Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Είπαμε ψέματα πολλά διηγήματα Θεοχάρης Παπαδόπουλος εκδόσεις Κέδρος η πρώτη δημοσίευση στο varelaki.blogspot


Είπαμε ψέματα πολλά

διηγήματα

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

εκδόσεις Κέδρος
η πρώτη δημοσίευση στο varelaki.blogspot

https://varelaki.blogspot.com/2019/12/notationes-2019-2020-k.html?fbclid=IwAR2dMSEibzdHpkTtHX9vMRLGicpOVF2EUyMf3F2oLjv4R4lUvy-ftPZc5-0






Πόσα ψέματα χρειάζεται μια αλήθεια για να ειπωθεί; Και αν μιλάμε για το λογοτεχνικό «ψεύδος», τότε πίσω του κρύβονται αυθεντικές αλήθειες, που επινοούν τον μυθοπλαστικό μανδύα για να βρουν τον καλύτερο τρόπο (ευφυώς παραπλανητικό αλλά στην ουσία ευθύβολο) να συναντήσουν τον αναγνώστη. Τριάντα μικρές ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια προτείνει αυτή τη φορά ο γνωστός για τις ποιητικές του καταθέσεις Θεοχάρης Παπαδόπουλος. Για πρώτη φορά, λοιπόν, η αναμέτρησή του με τον πεζό λόγο. Πόσο απέχει ο αφηγηματικός λόγος από τον ποιητικό; Υπάρχει κοινός τόπος, αν δεχθούμε πως ακόμα και μέσα σε ένα ποίημα βρίσκει τον χώρο να σταθεί μια ιστορία· η διαφορά έγκειται στον τρόπο εκφοράς της, στον  βαθμό συμπύκνωσης του λόγου, ώστε να ειπωθεί με την απαραίτητη μεταφορικότητα και υπαινικτικότητα στο ποίημα, και με το ελάχιστο απαραίτητο άπλωμα της πλοκής στο αφήγημα. 
Επιχειρώντας ο ποιητής (γιατί κατά βάση ποιητής παραμένει) να μιλήσει αφηγηματικά σε πεζό λόγο, αφήνει για λίγο πίσω του την κρυπτικότητα των ποιημάτων με την πολυσημία τους και ανοίγεται σε ένα  χώρο που ζητά επεξηγήσεις, απαιτεί δράση και πλοκή, προκειμένου να μείνει ζωντανό το ενδιαφέρον της ανάγνωσης για το σύντομο διάστημα που διαρκεί μια αφηγημένη ιστορία – γιατί ο Παπαδόπουλος επιλέγει τη μικρή φόρμα για τις ιστορίες του, συχνά μάλιστα την πολύ μικρή· πιθανόν η επίδραση της ποιητικής γραφής γίνεται εδώ εμφανής.
Το χαρακτηριστικό της γραφής του είναι η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα του καθημερινού λόγου. Οι ήρωές του είναι απλοί άνθρωποι που εδώ βρίσκουν το βήμα για να μιλήσουν. Επομένως και η αλήθεια τους, καθοδηγημένη από τον συγγραφέα,  μοιάζει πολύ με τη δική μας, δεν ξεχωρίζει με τη διακριτή εκείνη διαφορετικότητα των παράξενων ηρώων, των αποσυνάγωγων ή των σαλών, που συχνά αποτελούν τις λογοτεχνικές φιγούρες των μικρών αφηγημάτων, προκειμένου με την παραδοξότητα του χαρακτήρα τους να τραβήξουν την προσοχή του αναγνώστη. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον στις ιστορίες του βιβλίου;
Οι ιστορίες θεματικά φέρνουν εικόνες οικείες της πόλης αλλά και  των κλειστών εσωτερικών χώρων, πολλές αναφορές στη μνήμη και τα δικά της παιχνίδια, τοπία αντιπαράθεσης μιας χαμένης πνευματικότητας μέσα στον κόσμο των αριθμών, των κωδικών, του διαδικτυακού χάους, εικόνες από τον καθημερινό μόχθο των ανθρώπων που αγωνίζονται για μια γωνιά ευτυχίας που θα έπρεπε να τους αναλογεί, μα δεν τη βρίσκουν πάντοτε. Ενδιαφέρουσα η εισχώρηση ενός χιουμοριστικού τόνου μέσα στην τραγικότητα συχνά των ιστοριών, καθώς λειαίνεται η σκληρότητα της αφήγησης αλλά και καταφαίνεται η γειτνίαση των δύο συνθηκών ζωής: το κωμικό η άλλη όψη του τραγικού – ή αλλιώς ένας τρόπος να γίνεται η ζωή ανεκτή. Αλλού πάλι συναντάμε μια μεταφυσική εκδοχή της πραγματικότητας, που συνιστά έναν ακόμη τρόπο να βιωθεί η ζωή με όσο γίνεται λιγότερο πόνο – η εκλογίκευση έχει το κόστος της, η ορθολογική ερμηνεία του κόσμου μπορεί να είναι αποτελεσματική στα πρακτικά ζητήματα, ωστόσο αυξάνει το άχθος της ζωής. Η λογοτεχνία γνωρίζει τον τρόπο της διαφυγής και ο συγγραφέας εδώ φαίνεται να κατανοεί και τη σωστή δόση του μεταφυσικού που εισχωρεί στο ρεαλιστικό τοπίο της αφήγησης – ο ρεαλισμός ωστόσο αποτελεί τη βασική επιλογή του συγγραφέα.
Από τα τριάντα διηγήματα ξεχωρίζω το Έκτακτο Δελτίο για τον ευφυή τρόπο που συνδέεται η παραβατικότητα του κοινού ποινικού δικαίου με την ποιητική δημιουργία:
[…] Σκεφτόμουν να αλλάξω κανάλι όταν, ξαφνικά, είδα να εμφανίζεται με μεγάλα γράμματα το γνωστό: «ΕΚΤΑΚΤΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΙΔΗΣΕΩΝ». Η δημοσιογράφος, εμφανώς αγχωμένη και με την αγωνία ζωγραφισμένη στο τέλεια μακιγιαρισμένο πρόσωπό της, ανακοίνωσε: «Νεαρός συνελήφθη με μικροποσότητα ποιημάτων. Θα δικαστεί με τη διαδικασία του αυτόφωρου. Υπενθυμίζουμε ότι η ποινή που επιβάλλεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ισόβια αποχή από το διάβασμα».

