Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Μπούκουρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημήτρης Μπούκουρας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Προδημοσίευση Ο βυθός της Ελλάδας με άπνοια Δημήτρης Μπούκουρας εκδόσεις Όστρια

Προδημοσίευση

 Ο βυθός της Ελλάδας με άπνοια

Δημήτρης Μπούκουρας

εκδόσεις Όστρια





Ο γνωστός συγγραφέας Δημήτρης Μπούκουρας, δεινός δύτης και φωτογράφος, παρουσιάζει  στο βιβλίο 240 φωτογραφίες, με συνοδευτικά κείμενα γεμάτα πολύτιμες πληροφορίες για τον υπέροχο κόσμο του βυθού. 

Στην Εισαγωγή του βιβλίου ο Δημήτρης Μπούκουρας γράφει:

Άπνοια είναι η κατάδυση με κράτημα της αναπνοής. Όχι με αυτόνομη καταδυτική συσκευή… Το τονίζω αυτό καθ’ όσον οι φωτογραφίες του ανά χείρας λευκώματος, είναι κάπως φτωχές συγκρινόμενες με αυτές που θα παρουσίαζε κάποιος αυτοδύτης. Υπάρχει αρκετή δυσκολία στη φωτογράφιση με άπνοια, καθώς σε μια κατάδυση θα πρέπει να εντοπίσεις το θέμα σου (που αρκετές φορές είναι καλά κρυμμένο μέσα σε σπηλιές) να νετάρεις και να προλάβεις να τραβήξεις μερικές φωτογραφίες ώστε να είσαι σίγουρος ότι έστω και μία θα βγει καθαρή. Όμως, κατά κάποιον τρόπο, θα ήθελα να κινήσω το ενδιαφέρον σε αυτούς που θα μπορούσαν να ασχοληθούν με αυτό το χόμπι σε βάθη μέχρι 10μ. Η βιοποικιλότητα στη θάλασσα είναι εκπληκτική. Μπορεί σε ένα τ.μ. να υπάρχουν εκατοντάδες μορφές ζωής, ενώ στα πιο πλούσια σε πανίδα και χλωρίδα μέρη της Γης, στα δάση της βροχής, η αντιστοιχία μετά βίας φτάνει στα πενήντα είδη… Είναι τόσο πολλοί οι οργανισμοί που υπάρχουν μέσα στο νερό που οι περισσότεροι συζούν -αν δεν παρασιτούν- μπερδεμένοι ο ένας με τον άλλον. Και αυτό γίνεται αντιληπτό όταν επιχειρηθεί η μεγέθυνση μιας εικόνας… Οι φωτογραφίες αυτές έχουν τραβηχτεί σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας. Σε αμμώδεις βυθούς σε βραχώδεις και σε φυκιάδες... Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν καθώς κολυμπούν αμέριμνοι, ακόμα και αν φορούν μάσκα, τι υπάρχει από κάτω τους. Θα εκπλαγούν ανοίγοντας αυτό το άλμπουμ. Γαστερόποδα, γυμνοβράγχια, κοράλλια, κνιδόζωα, σφουγγάρια, σκουλήκια, καθώς και μεγάλη ποικιλία φυκιών και -βέβαια- ψάρια, περιμένουν εκεί να τα γνωρίσουμε. Τέλος, θέλω εδώ να πω, ότι όσο καταδύεσαι και παρατηρείς την υποβρύχια ζωή, τόσο θαυμάζεις την ανεξάντλητη έμπνευση της φύσης και άλλο τόσο μαθαίνεις να σέβεσαι το περιβάλλον… Θυμάμαι τώρα τον τύπο που όταν άκουσε να λέω ότι ήμουν τυχερός σήμερα μιας και είδα και φωτογράφισα έναν Τρίτωνα (την γνωστή μπουρού), μου είπε: «Καλά.. και την άφησες εκεί;». Φαντάζομαι πως εκείνος θα τον έπαιρνε, θα τον έβραζε για να τον αδειάσει, προκειμένου να στολίσει το σύνθετο του σπιτιού του, μαζί με αποξηραμένους ιππόκαμπους και αστερίες… Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τις περιγραφές αυτών των ειδών είναι ένα ελάχιστο μέρος από τις χιλιάδες των φωτογραφιών που έχω στο αρχείο μου. (Έχω παραθέσει την επιστημονική ονομασία των ειδών, προκειμένου ο κάθε ενδιαφερόμενος να ψάξει στις Εγκυκλοπαίδειες ή στο Ίντερνετ για περισσότερα).












Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στην Δημοσιογραφική Σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε  στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα την δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και οι ειδήσεις έφταναν έτοιμες από το «Υπουργείο» Τύπου που είχε αναλάβει τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες ασχολήθηκε με το εμπόριο. Έχει γράψει ποιήματα, διηγήματα, παιδικές ιστορίες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μελέτες. Έργα του έχουν κατά καιρούς βραβευτεί από διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους. Σήμερα πλέον είναι μέλος στην Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Έχουν εκδοθεί τέσσερα βιβλία του. Το βιογραφικό «Διάττοντες» (2016) και η συλλογή διηγημάτων «Σκόρπια και Άταχτα» (2017) από τις Μικρές εκδόσεις, Η  βιογραφία του φίλου του Σπύρου Φωκά (2018) και η ποιητική συλλογή Ασύμμετρα (2019) από τον εκδοτικό οίκο ΟΣΤΡΙΑ.   Έργα του έχουν συμπεριληφθεί στο συλλογικό βιβλίο «Χάρτινο καραβάκι» του Δήμου Αλίμου. Το παρόν βιβλίο προέκυψε από την αγάπη του για την θάλασσα και από το χόμπυ του που είναι οι ελεύθερες καταδύσεις


[Το βιβλίο του Δημήτρη Μπούκουρα "Ο βυθός της Ελλάδας με άπνοια" σύντομα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όστρια]

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017








          Τρόποι

           του Δημήτρη Μπούκουρα




                    Όταν  δεν έπιασε το μαχαίρι και το πιρούνι
                    να φάει… «καθώς πρέπει»,
κανείς δεν το σχολίασε.
                    Μα αργότερα -σαν έφυγε- όλοι γι’ αυτόν μιλούσαν.

