Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

Η ένατη ώρα του Πέτερ Χούχελ σε μετάφραση και εισαγωγή του Θεοδόση Κοντάκη εκδόσεις βακχικόν σειρά Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/i-enati-wra/


Η ένατη ώρα

του Πέτερ Χούχελ

σε μετάφραση και εισαγωγή του Θεοδόση Κοντάκη

εκδόσεις βακχικόν

σειρά Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/i-enati-wra/




Πέτερ Χούχελ – ο σημαντικός εκπρόσωπος της μεταπολεμικής γερμανικής ποίησης



Η Ένατη ώρα είναι η τελευταία ποιητική συλλογή του Πέτερ Χούχελ (1903, Βερολίνο-1981, Φράιμπουργκ). Εκδόθηκε δύο χρόνια πριν τον θάνατό του και θεωρείται το κορυφαίο έργο του. Η λογοτεχνική του παρουσία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1930. Σημαντική η παρουσία του μετά το 1945, οπότε εξέδωσε τέσσερις συλλογές ποιημάτων («Gedichte» το1948, «Chausseen» το 1963, «Die Sternenreuse» το 1967, «Gezahlte Tage» το 1972). Υπήρξε από το 1949 ως το 1962  αρχισυντάκτης του περιοδικού Sinn und Form (Έννοια και Μορφή). Το 1971 εγκατέλειψε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, κάτι αναμενόμενο μετά από τη δυσμένεια στην οποία περιήλθε λόγω της συγγραφικής του δράσης (το περιοδικό Sinn und Form διακρινόταν για τον αντιδογματισμό του). Εγκαταστάθηκε στη Δυτική Γερμανία, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Θεωρείται ένα από τους σημαντικότερους Γερμανούς ποιητές της μεταπολεμικής εποχής.

Αυτήν ακριβώς την εποχή διακρίνουμε στους Γερμανούς ποιητές την τάση να μιλήσουν για το βάρος που φέρουν μέσα τους, ως απότοκο της περασμένης δεκαετίας, βάρος μιας ενοχικής συμμετοχής που συμπεριέλαβε στη συνείδηση του μέσου ανθρώπου όλους ανεξαιρέτως τους Γερμανούς και τους χρέωσε την εκούσια ενεργητική ή την ακούσια παθητική σύμπραξη με  τα εγκλήματα του Ναζισμού. Συναντάμε, έτσι, ποιητές που προβάλλουν τα αναπάντητα εσωτερικά τους ερωτήματα σε μια ποίηση προβληματισμού. Για παράδειγμα ο Heinz  Piontek  το 1962, σε ώριμη ηλικία, γράφει για τη γενιά του και δηλώνει:

und kurzen  Prozess wird man machen

mit seinem gewöhnlichen Blut



(σύντομα θα ξεμπερδέψουμε

με το δικό τους αίμα –απόδοση: Διώνη Δημητριάδου)



Ο Χούχελ επιλέγει περισσότερο ελεγειακό στυλ γραφής και ακολουθεί τη γερμανική παράδοση που θέλει πρωταρχικά την παρατήρηση της φύσης και την άντληση από αυτήν των ποιητικών εικόνων. Η ποίησή του δημιουργεί ένα αισθητικό αντίβαρο στον απελπισμένο κόσμο, όχι προσφέροντας ελπίδα και ευοίωνη προοπτική, αλλά καθοδηγώντας τη ματιά του σύγχρονου ανθρώπου προς την εσωτερική διεργασία των μηνυμάτων του κόσμου που τον περιβάλλει, σε μια απόπειρα να δείξει ότι στο κέντρο των εξελίξεων βρίσκεται το Υποκείμενο, που μόνον παθητικό δεν επιτρέπεται να στέκει.

Γράφει στο ποίημα Psalm (Ψαλμός), 1963:

Und nicht erforscht wird werden

ein Geschlecht,

eifrig bemüht,

sich zu vernichten.



(Και ούτε θα διερευνηθεί

κείνη η γενιά

που πρόθυμα πολύ

πάει να καταστραφεί –απόδοση: Διώνη Δημητριάδου)



Η «Ένατη ώρα» είναι η πιο ώριμη ποιητική κατάθεση του Χούχελ. Σ’ αυτήν κατασταλάζουν όλες οι προηγούμενες εκδοχές της γραφής του. Στρέφεται περισσότερο στην παρατήρηση του ανθρώπου, που μοναχικά μέσα σ’ έναν κόσμο απειλούμενο με ηθική σήψη και διάλυση ιχνηλατεί την πορεία του, σε πλήρη συνειδητοποίηση της θέσης του και ίσως της αδυναμίας του να παρέμβει δραστικά. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου τυχαίος ο τίτλος, κάτω από τον οποίο στεγάζει τα τελευταία του αυτά ποιήματα. Η Ώρα η Ενάτη είναι στη θρησκευτική της εκδοχή η τελευταία ώρα του Χριστού, αυτή που σηματοδοτεί και τη στιγμή που εγκαταλείπει το φθαρτό του περίβλημα. Είναι, λοιπόν, σημειολογικά η ώρα της μεταπήδησης από τη μια κατάσταση στην άλλη, η εκπνοή μιας προθεσμίας, θα μπορούσαμε να πούμε πιο κοντά στα δικά μας τα ανθρώπινα διαστήματα, η ώρα της συνειδησιακής αποτίμησης της πορείας μας στον κόσμο. Ο Χούχελ προκειμένου να γίνει αντιληπτή αυτή η κατάσταση θα επιστρατεύσει βιβλικούς όρους, θα παραπέμψει σε θρησκευτικά κείμενα, παράλληλα με τη μνεία ιστορικών γεγονότων και τη (διαρκή στην ποίησή του) αναλογία με τον φυσικό κόσμο. Εδώ μερικά ποιητικά δείγματα:




[…]

Το Κρυμμένο

κάτω απ’ τα νύχια των βράχων,

το άνοιγμα στη νύχτα,

η αγωνία του θανάτου

σαν τσουχτερό αλάτι μες στη σάρκα.



Ας κατεβούμε

με τη γλώσσα των αγγέλων

στα σπασμένα κεραμίδια της Βαβέλ.



(Συνάντηση)





Μην ψάχνεις για πέτρες

στο νερό πάνω απ’ τη λάσπη,

η βάρκα έφυγε,

το ποτάμι

δεν είναι πια σημαδεμένο

με δίχτυα και ψαροκόφινα. Το φυτίλι του ήλιου,

το κίτρινο λουλούδι του βάλτου σβησμένο μες στη βροχή.