Μόνο που στην περίπτωση του ήρωα, που έντρομος ακούει την είδηση, δεν υπάρχει στην κατοχή του μικροποσότητα ποιητικής/παράνομης ουσίας αλλά έχει γεμάτα τα συρτάρια του από γραφές ανέκδοτες, καθόσον δεν προτίθεται να εμπορευθεί το πνευματικό του προϊόν, ωστόσο λόγω ποσότητας θα θεωρηθεί το αδίκημα εμπορία και όχι κατοχή. Είναι χαμένος ο ποιητής μέσα σε μια κοινωνία που τον διώκει. Η δισημία του διηγήματος χαρακτηριστικά εύγλωττη.
[…] Ήταν ολοφάνερο. Είχαν έρθει για μένα. Τα συρτάρια μου ήταν γεμάτα ποιήματα. Δεν έπρεπε να τα βρουν. Άρχισα να τα βγάζω από τα συρτάρια, μην  έχοντας σκεφτεί ακόμα πού θα μπορούσα να τα κρύψω, αλλά δεν πρόλαβα. Το κουδούνι χτύπησε δυνατά τρεις φορές και μια αυστηρή φωνή ακούστηκε:
-Αστυνομία, ανοίξτε, αλλιώς θα σπάσουμε την πόρτα.
Βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, ενώ ακουγόταν η πόρτα που έσπαγε. Μπροστά μου υπήρχε μόνο το κενό…
Το παραπάνω διήγημα αλλά και το πρώτο της συλλογής, το Είπαμε ψέματα πολλά, με το ανατρεπτικό σκηνικό και το παιχνίδι  με τον χρόνο, που στεγάζει κάτω από τον τίτλο του και τα υπόλοιπα,  θα αρκούσαν για να προσέξουμε την αξία του Θεοχάρη Παπαδόπουλου στην αφήγηση της μικρής φόρμας. Ωστόσο και στα υπόλοιπα της συλλογής ανακαλύπτει ο αναγνώστης ενδιαφέροντα αφηγήματα, αφορμές για σκέψη και (γιατί όχι) για συμπόρευση και ταύτιση με τους ήρωές τους – ικανή συνθήκη για να αξιολογηθεί θετικά μια λογοτεχνική κατάθεση.

Διώνη Δημητριάδου




Συντροφικά Σονέτα – Companion Sonnets Robert L. Crist δίγλωσση έκδοση μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου εξώφυλλο: Γιώργος Ξένος ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal


Συντροφικά Σονέτα – Companion Sonnets

Robert L. Crist

δίγλωσση έκδοση

μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

εξώφυλλο: Γιώργος Ξένος

ΑΩ εκδόσεις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 
https://www.fractalart.gr/companion-sonnets/






«μια πρόσκληση στους ευγενείς ομοίους»

Με το εκρηκτικό, εντυπωσιακό εξώφυλλο, που κοσμεί ένας πίνακας του ζωγράφου Γιώργου Ξένου, εισχωρούμε στον κόσμο της ποίησης του Robert L. Crist, σ’ αυτή την πρώτη φορά που ο πολυπράγμων περί τα ποιητικά (διδασκαλία, μετάφραση, μελέτη, κριτική) καθηγητής δημιουργεί την προσωπική του ποιητική συλλογή, στις καλαίσθητες «ΑΩ εκδόσεις» του Πέτρου Μιχάλη. Λάτρης της ελληνικής παιδείας ο  Crist δεν μπορούσε παρά να θέλει η ποίησή του να αποδοθεί και στην ελληνική γλώσσα. Και πράγματι ευτύχησαν οι στίχοι του στη μετάφραση/απόδοση που μας χαρίζει η ποιήτρια Μαριάννα Παπουτσοπούλου, αποδεικνύοντας περίτρανα πως η ποίηση αποδίδεται σε μια άλλα γλώσσα μόνον από ποιητή· μόνον αυτός μπορεί να νιώσει τον παλμό του αρχικού ποιήματος και να σεβαστεί τους ρυθμούς του αφήνοντας το ποίημα να ανασάνει στη νέα του γλώσσα σαν σε οικείο χώρο. Συγκινητική όσο και εύστοχη η ποιητική απόδοση της σύμπλευσης του δημιουργού με τη μεταφράστριά του στο ποίημα «Η αναζήτηση των μεταφραστών»:  
Χτύπο τον χτύπο, συλλαβή τη συλλαβή,
ο ενικός μας ο σκοπός σε ιδίωμα διπλό ηχεί

