Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2019-2020 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΖΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΜΑΣ; «TO ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ» της Sor (Μοναχής) Juana Ines de la Cruz



ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ


ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2019-2020

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΖΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΜΑΣ;



«TO ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΕΠΙΘΥΜΙΩΝ»

της Sor (Μοναχής) Juana Ines de la Cruz 




Πρώτη παρουσίαση συγγραφέα και έργου



Έρευνα, επιλογή, μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου
Σκηνοθεσία: Μανώλης Κλωνάρης



Πρεμιέρα: Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020 στις 21.00

Παραστάσεις: κάθε Σάββατο και Κυριακή στις 21.30


 

Η Sor (Μοναχή) Juana (1651-1695) συγκεντρώνει ίσως τις περισσότερες ιδιομορφίες για γυναίκα θεατρικό συγγραφέα διεθνώς και διαχρονικά. 


Ήταν Μεξικάνα, νόθο παιδί ντόπιας Ισπανικής καταγωγής και Βάσκου, έζησε τον 17ο αιώνα, έμαθε να διαβάζει από τριών ετών, υπήρξε αυτοδίδακτη και πολυμαθέστατη, από δεκατριών ετών έζησε στο ανάκτορο των αντιβασιλέων υπό την εύνοιά τους, από δεκαοκτώ ετών επέλεξε να μπει σε μοναστήρι για να μπορεί να συνεχίσει να μορφώνεται, κάτι που, ως γυναίκα, δεν θα ήταν δυνατόν να το καταφέρει διαφορετικά, το έργο της έγινε πολύ γνωστό εν ζωή στην πατρίδα της, αλλά και στην Ισπανία, σχημάτισε μόνη της ιδιωτική βιβλιοθήκη που θα την ζήλευε ακόμη και πανεπιστήμιο, ήρθε σε ρήξη με την ιεραρχία του ιερατείου και πέθανε στα σαράντα τέσσερα χρόνια της νοσηλεύοντας άλλες μοναχές σε επιδημία πανούκλας.



Το μόνο που δεν θα περίμενε κανείς από μία μοναχή του 17ου αιώνα, έστω και με όλα τα υπόλοιπα δικά της προσόντα, θα ήταν να γράψει θέατρο και μάλιστα έργο ερωτικών παρεξηγήσεων. 


Και όμως! Η Sor Juana το έκανε και αυτό! Και μάς παρέδωσε αυτό το αστραφτερό έργο που σφύζει από ζωή, χαρά και έρωτα, γεμάτο νέους ανθρώπους που ερωτεύονται, μηχανεύονται τα πάντα για να κερδίσουν το αντικείμενο του πόθου τους, μπερδεύονται και μπερδεύουν και –πάνω από όλα- συνωμοτούν, γελούν και ξεγελούν!              




Ένα σπίτι. Το σπίτι μέσα στο οποίο εκδηλώνονται, ακυρώνονται, προβάλλονται και μαραίνονται ή ανθίζουν οι επιθυμίες, οι ίντριγκες και τα κρυφά σχέδια καθενός από τους ήρωες της ιστορίας που το λαμπερό, παιχνιδιάρικο και ατίθασο μυαλό της Sor Juana Ines de la Cruz επινόησε πριν σχεδόν τριακόσια πενήντα χρόνια, το κατέγραψε και μάς το παρέδωσε για να μάς τρελάνει. Και είναι τόσα πολλά, τρελά, κεφάτα  και καταιγιστικά αυτά που κατέγραψε και που συμβαίνουν μέσα στη μία και μισή ώρα που διαρκεί η παράσταση του έργου της που, πραγματικά, δεν μπορεί να γίνει άλλη περίληψή τους. Σίγουρα, η «Sor» θα είναι κάπου κρυμμένη και θα ξεκαρδίζεται στα γέλια με την έκπληξή μας!

