Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023

Λι Μπάι Ποιήματα Απόδοση – Επίμετρο: Γιώργος Βέης εκδόσεις Σμίλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Λι Μπάι

Ποιήματα

Απόδοση – Επίμετρο: Γιώργος Βέης

 εκδόσεις Σμίλη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ο ποιητής των παραμυθιών • Fractal (fractalart.gr)


 


Ο ποιητής των παραμυθιών

 

«Τι κάθεσαι και κάνεις, ζώντας ολομόναχος στο βουνό;»

με ρωτούν κι εγώ χαμογελώ, είναι ήσυχη η καρδιά μου.

Σαν πέσουν οι ανθοί και περάσει το φουσκωμένο το νερό

ο κόσμος μου πια ολάκερος δεν είναι των ανθρώπων.

(«Βουνίσιος διάλογος»)

 

Σε μια εξαιρετικής καλαισθησίας έκδοση από τη Σμίλη, έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε την ποίηση του Λι Μπάι (αλλιώς Λι Πο ή Τάι Λι Πο), ενός από τους σημαντικότερους Κινέζους ποιητές, στην απόδοση του επίσης ποιητή Γιώργου Βέη. Έτσι κι αλλιώς η μετάφραση/απόδοση της ποίησης απαιτεί μια «ποιητική» ανάγνωση, την ευαισθησία με την οποία ο μεταφραστής-ποιητής θα προσεγγίσει το αρχικό κείμενο και θα κατορθώσει, στην άλλη γλώσσα πλέον, να  διασώσει την «ανάσα» του πρωτότυπου. Ακόμη πιο απαιτητική η εργασία αυτή, όταν η αρχική γλώσσα διακρίνεται για την ιδιομορφία της, τον πλούτο των διαφορετικών εκδοχών ερμηνείας που εγκιβωτίζει στα (ιδεο)γράμματά της (συχνά αποδίδουν ένα ολόκληρο σκηνικό και όχι μόνο μία λέξη/έννοια), στοιχεία φυσικά που υπογραμμίζουν και την ξεχωριστή αξία των κειμένων της. Ο Βέης, αντιμετωπίζοντας με σοβαρότητα το εγχείρημα της μετάφρασης/απόδοσης, όντας γνώστης της κουλτούρας της Άπω Ανατολής, χρησιμοποίησε ποικίλα μεταφράσματα από την αγγλική απόδοση του έργου του Λι Μπάι, κατορθώνοντας μαζί με τις πολύτιμες συμβουλές φίλου Κινέζου ποιητή, να μην προδώσει τη σπουδαία αυτή ποίηση, διατηρώντας στην ελληνική γλώσσα (πλούσια και περιεκτική) τις ζωντανές εικόνες των ποιημάτων και την ενάργεια της σκέψης του Κινέζου ποιητή. Έτσι η μετάφραση συνιστά μια σπουδαία ποίηση επίσης.  



Στα 46 ποιήματα (από τα περίπου χίλια της ποιητικής προσφοράς του Λι Μπάι) που διαβάζουμε στη συλλογή, κυρίαρχες οι εικόνες της φύσης, έτσι όπως εισβάλλουν στους στίχους γεμάτες από λυρισμό, από συναισθηματική συμμετοχή του ποιητή, με τις στοχαστικές προεκτάσεις τους να αγγίζουν τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, τον έρωτα, την απώλεια, τον φόβο του θανάτου – μια μείξη εξαιρετική της ζωής με ό,τι την ξεπερνά, μια υπόμνηση πως όλα τελικά ένα είναι, κοινή η ουσία τους. Η ποίηση αυτή άσκησε και ασκεί τεράστια επιρροή στην ποιητική δημιουργία όχι μόνο  στη χώρα του δημιουργού της αλλά και στη Δύση. Ίσως αυτή η αίσθηση πως βρίσκεται πολύ κοντά στον πάσχοντα άνθρωπο, ανοίγοντας χαραμάδες ελπίδας  μέσα από τη σοφία της φύσης, που γνωρίζει πώς να επουλώνει τα τραύματά της, να κάνει αυτή την ποίηση διαχρονικά σημαντική. Κι ας έχει γραφεί πριν από περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια·  ο Λι Μπάι έζησε από το 701 - 762 μ. Χ. Αν ο σύγχρονος άνθρωπος χρειάζεται ένα στήριγμα, μια εμψύχωση, σε δύσκολους καιρούς, η ποίηση αυτή που εμπεριέχει μια αισιόδοξη νότα, μια ελπίδα για ζωή, μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρη.

 

Δύο παραδείγματα εδώ:

 

Τι φεγγάρι! Το πλένουν τα πράσινα νερά.

Τι φως, αλήθεια! Οι ερωδιοί ξαφνιάζονται

νομίζουν ότι ξημέρωσε

για μια στιγμή κάνουν να πετάξουν.

Μια γυναίκα μαζεύει κάστανα του νερού

ο άντρας την ακούει

μετά κι οι δυο τους τραγουδούν

γυρνώντας σπίτι μέσα στη νύχτα.

(«Τραγούδι του φθινοπώρου πάλι στα πράσινα νερά»)

 

Θα πρέπει πολλές κανάτες να πιούμε

πώς αλλιώς τις πίκρες μας να διώξουμε μια και καλή;

Τέτοιες νύχτες, οι εξομολογήσεις ποτάμι που ξεχύνεται.

Σελήνη μου λευκή, μην αφήσεις τον ύπνο να φανεί.

Μεθυσμένοι θα γείρουμε στις σπηλιές του βουνού

στρώμα και προσκέφαλό μας ας είναι ο ουρανός και η γη.

(«Ως τα ξημερώματα»)

 

Καταφυγή στη φύση, πάντα το φεγγάρι σύντροφος του ποιητή, αλλά και η μέθη, ένα ακόμη δικό του «καταφύγιο», δημιουργούν τα μοτίβα της ποίησής του. Στο κατατοπιστικό του Επίμετρο, για τη ζωή και τον ποιητικό τρόπο του Λι Μπάι, γράφει ο  μεταφραστής:

 

Ως απόλυτος νομάς, ως μοναχός των δασών και των λιμνών, άγγιξε την ωραιότητα της Φύσης, αλλά και τον σκοτεινό πυρήνα της. κατά τ’ άλλα, ο υπόλοιπος κόσμος, αυτός των θνητών, που τον αφήνει συνειδητά πίσω του, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ντουκχά, δηλαδή πόνος, σύμφωνα πάντα με την περιώνυμη αρχή του βουδισμού περί της ατελείας, η οποία δεν παύει ποτέ να κατατρύχει καταστατικά τα ορατά. (σσ. 59-60).

