Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Αλογία ποίημα της Ζωής Καραπατάκη μαζί με μία φωτογραφία του Κέβιν Φράιερ

 


Αλογία

ποίημα της

Ζωής Καραπατάκη

μαζί με μία φωτογραφία του Κέβιν Φράιερ





 Η σκοτεινή λαλιά των κυπαρισσιών

ρίχνει τον ίσκιο της

 στο χώμα βουβά

βουβά και στη σκέψη

βουβά και σ' ένα πίνακα ζωγραφικής

 

Μας περιβάλλουν μυστήρια

που γονιμοποιούνται στις ρίζες

 ερήμην μας

Και τώρα αυτές οι σκιές των δένδρων

μαζί με τη δική μου

 σιωπηλές ακουμπάνε

πάνω στο λεπτό φλοιό μιας κινούμενης σφαίρας


 Από ποια μεγάλη πατρίδα

έχουμε αποσχιστεί άραγε ;

 

 Άκου , στο ίδιο μυστικό μέσα

βρίσκεται και ο κορυδαλλός

που κάθεται στην απέναντι φουντωτή κορφή

και διαλαλεί το ακατανόητο

 με τους ηχηρούς λαρυγγισμούς του


 Ζωή Καραπατάκη

 


Η Ζωή Καραπατάκη γεννήθηκε στο Πλωμάρι της Λέσβου το 1956. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και διορίστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση. Στον κύκλο των ενδιαφερόντων της είναι η Λογοτεχνία και οι Καλές Τέχνες. Έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Γαλλικό Ινστιτούτο με επιλογή την Ιστορία της Τέχνης. Διαμένει στην Αθήνα.

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Βιβλιοπαρουσίαση – Η Ελένη Αράπη γράφει για το βιβλίο του Γεώργιου Χριστοφή «Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ»

 

Βιβλιοπαρουσίαση – Η Ελένη Αράπη γράφει 

για το βιβλίο του

Γεώργιου Χριστοφή

«Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ»

 



Ο Γεώργιος Χριστοφής γεννήθηκε στου Γκύζη την πρώτη δεκαετία της αντιπαροχής. Ο τοκετός διενεργήθη υπό της κυρά – Γεωργίας, της μαμής, κατ’ οίκον! Μεγάλωσε σε διάφορα μέρη. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Ιταλία. Είναι ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής της σχολής του «Κοινού Νου».

  Στη συγκεκριμένη παρουσίαση δεν θα μας απασχολήσει βέβαια το βιογραφικό του Γεώργιου Χριστοφή, αλλά η χειρουργική του πένα, με την οποία ψυχογραφεί, μέσω της νουβέλας του «Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ», μέχρι τα έγκατα της ύπαρξης όχι μόνο τον Γιάλοβ, ένα γάϊδουρομούλαρο, μα και την ίδια την κοινωνία. Διαβάζοντάς το νιώθεις ότι «βγάζει τη γλώσσα» στην καθεστηκυία τάξη, ανατρέποντας όλο το κίβδηλο αξιακό της σύστημα. Ήδη από την επιλογή του τίτλου μα και του ονόματος του πρωταγωνιστή, εισάγει υποσυνείδητα τον αναγνώστη στον τραγικό κλαυσίγελο που καραδοκεί. Προφανώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τον τίτλο από το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» του Ίρβιν Γιάλομ, κάνοντας μια αντιστροφή των ονομάτων. Μπορεί τη νουβέλα να μην την υπογράφει ο Νίτσε, μα σίγουρα ο Χριστοφής, σαφώς επηρεασμένος από αυτόν, επιχειρεί επιτυχώς να συντρίψει τις παλιές και νέες δέλτους των νόμων, κατά το πρόσταγμα του Ζαρατούστρα.

Σχετικά με την υπόθεση τώρα, η αφήγηση λαμβάνει χώρα «σ’ ένα βουνίσιο χωριό παν’ απ’ τη Γιάλοβα, επαρχία Καλαμών, περιφέρεια Πελοποννήσου, χώρα Ελλάς». Πρωταγωνιστής, όπως προείπαμε, ένα γάϊδουρομούλαρο ο Γιάλοβ, δεύτερος και ασθμαίνοντας ο ζαβό Θανάσης, που αν και βαπτίστηκε Αθανάσιος, το ζαβό το ριζικό του τον έχρισε εντέλει Θανάση «εκ του θανάσιμος ή πεθαμένος» και βέβαια μια σύγχρονη Δουλτσινέα, η Ορσαλία (εικάζω από το όρσε, κοινώς στα μούτρα σου).

