Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

«Ποιος φοβάται;» ανέκδοτο πεζό της Διώνης Δημητριάδου φωτογραφία: Brassaï (Gyula Halász) η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal https://www.fractalart.gr/anekdoto-pezo-poios-fovatai/


«Ποιος φοβάται;»

ανέκδοτο πεζό της Διώνης Δημητριάδου

φωτογραφία: Brassaï (Gyula Halász)

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/anekdoto-pezo-poios-fovatai/





Κάποιοι το κατάλαβαν αμέσως, κάποιοι λίγο μετά. Κάποιοι νόμιζαν ότι ο τοίχος έρχεται καταπάνω τους, άλλοι ότι αυτοί πήγαιναν ολοταχώς να τον συναντήσουν. Το θέμα είναι ότι όλοι ανεξαιρέτως τρόμαξαν. Κάποιοι περισσότερο.
Αυτός που στεκόταν μπροστά απ’ όλους είπε: «βλέπετε τι θα γίνει».
«Αυτό, λοιπόν, είναι το τέλος;» ρώτησε ένας.
«Ίσως όχι» απάντησε άλλος. «Αρκεί να προετοιμαστούμε για τη σύγκρουση».
«Μα, δεν έχουμε τα απαραίτητα εφόδια» ψέλλισε ένας τρίτος.
«Ας προσευχηθούμε», είπαν άλλοι, και ταυτόχρονα ύψωσαν το βλέμμα στο χάος.
Ένας μόνο –πίσω πίσω στεκόταν αυτός– ψιθύρισε «εγώ δεν φοβάμαι». Η φωνή του ίσα που ακούστηκε, μα μόνο από τους κοντινούς. «Εγώ δεν φοβάμαι», ύψωσε τώρα τη φωνή του αυτός (ο τελευταίος των τελευταίων). «ΕΓΩ ΔΕΝ ΦΟΒΑΜΑΙ» συνέχισε κραυγάζοντας σχεδόν. Για ν’ ακουστεί.
Ο ένας με τον άλλον πέρναγε πια σαν μαγνητισμένος στον μπροστινό του τη φράση που άκουγε. Όταν έφτασε μπροστά, στους πρώτους, ο επικεφαλής απόρησε:
«Ποιος είπε πως δεν φοβάται;» ρώτησε.
«Εγώ, εγώ, εγώ», ακούστηκαν πολλοί τώρα.
«Και μέχρι τώρα πού ήσασταν;» τους ρώτησε.
Η πρόσκρουση στον τοίχο έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή κι έπνιξε την απάντηση. Έτσι δεν θα μάθουμε πόσο βάρος έχει η συνειδητοποίηση, έστω και αργά.

Διώνη Δημητριάδου

φωτογραφία: Brassaï (Gyula Halász)

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

ο ήχος της Πρωτοχρονιάς



ο ήχος της Πρωτοχρονιάς




Κάποια πράγματα δένουν όμορφα στο μυαλό μας, βρίσκουν την καλή τους ώρα και δεν το κουνάν από κει καθόλου, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Με το ξεκίνημα της νέας χρονιάς μαζί με τη χαλαρότητα που επιβάλλει η μέρα δεν μου φαίνεται κανένας άλλος ήχος πιο ταιριαστός με την όλη αίσθηση που υπαγορεύει αυτή η ημερολογιακή αρχή. Φυσικά πρόκειται για υπόθεση απολύτως εσωτερικής διεργασίας, δουλεμένη από την παιδική ηλικία και βιωματική πια με την πατίνα του χρόνου να σημαδεύει όμορφα το περιτύλιγμά της. Ο πατέρας μου μας την είχε επιβάλει σχεδόν τελετουργικά, και την περιμέναμε όλοι στην οικογένεια. Δεν ήταν δυνατόν να ξεκινήσει η χρονιά χωρίς την υπόκρουση τη μουσική από τη Βιέννη. Κάτι που το αυτί μας, εμάς των παιδιών, είχε συνηθίσει τον κλασικό ήχο, κάτι η γιορτινή ατμόσφαιρα, κι ας ήταν από άλλη χώρα και τόσο μακριά από τα δικά μας τότε πιο λιτά χρόνια της δεκαετίας του ’50, ερχόταν φυσιολογικά εκεί προς το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς το άκουσμα και συνόδευε τις σκέψεις που κάναμε για το πώς θα θέλαμε να πάνε τα πράγματα τον νέο χρόνο. Υπήρχε βέβαια και το αναπόφευκτο τίμημα. Δεν επιτρεπόταν (παρά τις διαμαρτυρίες της μητέρας μας) να διακοπεί η συναυλία για το μεσημεριανό τραπέζι. Έτσι, μας έκοβε η πείνα μέχρι να ολοκληρωθεί η μαγική ακουστική και να απολαύσουμε το γεύμα, λίγο πιο κρύο για να πούμε την αλήθεια.
Όλα αυτά μου έρχονται στο μυαλό, καθώς περιμένω για μια ακόμη φορά τη συναυλία της Βιέννης. Κι ας είναι τόσο απόμακρη πια η θύμηση εκείνης της εορταστικής πρώτης κάθε φορά του χρόνου. Κι ας είναι πια τα ακούσματα πολλά και ποικίλες οι παραστάσεις, που η ζωή μάζεψε στη σκέψη. Κι ας είναι ίσως μια πολυτέλεια να μιλάμε για τέτοια πράγματα (χλιδάτα όσο να πεις) μέσα σε μια ατμόσφαιρα, που δεν έχει πια το απολύτως χαρούμενο φορτίο.
Πάλι θα αφεθώ στη μαγεία της μουσικής που αγαπώ, πάλι θα καθυστερήσει το τραπέζι, χωρίς εδώ και πολλά χρόνια τις διαμαρτυρίες της μητέρας, πάλι μια γλυκιά μελαγχολία θα γεμίσει την ατμόσφαιρα. Λέω, όμως, πως μια δόση θλίψης είθισται να συνοδεύει τη σημερινή μέρα. Ας είναι η αφορμή αυτής της αίσθησης η μαγική συναυλία.
(Διώνη Δημητριάδου, Ο Βιωμένος Χρόνος - μικρές ιστορίες, εκδόσεις ΑΩ, 2017)