Μόνο η ιτιά μαρτυρά,

στις ρίζες της

είναι κρυμμένα τα μυστικά των αλητών,

οι θλιβεροί τους θησαυροί,

το σκουριασμένο αγκίστρι,

ένα μπουκάλι γεμάτο άμμο,

ένα τενεκεδάκι δίχως πάτο

για να κρατάνε μέσα

συνομιλίες ξεχασμένες από καιρό.



Στα κλωνιά

οι άδειες φωλιές απ’ τις παπαδίτσες,

παπούτσια ελαφρά σαν πουλιά.

Κανείς δεν τα περνά, μαλακά

πάνω απ’ τα πόδια των παιδιών.



 (Ανατολικό ποτάμι)





Η κάψα κεντά μες στην πέτρα

τον λόγο του προφήτη.

Ένας άντρας ανεβαίνει,

με κόπο, τον λόφο·

στο δισάκι του μέσα

η ένατη ώρα,

το καρφί και το σφυρί.

Η στεγνή στίλβη από ένα κοπάδι κατσίκια

σκίζει τον αιθέρα

και πέφτει, σα σπίθα, πίσω απ’ τον

ορίζοντα.



(Η ένατη ώρα)





[…]

Το σκοτάδι κορφολογούσε τα δέντρα,

κατέβηκε το κοφίνι με το χώμα.

Ακόμα κείτονταν νεκροί στην ξερή πεδιάδα.

Κορμούς έκοβαν οι πεζικάριοι,

το ασβεστοκάμινο κάπνιζε.

Μες στις λόχμες πήγα, έσπρωξα την άμαξα,

καταδικασμένος

την παλιά αθλιότητα να βλέπω

να φτάνει μέχρι την εκμηδένιση του νου.



(Ο αιρετικός από την Πάδουα, IV.)



Η «Ένατη ώρα» του Πέτερ Χούχελ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις βακχικόν στη σειρά Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο. Να σημειωθεί η αγάπη των συγκεκριμένων εκδόσεων για την ποίηση, ελληνική και ξένη, με πολλές νέες παρουσίες στον ελληνικό χώρο αλλά και με προσεγμένες επιλογές από την ξένη ποίηση (γνωστή στην Ελλάδα αλλά και άγνωστη στο ευρύ κοινό). Να θυμίσουμε εδώ τα Ανθολόγια ποιητών, όπως του Τουρκοκύπριου Μεχμέτ Γιασίν, του Γάλλου φιλοσόφου Μισέλ Ντεγκύ, του Αμερικανού Τζέιμς Ράιτ, τα δύο τελευταία σε πρώτη ελληνική έκδοση ανθολογημένης παρουσίασης.




Η τωρινή έκδοση της «Ένατης ώρας» του Χούχελ έρχεται να καλύψει ένα κενό στην επαφή του ελληνικού κοινού με την ποιητική κατάθεση των Γερμανών της μεταπολεμικής εποχής. Μακάρι να ακολουθήσουν και άλλοι εκπρόσωποι αυτής της πολύ σημαντικής και ενδιαφέρουσας (από πολλές απόψεις) ποιητικής γραφής.



Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

"συμπόρευση" και μια φωτογραφία από το Ellis Island National Museum of Immigration


"συμπόρευση" 


 


σε ένα συγχρωτισμό με τους νεότερους
άφευκτη η συνέχεια

(αν πορευθεί ο χρόνος στη φυσική του τη ροή)

ένα κενό στην άκρη της φωτογραφίας
μια παρουσία κάποτε

(σε  μάταιη μα θελκτική συμπόρευση)



Διώνη Δημητριάδου



(η φωτογραφία από το Ellis Island National Museum of Immigration)




Αγαπημένη μου Lyda του Αποστόλη Αρτινού εκδόσεις Κριτική η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-vivlioprotaseis-febrouario/


Αγαπημένη μου Lyda

του Αποστόλη Αρτινού

εκδόσεις Κριτική
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr https://www.vakxikon.gr/6-vivlioprotaseis-febrouario/




μοναχικές αναγνώσεις μιας εσωτερικής φωνής

«Αυτό το ίδιο αίσθημα πάλι μπροστά στις λέξεις του άλλου, λέξεις που φέρουν τη χειρονομία του, την ιδιόχειρη γραφή του, το ίχνος πάντα μιας αδυναμίας. Αυτή η εκκεντρική πλευρά της απεύθυνσης, όπου έξω απ’ τον ορίζοντά της τίποτε πλέον δεν είναι ορατό. Ένα παιχνίδι συνεπώς χαμένο, μια θέση ακυρωμένη από την ίδια τη συνθήκη της, βυθισμένη πάντα σ’ ένα αίσθημα μοναξιάς».

Η αμηχανία αρχικά απέναντι στην εκμυστήρευση του άλλου, του ξένου, η ιδιότυπη ενοχή της παρείσφρησης σε τόπο που εσύ δεν χωράς, γιατί δεν συγκαταλέγεσαι στους οικείους. Η συμμετοχή σου (βαθμιαία αυτόν τον χαρακτήρα παίρνει η ανάγνωση) στη ζωή του άλλου, μέσα από τη δική του γραφή, τη συχνά (υποθέτουμε) αναπάντητη. Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά. Να ακούσεις αυτόν τον λόγο, όπως γράφτηκε, να βρεθείς εσύ στη θέση του αποδέκτη, να δώσεις -έστω και τόσα χρόνια μετά- την απάντηση στα ερωτήματα ή τη σύμπλευση με τον πόνο του άλλου, το μοίρασμα του άχθους. Γιατί το ξέρουμε πως μια επιστολή είναι στην ουσία μια προσωπική κατάθεση προς εαυτόν, αδιάφορο αν φέρει γραμμένη πάνω της τη διεύθυνση του ιδιαίτερου αποδέκτη. Και ψυχοθεραπευτική η λειτουργία της αποδεικνύεται, όπως γνωρίζει ο κάθε μοναχικός συντάκτης.

