Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Μια 'ανάγνωση' 

στη «Σκακιστική νουβέλα»

του Stefan Zweig,

σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου,

από τις εκδόσεις Άγρα




«…σκέφτομαι λοιπόν πως είναι καλύτερο να τερματίσω έγκαιρα και με το κεφάλι ψηλά μια ζωή, όπου η πνευματική εργασία υπήρξε πάντοτε η αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία το ύψιστο αγαθό του κόσμου τούτου.»

Αυτά έγραφε ο Stefan Zweig στο σημείωμα που άφησε μιλώντας για την απόφασή του να αυτοκτονήσει. Ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1942, όταν έκανε πράξη την απόφασή του συγκλονισμένος από τα γεγονότα του πολέμου και την καταστροφή της Ευρώπης «…τώρα που ο κόσμος της γλώσσας μου σκοτείνιασε για μένα και η Ευρώπη, ο χώρος των πνευματικών δεσμών μου, έχει κι αυτή αφανιστεί».

Το τελευταίο κείμενο που στέλνει στον εκδότη του στη Νέα Υόρκη, και το οποίο τυπώθηκε μετά τον θάνατό του, ήταν η «Σκακιστική νουβέλα».  Αναρωτιέμαι πώς να είναι αυτό το ‘λίγο πριν’, πώς να νιώθει, τι να σκέπτεται, κυρίως γιατί να γράφει ‘λίγο πριν’. Λίγο προτού κάνει τη ‘νενοημένη’ ασφαλώς τελευταία κίνησή του, αδιαφορώντας για τη μετέπειτα κρίση των υπολοίπων περί ‘απονενοημένου’ διαβήματος. Έχοντας καταφύγει στη Βραζιλία, την οποία καταλήγει να θεωρεί πια πατρίδα του, εφόσον η πραγματική του πατρίδα νιώθει ότι «σκοτείνιασε». Κι έχουμε εδώ, λοιπόν, αυτό το τελευταίο του κείμενο, μια νουβέλα που την τιτλοφορεί «σκακιστική», θέτοντας έτσι στο κέντρο του θέματός του τον βασιλιά όλων των πνευματικών παιχνιδιών.
Είναι άραγε μόνο ένα πνευματικό παιχνίδι το σκάκι; Απαιτεί οπωσδήποτε όλη την νοητική εγρήγορση των παικτών, αναδεικνύει τις  -ιδιαίτερα απαιτητικές- διεργασίες του μυαλού, που οφείλει να προβλέπει και να φαντάζεται τις επόμενες κινήσεις, πριν αποβούν μοιραίες για τη εξέλιξη της παρτίδας. Δεν αφήνεται καθόλου στην τύχη, αγνοώντας επιδεικτικά τον ρόλο της, τη στιγμή που σε όλα τα άλλα παιχνίδια το τυχαίο αναδεικνύεται είτε ρυθμιστής είτε ένας συμμέτοχος παράγοντας των εξελίξεων.

«…γνώριζα τη μυστηριώδη γοητεία αυτού του “Βασιλικού παιχνιδιού”, του μοναδικού απ’ όλα όσα εφεύρε ο άνθρωπος που με ανωτερότητα ξεφεύγει από την τυραννία της τύχης και δεν χαρίζει τις δάφνες της νίκης παρά μόνο στην εξυπνάδα, ή μάλλον σε ένα ορισμένο είδος εξυπνάδας»
θα πει κάποια στιγμή ο αφηγητής στη «σκακιστική νουβέλα».

Ο συγγραφέας, μελλοντικός αυτόχειρας, μας δείχνει με τη νουβέλα του πολύ περισσότερα από όσα θα φιλοδοξούσε μια νουβέλα με θέμα την παρτίδα δύο πολύ ξεχωριστών παικτών. Οι παίκτες αυτοί θα βρεθούν πάνω σ’ ένα πλοίο, που εκτελεί το δρομολόγιο από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και από εκεί στην Αργεντινή, μαζί με άλλους Ευρωπαίους επιβάτες, φυγάδες από τη βία του ναζισμού που όλο και περισσότερο απλώνει τα πλοκάμια του στον κόσμο.
Σε δύο εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (που εντούτοις δεν βαραίνουν τη μικρή αυτή ιστορία) θα πληροφορηθούμε τα απαραίτητα για την προσωπικότητα των δύο παικτών. Ο ένας είναι ο Σέρβος Μίρκο Τσέρντοβιτς, παγκόσμιος πρωταθλητής του σκακιού, μια σκοτεινή προσωπικότητα με έκδηλα τα σημάδια του αγροίκου και του απαίδευτου ανθρώπου. Παρά τις προσπάθειες του εφημέριου που είχε αναλάβει την ανατροφή του ορφανού Μίρκο, αυτός παρέμενε απαθής.

