα». (σ. 12). Ταυτόχρονα, πίσω από τη λαμπερή της παρουσία ξετυλίγεται και η ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, με τα πρόσωπα, τις εταιρείες, τα συγκρουόμενα συμφέροντα, μνήμες ατελείωτες συγκινησιακά φορτισμένες. 

Και δίπλα σε όλα αυτά, πίσω από τη «φωνή» η γυναίκα με την ιδιαίτερη τόλμη, τόσο στις επιλογές της εμφάνισής της όσο και στον τρόπο της ζωής της, στις σχέσεις της, δοσμένη στον έρωτα και το πάθος, γνωρίζοντας ωστόσο πότε μια σχέση πρέπει να διαλυθεί για να μην την καταπιεί ολόκληρη. «Δέκα χρόνια εγκλωβισμένη στους κανόνες του πάλκου, στην περίφημη “καρέκλα” δίπλα στον άντρα της, τόση μοιρασιά τραγουδιών, τόσα βινύλια…» (σ.80).

Παρακολουθώντας τη σπουδαία πορεία του Γιάννη Ξανθούλη για πολλά χρόνια (πάνω από σαράντα) στη μυθοπλασία, ίσως είχαμε ξεχάσει πόσο καλός δημοσιογράφος είναι –κι ας μην το παραδέχεται τόσο ο ίδιος– όχι επειδή ακολουθεί τη δημοσιογραφική δεοντολογία (αυτό ας θεωρηθεί εκ των ων ουκ άνευ) αλλά επειδή καταφέρνει να μεταποιήσει μια συνέντευξη (ας την ονομάσουμε έτσι ψυχρά αρχικά) από ανούσια παράθεση πληροφοριών σε κουβέντα φιλική που επιτρέπει να βγουν τα ’σώψυχα του προσώπου που έχει απέναντί του, να μεταβάλει μια αφήγηση ζωής σε εξομολόγηση, να «χτίσει» μια ολόκληρη εποχή και μέσα της να τοποθετήσει  απολύτως φυσικά το πρόσωπο αυτό, χωρίς να λησμονήσει και την επέκταση στα δικά του βιώματα,  όπως τονίστηκε παραπάνω.  Και, μέσα στην πληθώρα των μηνυμάτων που στέλνει στον αναγνώστη του, άλλοτε ξεκάθαρα και άλλοτε κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι, πάντα να ρίχνει το φως στο θέμα του, τη λαμπερή παρουσία της ντίβας του ελληνικού τραγουδιού – πότε να την απογειώνει μεταφέροντας τις μνήμες από τους θριάμβους της, και πότε να τη φέρνει στα μέτρα μιας απλής γυναίκας που κουβεντιάζει φιλικά για όσα θυμάται να την πονάνε ακόμη. Ένας συνδυασμός, που και η ίδια τον δέχεται: «Σήμερα, αν έχει κάποια σημασία ο χρόνος, μπορώ να είμαι ευχαριστημένη, όσο κι αν η ζωή μου είχε τις γκριζάδες της. Καλοδεχούμενο και το γκρίζο, αν μπορείς να το συνδυάσεις με κάτι φωτεινό… » (σ. 247).

Γήινη και φωτεινή, η Μαρινέλλα, όπως μας τη συστήνει η γραφή (και η ματιά) του Ξανθούλη, διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής της, κι έρχεται αυτό το βιβλίο να δείξει πως έχει ακόμη μπροστά της χιλιόμετρα. «Εσύ το είπες εξάλλου και, μιλώντας μαζί σου όλον αυτόν τον καιρό, όλα τούτα τα ξεχωριστά μας μεσημέρια, το εμπέδωσα απολύτως». «Τι είπα; Θύμισέ μου…» «Είπες: “Τραγουδάω εξήντα τόσα χρόνια, αλλά ποτέ δεν ένιωσα ότι έκλεισα τον κύκλο μου και δεν είπα φτάνει. Όταν το αποφασίσω, θα είναι το πιο ήσυχο φευγιό που θα υπάρχει”. Σωστά;» «Σωστά!». (σ. 248).

 

Διώνη Δημητριάδου