Τα θέματα που θίγονται ματώνουν, μα ο Γεώργος Χριστοφής, μαέστρος στην περιγραφή, μας παραθέτει τις πιο σκληρές, ωμές αλήθειες αβίαστα, με χιούμορ και με μια απόλυτη φυσικότητα, που μεγεθύνουν την τραγικότητα της φύσης του ανθρώπου.

Η νουβέλα είναι διανθισμένη από αντιρατσιστικά και κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, γκρεμίζει συθέμελα μα και αντιπροτείνει έμμεσα, χωρίς φυσικά διάθεση διδακτισμού, με έναν σαρκαστικό τόνο μα και συνάμα με μια τρυφερότητα που σε καθηλώνουν.

Μιλώντας για τη μητέρα και τον πατέρα του Γιάλοβ αναφέρει ο παντογνώστης αφηγητής:

«Ο πατέρας του από καλή γενιά, ψηλός, αεράτος, καμαρωτός, όταν περνούσε δεν μπορούσες να μην γυρίσεις να τον κοιτάξεις. Μπάνικος, ρε παιδί μου, και σοϊλίδικος! Τι να λέμε τώρα! Τέτοια κορμοστασιά ούτε στην ανακτορική φρουρά! Τώρα πώς έγινε και ζευγάρωσε μ’ εκείνη την παλιό γαϊδάρα τη μάνα του Γιάλοβ, κανένας δεν ξέρει, κανένας δεν κατάλαβε! Αλλά μήπως έτσι δεν γίνεται με τον έρωτα; Γιατί σμίγουνε δυο υπάρξεις, ούτε αυτές δεν το ξέρουν. Αν και φαίνεται ότι πάντα υπάρχει λόγος βαθύτερος που μπάζει στο ίδιο πάθος πράγματα που μοιάζουνε μεταξύ τους, αλλά κι άλλα που είναι εντελώς ανόμοια και ταυτίζονται μόνο για λίγο».

Αλλά και για τον πατέρα του Ζαβό Θανάση, τον Γιάννη Καλαμάρη, που τον έφαγε ένα ανθρωπόμορφο κτήνος ο Παυλάκος στη Μέσα Μάνη, την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας (κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα, γεγονότα, δεν μπορεί να είναι απλώς συμπτωματικό γεγονός…) μας περιγράφει την ωμή αλήθεια της κτηνωδίας του ανθρώπου:

«Τον βρήκανε τα βρωμόσκυλα χωμένο μέσα σ’ ένα σκίνο να τρέμει, από κρύο, από πείνα, από αγωνία, από κούραση, από πόνο, από φόβο! Το ‘ξερε πως η ζωή του τελείωσε πια! Το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί την αγαπημένη του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί τον γιο του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί το φως του ήλιου. Γι’ αυτό, όταν άρχισαν να τον πετσοκόβουν με τα μαχαίρια, αυτιά, μάτια, γλώσσα, αρχίδια, ήταν πια σαν να μην ήταν αυτός! Ήταν μετά τις πρώτες μαχαιριές σαν να ‘τανε κλεισμένος  μέσα σε ένα σελοφάν, αεροστεγώς κλεισμένο, που δεν περνάει μέσα τίποτα. Μόνο κάτι σαν ηχώ από τον έξω κόσμο! Σαν ένα κουκούλι παράξενο, που μπαίνει ξανά επιστρέφοντας εκεί μια πεταλούδα για να ξαναγίνει κάμπια βουβή! Κρυφή! Ανύπαρκτη!»

Το θέμα της συλλογικής σιωπηλής συνενοχής τον απασχολεί, αφού η ουδετερότητα είναι συνενοχή:

«Του Καλαμάρη ο καταρράχτης λοιπόν, γιατί τον βάφτισε νεκρός, κι έμεινε το όνομα ανεξίτηλο από τότε, όπως κάθε τι που σημαδεύεται απ’ τον θάνατο».

Στη συνέχεια αναφέρεται στην μπόχα του τάφου που αναβλύζει στα υπουργεία και τις δημόσιες υπηρεσίες:

«Έχετε παρατηρήσει πώς μυρίζουν οι χώροι των υπουργείων και των δημόσιων υπηρεσιών; Κάτι μεταξύ μούχλας, φορμόλης και πτωμαΐνης! Κι είναι γεμάτοι από ζωντανούς νεκρούς, μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας! Εκτός απ’ τα γραφεία των υπουργών. Εκεί δεν βρωμάει γιατί απ’ το πρωί ως το βράδυ λιβανίζουνε!»

