Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Δύο επιλογές από την ξένη πεζογραφία: - Thomas Hardy Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ -Hugues Pagan Χαμένο προφίλ -η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Δύο επιλογές από την ξένη πεζογραφία
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 
https://www.fractalart.gr/pagan-hardy/




-         Thomas Hardy

Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ

(η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου με χαρακτήρα)

Μετάφραση –Προλογικό σημείωμα: Τόνια Κοβαλένκο

Εκδόσεις Gutenberg



-         Hugues Pagan
Χαμένο προφίλ
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις Πόλις







Thomas Hardy

Ο δήμαρχος του Κάστερμπριτζ

(η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου με χαρακτήρα)

Μετάφραση –Προλογικό σημείωμα: Τόνια Κοβαλένκο

Εκδόσεις Gutenberg  







Στην εξαιρετική σειρά Orbis Literae των εκδόσεων Gutenberg, έχουμε συναντήσει αριστουργήματα της κλασικής λογοτεχνίας. Δεν μας εκπλήσσει επομένως η επιλογή του έργου του  Thomas Hardy, που συνιστά στη μυθοπλασία του 19ου αιώνα μια μεταφορά του τραγικού τοπίου, όπως το γνωρίζουμε από την αρχαιοελληνική τραγική ποίηση. Ο ήρωας υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα, έτσι όπως ορίζονται από τον θεϊκό κανόνα, και βρίσκεται σε χώρο όπου ούτε ως άνθρωπος μπορεί να σταθεί ούτε ως θεός. Ο Μάικλ Χέντσαρντ, που σε παροξυσμό μέθης θα πουλήσει τη γυναίκα του και το παιδί του σ’ έναν ναυτικό, θα κατορθώσει να γίνει πολίτης σεβαστός, ακόμη και να ανέλθει στο ύπατο αξίωμα για την τοπική κοινωνία, να γίνει Δήμαρχος. Μετανιωμένος για την πράξη του θα υποβάλει τον εαυτό του στη διαδικασία μιας αυτοτιμωρίας ζώντας μια ζωή με αυτοπεριορισμούς και εγκράτεια. Δεν αρκεί, ωστόσο, αυτή η δικαιοσύνη με τα προσωπικά μέτρα. Η Μοίρα, απλώνοντας την εξουσία της πάνω και σε θεούς και σε ανθρώπους κατά την αρχαία δοξασία, ζητά να πληρωθεί το αμάρτημα που διατάραξε την αρμονία του κόσμου. Το παρελθόν θα επιστρέψει διεκδικώντας τη δίκαιη μοιρασιά, ώσπου να έλθει η πτώση του υβριστή. Ο αναγνώστης καθίσταται συμμέτοχος του δράματος, όπως ακριβώς και ο θεατής της αρχαίας τραγωδίας. Παρακολουθεί τις δραματικές ανατροπές στη ζωή του ήρωα, αισθανόμενος τον «φόβον» και τον «έλεον» γι’ αυτόν που «περιπίπτει» στις αιφνίδιες εναλλαγές της τύχης του επιβεβαιώνοντας την απαραίτητη δραματουργικά αριστοτελική «περιπέτεια». Και όταν με το τέλος της ιστορίας του Hardy επέρχεται η «κάθαρση», ο αναγνώστης νιώθει την ηρεμία της αποκατασταθείσας τάξης. Η «ύβρις» πληρώθηκε. Ένα κλασικό έργο που αποδεικνύει τη διαχρονική του ομορφιά και αξία, αλλά και την επιβίωση των αρχετυπικών  μορφών μέσα από τη μεταφορά τους στη σύγχρονη γραφή – ένας Οιδίπους του 428 π.Χ. μεταποιημένος για τις ανάγκες ενός μυθιστορήματος που πρωτοείδε το φως της έκδοσης το 1886.





Hugues Pagan
Χαμένο προφίλ
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις Πόλις






Στην ατμόσφαιρα του κλασικού νουάρ μυθιστορήματος επιστρέφει ο Hugues Pagan, μετά από πολύχρονη απουσία, και μας δίνει το Χαμένο προφίλ,  μια ιστορία του αστυνόμου Σνεντέρ σε υπόκωφους τόνους και χαμηλούς φωτισμούς, ικανό σκηνικό για να μας μεταφέρει σε έναν κόσμο ανίας, κούρασης και τελικά απελπισίας. Η φθορά των προσώπων και του κοινωνικού ιστού, μια σύνθεση αντιθέσεων που δεν οδηγεί σε νέα δημιουργία αλλά σε επιβεβαίωση της κατάρρευσης. Σχέσεις αμοιβαίας ανοχής που καλύπτουν εγκληματικές ενέργειες. Διαφθορά, διαπλοκή και συγκάλυψη. Ο Pagan υπερβαίνει τα όρια ενός τυπικού αστυνομικού μυθιστορήματος, καθώς η αστυνομική πλοκή αποτελεί το όχημα, το επιφανειακό πρώτο επίπεδο της γραφής του. Διατηρώντας την απαραίτητη εναλλαγή του σκηνικού, τον αιφνιδιασμό και την ανατροπή ως δομικά στοιχεία της πλοκής, στρέφει την προσοχή του στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων αναδεικνύοντας την ιδιόμορφη ψυχοσύνθεσή τους, απολύτως απορρέουσα από τη βαριά και απαισιόδοξη ατμόσφαιρα. Παρουσιάζοντας τα κοινωνικά πλαίσια των συμπεριφορών θέτει ερωτήματα ηθικής τάξης: μπορεί να ανακάμψει από τη διαφθορά αυτός ο κόσμος; Αρκεί το ηθικό ανάχωμα κάποιων λίγων για να αποτραπεί η κατάρρευση ή κάθε προσπάθεια αποβαίνει αναποτελεσματική αλλά και ψυχοφθόρα για τους μοναχικούς, όπως ο Σνεντέρ, «ήρωες»; Κατ’ αυτό τον τρόπο το αστυνομικό νουάρ εξελίσσεται σε ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα χαρακτήρων και καταστάσεων καταξιώνοντας τη συχνά παρεξηγημένη αστυνομική λογοτεχνία ως καθαρή λογοτεχνία. Η επιστροφή του στυλίστα της γραφής Hugues Pagan ευτύχησε στις πολύ προσεκτικές, ως προς τις επιλογές και τον τρόπο παρουσίασης, εκδόσεις Πόλις.