Δύο αδελφές στη διάρκεια του μεσοπολέμου αλληλογραφούν, ή μάλλον η μία γράφει και ξαναγράφει, χωρίς να γνωρίζουμε αν η άλλη πλευρά σιωπά τις περισσότερες φορές ή απαντά σε μια χαμένη πλευρά αλληλογραφίας. Με τη λογοτεχνική, ωστόσο, υπόδειξη εμείς διαβάζουμε μόνο τη μία πλευρά, η οποία έτσι ακούγεται ακόμα πιο μοναχική και αδιέξοδη. Η Αικατερίνη (η Μπεμπούλα, όπως προτιμά να υπογράφει) και η Ροζαλίνδη (η Lyda των επιστολών). Γύρω τους ο κόσμος που βγαίνει τραυματισμένος από τον Μεγάλο Πόλεμο χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ακολουθεί και δεύτερος σύντομα. Η οικονομική κρίση, η χρεοκοπία της οικογενειακής επιχείρησης, η απόφαση της μεγάλης αδελφής να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια, η μετάθεση στην επαρχία για την Μπεμπούλα, η Κέρκυρα, γενέθλιος τόπος και απόμακρος πλέον για τη δασκάλα που θα βρεθεί σε ένα χωριό της Ηπείρου, το Τουρκοπάλουκο.  Απομόνωση, συχνά απελπισία (όποιος είχε την τύχη να γνωρίσει αυτή την πλευρά της ελληνικής επαρχίας κατανοεί), διάβασμα, γραφή και όλο και πιο απόμακρη η ελπίδα μιας αλλαγής του σκηνικού.  

«Δεύτερη βδομάδα για μένα εδώ πάνω σ’ αυτό το χωριό του διαβόλου. […] Ένα σπίτι που μπάζει από παντού, ο αέρας που φυσάει παίρνει τις κουρτίνες σαν να ’ναι ρούχα απλωμένα στο σύρμα της αυλής. […] Με τους γειτόνους δεν έχω ακόμη και πολλά πολλά, κάποιες τυπικές καλημέρες και καλησπέρες. Είναι πολύ κλειστοί άνθρωποι».

Η Αθήνα κατόπιν με τις διαφορετικές ενασχολήσεις/πάρεργα. Η Μπεμπούλα κουβαλά μέσα της το πρόβλημα της επικοινωνίας, η λιγοστή και αραιή επαφή με τους δικούς της δεν της αρκεί. «Περισσότερο παρατηρεί παρά συμμετέχει». Στα τελευταία γράμματα (το τελευταίο στις 15-2-41) είναι πιο πολύ η σιωπή που μιλά παρά τα λόγια. Σαν μια ζωή που πλέον φθίνει, που αφήνεται στη «βία των ημερών», που δεν ενδιαφέρεται να πάρει μια απάντηση στα δικά της γραμμένα. Αρκείται στη μονόπλευρη επικοινωνία.  Αυτή την αίσθηση δίνει και το απόσπασμα (Charlotte Brontë, The Professor), που  αντέγραψε η Μπεμπούλα στο τετράδιό της: […] κι ενώ ποτέ η θλίψη δεν θα τον εγκαταλείψει εντελώς, βρίσκει ωστόσο το κουράγιο που χρειάζεται να την αντέξει». Η συνειδητοποίηση της απουσίας και η συμπόρευση με τη μοναχικότητα στο εξής.


Ο Αποστόλης Αρτινός -καταργώντας τα σύνορα της ιδιωτικότητας- φέρνει στη δημοσιότητα την αλληλογραφία αυτή. Το όλο εγχείρημα το ονομάζει μυθιστόρημα κινητοποιώντας έτσι την υποψία: υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αληθινό και το επινοημένο; Ο ίδιος βέβαια αρχικά θα μας δείξει τον τρόπο που οι επιστολές ήρθαν και τον βρήκαν. Παράλληλα θα υπογραμμίσει την αυθεντικότητα του κειμένου με φωτογραφικό υλικό. Θα κάνει τις καίριες παρεμβάσεις του, όταν θέλει να σχολιάσει το περιεχόμενο των επιστολών. Να πούμε, φυσικά, ότι δεν έχει και τόση σημασία (μιλώντας για τη λογοτεχνία) η εύρεση της «ραφής» που υποδηλώνει τη διάκριση του αληθινού από το μυθοπλαστικό. Συμβαίνει στις γραφές που διαβάζουμε να ανιχνεύεται η συγγραφική εκδοχή μιας αλήθειας χωρίς να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η αναγνωστική απόλαυση. Έτσι κι εδώ. Διαβάζουμε το όλον μέσα από τη ματιά του συγγραφέα, μέσα από τη δική του αλήθεια. Και αυτό είναι αρκετό. Άλλωστε, όπως γράφει στο τέλος και ο ίδιος, αυτές τις επιστολές τις διάβασε «όπως διαβάζει κανείς ένα βιβλίο». Σωστά, λοιπόν, το ονόμασε μυθιστόρημα, ακόμα κι αν δεχθούμε πως ελάχιστη μπορεί να είναι η μυθοπλαστική «νόθευση» του πρωταρχικού υλικού. Ένα μυθιστόρημα του ανεκπλήρωτου στόχου, του ανέφικτου οράματος, του ανεπίδοτου μηνύματος. Του ενός προσώπου, του μοναχικού.



Διώνη Δημητριάδου




Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

Η Ελένη Χωρεάνθη γράφει για το βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου «Ο Βιωμένος Χρόνος – μικρές ιστορίες» (εκδόσεις ΑΩ) η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/8975-viomenos-xronos


Η Ελένη Χωρεάνθη

γράφει για το βιβλίο

της Διώνης Δημητριάδου

«Ο Βιωμένος Χρόνος – μικρές ιστορίες» (εκδόσεις ΑΩ)

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/8975-viomenos-xronos




Ο χρόνος, Ο βιωμένος χρόνος, καταμερισμένος σε «Μικρές ιστορίες», απασχολεί σοβαρά τη Διώνη Δημητριάδου στο ομώνυμο βιβλίο της. Ασφαλώς, ο παρελθών χρόνος, ο βεβαιωμένος, ο υπάρξας κι εκείνος ο παρών χρόνος, ο ακαθόριστος ακόμα κι απροσδιόριστος, με την έννοια ότι δεν ξέρουμε τα όριά του, δεν έχει ολοκληρωθεί. Ωστόσο ο Χρόνος χωρίς τον Χώρο είναι απροσδιόριστος, ανύπαρκτος. Το μέλλον, όπως και ο μελλοντικός χρόνος, είναι έννοιες είτε κενές είτε υποθετικές με κάποιο «Θα!».