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2018

«σε άσπρο μαύρο η απουσία» Διώνη Δημητριάδου μαζί με μια φωτογραφία του Θάνου Τσιμέκα


«σε άσπρο μαύρο η απουσία»
Διώνη Δημητριάδου
μαζί με μια φωτογραφία του Θάνου Τσιμέκα




Τι χώρος είναι αυτός; Κι αν δεν είναι χώρος, τότε τι;

Ανοίγω το παράθυρο. Κοιτάζω. Τα βράδια που ερχόσουν. Άφηνες το αυτοκίνητο πριν τη στροφή, κατηφόριζες τον δρόμο κι έμπαινες στο σπίτι.

Σιωπή.

Η φωτογραφία που κοιτάζω είναι τραβηγμένη με φόντο κάποια θάλασσα. Δεν θυμάμαι πια πού ήταν. Τα μάτια σου είναι στραμμένα κατ’ ευθείαν μπροστά, κοιτάζεις τον φακό. Όχι τον φωτογράφο, τον φακό. Είναι ασπρόμαυρη λήψη. Το χρώμα, έλεγες, χαρίζει ψέμα στην εικόνα, την κάνει να δείχνει «κατασκευασμένη», μια αποτύπωση πραγματικότητας που δεν πείθει. Το ασπρόμαυρο είναι πιο γήινο, πίστευες. Δεν μπόρεσα να σε πείσω ότι ίσα-ίσα η αντίθεση άσπρου και μαύρου είναι που μπορεί να «πειραχτεί» περισσότερο από τον φωτογράφο. Μέσα στο μυαλό σου τα πράγματα έτσι κι αλλιώς μοιρασμένα και ξεκάθαρα. Άλλο η φύση και άλλο η Τέχνη. Δεν μπορείς να μιμηθείς τη φύση, όσο κι αν προσπαθήσεις. Παραχώρηση μου έκανες σε κάθε φωτογραφία. Ας είναι.

Αν και σε τόνους του άσπρου και του μαύρου, μαντεύω (ή μήπως θυμάμαι;) το χρώμα που έχει το πουκάμισο. Ήταν σίγουρα ένα λαδί, στο χρώμα των ματιών σου. Αυτό δεν χρειάζεται να κοιτάξω καμία φωτογραφία για να το θυμηθώ. Το κουβαλάω μέσα μου και, πίστεψέ με, είναι το ίδιο ζωντανό. Όπως τότε.

Στα όνειρα βάζεις χρώμα; Δεν ξέρω να απαντήσω. Νομίζω πως ναι, αν και ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτε χρωματιστό την άλλη μέρα. Όλα σε άσπρο και σε μαύρο. Σε μαύρο πιο πολύ.

Διώνη Δημητριάδου
(η φωτογραφία του Θάνου Τσιμέκα)


Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Επαναστατημένες λέξεις μέσα μου - Διώνη Δημητριάδου - μαζί με μια φωτογραφία του Matthew Brookes



Επαναστατημένες λέξεις μέσα μου




Και τι να είναι άραγε η γραφή, και η λογοτεχνία και επιτέλους η ποίηση, κυρίως αυτή, τι είναι; Λέξεις που ακροβατώντας ισορροπούν στο εδώ και στο πιο πέρα της συνείδησης, κρεμιούνται απ’ το ταβάνι, αιωρούνται πάνω απ’ το κεφάλι μου, κατακρημνίζονται έπειτα, αδύναμες να σώσουν το κεφάλι τους, περιγελούν την άγνοιά μου –δεν σας γνωρίζω, δεν ξέρω πού με πάτε– κρύβομαι να μη με δουν μα αυτές με ξετρυπώνουν πάντα –δεν έχω βρει άλλη κρυψώνα απ’ τη ντουλάπα μου– πού να τις ξεγελάσω, πάντα θα με φέρνουν στη  επιφάνεια του εδώ και τώρα να μιλήσω, κι ας μην έχω πάντα κάτι περίτεχνο να πω. Μίλα απλά, προστάζουν κι εγώ διαλύομαι, δεν ξέρω να ισορροπώ ούτε ποτέ μου τα κατάφερα να μάθω το ποδήλατο – πάντα θα πέφτω ακόμα κι από τους δέκα πόντους, μα η γραφή έχει απαιτήσεις, λεπτές ακροβασίες και ίλιγγο πολύ. Μάθε να πέφτεις, ψιθυρίζουν μέσα μου, φοβάσαι; Ο φόβος της γραφής, από τους πιο βαθιά κρυμμένους, με αντοχές πολλές, με επιχειρήματα κυρίως λογικά – αυτά ακόμα πιο πολύ σκοτώνουν την ψευδαίσθηση και ύστερα θρυμματίζουν τους καθρέφτες που επιμένουν να δείχνουν παραμορφωτικά τα  είδωλα. Και λες να αφήσεις λοιπόν παράθυρα ανοιχτά, οι λέξεις να αναπνεύσουν, να φύγουν να χαθούν, να μη σε βασανίζουν. Και τότε αντί να εξαφανιστούν, λες και αυτό περίμεναν, ορμάνε μόνες στο χαρτί, σε κάνουν πέρα και χωρίς ανάσα γράφουν και γράφουν ασυνάρτητα. Έτσι νομίζεις. Αλίμονο. Το πιο ανυπόφορο είναι που βλέπεις αποτυπωμένη τη ζωή σου, τη αγωνία σου, τους φόβους σου γραμμένους πια. Και τότε ησυχάζουν, ηρεμούν οι λέξεις μέσα σου, βυθίζονται σε κώμα άγρυπνο. Να λες πως πέθαναν κι αυτές να αναπνέουν. Ως να έρθει πάλι η ώρα του ξεσηκωμού, της ανταρσίας η ώρα, η δική τους. Ατέλειωτη πορεία σωστική για τούτες και για σένα.

Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία του Matthew Brookes)

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Ο προσωπικός μήνας Αύγουστος 13 Αυγούστου 2018 Διώνη Δημητριάδου η φωτογραφία του Rodney Smith



Ο προσωπικός μήνας Αύγουστος


Μέσα μας κυλά ο χρόνος. Γράφει και χαράσσει. Και στις πιο βαθιές χαραματιές βρίσκει η ζωή τα βήματα. Πορεύεται. Η έξω όψη εξαπατά. Μόνο απόηχο φέρνει. Να μη μας ξεγελά. Το εσωτερικό τοπίο γνώριμο και οικείο. Συχνά σκληρό αλλά αληθινό. Με όλα του τα σφάλματα, προσωπικές κατολισθήσεις. Μα και τις ανατάσεις, επιλογές ψυχής, που οι άλλοι δεν κατάλαβαν. Το ξέρουμε άλλωστε καλά. Λίγο λοξά, λίγο στραβά, το πιο πολύ απέναντι. Πάντα έτσι αξίζει να λογίζεται η ζωή. Αλλιώς σε τρώει του όμοιου και του ανούσιου η κατάρα. Και τότε ας μη μας φταίει ο χρόνος που γράφει πάνω μας.
13 Αυγούστου 2018
Διώνη Δημητριάδου



η φωτογραφία του Rodney Smith

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2018

"οι Δευτέρες των καθαρμών" (Διώνη Δημητριάδου "Ο Βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες" εκδόσεις Αω)


"οι Δευτέρες των καθαρμών"

(Διώνη Δημητριάδου 

"Ο Βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες" 
εκδόσεις Αω)


Κάποιες μέρες είναι φορτωμένες με πολλές ποικιλόχρωμες εικόνες. Σαν εκείνη που κατηφορίζεις από την Κυψέλη προς την Πατησίων των μεγάλων ανθρώπων και του αδιόρατου φόβου. Μόνο που σήμερα δεν φοβάσαι, γιατί κρατάς σφιχτά το χέρι του πατέρα σου και νιώθεις ότι παίρνεις κάτι από τη δική του δύναμη. Κι ύστερα, στο μεγάλο μαγαζί με τα μεγάλα ράφια τα φορτωμένα με λογής λογής άγνωστα σε σένα πράγματα, όπως εκείνα τα αγαπημένα του πατέρα, τα κόκκινα στρογγυλά. Εσένα δεν σου αρέσουν γιατί μυρίζουν ψάρι. Κι εκείνος γελάει «αφού είναι αυγά ψαριού!», σου λέει, αλλά εσύ δεν καταλαβαίνεις. Γεννούν αυγά τα ψάρια;


Κι αλλού μετά, με τα δικά σου βήματα, απόγευμα σε επαρχιακό δρόμο, κάπου πάνω από τα Γιάννενα, κουρασμένη από το ώτο στοπ, αλλά κι από τη  συνήθειά σου να γνωρίζεις άγνωστους ανθρώπους για λίγο, και μετά πάλι στον δρόμο να διασχίζεις τον χάρτη σημειώνοντας καινούργιες εμπειρίες. Στη στάση του λεωφορείου. Λίγο πριν συνειδητοποίησες πως όλη μέρα είσαι με μια λαγάνα και ένα κουτάκι ταραμοσαλάτα, εκείνη τη βαμμένη κόκκινη, την ψεύτικη, και θυμάσαι τα κόκκινα αυγά του ψαριού του πατέρα, τότε παλιά. Ψεύτικα κι εκείνα άραγε; Σαν αυτό το κόκκινο που άλλοτε είναι αίμα κι άλλοτε χαμένα όνειρα. Κι εκεί στη στάση δίπλα σου καθισμένος καταγής κάποιος της παλαιότερης γενιάς, που πολλά είδε κι έμαθε. Κι έξαφνα το απόγευμα παίρνει άλλη όψη, μόλις αρχίζει να τραγουδά εκείνο το πολυφωνικό το βορειοηπειρώτικο, μόνο που κάνει όλες τις φωνές με τη δική του τη μια φωνή «αλησμονώ και χαίρομαι, άχου, όι όι»  και όλο αυτό θαρρείς και λέει περισσότερα από όσα νομίζεις πως καταλαβαίνεις, γιατί είναι ξαφνικά όλα ένα και αδιαίρετο.
Κι αλλού μετά, σ’ εκείνα τα συντροφικά μαζώματα, μέρα που είναι, με ρεφενέ λαγάνες και τουρσιά και τα ελεεινά καλαμαράκια τα στοιβαγμένα στο κουτί. Αλλά δεν πειράζει καθόλου, μια που όλα φαντάζουν ανοιχτά μπροστά σε θεωρίες και άσματα ξεσηκωτικά. Κι όταν κάποιος αρχινά τον χορό, όλοι μια σειρά ακολουθούν και είναι όλα αληθινά. Μετά πολύ ξεφτίσαν μαζί με τις ιδεολογίες κι αυτά τα πανηγύρια. Τότε ακόμα δεν το ξέρεις αυτό.