Διώνη Δημητριάδου






Άι Ογκάουα, Τα αιρετικά παραμύθια – ανθολόγιο ποιημάτων εκδόσεις Βακχικόν μετάφραση: Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου γράφει η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη η πρώτη δημοσίευση στο nakasbookhouse


Κριτική βιβλίου 
Άι Ογκάουα, Τα αιρετικά παραμύθια – ανθολόγιο ποιημάτων
 εκδόσεις Βακχικόν
μετάφραση: 
Βαγγέλης Αλεξόπουλος, Διώνη Δημητριάδου


γράφει η Σοφία Πολίτου-Βερβέρη

η πρώτη δημοσίευση στο nakasbookhouse
https://www.nakasbookhouse.gr/content/paroysiasi-kritiki-vivlioy-ai-ogkaoya-ta-airetika-paramythia-anthologio-poiimaton-ekdoseis?fbclid=IwAR1lkI2qIflkcB6pYKN4x1lIFAlXmWSjLl3QUMUyK01a-f20IaHi9yvQ6FY







Ποτέ μη λες ποτέ! Και να, που μου δίνεται η ευκαιρία να καταπιαστώ με ένα βιβλίο ποίησης των εκδόσεων Βακχικόν, πλούσιο και μοναδικό σε όλα.
Οι εκδόσεις Βακχικόν, μιας από τις σημαντικότερες εκδόσεις στον χώρο της ποίησης, ελληνικής και μεταφρασμένης, μας παρουσίασαν την, πολυφυλετικού υπόβαθρου, ποιήτρια Άι Ογκάουα, μέσα από ένα ανθολόγιο ποιημάτων με τον τίτλο Τα αιρετικά παραμύθια. Και είναι τέτοια πράγματι η ποιητική δουλειά της. Ανορθόδοξη, τολμηρή, ωμή, ανατριχιαστική, αξέχαστη.
Φυσικά, όλους τους παραπάνω επιθετικούς προσδιορισμούς έχω τη δυνατότητα να τους αισθανθώ και να τους καταγράψω, χάρη στην -τι να πω; απίστευτη δουλειά!- εξαιρετική μετάφραση της κυρίας Διώνης Δημητριάδου και του κυρίου Βαγγέλη Αλεξόπουλου.
Η εισαγωγή από την κυρία Δημητριάδου στις πρώτες σελίδες απαραίτητη, μας εισάγει στην ποιητική ατμόσφαιρα της ποιήτριας, στην προσωπικότητα, τα βιώματά της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο εκείνη δημιούργησε και χρησιμοποίησε τα δικά της ποιητικά εργαλεία, το πώς χαρακτήρισε το ποιητικό της έργο αλλά και την ίδια ως δημιουργό.
Η πρώτη εντύπωση είναι πως ένα έργο σαν κι αυτό της Άι Ογκάουσα, δεν το συναντάς εύκολα. Καθόλου εύκολα. Ανεξάρτητα με το αν ο αναγνώστης/η αναγνώστρια βρίσκει σημεία ταύτισης, είναι μια ποίηση που σε ταρακουνάει συθέμελα. Και σε εισάγει σε εντελώς καινούργιους τόπους. Πραγματικά, διαφορετικούς.
Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες ποίησης του βιβλίου, αισθάνθηκα ότι φοράω ποδιά κρεοπώλη. Η ποιήτρια με προκάλεσε να γίνω συνένοχη σε κάτι που αδυνατώ να περιγράψω, που είναι ζωντανό, αιμορραγεί, πεθαίνει και είναι εκεί, να σε κοιτάει κατάματα.
Η δράση των προσώπων της σπάνια συναντιέται με παρόμοιο τρόπο σε άλλα ποιητικά σύνολα, ο σκληρός λόγος είναι η πανοπλία για τη βαθύτερη έννοια των λέξεων και των συναισθημάτων. Τα σοβαρά προβλήματα υγείας της ποιήτριας, τα οποία επηρέασαν το έργο τους, δεν προκαλούν τον οίκτο αλλά το δέος. Κάθε στίχος κρύβει πόνο, μαζί και τόλμη. Το έργο της έχει μια οικουμενικότητα, παρά το έντονο αμερικανικό στοιχείο. Εκστατικό παραλήρημα οι ποιητικοί δραματικοί μονόλογοι, όμως δίχως ασάφειες, παρά με ένταση. Μια πανάρχαια δύναμη σαν να αναβλύζει από κάθε της στίχο, ικανή να σε αφήσει άοπλο, αποσβολωμένο, συνεπαρμένο.
Στο βιβλίο θα βρείτε ποιήματα από τις ποιητικές συλλογές: Σκληρότητα (1973), Σφαγείο (1979), Αμαρτία (1986), Μοίρα (1991), Απληστία (1993), Ανηθικότητα (1999), Τρόμος (2003), Δεν παραδίνομαι (2010)