Σαράντα οκτώ ποιήματα, μοιρασμένα σε έξι θεματικές ενότητες συνιστούν τα «Συντροφικά Σονέτα» του  Crist, ο οποίος στο δικό του σημείωμα, που συνοδεύει την έκδοση, εξηγεί την ουσιαστική έννοια της συντροφικότητας ως κινητήριο μοχλό της ποιητικής του έμπνευσης. Είναι η εσωτερική ανάγκη να εκφράσει τη συγκίνηση της ένωσης –ακόμη και σε υπερβατική διάσταση– με τους κοινωνούντες τα αγαθά της ζωής και της Τέχνης. Κινείται, έτσι, με ποιητική άνεση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό τοπίο για να κάνει μνεία προσώπων και καταστάσεων που σημαδεύουν τη ζωή του και τον καθιστούν ικανό να υμνεί την παρουσία τους. Μέσα από τους τίτλους των ενοτήτων (Ι. Οι ρίζες, ΙΙ. Σύντροφοι στην τέχνη και στη σκέψη, ΙΙΙ. Οικογενειακές μελωδίες, IV. Ιn memoriam, V. Υπερβατικό πεδίο, VI. Καλοκαιρινοί άνεμοι) γίνεται φανερή η ευρύτητα του πεδίου και αποκαλύπτεται ο στόχος της συλλογής: η ποιητική διάσταση μιας ζωής γεμάτης από τα πνευματικά αγαθά και από τους εκλεκτούς ανθρώπους, που διαμορφώνουν με φυσική παρουσία δίπλα του ή  με υπερβατική μέσω της Τέχνης την ουσιαστική συμπόρευση. Ο Robert L. Crist ανακαλύπτει την άρρηκτη σχέση ανάμεσα στη ζωή και την Τέχνη με τα λεπτά (μα ανθεκτικά) νήματα που δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους.

Καλός γνώστης των ποιητικών μέτρων, ως θεωρητικός της λογοτεχνίας,   παρουσιάζει στη συλλογή αυτή σονέτα διαφορετικών μορφών (από τα πιο τυπικά ως τα πιο πρωτοποριακά στα μέτρα και στις ρίμες) αλλά και ποιήματα που ακολουθούν άλλη δόκιμη ή όχι μορφολογία, πάντα ανοιχτή στη δημιουργική πρωτοτυπία. Όλα πιστά στον εσωτερικό τους ρυθμό που τους προσδίδει την ποιητική τους ιδιότητα και προδίδει πίσω από τη γραφή τους τη γνώση της τεχνικής αλλά κυρίως την εμπνευσμένη υπηρεσία της ποιητικής τέχνης από τον δημιουργό τους. Και όλα επίσης πιστά στη νοηματική τους απογείωση στον τελευταίο στίχο – χαρακτηριστικό της γραφής των σονέτων.


Η ποίηση του Robert L. Crist έχει μέσα της ένα λυρισμό που γνωρίζει τα όριά του, ώστε να μην απολέσει σε ποιητικό οίστρο την επαφή με την πιο ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας. Η ευαισθησία της γραφής του επιλέγει κάθε φορά τις κατάλληλες λέξεις για να ειπωθεί σε όλη της την πνευματικότητα μια θέαση εκλεκτή της ζωής. Παράλληλα ενισχύεται με τον καλύτερο τρόπο η αίσθηση της διαχρονικής παρουσίας εμβληματικών μορφών που έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της Τέχνης με την αναφορά τους είτε ως αφιερώσεις είτε ως αρχικές αφορμές των στίχων του ποιητή είτε ως καθοριστικές επιδράσεις στην ποιητική του. Ο Wallace Stevens, που συχνά επιστρέφει στις θεωρητικές αναλύσεις σε άλλα έργα του καθηγητή, εδώ ως ιδιοφυής άνθρωπος του πνεύματος που θυμίζει στον ποιητή αγαπημένες στιγμές του παρελθόντος, σε μια ευφυή μείξη του υλικού με το πνευματικό πεδίο· η Emily Dickinson, διαρκής υπερβατική παρουσία δίπλα του και σε σύμπλευση με τη σκέψη του, γιατί «Όποτε κι αν την καλέσεις, η Έμιλυ έρχεται ευθύς» για να βρει τον δικό της οικείο τόπο μέσα στην ψυχή του ποιητή· ο Jackson Pollock, όχι μόνον ως θαυμασμός στο έργο του ζωγράφου αλλά ως ύμνος στις «εκθαμβωτικές ρευστές μορφές/τις αενάως κινούμενες, στο άψογο συνολικό σου σχέδιο», όπως θα πει στο αφιερωμένο σ’ αυτόν ποίημα. Αλλά και πρόσωπα αληθινοί συνοδοιπόροι της ζωής του θα βρουν τη θέση τους στα ποιήματα: η αγαπημένη σύντροφός του, η συγγραφέας Δέσποινα Λαλά- Crist, πάντα δίπλα του, συνδημιουργός πολλών μεταφράσεών του, πάντα μες στη ζωή και τη σκέψη του, τώρα μέσα στο έργο του. Τα παιδιά του, οι φίλοι του, σε απρόσμενες συναντήσεις, που με τη σειρά τους προκαλούν κύματα ποιητικής έμπνευσης, όπως αποτυπώνονται σ’ αυτά που γράφει και τους αφιερώνει τιμητικά είτε για το έργο τους είτε για την παρουσία τους κοντά του. Όσο για την άλλη του μεγάλη αγάπη, τη μουσική, αυτή διατρέχει όλο το βιβλίο, όχι μόνον ως συγκεκριμένες αναφορές στους jazz ήχους της ζωής του αλλά και ως υποδόριος ήχος των στίχων, ως υπόκρουση μυστική των λέξεων. 