«Ο Μίρκο έσκυβε πάνω απ’ τα γράμματα και τους αριθμούς, που του είχαν εξηγήσει εκατοντάδες φορές, και τα κοίταζε με το ίδιο αδιάφορο κι απόμακρο βλέμμα. Το δυσκίνητο κι αργό μυαλό του δεν είχε τη δύναμη να συγκρατήσει ούτε τα πιο απλά πράγματα».

Κι όμως αυτό το ιδιόμορφο παιδί θα αποδειχθεί εξαιρετικός παίκτης στο σκάκι και θα αποκτήσει με τον καιρό παγκόσμια φήμη παίρνοντας και τον τίτλο του πρωταθλητή. Μονόχνωτος και απόμακρος από τους ανθρώπους θα δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Ο άλλος παίκτης, που θα βρεθεί εντελώς απρόοπτα απέναντι στον διάσημο Τσέρντοβιτς, είναι ο δικηγόρος δρ. Μπ., ένας από τα θύματα του ναζισμού, αφού έμεινε φυλακισμένος για μήνες σε μια ιδιότυπη φυλάκιση-απομόνωση μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο αντιμέτωπος με την ψυχολογική βία που ασκούσε πάνω του η απόλυτη μοναξιά και η απουσία αντικειμένων με τα οποία θα μπορούσε να ασχοληθεί. Όταν, από μια ανέλπιστη τύχη, καταφέρνει να βρει ένα περιοδικό με ασκήσεις σκακιού, θα αρχίσει να «διαβάζει» τις σκακιέρες με τη λαχτάρα που κάποιος αφήνεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου. Κι όταν μάθει πια απ’ έξω τις κινήσεις, θα αρχίσει να παίζει από μνήμης τις παρτίδες  («είχα καταφέρει να προβάλω στο μυαλό μου τη σκακιέρα και τα πιόνια της») με αντίπαλο, φυσικά, τον εαυτό του. Αυτό το παιχνίδι όμως έχει και τις αναπόφευκτες συνέπειες. Ο δρ. Μπ. θα αποκτήσει μια ψύχωση με τα λευκά και τα μαύρα πιόνια, τον λευκό και τον μαύρο εαυτό του, «μια μορφή πνευματικής φλεγμονής, για την οποία δεν βρίσκω άλλο όνομα, παρά έναν όρο που η ιατρική επιστήμη αγνοεί: σκακιστική δηλητηρίαση», όπως ο ίδιος θα εκμυστηρευτεί στον αφηγητή. Αυτή, ωστόσο, η παράξενη ασθένεια θα τον οδηγήσει και στην ελευθερία, αφού οι δεσμώτες του θα απογοητευτούν ότι θα αποκομίσουν από έναν άρρωστο ψυχικά άνθρωπο τις πληροφορίες που απεγνωσμένα ζητούν. Με τον όρο, όμως, να εγκαταλείψει τη χώρα. Έτσι θα βρεθεί κι αυτός στο πλοίο, αποφασισμένος να απέχει δια βίου από το τοξικό γι’ αυτόν σκάκι.

Μια σειρά, όμως, από τυχαία γεγονότα θα φέρουν αντιμέτωπους αυτούς τους δύο με πεδίο ιδιότυπης μάχης μια σκακιέρα. Αυτό το παιχνίδι παρακολουθούμε από ένα σημείο και μετά στη νουβέλα του Stefan Zweig. Μόνο που, όπως είναι αναμενόμενο γι’ αυτό το τελευταίο «μήνυμα» του συγγραφέα πριν την έξοδό του από τη ζωή, δεν πρόκειται μόνο για μια παρτίδα σκάκι, όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι αυτή.

