Βιβλιοπαρουσίαση
– Η Ελένη Αράπη γράφει
για το βιβλίο του
Γεώργιου
Χριστοφή
«Όταν
δάκρυσε ο Γιάλοβ»
Ο Γεώργιος
Χριστοφής γεννήθηκε στου Γκύζη την πρώτη δεκαετία της αντιπαροχής. Ο τοκετός
διενεργήθη υπό της κυρά – Γεωργίας, της μαμής, κατ’ οίκον! Μεγάλωσε σε διάφορα
μέρη. Σπούδασε στην Ελλάδα και την Ιταλία. Είναι ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής
της σχολής του «Κοινού Νου».
Στη συγκεκριμένη παρουσίαση δεν θα μας απασχολήσει
βέβαια το βιογραφικό του Γεώργιου Χριστοφή, αλλά η χειρουργική του πένα, με την
οποία ψυχογραφεί, μέσω της νουβέλας του «Όταν δάκρυσε ο Γιάλοβ», μέχρι τα
έγκατα της ύπαρξης όχι μόνο τον Γιάλοβ, ένα γάϊδουρομούλαρο, μα και την ίδια
την κοινωνία. Διαβάζοντάς το νιώθεις ότι «βγάζει τη γλώσσα» στην καθεστηκυία
τάξη, ανατρέποντας όλο το κίβδηλο αξιακό της σύστημα. Ήδη από την επιλογή του
τίτλου μα και του ονόματος του πρωταγωνιστή, εισάγει υποσυνείδητα τον αναγνώστη
στον τραγικό κλαυσίγελο που καραδοκεί. Προφανώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τον
τίτλο από το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» του Ίρβιν Γιάλομ, κάνοντας μια αντιστροφή
των ονομάτων. Μπορεί τη νουβέλα να μην την υπογράφει ο Νίτσε, μα σίγουρα ο
Χριστοφής, σαφώς επηρεασμένος από αυτόν, επιχειρεί επιτυχώς να συντρίψει τις
παλιές και νέες δέλτους των νόμων, κατά το πρόσταγμα του Ζαρατούστρα.
Σχετικά με την
υπόθεση τώρα, η αφήγηση λαμβάνει χώρα «σ’ ένα βουνίσιο χωριό παν’ απ’ τη
Γιάλοβα, επαρχία Καλαμών, περιφέρεια Πελοποννήσου, χώρα Ελλάς». Πρωταγωνιστής,
όπως προείπαμε, ένα γάϊδουρομούλαρο ο Γιάλοβ, δεύτερος και ασθμαίνοντας ο ζαβό
Θανάσης, που αν και βαπτίστηκε Αθανάσιος, το ζαβό το ριζικό του τον έχρισε
εντέλει Θανάση «εκ του θανάσιμος ή
πεθαμένος» και βέβαια μια σύγχρονη Δουλτσινέα, η Ορσαλία (εικάζω από το
όρσε, κοινώς στα μούτρα σου).
Τα θέματα που
θίγονται ματώνουν, μα ο Γεώργος Χριστοφής, μαέστρος στην περιγραφή, μας
παραθέτει τις πιο σκληρές, ωμές αλήθειες αβίαστα, με χιούμορ και με μια απόλυτη
φυσικότητα, που μεγεθύνουν την τραγικότητα της φύσης του ανθρώπου.
Η νουβέλα είναι
διανθισμένη από αντιρατσιστικά και κοινωνικοπολιτικά μηνύματα, γκρεμίζει
συθέμελα μα και αντιπροτείνει έμμεσα, χωρίς φυσικά διάθεση διδακτισμού, με έναν
σαρκαστικό τόνο μα και συνάμα με μια τρυφερότητα που σε καθηλώνουν.
Μιλώντας για τη
μητέρα και τον πατέρα του Γιάλοβ αναφέρει ο παντογνώστης αφηγητής:
«Ο
πατέρας του από καλή γενιά, ψηλός, αεράτος, καμαρωτός, όταν περνούσε δεν
μπορούσες να μην γυρίσεις να τον κοιτάξεις. Μπάνικος, ρε παιδί μου, και σοϊλίδικος!
Τι να λέμε τώρα! Τέτοια κορμοστασιά ούτε στην ανακτορική φρουρά! Τώρα πώς έγινε
και ζευγάρωσε μ’ εκείνη την παλιό γαϊδάρα τη μάνα του Γιάλοβ, κανένας δεν
ξέρει, κανένας δεν κατάλαβε! Αλλά μήπως έτσι δεν γίνεται με τον έρωτα; Γιατί
σμίγουνε δυο υπάρξεις, ούτε αυτές δεν το ξέρουν. Αν και φαίνεται ότι πάντα
υπάρχει λόγος βαθύτερος που μπάζει στο ίδιο πάθος πράγματα που μοιάζουνε μεταξύ
τους, αλλά κι άλλα που είναι εντελώς ανόμοια και ταυτίζονται μόνο για λίγο».