Ο χρόνος είναι λέξη, όρος χωρίς περιεχόμενο, αν δεν νοηματιστεί, αν δεν εκταθεί στον χώρο, αν δεν αποκτήσει περιεχόμενο. Και τι είναι περιεχόμενο, πώς ορίζεται το περιεχόμενο; Διαφορετικά θα μπορούσε να νοηθεί ως μια απέραντη ερημιά χωρίς αρχή και δίχως τέλος, δίχως άκρη.

Όσο κι αν έχει απασχολήσει τη φιλοσοφία και τους φιλοσόφους, απάντηση, ορισμός για το τι είναι χρόνος δεν έχει δοθεί, γιατί ορισμός σημαίνει περιορισμός. Απλώς «σχηματοποιείται», όπως ορίζεται από την κίνηση της Γης ως ένα ημερονύκτιο, ως νύκτα και ημέρα, ως ολότητα, χωρίζεται, ορίζεται με τις εποχές και με τις αποστάσεις.

«Ο χρόνος δεν υπάρχει, είναι μια ανθρώπινη επινόηση και εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες», κατά τον Αλβέρτο Αϊνστάιν. Ο χρόνος δίνει όλες τις απαντήσεις χωρίς να χρειάζεται καν τις ερωτήσεις, κατά τον αρχαίο Έλληνα τραγικό ποιητή. Ο ιερός Αυγουστίνος, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας, ύστερα από μια σειρά φιλοσοφικών ερωτήσεων και υποθετικών απαντήσεων που είναι πολύ ενδιαφέρουσες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι χρόνος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει: «To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη…». Ιδού το χαρακτηριστικό απόσπασμα:

«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω: Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού τo παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δε θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. To μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη…»

Στο βιβλίο της Ο βιωμένος χρόνος η Διώνη Δημητριάδου ασχολείται με τη διαχείριση του βιωμένου –αβίωτος χρόνος δεν υπάρχει, νοείται μόνο ως μέλλων, ακαθόριστος, κενός περιεχομένου– χρόνου της μέσα από ενέργειες και πράξεις που κατανέμει σε σαράντα τέσσερα κείμενα, τις «μικρές ιστορίες», τις οποίες διακρίνει σε έξι ενότητες με ισάριθμους τίτλους που συνοδεύονται από σύντομα σχετικά με τον διαχωρισμό κείμενα, ήτοι: «Ο βιωμένος χρόνος», που είναι και ο τίτλος του βιβλίου, με έξι μικρές ιστορίες˙ «τοπίο», με εννιά˙ «η κλίση», με πέντε˙ «μικρή συνωμοσία», με πέντε˙ «ταξίδια πάλι» με δεκατρείς˙ και «συνυπολογισμός, με έξι μικρές ιστορίες, ήτοι «μετρήσιμα χρονικά διαστήματα», ανάλογα με το περιεχόμενο που τους αναλογεί.

Η Διώνη Δημητριάδου, έχοντας βρει το σταθερό σημείο του κόσμου της, έχοντας αφετηρία, ορμητήριο τον «αρχιμήδειο τόπο» της, το σπίτι, φιλοσοφεί απλά, διατυπώνει καθαρά και χωρίς περιπλοκές τους συλλογισμούς της.



Τα σαράντα τέσσερα σύντομα στο σύνολό τους κείμενα η συγγραφέας αποκαλεί «μικρές ιστορίες». Ωστόσο, πρόκειται για φιλοσοφικές αναζητήσεις, ανεξάρτητα μελετήματα σχετικά με θέματα που την προβληματίζουν και την απασχολούν, μικρά δοκίμια λειτουργίας της σκέψης μέσω του γραπτού λόγου με συνδετικό ιστό τον Χρόνο, που σε κάθε περίπτωση παίρνει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Λόγου χάριν, τι αισθάνεται και πώς ερμηνεύει την επίδραση που ασκεί στον ψυχισμό της η μεγάλη Τέχνη με τις διάφορες μορφές της και με τον ιδιαίτερο δυναμισμό της:

«Χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση, χωρίς καμιά δικαιολογία. Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη και σου παίρνει τον αέρα, μόλις αντιληφθεί την ασθενική σου αντίσταση στις εκπλήξεις» («Impression», σ. 12).

Και δεν είναι απαραίτητο να είσαι ειδικός για να επικοινωνήσεις, να μπεις στο πνεύμα του δημιουργού, γιατί υπάρχουν στο μυαλό σου προσλαμβάνουσες παραστάσεις των εικονιζόμενων.

Καθένας έχει τις δικές του προτιμήσεις, τις δικές του απόψεις, αξιολογεί τα πάντα με δικά του κριτήρια. Για τον καθένα αξία έχει ό,τι τον ευχαριστεί, ό,τι του είναι αναγκαίο. Η Διώνη Δημητριάδου, έχοντας βρει το σταθερό σημείο του κόσμου της, έχοντας αφετηρία, ορμητήριο τον «αρχιμήδειο τόπο» της, το σπίτι, φιλοσοφεί απλά, διατυπώνει καθαρά και χωρίς περιπλοκές τους συλλογισμούς της, χωρίς να μπερδεύεται και χωρίς να εκφράζεται με φιλοσοφικούς ορισμούς και γρίφους, αλλά τακτοποιεί τους δικούς της προβληματισμούς όπως υπαγορεύει η καθημερινή αναγκαιότητα – π.χ., τι είναι «σπίτι»:

«Σπίτι είναι όπου τα πράγματά σου, οι δίσκοι σου, τα βιβλία σου, αγαπημένες αναμνήσεις που ξεπηδούν μέσα από κάτι μικρά κουτάκια, καλά φυλαγμένα στο μυαλό και στην καρδιά μας» («Άηχος τόπος», σ. 16).

Καθένας βλέπει τον κόσμο και τα πράγματα από τη δική σκοπιά, χωρίς να μπορεί να δώσει ολοκληρωτικά αυτό που έχει στον νου του. Από την ιδέα ίσαμε την πραγματοποίηση και την πραγματικότητα, υπάρχει πολύ μεγάλη απόσταση. Κι αυτή την απόσταση καλείται να γεφυρώσει ο δημιουργός, ο ποιητής.