Ο Zweig θα θέσει μπροστά στον αναγνώστη του το θέμα της ελευθερίας και των ορίων της παράλληλα με αυτό της εσωτερικής πάλης που απαιτεί η αντιμετώπιση της βίας και των μεθόδων της. Πόσο μπορεί να αντισταθεί το πνεύμα, όταν αντιπαλεύει με την απουσία της λογικής του ολοκληρωτικού καθεστώτος; Και πόσο δυνατός πρέπει να αναδειχθεί ο άνθρωπος όταν βρεθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό; Εξαιρετικός ο συμβολισμός εδώ με τον δρ. Μπ. να διχάζεται σε λευκά και μαύρα πιόνια, δύο όψεις του προσώπου του, ένα βήμα πριν την κατασκευασμένη σχιζοφρένεια.
Από την άλλη παρατηρούμε στη διάρκεια της παρτίδας τους δύο παίκτες, με μια γερή δόση ενός άλλου συμβολισμού εδώ, να αντιπροσωπεύουν ο ένας το πνεύμα με την ενάργειά του (όσο κι αν αυτή υπονομεύεται από την παντοδύναμη σκακιέρα, που πια λειτουργεί ως μέσον επιστροφής στο τοξικό περιβάλλον του εθισμένου ανθρώπου) και ο άλλος εκπρόσωπος του ακατέργαστου μυαλού, πλην όμως ευφυούς σε μια και μοναδική απασχόληση. Και οι δύο, ωστόσο (ενδιαφέρον και αυτό) σε μια ειδική σχέση με το σκάκι. Ο δρ. Μπ. χρωστά σ’ αυτό την ανάδυσή του από τον χώρο της απομόνωσης και της φυλακής αλλά και την είσοδό του στον χώρο του ιδιόμορφου εθισμού. Ο Μίρκο Τσέρντοβιτς έχει το σκάκι ως μέσον βιοπορισμού, αφήνει σ’ αυτό την υπόθεση της επιβίωσής του.
Ταυτόχρονα και οι δύο πάνω σ’ αυτό το πλοίο της φυγής.

Ο Zweig ένιωθε πόσο όλη η πνευματική του δημιουργία αλλά και οι αξίες της Ευρώπης του πνεύματος και της τέχνης συνθλίβονταν κάτω από τον παραλογισμό της ναζιστικής λαίλαπας. Μπορεί κάποιος να διαβάσει τη «σκακιστική νουβέλα» με το ενδιαφέρον του παίκτη. Μπορεί ακόμη να συναντήσει κάποιος μέσα στις σελίδες της μια ακόμη λογοτεχνική φωνή διαμαρτυρίας, μια σκέψη πάνω στον άνθρωπο που αφηνόταν έρμαιο στη βία της εποχής. Αυτό το έργο έχει σημαδευτεί από την αυτοκτονία του συγγραφέα, δίνοντας έτσι μια αυθεντικότητα στη διαμαρτυρία του, αλλά και ένα έναυσμα στον σημερινό αναγνώστη να σκεφτεί πάνω σε θέματα που δυστυχώς αποκτούν μια επικαιρότητα.

Ο Stefan Zweig ανήκει στη σειρά εκείνων των δημιουργών που δεν θεώρησαν το σκάκι ένα απλό παιχνίδι αλλά είδαν (ο καθένας με τον τρόπο του) τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν. Ποιος λάτρης του κινηματογράφου, για παράδειγμα, δεν ανακαλεί τώρα στη μνήμη του την παρτίδα που παίζει ο Ιππότης με τον Θάνατο στην «έβδομη σφραγίδα» του Μπέργκμαν;  Ή, στον χώρο των βιβλίων, το «Μυθιστόρημα του δον Σανδάλιο, σκακιστή» του Miguel de Unamuno, όπου το σκάκι μόνο ως πρόσχημα για τον στόχο του συγγραφέα μπορεί να εκληφθεί;

Η «σκακιστική νουβέλα» μας προκαλεί να εκτιμήσουμε πάλι όχι μόνο το σκάκι αλλά και τις προεκτάσεις που μπορεί να πάρει το πνευματικό αυτό «παιχνίδι».