Ο ποιητικός κόσμος του Robert L. Crist είναι γεμάτος από εικόνες, από χρώματα, από ήχους, από πρόσωπα. Καλεί τους αποδέκτες των ποιημάτων του σε αγαστή σε κοινή πορεία – «μια πρόσκληση στους ευγενείς ομοίους», με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας να αξιοποιήσει την πρόσκληση αυτή.
Παραθέτω εδώ δύο ποιήματα από το βιβλίο:

ΤΑΪΖΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΛΑΡΟΥΣ

Και μόλις το καλάθι μας στην άμμο είχε ακουμπήσει
φτερούγισμα κατέβηκε τα πλούσια απομεινάρια να τιμήσει.
*
Μοναχικά, ζευγαρωμένοι, δέκα -δέκα, μορφές παντού
Πυκνώσαν στο πλατύ προσκήνιο τ’ ουρανού:
*
O χνουδωτός χιτώνας τους, το τυπικό γκρίζο –γλαυκό,
Τα μπαμπακένια σύννεφα καθρέφτιζε, του κύματος αφρό ˙
*
Κι ως με τα μάτια τους τον ουρανό τρυπούσαν,
ορμούσανε, βουτούσαν, τον Άρτο αρπάζαν :
*
Έτσι συναντηθήκαμε, αυτοί ψηλά κι εμείς στα χαμηλά εδώ,
στο Άλφα της ακτής & Ωμέγα σε τούτο το μυχό,
*
Και στο τρελό μας κι όλο ίλιγγο παιχνίδι έτσι δεμένοι,
ζήσαμε , σχηματίσαμε, κι αδράξαμε τη μέρα, αυτό που μένει:
*
Ο διάλογός μας έξοχος, συμπόσιο εξαιρετικό ˗
μπουκιές από ψωμί αγιασμένο, γουλιές από οίνο κοσμικό.

Άνδρος, Κυκλάδες, Αιγαίο
10 Ιουνίου 2014


ΣΤΟΝ ΤΖΑΚΣΟΝ ΠΟΛΛΟΚ

Μες την καρδιά της έμπνευσης, στο κέντρο του είναι σου
το ίδιο, βρήκες την πεμπτουσία -
πηγαία όπως στις αμίμητες σου δίνες,
στις αντιτιθέμενες στρώσεις, στις σταθερές λίμνες
του χρώματος, στις εκθαμβωτικές ρευστές μορφές
τις αενάως κινούμενες, στο άψογο συνολικό σου σχέδιο.
Ποιο πνεύμα ήρθε ως στάθηκες πανέτοιμος
πάνω από τον απλωμένο, αναμένοντα καμβά, τον αέρα
να διδάξει πώς πλοηγούνται οι μορφές; Ποια δύναμη ανιδιοτελής
ατσάλωσε τα νεύρα σου, ηρέμησε το τρεμάμενο χέρι;
Μια παρουσία χάριτος κράτησε την αχόρταγη καρδιά
και έδωσε φτερά στη ζωγραφιά, ώσπου το άγριο πεντάλ σου κόλλησε,
εκσφενδονίζοντας και την προφητική σου μορφή
πέρα από την απόκρημνη πριονωτή άκρη του χρόνου.

Οκτώβριος, 2012
Carlisle, Pennsylvania

(Robert Crist, μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου)



[Κριτικός, μεταφραστής και επίτιμος καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, o Robert L. Crist σπούδασε γλωσσολογία και φιλοσοφία στο Haverford College και πήρε το μάστερ και το διδακτορικό του (Ph.D) από το University of Chicago. Ο Robert L. Crist είναι γνωστός στην Ελλάδα από τη θητεία του στο Deree Αθηνών αλλά και τη μετάφραση του έργου του Άρη Αλεξάνδρου “Το κιβώτιο” στα αγγλικά, καθώς και έργων του Γιώργου Χειμωνά. Πρόσφατα έργα του η μελέτη-ανθολογία “Μια Πειραματική Θεωρία για την Ερμηνεία της Ποιήσεως – An Experimental Theory for the Interpretation of Poetry, Edwin Mellen Press, 2017” που περιλαμβάνει επιλογές από ποικίλες μεταφράσεις του, και η ανθολογία “Treasures of the Sand, Poetry of the Greek crisis – Θησαυροί της άμμου, Ποίηση της Ελληνικής κρίσης, εκδ. ΑΩ, 2019”, όπου μεταφράζει μαζί με τη Δέσποινα Λαλά-Crist τριάντα οκτώ σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Ο Robert L. Crist ζει με τη σύζυγό του, την Ελληνίδα συγγραφέα Δέσποινα Λαλά-Crist, στο ιστορικό Lenox της δυτικής Μασαχουσέτης].



Διώνη Δημητριάδου

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Για την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη «Το αρχαίο κεραμίδι» γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης (η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal, 25-4-2018)


Για την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη


«Το αρχαίο κεραμίδι» 


γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης


(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal, 25-4-2018)