Αλλά και για τον
πατέρα του Ζαβό Θανάση, τον Γιάννη Καλαμάρη, που τον έφαγε ένα ανθρωπόμορφο
κτήνος ο Παυλάκος στη Μέσα Μάνη, την περίοδο της λευκής τρομοκρατίας (κάθε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα, γεγονότα,
δεν μπορεί να είναι απλώς συμπτωματικό γεγονός…) μας περιγράφει την ωμή
αλήθεια της κτηνωδίας του ανθρώπου:
«Τον
βρήκανε τα βρωμόσκυλα χωμένο μέσα σ’ ένα σκίνο να τρέμει, από κρύο, από πείνα,
από αγωνία, από κούραση, από πόνο, από φόβο! Το ‘ξερε πως η ζωή του τελείωσε
πια! Το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί την αγαπημένη του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί
τον γιο του, το ‘ξερε ότι δεν θα ξαναδεί το φως του ήλιου. Γι’ αυτό, όταν
άρχισαν να τον πετσοκόβουν με τα μαχαίρια, αυτιά, μάτια, γλώσσα, αρχίδια, ήταν
πια σαν να μην ήταν αυτός! Ήταν μετά τις πρώτες μαχαιριές σαν να ‘τανε
κλεισμένος μέσα σε ένα σελοφάν,
αεροστεγώς κλεισμένο, που δεν περνάει μέσα τίποτα. Μόνο κάτι σαν ηχώ από τον
έξω κόσμο! Σαν ένα κουκούλι παράξενο, που μπαίνει ξανά επιστρέφοντας εκεί μια
πεταλούδα για να ξαναγίνει κάμπια βουβή! Κρυφή! Ανύπαρκτη!»
Το θέμα της
συλλογικής σιωπηλής συνενοχής τον απασχολεί, αφού η ουδετερότητα είναι
συνενοχή:
«Του
Καλαμάρη ο καταρράχτης λοιπόν, γιατί τον βάφτισε νεκρός, κι έμεινε το όνομα
ανεξίτηλο από τότε, όπως κάθε τι που σημαδεύεται απ’ τον θάνατο».
Στη συνέχεια
αναφέρεται στην μπόχα του τάφου που αναβλύζει στα υπουργεία και τις δημόσιες
υπηρεσίες:
«Έχετε
παρατηρήσει πώς μυρίζουν οι χώροι των υπουργείων και των δημόσιων υπηρεσιών;
Κάτι μεταξύ μούχλας, φορμόλης και πτωμαΐνης! Κι είναι γεμάτοι από ζωντανούς
νεκρούς, μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας! Εκτός απ’ τα γραφεία των υπουργών. Εκεί
δεν βρωμάει γιατί απ’ το πρωί ως το βράδυ λιβανίζουνε!»
Σχετικά τώρα με
τα έμφυλα στερεότυπα και την κατοχύρωση του Γιάλοβ ως αρσενικού κι όχι ως
θηλυκού, ή έστω ως ουδετέρου, μας εξηγεί ότι:
«Ο
μπάσταρδος ήταν πάντα γένος αρσενικού και όχι θηλυκού….ή έστω ουδετέρου που θα
ήταν και το σωστότερο, αφού κάτι που είναι μπάσταρδο δεν είναι ούτε θηλυκό ούτε
αρσενικό. Θα ‘πρεπε να το πούνε: το Γιάλοβ και όχι ο Γιάλοβ. Αλλά φαίνεται ότι
για το συλλογικό ασυνείδητο το κάθε τι πρέπει να καταγράφεται μέσα μας σαν
θηλυκό ή αρσενικό, ή μαύρο ή άσπρο, ή καλό ή κακό και βαλ’ του ρίγανη! Μέση
κατάσταση δεν υπάρχει! Κι αν υπάρξει όμως; Και υπάρχει, απόδειξη τα υβρίδια, ε
τότε είν’ αταίριαστο για το μέσα σύστημά μας και γι’ αυτό βιαστικά, χωρίς σκέψη
καταχωρείται στο μυαλό μας ως επικίνδυνο ή ως ευτράπελο γεγονός!»
Και συνεχίζει να
ξεστομίζει ωμές αλήθειες με απόλυτη φυσικότητα, που ενώ στην πρώτη ανάγνωση
συμφωνείς μαζί του, έτσι και κοντοσταθείς σε πιάνει ρίγος «γιατί εν τω μεταξύ οι μικροί μεγαλώνουν και οι μεγάλοι ψοφάνε…» .Κι
όμως η συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας θα έπρεπε να αποτελεί μέγιστο στόχο
του πολιτισμού μας, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε/ ζήσουμε την
κάθε στιγμή της ζωής μας.
Συνεχίζει με το
μέγιστο θέμα, αυτό που ενέπνευσε και εμπνέει όλους τους μικρούς και μεγάλους
ποιητές της ζωής μας, τον έρωτα και τον θάνατο. Δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κάπου εδώ μπαίνει κι η Ορσαλία:
«Οι
δικοί μας πρωταγωνιστές ερωτευμένοι ήτανε και οι δυο, αλλά όχι μεταξύ τους,
παρά με μια δική του ιδέα ο καθένας. Απ’ την άλλη δεν πειράζει κιόλας, γιατί ο
έρωτας ιδέα δεν είναι; Και μάλιστα παραληρηματική!