                    Τους τρόπους, που μια κενή ιεροτελεστία
                    τους υπαγορεύει,
                    ο άνθρωπος τους όρισε
                     και τους χρησιμοποιεί,
                     όταν είναι ευτυχισμένος.

Τι να τους κάνεις τους καλούς τους τρόπους,
 όταν στη δυστυχία ζεις;
Ποιοι είν’ οι τρόποι
που την πείνα θα συντροφεύσουν,
όταν καμία ευκαιρία δεν υπάρχει;
Μα, κι αν η ευκαιρία έρθει,
τότες το πιάτο που σου φέρνουν
είναι η ευτυχία η έκτακτη.
Τους τρόπους να σκεφτείς δεν προλαβαίνεις…

«Κανείς δεν το σχολίασε,
μα αργότερα -σαν έφυγε- όλοι γι αυτόν μιλούσαν»…

Σε τι στους άλλους εχρησίμευσαν οι τρόποι;
Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς,
κι εκεί που πήγαν δεν πεινάνε.
Όλοι μιλούν για τον άλλον,
που ίσως τούτη την στιγμή
σε κάποια γωνιά να βρίσκεται
και να πεινάει…

Δημήτρης Μπούκουρας


(αθηναϊκή φωτογραφία του Enri Canaj)

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

"Εξοστρακισμός"
του Δημήτρη Μπούκουρα





Τόσην ώρα,
πάνω από αυτό το όστρακο του αμφορέα,
του αμφορέα του μελανόμορφου
που μόλις χτες έσπασε ο γιος μου ο Ευθύβουλος…
Σε μεγάλη συλλογή με έχει φέρει το καθήκον,
το καθήκον που σα δημοκρατικός πολίτης έχω.
Να συλλογιστώ τώρα πρέπει, και να αποφασίσω…
Σε σκέψη μεγάλη έχω -αλήθεια- μπει.
Ποιος είναι αυτός ο χωριάτης
από την ταπεινή οικογένεια των Λυκομηδών;
Ποιος είναι αυτός που κάποια θρακικής καταγωγής
μητέρα έφερε στον κόσμο,
για να δοξαστεί στη μάχη του Αρτεμισίου
και του Μαραθώνα;
Ποιος είναι αυτός ο βλάσφημος;
Ο βλάσφημος που στήριξε
το χτίσιμο του στόλου της Αθήνας
στη φλέβα του χρυσού της Μαρώνειας
χωρίς καν να προσφέρει την Δεκάτην στους θεούς;
Για τη διορατικότητά του μιλούν πολλοί,
(όταν τον Δελφικό χρησμό κατά το δοκούν ερμήνευσε),
και χτίζοντας τα "Ξύλινα τείχη"
στην τάξη την ανώτερη ανέδειξε τους κωπηλάτες…
Πώς μπορώ εγώ σαν αριστοκρατικός
να το δεχτώ αυτό;
Και πώς μπορώ να τον δοξάσω
που νίκησε τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα;
(και ποιος άραγε δεν θα μπορούσε
να νικήσει αυτόν τον στόλο των ανίκανων ναυτικών);
Το μέγα τρόπαιο πήρε ο στρατηγός:
Κλάδο ελιάς.
Ε… όχι!... Αυτό πάει πολύ…
Ούτε τη δεύτερη τη σκέψη δεν αξίζει…
Χαράζω λοιπόν:
«ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ»


Δημήτρης Μπούκουρας, 2014

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016


                                            Ανατάσεις           
                            
                              (του Δημήτρη Μπούκουρα)



                  
                 Αχ! Αυτές οι παλιές ανατάσεις...
    
                 Η «Οδός Ονείρων» έγινε ένας εφιάλτης.
                 Η «Όμορφη πόλη»  ένας σκουπιδότοπος.
                 Τα τελευταία νεοκλασικά της, ακόμα καπνίζουν
                 δίπλα από τις πινακίδες
                «Απαγορεύεται το κάπνισμα».
        
                 Οι «Όρνιθες» σάπια κοτόπουλα - στη
                 Βαρβάκειο- και ο Κουν μέσα στη στοά,
                 μια μπρούτζινη προτομή με αντιασφυξιογόνο μάσκα.
                 Τα Νόμπελ μουσειακά εκθέματα.
                 Τα τραγούδια μας τσαλαπατήθηκαν
                 από ορδές κουκουλοφόρων.
 
                 Οι τοίχοι της Ακαδημίας έγιναν έκθεμα
                 συνθημάτων, και ο ανδριάντας του Ρήγα
                 (που για αναρχικές ιδέες φονεύτηκε),
                 βεβηλώθηκε από ανιστόρητους αναρχικούς. 

                 Ανατάσεις…
                Ανατάσεις με πρόωρο θάνατο…

Δημήτρης Μπούκουρας

                                                                                                                 


Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2016

«το χαμόγελο της Τζοκόντα»

του Δημήτρη Μπούκουρα





Πάλι αυτή η μουσική.
Όμορφες αγαπημένες νότες
νοσταλγικές και συνάμα τρυφερές
με παίρνουν από το χέρι
και πίσω με γυρίζουν.
Τότε που με την παιδική παρέα
παίζαμε ανέμελα
στα λιβάδια με τις ανεμώνες,
στα λιβάδια που δεν είχαν γίνει
πολυκατοικίες.
Τότε που τα όνειρά μας ήσαν ολόρθα μπροστά μας,
ίδια φωτιά που μας έκαιγε.

Αφήνομαι…
Αφήνομαι στην αγκαλιά της θεϊκής μουσικής.
Η απαισιοδοξία αρχίζει σιγά σιγά να φεύγει.
Τα βάσανα της ζωής
μοιάζουν με δύσβατα βράχια.
Όμως πια
 έχω γίνει ένα κυκλάμινο.
Θα ξεφυτρώσω μέσα από αυτά τα βράχια.

Θα ζήσω. Θα ζήσω σε πείσμα των καιρών.

Δημήτρης Μπούκουρας


(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες», που κυκλοφορεί από τις "μικρές εκδόσεις". Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)

(Fragilité des cyclamens, L’atelier de Libellule)

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

                                     

                                     
         «Βρέχει»
                                           
                                                                        ποίημα 
                                         του Δημήτρη Μπούκουρα

                  

                     

                  Βρέχει…
                  Βρέχει ιδρώτα,
ανθρώπινο ιδρώτα,
που εξατμίστηκε και έγινε μουντό σύννεφο.
Γέμισαν πια οι πηγές, τα ποτάμια, αρμύρα.