«Κανένας δεν βασιλεύει αιώνια και μεγαλοπρεπώς. Μονάχα ο ήλιος. Πλημμύρισαν τα αρχαία νταμάρια της Πεντέλης από πορφυρά και πορτοκαλιά χρώματα. Υπάρχουν λέξεις που ο ήλιος τις μονοπωλεί δίχως να δυσανασχετεί η δίδυμη αδελφή του» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Ωδή στον ήλιο’).
Η  ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Χρόνη με τον τίτλο 'Το αρχαίο κεραμίδι', φέρει τα χαρακτηριστικά μίας χαμηλόφωνης ποιητικής κατάθεσης, προσδιορίζοντας τους όρους μίας ιδιαίτερης εγκιβώτισης ψιθύρων και ιχνών της παρελθοντικής ιστορίας στο παρόν.
 Οικειοποιούμενος τους συμβολισμούς μίας 'δόκιμης' ποιητικής γραφής, ο Βαγγέλης Χρόνης, προσιδιάζει προς την 'κατασκευή' ενός χρόνου και ενός 'τόπου' αναφορών, σπεύδει να καταθέσει έναν στοχασμό που δύναται να μετατοπίσει τα όρια της ανθρώπινης και της κοινωνικής εντροπίας, σπεύδοντας παράλληλα προς την κατεύθυνση μίας 'τελετουργίας' η οποία, ως γλώσσα, διακρίνεται για την ανάδυση των όρων της διάρκειας, της αμφισημίας μεταξύ παρατήρησης και γνώσης.
Η ποιητική γραφή νοηματοδοτείται από τις ίδιες σημάνσεις της διάρκειας, ενέχοντας ένα 'χάος' το οποίο ως προβολή περιλαμβάνει την σημαίνουσα ανθρωπινότητα, τον ίμερο και την ανάγκη του που 'διασπώνται' στο σώμα: «Γιατί να φοβηθούμε το χάος αφού μέρος του είμαστε και εμείς; Συχνά επιθυμούμε να χαθούμε μέσα του με την ελπίδα πως στο βάθος του κρύβεται ο παράδεισος μας. Ο παράδεισος που είναι υπόθεση του καθενός».[1]
To ίδιο το χάος τελεί εν 'κινήσει', σημαίνοντας το ίδιο σημαίνον της ζωής και της 'άλλης' δυνατότητας της ζωής, προσεγγίζοντας αυτό που ο Jacques Derrida αποκαλεί ως «επιζωή».[2]
Η έννοια της «επιζωής», σχετιζόμενη με το ίδιο το ατομικό υποκείμενο, καθίσταται  η «ζωή πέραν της ζωής»[3], εντός ενός 'χάους' που 'επικοινωνεί' με τα βιώματα ως αίσθηση. «ΤΟ ΧΑΟΣ είναι ανδρόγυνο είναι ο Χάος και η Χάη είναι αΧός και ιαΧή δεν έχει πύλες»[4], αναφέρει ο ποιητής Έκτορας Κακναβάτος, ομνύοντας σε μία εμμένεια πέραν του ενστικτωδώς προφανούς.
Μεταξύ σωματικής έκφρασης που ενέχει μνήμες και συμβάντων που συγκροτούν τον 'οριακό σπαραγμό', το ποιητικό πράττειν, με φευγαλέες όψεις ενός εκάστου ονείρου, ενσαρκώνεται στην μετάβαση,  αποκαλύπτοντας έναν ποιητή  ο οποίος, την κρίσιμη στιγμή, διαβαίνει χώρους στεκούμενος ενώπιον της Μπενγιαμικής αίγλης: μεταξύ χρόνου και αξίωσης του, επιτελείται όχι μία απλή συνάρθρωση κοινωνιο-πολιτισμικών στιγμών,  αλλά μία διάστικτη συναρμογή ετερώνυμων και ετεροβαρών συμβάντων που φέρουν τα πρόσωπα ενώπιον της ιστορίας, της ποιητικής φωνής καθώς και της φωνής τους. 