Του καθαρμού Δευτέρες, με μια κάθαρση που πια δεν έρχεται. Γιατί την κάθαρση της τραγωδίας την ξέρουμε. Της κωμωδίας άραγε την έχει πει κανείς; Είναι κι εκείνο το παλιό του Αριστοτέλη, το χαμένο στους αιώνες των αιώνων (κι ας λέει το παραμύθι του ο Έκο, για το πώς χάθηκε και χάσαμε κι εμείς τον μπούσουλα). Θα είχε μήπως και για την κωμωδία μια κάθαρση φυλάξει στην Ποιητική του;
Τραγικά και κωμικά αντάμα. Όχι μόνο για τις απόκριες. Και η Δευτέρα καθαρή για πάντα. Τουλάχιστον στις μνήμες της.

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

"Όσοι δεν…" και η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, Μια γυναίκα με τη βάρκα της, 1950


Όσοι δεν…




Και μια σκέψη γι’ αυτούς που δεν…

Δεν χαίρονται. Δεν γιορτάζουν. Δεν θυμούνται. Δεν θέλουν να θυμούνται. Δεν έχουν πράγματα. Δεν έχουν ανθρώπους. Ίσως δεν είχαν ποτέ. Ίσως δεν έχουν πια. Κι αν συντύχουν κάποτε τους άλλους, τους χαρούμενους ή τους αδιάφορους, σιωπούν. Γιατί οι άνθρωποι που δεν… δεν έχουν και κάτι να τους πουν. Κοιτάζουν μόνο και υπομονετικά περιμένουν να περάσει κι αυτό το κλίμα της γιορτής και να γυρίσει πάλι ο χρόνος στα συνήθη χαμηλόφωνα. Γιατί οι άνθρωποι που δεν… τότε καλύτερα μιλούν. Και κάποτε χαμογελούν.
Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας, Μια γυναίκα με τη βάρκα της, 1950)

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

«μια φιγούρα» (Διώνη Δημητριάδου, «Βιωμένος χρόνος – μικρές ιστορίες», εκδόσεις ΑΩ) (φωτογραφία: Lee Jeffries, από τα πορταίτα αστέγων)


«μια φιγούρα»




Με όλη του την αξιοπρέπεια, αν και του την πάτησαν κάτω και του την ευτέλισαν με τα χοντρά παχύδερμα πόδια τους. Στεκόταν ευθυτενής, ίδιος απόστολος εκείνης της Βίβλου που διαβάζαμε παιδιά, προτού γίνει κι αυτή πραμάτεια ιερών τάχα γερόντων. Και αμίλητος περίμενε κοιτάζοντας κάπου πέρα από όλους αυτούς, που περνούσαν δίπλα του αδιάφοροι. Ήταν η γιορτινή ατμόσφαιρα ολόγυρα που έμοιαζε παράταιρη, σαν λάθος σκηνικό σε προχειροφτιαγμένη ταινία του συρμού. Αυτός ήταν γερά αγκυροβολημένος στο πεζοδρόμιο, σαν πέτρα από τις πέτρες που το έχτισαν, σαν δέντρο από εκείνα που τα φύτεψαν κάποτε με αγάπη, πριν να ’ρθουν τα τροχοφόρα.

Κι ήθελα να του πω ότι, αν κάποιος πρέπει να φύγει, δεν είναι αυτός αλλά όλοι εμείς που του κόβουμε την ανάσα έτσι τυλιγμένοι στα ζεστά μας ρούχα, έτσι στεγανοποιημένοι μέσα στα σπίτια μας. Όμως δεν του είπα τίποτα. Ντράπηκα μόνο πολύ.

(Διώνη Δημητριάδου, «Βιωμένος χρόνος – μικρές ιστορίες», εκδόσεις ΑΩ)

(φωτογραφία: Lee Jeffries, από τα πορταίτα αστέγων)

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

τα παιδικά δωμάτια δεν είναι όλα ίδια (σκέψεις νοσταλγικές βραδιάτικες) Διώνη Δημητριάδου



    Τα παιδικά δωμάτια δεν είναι όλα ίδια. Κάποια μοιάζουν με ροζ κουφέτα ή μ’ εκείνα τα πολύχρωμα  χαρτιά περιτυλίγματος, να σε παρακινούν να λύσεις τις κορδέλες, κι ας μην έχει μέσα τίποτα να βρεις. Κάποτε μοιραζόμασταν τον παιδικό μας χώρο με τ’ αδέλφια μας, σε μια στενή πατρίδα με χρώματα αδιάφορα, συγκεχυμένα, χωρίς γαλάζιες πινελιές. Με διπλανά ντιβάνια, που όλη τη μέρα έφτιαχναν τον χώρο του καθιστικού, κι όταν το βράδυ έπαιρναν την όψη κρεβατιού, όλη η κάμαρα μεταμορφωνόταν σε καράβι για νυχτερινό ταξίδι. Με το παλιό ραδιόφωνο της Telefunken να πιάνει τα βραχέα των ναυτικών, κι έπειτα το μικρό τρανζιστοράκι στο αυτί, κάτω από το σεντόνι, μοναχικές ακροάσεις εξαίσιες, ως να σε πάρει ο ύπνος. Όχι, το παιδικό δωμάτιο δεν είχε χρώματα παστέλ στους τοίχους και ασορτί κουρτίνες. Δεν ξετυλίγονταν πάνω του οι πλουμιστές κορδέλες.  Είχε, όμως, κάτι που όλα αυτά τα ροζ περιτυλίγματα των ψεύτικων εικόνων δεν θα μπορούσαν να το φτάσουν. Ήταν το δωμάτιο το δικό μας, το κοινό, που μας μάθαινε από νωρίς πως όλα μοιράζονται. Μια απόλυτη αίσθηση δικαίου. Τι να τα κάνεις τα χρώματα; Εμείς δίναμε το χρώμα στο παιδικό μας δωμάτιο. Όλοι μαζί. Κι ήταν απίστευτα όμορφο!

