Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2019

“Η Γυναίκα της Ζάκυνθος – θεατρικός μονόλογος” του Δ. Σολωμού θεατρικό τμήμα καλλιτεχνικού σωματείου Έλευσις και Υδράνη







“Η Γυναίκα της  Ζάκυθος – θεατρικός μονόλογος”

του Δ.  Σολωμού  


θεατρικό τμήμα καλλιτεχνικού σωματείου 
Έλευσις και Υδράνη




Πρωταγωνιστής ο Γιώργης Δρυμωνιάτης

Σκηνοθεσία Άγγελος Μαρίνος

Σκηνικά Μαρία Λεκκάκου



γράφει η Πόλα Βακιρλή Γιαννακοπούλου



Ο θεατρικός μονόλογος ως είδος αποτελεί, νομίζω, το πιο δύσκολο για προσέγγιση και ερμηνεία επί σκηνής έργο. Ο λόγος είναι ότι ένας ηθοποιός καλείται να ενσαρκώσει έναν πολυδιάστατο και πολλάκις απαιτητικό ρόλο, να παρακολουθήσει μόνος του, να υιοθετήσει και να αποδώσει αυτή την πολυμορφία και πολυδυναμία του θεατρικού λόγου, από την αφήγηση της υπόθεσης έως τη λύση της και από τις εσωτερικές συγκρούσεις που ζει ο ήρωας έως την αναπαράσταση των δραματικών  συγκρουσιακών καταστάσεων με τα άλλα υποτιθέμενα και αναφερόμενα κατά την αφήγησή του πρόσωπα. Η εναλλαγή μεταξύ δράσης και αφήγησης ενέχει δυσκολίες και απαιτεί τάλαντο και δεξιότητες. Και τέτοιο τάλαντο υποκριτικής διαθέτει ο μοναδικός ηθοποιός της παράστασης Γιώργης Κασσιμάτης Δρυμωνιάτης. Αλλά και για τον σκηνοθέτη η διδασκαλία και η καθοδήγηση ενός τέτοιου είδους θεατρικού κειμένου είναι το ίδιο απαιτητική και δύσκολη. Κι εδώ φαίνεται ότι ο σκηνοθέτης Άγγελος Μαρίνος τα κατάφερε πολύ καλά.

Η σκηνοθεσία του έργου, άρτια και προσεγμένη, ο φωτισμός και η μουσική τέλεια εναρμονισμένα με τον λόγο, το σκηνικό με τις εικόνες, το καντήλι, τα κεριά και το λιβάνι απ' την αρχή υποβάλλουν τον θεατή σ' ένα περιβάλλον αισθησιακό και μυσταγωγικό και τον προϊδεάζουν για τα τεκταινόμενα. Το εξωκκλήσι, τέλος, στην άνω δεξιά γωνία, καλοσχεδιασμένο, σύμφωνο με την περιγραφή του κειμένου, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του χωροχρονικά.. Σε όλα αυτά είναι αξιόλογη η συμβολή της  Μαρίας Λεκκάκου.

Ειδικότερα, η σκηνοθετική και ερμηνευτική προσπάθεια ανταποκρίνεται με επιτυχία στις απαιτήσεις του κειμένου. Η παρουσία του ιερομόναχου Διονύσιου επί σκηνής σεπτή, αναπαριστά με μέσα αισθητά από την αρχή μέχρι το τέλος τον ρόλο του στο έργο, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Το κείμενο αποδίδεται με γλαφυρότητα και σεβασμό από τον πρωταγωνιστή Γιώργη Δρυμωνιάτη, με όλες τις ψυχικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις του ήρωα, όπως αυτές αισθητοποιούνται με τη φωνή και τις κινήσεις των χεριών και του σώματος, ακόμα και με το βλέμμα του.



Επιτυχής κρίνεται επίσης η απόδοση του γλωσσικού ιδιώματος της ηρωίδας Γυναίκα της Ζάκυνθος με πιστότητα και ζωντάνια. Η απόδοση των εσωτερικών μονολόγων της ηρωίδας και οι συγκρουσιακές εσωτερικές συνθήκες της, ο χαρακτήρας και συμπεριφορικές επιλογές είναι άρτια δοσμένες γλωσσικά και υφολογικά. Καταφέρνουν έτσι ο σκηνοθέτης και ο υποκριτής να διεισδύσουν στην ψυχή της ηρωίδας και να αποδώσουν πιστά τη μεγαλομανία, τον αυταρχισμό,