 «Με νωχελικό ρυθμό οι καμήλες βόσκουν στους ελάχιστους αγκαθωτούς θάμνους της αραβικής ερήμου. Την ίδια ώρα στην Κοιλάδα των Μουσών στην Βοιωτία κοπάδια προβάτων απολαμβάνουν την ποικιλόμορφη βλάστηση. Ο Ησίοδος και ο Λόρενς της Αραβίας συνυπήρξαν στην φευγαλέα σκέψη παρά την διαφορά των αιώνων. Η φετινή Πρωταπριλιά δεν διαψεύδει γεγονότα και συγκρίσεις».[5]
Στη μεταιχμιακότητα των εποχών, εκ-βάλλει η αλήθεια, η αναζήτηση της πέραν του ορίου, στις συνδηλώσεις της θεωρούμενης ‘διαφοράς’. Κάθε ποίημα ‘διαπραγματεύεται’ με τις εκφάνσεις της εμπιστοσύνης[6], ενέχει τα χαρακτηριστικά γραφής ενός ποιητή που απο-καλύπτει διαρκώς την σημαντικότητα και την αποκάλυψη του ελάσσονος, συγκροτώντας έναν συναισθηματισμό της δράσης: η λέξη ως πλέγμα (cluster), δύναται να ‘ακουστεί’, να κοινοποιήσει κάτοπτρα πεδίου: ‘ποιος είναι ο άλλος;’.  
Η ποιητική του Βαγγέλη Χρόνη λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο αντηχείο διαμέσου του οποίου ανακαλεί τα ανθρώπινα πάθη, έρχεται σε επαφή με την ‘ύλη’ των αγαλμάτων που προσεγγίζουν την οριακότητα του γίγνεσθαι και την άρση αυτής της οριακότητας την στιγμή μίας ‘πολλαπλής’ τους θέασης, την στιγμή της προσήλωσης στο ‘υλικό τους είναι’: «Μελαγχολική η σιωπή των αγαλμάτων. Δεν είναι για την προσπάθεια διαφύλαξης των αινιγματικών τους μυστικών. Σε αντίθεση με την γοητεία τους η έλλειψη επικοινωνίας τα καθιστά απόμακρα και απόκοσμα. Με τα αγάλματα δεν γίνεσαι φίλος παρά μόνο θαυμαστής».[7]
Επανεπινοώντας τις πλαισιώσεις της ‘μύησης’, ο ποιητής κατασκευάζει αλληλουχίες απόδοσης, αξιώνοντας μορφές-αγάλματα που πραγματώνονται στο πεδίο της καταλληλότητας τους, της συμβατότητας τους με την επίκληση, με το ζητούμενο της θέασης, της θέασης που θα αποκαλούσαμε ως ‘θέαση κόσμου’: «Με τα αγάλματα δεν γίνεσαι φίλος παρά μόνο θαυμαστής», γράφει ο ποιητής, νοηματοδοτώντας τον και τους ρυθμούς της αναγνώρισης.
Και σε αυτή την περίπτωση, «η αναγνώριση γίνεται πάντα πρόσωπο με πρόσωπο», όπως επισημαίνει ο Σάββας Μιχαήλ.[8] Η ποίηση επικαλείται την μορφή εντός ‘οικίας’-μουσείου για να την αποδώσει εντατικά, εκεί όπου ο θαυμασμός για το και για τα αγάλματα καθίσταται ο άλλος τρόπος ανάγνωσης των πεδίων της ύπαρξης.
Στα χρονικά συμφραζόμενα διευρύνονται τα σημεία τομής, αναδεικνύονται εμπρόθετες κινήσεις, η ‘φαντασμαγορία’ μίας ποίησης που εντυπώνεται στις ποικίλες εποχιακές εναλλαγές, σημασιοδοτώντας, με όρους εικονοκλαστικού ‘παιγνίου’, την διττότητα της φθοράς και της εαρινής αναγέννησης, θέτοντας στο επίκεντρο το Πασχαλινό[9] πένθος το οποίο, πριν και τώρα, ομιλεί επιτελεστικά, μοναδικά και ευρύτερα κοινωνικά, ζητώντας το αίμα και την παροντική του φορά στο πρόσωπα   των ‘Σταυρωτών’ που παραμονεύουν φανερά, επικαλούμενοι την ‘αυθεντία’, την αισθητική του παράτολμου. Στο ‘σώμα’ του Πάσχα η θυσία και το έλεος μαζί.
Στο ‘αρχαίο κεραμίδι’ καθίσταται ορατή η ποιητική δοτικότητα, συγκροτεί την προσπελασιμότητα ως ‘κανονικότητα’, διαλέγεται με το Τέλος ως μαρτυρία, σημασιοδοτώντας την περιεχομενικότητα της «χαραυγής»[10] διαμέσου του ενσώματου πάθους, σε ένα ποίημα που τονίζει όσα χρειάζεται να τονίσει συμπεριληπτικά: «Σαν βυζαντινοί αμανέδες τα ηλιοβασιλέματα. Γεμάτα καημό αλλά και ελπίδα για την χαραυγή. Φως ιλαρό αγίας δόξης ακόμη και για μέρες συννεφιασμένες ή για νύχτες σκοτεινές που θα ‘ρθουν».[11]
Σε ένα ποιητικό απόσπασμα έμπλεο ανθρωποκεντρικού  ‘μεσσιανισμού’, η νυχτωδία μαρτυρεί το ‘ανείπωτο’, την μετατόπιση προς μία οικειότητα που ‘σπαράσσει’ και ‘σπαράσσεται’.
Διαμέσου μοτίβων που παραπέμπουν και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Βαγγέλη Χρόνη,  η ποίηση ενσαρκώνεται στα πεδία της ‘ζώσας’ μνήμης, στα σύγχρονα περιβάλλοντα όπου ο λόγος και δη ο ποιητικός λόγος θεωρείται παράταιρος, επενεργώντας στην γλώσσα ενός ‘Dasein’, ενός ‘είναι’ το οποίο αλλάζει απλώς όνομα, αναφέροντας τους όρους άρσης της ‘τυπικότητας’ της ασφάλειας.