Η ταυτότητα της παράστασης


«Το Σπίτι των επιθυμιών» της Sor Juana Ines de la Cruz 

Έρευνα, επιλογή, μετάφραση: Μαργαρίτα Δαλαμάγκα-Καλογήρου

Σκηνοθεσία: Μανώλης Κλωνάρης

Σκηνικά: Θόδωρος Μπρουσκομάτης

Κοστούμια: Πένυ Σπανού

Μουσική: Νίκος Χατζόπουλος

Κίνηση: Νίκος Λεκάκης

Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης

Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μηλιώνη

Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνος Βασιλόπουλος, Ευθύμης Γεωργόπουλος, Βασίλης Ζήσης, Μαρία Θωμά, Ιουστίνα Μάτσιασεκ, Ευγενία Ξυγκόρου και Δημήτρης Τσιγκριμάνης

Θέατρο Αγγέλων Βήμα, Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια



Πρεμιέρα: Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020 στις 21.00

Παραστάσεις: Σάββατο και Κυριακή στις 21.30

Διάρκεια: 90 λεπτά

Εισιτήρια: 14 ευρώ ( 10 ευρώ φοιτητικό, ανέργων, άνω των 65 ετών- 5 ευρώ ατέλειες)

Κρατήσεις: Τηλ. 210 5242211και http://www.aggelonvima.gr/





Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Λίλια Κυρίτση Τέσσερα μικρο-αφηγήματα φωτογραφίες: Gabriel Guerrero κριτικό σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου


Λίλια Κυρίτση

Τέσσερα μικρο-αφηγήματα

φωτογραφίες: Gabriel Guerrero

κριτικό σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου





Σε χρόνο σύντομο γραφής, καθόσον αγαπά τις μικροαφηγήσεις, η Λίλια Κυρίτση κερδίζει τον αναγνώστη της με τη λιτότητα του περιεκτικού της λόγου. Οι ήρωές της μονολογούν, θυμούνται, κρίνουν και κρίνονται – όσο τους επιτρέπει ο μικρός χώρος των αφηγημάτων, που αποδεικνύεται ωστόσο επαρκής. Η συγγραφέας δεν τους χαρίζεται· ό,τι έχουν να πουν θα το χωρέσουν μέσα σε λίγες γραμμές. Όμορφη γραφή μέσα στην ευστοχία των επιλεγμένων λέξεων. Στα αφηγήματα που ακολουθούν παρατηρούμε σε έξοχη σύνοψη την εικόνα μιας πόλης αγαπημένης (Είναι ωραία η ζωή στην πόλη)· ακόμη κι αν είναι οι μοναδικές εικόνες που γνωρίζει κάποιος οι δικές της. Ακολουθεί η ιδιόμορφη συνομιλία με την Virginia Woolf (Στο μυαλό της Virginia), που ανοίγει άλλο παράθυρο στην έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα γραφή της Κυρίτση· σημαντική η συμπόρευση ως αίσθηση αρχικά μιας κοινής διαδρομής και μετά ως ανάγκη αποτύπωσης της τραγικότητας. Στο αφήγημα Η μαγειρίτσα συμπυκνωμένη διαβάζουμε τη διάσταση ανάμεσα στις γενιές, ως θέαση της ζωής, ως ιεράρχηση αξιών, ως αισθητική εντέλει, η οποία εμπεριέχει τα παραπάνω· μια σπάνια στη συντομία της αποτίμηση ζωής. Το τελευταίο αφήγημα (Μαργαρίτες) απολύτως ερωτικό με όλη την τραγικότητα που χαρακτηρίζει κάθε μορφή σχέσης από την πιο ολοκληρωμένη ως την πιο αποσπασματική και ανολοκλήρωτη· συγκλονιστικό στην αλήθεια του. 





Είναι ωραία η ζωή στην πόλη

                                        

Στην πόλη μου γεννήθηκα ήσυχα. Ακόμα πιο ήσυχα μεγάλωσα. Δεν μου ταιριάζει ο θόρυβος. Σ’ εκείνη κουμπώνει  γάντι. Λέει πως, αν σιωπήσει έστω και για μια στιγμή, θα χαθεί αυτοστιγμεί απ’ το χάρτη· έτσι λέει. Αναρωτιέμαι  αν θα μ’ ενοχλούσε να εξαφανιστώ μαζί της, καθώς ανηφορίζω το λόφο. Κι όμως για τα σπαρμένα  καφενεία, τ’ ανθηρά μπαράκια και τσιπουράδικα αυτό θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης. Το περίεργο με το δικό μας δίδυμο είναι πως εγώ τη βρίσκω χάλια κι αυτή καμώνεται την εκπληκτική. Από την άλλη, εγώ θεωρώ τον εαυτό μου εκπληκτικό κι αυτή με βλέπει χάλια. Αλλά λίγο με νοιάζει.  Συνεχίζω να την ψάχνω. Να σπρώχνω στην ανηφόρα. Γιατί αυτός είναι ο δρόμος μου. Στα τενεκετζίδικα  και στα μπορντέλα. Στο Μπεζεστένι και  στα πέτρινα υπόλοιπα του έκτου αιώνα. Ανάμεσα στα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στριμώχνομαι  κι ακούω τραγουδάκια. Και σκέφτομαι πως ίσως βαστάει ωραία η ζωή στην πόλη για κάποιον που δεν περπάτησε αλλού. Ωραία σαν ένα περίπατο στην εθνική με καθαρό καιρό. 