Υπάρχουν, όμως, και δύσκολα ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, στα οποία δεν είναι σε θέση κανείς να δώσει μια λύση, μιαν απάντηση, έστω, που να είναι πειστική. Και φαινόμενα που είναι ανερμήνευτα, όπως το αδιανόητο «νόημα» του θανάτου που κόβει το νήμα της ζωής. Η συγγραφέας δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο «επελθών» θάνατος βάζει μια τελεία και παύλα στη ζωή. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο άνθρωπος ήρθε στη ζωή για να τελειώσει εδώ η «σταδιοδρομία» του. Αλλά όπως οι αρχαίοι σοφοί και ο απλός λαός σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, δέχεται πως υπάρχει πιο κει, στο «επέκεινα», η αιωνιότητα της ψυχής. Ότι ο άνθρωπος μπορεί να δώσει διάρκεια στη ζωή με την ψευδαίσθηση πως με τα έργα του εξασφαλίζει μια αιωνιότητα. Πως έτσι εκτείνεται, προχωράει η διάρκειά του μέσα στα έργα του, με τα πράγματα που δέχονται την αφή του, με τον ήχο της φωνής του, γιατί «είμαστε δεμένοι με τα πράγματα. […] Περιτριγυριζόμαστε από τα πράγματα που μας δανείζουν τη δική τους προσωπικότητα» («Εμείς, ο χώρος, τα πράγματα» σ. 63), ανταποδίδουν αυτό που με κάποιο τρόπο τους δώσαμε, που τα αγγίξαμε με τη σκέψη, που τα ονομάσαμε και τα φέραμε στην επιφάνεια. Που αφήσαμε πάνω τους την αφή μας. Και «αν κάποτε όλα εξαφανιστούν, σκέφτομαι» γράφει «μπορεί να μείνει η ανάμνηση των αγγιγμάτων» («Εμμονή στην αφή», σ. 52).

Ένας ατέλειωτος διάλογος με τα πράγματα, με τη φύση που μας περιβάλλει είναι η ζωή. Μέσα σε τούτο το περιβάλλον, στο διάστημα που διανύομε σε συγκεκριμένο χώρο, η ζωή παίρνει και δίνει, αποκτά περιεχόμενο ο χρόνος, εγγράφεται στο κρανίο του ήλιου, παίρνει υπόσταση ο χρόνος των πραγμάτων, ο αντικειμενικός, και: «έτσι όπως τρέχουν οι στιγμές και μεγαλώνεις μέσα τους […] αντιλαμβάνεσαι τη σχέση του αορίστου χρόνου με όλα τα ενεστώτα πράγματα […] υπάρχει ένα σημείο που αρχίζει ο χρόνος πια να νιώθεται και οι μέρες να βιώνονται» («Ο προσωπικός χρόνος», σ. 105, 106). Και πιστοποιείται ο προσωπικός χρόνος, ο χρόνος του καθενός ο προσφιλής, ο βιωμένος, ο παρελθών χρόνος ως ενιαίο παρελθόν που ενυπάρχει στο παρόν και ατενίζει υπαινικτικά σ’ έναν μελλοντικό, αχαρτογράφητο χρόνο:

Time present and time past

Are both perhaps present in time future,

And time future contained in the time past.

If all time is eternally present

All time is unredeemable.

(T. S. Eliot, «Burnt Norton»)

Που σημαίνει:

Ο χρόνος ο τωρινός κι ο περασμένος χρόνος

Είναι αμφότεροι παρόντες στον μελλούμενο χρόνο,

Και ο χρόνος ο μελλοντικός εμπεριέχεται στον παρελθόντα χρόνο.

Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών

Όλος ο χρόνος είναι ανεξαργύρωτος.

(Μτφρ. Ελένη Χωρεάνθη)



Ο βιωμένος χρόνος

Μικρές ιστορίες

Διώνη Δημητριάδου

ΑΩ

"Το κέρμα" του Τάσου Σ. Μάντζιου και μια φωτογραφία του Βασίλη Μανικάκη


"Το κέρμα" 

του Τάσου Σ. Μάντζιου
και μια φωτογραφία του Βασίλη Μανικάκη




Τις νύχτες έρχονται

κάτι παλιοί νεκροί.

Κατηφορίζουν στο ερειπωμένο καφενείο

"Η Αγάπη".

Κάθονται γύρω απ’ τα τραπέζια

στρίβουν τσιγάρο

παίζουνε τράπουλα

και βρίζουν

κι όλο φωνάζουν στον κουτσό τον καφετζή

να τους γεμίσει με ούζο τα ποτήρια.

Πίνουν

και φτύνουν τα κουκούτσια απ’ τις ελιές

και ανυπόμονα κοιτάν

μην έρθει ο ταχυδρόμος.

Κι ύστερα φεύγουν πάλι ένας-ένας

μετά την τελευταία γουλιά

πριν να λαλήσει ο πετεινός

ξημέρωμα.

Στέκονται στου δρόμου τη στροφή

κοιτάζουν πίσω

και ψάχνουν μες στις τσέπες τους

το κέρμα της επιστροφής

του βαρκάρη το κέρμα.



Τάσος Σ. Μάντζιος

(φωτογραφία του Βασίλη Μανικάκη, Άη Στράτης)

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2018

Μια ανθολόγηση από το βιβλίο "Ψυχή Ανεμόεσσα Διηγήματα και άλλα… " της Σαβίνας Μαντζαβινάτου εκδόσεις Μανωλάκος (επιλογή- επιμέλεια- σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου) μαζί με πίνακες του Paul Klee



 
Μια ανθολόγηση από το βιβλίο


"Ψυχή Ανεμόεσσα
  Διηγήματα και άλλα… "
της Σαβίνας Μαντζαβινάτου
εκδόσεις Μανωλάκος
(επιλογή- επιμέλεια- σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου)
μαζί με πίνακες του Paul Klee