Ενώπιον του Θεού, η λέξη, η ικεσία και η παράκληση ενός ποιητή και μίας ποίησης που ανοίγονται στη συνήχηση, στον άλλο ως θέαση. Και, όπως ανέφερε ο Gilles Deleuze, «όλα εξαρτώνται από τι ονομάζετε Θεό».[12]
 Η προσευχή αφυπνίζει, φορτίζει αξίες, προσλαμβάνει χαρακτηριστικά ενεστωτικής οικειότητας, από και προς: «Θεούλη μου, δεν καταλαβαίνω την γλώσσα των ξένων αλλά η προσευχή τους  όμοια με την δική μου  θα πρέπει να είναι. Σίγουρα οι μεταφραστές σου δεν κάνουν λάθη – εκτός και αν δεν τους χρειάζεσαι».[13]
Ο άλλος αναγνωρίζεται στην ίδια και αδιαμεσολάβητη λέξη-παράκληση, στην ικεσία του ενός εκάστου, στο δάκρυ της παράκλησης,  στους συμβολισμούς της επαφής: ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι ‘κοινός’, στην ‘κοινότητα’ του επιθυμητού.
 Ενσωματώνοντας κοινωνικές αναφορές, μία χρονίζουσα ευαισθησία, ο ποιητής, δέκτης του καιρού του, του έρωτα δίχως σταθμίσεις, δεν παύει να αναζητεί την ανθρώπινη μορφή, στους δρόμους και στις αίθουσες συναναστροφής.
Το κάθε ποίημα[14] ενώπιον της ευρύτητας του, του κύκλου των αξιών, της δόμησης ενός αστερισμού μορφικών εντάσεων που αναμετρώνται με το χρόνο, με την ίδια ακανόνιστη σειρά, την στιγμή όπου η ευρύτητα της ποιητικής γραφής του Βαγγέλη Χρόνη, αποκτά και συμβολική-ιστορική χροιά.
  Ο ποιητής ακολουθεί, με έναν ιδιαίτερο τρόπο και το Σπινοζικό υπόδειγμα ‘ex solo rationis dictamine visit’’, «ζει ακολουθώντας μόνο την υπαγόρευση του λόγου».[15] Όπως γράφει: «Τι σχέδια να κάνεις για το σύμπαν όταν σ’ έχει πλάσει στα δικά του μέτρα. Πορεύεσαι ως το τέρμα ανήμπορος και ημιμαθής».[16]
Και η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, στις όψεις ενός πολλαπλού γίγνεσθαι, σε ένα σύμπαν που καθίσταται πρόσημο αναφοράς, λειτουργεί υπό το πρίσμα της άμεσης ή της αμεσότητας της παρηγορίας, η οποία, βήμα βήμα, καθίσταται τμήμα εαυτού, ποίηση που διαρθρώνεται εντός ενός ‘κεραμιδιού’ που αγγίζει τις εκφάνσεις του μη επίπλαστου.
 Η στιγμή, αντεστραμμένα, συνιστά την χρονικά αποτύπωση της: «Πορεύεσαι ως το τέρμα ανήμπορος και ημιμαθής», αναζητώντας όψεις βίου, βίου πολυπράγμονος, λεκτικού και σωματικού, ερωτικού ως ‘επωνυμία’, βίου διαλεκτικού. Ενώπιον του καθρέπτη, το μέτρο και η μέτρηση, η καθημερινή ερώτηση. Διότι «ο χρόνος δεν εκδικείται το χρέος του μόνον υπηρετεί».[17]
Και, με την ποιητική τροπικότητα του Γιάννη Ρίτσου: «Δυο γυναίκες ανηφορίζουν στο βουνό. Κουρασμένες. Η μια κρατάει ένα παλιό λαδοφάναρο. Το δείλι έχει σβήσει. Θα νυχτωθούν καταμεσίς στο δάσος. Ο άνεμος δε θ’ αφήσει ν’ ανάψουν το φανάρι. Βάλε το χέρι σου – είπε – μπροστά σ’ εκείνο τ’ άστρο, μη το σβήσει ο αγέρας. Όχι μόνο για σένα. Οι δυο γυναίκες ανεβαίνουν μόνες μες στη νύχτα».[18] Το ‘αρχαίο κεραμίδι’ οικειοποιείται τους χρόνους της απεύθυνσης, το ανθρώπινο υποκείμενο που διαβεί αδιαμαρτύρητα, που πορεύεται εν καιρώ και εν λόγω, εν σχέσει με το ΄χάος’ των εξυψώσεων.
Η μελαγχολία περιστρέφεται γύρω από τον ποιητή που ανατρέπει την πεπατημένη, που αντλεί υλικό από τις κινήσεις που δύνανται να συλλάβουν τον ήχο των λέξεων, την πορεία εν μέσω απορίας, διευρύνοντας τους χώρου και τα πεδία της επικοινωνίας:  «Ο χορευτής αφού λειτούργησε στην σκηνή υπό τον ήχο των στίχων αποχώρησε εξαντλημένος. Είχε καταφέρει να προσθέσει νέες λέξεις όπως δεν τις είχε διανοηθεί ο ποιητής. Γράφει και ο χορευτής ποιήματα- άλεκτα μοιραίως».[19]
Ο ποιητής, ομνύει στις πολύπλευρες διαστάσεις των ανθρώπινων παθών, των καμωμένων με αίμα και σάρκα. Επρόκειτο για μία ποίηση της καθημερινής τριβής, ‘καμωμένης’ από προθέσεις.

