Ο
θυρωρός των ημερών
Ευτυχία-Αλεξάνδρα
Λουκίδου
εκδόσεις Κέδρος
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal
στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο θυρωρός της ζωής μας • Fractal (fractalart.gr)
Ο
θυρωρός της ζωής μας
Στο κοίλωμα του ύπνου ασχημάτιστος
υποχωρεί κι ο θάνατος
Το παραπάνω
δίστιχο, από την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου, εκφράζει
εν συντομία την ουσία όλων των ποιημάτων. Στην προηγούμενη συλλογή της έγραφε: Άντε παιδιά […] Όλοι μαζί και δυνατά…/ να υφάνουμε την απόδραση («Εμείς αυτοί», Αφόρετα θαύματα, Κέδρος, 2017),
εκφράζοντας τον πόθο, την ελπίδα ίσως, μιας εξόδου από τη φθορά. Εδώ μοιάζει να
επανέρχεται στο προσφιλές της μοτίβο του φόβου, του θανάτου, αλλά κυρίως του
φόβου του θανάτου· άλλωστε, γνωστό αυτό, η οδύνη, η απώλεια, το πένθος και ο
θάνατος ως επικρεμάμενη απειλή, ως κοινός «τόπος» για όλους, αποτελεί τη βασική
θεματική όλης της ποίησης, όπου γης. Δεν γράφεται αλλιώς.
Η Λουκίδου, θα διαχειρισθεί τη θεματική αυτή, εκκινώντας από τον προσωπικό βίο, και θα μας κάνει κοινωνούς των δικών της, το περισσότερο υπερρεαλιστικών σκηνικών, σε μια απόπειρα να αποδοθεί το απευκταίον με άλλες λέξεις, κάτι σαν ξόρκι ή (γιατί όχι;) σαν μια εξοικείωση μαζί του. Το ζητούμενο είναι να χάνει την εξουσία του επάνω μας ο θάνατος, με όποιον τρόπο βρεθεί πρόσφορος – και η ποίηση, σε αντίστιξη μαζί του, βάζει τα δυνατά της. Υπαρξιακό το θέμα, άλλωστε η ποίηση της Λουκίδου πάντα είχε αυτό τον χαρακτήρα, με τις ιδιωτικές αναφορές και με τις αναπόφευκτες γενικεύσεις, καθώς ξέρει, όπως κάθε καλή ποίηση, να εκκινεί από το ιδιωτικό τοπίο και μένει ανοιχτή για τον αποδέκτη της, που θα συναντήσει, με τα δικά του βιώματα, τις ποιητικές αφορμές του δημιουργού. Το ερώτημα που γεννιέται είναι αν θα μπορούσε η ποίηση να νικήσει τον φόβο ή (καθώς συνιστά μια δημιουργία εν κινδύνω η ίδια) αν θα ενισχύσει τις μορφές του, καθώς στοχεύει διαρκώς στη σκοτεινή του όψη. Ξεγελιέται ο «θυρωρός» της ζωής μας, φεύγει για λίγο από το πόστο του; Αλλά, και πάλι, αρκεί αυτό το ελάχιστο για να ξεθαρρέψουμε πως εμείς ορίζουμε τον βίο μας;
Η ποίηση
αυτή –μα και η κάθε ποίηση άλλωστε– δεν έχει τις απαντήσεις· η αξία της
έγκειται στην ευστοχία της ως προς την ερώτηση: γιατί η ποίηση είναι κατακλυσμός/ – δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε –/
ένα ασημένιο κουταλάκι να μεταλάβεις/ όσα αντέχουν στη φωτιά. («Μάταιη αναμέτρηση»). Μια ποίηση που τολμά
να εκτίθεται, να εκθέτει σε κοινή αναγνωστική θέα τους φόβους της, να
αναμετριέται μαζί τους με τις λέξεις της, να τις στενεύει με τον δισήμαντο λόγο
ή, αλλού, να τις ανοίγει διάπλατα προσβάσιμες μακάρι σε όλους (έστω στους πιο
εκλεκτούς αποδέκτες) δεν μπορεί παρά να εισηγείται μια «θύρα», ένα πέρασμα ικανό
να καταργήσει τον φύλακα-θυρωρό της – κι αν αυτό θεωρηθεί ανέφικτο, τουλάχιστον
να καταστήσει, κατά το δυνατόν, αδιάφορη ή αθέατη την παρουσία του. Ακόμα κι αν
το θαύμα αυτό διαρκεί όσο και η ανάγνωση των ποιημάτων. Άλλωστε, ζωντανή η
πίστη ότι: η γλώσσα/ την καλοσύνη των
φτερών θα εγκαινιάσει/ κι οι μονομάχοι/ – νηφάλιοι και πρωινοί –/ με τα
πνιγμένα βρέφη αγκαλιά/ απ’ την ασάλευτη σκιά/ μες στον ναό μιας τάξης
σχολικής/ θα προχωρήσουν. («Και τι πιστεύει ο ποιητής;»).
Χώρος ανατρεπτικός, ανοιχτός στα θαύματα. Αυτό
εισηγείται η Λουκίδου με τον «θυρωρό» της. Στο εξαιρετικό στη σύλληψή του
«Νανούρισμα για σιγανές αφυπνίσεις» θα είναι αποκαλυπτική για τις δυνατότητες
του ποιητικού λόγου ως προς τη θαρραλέα αντιμετώπιση του σκοτεινού τοπίου, με
την ταυτόχρονη επίγνωση των δυνητικών ορίων: […] Πότε ιδέα και πότε κείμενο/ πότε παγίδα και πότε δρόμος/ περιοχή
ενδιάμεση/ λέξη που αντηχεί τα πένθη της/ ρίζα του χάους […] Αργός ο χρόνος και θολά μιλά τα δικαιώματά
μου/ και δεν τα διακρίνω έτσι που τρέχουν ασαφή/ μες στην υπόσχεση του
ποιήματος/ που όλο αθετείται./ Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει μες στη γλώσσα./ Να
ελευθερωθώ/ να καθαρίσει ο έρωτα από τον εφιάλτη του/ το «ανακάλεσέ με σωτήρ»
έξω απ’ το ποίημα/ «… σε μετάξι επάνω» κι ενόσω ζω να το αρθρώσω/ «… σιγά».