Το μεσημέρι πού θα ξεδιψάσουμε;

Βρέχει…
Βρέχει ιδρώτα,
στις πλατείες, στους ίσιους μονότονους δρόμους,
στους χώρους των εκθέσεων,
στους τόπους της δουλειάς,
στους τόπους των πανηγυριών,
στους τόπους της διαδήλωσης.

Πώς θα περπατήσουμε;
Πώς θα δουλέψουμε;
Και πώς θα διαδηλώσουμε,
μέσα σ’ αυτήν την αρμύρα;

Δημήτρης Μπούκουρας

(η φωτογραφία από το διαδίκτυο)

 (Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες», που κυκλοφορεί από τις "μικρές εκδόσεις". Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)



Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016


Η σαμπρέλα

διήγημα του Δημήτρη Μπούκουρα




Ήταν χαρούμενος εκείνη την ημέρα. Στο Πολύγωνο ήταν ο φούρνος που του είχαν πει ότι θα έπιανε δουλειά. Ο Νικόλας δεν είχε λεφτά ούτε για να πάρει το λεωφορείο. Αλλά δεν βαριέσαι. Ήταν συνηθισμένος στην πεζοπορία. Πόσες και πόσες φορές δεν είχε σύρει τα ταλαίπωρα πόδια του σε σούρτα φέρτα μες στην πόλη ψάχνοντας στα σκουπίδια για τίποτα παλιοπράματα  -περισσεύματα της ευμάρειας των άλλων-  προκειμένου να πάει στα σκραπατζίδικα να τα πουλήσει για να μπορέσει να φάει στο μαγέρικο του Ντάρλα μια   σκέτη μακαρονάδα ή ολίγες πατάτες ψητού;

Ο Νικόλας, παιδί μιας φτωχής οικογένειας ενός ορεινού χωριού της  Ηπείρου, είχε αφήσει το σπίτι του  από μικρός για να κατέβει στην  Αθήνα να κάνει την τύχη του. Ίσα είχε προλάβει να μάθει μερικά κολλυβογράμματα στο Δημοτικό Σχολείο.  Στην αρχή έμεινε σε κάποιο θείο του που ήταν φορτοεκφορτωτής  κάτω στο λιμάνι του Πειραιά. Και αυτός είχε μεγάλα σχέδια για τον μικρό ανιψιό. Μόλις θα μεγάλωνε λίγο, οπότε και θα μπορούσε να κάνει αυτήν τη δουλειά, θα τον έχωνε κι αυτόν στον Οργανισμό του λιμανιού για να έχει μια σίγουρη δουλειά για το μέλλον. Όμως τα πράγματα ήρθαν αλλιώς. Μια μέρα έσπασε κάποια σαμπανιά και το φορτίο, ένα μεγάλο κιβώτιο, πλάκωσε τον άτυχο θείο. Τότε ήταν που άρχισε και η μεγάλη περιπέτεια για τον  Νικόλα. Ο άνθρωπος, που νοίκιαζε στον θείο τη χαμοκέλα που έμεναν, τον πέταξε στο δρόμο.  Άρχισε να κοιμάται όπου εύρισκε και να κάνει ό,τι μπορούσε προκειμένου να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ψωμί. Δεν ήξερε βλέπεις και καμιά τέχνη. Τι να προλάβει να μάθει στο χωριό από όπου έφυγε παιδί πράμα. Έκανε τα πάντα. Μοίραζε διαφημιστικά, πήγαινε στη Βαρβάκειο και ξεφόρτωνε τίποτα φορτηγά, κόλλαγε διαφημιστικά στις κολώνες της ΔΕΗ. Όλα αυτά όμως περιστασιακά, ώσπου κάποιος του άνοιξε τα μάτια. «Θα πας σε αυτή τη διεύθυνση», του είπε, «θα μάθεις κάποια δουλειά για να μπορέσεις  να πορευτείς».

Έτσι πήγε σε κείνο τον κρατικό Οργανισμό όπου έμαθε επιτέλους μια τέχνη. Έμαθε τη δουλειά του φούρναρη. Και σήμερα πήγαινε γεμάτος ελπίδα να πιάσει δουλειά στον φούρνο που του είχαν κανονίσει να πάει μέσω του Οργανισμού. Θα έπαιρνε κάποιο μισθό από το αφεντικό και ο φούρναρης θα καθάριζε ένα γενναίο επίδομα από τον Οργανισμό. Έτσι ήταν το πρόγραμμα, έτσι και έγινε. Ο φούρναρης τον προσέλαβε αμέσως. Ο μισθός δεν ήταν σπουδαίος, αλλά είχε εξασφαλίσει να τρώει ένα κομμάτι ψωμί  και το κυριότερο, μια γωνιά να κοιμάται κάπου στην αποθήκη του φούρνου.

Πέρασε έτσι ένας χρόνος, ώσπου  η επιδότηση έληξε και ο φούρναρης τον πέταξε στον δρόμο. Και άντε πάλι από την αρχή.
Και ξανάρχισε η περιπέτεια. Και μέσα σε όλα όσα έκανε ήρθε και εκείνος ο ύποπτος τύπος που του πρότεινε μια δουλειά με «χοντρή κονόμα», όπως του είχε πει. Του έδωσε κάποια διεύθυνση όπου συνάντησε έναν κύριο που του έδωσε δουλειά: Θα πήγαινε στις γνωστές πιάτσες, εκεί στο Μουσείο, αλλά και στα διάφορα παρκάκια της πόλης και θα παρέδιδε το εμπόρευμα. Πέρασε έτσι κάνας μήνας και μια μέρα η περιέργεια τον έκανε να δοκιμάσει κι αυτός, για να δει τι πράμα ήταν αυτό που τόσοι και τόσοι το αγόραζαν  με τέτοιο πάθος,  όποτε αυτός εμφανιζόταν στις πιάτσες.
Έτσι ο Νικόλας έπεσε στα ναρκωτικά και πια άρχισε η εξαθλίωση. Πείνα και στέρηση του νάρκωσαν το μυαλό. Όμως και  αυτό το ναρκωμένο μυαλό  σκέφτηκε κάποτε και κατέβασε μια ιδέα: Αν πάθαινε κάποιο ατύχημα και νοσηλευόταν σε κάνα νοσοκομείο, θα εξασφάλιζε λίγο φαγάκι και ζεστασιά για τον χειμώνα που ήδη είχε ενσκήψει βαρύς και σκληρός. Να έπεφτε άραγε στις ρόδες κάποιου αυτοκινήτου; Να γκρεμοτσακιζόταν από καμιά σκάλα; Και μια μέρα καθώς έψαχνε  στα σκουπίδια βρήκε μια σαμπρέλα αυτοκινήτου και όπως την κοιτούσε του ήρθε μια έμπνευση. Την πήρε μαζί του και από τότε δεν την αποχωριζόταν. Είχε καταστρώσει το σχέδιό του, για το οποίο δεν είχε πει τίποτα όταν τον ρώτησε ο γείτονας του στο διπλανό παγκάκι, εκεί στον κήπο του Μουσείου που κοιμόνταν πάνω στα χαρτόνια, σκεπασμένοι με κάτι πανάθλιες κουβέρτες που είχαν βρει στα σκουπίδια. Δεν είχε απαντήσει στις επίμονες ερωτήσεις για το τι την ήθελε αυτή τη σαμπρέλα.