Σίμος Ανδρονίδης

[Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου]   


[1] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ιδιωτική υπόθεση’, Ποιητική συλλογή ‘Το αρχαίο κεραμίδι’, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2018, σελ. 10.
[2] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά, ‘Ζωή στο όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική’, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 2007, σελ. 8. Η «επιζωή» συν-διαλέγεται με την πρωταρχικότητα της ζωτικότητας, επενεργεί στα διά-κενα των αναγνωρίσεων, επιζητεί την ποιητικότητα του δρώντος: στο ‘χάος’ οι μνήμες ως απόκριση επί της ιστορίας.
[3] Στο ίδιο, σελ. 8.
[4] Βλέπε σχετικά, Κακναβάτος Έκτωρ, ‘Χαοτικά Ι’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 1997, σελ. 12.
[5] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ο Ησίοδος και ο Λόρενς της Αραβίας…ό.π., σελ. 12.
[6] Η εμπιστοσύνη συνυφαίνεται με τα πλέγματα μίας φανερής και κεκαλυμμένης ενικότητας η οποία διακρατεί το μέγεθος της μετάβασης, την επιθυμία ως ένα ιδιαίτερο ‘όνειρο ιδιοκατοίκησης’:  «Εάν τα όνειρα δεν είναι πραγματικά γιατί επιθυμούμε να τα ζήσουμε; Μήπως οι επιθυμίες είναι οι πρόδρομοι των ονείρων;». Η επιθυμία δεν αποσπά, παρά ζητά και φαντασιακή προσοχή, φέρει το λανθάνων, αρθρώνεται στην ονειρική συνθήκη: το όνειρο ως υπόκωφη επιθυμία, ως βαθύ ‘υπόστρωμα’ μνήμης. Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Οι πρόδρομοι των ονείρων…ό.π., σελ. 13.
[7] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η σιωπή των αγαλμάτων…ό.π., σελ. 9.
[8] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Ο Jean Genet στον κόσμο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 219.
[9] Στις συντεταγμένες της απώλειας ο ποιητής ‘ενοικεί’ στο πένθος, επανεπινοώντας τις γραμμές της αναπαραγωγής: μία συγκεκριμένη ημέρα,  τα πάθη του Ιησού καθίστανται πάθη απώλειας. Μίας απώλειας εν πλήρει συνειδήσει, απώλεια που, την κρίσιμη στιγμή, αφήνει το τραύμα ανοιχτό, ώστε να ‘ομιλήσει’ την προσπελασιμότητα, το αίμα που ως δεσπόζουσα, ‘συνενώνει’ πληγές καθημερινές, αξιώνοντας  την ευθεία ‘σωματικοποίηση’ της Σταύρωσης.  «Προσκυνούμεν Σου τα πάθη, Χριστέ…» Προσκυνούμε και τα πάθη των ανθρώπων τα ατελείωτα και τα συνεχιζόμενα», τονίζει ο ποιητής, ενσωματώνοντας το μαρτυρικό ως μαρτυρία, γλώσσα που διατίθεται με ίδια πρόθεση.  «Κύριε μη μας πάρεις κι άλλο τις απώλειες μας. Δεν έχουμε που αλλού να μείνουμε», αναφέρει η Κική Δημουλά, αρθρώνοντας το εγκάρσιο σημείο τομής της ποίησης του Βαγγέλη Χρόνη: το οικείο που παραμένει στο σημείο του, που μετεωρίζεται μεταξύ βίωσης και μυσταγωγίας.  Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Η Θήρα…ό.π., σελ. 29.
[10] Η ποιητική «χαραυγή» ως ελπίδα για το παρόν, ανένταχτη μαρτυρία, ‘σπείρα’ του μοναδικού μέσα στην πολλαπλότητα του, ζωτικότητα της αντίθεσης,  εκεί όπου υπενθυμίζεται η ποίηση του Χιλιανού Pablo Neruda από το ‘Canto General’: «Υπερασπίσου τα χείλη κάθε στεφάνης του, μοιράσου τις εχθρικές του νύχτες, αγρύπνα για το τόξο της αυγής, ανάσανε τ’ αστερωμένα ύψη στηρίζοντας το δέντρο που μεστώνει καταμεσίς στη γη». Βλέπε σχετικά, Neruda Pablo, ‘Οι Ελευθερωτές’, Ποιητική συλλογή ‘Canto General’, Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, 1973, σελ. 113. Το Νερουδικό «δέντρο» στηρίζεται από τα ανθρώπινα πάθη, με την ‘αυγή’ να ενσκήπτει στο ίδιο το επίδικο: άγγιγμα και ελπίδα του ανθρώπινου.
[11] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Βυζαντινοί αμανέδες…ό.π., σελ. 46. Ο τίτλος του ποιήματος προϊδεάζει: οι «Βυζαντινοί αμανέδες» δεν ανήκουν παρά στην ευκαιρία τους να ακουστούν και να μοιράσουν «καημούς» και πάθη, εμπρόθετες ελπίδες της «χαραυγής», ρυθμούς του συγκαιρινού: επίγνωση.
[12] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ελευθερία… nom et Legem, sed ex amore…’, στο: Μιχαήλ Σάββας…ό.π., σελ. 19.
[13] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ο Κοινός στόχος…ό.π., σελ. 47.
[14] Το ποίημα λειτουργεί ως ιδιαίτερο ‘προσωπείο’, ως φανερή αλλά και κεκαλυμμένη ‘προσευχή’ που επιστρέφει την ελκτικότητα της ιχνηλάτησης στον ευρύτερο περίγυρο, το ‘αρχαίο κεραμίδι’ στο κατώφλι της πραγματικότητας: στη διάρκεια και στην αναπαραγωγή των ‘φωνών’.  Ο ποιητής προτείνει τους όρους της «επανανάγνωσης» του Roland Barthes, ήτοι την συνδιαλλαγή με την ιστορία, με τις εφαρμογές της ιστορίας καθώς και με την ‘δόκιμη’ απουσία.  
[15] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Ελευθερία… nom et Legem, sed ex amore…’, στο: Μιχαήλ Σάββας…ό.π., σελ. 19.

[16] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ως το τέρμα…ό.π., σελ. 50.
[17] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Το χρέος του χρόνου…ό.π., σελ. 27.
[18] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Βραδινό’, Ποιητική συλλογή ‘Ασκήσεις’, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2004, σελ. 437.
[19] Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ο Χορευτής…ό.π., σελ. 39.

"Αντιφάσεις" της Λίνας Βαταντζή μαζί με το έργο "Εικόνες" του Αλέκου Κοντόπουλου, 1974


"Αντιφάσεις"
της Λίνας Βαταντζή

μαζί με το έργο "Εικόνες" του Αλέκου Κοντόπουλου, 1974







Μεταγγίζει η κλεψύδρα άμμο,
κι εμείς

τον χρόνο διαιρούμε -
δραστήρια μετακινούμαστε.
Ποτάμι παλεύει

στις φλέβες
παρασύρει χτύπους
την κίνηση οριοθετεί

σε χώρους δεδομένους.



Ο χρόνος

ελεύθερος δημιουργός

ροβολά,
κι εμείς
περιχαρακώνουμε τη ζωή
σε αλυσοδεμένες αντιλήψεις.



Λίνα Βαταντζή



Η Λίνα Βαταντζή ζει και εργάζεται, ως εκπαιδευτικός, στη Νάουσα Ημαθίας.

Είναι πτυχιούχος της Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με μεταπτυχιακή εξειδίκευση στη διδασκαλία της γλώσσας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Πάτρας. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Χρόνος Προσέγγισης - Χώρος Απομάκρυνσης» (2018).
Δημοσιεύει ποιήματά σε ηλεκτρονικές σελίδες, αρθρογραφεί στον τύπο και διαχειρίζεται το προσωπικό της ιστολόγιο  https://poesyandpoem.blogspot.com
Συμμετείχε με οκτώ ποιήματα στο ομιλούν βιβλίο «Λάμψεις Ποιητικές» για άτομα με περιορισμένη όραση
 (https://youtu.be/pTp1I6f8u6c ), όπως, επίσης, με ανάγνωση ποιημάτων της στην εκδήλωση «Προσφυγιά και Μετανάστευση - Ανέντιμη Καταδίκη» στο αρχαίο θέατρο της Μίεζας.