τη φιλαυτία αλλά και την περιφρόνηση και απαξίωση προς τις πρόσφυγες γυναίκες του Μεσολογγιού. Σημειώνω εδώ ότι η απόδοση των υποτιθέμενων διαλόγων με τις Μεσολογγίτισσες, κατάφερε να ζωντανέψει  αυτή την απαξίωση και να αναδείξει στα μάτια του θεατή το διαχρονικό αλλά και επίκαιρο σήμερα πρόβλημα της επιβίωσης των προσφύγων ανά τον κόσμο. Συνάμα ο θεατής καταδικάζει τη συμπεριφορά της ξεπεσμένης και ξιπασμένης  Γυναίκας της Ζάκυνθος και επιζητεί την ηθική τιμωρία της.

Ένα επίσης δύσκολο και δυσπρόσιτο σημείο του έργου είναι η απόδοση του οράματος του ιερομόναχου Διονυσίου, που όμως κι εδώ ανταποκρίθηκαν οι συντελεστές του. Η αφήγηση του Σολωμού βρήκε το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να την αναπαραστήσει επί σκηνής, καθώς ο Δρυμωνιάτης με τη χροιά της φωνής του και τη γλώσσα του σώματος έστησε μπροστά μας ολοζώντανο το μεταφυσικό και φοβερό σκηνικό του οράματος του ιερομόναχου Διονυσίου. Τέλος η λύση με την τιμωρία της υπερφίαλης Γυναίκας της Ζάκυνθος, μέσα από το όραμα, έγινε αισθητή στον θεατή που αντιλαμβάνεται έτσι την ηθική αποκατάσταση των πραγμάτων και την κυριαρχία του δίκιου.

Η μοναδικότητα και η αξία τελικά της παράστασης αυτής βρήκε ανταπόκριση στους θεατές που εκστασιασμένοι την παρακολούθησαν από την αρχή στο κατάμεστο και κατάλληλα φροντισμένο θεατράκι της Έλευσις και Υδράνη. Βρεθήκαμε πράγματι, όσοι παρακολουθήσαμε την παράσταση,

να έχουμε μεταφέρει την ψυχή μας σε μια υπερβατική υπερκόσμια κατάσταση όπως αυτή μας επιβλήθηκε μέσα από τη θαυμαστή ενσάρκωση του λόγου του Σολωμού. Κι αυτό συντελέστηκε μέσα από μια άξια σκηνοθεσία, σκηνογραφία και ταλαντούχα υποκριτική ικανότητα. Άλλωστε είναι παρήγορο, στους καιρούς που ζούμε, να γίνονται τέτοιες αξιόλογες προσπάθειες στον χώρο της τέχνης.



Πόλα Βακιρλή Γιαννακοπούλου


Η Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάσθηκε στη Β/θμια Εκ/ση ως καθηγήτρια φιλόλογος. Ασχολείται με την ποίηση και   με τη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές:  Φως στην άκρη της καταχνιάς, εκδόσεις Bookstars 2014, Μικρό αλώνι, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015, Με χρώματα κι αρώματα, εκδόσεις Βεργίνα 2016 και Στη συνοικία το Χάος, εκδόσεις Βεργίνα 2018. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.





Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Το σπίτι, οι άνθρωποι, ο τόπος, η ιστορία (για την παράσταση «η βιογραφία του πατρογονικού») σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr https://diastixo.gr/allestexnes/theatro/11415-viografia-patrogonikou



Το σπίτι, οι άνθρωποι, ο τόπος, η ιστορία

(για την παράσταση 
«η βιογραφία του πατρογονικού»)
σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
https://diastixo.gr/allestexnes/theatro/11415-viografia-patrogonikou






Θα μπορούσε να είναι ένα από τα πολλά σπίτια που έζησαν τη ζωή που χρονικά τους αναλογούσε και κάποτε έπεσαν στον βωμό της αστικής εξέλιξης και της αντιπαροχής. Θα μπορούσε ακόμη να πρόκειται μόνον για μια ιστορία που, παραμένοντας οικογενειακό κειμήλιο, δεν θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας. Η καλή μοίρα όμως του καβαλιώτικου νεοκλασικού στην οδό Βύρωνος 5Α προνόησε αλλιώς.