Διώνη Δημητριάδου
Μια 'ανάγνωση' στη συλλογή διηγημάτων
«Ο καινούργιος κι επτά ακόμη διηγήματα»
της Τίνας Κουτσουμπού,
από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης




«Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες. Οι άλλοι δεν τον πρόσεχαν στα διαλείμματα. Καθόταν πάντα μόνος στο παγκάκι της αυλής, κάτω από τη μουριά και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Οι στριγκές φωνές των κοριτσιών που αντάλλασσαν αστεία και κυνηγιόνταν με τ’ αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων ούτε που τάραζαν τον άγνωστο σε μένα κόσμο του. Κι όμως, φαινόταν ιδιαίτερο παιδί και ήταν ευαίσθητος. Αυτό το τελευταίο το κατάλαβα προχθές στην ξαφνική νεροποντή, που πήρε μαζί της τις ξεχαρβαλωμένες στέγες και κεραίες από τα χαμόσπιτα της γειτονιάς.»

Καμιά φορά αρκεί να διαβάσεις δυο-τρεις αράδες από το γραπτό κάποιου για να αισθανθείς πως ο λιτός τρόπος παρουσίασης ενός θέματος μπορεί να μιλήσει καλύτερα κι από πολλές σελίδες πυκνογραμμένης περιγραφής. Έτσι κι εδώ, στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής της Τίνας Κουτσουμπού, ήταν αρκετές λίγες σειρές για να μας βάλει κατευθείαν στο θέμα της. Αυτόν τον «καινούργιο» αξίζει να τον διαβάσει κανείς.

Τα θέματα που παίρνουν ζωή στα διηγήματα του βιβλίου είναι έτσι απλά και καθημερινά, σαν να βγήκαν από τη δική μας σκέψη, σαν οι ήρωές τους να κατοικούν δίπλα μας και να κινούνται στον δικό μας χώρο, στον μικρόκοσμο που μας περιβάλλει. Ως προς αυτό, κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το θέμα ενός διηγήματος θα έπρεπε να αντληθεί από έναν κόσμο πιο περίπλοκο και να αναλύσει (όσο φυσικά του επιτρέπει η έκτασή του) ήρωες με περισσότερο μπερδεμένη ιστορία ζωής. Γιατί άραγε; Νομίζω ότι το διήγημα (προσφιλής επιλογή των συγγραφέων τα τελευταία χρόνια) έχει το δικό του προφίλ στον κόσμο της συγγραφής. Δεν οφείλει να ανταποκριθεί οπωσδήποτε σε καθορισμένες αρχές γραφής –εκτός φυσικά από αυτές που οριοθετούν το είδος του: μικρή έκταση, ένας ήρωας, στοιχειώδης πλοκή. Είναι περισσότερο ελεύθερος ο δημιουργός του να μας ξαφνιάσει με την πρωτοτυπία του, να μας ανοίξει ένα διάλογο γύρω από την τόλμη του να προχωρήσει στις επιλογές του.

Έχουμε, λοιπόν, εδώ οκτώ συνολικά μικρά διηγήματα που μπορεί να μη φιλοδοξούν να ονομαστούν ιστορίες ακριβώς, ωστόσο  επάξια φέρουν τον τίτλο, καθόσον το καθένα απ’ αυτά συνιστά μια εικόνα (με αρχή, μέση και τέλος), με ήρωα ξεκάθαρα διαγραφόμενο, με πλοκή ελάχιστη αλλά ενδιαφέρουσα. Και με μια ιδιαιτερότητα, ενδιαφέρουσα κι αυτή: τα διηγήματα αυτά δεν μας ξαφνιάζουν στο τέλος τους, όπως συνηθίζεται σ’ αυτές τις σύντομες γραφές. Η έκτασή τους είναι τόση όση χρειάζεται για να μας τραβήξει την προσοχή και -χωρίς να ασφυκτιά η ιστορία τους- για να ταυτιστούμε με τη σκέψη και τη δράση των ηρώων τους.
Αυτοί, οι ήρωες, μιλούν απλά και συχνά χαμηλόφωνα, μας παρουσιάζουν τις σκέψεις τους αφήνοντας την αίσθηση ότι περισσότερο φιλοσοφούν πάνω στα δεδομένα της ζωής τους. Μιας ζωής που οι ίδιοι δεν μπορούν να καθορίσουν, αφού οι συνθήκες γύρω τους έχουν αποφασίσει προ πολλού κι έχουν καθορίσει τα πλαίσια των κινήσεών τους. Τι απομένει, λοιπόν, στη δική τους βούληση; Εδώ ακριβώς έγκειται και το περιεχόμενο της πλοκής  των διηγημάτων αυτών. Μέσα σε μια πόλη που γιγαντώνεται γύρω τους χωρίς να αφήνει τα περιθώρια να απλώσουν τις ελπίδες τους, ίσως η συμφιλίωση με την κατάσταση να είναι η επιλογή που τουλάχιστον αφήνει μια γαλήνη στην ψυχή. Ή αλλού, σε μια Αθήνα της κρίσης και της εξαθλίωσης, ίσως το βλέμμα που ρίχνουν στον άνθρωπο δίπλα τους (όσο μπορούν και αντέχουν) να είναι η παρέμβαση των ηρώων σ’ αυτό το πλέγμα της αδικία και της ανισότητας.

«Μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά.»

Έτσι αντιμετωπίζονται απώλειες  προσωπικές, έτσι και μια επώδυνη αναδρομή της μνήμης σε άλλες μακρινές καταστροφές και σε άλλα ξεριζώματα από αγαπημένες πατρίδες.
«Δεν θυμάμαι άλλα, Θάλεια μου, από όλη αυτή την τραγωδία. Είναι σαν τις ιστορίες που οι καλοί στο τέλος σώζονται, αφού πάντα στον κόσμο υπάρχουν πονετικοί άνθρωποι.»

Στο διήγημα «Ο καινούργιος», που δίνει και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, η συγγραφέας «διδάσκει» μέσα σε λίγες σελίδες τη στάση απέναντι στον διαφορετικό που η μοίρα τον έριξε δίπλα σε τόσο όμοιους -όπως πιστεύουν- μεταξύ τους. Μια αλλαγή της κλειστής οπτικής που καταδικάζει σε απομόνωση, ένα άλλο βλέμμα στο διαφορετικό στοιχείο, που ο καθένας έχει μέσα του, μια ακόμη συμφιλίωση με τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Τέτοιες επιλογές και παρεμβάσεις διαμορφώνουν μια αισιόδοξη οπτική στους ήρωες, αν και έχουν να αντιπαλέψουν με αντίξοες συνθήκες και με εφόδιο τα πενιχρά τους υλικά μέσα, με αξίες όμως που διασώζουν στο βάθος του εαυτού τους.

Στο διήγημα που διάλεξε η συγγραφέας για να κλείσει τη συλλογή της, παρατηρούμε ένα διαρκές ανοιγόκλεισμα της φωτογραφικής μηχανής, καθώς μια φωτογράφος αποτυπώνει εικόνες και σκηνές της αγαπημένης της πόλης. Νομίζω πως είναι το καλύτερο τελείωμα αυτό, γιατί αφήνει αυτή την επίγευση των ιστοριών, έτσι όπως διαδέχεται η μια εικόνα την άλλη, έτσι όπως οι αφηγήσεις που προηγήθηκαν άφησαν κι αυτές το αποτύπωμά τους. Σαν γρήγορα κλικ της μηχανής. Με τις δικές τους εικόνες να αποκτούν νόημα η μία μετά την άλλη. Καθημερινές, απλές, λιτές ουσιαστικές. Άλλωστε, αυτό είναι που αξίζει στην περιπέτεια της λογοτεχνίας: η δημιουργία ενός κόσμου που κρυμμένος στις σελίδες ενός βιβλίου, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη με την αλήθεια του αφτιασίδωτη. Κομμάτι της ζωής. Έτσι απλά.


Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016



"Απόπειρα ανάδυσης"

(πάνω σε κάποιους στίχους του Τίτου Πατρίκιου)



Σε μια περίεργη εποχή (από κάθε άποψη), γενικότερα θα έλεγα σε καιρούς εξωτερικών και εσωτερικών ανακατατάξεων, είναι μάλλον αναμενόμενο να αντιμετωπίζεις με ανησυχία (συνειδητά αποφεύγω την ορθότερη λέξη: απαισιοδοξία) τα μελλούμενα να συμβούν. Ωστόσο, καταφεύγοντας στα συνήθη, δηλαδή στα αναγνώσματα που πάντοτε μας σώζουν (εμένα τουλάχιστον) και που μας επαναφέρουν στην επιφάνεια, ξορκίζοντας το κακό που μας καταβυθίζει, βρήκα αυτό:

«…Η μουσική σαν να ’σπρωχνε να εξαντληθεί
το μυστικό ρολόι που δουλεύει μέσα μας
και ξαφνικά σαν να το κούρδιζε από την αρχή
Ώσπου μια μέρα έτυχε το απίστευτο
οι πόλεις, η γλώσσα, η μουσική, ο χρόνος
έγιναν ένα χάρη σε μια γυναίκα
κι εγώ ένας άνθρωπος μέσα στους ανθρώπους»