Αυτό είχε πει στην αστυνομία, όταν ήρθε και έκανε ερωτήσεις μετά το τραγικό ατύχημα που στοίχισε τη ζωή στον Νικόλα.

Εκείνο το απομεσήμερο ο Νικόλας τράβηξε κατά τον Σταθμό Λαρίσης. Είχε περάσει τη σαμπρέλα από τον ώμο και την είχε δέσει σφιχτά στη μέση. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί  όπου γίνονταν οι μανούβρες των εμπορικών τραίνων. Είχε υπολογίσει ότι με τη μικρή ταχύτητα που γίνονται οι μανούβρες  η σαμπρέλα θα τον προστάτευε όταν τον χτυπούσε η ατμομηχανή και έτσι η πρόσκρουση θα του προκαλούσε έναν απλό τραυματισμό. Ένα μικρό πόνο. Και ύστερα θα τον περίμενε η ζεστασιά και το φαγάκι του Νοσοκομείου. Πήρε λοιπόν φόρα και έπεσε πάνω στη μηχανή, καθώς αυτή ερχόταν με χαμηλή ταχύτητα. Αλλά ο απελπισμένος, πού να υπολογίσει τους νόμους της Φυσικής; Ποια δηλαδή είναι η συνισταμένη της ταχύτητας, του βάρους και της ελαστικότητας της σαμπρέλας;

Νικόλα…
Καλό σου ταξίδι στον παράδεισο -αν υπάρχει- των φτωχών, των ναρκομανών, των ταπεινών, των καταφρονεμένων.

Δημήτρης Μπούκουρας


 (Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε από τις "μικρές εκδόσεις"Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)






Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

φιλοξενεί

τον Δημήτρη Μπούκουρα


«Της μοίρας τα γυρίσματα»

(διήγημα)
    






      -Μάνα!... Μάνα!...
    
Η ώρα ήταν δεν ήταν έξι, όταν έντρομη η φωνή της Ελενίτσας πέταξε τη μάνα της από το κρεβάτι.
   
     -Τι είναι μαρή;  Όνειρο είδες νυχτιάτικα;
     -Αίμα μάνα… Αίμα…
    
Η Ελενίτσα κοιτούσε έντρομη τα ματωμένα σεντόνια, ώσπου κατέφτασε η κυρα Σωτήραινα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο τράβηξε από τα ποδάρια τα αγουροξυπνημένα αγόρια της.  Εκείνα ξαφνιασμένα υπάκουσαν στη διαταγή της μάνας τους:
   
-Άιντε κακορίζικα… Βγείτε αμέσως έξω. Έχω να πω μερικές κουβέντες στην αδερφή σας.
   
Μόλις αυτά βγήκαν έξω, η Σωτήραινα, κλείδωσε την πόρτα πίσω τους, πλησίασε την έντρομη κόρη της, ανασήκωσε τα σκεπάσματα, και αφού βεβαιώθηκε για το συμβάν, τη χάιδεψε και ησυχασμένη μονολόγησε:
   Αχού μωρέ το καψερό μας! Κοίτα να δεις που η Ελενίτσα μας έγινε γυναίκα!
Ύστερα, κάθισε και της εξήγησε με το νι και με το σίγμα τα καθέκαστα.
    
Θα είχαν περάσει και τρία χρόνια αφ’ ότου  ο άντρας της ο Σωτήρης έφυγε αφήνοντάς της ένα προσωνύμιο και τέσσερα κουτσούβελα.  Εκείνο το πρωινό είχε φύγει για τα χωράφια και δεν ξαναγύρισε σπίτι. Τον βρήκαν το άλλο πρωί κατάμπλαβο, ξερό, κάτω από μιαν ελιά. Δάγκωμα φιδιού, έγραψε στο χαρτί ο γιατρός.
    
Εκείνη την εποχή, κάπου στον μεσοπόλεμο, η ζωή  σ’ εκείνο το χωριό της Σπερχειάδας  ήταν πολύ δύσκολη. Αυτή ξέρει πώς τα έβγαζε πέρα. Τόσα στόματα περίμεναν από κείνην να τα  θρέψει. Και κείνη έκανε ό,τι μπορούσε. Τη μέρα κοψομεσιαζόταν στα χωράφια και τα βράδια ξεστραβωνόταν να κάνει κεντήματα  και να τα πουλάει στις πιο καλοστεκούμενες οικογένειες του χωριού  για την προίκα των κοριτσιών τους. 
    
Αυτά σκεφτόταν τώρα καθώς κοιτούσε τη φοβισμένη κόρη της. Φοβισμένη όχι τόσο από το αίμα που την είχε ξυπνήσει αλλά από όσα μυστικά τής είχε πει η μάνα. Μυστικά που μόνο οι μάνες είχαν  το προνόμιο να αποκαλύπτουν  στα κορίτσια τους, όταν ερχόταν το πρώτο αίμα. Απο τη μια χάρηκε που η κόρη της μεγάλωσε πια, αλλά αυτό το μεγάλωμα σηματοδοτούσε και έναν προγραμματισμένο χωρισμό. Γιατί, έτσι που ήταν  θεόφτωχη, και δεν μπορούσε να ταΐσει τόσα στόματα,  είχε μιλήσει με μια πλούσια ξαδέρφη της που έμενε στη Λαμία και τα είχαν αποφασισμένα: Μόλις το κορίτσι  θα έμπαινε στην εφηβεία, θα  πήγαινε εκεί να δουλέψει σαν υπηρέτρια. Ήταν μια συνήθης πρακτική τότες αυτό. Πολλά κορίτσια φτωχών οικογενειών πήγαιναν, από πολύ μικρά, εσώκλειστα σε συγγενικά σπίτια.
   