Στο μυαλό της Virginia



Καταλάβαινε από καιρό πως ήταν ανίκανη να γράψει. Από τότε που ο Roger Κrow, ο εκδότης, απέρριψε το βιβλίο της είχε καταρρεύσει. Πότε τρέκλιζε απ’ το γέλιο και πότε από το κλάμα, χωρίς να βρίσκει με ισορροπία κάπου να πατήσει. Το ξινισμένο γάλα στο ποτήρι τής έκοβε τη μύτη και η αηδία βρικολάκιαζε το σώμα της. Μέσα στην άσπρη μπλούζα τα χέρια περίσσευαν ακίνητα και σταυρωμένα πάνω στο γραφείο με τις ώρες. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. Τα  δωμάτια της πτέρυγας Γάμα άνοιγαν πέρα από τον κόλπο  Porthminster. Κι έτσι, όπως είχε κρεμάσει τα μάτια στο φάρο Godrevy, ένα φλας άναψε στο μυαλό της, έβαλε φωτιά στις σελίδες και την έφερε πίσω στο St Ives. Οκτώβρη μήνα μπήκε θριαμβευτικά στην έρημη πόλη κι άρπαξε την έμπνευση. Νεογέννητη γραπώθηκε στον αλύγιστο σβέρκο της. Το κλάμα της φοβισμένο, ανθρώπινο. Στη φωλιά της την ηρέμησε και τη ζέστανε ανάμεσα στα σκέλια. Δίπλα μια νεκρή γραφή άχνιζε ακόμα. Το γάλα πήγαινε να πετρώσει.  Με ένα ούρλιασμα πόνου πρόσταξε «Πιάσε τη θηλή».  Κι εκείνη βύζαξε και χόρτασε. Όσο μεγάλωνε γρύλιζε και βύζαινε. Και η Virginia λύκαινα ήρθε και μάνα της έγινε, πριν να ριχτεί στο νερό με τις τσέπες φορτωμένες πέτρες.      

   



Η μαγειρίτσα



Κάποια Ανάσταση έτρωγα στην ταβέρνα  του Χαλέπη μια μαγειρίτσα, που όμοιά της δεν είχα ξαναφάει. Την άρπαζες με το πιρούνι. Ένα φόρτωμα μυρωδικά, λαχανικά στο παραπάνω, ακόμα περισσότερα εντόσθια και το ρύζι πνιγμένο μέσα στο λίπος, πλούσιο και λαπαδιασμένο. Πράγμα πρωτόγνωρο και ασήκωτο για τις μέχρι τότε διατροφικές μου συνήθειες. Για να την κάνω πιο γιορτινή, τη συνόδευσα με κόκκινο κρασί. Έχοντας διάθεση να πατήσω το μέτρο, να γευτώ το περιττό και το ξέχειλο, δεν παράγγειλα σαλάτα, παρά ένα πιάτο λακέρδα˙ αλμυρή να μουδιάζει η γλώσσα σου. Μετά το δεύτερο πιάτο μπούκωσα, ζαλίστηκα. Μήνυσα, όμως, και για τρίτο και λίγο, πριν σβήσω, ζωντάνεψε στα μάτια η γιαγιά μου, που μούλιαζε  το αντίδωρο στο νερό για βραδινό· κι αυτό ήταν όλο. 





