Τετάρτη 31 Μαΐου 2017


Machado de Assis

Ρεαλιστική Τριλογία

μετάφραση, πρόλογος, σημειώσεις: Μαρία Παπαδήμα

εκδόσεις Gutenberg (σειρά Orbis Literae)







Η υπέροχη αποδόμηση της ψευδαίσθησης του λογοτεχνικά αληθινού

Διαβάζοντας  τη ρεαλιστική τριλογία του κορυφαίου Βραζιλιάνου συγγραφέα Μασάντο ντε Ασίς (τρία μυθιστορήματα: Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας, Κίνκας Μπόρμπα και Δον Κασμούρο) νιώθεις να επιστρέφεις στους γνώριμους τόπους της καλής λογοτεχνίας. Είδος εν ανεπαρκεία; Κατά μία έννοια ίσως ναι. Ο Μασάντο ντε Ασίς, συγγραφέας με παγκόσμια αναγνώριση (λιγότερο γνωστός στην Ελλάδα) δείχνει με τη γραφή του πως κάποιος  μπορεί να θεωρηθεί κλασικός και ταυτόχρονα νεωτεριστής.
Τα τρία αυτά μυθιστορήματα είναι αντιπροσωπευτικά της δεύτερης περιόδου, της ρεαλιστικής όπως ονομάζεται (η πρώτη χαρακτηρίζεται ως ρομαντική), με τον ρεαλισμό ωστόσο να απέχει από τα σαφή γνωρίσματα του είδους, τουλάχιστον όπως τον κατανοούμε στη λογοτεχνία. Η Μαρία Παπαδήμα, μεταφράστρια της τριλογίας, διευκρινίζει σχετικά στην κατατοπιστική εισαγωγή της στο έργο:

[…]δεν θα πρέπει να αναζητήσει κανείς στα μυθιστορήματα αυτά της ρεαλιστικής περιόδου τον ντετερμινισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς που πρεσβεύει ο ρεαλισμός, διότι σύμφωνα με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα πάντα υποβόσκει στη σκιά και στο μυστήριο αυτό που «θα ήταν ανώφελο να εξηγηθεί» και που κάνει τους ήρωές του ζωντανούς οργανισμούς κι όχι σχηματικά και προκαθορισμένα ανθρώπινα πεπρωμένα. Η δεύτερη αυτή περίοδος θα ήταν εντέλει προτιμότερο να αξιολογηθεί με όρους τελειοποίησης της τεχνικής του και εδραίωσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και του ύφους του[…]

Η αφήγηση του ντε Ασίς δεν ακολουθεί σχεδόν κανέναν από τους καθιερωμένους -και κοινότοπους αναπόφευκτα- αφηγηματικούς τρόπους, έτσι που τους χρησιμοποιεί όλους μεν (σε μια διαρκή εναλλαγή) αλλά μεταποιώντας τους κατά βούληση. Αν υπήρχε δόκιμος όρος για τον αιφνιδιασμό ως τρόπο αφήγησης, νομίζω θα τον επιλέγαμε χωρίς αμφιβολία. Ιστορεί με μια ολοζώντανη γλώσσα, τόσο κοντά σ’ εκείνες τις παλιές διηγήσεις (που μας ξεγελούσαν για προφορικές), ανοίγοντας κάθε τόσο «διάλογο» με τον φανταστικό του αναγνώστη, απομυθοποιώντας έτσι και αποδομώντας την ψευδαίσθηση της λογοτεχνικής «αλήθειας». Μια σχεδόν συνωμοτική συνομιλία, που κατευθύνει την ανάγνωση παρέχοντας έτσι μια γενναιόδωρη «συμμετοχή» στην αφηγημένη ιστορία. Οι διαρκείς παρεμβάσεις του, οι οποίες στην ουσία εισάγουν νέες εκδοχές/οπτικές της πλοκής αλλά και οδηγούν συχνότερα σε παρεκβάσεις/εγκιβωτισμούς παλαιότερων γεγονότων,  καταργούν την ευθύγραμμη χρονικά, τη γραμμική αφήγηση, γεγονός που ξαφνιάζει αρχικά τον αναγνώστη. Συνειδητοποιεί, όμως, γρήγορα τον εμπλουτισμό της ιστορίας, το ουσιαστικό κέρδος της ανάγνωσης, την οποία δυσκολεύεται να εγκαταλείψει. Η τέχνη του ντε Ασίς είναι σπουδαία.

[…]σου αρέσει η άμεση και πυκνή αφήγηση, το κανονικό ύφος που ρέει, κι αυτό το βιβλίο και το ύφος μου είναι σαν τους μεθυσμένους που πάνε μια αριστερά μια δεξιά, προχωράνε και σταματάνε, γκρινιάζουν, φωνάζουν, ξεσπάνε σε γέλια, απειλούν τον ουρανό, σκοντάφτουν και πέφτουν.

Στην πρώτη ιστορία, Μεταθανάτιες αναμνήσεις του Μπρας Κούμπας, η πρωτοτυπία του θέματος (ο νεκρός πλέον αφηγητής μεταφέρει τη ζωή του κάτω από τη νέα οπτική που απέκτησε με την εμπειρία του θανάτου του), διανθισμένη με μια λεπτή ειρωνεία και πάμπολλες παρεκβάσεις, τοποθετεί σε διακριτή θέση το μυθιστόρημα αυτό στον κόσμο της μεγάλης αφήγησης. Στέκομαι στις υπέροχες εννέα σελίδες (δύσκολα πάντως επιλέγεις απόσπασμα από όλο αυτό το εξαιρετικό ανάγνωσμα), στις οποίες αφηγείται ένα Παραλήρημα. Οι μεταμορφώσεις του Μπρας Κούμπα διαβάζονται με μια ανάσα, και (καθόσον στην τέχνη οι συνειρμοί είναι και επιτρεπτοί αλλά και πολύ ενδιαφέροντες) έρχεται στο μυαλό ο άλλος υπέροχος δημιουργός (της μεγάλης οθόνης αυτός) ο Γούντυ Άλλλεν και οι ευφάνταστες μεταμορφώσεις του στην ευρηματική του ταινία Ζέλινγκ. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο ίδιος θεωρεί ότι έχει επηρεαστεί από τον Βραζιλιάνο μάστορα του λόγου.


