Κασκόλ από κασμίρι
μυθιστόρημα
Ζέτα Κουντούρη
εκδόσεις Κέδρος
η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr
Πολλές οι εκδοχές μιας αλήθειας, που αποκαλύπτεται
σταδιακά και κάτω από διαφορετικά προσωπικά πρίσματα, καθώς προχωράει η πλοκή,
σε μια ιστορία που αγγίζει, ως αρχική πρόθεση και ως αφηγηματική δομή, τα όρια
ενός καθαρόαιμου νουάρ, ξεφεύγει ωστόσο από το είδος αυτό στα σημεία. Αφενός μια
ατμόσφαιρα σκοτεινή, όχι τόσο στην περιγραφή του περιβάλλοντος χώρου, όπως
ταιριάζει στο νουάρ, αλλά στις υποψίες που διαταράσσουν την ψυχική ισορροπία
της κεντρικής ηρωίδας. Αλλά και αυτή η ίδια η ηρωίδα της Κουντούρη, η μεσοαστή
Μιράντα, εγκλωβισμένη σε έναν αδιέξοδο γάμο με τον Ευγένιο, και σε μια
παράλληλη σχέση με τον Δημήτρη, δεν παραπέμπει στις συνήθεις γυναικείες
φιγούρες ενός νουάρ μυθιστορήματος. Από την άλλη, όμως, η διαρκής αγωνία για
την εξέλιξη, η παραβατική συμπεριφορά των άλλων ηρώων, η απειλητική ατμόσφαιρα
που δημιουργείται είτε από τη δράση της αλβανικής μαφίας είτε από τη φιλοναζιστική
ομάδα που προσεγγίζει τον ένα από τους δύο έφηβους γιους της ηρωίδας,
κατορθώνουν να κρατήσουν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, όπως ακριβώς ταιριάζει
σε ένα αστυνομικό και (γιατί όχι;) νουάρ μυθιστόρημα.
Η ιστορία που επινοεί η Κουντούρη, εκτός από τα αστυνομικής πλοκής στοιχεία, χαρακτηρίζεται και από μια ενδιαφέρουσα ανατομία των κοινωνικών συνθηκών που καθορίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις κυρίως μέσα σε ένα γάμο. Έτσι, από την αρχή γίνεται αντιληπτή η συμβατική συμβίωση των δύο προσώπων, της Μιράντας και του Ευγένιου, που οδηγήθηκαν σε ένα γάμο, αποδεκτό κοινωνικά από κάθε άποψη, χωρίς προοπτική όμως, με παράλληλες σχέσεις και για τους δύο. Πού άραγε να βρίσκονται οι εγγυήσεις για μια σωστή και υγιή συμβίωση; Συνήθως επιλέγεται ο γάμος, και συχνά από σχετικά νεαρή ηλικία, ως μόνη καθολικά αποδεκτή κοινωνική συνθήκη, χωρίς να μπορούν να εκτιμηθούν από τόσο νωρίς οι ιδιαιτερότητες και οι απαιτήσεις της συμβίωσης. Η ανατροφή των παιδιών, αν έρθουν, προσθέτει το ειδικό της βάρος στο ζευγάρι, που σπάνια δυστυχώς επιλέγει τον δύσκολο ρόλο του γονέα κατόπιν σοβαρής και ώριμης σκέψης. Ανάλογες καταστάσεις συναντάμε στην ιστορία του βιβλίου, δίνοντας αρχικά την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με ξεκάθαρο κοινωνικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, γρήγορα η αρχική εντύπωση εξασθενίζει, καθώς
θα δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα μυστηρίου με την εξαφάνιση του Ευγένιου και το
ματωμένο κασκόλ από κασμίρ που θα βρει η Μιράντα. Το γεγονός ότι το τεκμήριο
αυτό εξαφανίζεται όπως και ο κάτοχός του, εντείνει το μυστήριο αλλά και την
αμφιβολία της αν πρόκειται για πραγματικό γεγονός ή δημιούργημα της φαντασίας
της, κάτι που ολοένα γίνεται πιθανότερο, καθώς η ίδια νοσηλεύεται στην εντατική
μετά από χτύπημα στο κεφάλι. Όπως η ιστορία θα προχωρά, οι δευτερεύοντες
χαρακτήρες (τα παιδιά, οι γονείς, ο πεθερός, τα αδέλφια, ο αστυνόμος, κυρίως ο
ίδιος ο Ευγένιος για τη ζωή του οποίου πολλά θα αποκαλυφθούν με τις εμβόλιμες
στην ευθύγραμμη αφηγηματική πορεία χρονικές αναδρομές) που εύστοχα πλάθονται με
το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα (εδώ η συγγραφική τέχνη στα καλύτερά της),
θα προσφέρουν ο καθένας τη δική του οπτική στο μυστήριο, όμως και τη δική του
αλήθεια άλλοτε ξεκάθαρη και άλλοτε συσκοτισμένη περίτεχνα. Ως το τέλος και την
αναμενόμενη κάθαρση του αναγνώστη (κατά τα πρότυπα του αρχαίου δράματος) που θα
έρθει μαζί με το ξεκαθάρισμα του τοπίου και την ισορροπία στον ταραγμένο ψυχικό
κόσμο των ηρώων.