Ύστερα από λίγες μέρες ετοιμάστηκε ο μπόγος με τα λιγοστά ρουχαλάκια του παιδιού, και η Σωτήραινα πήγε να παραδώσει την κόρη της στην ξαδέρφη. Από εκείνη την ημέρα η ζωή της μικρής Ελενίτσας άλλαξε.  Όχι τίποτα αξιόλογο δηλαδή. Απλά μια ζωή γεμάτη από τις δουλειές του σπιτιού. Τουλάχιστον εκεί είχε φαγητό να τρώει. Από στοργή; Λίγη και υποτυπώδη. Α ναι.. Και η πρώτη εικόνα ενός άντρα που χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό της.
   
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και μαζί με αυτά και οι συμφορές που βρήκαν την έρημη  χώρα. Πόλεμοι, κατοχές, αδελφοκτόνοι εμφύλιοι. Τα χωριά είχαν αδειάσει. Ο κοσμάκης απελπισμένος είχε συρρεύσει στην πρωτεύουσα για να βρει δουλειά, καθώς η περίφημη «Ανασυγκρότηση» χρειαζόταν πολλά χέρια. Ανασυγκρότηση, αστυφιλία, αντιπαροχή, έκαναν την Αθήνα αγνώριστη. Η Σωτήραινα είχε μιαν αδερφή, την Ασημίνα, αρκετά μεγαλύτερή της, γεροντοκόρη. Ήταν μια παράξενη μεγαλοκοπέλα με διάφορες μικροκακίες που τη χαρακτήριζαν και που  το υπόλοιπο σόι ήλπιζε ότι, τώρα πια που της ήρθε το προξενιό από την Αθήνα, όλα αυτά θα διορθώνονταν. Έφυγε λοιπόν η Ασημίνα, και από το χωριό βρέθηκε στην Αθήνα. Στο Καλαμάκι. Παντρεύτηκε και μετά απο τρία χρόνια στέλνει  στην αδερφή της το γράμμα που άλλαξε τη ζωή της δεκαοχτάχρονης πια Ελενίτσας. Στο γράμμα αυτό, αφού περιέγραφε στη Σωτήραινα ότι ζούσε πλέον μιαν άνετη ζωή, μιας και ο άντρας της είχε κάνει μια δική του δουλειά «είδη κιγκαλερίας», και αφού της εκμυστηρεύτηκε ότι ο  άντρας της καλός ήταν, χρυσός άνθρωπος, αλλά δεν, της ζήτησε να πάρουν αυτοί την κόρη της την Ελενίτσα να την υιοθετήσουν.
    
Και να πάλι ο μπόγος έτοιμος της Ελενίτσας. Και να πάλι άλλο ταξίδι μεγαλύτερο αυτή τη φορά, και  το κορίτσι βρέθηκε στο Καλαμάκι σε ένα νέο σπιτικό με νέους γονείς. Εδώ βέβαια απαλλάχτηκε από τις δουλειές της υπηρέτριας, αφού τώρα πια αυτές δεν ήταν δουλειές, αλλά βοήθεια στο σπίτι της νέας της μάνας. Όμως, μετά από κάνα χρόνο ήρθε κάτι νέο που άλλαξε τη ζωή της Ελενίτσας. Ο κυρ Θανάσης, ο θετός της πατέρας, την πήρε στο μαγαζί του για βοηθό. Έτσι το κορίτσι βγήκε έξω από το σπίτι, έμαθε πράγματα, ανοίχτηκε στον κόσμο. Και μια μέρα της λέει η  Ασημίνα: 

Άκου να σου πω… Νομίζω ότι πια έφτασε η ώρα σου. Σου έχω έτοιμο τον γαμπρό. Καιρός να κάνεις τη δικιά σου οικογένεια. Αύριο κιόλας θα έρθει στο σπίτι να τον γνωρίσεις. Τα έχω κανονίσει. Θα περάσεις μια καλή ζωή μαζί του. Είναι εργολάβος, και εδώ ο τόπος χτίζεται. Η δουλειά  του είναι εξασφαλισμένη.  Έχεις καμιάν αντίρρηση;
   
Το κορίτσι κοκκίνισε. Τι αντίρρηση να είχε; Μήπως είχε γνωρίσει ποτέ της κανέναν άντρα; Όλοι τους καλοί είναι, αρκεί να έχουν μια σταθερή δουλειά. Αυτό ήξερε, αυτό είχε μάθει στην άλλη θεία της στη Λαμία.
   
Στη Λαμία…
   
Ακόμα θυμάται τον κύριο Γιώργο. Ήταν ένας  συγγενής   της θείας της από το άλλο σόι. Είχε έρθει από το χωριό του να μείνει για μερικές μέρες στον θείο του πριν φύγει για έξω, όπου θα πήγαινε να βρει την τύχη του. Ήταν γύρω στα τριάντα κι αυτή στα δεκατέσσερα. Ήταν άβγαλτη. Καθώς ήταν ακόμη μικρή, οι έξοδοι ήσαν ανύπαρκτοι. Οι μόνες βόλτες που έκανε στην πόλη, ήταν όταν κάθε Κυριακή πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο της πλατείας για καμιά πάστα. Εκεί κρυφοέβλεπε τα αγόρια  που περνούσαν  μπρος από το σιδερένιο τραπεζάκι τους,  και αυτό ήταν όλο κι όλο. Και μία μέρα,  που ήσαν μόνοι στο σπίτι, ο Γιώργος της είπε καθώς εκείνη του σερβίριζε το γλυκύ βραστό του: 

Αχ!..Τι όμορφα μάτια που έχεις!... Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω. 