Σχετικά τώρα με τα έμφυλα στερεότυπα και την κατοχύρωση του Γιάλοβ ως αρσενικού κι όχι ως θηλυκού, ή έστω ως ουδετέρου, μας εξηγεί ότι: 

«Ο μπάσταρδος ήταν πάντα γένος αρσενικού και όχι θηλυκού….ή έστω ουδετέρου που θα ήταν και το σωστότερο, αφού κάτι που είναι μπάσταρδο δεν είναι ούτε θηλυκό ούτε αρσενικό. Θα ‘πρεπε να το πούνε: το Γιάλοβ και όχι ο Γιάλοβ. Αλλά φαίνεται ότι για το συλλογικό ασυνείδητο το κάθε τι πρέπει να καταγράφεται μέσα μας σαν θηλυκό ή αρσενικό, ή μαύρο ή άσπρο, ή καλό ή κακό και βαλ’ του ρίγανη! Μέση κατάσταση δεν υπάρχει! Κι αν υπάρξει όμως; Και υπάρχει, απόδειξη τα υβρίδια, ε τότε είν’ αταίριαστο για το μέσα σύστημά μας και γι’ αυτό βιαστικά, χωρίς σκέψη καταχωρείται στο μυαλό μας ως επικίνδυνο ή ως ευτράπελο γεγονός!»

Και συνεχίζει να ξεστομίζει ωμές αλήθειες με απόλυτη φυσικότητα, που ενώ στην πρώτη ανάγνωση συμφωνείς μαζί του, έτσι και κοντοσταθείς σε πιάνει ρίγος «γιατί εν τω μεταξύ οι μικροί μεγαλώνουν και οι μεγάλοι ψοφάνε…» .Κι όμως η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας θα έπρεπε να αποτελεί μέγιστο στόχο του πολιτισμού μας, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε/ ζήσουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας.

Συνεχίζει με το μέγιστο θέμα, αυτό που ενέπνευσε και εμπνέει όλους τους μικρούς και μεγάλους ποιητές της ζωής μας, τον έρωτα και τον θάνατο. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Κάπου εδώ μπαίνει κι η Ορσαλία:

«Οι δικοί μας πρωταγωνιστές ερωτευμένοι ήτανε και οι δυο, αλλά όχι μεταξύ τους, παρά με μια δική του ιδέα ο καθένας. Απ’ την άλλη δεν πειράζει κιόλας, γιατί ο έρωτας ιδέα δεν είναι; Και μάλιστα παραληρηματική!

Αυτοί οι ερωτευμένοι είναι… ευτυχισμένοι! Ψευδαισθητικές καταστάσεις! Αλλά έτσι πρέπει να’ ναι, γιατί πώς αλλιώς θα γλίτωνε ο άνθρωπος απ’ το υπαρξιακό του πρόβλημα, τη θνησιγένειά του.

Αυτοί είν’ τα αφεντικά τ’ ανθρώπου. Αυτοί οι δυο άρχοντες, αυτές οι δυο ιδέες, αυτά τα δυο βασικά ένστικτα. Το ένστικτο του Έρωτα και το ένστικτο του Θανάτου. Ανεβαίνει το ερωτικό ένστικτο, ο θάνατος ξεχνιέται, κατεβαίνει στα τάρταρα, που ν’ η φωλιά του. Πέφτει ο έρωτας; Αναδύεται ο χάρος χαρούμενος που όλοι τον θυμούνται και θερίζει κακομοίρηδες πρώην ευτυχισμένους! Ναι, έτσι κυλάει η ζωή κι ο άνθρωπος πρέπει τρόπο να βρει να κλέβει στο ζύγι! Η παλάντζα πρέπει να δείχνει πάντα έρωτα. Ποτέ να μην είναι ζυγιασμένη στα ίσα¨ τότε κάποιος είναι ήδη νεκρός και δεν το ξέρει.»

Ο Χριστοφής δεν γκρεμίζει συθέμελα μόνο, αλλά αντιπροτείνει και ένα  νέο σύστημα αξιών, δεν θα τολμούσα να πω, ανθρώπινο – πολύ ανθρώπινο, αλλά σίγουρα φυσικό – πολύ φυσικό.

«Του τα είχε εξηγήσει όλα ο Θανάσης (εννοεί του Γιάλοβ) σε μια δική τους γλώσσα¨ τη γλώσσα που μιλάνε οι ταυτισμένοι μεταξύ τους και που πολλές φορές δεν έχει λέξεις. Έχει η γλώσσα αυτή σκέψεις, ματιές και αναστεναγμούς, νοήματα, κινήσεις κι επιφωνήματα. Τα πιο πολλά επιφωνήματα είναι κάτι αχ – βαχ, ακαταλαβίστικα γι’ αυτούς που δεν τη μιλάνε! Πλούσια γλώσσα, είν’ η αλήθεια, παντού στον κόσμο μπορεί να μιληθεί και είναι κατανοητή από ανθρώπους, ζώα κι ερπετά! Χρειάζεται μόνο πολλή αγάπη, ανοχή και πλούσιο συναίσθημα για να τη μάθεις.»