Και τώρα;
Ολομόναχη, καθώς ο χειμώνας προχωρούσε απειλητικά με τις τεράστιες νύχτες του,
στο κέντρο ενός λαβύρινθου, απ’ όπου δεν υπήρχε διέξοδος, με την ευθύνη δύο
αγοριών στην εφηβεία, να την κοιτούν στα μάτια γυρεύοντας μια απάντηση που δεν
είχε να τους δώσει.
Ο άντρας της
είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει το παραμικρό ίχνος πίσω του, εκτός από μια
μυστική ζωή που ξετυλιγόταν με αργούς ρυθμούς μπροστά στα μάτια της και την
εικόνα ενός κασμιρένιου λευκού κασκόλ με κηλίδες αίματος που μόνο η ίδια είχε
δει, ή ίσως να μην το είχε δει αλλά απλώς να το είχε φανταστεί. Η οικογένειά
του και η αστυνομία τον αναζητούσαν. Φοβόταν πως όσο περνούσε ο καιρός τόσο
μειώνονταν οι πιθανότητες να βρεθεί, νεκρός ή ζωντανός. Διάφορες τρελές σκέψεις
περνούσαν από το μυαλό της. (σ. 159).
Αξίζει μια αναφορά στον αφηγηματικό τρόπο της
Κουντούρη. Ακολουθώντας τις
κατευθυντήριες αρχές ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, που συνειδητά ρίχνει το
βάρος στην πλοκή και όχι στις λογοτεχνικές τεχνικές, θα δομήσει την ιστορία της
με απλή γλώσσα σε μικρά κεφάλαια, με το καθένα να δίνει μικρά βήματα προς την
άκρη του τούνελ ή αλλού να προσφέρει ένα ακόμη πέπλο συσκότισης, οδηγώντας έτσι
απρόσκοπτα και ομαλά την ανάγνωση από τη δέση στη λύση. Δεν φορτώνει τις
περιγραφές της με στοιχεία πέρα από τα αναγκαία, ο λόγος αβίαστα ρέει με
μοιρασμένα τα αφηγηματικά και τα διαλογικά κομμάτια χτίζοντας άριστα την πλοκή.
Ταυτόχρονα, σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια υπάρχει ο χώρος για τον κοινωνικό
σχολιασμό, ο οποίος είναι ευτυχώς έμμεσος και προκύπτει από τα γεγονότα χωρίς το
βάρος ενός ανώφελου διδακτισμού, πάνω στην ποικιλία των θεμάτων που
περιλαμβάνει αυτό το εν μέρει νουάρ και εν μέρει κοινωνικό μυθιστόρημα.
Ένα βιβλίο που, αν οι ήρωές του ήταν νεαρά άτομα, θα
χαρακτηριζόταν και από στοιχεία Bildungsroman,
δηλαδή μυθιστορήματος σταδιακής ενηλικίωσης. Εδώ, όμως, έχουμε τυπικά ώριμους
και ήδη ενήλικες και διαμορφωμένους χαρακτήρες, έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι
η Κουντούρη μέσα από τη σκοτεινή της, νουάρ,
ιστορία, δίνει ίσως το πιο ενδιαφέρον σχόλιο κοινωνικού χαρακτήρα: πότε
ωριμάζουμε πραγματικά, και πόσο βάρος προσδίδουν οι διαπροσωπικές μας σχέσεις
(αμφίβολες, αδιέξοδες, ανειλικρινείς συχνά, προβληματικές οι ίδιες αν και
φαινομενικά τέλειες) στη σταδιακή μας πορεία προς έναν ώριμο εαυτό; Το γεγονός
ότι η ιστορία της θέτει τέτοια ερωτήματα με τον μανδύα μιας αστυνομικής πλοκής,
συνιστά αφενός την έκδηλη προτίμησή της προς τα πιο σκοτεινά θέματα, και
αφετέρου μια συγγραφική τεχνική ενδιαφέρουσα: γεγονότα συνταρακτικά που
διασπούν την ομαλότητα μιας επιφανειακά ώριμης και κατασταλαγμένης ζωής,
αποτελούν τελικά το έναυσμα για μια εκ νέου διαπραγμάτευση όλων των δεδομένων
μας, για μια αναθεώρηση, όσο οδυνηρή και αν είναι. Πολυθεματικό και πολύπλευρο
το καινούργιο μυθιστόρημα της Κουντούρη, αξίζει να διαβαστεί, με όποια
αναγνωστική οπτική.
Διώνη Δημητριάδου