Μαργαρίτες



Ήταν από τη μάνα μου πιο νέα. Πιο ψηλή. Πιο στρογγυλή. Πιο άσπρη.  Ο άντρας της δεν την αγάπαγε. Γιατί, αν την αγάπαγε, δεν θα τη χτύπαγε. Εκείνη πάλι αγάπαγε τις μαργαρίτες. Κι εγώ αγάπαγα εκείνην. Η  μνήμη μου απ’ αυτή μυρίζει σπέρμα. Κάπου εκεί στα δεκατρία μου.  Η εικόνα στο μυαλό μου αναλλοίωτη. Μια κληματαριά να σκιάζει την αυλή. Ένας τενεκές δεμένος ψηλά στο μάγγανο. Μια κουπάνα με ασπρόρουχα πάνω σε τσιμεντόλιθο. Υπάρχει ακόμα μια μαργαρίτα περασμένη στα δόντια της και μια ζεστή ηλιαχτίδα να ορμά από τα κληματόφυλλα μέσα στο φρέαρ. Να αναδύεται και να γλιστρά  αχνίζοντας στο κοντοβράκι μου. Σαν τη μαργαρίτα μάδησες τ’ άγουρα πέταλα  και με εκαταμάδησες. Με ταξίδεψες σ’ όλο το δρόμο˙ από το αγόρι στον άντρα. Σα μεγαλώσω θα σκοτώσω τον πούστη τον άντρα σου και θα σε γεμίσω μαργαρίτες. Τώρα σε απόσταση μετρώ τις στύσεις μου  και σ’ ευλογώ.



Λίλια Κυρίτση (από τη συλλογή «Σε χρόνο σύντομο» εκδόσεις Όστρια)




Η Λίλια Κυρίτση είναι νηπιαγωγός, απόφοιτη του Α.Π.Θ., με μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα. Ζει στη Λάρισα και εργάζεται στο Δήμο Τυρνάβου. Έχει βραβευτεί σε πολλούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει γράψει βιβλία δραστηριοτήτων για παιδιά, διηγήματα και θεατρικά έργα. Κείμενά της φιλοξενούνται σε λογοτεχνικά περιοδικά, ημερολόγια και σε συλλογές διηγημάτων.














Ο βάτραχος μυθιστόρημα Πάνος Γιαλίτσης εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Ο βάτραχος

μυθιστόρημα

Πάνος Γιαλίτσης

εκδόσεις Βακχικόν

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/gialitsis-panos-bakchikon-o-batrachos-dimitriadou






κάποια στιγμή να αφηγηθείς μία ιστορία

Έχει η μνήμη συναίσθημα βαθύ, αρχέγονο κι αβάσταχτο; Μπορεί καμιά φορά (έστω μια σ’ ολόκληρη ζωή) να επαναστατήσει και να μην αρκεστεί στη λειτουργία της υπενθύμισης ή της νοσταλγίας; Μήπως τότε είναι που αναλαμβάνει να δημιουργήσει και να αφηγηθεί τη δική της εκδοχή, τη δική της ιστορία; Έτσι όπως μπερδεύονται τα χρονικά διαστήματα –ισχνές επινοήσεις της θνητότητας που αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της ζωής παρά μόνο με τα μετρήσιμα συμβατικά πλαίσια– νιώθεις πως η μέγιστη αβεβαιότητα δεν αφορά μόνο το άδηλο μέλλον αλλά εξίσου το τάχα επιβεβαιωμένο και βιωμένο παρελθόν. Ίσως τότε είναι η ευκαιρία να αφηγηθείς (με τη βοήθεια της αυτονομημένης πλέον μνήμης) μια ιστορία μοναδική – δική σου ή όποιου άλλου θα θελήσει να την οικειοποιηθεί ανακαλύπτοντας μέσα της τον εαυτό του. Ο Πάνος Γιαλίτσης, στο εισαγωγικό κεφάλαιο (Η Μνήμη) του μυθιστορήματός του, δίνει ακριβώς το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η ιστορία του Βάτραχου, ευφάνταστη ίσως ή τραγικά αληθινή για κάποια πιο προσεκτική και τολμηρή ανάγνωση, μια μείξη του παραμυθιού με την πραγματικότητα, που βρίσκεται δίπλα μας συχνά εν αγνοία μας ή εντελώς παραμορφωμένη.

Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον μια πρώτη παρουσία στον χώρο της μεγάλης αφήγησης –Ο Βάτραχος είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα– να ανιχνεύει σε βάθος τη λειτουργία της μνήμης και να δημιουργεί μια πλήρη ιστορία σε πλοκή και άψογη ολοκλήρωση του θέματος, και μάλιστα με μια γραφή ικανή να αιχμαλωτίσει την αναγνωστική προσοχή. Μια ιστορία που ξεκινά σ’ ένα πάρκο της Αθήνας, μπροστά σε μια μικρή λίμνη, ξεχασμένη από τους επισκέπτες περιπατητές, για να μας μεταφέρει κατόπιν στη λίμνη του βορρά, τη Μικρή Πρέσπα. Μια ιστορία που μέσα της εγκιβωτίζει άλλες ενσωματώνοντας τη δική τους αφήγηση σε άμεση σχέση με την εξέλιξη της πλοκής – εύστοχα καθυστερεί ο συσχετισμός τους για να γίνει η αποκάλυψη της εσωτερικής τους σχέσης στο τέλος του βιβλίου. Μια αφηγηματική τεχνική που σπάνια συναντάμε σε τέτοια έκταση και τόσο καλά δουλεμένη, ώστε να ανοίγει καλειδοσκοπικά το τοπίο για να φανούν οι άλλες εκδοχές του. Ταυτόχρονα μια ιστορία που μεταπηδά αβίαστα από τον έναν αφηγητή στον άλλο χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην ανθρώπινη ή όχι φύση τους, στην παραμυθιακή ή αντιθέτως στη ρεαλιστική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ήρωες καθώς αφηγούνται. Με τον τρόπο αυτό ο Πολ (ο χρεοκοπημένος μέσα στην πρόσφατη οικονομική κρίση και εν απογνώσει ήρωας) μπερδεύει την ιστορία του με την αφήγηση μιας νεροχελώνας, ενός βατράχου και άλλων πλασματικών ηρώων, που αποκτούν φωνή και συνείδηση ανθρώπινη όχι μόνο για να γίνουν κατανοητοί αλλά για να δεθούν καθοριστικά με τη λύση του δράματος και πιθανόν την κάθαρση του αναγνώστη. Όπως σε όλες τις ιστορίες που λειτουργούν σε μια παραμυθιακή κατεύθυνση, έτσι κι εδώ οι μεταμορφώσεις δεν ξαφνιάζουν· ίσα ίσα προοικονομούν το τέλος της ιστορίας. Διάσπαρτα στοιχεία στο βιβλίο, τοποθετημένα σε καίριες στροφές της αφήγησης, προϊδεάζουν για το τι πραγματικά συμβαίνει σ’ αυτό το πολυδιάστατο μυθιστόρημα, αφήνοντας ωστόσο για το τέλος την απρόσμενη «έξοδο». 



Θα ήταν μια εύκολη εκτίμηση να πούμε πως η ιστορία του Βάτραχου απαιτεί μόνο μια εύστοχη αποκωδικοποίηση των συμβολισμών της. Άλλωστε η κάθε μυθοπλαστική ιστορία, όπως και αυτή εδώ, εμπεριέχει τους συμβολισμούς της και ευελπιστεί στην ανακάλυψη των σημαινομένων της. Νομίζω, όμως, πως μεγαλύτερη αξία έχει αυτή η πρώτη γραφή του Πάνου Γιαλίτση, αν τη δούμε κάτω από το πρίσμα της έξοχης τεχνικής της, της άποψης που προτείνει για τη συγγραφή, καθώς ποτέ μια ιστορία δεν είναι αυτάρκης και ασύνδετη από τις πολλαπλές εκδοχές που γύρω από αυτήν αναπτύσσονται. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τη διαδοχική εμφάνιση των άλλων αφηγήσεων που αποσκοπούν όχι μόνο να στηρίξουν την κεντρική ιστορία του Πολ αλλά και να λειτουργήσουν ως νέα σημαίνοντα που απαιτούν τη δική τους αποκωδικοποίηση. Έτσι η ιστορία του Βάτραχου ξεκινά με τη μορφή αφήγησης του Πολ για να μεταπηδήσει στο άλλο επίπεδο με την αφήγηση του Φάνη, που μέσα της εγκιβωτίζονται όλες οι υπόλοιπες ως την τελική αποκάλυψη των μεταμορφώσεων. Τότε, όλα τα στοιχεία μπαίνουν στη θέση τους, τα πρόσωπα αποκτούν την ταυτότητά τους, το αίνιγμα λύνεται. Πέρα, επομένως, από τις πρώτες ερμηνείες για την αλήθεια και τη διαχρονικότητα των αισθημάτων, για την καθοριστική επιρροή που ασκούν οι άλλοι πάνω μας, για τη διάψευση των βεβαιοτήτων, για τη λειτουργική ένταξη των όντων στον φυσικό τους χώρο, για την απατηλή υπερφίαλη και αλαζονική εικόνα του εαυτού μας –όλα συμβολισμοί που εντοπίζονται στην ιστορία–  αξίζει  να δει κανείς σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Γιαλίτση την αξία που αποκτά η γραφή, έτσι όπως αναπηδά ως μνήμη αποθηκευμένη ή ως αυτόνομη μνημονική δημιουργία και ανταποκρίνεται σ’ αυτό που εξ αρχής ο συγγραφέας λέει: Η μνήμη δεν χρειάζεται για τίποτα άλλο. Μόνο να μπορέσεις κάποια στιγμή στη ζωή σου να πεις μία ιστορία! Αυτή η θελκτική προοπτική κινητοποιεί κάθε γραφή από αρχής της λογοτεχνίας.