Εκείνη κοκκίνισε. Ήδη οι τρεις μέρες που αυτός ήταν εκεί ήσαν αρκετές για να νιώσει κάποιο σκίρτημα μέσα της.  Ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας. Λεβέντης. Έμεινε εκεί να τον κοιτάει αποσβολωμένη, ίσως και σε μία στάση προσμονής. Όμως οι καιροί ήσαν αλλιώτικοι. Υπήρχε ηθική τότε στον κόσμο. Ήταν φανερό ότι η μικρή άρεσε πολύ στον Γιώργο, όμως εκείνος, ενώ θα μπορούσε, δεν άπλωσε το χέρι του σεβόμενος  το σπίτι που τον φιλοξενούσε συνυπολογίζοντας συγχρόνως και τα χρόνια που τον χώριζαν από το άβγαλτο κοριτσάκι. Για τη μικρή Ελενίτσα το συμβάν έμεινε χαραγμένο στη μνήμη της. Ήταν η πρώτη επαφή που είχε, έστω και λεκτική. Ποτέ δεν ξέχασε την εικόνα του πρώτου άντρα της ζωής της καθώς και τα λόγια του: Εγώ μία μέρα θα σε κλέψω.. Πολλές φορές η εικόνα του ερχόταν τις νύχτες να ταράξει τα όνειρά της.
   
   -Τι αντίρρηση να έχω βρε μάνα;
   -Αυτό έλειπε… Να μου έχεις και αντίρρηση.
   -Το μόνο που θέλω να ρωτήσω, δίστασε η κοπέλα, το μόνο που θέλω να ρωτήσω, είναι το πού θα μείνουμε μετά τον γάμο.
  -Τι πα να πει πού θα μείνετε; Εδώ θα μείνετε. Στο διπλανό δωμάτιο.
   
Έγινε ο γάμος και το νιόπαντρο ζευγάρι βολεύτηκε όπως όπως στο σπίτι της Ασημίνας. Και λέμε όπως όπως, γιατί μπορεί μεν ο άντρας της να είχε μια αξιοπρεπή δουλειά, αλλά το σπίτι δεν ήταν και κάνα παλάτι. Ένα μικρό μικροαστικό σπιτάκι ήταν. Μια μονοκατοικία με σαλοτραπεζαρία και δύο κρεβατοκάμαρες. Και το μπάνιο ένα και μοναδικό. Ξεκίνησε λοιπόν η συγκατοίκηση με κάποιες δυσκολίες, αλλά τα πραγματικά σύννεφα ήρθαν μετά απο λίγες μέρες. Και αυτά  δεν προέρχονταν από τον γαμπρό. Άλλωστε αυτόν τον είχε διαλέξει η ίδια η Ασημίνα. Όπως είχε γράψει στην αδερφή της ο άντρας της δεν, έλα όμως που ο γαμπρός μπορούσε… Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ οι θόρυβοι του νέου ζευγαριού έφταναν βασανιστικοί στη διπλανή κρεβατοκάμαρα των μεγάλων. Και μπορεί ο άντρας της που έχοντας κάποιο χρόνιο πρόβλημα με τα αυτιά του να μην άκουγε τίποτα, η στερημένη όμως Ασημίνα τα άκουγε όλα και στριφογύριζε κάθε βράδυ στο κρεβάτι της, υποφέροντας από την ανικανοποίητη γυναικεία της φύση. Προσπάθησε να το ξεπεράσει. Όμως από τη μία ο νταβραντισμένος εργολάβος και από την άλλη η πρωτομάθητη στον έρωτα γυναίκα, του έδιναν και καταλάβαινε.
   Πέρασε έτσι ο πρώτος μήνας και η μάνα της, εξουθενωμένη από το καθημερινό νυχτιάτικο βασανιστήριο αλλά και από το ξενύχτι που τραβούσε, ένα πρωινό μόλις έφυγαν οι άντρες, λέει στην Ελένη:
   
  -Άκου να δεις… Ο άντρας σου δεν μου αρέσει. Κοίτα να τον χωρίσεις…
    Η κόρη της έμεινε άναυδη.
  - Μα πώς να τον χωρίσω; Μόλις παντρευτήκαμε… Εσύ μου τον προξένεψες… Τι θα πει ο κόσμος;
   -Δεν με νοιάζει. Να τον χωρίσεις…
   -Μα πώς; Και τι να πω;
   -Δεν ξέρω… Πες πως βρωμάει ο στόμας του..
    
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Έψαχνε πρώτα να βρει τι την έκανε τη μάνα της να πάρει μια τέτοια απόφαση. Άκρη δεν έβγαινε. Ύστερα την έτρωγε το τι θα έλεγε πρώτα στον άντρα της και ύστερα στη γειτονιά. Και ξαφνικά το αποφάσισε. Θα τα μάζευαν  και θα έφευγαν. Ήταν η απλούστερη λύση. Και όταν ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, η μοίρα που είναι ο καλύτερος μάγειρας βρήκε την οριστική λύση. Αφού αποχαιρέτησε τον άντρα της που θα πήγαινε όπως κάθε μέρα στην οικοδομή, έφυγε για το μαγαζί του πατέρα της. Και το μεσημέρι ήρθαν τα κακά μαντάτα: Ο μαστρο - Γιάννης είχε πέσει από την σκαλωσιά και είχε μείνει στον τόπο. Έτσι τέλειωσε ο άτυχος γάμος της Ελενίτσας.
   
Όμως οι ολιγοήμερες ερωτικές εξάρσεις του ζευγαριού δεν είχαν μείνει μόνο μία ηδονική ανάμνηση. Είχαν καρπίσει. Και ύστερα από τις εξετάσεις που έγιναν ένεκα μίας σειράς συμπτωμάτων, πιστοποιήθηκε η εγκυμοσύνη. Αυτή η εξέλιξη είχε σαν συνέπεια να χειροτερέψει η ψύχωση της Ασημίνας. 

Τι διάολο. Καλά να μην έχει ποτέ νιώσει ότι άκουγε τόσο καιρό από τη διπλανή κρεβατοκάμαρα και που την οδηγούσε στην τρέλα, να κάνει  αυτή και παιδί; Κάτι που ποτέ δεν θα είχε την χαρά να κάνει εκείνη; 

Δεν την ήθελε πια στο σπίτι. Είχε σκυλομετανιώσει –που λένε- ακόμα και για την υιοθεσία της ανιψιάς της. Το είχε πάρει απόφαση: Θα την έδιωχνε και θα προχωρούσε στην αποκλήρωση. Γενικά, όπως και να το πάρει κανείς, η όλη αυτή ιστορία είχε κάτι το παράλογο. Εκείνη ήταν που  είχε αποφασίσει να παντρέψει τη θετή κόρη της, εκείνη είχε επιλέξει τον άντρα που θα παντρευόταν, εκείνη κατόπιν αποφάσισε να τους χωρίσει, αλλά και τώρα που η γενεσιουργός αιτία όλου αυτού του παραλογισμού είχε εκλείψει, εκείνη δεν ήθελε πια ούτε να βλέπει την Ελενίτσα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!
    