Στη  αρχή ένα βιβλίο γραμμένο από τη Μάγκυ Κριθαρέλλη (Η βιογραφία του πατρογονικού, εκδόσεις Καπόν, 2016) που ιστορεί τη ζωή του σπιτιού μέσα από τις δύο οικογένειες που το κατοίκησαν (η οικογένεια Δημητρίου Σούλα και η οικογένεια Χρήστου Παπανικολάου) και το γέμισαν με την παρουσία τους από το 1903 που χτίστηκε ως τα σήμερα. Κι έπειτα η συνάντηση με τον άλλο δημιουργό, τον Θοδωρή Γκόνη, που διάβασε το βιβλίο και φαντάστηκε τη μεταφορά του στη σκηνή, με τον τρόπο που έχει αποδείξει ως τώρα πως γνωρίζει άριστα. Εδώ το ερώτημα δεν είναι φυσικά το πώς διασκευάζεται θεατρικά ένα βιβλίο αλλά το πώς πρωταγωνιστεί στη σκηνή ένα σπίτι.  Γιατί, ας μην έχουμε καμία αμφιβολία, αυτό το σπίτι τω ανθρώπων είναι ο ήρωας και ο πρωταγωνιστής στην παράσταση του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας που σκηνοθετεί ο Γκόνης. Ο ίδιος μιλώντας για την παράσταση δίνει το στίγμα της δουλειάς του αλλά και το ήθος που συνοδεύει όλες του τις θεατρικές προτάσεις:


«Αυτό που ενδιαφέρει την παράσταση μας είναι οι άνθρωποι και λιγότερο η «περιήγηση» του σπιτιού αυτού καθεαυτό. Οι άνθρωποι που έβαλαν την πρώτη πέτρα για να χτιστεί αυτό το μικρό, ελάχιστο πεπρωμένο. Αυτοί που ανέγραψαν τη χρονολογία κτίσεως ανάγλυφα στο κέντρο του: 1903. Αυτοί που έσφαξαν τον πετεινό κι έβαλαν τη λίρα τη χρυσή κάτω από το θεμέλιο λίθο. […] Και αν μας επιτρέπεται να πούμε και κάτι ακόμα, η εξαιρετική αυτή ιστορία, η «Βιογραφία του Πατρογονικού» της Μάγκυς Κριθαρέλλη, μας ξαναθυμίζει πως οι άνθρωποι που πεθαίνουν, στηρίζονται από την παρουσία αυτού στο οποίο πίστεψαν, και αυτό τους αναλαμβάνει – σαν τους αγγέλους – αυτό είναι που κρατά τα έργα τους όρθια. Το αίμα και το χρυσάφι τους».




Η παράσταση λειτούργησε καλειδοσκοπικά, με εναλλαγή των τοπίων της. Το σπίτι, η κυρίαρχη ζωντανή παρουσία επί σκηνής, με τις αναπόφευκτες μεταποιήσεις της μορφής του για να ανταποκρίνεται κάθε φορά στις ανάγκες και την αισθητική των προσώπων που το κατοίκησαν. Τα πρόσωπα που το δημιούργησαν (όχι μόνον ως κατασκευή κτηρίου αλλά ως γερά δεμένη οικογενειακή εστία), με τις χαρές και τις λύπες τους, τις απώλειες και τις μνήμες τους. Γύρω από τα πρόσωπα ο τόπος, η Καβάλα από το τέλος του 19ου αιώνα, οι μεταμορφώσεις της στην πάροδο των χρόνων, η ακμή της, η αναπόφευκτη κρίση, το αστικό της παρελθόν. Αλλά και η ιστορία της Ελλάδας στη διάρκεια των εκατό και πλέον χρόνων της ζωής των προσώπων και του σπιτιού, οι πόλεμοι που σημάδεψαν τα άψυχα και τα έμψυχα της ιστορίας· όλα αυτά μέσα από την εξιστόρηση αλλά και με το οπτικοακουστικό υλικό (από ιστορικά αλλά και οικογενειακά  αρχεία) που την τεκμηρίωνε.


Για να προκύψει το έξοχο αποτέλεσμα χρειάστηκε η συνέργεια πολλών:  Η ευρηματική ματιά του σκηνοθέτη, που συνέλαβε την ιδέα, επινόησε τον τρόπο και έστησε την παράσταση. Η διασκευή του κειμένου, η επιλογή των αποσπασμάτων και η μεταποίησή τους σε θεατρικό λόγο. Το περιστρεφόμενο σκηνικό (ως ιδέα αλλά και ως κατασκευή), που κάθε φορά αποκάλυπτε μια άλλη όψη του σπιτιού αλλά και μια άλλη εποχή. Τα λιτά και λειτουργικά  κοστούμια. Ο φωτισμός, που υπογράμμιζε εύστοχα τον λόγο των ηθοποιών. Ο άψογος ήχος. Οι ηθοποιοί, που έδωσαν ζωή στον λόγο του κειμένου ως ιστορητές της ζωής του σπιτιού και των προσώπων αλλά και ως υποκριτές υποδυόμενοι τα πρόσωπα, που εμβόλιμα στην αφήγηση διεκδικούσαν την παρουσία τους στα γεγονότα.