(σκέψεις νοσταλγικές βραδιάτικες)

Διώνη Δημητριάδου



(photo Izabela Urbaniak)

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017




Κεφαλαιώδη ζητήματα

   


      Η σπασμένη αλληλουχία των λέξεων, των φράσεων που επιμένουν να ξεκινούν κάθε στίχο με κεφαλαίο. Κεφαλαιώδες ζήτημα, λοιπόν, η συνέχεια, όσο κι αν αυτή διασπάται, έτσι όπως ταχύτατα τραίνα διασχίζουν σταθμούς ζωής. Ζωή που μοιράζεται σε ηλικίες – σταθμούς, αδιαφορώντας για τους επιβάτες που καθυστερούν να ανέβουν στα βαγόνια. Κι είναι κι εκείνο το ξεχασμένο παιδί που τολμά ακόμη να κοιτάζει κατάματα τα φώτα αγνοώντας το επερχόμενο τούνελ. Με τα μπαγκάζια του αφημένα δίπλα, λες και πρόκειται να φύγει. Ποιος είναι, επομένως, αυτός που φεύγει; Μπορεί κανείς να ξεφύγει από το παιδί που καταχώνιασε σε κάποιο σταθμό σημαδιακό της ηλικίας του; Τέλος, είναι και η ωριμότητα. Ποτέ δεν ήταν περισσότερο αμφισβητούμενη. Αλλά και απολύτως σχετική και ευθέως ανάλογη με τις αποσκευές που κουβαλάει κανείς από σταθμό σε σταθμό. Ίσως ακόμη να μετράει και η ταχύτητα των τραίνων. Κανείς δεν συνειδητοποιεί τις αλλαγές μέσα του, αν δεν συμφιλιωθεί με τις παραμέτρους του βάρους και της ταχύτητας. Και πάλι, μετέωρο το ζήτημα μπορεί να είναι, αν σκεφτούμε το υπέρβαρο του όλου θέματος. Πόσο ζυγίζει ένα παιδί;

Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία του Χαρισιάδη)


Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017


"η πορτοκαλιά"



Κάποτε σ’ εκείνα τα χρόνια της επαρχίας -τα θλιβερά πολύ- μιλώντας σε έναν πατέρα για τον γιο του, πολύ αδύνατο μαθητή, και θέλοντας να δώσω μια μικρή ελπίδα πως δεν χάθηκαν δα και όλα, και πως υπήρχε ακόμα χρόνος να πάνε λίγο καλύτερα τα πράγματα, ένιωσα το μάτι το κενό να με κοιτάει, σαν να μην ένιωθε τίποτα από τα λόγια μου. Μετά στράφηκε στο παράθυρο το ανοιχτό κι αγνάντεψε τον κάμπο με τα πορτοκάλια, που μόλις είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν τη φλούδα τους προοιωνίζοντας την καλή συγκομιδή αργότερα. Έτσι, χωρίς να με κοιτάξει, είπε με τη σιγουριά του ανθρώπου που ξέρει και νογάει κάτι περισσότερο από εμάς που θέλαμε με τα διαβάσματα και τα γραψίματα να αλλάξουμε τα παιδιά του κόσμου:

«Ξέρεις σαν τι σε βλέπω; Ίδια με μια πορτοκαλιά».

Κι έφυγε.

Αυτά τα λόγια δεν τα ξέχασα, κι ας πέρασαν τόσα χρόνια κι ας δουλεύτηκε η αντοχή μου μέσα σε αληθινά προβλήματα στους χώρους των σχολείων που βρέθηκα. Και τώρα, μετά από τόσο καιρό νομίζω πως μπορώ να του συγχωρέσω και την άγνοια και την αήθεια. Είχε πράγματι αξία γι’ αυτόν αυτή η μία πορτοκαλιά, με την οποία με είχε εξισώσει. Μάλλον εγώ ήμουν που, πατώντας στη σίγουρη βάση της γνώσης, θέλησα να του μιλήσω για ένα μέλλον του παιδιού του τόσο ανοίκειο για τον κόσμο του. Η γνώση και η μάθηση μπορεί να είναι για κάποιους ξένο σώμα, και αντιδρούν έτσι στη διείσδυση της νέας τροφής στο μυαλό τους. Είπε κανείς ότι το να είσαι δάσκαλος είναι μια εύκολη δουλειά;

Διώνη Δημητριάδου

(η ιστορία αυτή συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου "Ο βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες", εκδόσεις ΑΩ)
(φωτογραφία: Διώνη Δημητριάδου)