Και συνεχίζει φυσικά απτόητος σαν κεραυνός, να μας μιλάει για την ελευθερία, την ψευδεπίγραφη ασφάλεια που λαχταρά ο άνθρωπος, για το μαύρο κουτί, μέσα στο οποίο φωλιάζουν οι μνήμες, έτοιμες να μας κατασπαράξουν, για την ανηθικότητα της φύσης, που είναι ταυτόχρονα και δικαιοσύνη 

«Και η γη, η μάνα των ανθρώπων, καθόλου δεν ενιάστηκε για τη διαφορά ανάμεσα στο νερό και το δάκρυ του ζωντανού. Το ίδιο της κάνει¨ δροσίζεται αυτή κι απ’ τα δυο, κι απ’ τα δυο καρπίζει!»

Και θα μπορούσα να συνεχίσω παραθέτοντας όλο το βιβλίο, μα έτσι θα χαθεί η μαγεία της ανάγνωσης. Το μόνο σχόλιο που θέλω ολοκληρώνοντας να παραθέσω, είναι ότι ο Γιάλοβ έγραψε μέσα μου σαν ιδέα περήφανης κουρελιασμένης αναρχίας, που σου ζητάει αφού απεκδυθείς τις συμβάσεις να χορέψεις μαζί του με Σπαρτιατικό ρυθμό, βραχύ μακρό, βραχύ μακρό, το θαύμα που ονομάζεται ζωή, με μια δικαιοσύνη κυρίαρχη, φυσική και με το φως της νέας χαραυγής να ζυγώνει.

Ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί!

Ένας συγγραφέας που έχει πολλά να προσφέρει και αυτό ήταν μόνο η αρχή!

 

Ελένη Αράπη

Η Ελένη Αράπη γεννήθηκε  στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Κριτικά σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Τον Μάρτη του 2016 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή "Με βράγχια ανασαίνω" από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.


 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Παραμύθι Γρηγόρης Σακαλής μαζί με μια φωτογραφία του Csaba Daróczi

 

Παραμύθι

Γρηγόρης Σακαλής

μαζί με μια φωτογραφία του Csaba Daróczi

 


Είναι η εποχή

των μεγάλων λόγων

το φίδι ξεκουλουριάζεται

κι απλώνεται

τα θηλαστικά δίπλα

μασουλάνε αμέριμνα

ούτε που φαντάζονται

τον κίνδυνο

που τα περιμένει

καθώς οι ρήτορες

εμπαίζουν το κοινό τους

υπόσχονται παραδείσους

που δεν υπάρχουν

παρά μόνο για τους λίγους

που απολαμβάνουν

πάντα και παντού

κύριοι του πλούτου

ανεβάζουν και κατεβάζουν

τους διαχειριστές

κατά το δοκούν

έτσι το παραμύθι

λέγεται και ξαναλέγεται

τίποτα δεν αλλάζει

παρά μόνο προς το χειρότερο.

 

Γρηγόρης Σακαλής



Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» και «Θαμμένος στην Άμμο», από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars και τις συλλογές «Κυτίο κρυφών ονείρων» και «Άχρονη μετάβαση» από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Πρόσφατη ποιητική του συλλογή: «Κραυγές στην έρημο», εκδόσεις Ενδυμίων.


Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Το παιχνίδι της Άγρας Θεόδωρος Εσπίριτου εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Το παιχνίδι της Άγρας

Θεόδωρος Εσπίριτου

εκδόσεις Κίχλη

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/12573-espiritou-theodoros-kichli-to-paichnidi-tis-agras-dimitriadou?fbclid=IwAR0-4KL9Gsp6-Fhhn9m9mG_XjVeF1YA96ovDk1PD6jSplDAVnCh0B3DmK9g



Το «είναι», το «φαίνεσθαι» και η γραφή

 