Αξίζει να γίνει μνεία και σε κάποιες μικρές λεπτομέρειες, που η κάθε μία με το δικό της βάρος συντέλεσε στο συνολικό αποτέλεσμα: Το κοριτσάκι που συμμετείχε για λίγο και που αφέθηκε κι αυτό να σιγοτραγουδά μαζί με τον δίσκο στο πικάπ. Το φως που αργά αργά έσβηνε σημαίνοντας και την πνοή του στρατιώτη που έφευγε από το σώμα. Το σκηνικό που οι ηθοποιοί περιέστρεφαν με τον κόπο που παρέπεμπε στις αλλαγές της ζωής και στις δυσκολίες της. Τέλος, το ρολόι που δεν έπαψε να χτυπά, όσες αλλαγές κι αν έγιναν στο πέρασμα του χρόνου, και να δίνει την αίσθηση ότι ακούς την καρδιά του σπιτιού. Οι άνθρωποι την κούρδιζαν δίνοντάς της πνοή, συντονίζοντας το σπίτι με τον δικό τους ρυθμό. Κι αυτό, με τη σειρά του, τους έδειχνε το ήθος της ζωής τους. Μια αμφίδρομη σχέση. Το σπίτι και οι άνθρωποι. Ένα ζωντανό σπίτι, μια καρδιά που μας έπεισε ότι ζει. Ως διακριτή οντότητα, μαζί με τους ανθρώπους του, μέσα στον τόπο που γεννήθηκε και κάτω από τις συνθήκες της ιστορίας που ερήμην του επηρέασαν τη ζωή του.

Εδώ οι Συντελεστές της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
    Κείμενο παράστασης: Πάνος Δεληνικόπουλος, 
   Κατερίνα Λιάτσου,  Θοδωρής Γκόνης
Σκηνικά/Κοστούμια: Ανδρέας Γεωργιάδης
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
    Κατασκευή σκηνικού: Γιώργος Μαστοράκης, Γιάννης Σταυρίδης
Ειδικός συνεργάτης: Στράτος Καλαφάτης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Μιχάλης Αγγελίδης, Κατερίνα Συμεωνίδου
Χειρισμός ήχου παράστασης: Κωνσταντίνος Γαρουφαλίδης
Χειρισμός κονσόλας φωτισμών: Γιώργος Τριανταφυλλίδης
Διανομή: Ελένη Μαβίδου, Παύλος Σταυρόπουλος



[«Η βιογραφία του πατρογονικού», ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Καβάλας, Αίθουσα θεάτρου του Ιδρύματος  Μιχάλης Κακογιάννης, 11 και 12 Ιανουαρίου]

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Πώς μεταφέρεται στη σκηνή το πάθος μιας ζωής (για την παράσταση «Η Ευθαλία του Γαλατά») Ένα έργο στηριγμένο στο αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Φαχισέ Τσίκα", σε σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ και σε διασκευή της Νικολέττας Βλαβιανού, η οποία και πρωταγωνιστεί.


Πώς μεταφέρεται στη σκηνή
το πάθος μιας ζωής

(για την παράσταση «Η Ευθαλία του Γαλατά»)
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/i-eythalia-tou-galata/

Ένα έργο στηριγμένο στο αφήγημα του Θωμά Κοροβίνη "Φαχισέ Τσίκα", σε σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ και σε διασκευή της Νικολέττας Βλαβιανού, η οποία και πρωταγωνιστεί.





Το στοίχημα για τον συγγραφέα, που καταγίνεται με την καταγραφή της αληθινής ζωής, είναι αν θα καταφέρει να αποδώσει με τον γραπτό λόγο όχι μόνον τα γεγονότα, τα στοιχεία που συγκροτούν μια  αφήγηση που να διαβάζεται σχεδόν σαν απτή πραγματικότητα, αλλά αν θα ακουστεί πίσω από τις λέξεις η κραυγή μιας παλλόμενης  από απόγνωση φωνής. Ως προς αυτό μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημά του «Φαχισέ τσίκα» έχει την απόλυτη επιτυχία.
Η φωνή της Ευθαλίας περνάει μέσα από τη δική του καταγραφή της αληθινής της ζωής, όπως την άκουσε ως προφορική μαρτυρία. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς· ο Κοροβίνης έχει το χάρισμα να μεταφέρει με μια έξοχη αφηγηματική φωνή τους ζωντανούς χαρακτήρες του, κι έτσι να τους χαρίζει την αιωνιότητα μιας δεύτερης ζωής, λογοτεχνικής.