 

Στο εξώφυλλο το έργο του Γκάο Κιπέι (1660-1734) Μπαμπού, άνθη δαμασκηνιάς και σελήνη, 1713, μελάνι και χρώμα σε χαρτί. Την αισθητική της έκδοσης συμπληρώνει το επεξεργασμένο φόντο στις σελίδες των ποιημάτων: Ο Λι Μπάι θαυμάζοντας τον καταρράκτη. Έργο του Ιάπωνα ζωγράφου Σοάμι (περ. 1500-1525), μελάνι σε χαρτί, Asian Art Museum του Σαν Φρανσίσκο.


Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Άπνοια Διηγήματα Νίκος Κουρμουλής Εκδόσεις Κείμενα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Άπνοια

Διηγήματα

Νίκος Κουρμουλής

Εκδόσεις Κείμενα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 Νίκος Κουρμουλής: «Άπνοια» (diastixo.gr)

 


Οκτώ διηγήματα σε μια συνέχεια θεματική, σαν μέρη ενός σπονδυλωτού μυθιστορήματος, με την κοινή τους αναφορά να βρίσκεται στην επινοημένη πολιτεία «Κλεψύδρα», με τους χαρακτήρες των ηρώων τους να συνταιριάζουν μεταξύ τους στην απουσία της ζωής, την έλλειψη της αληθινής ανάσας, την άπνοια που διακατέχει τόσο τα πρόσωπα όσο και τον χώρο που τους περικλείει ασφυκτικά. Οκτώ ιστορίες για μια ζωή, που ζωή δεν είναι. Σαν όλα όσα γνωρίζουμε, συμβατικά, συμφωνημένα και στερεοτυπικά καθιερωμένα, να έχουν εκποιηθεί, παραχωρώντας τη θέση τους σε ένα νέο τοπίο, με νέους κανόνες, όχι όμως και με νέες προοπτικές· η «Κλεψύδρα» που επινόησε ο Νίκος Κουρμουλής δεν θα μπορούσε απλώς να είναι η εξέλιξη της τωρινής ζωής, δεν αποτελεί μόνον ίσως το δυστοπικό μέλλον του σημερινού κόσμου, αν και φέρει μέσα της πολλά στοιχεία αυθεντικής δυστοπίας, όπως τη γνωρίσαμε σε ποικίλες εκδοχές της λογοτεχνικής γραφής. Περισσότερο δίνει την αίσθηση μιας άλλης οπτικής σε ό,τι σήμερα ζούμε, αν υποθετικά αποκτήσουμε την ικανότητα να περάσουμε στην αντίπερα όχθη και να αποτιμήσουμε τα πράγματα, αποβάλλοντας από πάνω μας ό,τι μας έχει επιβληθεί ως ετεροπροσδιοριζόμενη βούληση ή ως συνήθεια. Και εδώ ακριβώς, πιστεύω πως κρύβεται η αξία της πρώτης αυτής μυθοπλαστικής κατάθεσης του Νίκου Κουρμουλή, που είναι γνωστός από τη δραστηριότητά του ως πολιτιστικός συντάκτης.

Τι είναι αυτό που βαραίνει ανελέητα πάνω στο σώμα και την ψυχή των ανθρώπων της «Κλεψύδρας»; Ένα παρελθόν, που για τους περισσότερους συνιστά την απομυθοποίηση της οικογενειακής εστίας, του ασφαλούς καταφυγίου, αποκαλύπτοντας τις δεσμεύσεις, τον ετεροκαθορισμό, το «καλούπι» που μέσα του εκόντες άκοντες χύθηκαν και ή μορφοποιήθηκαν σε αποδεκτό σχήμα, εντασσόμενοι ομαλά στο ήδη διαμορφωμένο σκηνικό, ή διαφοροποιήθηκαν, προκαλώντας τη χλεύη και την απόρριψη. Ταυτόχρονα, τραγικά αδιέξοδα, αποτυχημένες απόπειρες να χτίσουν μια αυτόνομη προσωπικότητα, εγκλωβισμένοι σε ψεύτικα σχήματα επιτυχίας ή άλλοι στο περιθώριο, αποσυνάγωγοι. Σε κάθε περίπτωση, όλοι βιώνουν την απουσία της ζωής, την ανεπάρκεια του ονείρου, την ήττα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Από αυτό το τέλμα θα βγουν, όταν ένα αιφνίδιο γεγονός θα ανατρέψει είτε την ψευδαίσθηση της επιτυχίας ή τη μυρωδιά της σήψης, την αίσθηση της ήττας, τη βίωση του κενού.  Τότε, αντιμέτωποι, ίσως για πρώτη φορά, με την αλήθεια που ήταν εν υπνώσει μέσα τους, θα αποπειραθούν, αναπλάθοντας το παρελθόν τους και την εικόνα της ζωής μέχρι τότε, να κατανοήσουν και να βιώσουν (όσοι το καταφέρουν) μια τριπλή πραγματικότητα: ποιοι είναι, τι είναι ο κόσμος που τους περιβάλλει και, κυρίως, ποια είναι η θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο.  Οι ήρωες του Κουρμουλή, κάτοικοι της παράξενης σε πρώτη εκτίμηση (τραγικά ωστόσο οικείας σε προσεκτική προσέγγιση) «Κλεψύδρας», θα νιώσουν πάνω στην ψυχή τους το νόημα του χώρου που κατοικούν. Ο χρόνος αδιάλειπτα τρέχει, το πάνω μέρος της κλεψύδρας του αδειάζει. Κάτι πρέπει να γίνει. Ανατρέπεται, άραγε η αρχαία αυτή μηχανή μέτρησης του χρόνου; Και με ποιο τίμημα;