«Καμιά φορά κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι», είπε ο Μάρλοου. «Βλέπω τη ζωή μας ν’ αλλάζει. Πιστεύω πως όχι μόνο οι πράξεις, αλλά και οι σκέψεις έχουν τη δύναμη ν’ αλλάξουν τον κόσμο· ακόμα και ό,τι δεν πρόλαβε να υπάρξει· ακόμα κι αυτό μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο». Τα λόγια αυτά του ήρωα της ιστορίας Κρίστοφερ Μάρλοου, ερευνητή στην Υπηρεσία Εξιχνίασης Σκοτεινών Υποθέσεων, αφήνουν εκείνο το ίχνος της ελπίδας που κρίνεται αναγκαίο, όταν η ζοφερή πραγματικότητα και το ακόμη πιο δυσοίωνο μέλλον εξαντλούν τα περιθώρια αισιοδοξίας. Αμφισβητήσιμο συχνά αν η λογοτεχνική γραφή έχει μέσα της ως εγγενές χαρακτηριστικό την επινόηση/εφεύρεση μιας, ελάχιστης έστω, ελπίδας ανανέωσης του κόσμου, την οποία οφείλει κάθε φορά να προβάλλει·  είθισται να αναμένουμε από τη γραφή την αποτύπωση ενός αληθοφανούς τοπίου είτε ως σύγχρονη πραγματικότητα είτε ως φουτουριστικό σκηνικό που αναπόφευκτα θα σαρκωθεί σε ρεαλιστική, υπαρκτή συνθήκη. Ωστόσο, πάντοτε κινεί το ενδιαφέρον μια προσέγγιση περισσότερο οπτιμιστική, όταν έχει προηγουμένως επαρκώς σκιαγραφηθεί η δυσοίωνη πραγματικότητα προκειμένου κατόπιν να διαφανεί κάποιο φως στο σκοτεινό τοπίο, και κυρίως όταν ο απώτερος σκοπός της λογοτεχνικής γραφής δεν έγκειται απλώς στην τέρψη της ανάγνωσης.  

Ο Θεόδωρος Εσπίριτου, γνωστός για τη σημαντική σκηνοθετική του δουλειά στο θέατρο, αναμετριέται με τη μεγάλη αφήγηση παρουσιάζοντας το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το παιχνίδι της Άγρας». Μια εύκολη κατηγοριοποίηση το εντάσσει στο προφανές, δηλαδή στα φουτουριστικά μυθιστορήματα, αυτά που επιλέγουν τα χρονικά πλαίσια της ιστορίας τους να τοποθετούνται σε ένα κοντινό ή μακρινό μέλλον και συνήθως σε ένα δυστοπικό περιβάλλον. Μέσα, όμως, σ’ αυτές τις χωροχρονικές συνθήκες θα δούμε να εκτυλίσσεται μια ιστορία που γειτνιάζει με τις καθαρόαιμες αστυνομικές προβάλλοντας το μυστήριο, τη δράση, τις σταδιακές αποκαλύψεις, τις ανατροπές. Με τις απαραίτητες, όμως, αναγνωστικές αποκωδικοποιήσεις το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί ως ένα πολιτικό θρίλερ σοβαρότατου προβληματισμού. Η Ευρώπη που μας παρουσιάζει ο Εσπίριτου – με την αναμενόμενη ακρότητα που επιτρέπει η λογοτεχνία και η επινοημένη μυθοπλασία, φυσικά– βρίσκεται ίσως λίγα μόνο βήματα μακριά από τη σημερινή εικόνα της,  όσο κι αν δεν θέλουμε να το πιστέψουμε. Ο αυταρχισμός των εξουσιαστικών μηχανισμών δίνει πλέον απροκάλυπτα δείγματα μέσα σε θεωρούμενα δημοκρατικά καθεστώτα (τουλάχιστον με τις από κοινού και συμβατικά αποδεκτές προδιαγραφές) ενώ την ίδια  ώρα ανακύπτουν όλο και καινούργιοι θύλακες  ολοκληρωτισμού που φθάνουν ως την ανάληψη της εξουσίας. Πόσο απέχει, αλήθεια, η σημερινή πραγματικότητα από το εφιαλτικό σκηνικό που διαγράφεται  στην ιστορία του Εσπίριτου; Μέσα σε μια Ευρώπη σπαρασσόμενη από οικονομικές και πολιτικές αντιθέσεις και κρυφά παιχνίδια των κρατών μελών της, σε μία χώρα στην οποία έχει επιβληθεί νεοναζιστικό καθεστώς, ο ερευνητής Μάρλοου θα επιβιβαστεί σε ένα τρένο με άγνωστο προορισμό και ασαφείς οδηγίες. Ήδη η αρχή της ιστορίας μοιάζει καφκική με τον ήρωα να  εγκλωβίζεται εκών άκων σε μια περιδίνηση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Η εντύπωση θα ενισχυθεί, όταν με την επιβίβασή του στο τρένο θα συναντήσει παράξενους ανθρώπους με ακατανόητες συμπεριφορές. Σταδιακά θα αντιληφθεί πως πρέπει να εξιχνιάσει μια εξαφάνιση και δύο φόνους. Αν αυτά τα συνδέσουμε με μια επιστημονική ανακάλυψη που θα διαφανεί πίσω από το πρώτο επίπεδο της ιστορίας και κυρίως με το τηλεοπτικό παιχνίδι, στο οποίο μοιάζει όλα να εντάσσονται καταργώντας την αληθοφάνεια των γεγονότων, μπορούμε να δούμε τον λαβύρινθο μέσα στον οποίο θα βρεθεί ο Μάρλοου με την καθοδήγηση του συγγραφέα. Είναι όλα, λοιπόν, ένα παιχνίδι, μια απάτη των αισθήσεων, μια παραπλάνηση της νόησης και μια καταστρατήγηση της λογικής; Ή μήπως, ακόμη χειρότερα, το «παιχνίδι» είναι η παγίδα, ο εύστοχος παραπλανητικός τρόπος που οδηγεί στην υλοποίηση σκοτεινών στόχων με το προκάλυμμα μιας αθώας δήθεν τηλεοπτικής προσφιλούς εκπομπής; Μοιάζει να έχει δρομολογηθεί η πορεία μιας καταχθόνιας μηχανής που στο διάβα της θα καταπιεί όχι μόνον τη λογική ως στοιχειώδη ανθρώπινη συνθήκη διαβίωσης σε κοινωνία πολιτών, αλλά και κυριολεκτικά θα αφανίσει όποιον βρεθεί μπροστά της για να την αντιμετωπίσει και να την καταστρέψει. Υπάρχει άραγε πιθανότητα επιβίωσης και, ακόμη περισσότερο, φαίνεται από κάπου η δυνατότητα υπέρβασής της;