Σοφία Πολίτου-Βερβέρη




Η Σοφία Πολίτου - Βερβέρη γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στον Πειραιά, ζει στη Ραφήνα. Σπούδασε μουσική και άλλα. Εργάζεται στον χώρο του βιβλίου. Είναι παντρεμένη κι έχει δύο παιδιά. Κειμενογραφεί και με το ψευδώνυμο S.Equinoux

Αλέκος Χατζηκώστας: «Μακρινή Παρουσία» Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης


Αλέκος Χατζηκώστας: «Μακρινή Παρουσία»


Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης





Η πρώτη ποιητική συλλογή του Βεροιώτη δημοσιογράφου Αλέκου Χατζηκώστα φέρει τον τίτλο ‘Μακρινή Παρουσία.’ Έχει προηγηθεί η έκδοση διηγημάτων καθώς και βιβλίων ιστορικού περιεχομένου, με τον συγγραφέα να ασκείται στον γραπτό λόγο, ή στην «τέχνη του λόγου», όπως προσδιορίζει τον λόγο ο Γιώργος Βέλτσος, και στις εκφάνσεις που αυτός προσλαμβάνει.
Ο τίτλος αυτής της πρώτης ποιητικής συλλογής, εγγράφει εντός τους όρους συγκρότησης ενός ιδιαίτερου ποιητικού ‘αρχείου’ που, εν προκειμένω, αναγνωρίζει την παρουσία ως μακρινή, σχηματοποιώντας την και αποκαλύπτοντας την σταδιακά, ενώπιον του αναγνώστη. Τι δύναται να σημάνει η έκφραση ‘Μακρινή Παρουσία’ και ποιον ή ποιους αφορά;  
Δύναται να προσθέσουμε ό,τι χαρακτηριστικά αυτής της ‘Μακρινής Παρουσίας’ αναδεικνύει ο ποιητής στο ποίημα του που φέρει τον τίτλο ‘Όταν,’ εκεί όπου αναφέρεται  η διάσταση μίας αλλαγής που δεν δύναται να είναι παρά ‘βαθιά’ και εντατική, ιδιαιτέρως εκφραστική και για αυτόν τον λόγο χρονική και υπαρξιακή, στο βαθμό που τονίζεται μέσω της χρήσης του χρονικού συνδέσμου ‘Όταν’ που εδώ συνενώνει διάφορες και διάστικτες στιγμές, (το ‘συμβάν’ του Alain Badiou) που φέρουν, σπερματικά και μη, τα νοηματικά πλαίσια της ποιητικής συλλογής. « Όταν Τα χιλιόμετρα των αναμνήσεων άρχισαν πια να μετριούνται Όταν Τα όνειρα τις νύχτες απέκτησαν οσμή και γεύση Όταν  Οι εποχές του χρόνου βρήκαν πάλι τον δρόμο τους Όταν Το δάκρυ του αποχαιρετισμού έγινε απόφαση Όταν Η πολύμηνη απουσία έγινε μακρινή παρουσία Όταν Οι μαύρες σκέψεις απέκτησαν χρώμα Τότε Ήρθε ξανά το χαμόγελο στα χείλη του».[1]
Ο Αλέκος Χατζηκώστας διαμορφώνει μία ιδιαίτερη ‘αρχιτεκτονική,’ ή, διαφορετικά ειπωμένο, έναν αφηγηματικό ‘ιστό’ πάνω στον οποίο και επεξεργάζεται το υλικό του, αφού πρώτα το έχει κατηγοριοποιήσει. Η συλλογή διαρθρώνεται σε έξι επιμέρους ενότητες που έχουν συγκεκριμένα τις εξής ονομασίες: ‘Του Χρόνου, του Τόπου, της Κοινωνίας, του Καιρού, του Νερού, της Προσμονής,’ αναδεικνύοντας συνθήκες που άπτονται των προσλαμβανουσών του ποιητή, μνημονικών, ερωτικών και πολιτικών που συνυφαίνονται διαλεκτικά.
Σε κάθε μία από τις παραπάνω ενότητες εκδηλώνονται εμπρόθετα διαστάσεις χρόνου (η πρώτη ενότητα) και δη καθημερινού χρόνου  που κατανέμεται με βάση και τις ημέρες της εβδομάδας, προσιδιάζοντας σε μία αίσθηση ‘ευταξίας’ εντός της οποίας όμως εμφιλοχωρεί το ‘απρόβλεπτο,’ το πρόσημο μίας εν γένει προσωπικής και εξομολογητικής διάθεσης, που εναλλάσσει τον έρωτα (ας θυμηθούμε την ‘σωματικότητα’ που προσδίδει στον έρωτα η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ), ως δυνατότητα πραγμάτωσης με την ανοιχτή πρόσληψη του, που αποτελεί και έναυσμα συναισθηματικών διεργασιών με σημείο αναφοράς τον χρόνο.
 Διαπερνά τον έρωτα ο χρόνος; Επι-τελείται στο ‘τώρα’ (‘ο χρόνος του τώρα’ του Walter Benjamin) ή στο παρελθόν, συνδεόμενος με μία νεανική ορμή;