Οι επτά από τις οκτώ ιστορίες του βιβλίου εστιάζουν στην προσωπική κάθε φορά περίπτωση του ήρωα, στο ξύπνημά του, στην αναμέτρησή του με τον εαυτό του και τα γεγονότα που αιφνίδια εισβάλλουν στη ζωή του. Εκτιμήσεις για την ως τώρα ζωή τους ανατρέπονται, κόσμοι εσωτερικοί κατεδαφίζονται, αχνές ελπίδες διακρίνονται. Η διαφορά έρχεται στην τελευταία ιστορία με τον τίτλο «Μάνατζερ/Πλημμύρα», που (όπως και οι υπόλοιπες) φέρει στο τίτλο της την ιδιότητα του ήρωά της (εδώ της Κλάρας) αλλά και την κατάσταση που καλείται να βιώσει. Αν στις άλλες ιστορίες επιμέρους γεγονότα πυροδοτούν μια νέα κατάσταση για τον ήρωα, τη συνειδητοποίηση μιας αλλαγής που καλείται να επιφέρει στη ζωή του (αν έχει τη δυνατότητα κι αν οι αντοχές του το επιτρέπουν), εδώ φαίνεται η ίδια η πολιτεία της «Κλεψύδρας» να «επιλέγει» να διαλυθεί μέσα σε μια αληθινή θεομηνία που παραπέμπει στον κατακλυσμό του Νώε, συμπαρασύροντας τους κατοίκους της, που άβουλοι οδηγούνται στον χαμό τους. Η ικανότητα «επιλογής» προσδίδει στη (θεωρητικά άψυχη) πολιτεία έμψυχο χαρακτήρα, καταξιώνοντάς την ως τον κεντρικό ήρωα όλου του βιβλίου, με τους υπόλοιπους να υποτάσσονται στην ανώτερη βούλησή της. Έτσι, μοιάζει οι επτά ιστορίες που προηγήθηκαν να προετοίμαζαν, η κάθε μία με τον δικό της τρόπο, την προφητική κατάρρευση, αρχικά των προσώπων και τελικά της ίδιας, του χώρου δηλαδή που συντήρησε μέχρι τότε τη ζωή μέσα σε κατάσταση άπνοιας. 



Αξίζει ιδιαίτερη μνεία η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κουρμουλής για να αποδώσει τα πρόσωπα και τον τόπο, τον διαταραγμένο ψυχικό τους κόσμο και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τον χώρο που τους περιβάλλει όλους, τους περικλείει, τους πνίγει εν τέλει.  Γλώσσα απολύτως ρεαλιστική, σε αντίστιξη με τις συχνές υπερβάσεις σε τοπίο υπερρεαλιστικό, σκληρή σε ισορροπία με τις λεπτές συναισθηματικές διακυμάνσεις που διαφαίνονται πίσω από το κέλυφος απάθειας και παραίτησης που διακρίνει τους ήρωες. Μια γλώσσα που δεν είναι απλώς το μέσον της έκφρασης αλλά υπηρετεί τη μυθοπλασία, την κατευθύνει.

Μια πρώτη εμφάνιση στη μυθοπλασία άξια προσοχής για την πρωτοτυπία της σε θεματική και μορφή, ακόμη περισσότερο για την ίση απόσταση που κατορθώνει να κρατήσει ανάμεσα στη δυστοπία ενός όχι μακρινού μέλλοντος και στη ρεαλιστική αποτύπωση του παρόντος (απότοκο προσεκτικής και βαθιάς παρατήρησης των στοιχείων που συνιστούν το σημερινό κοινωνικό «κατασκεύασμα. Με την ευφυή επινόηση της «Κλεψύδρας» του ο συγγραφέας μοιάζει να λέει: η δυστοπία είναι εδώ, η «Άπνοια» ήδη μας πνίγει.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

"Μια δάφνη" "Ανάποδα ο άνεμος" Σωτήρης Κακίσης εκδόσεις Βακχικόν η πώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Μια δάφνη

Ανάποδα ο άνεμος

Σωτήρης Κακίσης

 εκδόσεις Βακχικόν

η πώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Με τον τρόπο του Σωτήρη Κακίση • Fractal (fractalart.gr)

 

 


Με τον τρόπο του Σωτήρη Κακίση

 

Πολυπρόσωπος, ευρύχωρος, ο κόσμος που ξετυλίγεται μέσα στην ποίηση του Σωτήρη Κακίση, με τους ιδιωτικούς χώρους να μεταποιούνται σε «κοινό τόπο», οικείο παραδόξως (καθόσον απολύτως προσωπικά τα δεδομένα τους) για τους «παρείσακτους» αναγνώστες. Ποίηση που, αν και επιφανειακά περίκλειστη σε ιδιωτικό χώρο, ως αποτύπωση μιας ζωής βιωμένης στον χρόνο, με το πρώτο πάντα πρόσωπο να κοιτάζει έναν καθρέφτη-καταστάλαγμα ζωής, μοιάζει από παντού να ανοίγει κρυφές χαραμάδες· αν τις ανακαλύψεις, νιώθεις ο χώρος πλέον να σου ανήκει – όσο μπορεί, φυσικά, να γίνει δικό σου κάτι αλλότριο, τουλάχιστον ως αρχική αφορμή. Τετραγωνισμένα σε μορφή τα ποιήματά του, στον γνώριμο τρόπο του ποιητή (θέμα ύφους ή αλλιώς μια απόπειρα να «ελεγχθεί» η ποιητική ορμή έτσι αυστηρά σχηματοποιημένη), ξεγελούν για πεζές αποτυπώσεις, μέχρι να νιώσεις τον ποιητικό τους ρυθμό να ξεχειλίζει. Η απουσία των κεφαλαίων γραμμάτων, διατυπώνει εμμέσως τη θέση πως κάθε τι στην ποίηση έχει κεφαλαιώδη σημασία· άλλωστε η επιλογή αυτή εξυπηρετεί την ομοιομορφία της στιχουργίας. Η εναλλαγή των εικόνων, οι αλλεπάλληλοι συνειρμοί της μνήμης, οι συχνά απρόσμενες αναμείξεις τόπων και προσώπων, δημιουργούν την εντύπωση μιας ενιαίας γραφής από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημα. Ένας ποιητής που ξεχωρίζει για τον ιδιαίτερο τρόπο να προσεγγίζει τον ποιητικό λόγο, αναμφισβήτητα ένας από τους λίγους στυλίστες της γραφής.