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017









η αποσκευή

Στον δρόμο φωνές παιδιών που πάνε προς την πόρτα του σχολείου. Σκεπάζονται από τον εκνευριστικό σερνάμενο ήχο που κάνουν οι μικρές -και άμαθες- ρόδες της σχολικής τσάντας. Σαν ταξιδιωτικές βαλίτσες από εκείνες που τις σέρνεις σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων με το βάρος μιας μετοίκησης, έστω και προσωρινής. Κάποτε το σχολικό φορτίο χωρούσε όμορφα και τακτοποιημένα σε σάκες, συνήθως πάνινες καρό, που θύμιζαν βαλίτσες παλιοκαιρισμένες δεμένες με λουρί. Μετά, σε πιο ανάλαφρη εκδοχή, δένονταν τα βιβλία με ελαστικό ιμάντα και συχνά ρίχνονταν στην πλάτη, μήπως και με το ανέμελο στυλ ξορκιζόταν η καθημερινή αναγκαστική δουλεία - ήμασταν πολύ νέοι για να εκτιμήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ανάγκη και στην επιλογή. Έτσι, θυμίζαμε κάποιες άλλες εξορμήσεις, με σακίδιο στην πλάτη (ενίοτε και με δεμένη τη μικρή σκηνούλα πάνω του), για τα άγονα κυκλαδονήσια.
Ταξιδιώτισσα είναι η γνώση, γι’ αυτό και η προσομοίωση. Μόνο που αμφιβάλλω αν τα παιδάκια, που σήμερα το πρωί παίρνουνε τον δρόμο για το σχολείο, έχουν κατ’ ελάχιστο στο μυαλό τους αυτήν την εκδοχή του πράγματος. Κι ας τα ορμηνεύουν οι μανάδες να προσέχουν, έτσι όπως αργότερα θα τα ξεπροβοδίζουν για κάποιο αληθινό ταξίδι.

Διώνη Δημητριάδου
(από το βιβλίο "Ο βιωμένος χρόνος - μικρές ιστορίες", εκδόσεις ΑΩ)
(φωτογραφία: δημοτικό σχολείο, Ηνωμένοι φωτορεπόρτερ, συλλογή Ν. Ε. Τόλη)



Πέμπτη 13 Απριλίου 2017


Σπονδή στο εφήμερο – 
θεοί που σβήνουν μες στην άνοιξη



Από τα πλέον ενδιαφέροντα «τοπία» στις θρησκευτικές επινοήσεις των ανθρώπων είναι και η αυθαίρετη, θα λέγαμε, θέληση αυτών των ίδιων των ιερών κατασκευών να αγνοούν τον χρονικό τους θάνατο και να πεισμώνουν διαιωνίζοντας την παρουσία τους μέσα στα νέα σχήματα.
Κατά την αρχαία λατρεία/μνήμη του Άδωνη συνήθιζαν να παριστάνουν το εφήμερο πέρασμά του από τα επίγεια πράγματα με ταπεινά πιατάκια με ολιγοήμερες καλλιέργειες («Αδώνιδος κήποι» ονομάζονταν) που γεννιόντουσαν, μεγάλωναν και σε λίγες μέρες πέθαιναν. Όπως οι θρησκείες ανακατεύονται και νέοι θεοί παίρνουν τη θέση των παλιών, έτσι και το έθιμο αυτό επιβίωσε μέσα στη νέα χριστιανική θρησκεία. Έτσι, τη Μεγάλη Παρασκευή υπήρχαν περιοχές στην Ελλάδα (τουλάχιστον μέχρι πρότινος), που την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου βγάζαν στα παράθυρα πιατάκια με φυτρωμένη φακή. Μια σπονδή στο εφήμερο και των θεών και των ανθρώπων.

Διώνη Δημητριάδου


(«Ανεμώνες», του Γιώργη Βαρλάμου)

Τετάρτη 5 Απριλίου 2017


τρεις μικρές πεζές εμμονές

της Διώνης Δημητριάδου




η αφή

Αν κάποτε όλα εξαφανιστούν, σκέφτομαι, μπορεί να μείνει η ανάμνηση των αγγιγμάτων. Χέρια που μας αγγίζουν και αποτυπώνουν πάνω μας ονόματα και χαρακτηριστικά προσώπων, γεύσεις και οσφρήσεις και κοιτάγματα πολλά, φωνές που αφήνουν τις λέξεις τους, πολύτιμα απομεινάρια μνήμης. Αλλά δεν είναι μόνο η αίσθηση ενός ανθρώπινου αγγίγματος. Θυμάμαι πώς έκαιγε κάτω από τα πέλματα η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης, με τον ήλιο του βορρά να την αφήνει έκθετη. Κι αυτή κι εμένα. Μετά όλα άλλαξαν, μεγαλώσαμε, κι η παραλία το ίδιο. Επεκτάθηκε. Προσχώσεις απαραίτητες, και νέες εισβολές προσώπων που πάλι με το άγγιγμα διεκδίκησαν την παρουσία τους μέσα μου. Εκείνα τα μικρά στίγματα στη ράχη των χεριών, μικρές καφέ κηλίδες, δηλωτικές μιας ηλικίας. Άλλοτε πάλι, σκασίματα στο δέρμα (ευαίσθητο θα ήτανε πολύ) να γδέρνουν το δικό μου αναμετρώντας την παράλογη συνύπαρξη. Πώς θα έπρεπε τότε να το έχω καταλάβει ότι το δέρμα εξαπατά, έτσι όπως κρύβει φλέβες πάλλουσες από ζωή ή άλλοτε από αναισθησία. Κι ύστερα πάλι άλλα αγγίγματα, πολλά απ’ αυτά του σύντομου χρόνου, που δεν έλπιζαν καθόλου σε μια μνημονική διαχρονικότητα, να με ξαφνιάζουν με την επιμονή τους. Τα άλλα, τα ορκισμένα για μακροζωία, δεν άντεξαν στον χρόνο. Και λέω πως μάλλον κάποιο παιχνίδι του μυαλού κι αυτό μπορεί να είναι, που επιλέγει -με μια απολύτως δική του λογική- να κινεί τις αισθήσεις και να προτιμά αυτήν που δύσκολα κανείς θυμάται. Κι αν κάποιος πει ότι υπάρχει σε όσα γράφω μια εμμονή με την αφή, ίσως και να έχει δίκιο. Μήπως αυτή δεν είναι η νοητή προέκταση του σώματος;