 Ακόμη και ο διαψευσμένος έρωτας καταγράφεται, με το λάθος ή με το τραύμα, να μην απωθούνται σε ένα ‘άχρονο εκτός,’ αλλά να υπενθυμίζουν το ό,τι συνέβαλλαν στη διαμόρφωση αυτού που αποκαλείται ευρύτερα στάση ενώπιον των άλλων και της ζωής. Πρωταρχικά, η ‘Μακρινή Παρουσία’ συντίθεται από την έννοια του χρόνου που δεν εκμαιεύει καταστάσεις και αφηγηματικά άλματα, όσο αξιώνει να ‘ακουσθεί΄ ενώπιον του αναγνώστη που προβάλλει τον δικό του ‘ρυθμό’ επί της λέξη και επί του κειμενικού ‘σώματος.’
Και εφόσον η ανάγνωση προχωρά τόσο και ο αναγνώστης ‘δοκιμάζεται,’ καλούμενος, λαμβάνοντας το ερέθισμα, να ανταποδώσει μορφοποιώντας. Και το ερεθίσματα της ‘Μακρινής Παρουσίας’ είναι ο χρόνος και η εποχή, η επιθυμία και η απώλεια, ο χώρος και η πολιτική, ο υπολογισμός και το ανείπωτο. Άλλωστε, όπως τονίζει ο Maurice Blanchot: «Η ανάγνωση δίνει στο βιβλίο την άξεστη ύπαρξη την οποία φαίνεται ό,τι το άγαλμα κερδίζει μόνο με τη σμίλη».
Προχωρώντας παραπέρα, και με βάση την κατηγοριοποίηση στην οποία προβαίνει ο ποιητής, που και ως περιεχομενικότητα, αντιστοιχεί σε σειρά προσδοκιών και διαψεύσεων, απολογισμών και κοινωνικών-πολιτικών στάσεων, δεικνύοντας προς τον μη-ιδεατό άξονα, όχι της διαβάθμισης, αλλά, αντιθέτως, μίας δραστικής ωρίμανσης σε πολλά επίπεδα, διακρίνεται η όψη της ‘εντοπιότητας’ που ακόμη και αν δεν κατονομάζεται ανοιχτά, ξεχωρίζει την γενέθλια πόλη,   την Βέροια, μέσω της αναφοράς στην ‘Ελιά.’
Σε αυτό το  σημείο,  η έννοια του δημόσιου χώρου μετεξελίσσεται προς την κατεύθυνση της εστίασης στη ‘μονάδα,’ δηλαδή στο σπίτι (στο ερειπωμένο σπίτι) που δια-κρατεί ή και προσδιορίζει την παρουσία της πόλης στον ιστορικό χρόνο. Είναι ενδεικτικό ως προς αυτό, το ποίημα ‘Ερειπωμένα Σπίτια’: «Του άρεσε να κοιτά ερειπωμένα σπίτια που δεν έχουν ντροπή άλλα πείσμα για τη γύμνια τους. Του άρεσε να ψάχνει στους σοβάδες τους χαμένες από ελπίδες ζωές τριζάτους πόθους στα πατώματα. Να ζωγραφίζει τις μοναξιές αμέριμνων περαστικών αδιάφορων, βουβών για τους παλιούς ενοίκους τους Και οι αναμνήσεις κρυμμένες ευαισθησίες με τα κλειδιά τους να μη βρίσκονται σε αρμαθιές».
Από τα «ερειπωμένα σπίτια» της γενέθλιας γης και της περιπλάνησης σε οδούς του πραγματικού, από τα ‘ίχνη’ της κίνησης που λειτουργεί ως έναυσμα εκδίπλωσης των ονείρων,   λαμβάνει χώρα η μετατόπιση προς το έδαφος της κοινωνικής αλλά και πολιτικής ποίησης, με τον ποιητικό λόγο, παράλληλα με την διεύρυνση του ‘χώρου’ ώστε να εκφρασθεί το όραμα και η οραματική διάσταση, με όρους κοινωνικής-πολιτικής ‘χειραφέτησης,’ να συγκροτεί εκ νέου την πόλη της Θεσσαλονίκης ως τόπο πολιτικών δολοφονιών αλλά και κοινωνικών-εργατικών αγώνων, φθάνοντας στη Μόρια, στον τόπο «των ζωντανών νεκρών»,[2] όπως τον αποκαλεί.
Η λεγόμενη κοινωνική-πολιτική ποίηση  καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της ποιητικής συλλογής δίχως όμως να λειτουργεί εις βάρος των υπολοίπων. Έτσι, ισομερώς κατατιθέμενες οι ενότητες ‘ανα-κατασκευάζουν’ την πραγματικότητα, πλαισιώνουν εκ νέου στιγμές ενός βίου που διαλέγεται με τους μείζονες όρους της ύπαρξης, δίδοντας χώρο στο ‘ανεπαίσθητο,’ στην προσμονή και ακόμη, στο ‘έλεος’ της λέξης που τοποθετείται εντός ποιήματος, στη μνήμη που συνιστά ‘μέτρο των πραγμάτων’  μετονομάζοντας την ‘κατάσταση εκτάκτου ανάγκης’ σε δυνατότητα μέλλοντος.
Με εξομολογητική διάθεση και δίχως μελοδροματικές εξάρσεις, με δεσπόζουσα την ποίηση που ‘επικοινωνεί’ με την φαντασμαγορία του παροντικού χρόνου,  ο Βεροιώτης δημοσιογράφος, προσεγγίζει το ποιητικό πρόσημο του Γερμανού ποιητή Friedrich Holderlin: «Διότι κανείς δεν μπορεί να επωμιστεί το ζην μόνος» (Den Keiner tragt das Leben allein).[3]  