Η πρόσφατη ποιητική του συλλογή, στην πραγματικότητα στεγάζει δύο συλλογές, Μια δάφνη και Ανάποδα ο άνεμος,  με τον παλαιό (δικό του πάλι) τρόπο να έχει ένα βιβλίο δύο όψεων, ώστε η κάθε μία συλλογή να αυτονομείται, κατά κάποιον τρόπο. Ωστόσο, δεν είναι τυχαία η συστέγασή τους, καθώς μοιάζει η μία να συνεχίζει την άλλη, όπως άλλωστε συμβαίνει στην καλή ποίηση, εκεί που όλα έχουν τη θέση τους σε μια κοινή πορεία, όλα αποτελούν σημεία διακριτά στο ίδιο νήμα δημιουργίας. Κι αυτά τα ποιήματα  κινούνται στην ίδια θεματική που απασχολεί τον ποιητή και συνιστά την αρχική ιδέα όλης της γραφής του, δηλαδή τον χρόνο που γράφει μέσα του με παιδικές μνήμες, με τόπους σημαδιακούς στη ζωή του, με τους φίλους που όλο χάνονται, τον έρωτα που διαρκώς δηλώνει την παρουσία του, με σώμα υπαρκτό ή όχι, με τον θάνατο, όλο και πιο πολύ να ανοίγει το δικό του πέρασμα, να μπει στο ποίημα. Πάντα στην ποίηση του Κακίση είχε μια ιδιαίτερη θέση η σύζευξη του χρόνου με τον θάνατο, όμως εδώ πιο καθαρά διακρίνεις τη δική του παρουσία/απουσία, κάθε που μιλάει για τις δύο αυτές άφευκτες συνθήκες της ζωής ([…] κι αυτή η ηρεμία τι άλλο/ παρά το μέλλον όπως χωρίζουμε τον χρόνο είναι, μ’ εμένα να/ το ξέρω πια τέλεια, λείποντας. «The leg room», Μια δάφνη).

Δύο πίνακες του Χρήστου Κεχαγιόγλου (Love και Θάλασσά μου) στολίζουν τα δύο εξώφυλλα του βιβλίου, δένοντας απολύτως με το περιεχόμενο των δύο συλλογών.

 

Παραθέτω εδώ 2 ποιήματα.

 

Το πρώτο από το Μια δάφνη, σαν μια γνήσια φελινική εικόνα:

 

ένα  πλοίο  μεγάλο με  όλους  τους γονείς μας,  δηλαδή  ο Θεός

σαν  υπερωκεάνιο,  προς  εποχές   προηγούμενες  σαλπάροντας

στην  καρδιά μου μέσα  συνέχεια, αδιάκοπα, πάλι  και πάλι. και

μαντίλια  πολλά, πάρα  πολλά από το  κατάστρωμα, κι Αμερικές

συνέχεια σαν ακόμα περισσότερα πλοία, και μαύρη μετά σαν τον

χρόνο παντού θάλασσα, βυθός με  όλους τους πια, σαν σύμπαν.

κι εγώ στην αποβάθρα εδώ, κι εγώ πολλοί, πάρα πολλοί, κι εγώ

με μαντίλια.

 

Και αυτό, από το Ανάποδα ο άνεμος, σαν μια αποτύπωση του έσω κόσμου, να αντιπαλεύει τη μνήμη ως άχθος πια:

 

μέρες ωραίες που με φοβίζουν πια, που δεν μου λένε πια πολλά,

σχεδόν τίποτα.  στον λαβύρινθο  πια  μέσα του εαυτού μου πολύ,

πάρα  πολύ, σε  σκοτεινά κι  εδώ  συνέχεια  περάσματα, όπου το

φως  το  απέξω  ελάχιστο, σχεδόν  ανύπαρκτο.  εκεί   εγώ  όμως

πάντα  με  το  μαχαίρι  στο χέρι, στο  στόμα, στα δόντια, έτοιμος

να  σκοτώσω κι  όχι  να σκοτωθώ, με  τον χρόνο  άλλο, τελείως

άλλο, μ’ όλα τα ως τώρα αν θέλω δίπλα μου, παρόντα. κι όποια

ανάμνηση  καταπάνω μου μες  στο σκοτάδι  πλησιάσει επιθετικά,

εγώ να τη σκοτώσω, να τη ξεφορτωθώ.

 

 

Μικρά δείγματα από τη διπλή αυτή πρόσφατη ποιητική κατάθεση του Κακίση, από έναν κόσμο πλήρη από εικόνες, μνήμες, με περισσότερο εμφανή πλέον την επίγνωση πως αντέχει να αποτυπώνει ποιητικά όλο το βάρος του βιωμένου χρόνου. Μα, δεν έχει άλλο δρόμο μια γραφή που πάντα θεωρούσε την ποίηση πολύ σοβαρή υπόθεση.

 Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023

Η ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ (παρουσίαση- φωτογραφίες)


Η ΚΡΗΝΗ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ

(παρουσίαση- φωτογραφίες)



Χθες (14/6/23) στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής, παρουσιάσαμε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ομότιμου Καθηγητή της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ Γιάννη Παπακώστα: "Η κρήνη της οδύνης - Το πένθος, ο πόνος, η θλίψη ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας", (ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ).

Ομιλητές:
- Άννα Κατσιγιάννη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής και Συγκριτικής Λογοτενίας ΕΚΠΑ
- Γιώργος Βέης, Ποιητής, Πρέσβης ε. τ.
- Διώνη Δημητριάδου, Ποιήτρια, Κριτικός βιβλίου
Την εκδήλωσε συντόνισε ο Αντώνης Μακρυδημήτρης, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ

(φωτογραφίες: Δήμητρα Καραχάλιου)










Η γέφυρα των λεμονιών Κώστας Φέρρης Πέρσα Κουμούτση Εκδόσεις Ποταμός η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Η γέφυρα των λεμονιών

Κώστας Φέρρης

Πέρσα Κουμούτση

Εκδόσεις Ποταμός

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η γέφυρα των λεμονιών» των Κώστα Φέρρη και Πέρσας Κουμούτση (κριτική) – Ένα σενάριο συναντά τη μυθοπλασία (bookpress.gr)

 


 

Ένα σενάριο συναντά τη μυθοπλασία

 