η ποίηση

Θα μπορούσε η ποίηση να είναι μια σκέψη που κάνεις καθώς κρατιέσαι από τη χειρολαβή μέσα στο μετρό ή στο λεωφορείο, και βαραίνει ο χρόνος πάνω σου όπως γράφει μια προσωπική πορεία. Ή πάλι ποίηση θα λέγαμε πως είναι αυτό που στριφογυρίζει πάνω στο κρεβάτι σου -αυτό όχι εσύ- και μόλις κάνεις να το πιάσεις και να το κλείσεις σε λέξεις, έρχεται ο ύπνος και χάνεται. Αδύνατον πια να ξαναπιάσεις το νήμα. Το άλλο πρωί όλα αλλιώτικα και ξεχασμένα. Μα πάλι την ώρα που φουσκώνει ο καφές εκεί στην άκρη μια μοναδική φουσκάλα και την αποθηκεύεις στο φλιτζάνι, εκείνο ποίημα δεν είναι τάχα; Μικρά κι αθέατα γράφονται. Άηχα μάλλον.

η ανάγνωση

Υπάρχει το βάρος του τυπωμένου πόνου. Αυτό που το λέμε πένθος «λογοτεχνικῇ ἀδείᾳ». Στριμώχνεται και ασφυκτιά μέσα στις σελίδες, φωνάζει κι αλυχτά, ίδιο με τη φωνή του πληγωμένου ζώου. Συχνά το λες με το όνομά του: το πάθος το αβίωτο. Δυνατά και σταθερά επανερχόμενο σε κάθε ανανέωση μιας σιωπηλής ανάγνωσης. Απόηχος όμως μόνο είναι του ξένου πόνου, που λάθρα τον αγγίζεις. Και όταν έρθει η ώρα, τότε μαζεύεις φύλλα κι αποκόμματα και μια φωτιά ανάβεις. Γιατί μόνο τη θέρμη τους έχεις ανάγκη πια. Ο ήχος ο δικός σου ακούγεται που τον απόηχο καταργεί.

Διώνη Δημητριάδου


(Άλμπρεχτ Ντύρερ, Σπουδή για χέρια)

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/treis-mikres-pezes-emmones/)

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017

«Οι άλλοι»





Είναι εύκολο στο δάσος να χαθείς. Τώρα που πλήθυναν τα δέντρα και όσα μονοπάτια είχαμε ανοίξει κρύφτηκαν απ’ την πυκνή τη βλάστηση. Κάποτε μπορούσαμε ακόμη και ονόματα να δίνουμε σε δρόμους και περάσματα, να μας βοηθούν κάθε φορά που ξεστρατίζαμε ψάχνοντας απουσίες. Τώρα σε κάθε κάλεσμα νυχτερινό χάνεται η φωνή μας. Δεν απαντάει κανείς. Κι ας ξέρεις πως βρίσκονται εκεί κρυμμένοι πίσω από σκιερά φυλλώματα, ακούν και παρακολουθούν την πιο ανεπαίσθητη κίνηση. Οι νεότεροι. Γιατί οι παλαιότεροι κουράστηκαν απ’ το παιχνίδι αυτό. Θέλουνε πια την ησυχία τους.

Μόνο σε κάτι ιδιαίτερα, ξεχωριστά ακούσματα, σαλεύουν λίγο και ξεθαρρεύοντας πάνε κοντά στο ξέφωτο. Εκεί, λένε οι πιο σοφοί, που ξέρουν να διαβάζουν πρόσωπα ξεχασμένα, μπορείς να δεις σκιές αγαπημένων. Δεν μιλούν ούτε κοιτάζουν. Μόνο κινούν το σώμα ρυθμικά πάνω σε μουσικές παλιές που κάποτε αγαπούσαν.

Εσύ μην πλησιάσεις και μην ταράξεις τη στιγμή. Θα δεις και άλλους σαν και σένα. Με του μυαλού μολύβι και χαρτί κρατούν λογαριασμό μ’ εκείνη την απλή αριθμητική. Μια πράξη μόνο είναι αρκετή. Η πιο σκληρή και φονική. Η αφαίρεση. Τελειωτική, χωρίς υπόλοιπο κανένα. Μόνο δραματικά κατάλοιπα αφήνει, να κάθονται να αριθμούν απόντες.

Διώνη Δημητριάδου



Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Τα ταξίδια πάλι




Το πιο σύντομο ταξίδι είναι αυτό που δεν αρχίζει. Κινούνται με ταχύτητα οι εικόνες στο μυαλό, κάθε τόσο και  ένας άλλος προορισμός. Μα βλέπει πως ούτε που κουνήθηκε απ’ το δωμάτιο κρατώντας στο χέρι το μολύβι μπροστά σε μια μοναχική λευκή σελίδα. Τίποτε δεν έγραψε ούτε για τα ταξίδια ούτε για το «φθάσιμον εκεί». Και οι λέξεις (αδιάφορες για την απρόσμενη ακινησία) τρέχουν. Μόνο τις ακούει, μα δεν τις βλέπει.  Πειραιάς, λιμάνι, πλοίο, κατάστρωμα, ανοιχτά στο Αιγαίο, και μετά μια σειρά από νησιά. Μόλις πιάσει το τελευταίο ντόκο, κατεβαίνει από την ψηλή καρέκλα, μαζεύει τα χαρτιά, και με μισόκλειστα μάτια από την κούραση του ταξιδιού πάει για ύπνο. Το πιο σύντομο ταξίδι είναι αυτό που δεν τελειώνει.