Άλλωστε, όπως γράφει και ο ίδιος:

Γαλάζια μάτια
κομμάτια ουρανού και θάλασσας
μπουκάλια μνήμης
ιδανικές φυλακές ελπίδας
Αποσκευές για μακρινά ταξίδια
σταγόνες βροχής στην έρημο
τυχεροί εξόριστοι
όσοι τα έχουν συναντήσει».[4]



[1] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Όταν,’ Ποιητική Συλλογή ‘Μακρινή Παρουσία,’ Εκδόσεις Άλφα, Χίος, 2019, σελ. 15. Το πρόθημα ‘Τότε’ ‘ενσαρκώνει’ και παράλληλα συμπυκνώνει την δυνατότητα μίας αλλαγής-μεταβολής που δεικνύεται σωματικά, ωσάν ‘απλή χειρονομία.’ «Τότε Ήρθε ξανά το χαμόγελο στα χείλη του».
[2] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Στη Μόρια λοιπόν…ό.π., σελ. 33. Όσον αφορά το ποιητικό περιεχόμενο που προσιδιάζει στην ανα-πλαισίωση της προσφυγικής παρουσίας, στους όρους άσκησης μίας ιδιαίτερου τύπου, ‘θανατο-πολιτικής,’ έτσι όπως αρθρώνεται και εκφράζεται στο Αιγαίο Πέλαγος και στη Μεσόγειο Θάλασσα η ποίηση του Αλέκου Χατζηκώστα συγκλίνει προς το ποιητικό υπόδειγμα που καταθέτει ο ποιητής Ε. Μύρων, ο οποίος εστιάζει στην στηλίτευση και στην εννοιολογική αποδόμηση του όρου ‘λαθραίος’ τμηματικά και έμπρακτα, αφήνοντας να διαρρεύσει η αγωνιώδης απορία, προς την ‘Μητέρα’ και η αίσθηση μίας ανθρωπινότητας που επιμένει. Στο ποιητικό ‘πράττειν’ του Αλέκου Χατζηκώστα, ο θεωρούμενος ως ‘ένοχος,’ ονομάζεται πολιτικά και ιδεολογικά. Για την ποίηση του Μύρωνα,  Βλέπε σχετικά, , Ιωαννίδου Άννα, ‘Αφιέρωμα στην νέα ποιητική συλλογή ‘Γράμμα στη Μητέρα,’ Λογοτεχνική Ιστοσελίδα ‘Αποτυπώματα,’ 14/11/2019, https://www.apotipomataκ.com/afieroma-gramma-sti-mitera-emiron/.
[3] Αναφέρεται στο: Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι, 2008.
[4] Βλέπε σχετικά, Χατζηκώστας Αλέκος, ‘Γαλάζια μάτια…ό.π., σελ. 68.Η προβληματική του θανάτου εκλείπει από την ποιητική συλλογή, που, κομίζει την αίσθηση και την ηθική της δράσης, όντας κοινωνιο-οντολογική.

Εξαιρέσεις του Χάρη Μελιτά εκδόσεις Μανδραγόρας Παρουσίαση στο Polis art (26 Φεβρουαρίου 2020) (φωτογραφίες: Δήμητρα Καραχάλιου) video: Δημήτρης Μπουρνούς


Εξαιρέσεις
του Χάρη Μελιτά
εκδόσεις Μανδραγόρας
Παρουσίαση στο Polis art (26 Φεβρουαρίου 2020)
 (φωτογραφίες: Δήμητρα Καραχάλιου)
video: Δημήτρης Μπουρνούς


























Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Καθρέφτης Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου μαζί με μια φωτογραφία του Moises Levy






Καθρέφτης

Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου
μαζί με μια φωτογραφία του Moises Levy





Μαζί γεράσαμε καθρέφτη μου ευάλωτε

σε χρόνια κρεμασμένα στου γερακιού τα νύχια

εσύ να δείχνεις τις ρυτίδες μου ανελέητα

κι αυτό στην πέτρα την ανήμερη να τα σκαλίζει



με εργαλείο αδούλωτο στου χρόνου τη σκουριά

κόντρα στον άνεμο που του ’κρυβε τον ήλιο

με του αγριμιού τη φόρα την ορμητική



σαν τα φτερά του στα κοφτερά τα βράχια σιγοπριονίζει



Μου γέλαγες συχνά ζωή απ' τ' ουρανού τα πλάτη

σκόρπιζα τα χαμόγελα στ’ ωκεανού τη ράχη

ταξιδευτής γινόμουνα σε άγρια τρικυμία

μαυρίζανε τα γένια μου στ’  άσπρισμα του αφρού σου

κι ούτε που λόγιαζα στο νου

τις δίπλες του καιρού σου



Κι όταν εκαταλάγιαζε το θεσπέσιο κύμα

μετρούσα τις ρυτίδες μου στης θάλασσας το κάλμα

κι όλος καταύγαζα χαρά για της ζωής το θαύμα!


Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου

Η Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάσθηκε στη Β/θμια Εκ/ση ως καθηγήτρια φιλόλογος. Ασχολείται με την ποίηση και   με τη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές:  Φως στην άκρη της καταχνιάς, εκδόσεις Bookstars 2014, Μικρό αλώνι, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015, Με χρώματα κι αρώματα, εκδόσεις Βεργίνα 2016 και Στη συνοικία το Χάος, εκδόσεις Βεργίνα 2018. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.


Το τραγούδι του πατέρα Θεόδωρος Γρηγοριάδης Εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr


Το τραγούδι του πατέρα

Θεόδωρος Γρηγοριάδης

Εκδόσεις Πατάκη
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/grigoriadis-review/





«Ο κιθαρίστας ήταν ο πατέρας µου. Πρόλαβα να τους γνωρίσω παιδί, τους ακολούθησα στα γλέντια και στις νυφιάτικες αυλές. Χρόνια µετά αποφάσισα να γράψω την ιστορία τους σε ένα µικρό βιβλίο, µε φωτογραφίες που συµπληρώνουν το κείµενο. Ήθελα µια γραφή εξοµολογητική και βιωµατική, διάσπαρτη µε ιστορίες αληθινές, σαν να βγαίνουν από µυθιστόρηµα. Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι για τον πατέρα, τους φίλους του και τη γενιά τους, µια γενιά που πάλεψε να ορθοποδήσει, που τόλµησε να ονειρευτεί µε κέφι και ελπίδα»

Αυτά γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο σημείωμα που συνοδεύει το πρόσφατο βιβλίο του. Κι έτσι μας συστήνει την ιστορία του πατέρα του και της συντροφιάς/κομπανίας που σκάρωσαν οι τρεις νεαροί, το Τρίο Καντάδα, σε ένα καπνοχώρι του Παγγαίου (το Παλαιοχώρι) για να παίζουν στα γλέντια και στα χαρμόσυνα γεγονότα του χωριού τους· περισσότερο για να κάνουν το κέφι τους με τον τρόπο που πιο πολύ αγαπούσαν μετέχοντας στις αυθεντικές εκδηλώσεις με  αυτοσχέδιους τρόπους ψυχαγωγίας.