Ένα δεύτερο στοίχημα έχουμε από τη στιγμή που ένα τέτοιο βιβλίο μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή. Ο ήχος της φωνής αλλάζει δυνητικά μορφή, όπως κατ’ αναλογία θα γινόταν και σε μία κινηματογραφική εκδοχή της ιστορίας. Άλλοι οι κανόνες σε ένα χώρο, όπου κυρίαρχη καθίσταται η εικόνα, η κίνηση, η σκηνική παρουσία των προσώπων. Συχνά κινδυνεύει να χαθεί ο λόγος στον βωμό της εικόνας. Στην περίπτωση της μετατροπής της «Φαχισέ τσίκα» σε «Ευθαλία του Γαλατά» έχουμε την αρχική φωνή να περνάει στο θεατρικό σανίδι διατηρώντας την αυθεντικότητα που διέσωσε και όταν μεταφέρθηκε στον γραπτό λόγο. Το κύριο χαρακτηριστικό της παράστασης είναι η γνησιότητα της κραυγής που η ώριμη Ευθαλία βάζει στην αφήγησή της· παρακολουθείς την παράσταση και είναι σαν να διαβάζεις το βιβλίο με τη φαντασία σου. Αναπόφευκτα, αν πιάσεις πάλι στα χέρια σου το βιβλίο για μια δεύτερη ανάγνωση, θα έχεις στη σκέψη σου τις θεατρικές εικόνες. Ας θεωρηθεί, φυσικά, αυτό εμπλουτισμός του λόγου με εικόνα και αντιστρόφως.


Ακούμε τον  μονόλογο της Ευθαλίας, της ώριμης πόρνης που έζησε από τα παιδικά της χρόνια την ορφάνια, τον κατατρεγμό και τον εξευτελισμό. Παρακολουθούμε τη ζωή της από τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου σε μια παράλληλη πορεία με αυτήν του Ελληνισμού, με σκηνές που έγραψαν μέσα της βαθιά και την ωρίμασαν από πολύ νωρίς. Μια ζωή πλούσια σε ένταση και εμπειρίες, που σπάνια της χαμογέλασε και την παρέσυρε σε όνειρα που δεν έμελλαν να πραγματοποιηθούν. Κατέληξε στα μπορντέλα του Γαλατά, στην Κωνσταντινούπολη με βαλίτσες γεμάτες από μνήμες, φωτογραφίες και ανεπίδοτα γράμματα σε έναν αγαπητικό που την πρόδωσε. Με ένα νυφικό που δεν επρόκειτο ποτέ να φορέσει, σε ένα γάμο που ποτέ δεν επρόκειτο να γίνει. Μια ματαίωση η ζωή της όλη.

Η θεατρική διασκευή που επιμελήθηκε η Νικολέττα Βλαβιανού και η ευφυής σκηνοθεσία της έμπειρης
Ρέινας Εσκενάζυ λειτούργησαν ώστε οι εικόνες που εμπεριέχονται στην αφήγηση της Ευθαλίας να μεταφερθούν σαν εμβόλιμα στοιχεία (ήχου και κίνησης), που όχι μόνο δεν διακόπτουν τη ροή ενός χειμαρρώδους λόγου αλλά τον χρωματίζουν με τρόπο ώστε να αποκτά ο θεατρικός μονόλογος μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωντάνια. Έτσι γίνεται, για παράδειγμα, έστω και για λίγο, να μεταφερθεί το μοναχικό σκηνικό του μονολόγου σε ένα πολύβουο καμπαρέ. Να σημειωθεί εδώ η εξαιρετική συμβολή των συντελεστών στο τραγούδι και στην κίνηση, όλων αυτών που δίνουν την ψευδαίσθηση (απαραίτητη σε μια  σκηνική παράσταση) του πολυπρόσωπου τοπίου.