Η τεχνική που επέλεξε ο συγγραφέας στηρίζεται στη σταδιακή αποκάλυψη στοιχείων, στη βάση των οποίων ένα δυνατό μυαλό μπορεί να κινηθεί βρίσκοντας τον δρόμο του μέσα από τις στοές του στημένου λαβύρινθου. Εδώ εντοπίζεται και η θεατρικότητα της γραφής, καθώς διαβάζοντας «βλέπουμε» το ξεδίπλωμα της ιστορίας σαν σε θεατρικές πράξεις με την απαραίτητη δραματική συμμετοχή των υποκριτών και την ευρεία χρήση του διαλόγου – καθόλου τυχαία φυσικά η σύνδεση με την ιδιότητα του σκηνοθέτη που έχει ο συγγραφέας. Όπως ένα προς ένα θα καταρρέουν τα ψεύτικα σκηνικά, θα αχνοφαίνεται η αλήθεια των πραγμάτων. Είναι, όμως, ικανή αυτή η αλήθεια να υπερκεράσει την ισχύ του πλασματικού και φαινομενικά πραγματικού; Γιατί, όπως συμβαίνει και στην καλά στημένη τηλεοπτική ψευδή πραγματικότητα, πόσο εύκολο είναι να αποκαλυφθεί η διαφορά ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και στο «είναι»;



 

«Μιλάτε σαν να βρισκόμαστε σε…»

«Σε στρατόπεδο συγκέντρωσης θα λέγατε; Ναι, η Άγρα είναι ένα σύγχρονο στρατόπεδο συγκέντρωσης».

«Το λέτε σαν σχήμα λόγου υποθέτω».

«Σχήμα λόγου; Εσείς πώς θα ονομάζατε ένα μέρος όπου ακόμα και η τηλεφωνική επικοινωνία με τον έξω κόσμο αποκλείεται; Πώς θα ονομάζατε ένα μέρος απ’ όπου δεν υπάρχει καμία έξοδος διαφυγής και όπου ανά πάσα στιγμή ενεδρεύουν τα βασανιστήρια και ο θάνατος; Κόλαση ίσως;» (σελ. 193)

 