«Τρυφερή όσο και ποιητική νουβέλα» χαρακτηρίζει η Πέρσα Κουμούτση το αφήγημα Η γέφυρα των λεμονιών, το οποίο είναι μια λογοτεχνική, μυθοπλαστική, μεταγραφή του αυτοβιογραφικού σεναρίου του Κώστα Φέρρη, που ποτέ δεν πήρε τη μορφή κινηματογραφικής ταινίας (όπως ήταν η αρχική επιθυμία του σκηνοθέτη), ωστόσο ευτύχησε να πάρει μια έξοχη χάρτινη εκδοχή με την πένα της. Στο αφήγημα αυτό συνυπάρχουν και οι δύο: ο Φέρρης, ως αυθεντικό υλικό αρχικά αλλά και ως μνήμη, ως έντονη αίσθηση νοσταλγίας για την πρώτη του πατρίδα, την αγαπημένη, και η Κουμούτση, ως εύστοχη μεταποίηση του σεναρίου σε μυθιστόρημα (σ’ αυτό το είδος περισσότερο ανήκει, ως χρονικό εύρος διαμόρφωσης της πλοκής, από το 1935 μέχρι το 1957, αλλά και ως «χτίσιμο» των χαρακτήρων, τόσο του κεντρικού ήρωα όσο και των δευτερευόντων που τον πλαισιώνουν) διατηρώντας ανόθευτο το ύφος, τη γλώσσα, την ατμόσφαιρα της Αιγύπτου. Καθόλου τυχαίο αυτό το τελευταίο, καθώς και η ίδια είναι Αιγυπτιώτισσα, με τις εικόνες της πατρίδας ζωντανές και στο δικό της έργο, με κοινές ή παρεμφερείς μνήμες, μια που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές· ωστόσο λειτουργούν, ακόμη κι έτσι, οι παραστάσεις των παλαιοτέρων διαμορφώνοντας εικόνες και αναφορές που συνιστούν την πολύτιμη συλλογική μνήμη.

Η «Γέφυρα των Λεμονιών» («Κούμπρι ελ Λεμούν» στ’ αραβικά) είναι η σιδερένια γέφυρα που περνάει πάνω από τον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό του Καΐ̱ρου αποτελώντας στην ουσία ένα σύνορο «ταξικό» οριοθετώντας το αστικό κέντρο της πόλης και τη φτωχογειτονιά της Σούμπρα. Σ’ αυτή τη γειτονιά, τη γεμάτη λασπόδρομους, που θεωρείται άνοδος κοινωνική να μετακομίσεις ανεβαίνοντας από το ισόγειο μέχρι τον δεύτερο όροφο, γεννιέται ο Τάκης της ιστορίας, που συνοψίζει τα όνειρά του, καθώς καθημερινά διασχίζει τη «Γέφυρα των Λεμονιών», σε τρεις επιθυμίες: να πάει στην Ελλάδα, να μάθει τον έρωτα και να μπορέσει κάποτε να φτιάξει τις δικές του μαγικές εικόνες στην οθόνη – με αυτή την αξιολογική σειρά. Από αυτή την πρώτη του, και μεγαλύτερη επιθυμία, δηλαδή να φύγει προς την Ελλάδα, ξεκινάει η ιστορία με ένα σκηνικό πραγματικά κινηματογραφικό (θαρρείς βγαλμένο από ταινία, με έντονο το «φελινικό» κλίμα) με τον Τάκη, στα είκοσι δύο του πια, να αναχωρεί από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, και να είναι εκεί για να τον αποχαιρετήσουν όλα τα πρόσωπα και όλοι οι μύθοι που συντρόφεψαν τη ζωή του και τη διαμόρφωσαν μέχρι τότε. Με αρχή, λοιπόν, αυτή την αναχώρηση, θα πάει η ιστορία προς τα πίσω σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ζωής του, για να καταλήξει πάλι στην αρχική αυτή εικόνα. Μια σημαδιακή χρονική στιγμή που εσωκλείει τη ζωή είκοσι δυο χρόνων.  



Δεν είναι μόνο η προσωπική περιπέτεια της ζωής του που ενδιαφέρει, ωστόσο εδώ. Στον δικό του μικρόκοσμο ενσωματώνεται η ευρύτερη ιστορία του τόπου του, ο κόσμος της Αιγύπτου, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 μέχρι το 1957. Άρα παρακολουθούμε τον τρόπο που τα πολιτικά γεγονότα της πολύ ταραγμένης εποχής, από τα προπολεμικά χρόνια μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας, γράφουν πάνω στη συνείδηση ενός παιδιού αρχικά, κατόπιν εφήβου και νέου άνδρα. Ο Τάκης με ελληνική την καταγωγή, τη φοίτηση στο σχολείο του, την περίφημη Αμπέτειο Σχολή, τις φιλίες με τους ντόπιους αλλά και με τους ξένους, μια πολυεθνική παρέα στο πολυπολιτισμικό Κάιρο, το ξύπνημα της ερωτικής του επιθυμίας, τη συμμετοχή του ως κομπάρσος στις ταινίες που γυρίζονταν τότε στα στούντιο του Καΐρου (τις πιο φτωχικές ελληνικές αλλά και τις υπερπαραγωγές του Χόλλυγουντ) τη σταδιακή του γνωριμία με τον κόσμο του θεάματος, θα ζήσει την αγωνία για την επερχόμενη ναζιστική επέλαση, θα γνωρίσει από κοντά την εξέγερση κατά της αγγλικής κυριαρχίας, την εξορία του βασιλιά Φαρούκ, την άνοδο στην εξουσία του Νάσερ, την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ, που σήμανε την οικονομική ανόρθωση της Αιγύπτου, την πολιτική και κοινωνική της πορεία προς τον εκσυγχρονισμό της. Ο Τάκης, όπως και οι άλλοι Έλληνες, θα πανηγυρίσει την κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή· στην πλειοψηφία του το ελληνικό στοιχείο ανήκε στα πιο φτωχά στρώματα της αιγυπτιακής κοινωνίας, οπότε κατανοούσε τι σημαίνει απαλλαγή από τον ξένο ζυγό, άλλωστε η καθημερινή συμβίωση με τον αιγυπτιακό λαό καταργούσε στη συνείδηση τα εθνικά σύνορα. Στο τέλος της ιστορίας θα τον δούμε να παίρνει τις αποφάσεις του. Έτσι, θα αφήσει πίσω του τα «φαντάσματα» και θα έρθει στην Ελλάδα για να ακολουθήσει εδώ η γνωστή πλέον σπουδαία καριέρα του στον κινηματογράφο.