Ο ρόλος της Ευθαλίας ερμηνευμένος από τη Βλαβιανού προσφέρει ευχάριστη έκπληξη στον θεατή. Πληθωρική σκηνική παρουσία, λόγος χρωματισμένος κατάλληλα σε κάθε γύρισμα της αφήγησης να μεταπηδά από το υπόκωφο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό σε μια γνήσια τραγικότητα, που μόνον η καλή υποκριτική μπορεί να δώσει μεταφέροντας ταυτόχρονα τον θεατή στους χώρους της πολυτάραχης ζωής της – τους εξωτερικούς της δράσης αλλά και τους εσωτερικούς της ψυχής της.

Μας αρέσουν τα στοιχήματα που κερδίζονται στο όνομα της ποιότητας. Μια παράσταση που αξίζει να την παρακολουθήσει αυτός που αγαπά τα βιβλία και το θέατρο και δεν φοβάται τις εκπλήξεις.

Οι συντελεστές της παράστασης:

Κείμενο και μουσική επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης. Σκηνοθεσία: Ρέινα Εσκενάζυ. Θεατρική διασκευή: Νικολέττα Βλαβιανού. Βοηθός σκηνοθέτη: Ανδρομάχη Παπαδοπούλου. Σκηνικός χώρος: Αναστασία Αμβράζη. Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Κοστούμια: (σχεδιασμός - εκτέλεση) Δάφνη Τσακώτα. Κινησιολογία - Χορογραφία: Μόνικα Κολοκοτρώνη. Στον ρόλο της Ευθαλίας η Νικολέττα Βλαβιανού. Αφήγηση, μουσική και τραγούδι: Ελένη Καρβέλη, Ελεάννα Φινοκαλιώτη


Οι παραστάσεις κάθε Τετάρτη (στις 8 μ.μ.) και κάθε Πέμπτη (στις 9 μ.μ.) στο θέατρο Γκλόρια Μικρό, Ιπποκράτους 7, από τις 18 Απριλίου έως τις 31 Μαΐου.



Διώνη Δημητριάδου




Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017


Μια βαθιά εξομολόγηση στο θεατρικό σανίδι



Σκέψεις μετά την παράσταση
«Ο πατέρας του Άμλετ»

κείμενο: Μάνος Ελευθερίου
σκηνοθεσία: Θοδωρής Γκόνης
ερμηνεία: Χρήστος Χατζηπαναγιώτης
στο θέατρο Θησείον –Ένα θέατρο για τις τέχνες






«Τώρα θα αναρωτιέσαι για ποιο λόγο ήρθα.

Ήρθα από μια παρόρμηση,

ένα χρέος να σου ιστορήσω τον τρόπο του θανάτου μου,

τον οποίο δεν ξέρεις και που πρέπει κάποια στιγμή εσύ ν’ αποφασίσεις,

πώς θα χειριστείς την κατάσταση.

Δεν έχεις όμως και μια σοβαρή σύντροφο για να σε συμβουλεύσει»



Η παρόρμηση, το χρέος, η ανάγκη του νεκρού πατέρα του Άμλετ να συνομιλήσει εν ύπνω με τον γιο του. Και στον μονόλογό του θα προλάβει να πει όσα πρέπει, αυτά που δεν μπόρεσε όσο ζούσε να εκστομίσει, αυτά που θέλει να αφήσει παρακαταθήκη στον νεότερο μπροστά στο κατώφλι της εξουσίας. Δεν θα μιλήσει, όμως, μόνο για τα προβλήματα της εξουσίας. Θα αφεθεί σε έναν συνειρμικό χείμαρρο, στον οποίο ο θεατής πολλές φορές θα αναρωτηθεί αν ο αποδέκτης των λόγων αυτών είναι μόνον ο Άμλετ. Στο θυμικό του καθενός απευθύνεται, τη σκέψη του ανασκάπτει για να δείξει πως όλα τελικά κινούνται σε ίδιους ρυθμούς, χωρίς χρονικές δεσμεύσεις. Έτσι στο προσκήνιο έρχεται και η ιστορία του τόπου, γιατί τα προβλήματα μοιάζει να μη γνωρίζουν σύνορα, όπως και οι εκμυστηρεύσεις των ανθρώπων, όταν πηγάζουν από ειλικρινή και οδυνηρή διάθεση εξομολόγησης. Είναι, λοιπόν, πολιτικό το έργο; Ναι, αναπόφευκτα κάθε σκέψη που τοποθετεί τον άνθρωπο - ιδιώτη στο προσκήνιο σε άρρηκτη σχέση με τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο τον μεταλλάσει σε σκεπτόμενο πολιτικό ον.