Εύστοχα έχει εμπλακεί στην ιστορία το τηλεοπτικό παιχνίδι της Άγρας, το κυνήγι δηλαδή ή καλύτερα η θήρευση που παραπέμπει στο οικονομικό και κατ’ επέκταση πολιτικό παιχνίδι, στην επιδίωξη της απόλυτης κυριαρχίας. Είναι το κλειδί για τον αναγνώστη που πίσω από την πλοκή και το μυστήριο θα διαβάσει τις πολιτικές προεκτάσεις που νομίζω πως αρχικά ο συγγραφέας είχε ως στόχο της γραφής του. Από το στοιχείο αυτό εικάζεται και η σχετικά οπτιμιστική θεώρηση που ο Εσπίριτου δίνει στην ιστορία του. Και αυτή ακριβώς η θεώρηση επιτρέπει   ένα σχόλιο για τη λογοτεχνία όπως την εκλαμβάνει ο συγγραφέας. Χειρίστηκε με άριστο τρόπο μια ιστορία μυστηρίου, μας μετέφερε στη μελλοντική δυστοπία προκειμένου να αντιληφθούμε ότι τα σημάδια υπάρχουν μπροστά μας, ήδη επωάζονται τα εφιαλτικά σκηνικά, μόνο που δύσκολα αναγνωρίζονται καλυμμένα όπως είναι από τον μηχανισμό του ψέματος ενός κόσμου πλασματικά ασφαλούς μέσα στη ψευδαίσθηση της δημοκρατικής λειτουργίας. Αν η λογοτεχνική γραφή έχει τη δύναμη πρώτα πρώτα να επισημάνει την αρχή του νήματος και κατόπιν να δρομολογήσει τη σκέψη προς μια πραγματικότητα που ακόμη υποκρύπτει την αλήθεια της πίσω από κατασκευασμένα σκηνικά, τότε έχει επιτελέσει ένα σπουδαίο έργο: εκτός από την τέρψη της ανάγνωσης, που προσφέρει ένα καλογραμμένο βιβλίο, αποβαίνει και πρόξενος ανακατατάξεων στη σκέψη του αναγνώστη και (μακάρι) και στην πράξη.

 

Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Προδημοσίευση Τρία ποιήματα της Άννας Πετράκη μαζί με τρεις φωτογραφίες του Alessio Mamo

 

Προδημοσίευση

Τρία ποιήματα 

της Άννας Πετράκη


 μαζί με τρεις φωτογραφίες του Alessio Mamo




ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

 

Αδειάζω το σπίτι

Εργάτες μπαίνουν

Αυστηρές οι εντολές από τους νέους ενοικιαστές

Ανακαίνιση πλήρης

Μα όλο κάτι νιώθουν να λείπει

και όλο κάτι τους μοιάζει περιττό

Δεν ξέρουν πως...

ένα κομμάτι πήρα μαζί μου απ’ όλους τους τοίχους,

κάθε δωμάτιο κρατάει μια δική μου εσοχή,

στις μεσοτοιχίες θρονιασμένες παλιές προσδοκίες,

λαχτάρες μου στους ξώφαλτσα γδαρμένους σοβάδες

 

Το τζάκι άκαυτο δεν θέλει μερεμέτια

Ντρέπεται που δεν έχει ούτε μια μουτζουριά

που μόνον αυτό μέσα σ’ όλο το σπίτι

μοιάζει ακόμα τελείως καινούργιο

Δεν μπόρεσε γύρω του να μας μαζέψει ποτέ

Ντρέπεται που δεν εκπλήρωσε τον στόχο του σχεδιαστή,

να ενώνει αγαπημένα πρόσωπα στη θαλπωρή

Βάζω στο τζάκι φωτιά

Αδειάζω το σπίτι

Το αδειάζω από μένα

Αφήνω κάτι από μένα

Και αποχωρώ

 

 


ΤΟ ΝΟΗΜΑ

 

Ριχνόμαστε ξοπίσω του, κυνηγόσκυλα ράτσας

Οσφραινόμαστε θήραμα

των ανθρώπων την αύρα

τον Ομφαλό της Γης

τα καρφιά του αίροντος τας αμαρτίας του κόσμου

-μεγάλο φορτίο τού δώσαμε και μάταιο, ίσως∙

τις αμαρτίες του στ’ αλήθεια ποιος τάχα απαρνιέται;-

 

(Από κάπου αδιευκρίνιστα

ψίθυρος θροΐζει:

-Φρόντισε ν’ αφήσεις πίσω σου κάτι...)

 

Εκλιπαρούν και οι ποιητές,

μαθητευόμενοι μάγοι που δεν θ’ αποφοιτήσουν ποτέ

Την ψυχή τους αποθέτουν σε βωμούς και σταυρούς

Θυσία, αυτοθυσία,

με πληγιασμένα γόνατα ικέτες

ματώνουν εαυτούς και αλλήλους,

διπλοί υπήκοοι

της χώρας του αισιόδοξου

κι εκείνης του οικτρά απελπισμένου

Και όσο αποτυχαίνουν το μελάνι, το χαρτί,

τα ξόρκια, οι σπονδές, οι εσπερινοί,

συνεχίζουνε οι ποιητές να κυνηγούν το νόημα,

 

με την ελπίδα

πως η Φημονόη κάτι γνωρίζει

και θα τους το αποκαλύψει

ή με τον τρόμο τον φρικτό

πως η Φημονόη,

παρόλο που ξέρει αυτό το κάτι,

δεν θα τους μυσταγωγήσει ποτέ

 

(Από κάπου αδιευκρίνιστα

η φωνή δυναμώνει:

-Βιάσου ν’ αφήσεις πίσω σου κάτι!)