Αυτοί
οι ερωτευμένοι είναι… ευτυχισμένοι! Ψευδαισθητικές καταστάσεις! Αλλά έτσι
πρέπει να’ ναι, γιατί πώς αλλιώς θα γλίτωνε ο άνθρωπος απ’ το υπαρξιακό του
πρόβλημα, τη θνησιγένειά του.
Αυτοί
είν’ τα αφεντικά τ’ ανθρώπου. Αυτοί οι δυο άρχοντες, αυτές οι δυο ιδέες, αυτά
τα δυο βασικά ένστικτα. Το ένστικτο του Έρωτα και το ένστικτο του Θανάτου.
Ανεβαίνει το ερωτικό ένστικτο, ο θάνατος ξεχνιέται, κατεβαίνει στα τάρταρα, που
ν’ η φωλιά του. Πέφτει ο έρωτας; Αναδύεται ο χάρος χαρούμενος που όλοι τον
θυμούνται και θερίζει κακομοίρηδες πρώην ευτυχισμένους! Ναι, έτσι κυλάει η ζωή
κι ο άνθρωπος πρέπει τρόπο να βρει να κλέβει στο ζύγι! Η παλάντζα πρέπει να
δείχνει πάντα έρωτα. Ποτέ να μην είναι ζυγιασμένη στα ίσα¨ τότε κάποιος είναι
ήδη νεκρός και δεν το ξέρει.»
Ο Χριστοφής δεν
γκρεμίζει συθέμελα μόνο, αλλά αντιπροτείνει και ένα νέο σύστημα αξιών, δεν θα τολμούσα να πω,
ανθρώπινο – πολύ ανθρώπινο, αλλά σίγουρα φυσικό – πολύ φυσικό.
«Του
τα είχε εξηγήσει όλα ο Θανάσης (εννοεί του Γιάλοβ) σε μια δική τους γλώσσα¨ τη
γλώσσα που μιλάνε οι ταυτισμένοι μεταξύ τους και που πολλές φορές δεν έχει
λέξεις. Έχει η γλώσσα αυτή σκέψεις, ματιές και αναστεναγμούς, νοήματα, κινήσεις
κι επιφωνήματα. Τα πιο πολλά επιφωνήματα είναι κάτι αχ – βαχ, ακαταλαβίστικα
γι’ αυτούς που δεν τη μιλάνε! Πλούσια γλώσσα, είν’ η αλήθεια, παντού στον κόσμο
μπορεί να μιληθεί και είναι κατανοητή από ανθρώπους, ζώα κι ερπετά! Χρειάζεται
μόνο πολλή αγάπη, ανοχή και πλούσιο συναίσθημα για να τη μάθεις.»
Και συνεχίζει
φυσικά απτόητος σαν κεραυνός, να μας μιλάει για την ελευθερία, την ψευδεπίγραφη
ασφάλεια που λαχταρά ο άνθρωπος, για το μαύρο κουτί, μέσα στο οποίο φωλιάζουν
οι μνήμες, έτοιμες να μας κατασπαράξουν, για την ανηθικότητα της φύσης, που
είναι ταυτόχρονα και δικαιοσύνη
«Και η
γη, η μάνα των ανθρώπων, καθόλου δεν ενιάστηκε για τη διαφορά ανάμεσα στο νερό
και το δάκρυ του ζωντανού. Το ίδιο της κάνει¨ δροσίζεται αυτή κι απ’ τα δυο, κι
απ’ τα δυο καρπίζει!»
Και θα μπορούσα
να συνεχίσω παραθέτοντας όλο το βιβλίο, μα έτσι θα χαθεί η μαγεία της
ανάγνωσης. Το μόνο σχόλιο που θέλω ολοκληρώνοντας να παραθέσω, είναι ότι ο
Γιάλοβ έγραψε μέσα μου σαν ιδέα περήφανης κουρελιασμένης αναρχίας, που σου
ζητάει αφού απεκδυθείς τις συμβάσεις να χορέψεις μαζί του με Σπαρτιατικό ρυθμό,
βραχύ μακρό, βραχύ μακρό, το θαύμα που ονομάζεται ζωή, με μια δικαιοσύνη
κυρίαρχη, φυσική και με το φως της νέας χαραυγής να ζυγώνει.
Ένα βιβλίο που
πρέπει να διαβαστεί!
Ένας συγγραφέας
που έχει πολλά να προσφέρει και αυτό ήταν μόνο η αρχή!
Ελένη Αράπη
Η Ελένη Αράπη
γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη Φιλοσοφική
Σχολή Αθηνών και εργάζεται ως καθηγήτρια φιλόλογος. Κριτικά
σημειώματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά
περιοδικά. Τον Μάρτη του
2016 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή "Με βράγχια ανασαίνω" από τις
εκδόσεις Γαβριηλίδη.