«Τους λατρεύουν όλοι. Οι ντόπιοι παραμένουν οι πιο δύσκολοι, οι πιο παραδοσιακοί, οι πρόσφυγες φέρνουν μαζί τους τον ξεριζωμό, βρίσκονται σε μια διαρκή εσωτερική αναστάτωση και αναζήτηση (που ένα κομμάτι της κληρονόμησα κι εγώ, παιδί της τρίτης γενιάς), δεν τους παραξενεύουν τα καινούργια πράγματα». (σελ. 43)

Η διάλυση, κάπου δέκα χρόνια μετά, αυτής της συντροφιάς απηχεί και τα νέα ήθη, την αλλαγή στα μουσικά γούστα, που δεν άφηναν πλέον χώρο για τα ισπανόφωνα τραγούδια που οι τρεις φίλοι προτιμούσαν – κάποια γνωστά και κάποια δικά τους δημιουργήματα.

Ο Γρηγοριάδης δεν είναι ο μόνος από τους σύγχρονους πεζογράφους που θα στραφεί προς τα πίσω για να αποτυπώσει μέσα στα γραφτά του πρόσωπα και γεγονότα αληθινά, που συνιστούν και κομμάτι της προσωπικής του ζωής. Ούτε η τωρινή του ιστορία είναι η πρώτη που ακουμπά πάνω στο δικό του παρελθόν. Ωστόσο, είναι μοναδική ως προς τον δρόμο που διάλεξε για να την αφηγηθεί. Θέλησε να μιλήσει για τον πατέρα του, τον Λεωνίδα,  αλλά και τη γενιά του μέσα από τις μουσικές της εποχής, μέσα από τους ήχους των ανθρώπων. Και είναι αλήθεια πως διαβάζεις και ακούς ταυτόχρονα αυτούς τους μουσικούς και χορευτικούς ήχους. «Ένα βιβλίο που να ακούγεται σαν τραγούδι», έτσι το θέλησε. Και τι μουσικές! Εκεί που θα περίμενες μακεδονίτικους παραδοσιακούς σκοπούς, έρχονται τα λατινοαμερικάνικα τανγκό και τα αστικά ελαφρά τραγούδια μιας κοινωνίας που πολύ απείχε από την αγροτική του χωριού στο Παγγαίο. Μαζί με τα πρόσωπα αναδύεται και η εποχή, και μαζί η ζωή (τόσο μακριά από τα αστικά κέντρα) στη στερημένη επαρχία στα μέσα της δεκαετίας του ’50, που φέρνει σε αναγκαστική συνύπαρξη τους ντόπιους με τους πρόσφυγες – «τουρκομερίτες» εκείνους τους παλαιούς της πρώτης προσφυγικής γενιάς και «τουρκόσπορους» τα παιδιά τους, έτσι απαξιωτικά, ως να τους συνηθίσουν και να τους ενσωματώσουν στον κοινωνικό ιστό. Ο συγγραφέας θυμάται και συνθέτει την ιστορία· κι όσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του συμπληρώνοντας τις παιδικές ή εφηβικές ημερολογιακές καταγραφές του, βρίσκει τις παλιές φωτογραφίες να μιλήσουν γι’ αυτόν, είκοσι συνολικά μαζί με τη φωτογραφία του εξωφύλλου, όλες από τα οικογενειακά άλμπουμ αποσπασμένες για μοίρασμα αναγνωστικό. Έτσι όπως το κάθε κεφάλαιο της αφήγησης το συνοδεύει και μια φωτογραφία, είναι σαν να ανοίγεις το άλμπουμ της οικογένειας. Και τότε το κείμενο γίνεται ο αφηγητής της εικόνας, η οποία κάθε φορά δεσπόζει ως κύριος φορέας μνήμης και εξιστόρησης.



Ο ίδιος πότε είναι ο παρατηρητής στον κόσμο των μεγάλων, πότε εισχωρεί για λίγο στο σκηνικό, ήρωας κι αυτός της πλοκής· κυρίως είναι ο σχολιαστής των τεκταινόμενων με την ικανή απόσταση που τον χωρίζει από τα χρόνια τα ιστορούμενα. Καμία αμφιβολία, φυσικά, για τη συγγραφική ταυτότητα που παρεμβαίνει σε όσα θυμάται ή γνωρίζει από τις αφηγήσεις των άλλων, προκειμένου να καλυφθούν τα κενά που γεννά η χρονική απόσταση αλλά και να αποδειχθεί για μια ακόμη φορά το αυτονόητο: δεν υπάρχει στην ουσία διαφορά ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην αυτοβιογραφία· η μια μορφή αφήγησης εισχωρεί μέσα στην άλλη για να προκύψει η ιστορία, εν μέρει αληθινή εν μέρει επινοημένη, με την αξία της να κρίνεται στη συγγραφική δεινότητα, στην αληθοφάνεια και όχι στην αλήθεια της. Είναι αυτή ακριβώς η αληθοφάνεια που κερδίζεται σ’ αυτό το βιβλίο από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και από τον τρόπο εκφοράς της. Η χρήση των πιο λιτών μέσων έκφρασης (καμία επιτήδευση) και οι διαρκείς παρεμβάσεις του αφηγητή/συγγραφέα χαρίζουν στην ιστορία τη ζωντάνια μιας εξομολογητικής προφορικής κουβέντας.