 

Αναζητάμε το στοιχειώδες·

και οι προσμονές μας υποτροπιάζουνε σε απελπισίες

Το νόημα είναι καλά κρυμμένο·

ίσως ανύπαρκτο·

μπορεί και περιττό.

Θα κερδηθεί το αιώνιο

Μέσ’ απ’ τα χρώματα, τις νότες, τις λέξεις,

τις αγκαλιές, τις καθημερινές μας στιγμές;

Το δευτερόλεπτο βόμβα βραδυφλεγής

Το διαβατήριο της ύπαρξης

αβέβαιο ή πλαστό, ίσως και εξαρχής ληγμένο

Ψιχάλες ψίχουλα είμαστε και θα χαθούμε,

μόλις το σύμπαν

μες στην απειροστή του πλήξη αναδευτεί

και στείλει σήμα αμείλικτο:

εσώθη το λάδι στο καντήλι σου,

πάει το λάδι σου, εσώθη

 

(Από κάπου αδιευκρίνιστα

η αγωνία βαριά ανασαίνει:

-Πρόλαβες ν’ αφήσεις πίσω σου κάτι;)

 

Ίσως το νόημα να ’ναι πως το λάδι μας σώθηκε

Σημαίνει αυτό πως το είχαμε

και το κάψαμε

όμορφα, μεθυστικά·

ή όχι

Μια φλόγα ήμασταν

Και σαν φλόγα επιστρέφουμε στο σύμπαν

Αυτό είναι η μόνη πατρίδα μας

Και η ξεχαρβαλωμένη Γη

-που οι ανόητοι μάνα τη λέμε-

γέφυρα είναι κρεμαστή

που χτίζεται-γκρεμίζεται

με χρόνο δανεικό, σαν τόπος εξορίας

Όσα κατάδικά μας τα πιστέψαμε

στο χάος διακτινίζονται

απαρηγόρητα, ανοστάλγητα, λησμονημένα

 

(Άραγε θα βρεθεί για μας ένας λυγμός,

να βεβαιώσει

πως, στ’ αλήθεια, αφήσαμε πίσω μας κάτι;)

 

 




ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΟ

 

Χαιρέτησε τον συμβολαιογράφο

 

Από μακριά το μάτι της έκοψε τη χάρτινη κούτα

Αν ήταν καθαρή, θα την έπαιρνε

Μια χαρά θα βόλευε μέσα

όσα διατηρητέα της ζωής της

προορίζονταν για άμεση μετακόμιση

Πλησίασε

Ένα βρώμικο πόδι εξείχε

από παράταιρο νούμερο

στραπατσαρισμένο παπούτσι

Το δέρμα γεμάτο από φλύκταινες με ξεραμένο πύον

Απέστρεψε το βλέμμα της με βδελυγμία

Ακατάλληλο το χαρτόκουτο για την οικοσκευή της!

Πώς διογκώθηκε έτσι η επικράτεια των αστέγων...

Προσπέρασε με βήματα γοργά, σιγουρεμένα

Στην επόμενη γωνία

την περίμενε μια άλλη κούτα άψογη, καθαρή, ανθεκτική

και το κυριότερο, ακατοίκητη,

όπως την περίμενε

το άρτι αποκτηθέν της διαμέρισμα

παλαιότητας 1970,

όνειρό της από τη δεκαετία του 1980,

να συστεγάσει δικαιωματικά

την αστραφτερή της ανθρωπιά

με την ευδαιμονία

 

Άννα Πετράκη

[τα ποιήματα εμπεριέχονται στη συλλογή "ΑΝΑΚΥΚΛ", που πρόκειται σύντομα να εκδοθέι από τον Κάκτο]


Η Άννα Ε. Πετράκη γεννήθηκε στην Αθήνα με καταγωγή από την Ευβοία και από Προύσσα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Κλασικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Εργογραφία: «Όσα δεν έζησα...» (Andy' s Publishers 2015), «Ζωή σε 9/8...» (ΚΑΚΤΟΣ 2016), «Ακραίο... σχεδόν (ΚΑΚΤΟΣ 2017), «Της μνήμης και της λησμονιάς, Πικρόχολα και μελίρρυτα» (ΚΑΚΤΟΣ 2017), «Αθήνα, 2021 μ. Χ.» (ΚΑΚΤΟΣ 2018), «'Ολα του έρωτα» (ΚΑΚΤΟΣ 2018), «... που ήταν αταξίδευτο» (ΚΑΚΤΟΣ 2019), «Το φίλημα των λυγμών» ΚΑΚΤΟΣ 2019). Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: «Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2019» (τοβιβλίοnet), «Μικρή ανθολογία ποίησης για τους πρόσφυγες ΙΙΙ» (στίγμαΛόγου 2019)