(Τίτος Πατρίκιος, «Τρεις πόλεις», από τη συλλογή «Λυσιμελής πόθος», εκδόσεις Κίχλη)

Να πώς η ανακάλυψη του συντρόφου δίπλα μας, όπως το θέλει ο ποιητής, μοιάζει να εξαγνίζει την ατμόσφαιρα, να καθαρίζει το τοπίο, να μας αποκαλύπτει την ενότητα, το ‘όλον’, κυρίως να μας εντάσσει σ’ αυτό ως απαραίτητη ψηφίδα της εικόνας και να μας κάνει να πούμε: “εντάξει, θα σωθούμε, δεν γίνεται αλλιώς”.

Διώνη Δημητριάδου

(Gustav Klimt, "The kiss")



     Ούτις, δηλαδή κανείς, 
ή μήπως κάποιος;
                                              
(Για τον ποιητή Τάσο Γαλάτη )





Ο Γαλάτης αφορμάται ως προς την ποιητική του έμπνευση από μια εποχή δύσκολη, ταραγμένη. Μια εποχή που ωθεί τους ευαίσθητους δέκτες σε ισχυρή και σαφή τοποθέτηση. Πρέπει να δηλώσεις ποια είναι η θέση σου˙ δεν χωρούν εδώ υπαναχωρήσεις και υπεκφυγές˙ η ποίηση σε δύσκολους καιρούς δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτή δύσκολη, όχι ως προς τα νοήματά της - μακριά από μας η οποιαδήποτε τέτοια αποτίμηση-  αλλά ως προς τη θέση που προτείνει. Η θέση στα ποιήματα του Γαλάτη είναι ο φόβος, που γεννά δύναμη, είναι το κενό, που οδηγεί σε αποστασιοποίηση, είναι η οπτική της πραγματικότητας, που φέρει μέσα της την «αγριότητα της μοναξιάς». Ο Τάσος Γαλάτης πρέπει να είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, από άποψη ερημίτης της ζωής
(«εγώ μονάχος με τ’ αερικά της νύχτας να ματώνω»).
  
Μια τέτοια τοποθέτηση ως προς την ποίηση αλλά και ως προς τη ζωή δεν μπορεί παρά να τον βάλει στο στόχαστρο όλων αυτών που δεν ημερεύουν με τη διαφορετικότητα, κάτι βέβαια που ο ίδιος δέχεται ως πραγματικότητα («εμένα βάλτε πάλι στο σημάδι»).
  
Ποιητικό πρόβλημα, λοιπόν,  η ζωή ως πρόβλημα κατά μία άλλη άποψη, ποίηση και ζωή μαζί συνυφασμένα στον ίδιο φορέα τους, τον ποιητή, ο οποίος αντιμετωπίζει και τα δύο πράγματι με μεγάλη σοβαρότητα. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το ποιητικό υποκείμενο στην πλήρη συνειδητοποίηση του ρόλου του αλλά και των ορίων του˙ μόνο που αυτά τα όρια ο Γαλάτης τα καθορίζει ο ίδιος με τον ποιητικό του λόγο («ο λόγος αγρυπνούσε…ορίζοντας δικές του κατευθύνσεις στο χώμα και στη φορά των υδάτων»).
 
«…Δεν πρόλαβα.
Πάει καιρός που όλα τούτα πνίγηκαν
στο βόμβο και στους καπνούς της λεωφόρου.
Δεν έχω πια πατρίδα, δεν πιστεύω σε θεούς
ούτε γνωρίζω ακριβώς ποιος είμαι˙
στο τέρας του καιρού
που μ’ έχει φυλακίσει στη σπηλιά του
σαν με ρωτάει απαντάω ανυπόκριτα : Ούτις.»