Εδώ δύο αποσπάσματα:

Ο έρωτας δεν είναι σαν την αγάπη, ήρεμος και πολιτισμένος. Ο έρωτας είναι άγριος, πρωτόγονος και διεκδικητικός. Παλεύει να αρπάξει τον εγωισμό του άλλου και να τον τιθασεύσει. Και όσο γίνεσαι γητευτής του εγωισμού του, τόσο ο δικός σου εγωισμός τρέφεται και μεγαλώνει. Συχνά με ολέθριες συνέπειες. (σελ. 320)

Στόχος τους ήταν να καταφέρουν να μιλούν «την ίδια γλώσσα», κάτι αρκετά πολύπλοκο και δύσκολο ακόμα και ανάμεσα σε άτομα του ίδιου είδους, πόσο μάλλον διαφορετικού όπως ήταν οι δυο τους. Είχαν αυτοματοποιήσει και κινήσεις, ώστε στα δύσκολα να πηδάει αμέσως πάνω της κι εκείνη να φεύγει με απίστευτη ταχύτητα. Κάποιες φορές που ο Βάτραχος κινδύνευσε, η Αλκυόνη αστραπιαία άπλωνε τη φτερούγα της μπροστά του κι εκείνος με ένα γρήγορο άλμα ανέβαινε στη ράχη της και απομακρύνονταν από τον κίνδυνο. Είχε πάντα το βλέμμα της πάνω του. (σελ. 374)



Διώνη Δημητριάδου


Κάθαρση Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου μαζί με το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου «Θέατρο - 1961»




Κάθαρση 



Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου


μαζί με το έργο του Νίκου Εγγονόπουλου «Θέατρο - 1961»







Σε ανώφελες παραστάσεις

μην ξοδεύεις τον καιρό σου

γρήγορα η πλατεία θα αδειάσει

και μόνος θε να μείνεις

κι ούτ' ένα χειροκρότημα

τη βουή της μοναξιάς  σου να ταράξει



Γι’ αυτό φρόντισε λοιπόν

επιλεκτικά

τις παραστάσεις σου να δίνεις

δεν έχουν σημασία τα γεμάτα καθίσματα

μα οι ψυχές

να γεμίζουν από του έργου την εξέλιξη



Στα μάτια του θεατή θα βρεις

την εκλεκτή συγκίνηση μονάχα

καθώς ορθός θα σε χειροκροτάει

δίχως ανταλλάγματα



Κι αν δεν τα κατάφερες

το σκηνικό σου περίτεχνο να είναι

 από ονόματα τρανταχτά υπογραμμένο

και τα κοστούμια των ηθοποιών ραμμένα

από επώνυμο οίκο,

η κάθαρση να βασανίζει το μυαλό σου



αυτή ωφελεί μονάχα

σε δύσκολους καιρούς

Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου





Η Πόλα Βακιρλή-Γιαννακοπούλου κατάγεται από την Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε φιλολογία στο ΕΚΠΑ και εργάσθηκε στη Β/θμια Εκ/ση ως καθηγήτρια φιλόλογος. Ασχολείται με την ποίηση και   με τη συγγραφή άρθρων και δοκιμίων, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές:  Φως στην άκρη της καταχνιάς, εκδόσεις Bookstars 2014, Μικρό αλώνι, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2015, Με χρώματα κι αρώματα, εκδόσεις Βεργίνα 2016 και Στη συνοικία το Χάος, εκδόσεις Βεργίνα 2018. Ποιήματά της έχουν αποσπάσει βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους ποιητικούς αγώνες και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.


Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Στην Καθημερινή της Κυριακής (26 -1- 2020) συνέντευξη στη στήλη 500 λέξεις

Στην Καθημερινή της Κυριακής 
(26 -1- 2020)
συνέντευξη στη στήλη 500 λέξεις


Και στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας: https://www.kathimerini.gr/1061789/article/proswpa/proskhnio/500-le3eis-me-th-diwnh-dhmhtriadoy

Ως άλλος Τάλως του Γιώργου Ρούσκα Παρουσίαση (25-1-2020) στο Polis (φωτογραφίες)

Ως άλλος Τάλως
του Γιώργου Ρούσκα
Παρουσίαση (25-1-2020) στο Polis 
(φωτογραφίες και video)













































Γιώργος Δουατζής Απάνθισμα (1976-2018) επιλογή: Γιώργος Ρούσκας εκδόσεις Στίξις η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr


Γιώργος Δουατζής

Απάνθισμα

(1976-2018)

επιλογή: Γιώργος Ρούσκας

εκδόσεις Στίξις
η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr
https://www.vakxikon.gr/douatzis-kritikh/






Ο ποιητής (και για την περίσταση ανθολόγος) Γιώργος Ρούσκας στον πρόλογο του  βιβλίου, εξηγώντας το δύσκολο έργο της ανθολόγησης από το ποιητικό έργο του Γιώργου Δουατζή (42 χρόνια ενασχόλησης με την ποίηση), παρομοιάζει το απάνθισμα με μια προσεκτική συλλογή ώριμων μήλων, που το καθένα σε προκαλεί να το κόψεις και να το γευτείς ή να το προσφέρεις. Η διάθεσή σου, η συναισθηματική σου κατάσταση αλλά και πολλοί άλλοι αστάθμητοι παράγοντες επηρεάζουν την επιλογή σου – κάθε φορά η ομορφιά σε προκαλεί με διαφορετικό τρόπο, ωστόσο πρέπει να γεμίσεις το καλάθι σου μόνο με κάποια από αυτά. Έτσι, κορφολογεί από εννέα ποιητικές συλλογές τους στίχους που μπορούν να πουν, αποκομμένοι από το υπόλοιπο ποίημα,  κάτι ολοκληρωμένο από μόνοι τους· να μπορείς να γευτείς από το ελάχιστο δικό τους δείγμα όλο το ποιητικό σώμα.

Προσπάθησα να επιτύχω κάθε επιλογή, φέρουσα στο ακέραιο την προσωπική μου ευθύνη, να μπορεί να στέκεται αυτόνομα, χωρίς τη βοήθεια των στίχων που είχαν προηγηθεί ή ακολουθούσαν στο ποίημα. Κάθε  πολύτιμο ορυκτό που ανέσυρα από το ποιητικό είναι του Γιώργου Δουατζή, να έχει να πει από μόνο του κάτι ολοκληρωμένο. Να επιτελεί, εν ολίγοις, αυτό που κάνει ένα λευτερωμένο από δεσμεύσεις στίχων, αριθμών και συλλαβών χαϊκού: να ενεργοποιεί την Ποίηση, εντός του αναγνώστη.