Η Πέρσα Κουμούτση, συνταιριάζοντας το  αυτοβιογραφικό υλικό που της εμπιστεύθηκε  ο Κώστας Φέρρης, κατόρθωσε, χωρίς να προδώσει την αυθεντικότητά του, να αποδώσει τόσο τη ζωή στον μικρόκοσμο του ήρωα όσο και το γενικότερο πλαίσιο σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Έτσι, ένα σενάριο αυτοβιογραφικό πήρε τη μορφή της μυθοπλασίας, με ιδιαίτερη μάλιστα αφηγηματική τέχνη, που ισορροπεί ανάμεσα στη ρεαλιστική και στην ποιητική γραφή. Η αμεσότητα της φωνής, η χρήση του ενεστωτικού χρόνου, οι διάλογοι σε δίκαιο μοίρασμα με τα αφηγηματικά κομμάτια, γειτνιάζουν προς τον κινηματογραφικό τρόπο, οι αφηγηματικές εικόνες μοιάζουν με πλάνα που προορίζονται για προβολή στη μεγάλη οθόνη. Δεν αποτελεί, επομένως, αυθαίρετο σχόλιο να πούμε πως εν τέλει το σενάριο ζωής του Φέρρη βρήκε κατά κάποιο τρόπο τον δρόμο του για τον κινηματογράφο, από μια πλάγια οδό.

Στο εξώφυλλο η Αμπέτειος Σχολή με τους μαθητές της παραταγμένους μπροστά στο κτίριο – μια κοινή αναφορά για τους δημιουργούς του βιβλίου, καθώς αποτέλεσε και για τους δύο το σχολείο τους, με διαφορά βέβαια χρόνων, με τη συγκίνηση, όμως,  και αυτή να είναι κοινή. 

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

Και είναι όλοι τους εκεί, εμφανίζονται από πολλές και διαφορετικές μεριές του σκηνικού, έπειτα ανοίγουν το βήμα τους για να συσπειρωθούν με τους άλλους και να τον ακολουθήσουν στην πορεία του προς το τελωνείο. Τους κοιτάζει όλους έναν έναν, είναι ο κυρ Αλέκος, η Ρίτα, ο μικρός Σαλάχ, ο μικρός Νταβίντ, η μικρή Άιντα, ο κύριος Λιούρης, η Τατιάνα, η Ζαχαρούλα, η Ουμ Σαλάχ, ο Κυριάκος, η Θηρεσία μαζί  με το μωρό της, ο Ιορδανίδης, η Λάιλα, ο Αντρέας, ο Μίμης, ο Γιάννης, η Μαλτέζα στρατιωτίνα, ο Αντρέ Ράιντερ με την ορχήστρα του. Ακόμα και ο γερο-Ασούρ είναι εκεί μαζί με τα παιδιά της γειτονιάς. Πίσω τους στέκεται η χορωδία του Δημοτικού μαζί  με την όμορφη ξανθιά Μαριάννα, και πιο πίσω οι μαθήτριες της Αχιλλοπουλείου Σχολής, ο μουσαχαράτι του Ραμαζανιού, η Ασμαχάν, η Ουμ Καλσούμ, η Τουραντό, ο Φαρούκ, ο Χεδίβης Ισμαήλ, ο Βέρντι και ο Καβάφης. Μόνο η Νάστιενκα απουσιάζει. […] είναι τα φαντάσματα μιας ολόκληρης εποχής, τα φαντάσματα ίσως μιας μελλοντικής ταινίας. Πρόσωπα που, όσο κι αν περάσει ο χρόνος, δεν θα τ’ αλλοιώσει η μνήμη, ούτε θα τα ακυρώσει, μόνο που ο χρόνος θα προσδώσει σ’ αυτά μια διάσταση ονειρική, εξωπραγματική, θα εντείνει τη νοσταλγία και τη μαγεία που τα τυλίγει ακόμα πιο πολύ. (σσ. 200-201)

 

Μελίνα Γιάννης Σκαραγκάς εκδόσεις Κριτική η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Μελίνα

Γιάννης Σκαραγκάς

 εκδόσεις Κριτική

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Από τον μύθο στον άνθρωπο • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Από τον μύθο στον άνθρωπο

 

Δεν θέλω να πεθάνω Κυριακή. Τη φοβάμαι αυτή τη μέρα. Οι γιατροί λείπουν από το νοσοκομείο και τα εργαστήρια δεν κάνουν εξετάσεις. Οι άνθρωποι μαζεύονται γύρω από τραπέζια, τσουγκρίζουν ποτήρια και κάνουν ευχές που δεν είναι για σένα. (σ. 127).

 

Μέσα σε περίπου 140 σελίδες και σε 36 μικρά κεφάλαια, ο Γιάννη Σκαραγκάς έκλεισε μια πληθωρική γυναίκα, της έδωσε φωνή για να αφηγηθεί τη ζωή της με ειλικρίνεια, με αμεσότητα, μοιρασμένη σε στιγμές και σε πρόσωπα.  Για όποιον έχει γνωρίσει από κοντά τη Μελίνα (έτσι με το μικρό της όνομα μόνο, όπως ευτύχησε αυτή και ελάχιστα ακόμη πρόσωπα της πολιτικής σκηνής), καθώς διαβάζει μοιάζει να την ακούει. Προκλητική, αθυρόστομη, μια ζεστή ανθρώπινη παρουσία αλλά ταυτόχρονα απόμακρη, όσο απόμακρος μπορεί να είναι ένας μύθος.

Η αφήγηση διατρέχει τη ζωή της από τη μικρή ηλικία του θαυμασμού προς τον παππού, τον Μεγάλο Σπύρο, και την πρώτη επαφή με τη μαγεία της μεγάλης οθόνης, για να περάσει μετά στα πρώτα αθώα σκιρτήματα του έρωτα, όταν είχε ήδη αρχίσει να νιώθει την αίσθηση που άφηναν τα αντρικά βλέμματα πάνω της. Και μετά οι αληθινοί έρωτες, οι φίλοι, η γεύση της απώλειας, η γνωριμία με ξεχωριστά πρόσωπα, τον Σασά Γκιτρί, τον Ζαν Μαρέ, την Κολέτ, την Γκάρμπο κ.α., τα πρώτα βήματα στο θεατρικό σανίδι, μετά ο κινηματογράφος, ο Ντασσέν (ο Τζούλης της)· ο μύθος ήδη χτιζόταν με τη Μελίνα στο κέντρο του ενδιαφέροντος στον κόσμο του θεάματος. Μετά ήρθε η χούντα, η σταδιακή πολιτική συνειδητοποίηση, με τη Μελίνα να δοκιμάζει ένα άλλο πρόσωπο, μαχητικό και ασυμβίβαστο στον δύσκολο πολιτικό στίβο, αφήνοντας το ιδιαίτερο στίγμα της εκρηκτικής προσωπικότητάς της σε ό,τι δοκίμαζε, στο πλάι του Ανδρέα, έναν πολιτικό στον οποίο πίστεψε πολύ.