«Ο Λεωνίδας δεν ήθελε να αφήσει πίσω γυναίκα και δυο παιδιά, το δεύτερο (ο μικρός μου αδελφός) ήταν μόλις ενός χρόνου αγοράκι, άσε που ακόμη τα καπνά ήταν στα τελευταία μαζέματα, στα ουτσάκια, που λέγαμε, το τελευταίο χέρι. Αργότερα, που θα μεγάλωνα, θα έστελνε εμένα στη Θεσσαλονίκη, στους θείους μου, για λίγες μέρες πριν ανοίξουν τα σχολεία, μια απολαυστική εκδρομή γεμάτη βόλτα και  σινεμά με διπλή ταινία και κιλά χαρτούρα από άχρηστα διαφημιστικά της Έκθεση». (σελ. 86)

Το αφήγημα του Γρηγοριάδη διαβάζεται σαν μια ιστορία που αφηγείται μια περασμένη εποχή με ακόμη όμως ζωντανές παρουσίες να τη θυμούνται. Ο συγγραφέας παρατηρεί τις ηλικιωμένες μορφές στα καφενεία του χωριού του:

«Τους βλέπω να μαραζώνουν χαζεύοντας την τηλεόραση, καρφωμένη ψηλά σ’ ένα σημείο, και προσπαθώντας να συλλαβίσουν τα κεφαλαία των τίτλων στις ειδήσεις, που γι’ αυτούς πάντα προαναγγέλλουν κάτι το απειλητικό.
«Όμως αυτοί ήταν η νεολαία που χόρευε και τραγουδούσε, αυτοί ήταν οι γονείς μας». (σελ. 56)

Αυτή τη νεολαία στα μέσα της δεκαετίας του ’50 μεταφέρει στο Τραγούδι του πατέρα, όπως την είχε διασώσει μέσα στα χρόνια, σαν μια ζωντανή εικόνα «που, λες, την είχα μέσα μου πριν ακόμη γεννηθώ», όπως θα πει. Αυτή είναι και η αυθεντικότητα της γραφής του.

Διώνη Δημητριάδου

Η ανθρώπινη μοίρα Αντρέ Μαλρό μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη πρόλογος: Δημήτρης Στεφανάκης εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr


Η ανθρώπινη μοίρα

Αντρέ Μαλρό

μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη

πρόλογος: Δημήτρης Στεφανάκης

εκδόσεις Μεταίχμιο
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/13762-anthropini-moira






η αναζήτηση της φυγής

Η ανθρώπινη μοίρα (σε φρέσκια πολύ καλή μετάφραση και σε προσεγμένη νέα έκδοση) είναι ένα μυθιστόρημα, στο οποίο ο Μαλρό εξασφαλίζει την πολυφωνία (απαραίτητη συνθήκη της νεωτερικής πολυμορφίας) παραδόξως μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός αφηγητή που καταργεί την παντογνωσία του με έναν ευφυή τρόπο: απομακρύνεται μεν από το σκηνικό της πλοκής για να δει, ως οφείλει, όλο το μυθοπλαστικό τοπίο, ωστόσο η εστίασή του δεν είναι καθόλου μηδενική· αντιθέτως παρακολουθούμε τις σκέψεις και τον ψυχισμό του κάθε ήρωα να ξεδιπλώνεται μπροστά μας, όπως θα γινόταν σε ένα τυπικό πολυφωνικό μυθιστόρημα με την οπτική γωνία του καθενός. Αυτός είναι και ο προσφορότερος τρόπος, προκειμένου να διαφανεί καθαρότερα το πολυδιάστατο τοπίο (ως προς τις εν εξελίξει συνθήκες αλλά και ως προς τη διαφορετική τους πρόσληψη από τους χαρακτήρες) μιας εποχής που διαμορφώνεται με τη λογική της βίαιης ρήξης – βρισκόμαστε στη Σανγκάη το 1927, μέσα στη δίνη του κινεζικού εμφυλίου, την περίοδο της συντριβής των κομμουνιστών από τον, μέχρι πρότινος σύµµαχό τους, Τσανγκ Κάι-Σεκ και τους εθνικιστές. Οι ήρωες είναι Κινέζοι κομμουνιστές και Ευρωπαίοι πλάνητες, θύματα προδοσίας από τους εθνικιστές και τους Σοβιετικούς. Δεν θα μπορούσαν να συμπλέουν όλοι με μία και μοναδική θεώρηση των πραγμάτων.

Οι ήρωες του Μαλρό, ξεκάθαρα σπαρασσόμενοι από εσωτερικά πάθη αλλά καθοδηγούμενοι ταυτόχρονα τυχοδιωκτισμό ή από καταπιεστικές (στα όρια που θέτουν και στις θυσίες που απαιτούν) ιδεολογίες, προσπαθούν να διασώσουν την αυτοτέλειά τους, να προσδιορίσουν τον ατομικό τους χώρο – συχνά ανέφικτη ελπίδα, γεγονός που τους καθιστά τραγικούς. Όλοι αναζητούν την ιδιόμορφη φυγή τους, άλλος μέσα από τη βία, άλλος με την αρωγή των παραισθησιογόνων, άλλος με τη φανατική προσήλωση σε μια ιδέα, άλλοι μέσα από τον παθολογικό ερωτισμό ή τη μυθομανία· αδιέξοδες εκδοχές μιας αναζήτησης μέσα σ’ έναν κόσμο που επίσης ψάχνει τη φυσιογνωμία του. Ο Μαλρό, παρεμβάλλει στην καταιγιστική πλοκή της ιστορίας τον φιλοσοφικό στοχασμό του, καταξιώνοντας με τον τρόπο αυτό τον ρόλο ενός συγγραφέα-διανοούμενου, που παρεμβαίνει ενεργά στα δρώμενα της εποχής του μέσα από τη γραφή του. Έτσι, δίνει τις φιγούρες των ηττημένων, που είδαν τις ελπίδες τους για μια νέα μορφή κοινωνίας να παίρνουν παράταση επ’ αόριστον, με τις προσωπικές του σκέψεις να σχολιάζουν τη διαχρονική ανθρώπινη συνθήκη, την ανθρώπινη μοίρα. 