Μια συλλογή που περιλαμβάνει διηγήματα (μικρά και μεγάλα) και ποιήματα. Όλα προσωπικές καταθέσεις γεμάτες ειλικρίνεια, άλλες ιστορίες αληθινές (από τον τόπο της καταγωγής της, την Κεφαλονιά) άλλες επινοημένες. Όλες με την ευθύτητα που τη χαρακτηρίζει και ως άνθρωπο. Με μια γλώσσα που διαμορφώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε κειμένου, δείχνοντας την τέχνη της γραφής της. Με λυρισμό, με ρεαλισμό, με χιούμορ συχνά. Μια ισορροπία προσεγμένη ανάμεσα στη συγκίνηση, που διαφαίνεται πίσω από τις λέξεις, και στη σκληρή πραγματικότητα, που απαιτεί προσγείωση. Μικρές προτάσεις, περιεκτικές νοήματος, με σαφή γνώση του περιττού, λέξεις επιλεγμένες ώστε να αποδίδουν το μέγιστο μέσα από το ελάχιστο. Και ένα κατακόκκινο εξώφυλλο με ένα λιτό σχέδιο (της ίδιας) σε μια ακόμη ισορροπία του θερμού πάθους (ως αίσθησης που αποπνέει το βιβλίο ολόκληρο) και της απλής φόρμας που η συγγραφέας ακολουθεί, από επιλογή όπως φαίνεται.
Και κάτι σημαντικό. Οι εισπράξεις του βιβλίου διατίθενται για τους σκοπούς της «Home Start Hellas» (To Home-Start είναι ένα πρόγραμμα το οποίο απευθύνεται σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή βρίσκονται κάτω από πίεση και έχουν ένα τουλάχιστον παιδί προσχολικής ηλικίας http://www.homestart.org.gr/).
Διώνη Δημητριάδου



Εδώ κάποια δείγματα από το βιβλίο:




Ο διάδρομος δεξιά



Ήταν παράξενη γυναίκα. Όπου βρισκόταν και όπου στεκόταν της άρεσε να παρατηρεί τα πάντα. Στο λεωφορείο, στο τρένο, στην καφετέρια παντού. Ώρες ώρες της μιλούσαν οι φίλες της, μα εκείνη δεν άκουγε, έφτιαχνε ιστορίες με τα αντικείμενα και με τα πρόσωπα των ανθρώπων που έβλεπε, με τις κινήσεις τους, με τα ρούχα που φορούσαν ,με τα λόγια που τύχαινε να ακούει, με τον τρόπο που σήκωναν το φλιτζάνι τους για να ακουμπήσουν στα χείλη τους τον καφέ, με τα πάντα. Αυτός είναι δυστυχής, αυτός χαζοχαρούμενος, αυτή ψηλομύτα, αυτή η φωτογραφία στον τοίχο αποπνέει μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης… Για δες πώς κρατάει το δίσκο αυτή η σερβιτόρα…

Κοίταζε με μιαν αδιόρατη λύπη τα ζευγαράκια που περνούσαν από το δρόμο να κάνουν τις γλύκες τους, τους μοναχικούς περαστικούς με συμπάθεια, τα χρώματα στις φυλλωσιές των δέντρων που λικνίζονταν στον αγέρα με θαυμασμό.

Γενικά ενδιαφερόταν περισσότερο για τα άψυχα παρά για τα έμψυχα.

-Τα άψυχα κακώς τα λέμε άψυχα. Έχουν το δικό τους είδος ψυχής, έλεγε επηρεασμένη από την Αριστοτελική λογική, που ήταν θιασώτης της.

Τη συνήθεια της παρατήρησης την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της.

 -Παρατηρώντας γνωρίζεις τη ζωή, της έλεγε, επηρεασμένος και αυτός από τη φιλοσοφική απορία, δάσκαλος αυτός, δασκάλα και εκείνη. Είναι αλήθεια ότι το δασκαλίκι σού κολλάει αυτό το κουσούρι.

Και τώρα καθισμένη στο σαλόνι του γιατρού είχε πολύ ψωμί.

Απέναντί της μια μεσόκοπη κυρία κάτι διάβαζε αγωνιωδώς και κοιτούσε το ρολόι της ασταμάτητα.

Αδύνατη, λυγερή αλλά μόνη, τα μάτια της το μαρτυρούσαν. Κοιτούσε την υπόλοιπη πελατεία, τις στιγμές που έπαιρνε τα μάτια της από τα χαρτιά της, σαν με ζήλεια.

Βλέπεις, ζευγάρια οι περισσότεροι, δυο φίλες παραδίπλα, μια μητέρα με το γιο της ,ένας άντρας στο βάθος, γκριζαρισμένοι κρόταφοι, κουστουμιά στην τρίχα με ένα τικ που τον ανάγκαζε συχνά να ρουφάει τη μύτη του. Με περιέργεια κοιτούσε ένα αγαλματίδιο που στέκονταν στο μεσιανό τραπέζι, αυτός έχει αισθητική, σκέφτηκε, φαντάσου πόσο δυστυχής αισθάνεται που το τικ του εκπέμπει κακόφωνους ήχους.

Όλοι περίμεναν τη σειρά τους.

Το μυαλό της βρήκε χρόνο και υλικό για να θριαμβεύσει και πάλι.



-Περάστε στο διάδρομο δεξιά, ακολουθήστε τις πινακίδες προς άλλη διάσταση, ακούστηκε μια φωνή.

-Περιμένετε τη σειρά σας στο ασανσέρ.

 Η πόρτα του άνοιξε και μια άυλη ονειρική φιγούρα έγνεψε στην πρώτη δεκάδα να περάσει, μετά στη δεύτερη, στην τρίτη και τέλος. Το ασανσέρ ανέβαινε ψηλά, πολύ ψηλά, τόσο που έχασαν τη διάσταση του ύψους. Όταν έφτασε στον προορισμό του και βγήκε και ο τελευταίος, η φιγούρα χαμήλωσε και τους ανέβασε στην άυλη ύλη  της.

Στο μεταξύ όλοι μίκραιναν λίγο κατ’ ολίγο, ώσπου το σώμα τους χάθηκε, έγιναν αερικά, με άγνοια αντίληψης του χωροχρόνου.

-Περάστε στον πρώτο διάδρομο αριστερά, ακούστηκε η  φωνή και η φιγούρα εξαφανίστηκε με μιας.

Ανάλαφροι μπήκαν σε χώρο ζεστό, φιλόξενο, γεμάτο λουλούδια χρυσά, ακίνητα σα να ’ταν ζωγραφιστά Η ατμόσφαιρα μοσχομύριζε αρώματα.

Μια φωνή γλυκιά ακούστηκε σα να ’βγαινε από ασώματο σώμα.

-Καλώς ήρθατε στην αιωνιότητα.



-Κυρία Χαραμή, περάστε, ακούστηκε η φωνή του γιατρού. Σαν υπνωτισμένη σύρθηκε στο γραφείο του.