 Δεν πρόλαβε ο ποιητής˙ οδηγήθηκε «στο βόμβο και στους καπνούς της λεωφόρου». Μπήκε στη ζωή της πόλης, μιας πόλης σκληρής, ανελέητης, ασβεστωμένης και υλικής, πέτρινης και ασφαλτωμένης. Όλα πνίγηκαν· και ο ίδιος; Πλανάται στα όρια που του βάζουν οι τοίχοι της σκοτεινής σπηλιάς του και ψάχνει τον εαυτό του. Βρίσκει τα προσδιοριστικά του γνωρίσματα στηριγμένα στην άρνηση: «δεν έχω πατρίδα, δεν πιστεύω σε θεούς ούτε γνωρίζω ποιος είμαι». Ούτις, όπως άλλωστε και ουτοπία; Όμως για τον Τάσο Γαλάτη το όνομα Ούτις δεν παραπέμπει στον «ου τόπον». Ίσα-ίσα συνιστά ταυτότητα, τραγική βέβαια, εφόσον ανυπόκριτα, με πλήρη συνείδηση ορίζει τον εαυτό του. Γιατί, ποιος μας είπε ότι τα αρνητικά γνωρίσματα δεν προσδίδουν εικόνα σαφή; Ας μπορούσαν κι άλλοι ποιητές να μας δώσουν την εικόνα του εαυτού  τους και της ποίησής τους με τόση σαφήνεια, όση χαρακτηρίζει αυτό το «Ούτις» του Γαλάτη. Ας μας έλεγαν επιτέλους σε τι δεν πιστεύουν, τι δεν είναι, ας έπαιρναν θέση στα προβλήματα του καιρού τους αρνούμενοι, και τοποθετώντας την ποίησή τους φραγμό σε όλες τις προσδιοριστικές ευκολίες. Ίσως η πραγματική μας ταυτότητα να εμπεριέχει περισσότερες απορρίψεις από αποδοχές, σημαντικές αρνήσεις και όχι καταφάσεις. Το όχι και το δεν ανοίγουν δρόμους σίγουρους, που κοροϊδεύουν τον συμβατισμό των άλλων.


  Η ποίηση του Τάσου Γαλάτη απαιτεί υποψιασμένους αποδέκτες. Είναι σοβαρή στην προβληματική της, ανελέητη στις επιλογές της. Απαντάει ευθέως στο ερώτημα: «ποιοι είμαστε;», «τι κάνουμε εδώ;», και κυρίως: «τι μπορούμε να κάνουμε;».

(Διώνη Δημητριάδου, «Το ύφος και το ήθος», Δοκίμια, εκδόσεις Νοών)
(σκίτσο, "νέος άνδρας, 1973, Διώνη Δημητριάδου)

Αισθάνομαι τυχερή που συνάντησα σε ανύποπτο χρόνο τον Τάσο Παπαδόπουλο (Γαλάτη), κι ας μην είχα υποψιαστεί τότε την ποιητική του ιδιότητα, παρά μόνο την πολύτιμη και χαρισματική του παρουσία ως συναδέλφου και ως “δασκάλου”. Είναι αυτές οι εκλεκτές γνωριμίες στη ζωή μας που κάποτε -έστω και καθυστερημένα- αποβαίνουν σημαντικές.  Τον ευχαριστώ που τόσα χρόνια με τιμά με τη φιλία του.



Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016




«Απών»



Ας καταμετρηθεί, λοιπόν, η απουσία.

Μολύβι και χαρτί 

και προσοχή πολλή,

μην τύχει και μας παρασύρει η μνήμη.

Όσοι πιο μακρινοί 

ας περιμένουν.

Εδώ έχουμε νέες εγκαταλείψεις.

Διώνη Δημητριάδου

(Salvador Dali, “landscape with butterflies”)



«Το πριν»