Διαβάζοντας το απάνθισμα της ποίησης του Γιώργου Δουατζή νιώθεις να έχεις μπροστά σου μια ποιητική πορεία γεμάτη από προσκλήσεις αναγνωστικές (πάντοτε πιθυμητή συνθήκη η συμμετοχή του αναγνώστη), αλλά και πλήρη από προκλήσεις για τη σκέψη – έτσι όπως μόνον η καλή ποίηση μπορεί να καυχηθεί πως το κατορθώνει. Ο αναγνώστης εισχωρεί και επιλέγει (όχι κατ’ ανάγκη ακολουθώντας τη σειρά του ανθολόγου) ποιος στίχος θα κρούσει τον εσώτερο κόσμο του, με ποια σκέψη του ποιητή θα περιπλανηθεί στα δικά του μονοπάτια. Γιατί είναι αλήθεια πως διαβάζοντας ποίηση, στην ουσία τον εαυτό σου ερευνάς και αποκαλύπτεις. Ο ανθολόγος, ωστόσο, ακολουθεί την αντίστροφη χρονολογική σειρά παρουσιάζοντας πρώτες τις πιο πρόσφατες συλλογές του ποιητή καταλήγοντας στο μακρινό 1976 για να συναντηθεί με τα πρώτα ποιήματα που είδαν το φως της έκδοσης και σηματοδότησαν την αρχή μιας μακράς, έξοχης διαδρομής. Αν ο αναγνώστης ξεκινήσει από το τέλος του βιβλίου, θα εκτιμήσει τον τρόπο που η ίδια η ζωή έσκαψε τη δική της πορεία μέσα στην ποίηση, κατά την αναπόφευκτη λειτουργία του συγγραφικού έργου να αποτυπώνει κάθε φορά τα βιώματα του δημιουργού, να τα διαμορφώνει και να τα διαφοροποιεί αναλόγως, να τα επιστρέφει πιο πλούσια πλέον με αποξεχασμένη τη θνητή τους αφορμή· μαγική η διαδρομή της λογοτεχνίας έτσι κι αλλιώς.

Έτσι, μόνος
τραβάω την καμπύλη μου
με αλήθεια την ελπίδα του αύριο (Γραφτά,1976)

Να ήξερες με πόσο
λίγη αγάπη
θα άλλαζε ο κόσμος… (Πατρίδα των καιρών, 2010)

Γέμισε, βλέπεις, η γη σωτήρες, αυταπάτες, και χάθηκαν
οι κρυψώνες μας (Τα κάτοπτρα, 2017)


Παρατηρεί, όμως, και την επιστροφή του ποιητή σε οικεία μοτίβα που μοιάζει να μην έχουν εξαντληθεί μέσα στα χρόνια, όσο κι αν έχουν μεταποιήσει βιωματικά το φορτίο τους αναπόφευκτα σε πιο βαρύ. Ο χαμηλόφωνος τόνος,  κοινός κι αυτός παντού ως σταθερή επιλογή, αφήνει το νόημα να ηχήσει σθεναρά  και να μη χαθεί μέσα από ανούσιες μεγαλόστομες κραυγές. Η γεύση της απώλειας, το παντοδύναμο ερωτικό στοιχείο διάχυτο στους στίχους του, η βίωση των χρονικών διαστημάτων που γράφουν πάνω του, η ευαισθησία για τα κοινωνικά προβλήματα, η πολιτική σκέψη με διακριτή ενάργεια και ευστοχία, η συνομιλία με το ποίημα ως ίσο προς ίσο – ο ποιητής και το έργο του σε μια διαρκή μέθεξη.


Όσες φορές και να πενθήσεις την απώλεια
πάντα θα είναι η πρώτη σου φορά (Πατρίδα των καιρών, 2010)

αλίμονο σε κείνους που δεν γεύτηκαν ούτε τον μικρότερο στίχο
αγνοώντας ότι η Ποίηση χωράει όλες τις πληγές (Το κόκκινο κασκόλ, 2016)

Μα πώς κατάφερες να κοιμηθείς με τις εικόνες των
παιδιών που πέθαναν διψώντας; (Χρόνου σκιά, 2018)

Ο Γιώργος Ρούσκας επέλεξε (απάνθισε) στίχους του Γιώργου Δουατζή από διακόσια εξήντα τέσσερα ποιήματα των ποιητικών συλλογών Τα κάτοπτρα, Το κόκκινο κασκόλ, Σχεδίες, Σπονδές, Τα κόκκινα παπούτσια, Προς δέκα επιστολή-Τα ανεπίδοτα, Γραφτά και των ποιητικών συνθέσεων Χρόνου Σκιά και Πατρίδα των καιρών. Συμπληρώνει την έκδοση με μια πλήρη εργογραφία του Γιώργου Δουατζή. Ένα αξιόλογο έργο που τιμά και τον ανθολογούμενο ποιητή αλλά και τον ανθολόγο. Αξίζει μια μνεία για την αισθητική της έκδοσης. Λιτή και προσεγμένη (με τη ζωγραφιά του Μιχάλη Αμάραντου στο εξώφυλλο), δείχνει τον σεβασμό στον αναγνώστη αλλά και στο ποιητικό έργο, που αγαπά την ουσία μέσα στην απλότητα.


Διώνη Δημητριάδου