Την κοίταξε κατάματα τον κοίταξε και αυτή, άσσος στην παρατήρηση.

-Εντάξει γιατρέ, πρώτος διάδρομος δεξιά.






Ο Άρχοντας



Ο μπάρμπα Πέτρος ο Χαράρας ζούσε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς. Χαράρας ήταν το παρατσούκλι του, γιατί έδινε σε όλο τον κόσμο χαρά και αγάπη. Ήταν αγνός και καθαρός σαν το γάργαρο νερό, δεν είχε πειράξει ούτε κουνούπι.

Έρχεται ο Άρχοντας, φώναζαν σαν τον έβλεπαν να κατεβαίνει στο μαρκάτο*. Άρχοντας όχι στην τσέπη, μα στην καρδιά. Δεν ήταν πλούσιος, μα διατηρούσε αρκετά κτήματα που έφταναν για να ζει με την οικογένειά του  -τέσσερα παιδιά και τη γυναίκα του- και να προστρέχει για βοήθεια όπου υπήρχε χρεία.

Ώσπου ήρθε ο πόλεμος του ’40. Πήρε την οικογένειά του και πήγαν για να ζήσουν στα κτήματα, που είχε ένα αγροτικό σπίτι και αποθήκες για τα σιτηρά. Το σπίτι διέθετε και ένα υπόγειο, όπου φύλαξε το αλεύρι του και άλλα καλούδια που του είχε δώσει η γη. Περίμενε την κατοχή που ήταν σίγουρος πως θα ’ρθει. Νύχτα έπαιρνε το γαϊδουράκι του και κρυφά πήγαινε σε σπίτια που ήξερε ότι πεινούσαν οι φαμίλιες τους.

Σαν ήρθαν οι Γερμανοί στο νησί, τα πράγματα σκλήρυναν. Οι πραμάτειες του λιγόστεψαν, μα πάντα είχε μια κρυψώνα που κανείς δεν μπορούσε να τη βρει και ποτέ δεν πείνασαν τα παιδιά του, ούτε και οι σέμπροι* του, που περιστοίχιζαν με τις καλύβες τους το αφεντικό.

Μια νύχτα, βαρυχειμωνιά, άκουσε κρότο στην πόρτα και με φόβο πήγε να ανοίξει. Τρομαγμένος είδε ένα Γερμανό στρατιώτη, μες στα αίματα, ημιθανή, και τον τράβηξε μέσα στην κάμαρη. Ο στρατιώτης, που ήταν Αυστριακός, με τα λίγα ελληνικά του τον παρακάλεσε να μην τον καταδώσει. Ήταν φυγάς… Ο μπάρμπα Πέτρος και η γυναίκα του τον κράτησαν στο σπιτάκι ενός σέμπρου, ώσπου τον έκαναν καλά, και κρυφά τον φυγάδευσαν στην κορυφή ενός χωριού που δεν πάτησε ποτέ ο κατακτητής. Μετά από πολλούς μήνες, όταν τελείωσε ο πόλεμος, του ήρθε ειδοποίηση από το ταχυδρομείο ότι έχει δέμα. Πήγε και τον περίμενε ένα μπαούλο γεμάτο με κουβέρτες, πλεκτά τραπεζομάντιλα και ρούχα, γυναικεία και αντρικά. Σε ένα σημείωμα διάβασε στα ελληνικά: Μου έσωσες τη ζωή, δέξου ένα ευχαριστώ, ανάξιο της προσφοράς σου.

Ο πόλεμος είχε τελειώσει, μα άρχισε ο χειρότερος, ο εμφύλιος. Ο μπάρμπα Πέτρος είχε από πάππου προς πάππου μιαν ιδεολογία, ήταν δεξιός. Στην καρδιά του, όμως, ήταν όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Οι αντάρτες συγχωριανοί του ποτέ δεν τον πείραξαν, μα και αυτός είχε ανοιχτή την αποθήκη του και πριν ανέβουν στο βουνό τούς προμήθευε ό,τι μπορούσε.

Δεν τους φοβόταν, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, έκανε το καθήκον του σαν άνθρωπος, όπως το έκανε και με τους δεξιούς, που τάιζε τα παιδιά τους κρυφά στη γειτονιά.

Κάποια μέρα έφτασαν στο νησί και οι ταγματασφαλίτες. Απαγόρεψαν στους ντόπιους να κυκλοφορούν το βράδυ πέραν κάποιας ώρας.

Για κακή τύχη του Πέτρου, καθώς γύριζε από το κτήμα στο σπίτι του με το κάρο, που το έσερνε το άλογό του, σπάει η ρόδα και κατέβηκε να τη μαστορέψει πρόχειρα, ίσαμε να τον πάει στο σπίτι. Η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει και τον τσάκωσαν οι ταγματασφαλίτες. Τον αρπάζουν από το λαιμό και πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Του ’δωσαν τόσο ξύλο, όσο θα είχαν φάει από τους πατεράδες τους, γιατί αλλιώς δεν εξηγείται τέτοια βαναυσότητα. Ματωμένο και σκεβρωμένο τον πήγαν στους χωροφυλάκους.

Μα αυτοί δεν τόλμησαν να τον πειράξουν. Του έπλυναν τις πληγές και τον πήγαν οι ίδιοι στο σπίτι του, στον κάμπο. Ο μπάρμπα Πέτρος μετά από αυτό το περιστατικό δεν άλλαξε ιδεολογία, αλλά δεν άλλαξε και στάση ζωής ίσαμε το τέλος του πολέμου.

Γίνηκε για το Ληξούρι κάτι σαν άγιος και όλοι έπιναν νερό στο όνομά του. Αυτή η λατρεία κρατάει ίσαμε τώρα.

* μαρκάτο = αγορά

* σέμπροι= εργάτες



Σημείωση: Ο μπάρμπα Πέτρος ήταν ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου. Έχω την ευχή του και δεν φοβάμαι τίποτα, μόνο την ανθρώπινη κακία.




J’ entends encore



Ξάπλωσε στο ζεστό της κρεβάτι. Η νύχτα σκέπασε το δωμάτιο. ΄Τώρα είχε την ευκαιρία να δώσει την όψη που ήθελε στα αντικείμενα που στόλιζαν την κάμαρή της.