Όταν γεννήθηκε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς που έσπαγε το αόρατο πλέγμα και έκανε την εμφάνισή του στα ορατά του κόσμου αυτού, είχε μέσα στα μάτια ακόμη την αχλύ των άπιαστων και αδιαπέραστων εικόνων. Είπαν πως δεν έβλεπε, αφού μια λεπτότατη μεμβράνη σκέπαζε τις κόρες των ματιών του. Έτσι συμβαίνει, άλλωστε, σε όλες τις νεοεμφανιζόμενες μορφές, σε όλες τις νέες γεννήσεις. Αργά αργά τα μάτια ανοίγουν, είπαν. Τα βλέφαρα συνηθίζουν στο νέο φως και δεν κλείνουν, επιτρέποντας μ’ αυτόν τον τρόπο σε όλες τις νέες παραστάσεις να μπουν φραγμός σε όλες τις παλιές. Όπως πέρναγε η ώρα τόσο λιγότερο αισθανόταν το βίαιο τράβηγμα που τον έφερε στον κόσμο. Σ’ αυτόν τον κόσμο. Γιατί, και πριν σε κάποιο κόσμο ήταν. Μόνο που σιγά σιγά ξεθώριαζε η μορφή που είχε προλάβει να κρατήσει, όταν ένιωσε πως κάτι τον τράβαγε με βιασύνη, σταθερά έξω. Έξω από τι, αλήθεια; Η αίσθηση που είχε τώρα ήταν ότι κάπου μέσα κλεινόταν. Κάθε που μισάνοιγε τα μάτια, όλο και πιο οικείο του φαινόταν το μέρος που βρισκόταν. Και όλο και πιο θαμπή η ανάμνηση του…πριν. Και ποια είναι η έννοια του προγενέστερου, αναρωτήθηκε. Και αυτό το τώρα τι είναι; Το μετά; Υπάρχει; Κι αν ναι, προς τα πού πηγαίνει; Κι εγώ, θα πάω μαζί του ή μένω εδώ;
Μετά από λίγα λεπτά, τα μάτια του είχαν συνηθίσει το νέο φως. Και τότε, σαν να τραβήχτηκε μια κουρτίνα, έχασε τελείως τη μέσα θέα. Το μυαλό άδειασε, κι αυτός νεοφερμένος στη ζωή άνοιξε το στόμα του κι έβγαλε μια κραυγή. Κανείς δεν ένιωσε τι είχε μόλις συμβεί. Με άδεια τη μνήμη, σε απόλυτη α-νοησία, αφέθηκε στις πρώτες φροντίδες. Όλο το πριν είχε πια χαθεί. Ήταν εδώ, μια νέα ζωή, έτοιμος να ζήσει όλα αυτά που μόλις είχε ξεχάσει.

Διώνη Δημητριάδου


(η εικόνα από το διαδίκτυο)

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

φιλοξενεί ένα ποίημα 

του Δημήτρη Μπούκουρα

                                                 
«Ομίχλη»

                   


                    Ήταν βαρύ το δειλινό κείνο το απόβροχο,
και περπατούσε μόνος στον ιδρωμένο ντόκο.
Γύρω του, τα μεγάλα μπλόκια
που είχαν φέρει για το νέο λιμενοβραχίονα,
του έκρυβαν τη θέα
από τις μακρινές, λεύτερες θάλασσες.

Έψαχνε νά ‘βρει μια γυναίκα,
κι εύρισκε μαυροφορεμένες πικραμένες σκιές.

Τα πόδια του βυθίζονταν στη λάσπη
απ’ τον ιδρώτα των αχθοφόρων,
και από των εμπορευμάτων την ταξιδιάρικη σκόνη.

Έψαχνε νά ‘βρει μια γυναίκα,
κι εύρισκε μάνες με μωρά στην αγκαλιά
να γυρεύουν ελεημοσύνη.


Έψαχνε νά ‘βρει μια γυναίκα, 
κι εύρισκε ανασκουμπωμένες μεροκαματιάρησες.

Ποιος εκεί πέρα είχε ξεχάσει κείνο το βαγόνι
για των εμπορευμάτων τη μεταφορά;
Σα συνήθισε το σκοτάδι,
είδε πως ήταν γεμάτο κουρέλια.
Θυμήθηκε τις γυάλες με τα εκτρώματα
στα ιατρικά Μουσεία...
Ένα κουρέλι είχε τη μορφή γυμνού ποδαριού,
και ένα πρόσωπο τη μορφή ενός κουρελιού.

Έψαχνε νά ‘βρει μια γυναίκα,
κι εύρισκε γυμνά κορμιά
που ζητούσαν είκοσι ευρώ
για να δώσουν έρωτα.

Έσφιξε τα χέρια του κι ένοιωσε να ιδρώνει
                     -αργότερα σαν κοίταξε είδε ότι ήταν αίμα.
Δίπλα του, ένα τσούρμο από θερμαστές
έψαχναν με αγωνία για νά ‘βρουν φωτιά.

Και τότε έπεσε εκείνη η  ευεργετική ομίχλη.
Και έπαψε να βλέπει.
Και λευτερώθηκε.

                    Έφτασε στη σοφίτα,
κι έκλαψε κοιτώντας την φωτογραφία της.

Δημήτρης Μπούκουρας

Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη κι η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το  αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες» που είναι κι η πρώτη του δουλειά που θα εκδοθεί.