Μετά από αυτή της την απόφαση είχε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα; Τι θα έλεγε στον άντρα της; Τι θα καταλάβαινε, άραγε, ο αγαθός αυτός άνθρωπος και πώς θα τον έπειθε να αποκληρώσουν το κορίτσι, που εκτός των άλλων το είχε συμπαθήσει μιας και τον βοηθούσε στο μαγαζί και είχε διαπιστώσει την καλοσύνη και τις ικανότητές του; Και τότε το άρρωστο μυαλό της κάθισε και σκαρφίστηκε εκείνη την ιστορία της κλοπής των χρυσαφικών της. Μία μέρα  μάζεψε μερικά από τα χρυσαφικά της, τα έβαλε μέσα σε μια κάλτσα και, όταν οι άλλοι έλειπαν από το σπίτι, κατέβηκε στον κήπο και τα έθαψε σε μια γωνιά. Ύστερα άνοιξε ένα κομπόδεμα που κρατούσε κρυφά από τον αγαθό άντρα της ό,τι περίσσευε από τα χρήματα που της έδινε για τα ψώνια, μπήκε στο δωμάτιο της Ελένης, άνοιξε την ντουλάπα και έβαλε το μάτσο από τα χαρτονομίσματα στην εσωτερική τσέπη του παλτού της μισητής γυναίκας. Είχε καταστρώσει καλά το σχέδιό της. Μετά από κάμποσες μέρες ήταν να πάνε στον γάμο της κόρης κάποιας γειτόνισσας.  Και όταν έφτασε η μέρα του γάμου, ξέσπασε η καταιγίδα.
   
  -Έχασα τα κοσμήματα μου!... Πού είναι τα δαχτυλίδια μου;  Και γυρνώντας στη Ελένη: Εσύ μου τα πήρες;
   Η μικρή πήγε να τρελαθεί:
  -Και τι δουλειά έχω εγώ με τα δαχτυλίδια σου, μάνα;
  -Τι δουλειά έχεις ε;  Και άκου να δεις, εμένα να μη με ξαναπείς μάνα…
  -Μα τι λές τώρα; Μπήκε στη μέση ο άντρας της Ασημίνας. Για ψάξε, καλή μου, ξανά… Μήπως δεν θυμάσαι που τα έχεις βάλει;
   -Μωρέ εγώ ξέρω και παραξέρω… Τώρα θα δούμε… Πάμε στο δωμάτιό σου μωρή…
   
Και μια και δυο, η Ασημίνα μπαίνει με φούρια στο δωμάτιο της Ελένης. Τραβάει πρώτα έξω τα συρτάρια του κομοδίνου και αρχίζει να σκαλίζει. Τίποτα. Ύστερα πάει στην ντουλάπα και αρχίζει να ψάχνει μέσα στις τσέπες του κρεμασμένου παλτού και, όπως ήταν φυσικό, βρίσκει το μάτσο με τα λεφτά.
   
   -Πού τα βρήκες εσύ τόσα λεφτά;
    Το κορίτσι κοκκίνισε. Δεν ήξερε τι να απαντήσει.
   -Μα…
   -Τι μα και ξεμά;  Αυτό είναι: Πούλησες τα χρυσαφικά μου 
    και πήρες αυτά τα λεφτά…
   
Μωρέ δεν πα να ωρυόταν η καημένη η Ελενίτσα ότι δεν ήξερε τίποτα, αυτό που είχε στο μυαλό της η Ασημίνα το έκανε.  Όμως, επειδή κατά βάθος φοβόταν μήπως και αποκαλυφθεί το πανούργο της σχέδιο αν ανακατευόταν στην υπόθεση η Αστυνομία, η άρρωστη γυναίκα έκανε και τη  μεγαλόψυχη:
   
  -Έχε χάρη, κακομοίρα, που λυπάμαι την καψερή την  αδερφή μου… Αλλιώς θα σε έκλεινα στη φυλακή…
    
Και τότε ένα φως έλαμψε μέσα στο μυαλό της αποσβολωμένης Ελενίτσας, που ξέροντας ότι αυτή δεν είχε πάρει τα χρυσαφικά αλλά ούτε και ιδέα είχε για τούτα τα χρήματα, τόλμησε να αντιτείνει:
   
   -Του άντρα μου θα είναι αυτά τα λεφτά…
   -Και τότε πού είναι τα χρυσαφικά μου; Αύριο κιόλας τα μαζεύεις και φεύγεις…
   
Έτσι, την άλλη μέρα η Ελένη τα μάζεψε και έφυγε από το σπίτι της θείας της. Θείας της; Και όμως όχι. Η Ασημίνα παρέμεινε μάνα της, γιατί μη βρίσκοντας καμιά αληθινή αιτία δεν προχώρησε στην αποκλήρωση. Αυτό όμως το έμαθε πολύ αργότερα σε προχωρημένη ηλικία η Ελένη, όταν μετά το θάνατο της Ασημίνας τής ήρθε το κληρονομητήριο. Αλλά ως τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
   
Σε κάποιαν απόσταση από το σπίτι τους υπήρχε ένα σπιτάκι όπου έμεναν δυο γριούλες αδερφές. Η Ελένη τις είχε γνωρίσει, όταν  είχε σηκώσει από τον δρόμο την μία από αυτές, τότε που είχε πέσει και είχε σπάσει το πόδι της. Ακολούθως είχε  φωνάξει ασθενοφόρο και την είχε συνοδεύσει μέχρι το νοσοκομείο, στη Βούλα. Από τότε πήγαινε ταχτικά στο σπίτι τους και τις βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Πήγε λοιπόν σ’ αυτές και τους είπε τα καθέκαστα με το νι και με το σίγμα, παρακαλώντας τις να μην πουν τίποτα σε κανέναν. Εκείνες γνωρίζοντας την τιμιότητά της, που άλλωστε την είχαν δοκιμάσει καθώς πολύ συχνά πήγαινε και τους ψώνιζε από το μπακάλικο της γειτονιάς και τους έφερνε τα ρέστα σωστά μέχρι και την τελευταία δεκάρα, την πίστεψαν και προσφέρθηκαν να τη φιλοξενήσουν ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει από εκεί και πέρα.  Και επειδή, όπως λένε «ουδέν μονιμότερον του προσωρινού», η Ελένη έμεινε εκεί, γέννησε το κοριτσάκι της και έφτασε μέχρι και να τις γηροκομήσει.
    