Το κείμενο του Μάνου Ελευθερίου σε πλούσιο χαμηλόφωνο λόγο, γιατί μόνον έτσι εκστομίζονται οι βαθιές αλήθειες, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον  του θεατή οδηγώντας τον σε συνειρμικές εσωτερικές σχέσεις με την ποίηση, τον φιλοσοφικό στοχασμό, την πολιτική σκέψη, την ανθρώπινη οδύνη.




Η σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη, για μια ακόμη φορά, σε απόλυτη συμπόρευση με τις ανάσες του κειμένου, ισορροπεί ανάμεσα σε αχνοφωτισμένες κινήσεις του υποκριτή και σε εξάρσεις στιγμιαίες, θυμίζοντας έτσι πως μια εξομολόγηση δεν μπορεί παρά να  ακροβατεί η ίδια ανάμεσα στον υπόκωφο πόνο και την οργή.



Τέλος η ερμηνεία του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη. Ένας ηθοποιός σε αυθεντική μεταμόρφωση την ώρα που αποδίδει τον ρόλο του. Αποδεικνύει πως όρια και στεγανά στις ερμηνείες δεν υπάρχουν, ενσαρκώνει την πεμπτουσία του χαρακτήρα και πείθει πως πράγματι υπο-δύεται και όχι απλώς μιμείται. Μια παρουσία που δένει τον λόγο και τη σκηνική θέση σε ένα σύνολο εξαιρετικό.  Κείμενο, σκηνοθεσία, ερμηνεία.



Και στο βάθος του μυαλού μια σκέψη: Τα κλασικά έργα, οι χαρακτήρες που θαρρείς και δεν  μπορούν να αποκοπούν από το αρχικό τους κείμενο χωρίς απώλειες, ίσως έχουν τη δύναμη να βγουν από τα όρια που τους έχουν καθηλώσει οι συγγραφείς τους και να χαράξουν μια προσωπική -και ίσως αυτόνομη πορεία- μέσα σε άλλα καινούργια πλαίσια. Τότε  όχι μόνο δεν καταργούν τον κλασικό τους χαρακτήρα, ίσα ίσα τον εμπλουτίζουν αποδεικνύοντας τη διαχρονική τους ζωντανή υπόσταση.



Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016



Μια άλλη εκδοχή των αριστοφανικών «Ορνίθων» ή μια έξοχη μεταφορά του αριστοφανικού κλίματος στη σημερινή θεατρική σκηνή;
Ένα σχόλιο για τους «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου 


Μια παράσταση γεμάτη από κίνηση και ρυθμό, με μια αύρα από την αρχή ως το τέλος να σε παρασέρνει με τον λόγο στο όνειρο. Μια μαγική εικόνα μέσα από σκηνικά, πρόσωπα, αμφιέσεις, υποκριτικές εξάρσεις υπέροχες αλλά και εύγλωττες σιωπές. Γιατί απαιτούνται και αυτές. Και μια μουσική (του Άγγελου Τριανταφύλλου) να επενδύει το όλο θέαμα, να συμπληρώνει σαν ένας ακόμη υποκριτής τον θίασο. Και η ποίηση παρούσα με τους στίχους του Γιώργη Παυλόπουλου* να δένουν αρμονικά με τα λόγια του αρχαίου ποιητή. Ένα θαυμάσιο σύνολο φτιαγμένο από τον Νίκο Καραθάνο και όλους αυτούς που νιώθουν την άποψη που φέρει η σκηνοθετική του ματιά. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα είναι τόσο ξεχωριστό. Δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς με τους εμβληματικούς εκείνους «Όρνιθες» του Κουν και του Χατζιδάκι. Όταν, όμως, το τολμάς και δίνεις μια παράσταση τόσο αυτόνομη και ανεπηρέαστη από την κλασική εκείνη, τότε μετράει η προσπάθεια πολύ περισσότερο. Κάποιοι ενοχλήθηκαν με τις αισθητικές παρεμβάσεις του σκηνοθέτη. Να θυμηθούμε ότι και οι παλαιοί εκείνοι «Όρνιθες» είχαν ενοχλήσει πολύ; Όπως φαίνεται τα πολύ καλά πράγματα κάποιους πάντα ενοχλούν.