Διώνη Δημητριάδου


(φωτογραφία: Wolf Suschitzky)

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2016

Η αποσκευή





Ακούγονται στον δρόμο έξω φωνές παιδιών που πάνε προς την πόρτα του σχολείου. Σκεπάζονται από τον εκνευριστικό σερνάμενο ήχο που κάνουν οι μικρές (και άμαθες) ρόδες της σχολικής τους τσάντας πάνω στην άσφαλτο. Σαν ταξιδιωτικές βαλίτσες από εκείνες που τις σέρνεις πίσω σου σε αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, μια που δεν αντέχεται το βάρος μιας μετοίκησης, έστω και προσωρινής. Κάποτε, πολύ παλαιότερα, το σχολικό φορτίο χωρούσε όμορφα και τακτοποιημένα σε σάκες, σπάνια δερμάτινες, συνήθως πάνινες καρό, που πάλι θύμιζαν βαλίτσες παλιοκαιρισμένες δεμένες με λουρί. Μετά, σε πιο ανάλαφρη εκδοχή, δένονταν τα βιβλία με ελαστικό ιμάντα (προάγγελος του σχολικού σακιδίου) και συχνά ρίχνονταν στην πλάτη, μήπως και με το ανέμελο στυλ ξορκιζόταν η καθημερινή αναγκαστική δουλεία -ήμασταν πολύ νέοι για να εκτιμήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ανάγκη και στην επιλογή. Έτσι, σκέφτομαι,  θυμίζαμε κάποιες άλλες εξορμήσεις ταξιδιωτικές, με σακίδιο στην πλάτη (ενίοτε και με δεμένη τη μικρή σκηνούλα πάνω του), για τα άγονα κυκλαδονήσια.


Εν κατακλείδι, η γνώση είναι φαίνεται ταξιδιώτισσα, γι’ αυτό και η προσομοίωση. Μόνο που αμφιβάλλω αν τα παιδάκια που σήμερα το πρωί παίρνουνε τον δρόμο για το σχολείο έχουν κατ’ ελάχιστο το μυαλό τους σ’ αυτήν την εκδοχή του πράγματος. Κι ας τα ορμηνεύουν οι μανάδες να προσέχουν, έτσι όπως αργότερα θα τα ξεπροβοδίσουν για κάποιο αληθινό ταξίδι.

Διώνη Δημητριάδου
(η εικόνα από το διαδίκτυο)

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016



της μνήμης







Περίγραμμα ενός τοπίου ή ενός προσώπου μισό χαμόγελο. Αυτά κρατά η μνήμη, γιατί μονάχα αυτά νιώθει δικά της, και αιφνιδίως κατά βούληση προσφέρει ψήγματα εικόνων. Σπάνια η συγκυρία τέτοια που διατηρείται το ολόγραμμα. Το αγγίζεις και λες: Δεν είναι μνήμη. Είναι ζωή.



Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία του Denis Collette, αντανάκλαση φυσικού τοπίου στο νερό)




Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016


Ένας κόσμος ‘κλειστός’





Κάποτε αποφάσισε ότι οι λογαριασμοί του με τον κόσμο είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής του. Άρα ήταν η ώρα να αποσυρθεί. Κλείστηκε σε ένα δωμάτιο από όπου μπορούσε να αγναντεύει το μοναδικό ανεκτό τοπίο. Τη θάλασσα. Δεχόταν καθημερινά τη στοιχειώδη φροντίδα μισανοίγοντας την πόρτα. Και περίμενε… περίμενε…

Όταν ήρθε το πλήρωμα του φυσικού του χρόνου, έσβησε έτσι όπως το είχε θελήσει. Έγκλειστος οικειοθελώς μπροστά στο υγρό τοπίο, που επιμελώς έβλεπε καθισμένος μπροστά στο παράθυρο.

Μια φορά πρόλαβα να τον δω, σε στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα της πόρτας του ιδιόμορφου ‘κελιού’ του. Βιβλική μορφή.

Τη σκέψη του δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Δεν θέλησε να αφήσει πίσω του γραπτά ίχνη. Ήθελε να σβήσει ξεχασμένος.

Διώνη Δημητριάδου
(φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα)


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Το άλλο φεγγάρι



Θυμάμαι ότι κάποτε το φεγγάρι έμπαινε στο σπίτι βρίσκοντας τον δρόμο του κατρακυλώντας από το βουνό, φιλικά παραμερίζοντας την πιο ψηλή κορφή του κυπαρισσιού. Μετά τίναζε τα ρούχα του από τα χώματα, ζήταγε ένα ποτήρι νερό, να ξαποστάσει λίγο και ξανάφευγε. Καμιά φορά είχαμε προνοήσει και είχαμε βάλει μουσική που αγαπάνε τα φεγγάρια. Τότε κοντοστεκόταν κι έλεγε «να πάω κι αλλού και θα ξανάρθω γιατί πολύ μ’ αρέσει».

Τελευταία πια δεν έρχεται. Μπορεί να βρήκε αλλού νερό πιο δροσερό, μπορεί και άλλα τραγούδια να ταιριάζουν πιο καλά στο γέρικο φεγγάρι. Ίσως, πάλι, να φταίμε εμείς που όλο ξεχνάμε να ανοίξουμε το παράθυρο και χτυπάει στο τζάμι και ζαλίζεται. Μα και το κυπαρίσσι χάθηκε, ένα πρωί δεν το είδαμε, νύχτα το πήραν, ασέληνη.


Στην οθόνη ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Όμορφο, μα δεν φιλιώνει με τα δέντρα, δεν διψάει για νερό, δεν ακούει μουσική. Φοβάται τους ανθρώπους.

Διώνη Δημητριάδου
(πίνακας του Πέτρου Φιλίππου)