Όπως εύστοχα γράφει στον Πρόλογο ο Δημήτρης Στεφανάκης:
Η αναγνωστική εμπειρία της Ανθρώπινης Μοίρας μας θυμίζει ότι κάθε ιστορικό γεγονός γίνεται γρήγορα μύθος και ως τέτοιος προσφέρεται προκειμένου να αναδειχθεί ξανά μέσα από αυτόν ένας Σίσυφος, ένας Άμλετ ή ένας Προμηθέας. Στο μυθιστόρημα του Μαλρό βαραίνει η σκιά του Προμηθέα, ενός υπερανθρώπου επαναστάτη που φέρεται να δηλώνει: «Εν αρχή η  ο πράξη και όχι ο λόγος».

Μια ανθρώπινη εκδοχή/ανατροπή της θρησκευτικής ιεράρχησης των πραγμάτων με την τραγική θνητότητα να έχει τα ηνία της ζωής, μέσα στην αναπόφευκτη μοναξιά ως απότοκο μιας θεϊκής άρνησης. Αλλά και η συγγραφική παρέμβαση να αναδεικνύει τους ηττημένους ως τραγικές περσόνες, καθόσον συμπυκνώνουν  μέσα τους ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων που βίωσαν την ανατροπή και τη διάψευση του απόλυτου ονείρου. Γνωρίζουμε πως το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, εκπροσωπώντας το επαναστατικό του πλάνο, δήλωνε πως η πρώτη φάση της επανάστασης ήταν αστικοδημοκρατική και φυσιολογικά τελείωσε με ήττα, καθώς μπροστά της ακόμα ήταν η ενίσχυση του κόκκινου στρατού και η ανάπτυξη της αγροτικής επανάστασης. Ενδεχομένως έτσι να ήταν τα πράγματα,  ωστόσο επικεντρώνει στους μηχανισμούς από τη μια και στον λαό ως μάζα από την άλλη, αφήνοντας στην άκρη την ατομικότητα που βιώνει κάθε αλλαγή, κάθε νίκη ή ήττα μέσα από εντελώς προσωπικό κάτοπτρο. Αυτή τη διαφορετική εκδοχή έρχεται να δώσει η λογοτεχνία με τα δικά της μέτρα προβάλλοντας μέσα από τη μάζα τις μοναδικές ατομικότητες, τα διακριτά μεγέθη που προσλαμβάνουν με προσωπικό κόστος τις αλλαγές του κοινωνικού και πολιτικού σκηνικού. Πέρα από την αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία του κλασικού έργου του Μαλρό, αξίζει να δούμε και αυτή την πολύ σημαντική παράμετρο της Ανθρώπινης μοίρας.


[…] καμιά από τις τωρινές διαταγές της Διεθνούς δεν ικανοποιούσε το άμετρο πάθος που τον είχε κάνει επαναστάτη· αν, για λόγους πειθαρχίας, τις αποδεχόταν, δεν θα μπορούσε πια να δράσει. […] είχε θυσιάσει τον εαυτό του και τους άλλους στην Επανάσταση, και τώρα η Επανάσταση θα τον ξαναέριχνε ίσως στη μοναξιά του, με τις αναμνήσεις των φονικών του. (σελ.160)

Ένας ύμνος σ’ αυτή την ατομικότητα είναι το μυθιστόρημα του Μαλρό. Με τη βίωση της τραγικότητας από τον κάθε ήρωα, έτσι που να μην μπορεί να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα και να επιχειρεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (αδιέξοδοι όλοι) τη διαφυγή. Πιθανόν, όμως, μια καταξίωση του ανθρώπινου προσωπικού αγώνα απέναντι σε μια ισοπεδωτική ομοιομορφία που επιπλέον διακηρύσσει το αλάθητο των επιλογών της.

Η ανθρωπότητα ήταν πυκνή και βαριά, βαριά από σάρκα, αίμα, πόνο, αιώνια κολλημένη στον εαυτό της όπως καθετί που πεθαίνει· όμως, ακόμα και το αίμα, ακόμα και η σάρκα, ακόμα και ο πόνος, ακόμα και ο θάνατος χάνονταν κει πάνω μες στο φως, όπως  η μουσική μες στη σιωπηλή νύχτα: συλλογίστηκε τη μουσική του Κάμα και ο ανθρώπινος πόνος τού φάνηκε να ανυψώνεται και να χάνεται σαν το τραγούδι της γης· γύρω από τη γαλήνη που σκιρτούσε και κρυβόταν μέσα του όπως η καρδιά του, ο πόνος που τον στοίχειωνε έκλεινε αργά αργά τ’ απάνθρωπα χέρια του. (σελ. 400)

Ένα μυθιστόρημα που, αν και εστιάζει την πλοκή του σε συγκεκριμένο τόπο και σε μακρινή πλέον εποχή, έχει τη δύναμη του κλασικού: να αναδύεται ζωντανό με μια διαρκή επικαιρότητα. Άλλωστε η ανθρώπινη μοίρα δεν περιορίζει την έννοιά της ούτε σε τόπο ούτε σε χρόνο.


Διώνη Δημητριάδου