Όταν πια πέθαναν, η Ελένη, τριαντάχρονη πια, αποφάσισε να πάει να μείνει στο χωριό με τη μάνα της που είχε βαρύνει και οπωσδήποτε χρειαζόταν βοήθεια.. Τα αδέρφια της είχαν φύγει σε μακρινές χώρες να κάνουν την τύχη τους. Τα δύο είχαν εξαφανιστεί. Ούτε γράμμα ούτε γραφή.  Μόνο το τρίτο, που είχε πάει στην Αυστράλια, της έγραφε πού και πού στέλνοντάς της, όποτε θυμόταν, και καμιά επιταγή.
   
Πήρε το μικρό κοριτσάκι της, την Αλέκα, και πήγε στο χωριό. Μετά από μιαν εβδομάδα κίνησε για τη Λαμία να πάει να δει και τη θεία της. Εκείνη την υποδέχτηκε με χαρά και της πρότεινε να κάτσει εκεί για καμιά βδομάδα, χωρίς να κάνει δουλειές, όπως της είπε χαριτολογώντας. Έχω τώρα δύο υπηρέτριες, συμπλήρωσε.  Η Ελένη κάθισε στην πολυθρόνα και χάζευε το σπίτι. Τόσες αναμνήσεις… Σε λίγο μπαίνει μια νεαρή υπηρέτρια.
    
    -Πώς τον πίνετε τον καφέ σας;
    -Γλυκύ βραστό…
    
Κύριε Γιώργο,… ορίστε ο καφές σας …Γλυκύς βραστός…
    
Ήταν στο ίδιο μέρος, χρόνια, πολλά χρόνια πίσω. Παντοδύναμος ο συνειρμός ζωντάνεψε την εικόνα του αγαπημένου προσώπου: 

Αχ!... Τι όμορφα μάτια που έχεις… Εγώ  μια μέρα θα σε  κλέψω.
   
Ποτέ δεν έπαψε να τον αγαπάει. Όχι σαν άντρα, αλλά σαν μια οπτασία που της είχε ξυπνήσει κάτι μέσα της.
    
Ήρθε ο καφές και μαζί με αυτόν και η θεία της, που είχε πάει στην κουζίνα να επιβλέψει το μεσημεριανό φαγητό. Και ξαφνικά έπεσε ένας κεραυνός στο δωμάτιο:
   
    -Βρε Ελενίτσα,… θυμάσαι τον κύριο Γιώργο;
    Πριν από λίγο αυτόν θυμόταν.
   -Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι, ψέλλισε κάτασπρη σαν το μεταξωτό τραπεζομάντιλο που ήταν ακουμπισμένοι οι καφέδες.
   -Στον δρόμο βρίσκεται… Έρχεται από την Αθήνα με το τραίνο. Μένει, ξέρεις, στη Γαλλία. Έχει προκόψει. Όμως ατύχησε. Η γυναίκα του πέθανε στη γέννα αφήνοντάς του ένα κοριτσάκι. Να… σαν το δικό σου σε ηλικία. Τον κακομοίρη!  Άτυχος όπως κι εσύ…
    
Δεν ήξερε τι να πει. Μήπως και θα καταλάβαινε τίποτα η θεία της για τον νεανικό αυτόν έρωτά της; Για την οπτασία του που γέμιζε την κοριτσίστικη ζωή της με ανατριχίλες αλλά και τη μετέπειτα ζωή της, σαν παντρεμένη, με ανομολόγητες φαντασιώσεις;
   
Ούτε και κείνη δεν  θυμάται τώρα – μετά από τριάντα χρόνια – πώς πέρασε η ώρα μέχρι να έρθει η αγαπημένη οπτασία και να ξαναζωντανέψει εκεί μπροστά της στο σαλονάκι της θείας της…

    

Ο Γιώργος δεν χρειάστηκε να κλέψει την Ελένη. Την παντρεύτηκε εκεί, στη Λαμία, και την πήρε να ζήσουν μακριά, στη Γαλλία. Ήταν κατά κάποιο τρόπο κλέψιμο, μιας και την έκλεβε οδηγώντας την μακριά από τις κακές της εμπειρίες, στην ευτυχία μιας πραγματικής ζωής.


Δημήτρης Μπούκουρας

(Ο Δημήτρης Μπούκουρας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1942. Η ζωή του σημαδεύτηκε από τον άδικο θάνατο της μητέρας του στα Δεκεμβριανά. Τέλειωσε το Γυμνάσιο Παλ. Φαλήρου και ακολούθως φοίτησε στη δημοσιογραφική σχολή του Σπύρου Μελά. Εργάστηκε για δύο χρόνια στην εφημερίδα  «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1964 μέχρι το 1967, όταν η Χούντα σταμάτησε άδοξα τη δημοσιογραφική του καριέρα, αφού οι εφημερίδες έπεσαν σε χειμερία νάρκη και η λογοκρισία ανέλαβε τον ρόλο του διευθυντή σύνταξης. Ύστερα από πολλές επαγγελματικές περιπέτειες  ασχολήθηκε με το εμπόριο. Είναι παντρεμένος με την Αγγελική Μολφέτα. Έχει γράψει μια συλλογή ποιημάτων, μια συλλογή διηγημάτων, δύο παιδικά βιβλία, «Οι Στρατήδες» και το «Γεια σας… Είμαι η Μύρτις», ταξιδιωτικές εντυπώσεις, δύο εργασίες: «Το παραμύθι του οψιδιανού» και  «Σύντομη ιστορία του Ελληνικού νομίσματος», και το αυτοβιογραφικό  αφήγημα «Διάττοντες» που είναι και η πρώτη του δουλειά που εκδόθηκε από τις "μικρές εκδόσεις"Ποιήματά του, καθώς και διηγήματα, έχουν βραβευτεί σε αντίστοιχους διαγωνισμούς.)

(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)