Μετάφραση: Γιάννης Αστερής
Σκηνοθεσία: Νίκος Καραθάνος
Διασκευή: Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Αστερής
Σκηνικά - Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί:  Σίμος Σαρκετζής
Κίνηση: Amalia Bennett
Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Μπιτούνη
Βοηθός σκηνοθέτης: Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
Βοηθοί σκηνογράφου: Ευαγγελία Θεριανού, Μυρτώ Κοσμοπούλου, Μυρτώ Λάμπρου
Βοηθός μουσικού: Βασίλης Παναγιωτόπουλος
Βοηθός παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Εκτέλεση Παραγωγής: Γιολάντα Μαρκοπούλου, Κωνσταντίνα Γεωργίου / POLYPLANITY Productions

Ο θίασος: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Νίκος Καραθάνος, Έμιλυ Κολιανδρή, Γιάννης Κότσιφας, Έκτορας Λιάτσος, Χρήστος Λούλης, Γρηγορία Μεθενίτη, Φωτεινή Μπαξεβάνη, Κωνσταντίνος Μπιμπής, Νατάσσα Μποφίλιου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Φοίβος Ριμένας, Μιχάλης Σαράντης, Γιάννης Σεβδικαλής, Άρης Σερβετάλης, Άγγελος Τριανταφύλλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη

Παίζουν ζωντανά οι μουσικοί: Μάριος Δαπέργολας, Σοφία Ευκλείδου, Δημήτρης Κλωνής, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Δημήτρης Τίγκας

*Στην παράσταση ενσωματωμένοι οι στίχοι του Γιώργη Παυλόπουλου
  Γιώργης Παυλόπουλος
«Πού είναι τα πουλιά;»

Πού είναι τα πουλιά;
Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια
μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες
ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;
Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκόλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι' ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι' ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι οι συκοπούλες οι βουλγάρες κι' οι σιταρίθρες
τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι
ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος
ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;


Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016


 "Πέταξα όπως τα πουλιά και, μάλιστα, καλύτερα από κείνα…"





Πώς μια νουβέλα ανεβαίνει στη σκηνή και βρίσκει την καλή της ώρα, εκεί που σμίγει η φαντασία της γραφής με την απογειωτική ματιά του σκηνοθέτη.

«Ισορροπιστής αεροσκαφών», η νουβέλα του Θόδωρου Θεοδωρίδη μεταφερμένη στη σκηνή του θεάτρου με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Θοδωρή Γκόνη.

«Πήγαινα στην άκρη του διαδρόμου και με ανοιχτά τα χέρια, δίκην φτερών, άρχιζα να τρέχω με όλη μου τη δύναμη. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, στην αρχή πατώντας σταθερά με ολόκληρα τα πέλματα στον ασφαλτοτάπητα κι ύστερα από κάποια μέτρα στις μύτες των ποδιών μου κι έλεγα να, τώρα θα ξεκολλήσω από το έδαφος, τώρα θα απογειωθώ…
Μια φορά, όμως, τα κατάφερα. Ναι, μάλιστα. Όπως το ακούτε. Τα κατάφερα και απογειώθηκα. Πέταξα όπως τα πουλιά και, μάλιστα, καλύτερα από κείνα…
Όλοι όσοι με είδαν έλεγαν για έναν μεγάλο γυπαετό που ήρθε από πίσω μου κάνοντας μια κάθετη εφόρμηση, με άρπαξε τάχα από τα ρούχα την ώρα που έτρεχα στον αεροδιάδρομο και αφού με περιέφερε σ’ όλο τον μεγάλο κάμπο και με ανέβασε ψηλά, πολύ ψηλά στη φωλιά του, στην κορυφή του βουνού να με δουν τα γυπαετοπουλάκια του, με ξανάφερε και με άφησε με προσοχή εκεί ακριβώς απ’ όπου με είχε αρπάξει.
Μιλούσαν για ένα θαύμα, για μια αλλόκοτη συμπεριφορά του αρπακτικού πτηνού, αλλά έλεγαν ψέματα, γιατί εγώ ήξερα καλά ότι πέταξα με τις δικές μου αποκλειστικά  δυνάμεις και κανένας γυπαετός δεν με άρπαξε.» («Ισορροπιστής αεροσκαφών, Θόδωρος Θεοδωρίδης)



Μια μεστή γραφή, απολύτως αλληγορική, με αποδέκτες αυτούς που αφέθηκαν στο όνειρο μιας απογείωσης από τα συμβατά όρια, χωρίς να εκτιμήσουν όσο έπρεπε τους όρους του «συμβολαίου».

Και μια θεατρική αποκαθήλωση όλων των ψευδαισθήσεων των απλών και αφελών που νόμισαν κάποτε πως τους χαρίστηκε ο κόσμος. Αυτός, όμως, ήταν πάντοτε δίπλα τους, εκεί που έφτανε το χέρι τους. 

Διώνη Δημητριάδου