Το κομοδίνο έγινε φεγγάρι, οι κουρτίνες κύματα της θάλασσας, το καρπέτο αμμουδιά και το κρεβάτι ακρογιάλι. Το ποτήρι στο κομοδίνο γλάρος με ανθρώπινη μορφή, τη δική του.

Σταύρωσε τα χέρια και κουκουλώθηκε ίσαμε το κεφάλι. Περίμενε το Μορφέα. Περίμενε το όνειρο μέσα από τα ζωντανά όνειρά της.

Ο γλάρος την πλησίασε, της χάιδεψε το πρόσωπο, την πήρε αγκαλιά και την ταξίδεψε πάνω από τα κύματα.

Je crois entendre encore, τραγουδούσαν τα αγριοπούλια που τους περικύκλωσαν και όλα τα πλάσματα της φύσης πιάστηκαν να χορεύουν τον ύστατο χορό του έρωτα. Το όνειρο βάσταξε όλη τη νύχτα.

Την ημέρα ο νους και η καρδιά της κοιμόνταν




Η madame Ορτάνς της Τήνου 



Η Θέκλα καθόταν στο τελευταίο σπιτάκι του χωριού.

Μονάχη. Μιλούσε με τον εαυτό της και σπάνια κατέβαινε ως τον πλάτανο της πλατείας του χωριού.

Ο λόγος; Τα παιδιά μα και οι μεγάλοι την κορόιδευαν, έτσι καθώς έβλεπαν τα ελάχιστα γεροντοξασμένα της μαλλιά και τη σχισμένη μοβ κομπινεζόν που φορούσε σχεδόν πάντα. Πάνω από την κομπινεζόν κρεμούσε ένα σωρό αυτοσχέδια κολιέ, από πλατανόφυλλα, από όστρακα και από ό,τι βάζει ο νους του ανθρώπου. Μέχρι και κόκαλα από το νεκροταφείο που τα έβρισκε σκόρπια τα σκάλωνε στα βρόμικα μαλλιά της. Τα χείλη της πάντα ήταν βαμμένα έντονα κόκκινα με το χρώμα να φτάνει σχεδόν κοντά στο σαγόνι, τα στήθη της κρέμονταν σα φλασκιά από το ρούχο, μισά μέσα, μισά έξω , χωρίς στηθόδεσμο. Περπατώντας άφηνε στη στράτα μιαν αποφορά ξινισμένου αρώματος ανακατεμένου με ιδρώτα και απλυσιά. Τα μάτια της μοναχά έλαμπαν ακόμα ζωντανά, όμορφα μπλε μάτια στο χρώμα της θάλασσας.

Ήταν ένα προδομένο ερείπιο ενός ναύτη που την είχε παρατήσει με ένα μωρό στην κοιλιά. Στο δεύτερο μήνα απέβαλε. Ευτυχώς είπαν.

Εκείνη την ημέρα όμως άλλη Θέκλα κατηφόρισε στην πλατεία.

Ντυμένη στα μεταξωτά  -πάντα βέβαια σκισμένα-  φορέματα, καθαρή γελαστή, τυλιγμένη πολύχρωμες σάρπες, γόβες με στρογγυλή μύτη, σαν παπούτσια χορού, κάλτσες πιασμένες με κόκκινες καλτσοδέτες και στο λαιμό πλαστικές πέρλες μακριές σε όλα τα χρώματα.

- Ε Θέκλα, της φώναζαν, τι ομορφιές είναι τούτες; Έλα πες μας, πού πας έτσι σα νύφη;

-Δεν τα μάθατε; αντιγύρισε.

-Ήρθε ο ναύτης μου. Γίνηκε ναύαρχος και με περιμένει στο καράβι του. Θα κατεβώ στον Πάνορμο και θα φύγω μαζί του, θα γυρίσουμε τον κόσμο.

Έτσι έγραφε το χαρτί που είχαν ετοιμάσει τα καλόπαιδα του χωριού και το είχαν ρίξει κάτω από την πόρτα της, γιατί η Θέκλα ήξερε και να διαβάζει, κάποτε ήταν κανονικός άνθρωπος

Είχε βγάλει και το Δημοτικό.




Βραδινός επισκέπτης



Έρχεσαι κάθε βράδυ      

και χωρίζεις την ύπαρξή μου στα δυο

μισή γυναίκα μισή ξωτικό

με γυμνές τις πατούσες

σκαρφαλώνω τα κοφτερά βράχια

μη και σε αγναντέψω στο πέλαγο

φωνή του παρελθόντος μακρινή

μα μήτε το φεγγάρι μήτε το φως των αστεριών

διαγράφουν τη μορφή σου

-Αγαπημένη μορφή αλλοτινών μου χρόνων-

Σβύστε τα φώτα σας

θα μείνω στο σκοτάδι

Θα πλάσω το πρόσωπό του με τα μάτια κλειστά






Η θλίψη των λέξεων



Γυρισμός

μαχαίρια κοφτερά

κρέμονται στους φθόγγους του

βυθίζονται

χωρίς έλεος

στη σάρκα, στην καρδιά, στο νου

ματώνουν τα μάτια

στρεβλή η όψη των πραγμάτων

σταγόνα τη σταγόνα

ρουφούν τα χείλια ελπίδες

για να ξεδιψάσουν

“à votre santé”

ειρωνεύονται οι λέξεις

το ίδιο μαρτύριο

μέρα τη μέρα

Μακραίνει το νόστιμον




(ανθολόγηση από το βιβλίο "Ψυχή ανεμόεσσα", εκδόσεις Μανωλάκος)






Σαβίνα Μαντζαβινάτου: καθηγήτρια φιλόλογος, υπηρέτησε 28 χρόνια στη Δημόσια εκπαίδευση. Σπούδασε κλασικό χορό και δίδαξε στη σχολή χορού της Ρούλας Παπαδημητρίου πριν διοριστεί. Έχει εκδώσει δύο βιβλία: ποίηση "ο άνθρωπος το κράμα", εκδόσεις ΜΑΝΩΛΑΚΟΣ  και ένα βοήθημα για τα Νέα Ελληνικά 1ης Γυμνασίου, εκδόσεις Εκδοτικές τομές, Ορόσημο Συμμετείχε στην ομάδα σύνταξης του περιοδικού "Η εν λόγω Τέχνη", με άρθρα λογοτεχνικού χαρακτήρα.



Επιλογή, Επιμέλεια, Σχολιασμός: Διώνη Δημητριάδου