 

Είχε ιδιαίτερο μυαλό ο Ανδρέας. Μπορεί να έβλεπε στον λαό του κάτι διαφορετικό από αυτό που έβλεπαν οι άλλοι. Ή πάλι μπορεί και να τον έβλεπε όπως ακριβώς ήταν: ένα φωτεινό παραμύθι που στο φινάλε του δεν σώζεται κανένας. (σ. 118).

 

Ο Σκαραγκάς εύστοχα επέλεξε την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, κερδίζοντας με τον τρόπο αυτό την εκφραστική αμεσότητα στον λόγο μιας γυναίκας που ποτέ δεν μάσησε τα λόγια της. Έδωσε, έτσι, ένα πορτρέτο της Μελίνας, μια ιδιότυπη βιογραφία, επιλέγοντας τι θα πει και τι θα αφήσει, ώστε να σκιαγραφήσει το πρόσωπο πίσω από τον μύθο, χωρίς να παραλείψει την αύρα που την έλουζε, τη λάμψη που προσεκτικά η ίδια συντηρούσε. Θεωρώ πως μπόρεσε να δέσει όλο το υλικό του στη βάση μιας αλήθειας, που από ένα σημείο και μετά έρχεται να διαποτίσει την αφήγηση: όταν κάποιος βρεθεί τόσο κοντά στο επικείμενο τέλος του, έχει τον τρόπο να δώσει στα γεγονότα της ζωής του τη σωστή θέση που τους αρμόζει, να εκτιμήσει το πραγματικό τους μέγεθος. Είναι, λοιπόν, στη συγκεκριμένη μυθοπλασία (γιατί ας μην ξεχνάμε πως για κάτι τέτοιο πρόκειται, όσο αληθινά κι αν είναι τα γεγονότα), η ασθένεια της Μελίνας που πυροδοτεί την εξομολογητική αφήγηση. Είναι η αφορμή για το ξετύλιγμα της ζωής της, για τη συγκίνηση πίσω από τις λέξεις, για τη συναισθηματική φόρτιση. Είναι το σημείο που ο μύθος απομυθοποιείται, αποκτά ανθρώπινο μέγεθος, για να απογειωθεί όμως πάλι στα μέτρα τα δικά του, φέροντας πλέον μέσα του τον πάσχοντα άνθρωπο πίσω από την αναπόφευκτη λάμψη.


 

Σιχαίνομαι αυτή τη ασθένεια. Κάνει το μυαλό  μου να  χάνεται. Κάνω σκέψεις που δεν καταλαβαίνω. Σαν να περπατάς σ’ ένα μονοπάτι που ήξερε μια ολόκληρη ζωή και στο επόμενο βήμα να ανοίγει μια καταπακτή και να πέφτεις μέσα. (σ. 91).

 

Γραμμένη με τη συγγραφική τέχνη του Γιάννη Σκαραγκά, μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ξεγελά για αληθινή φωνή. Ένα κείμενο που θα μπορούσε να έχει γραφτεί από την ίδια τη Μελίνα. Στο εξώφυλλο, μαυρόασπρη φωτογραφία του κόσμου που την περιτριγυρίζει, με το πρόσωπό της μόνο αυτό έγχρωμο να ξεχωρίζει, σαν μια επιλογή των σπουδαίων μάγων της οθόνης για να προσθέσουν σχόλιο με την εναλλαγή του ασπρόμαυρου με το έγχρωμο φιλμ. Ένα σχόλιο και η Μελίνα του Σκαραγκά, σχόλιο στη ζωή, στον μύθο, στον άνθρωπο. Έναν άνθρωπο που ένιωθε τη μοναξιά, κι ας υπήρξε πάντα το επίκεντρο της προσοχής: Γι’ αυτό λέω αυτή την ιστορία. Γιατί κανείς δεν θα καταλάβει πως, ό,τι κι αν έκανα στη ζωή μου, το έκανα εξαιτίας αυτής της μοναξιάς. (σ. 94).

Τρίτη 13 Ιουνίου 2023

Ας φύγουμε λοιπόν Αλέξανδρος Διαμαντής Νουβέλα Εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Ας φύγουμε λοιπόν

Αλέξανδρος Διαμαντής

Νουβέλα

Εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Αλέξανδρος Διαμαντής: «Ας φύγουμε λοιπόν» (diastixo.gr)

 


 

 

Σκηνοθέτης θεάτρου και ιστορικός τέχνης ο Αλέξανδρος Διαμαντής, παρουσιάζεται εδώ με το πρώτο του βιβλίο, μια νουβέλα που προσφέρει μια άποψη ζωής, μια θέα στη σύγχρονη νεαρή ηλικία, ή, έστω, σε μια μερίδα της, που αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα. Το ενδιαφέρον δεν προκύπτει τόσο από τις ενασχολήσεις των νεαρών ατόμων, ούτε από τις σκέψεις που κάνουνε, ικανές να διαμορφώσουν ένα νέο τοπίο στην κοινωνική πραγματικότητα. Ίσα ίσα, διαβάζοντας συχνά νιώθεις εντελώς απέναντι σ’ αυτή τη νοοτροπία, που είτε αδρανεί σε τελματώδη νερά είτε «εξεγείρεται» σε λάθος κατεύθυνση.

Τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη αντίδραση, δικαιολογημένη εν μέρει, με γνώμονα την καθιερωμένη αντίληψη για τον ρόλο της εκάστοτε νέας γενιάς, ως δύναμης γενεσιουργού των εξελίξεων. Αν, ωστόσο, προσγειωθούμε στις απαιτήσεις μας και εξετάσουμε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την κοινωνική (για να μην αναφερθούμε στην πολιτική) κατάσταση, θα προσεγγίσουμε ορθότερα τους δύο χαρακτήρες που μοιράζονται τον πρώτο ρόλο στη νουβέλα του Διαμαντή. Θα κατανοήσουμε το αδιέξοδο που βιώνουν, θα βρούμε αρκετές δικαιολογίες για τη στάση τους. Με κοινά σημεία αλλά και με διαφορές, ο Νίκος και ο Θεοδόσης, φοιτητές και συγκάτοικοι, μοιάζει να συνιστούν μία και μόνη λογοτεχνική «περσόνα», γεννημένη στη φαντασία του συγγραφέα ως απότοκο πολλών επιμέρους παρατηρήσεων, με προσωπικά ή όχι στοιχεία αδιάφορο· έτσι κι αλλιώς ό,τι γράφεται απηχεί με άμεσο ή έμμεσο τρόπο προσωπικά βιώματα. Ο ένας σε μια διαρκή ένταση και αναζήτηση, χωρίς να γνωρίζει τι ακριβώς τον ικανοποιεί. Ο άλλος σε πιο γερό έδαφος, όμως κι αυτός να μη βρίσκει ικανοποίηση στην περισσότερο ρεαλιστική αποδοχή της ζωής. Δίπλα τους η «άπιαστη» Δέσποινα, ένα όνειρο και για τους δύο, με μια πιο θετική όψη της ζωής η ίδια, χωρίς να τους χαρίζει όμως την ερωτική εύνοια, παρά μόνο τη φιλία της.

Γύρω τους, μια παρέα λίγο πολύ όμοιων με αυτούς που, παρά τις ιδιαιτερότητές τους, φαίνεται να συγκλίνουν σε μια κατεύθυνση: να πάρουν από τη ζωή ό,τι πιο πρόσκαιρα έντονο μπορεί να τους προσφέρει, βυθιζόμενοι σε κραιπάλες με αλκοόλ, ναρκωτικά και εφήμερο σεξ. Τι, όμως, έχει να τους δώσει ο κόσμος, μέσα στον οποίο βρέθηκαν εκόντες άκοντες, για να ελπίσουν σε κάτι καλύτερο, εκτός από μια ανώμαλη προσγείωση σε μια πραγματικότητα αμφίβολη και ασταθή, καθόλου ενθαρρυντική για το μέλλον τους;

 

Όλοι τους παρόμοιοι, ο ένας σαν τον άλλον κι όλοι σαν τον ίδιο, χαρτογραφημένοι, ταξινομημένοι και μελετημένοι. Ο καλύτερος απ’ όλους τους πιθανούς κόσμους – το όριο ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον παράδεισο. (σ. 71).

 


Μοιάζει να  τους αρκεί η προσωπική τους «δυστυχία» (βαρύς ο όρος με τόσο μικρό χρονικό εκτόπισμα λόγω ηλικίας), άρα δεν υπάρχει ανάγκη να κοιτάξουν γύρω τους και να νιώσουν μέρος ενός  συνόλου που (ίσως περισσότερο από αυτούς) αναζητά νόημα σε μια αδιέξοδη ζωή. Ας δούμε, παρ’ όλ’ αυτά, δίπλα σ’ αυτή τη σκοτεινή εικόνα, να αχνοφέγγει ένα όνειρο φυγής.

 

Ο Κόσμος στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο τρελός, η Πραγματικότητα γινόταν όλο και πιο δυσάρεστη. Αλλά αυτό του ήταν αδιάφορο. Ο Κόσμος, η Αλήθεια, η Πραγματικότητα κι όλα τ’ άλλα ηχηρά παρόμοια – τι μαλακίες, Θεέ μου! Ο Κόσμος γενικά ήταν πολύ μεγάλος και ο ίδιος ήταν πολύ μικρός και του φαινόταν άσκοπο ν’ ασχολείται με τη συλλογική μοίρα. Η ατομική δική του δυστυχία αρκούσε από μόνη της για να τον κρατά συνεχώς σε εγρήγορση. Είχε μια αρχή, είχε μια πίστη και μ’ αυτήν  πορευόταν στη ζωή του: δεν θα σταματούσε να κρατάει τις σκέψεις του για το φεγγάρι που έπλενε και τον ήλιο που στέγνωνε τον ουρανό. (σ. 41).

 

Κινηματογραφικός ο τρόπος που ο Διαμαντής παρουσιάζει την ιστορία του, με  μια ενδιαφέρουσα τεχνική αφήγησης, με πλάνα που τρέχουν το ένα μετά το άλλο χωρίς σταματημό, με χειμαρρώδη γλώσσα, χωρίς κεφάλαια, χωρίς διάκριση των προσώπων, παρά μόνο με το όνομά τους, καθώς με παράλληλη αφήγηση πηδά από το ένα στο άλλο. Έτσι, η εικόνα που σου μένει τελικά είναι μία, το πρόσωπο στην ουσία είναι ένα. Ο χρόνος της ιστορίας μόλις ένα εικοσιτετράωρο, όσο δηλαδή μας επιτρέπει μια φευγαλέα εικόνα από μια χαραμάδα, μια γρήγορη παρατήρηση της ζωής των προσώπων. Αυτό που μένει, αν προλάβουμε με οξυδερκή ματιά να κοιτάξουμε, είναι ένα σύγχρονο τοπίο που μπορεί  να μη μας αρέσει και τόσο, ωστόσο είναι εδώ, ζωντανό, υπαρκτό, και μέσα του οι φιγούρες που τρέχουν να προλάβουν τη ζωή (ναι, αυτό που καταλαβαίνουν για ζωή), να κολυμπήσουν προς τις «Ελευθερίες» τους, ακόμη κι αν μόνοι τους αντιμετωπίζουν μια άγρια θάλασσα ([…] η θάλασσα ήταν άγρια και χωρίς αρχή και τέλος, και δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο ανθρώπινο, εκτός από τα λόγια τους. σ. 121), να φύγουν λοιπόν, όπως εύστοχα δηλώνει ο τίτλος της νουβέλας, αντλημένος από τον στίχο του T. S. Eliot. Αν η συνειδητοποίηση της κατάστασης που βιώνουν ενεργοποιείται ακόμη και σε μια, όπως φαίνεται αρχικά, αδιέξοδη ζωή, μπορεί  να θεωρηθεί ικανά αισιόδοξη η ιστορία με την οποία εισχωρεί εντυπωσιακά (ή καλύτερα εισβάλλει;) στο πεδίο της πεζογραφίας ο Αλέξανδρος Διαμαντής.

 

Διώνη Δημητριάδου