Στην αρχή, πήρα τη μορφή ενός Κινέζου κουρέα, κοιλαρά κι επιδέξιου, που ξύριζε έναν μανδαρίνο, κι αυτός με πλήρωνε για την εργασία μου με τσιμπιές και καραμέλες: ιδιορρυθμία μανδαρίνου.
Αμέσως μετά ένιωσα να μεταμορφώνομαι στη Θεολογική Σύνοψη του Αγίου Θωμά του Ακινάτη, που τυπώθηκε σ’ έναν δερματόδετο τόμο, με ασημένια κλείστρα και γκραβούρες·
[…]ο άνθρωπος[…]κατέβαινε στα έγκατα της Γης, ανέβαινε στα σύννεφα, συμβάλλοντας έτσι στο μυστηριώδες έργο προκειμένου να διατηρείται η αναγκαιότητα της ζωής και η μελαγχολία της αδυναμίας.

Ένα παραληρηματικό κείμενο εδώ που οδηγεί, ωστόσο, σε διατύπωση φιλοσοφικού στοχασμού. Ένα μείγμα εξαίσιο υπερρεαλισμού και φιλοσοφίας του παραλόγου (το θέμα της αδυναμίας του ανθρώπου για εξήγηση μέσα σ’ έναν κόσμο που αδιαφορεί) τόσο πρώιμα όμως, τόσο μπροστά από την εμφάνιση των κινημάτων αυτών, και κυρίως τόσο πριν γίνει αντιληπτή από τη λογοτεχνία η δυνατότητα της μείξης τους.
 Ίσως αυτό το πρώτο μέρος της τριλογίας να είναι και το καλύτερο, αν και διστάζεις να διαλέξεις ανάμεσά τους.

Στη δεύτερη ιστορία, ο Κίνκας Μπόρμπα συνδέεται με το προηγούμενο μυθιστόρημα και καθορίζει τη ζωή του ήρωα, του Ρουμπιάο. Ο ίδιος ο Κίνκας Μπόρμπα δεν ζει πλέον, ως μετενσάρκωσή του όμως θα δούμε τον σκύλο του με το ίδιο όνομα. Εδώ αξίζει να σταθούμε σε μια συνομιλία απρόσμενη, δείγμα αυτών των εικόνων που ο ντε Ασίς μεταφέρει στο έργο του:
Ο θόρυβος απ’ τις φωνές και τις άμαξες ξύπνησε έναν ζητιάνο που κοιμόταν στα σκαλιά της εκκλησίας. Ο κακομοίρης ανακάθισε, είδε περί τίνος επρόκειτο και ξάπλωσε πάλι· τώρα όμως είχε ξυπνήσει για τα καλά και, ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσε τον ουρανό. Ο ουρανός τον κοιτούσε κι εκείνος με την ίδια απάθεια, αλλά δεν είχε τις ρυτίδες του ζητιάνου ούτε τα ξεχαρβαλωμένα του παπούτσια ούτε φορούσε τα κουρέλια του· ήταν ένας ουρανός καθαρός, έναστρος, γαλήνιος, ολύμπιος, σαν εκείνον που είχε παρευρεθεί στους γάμους του Ιακώβ και στην αυτοκτονία της Λουκρητίας. Κοιτάζονταν οι δυο τους, σαν να ’παιζαν το ποιος θα γελάσει πρώτος· δύο μεγαλειότητες, αντίπαλες και ήρεμες, χωρίς αλαζονεία και ταπεινοφροσύνη, κι ήταν σαν να ’λεγε ο ζητιάνος στον ουρανό:
-         Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να μου πέσεις στο κεφάλι.

Κι ο ουρανός στον ζητιάνο:

-         Ούτε εσύ πρόκειται να σκαρφαλώσεις ως εδώ.


Η τρίτη ιστορία, Δον Κασμούρο, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ερωτική, αν ένας τέτοιος χαρακτηρισμός δεν της στερούσε τα τόσα άλλα διαφορετικά επίπεδα στα οποία μπορεί να αναγνωσθεί.
Η φιλοσοφική διάθεση ενσωματώνεται περίτεχνα στα γεγονότα της πλοκής, το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης (όπως και στην πρώτη ιστορία) επιτρέπει την καταβύθιση στον κόσμο του ήρωα, οι περιγραφές και η εμμονή στις λεπτομέρειες δικαιολογούνται σαν
ένας τρόπος να γράψεις για την ουσία σου, να τη διηγηθείς χωρίς να παραλείψεις τίποτα, ούτε καλό ούτε κακό.
Το ανατρεπτικό της τέλος, άλλο ένα δείγμα πρώιμης νεωτερικής γραφής, την αναδεικνύει σε μια από τις καλύτερες αφηγημένες ιστορίες. Αλλά και η εικόνα στο κεφάλαιο Ο κουρέας σε κάνει να σκεφτείς πως, αν ζούσε σήμερα ο ντε Ασίς, μια τέτοια ιστορία, όπως αυτή του κουρέα που παίζει το βιολί του, θα διεκδικούσε τα εύσημα ενός εξαιρετικού μικροδιηγήματος.

Ρεαλιστική η τριλογία, ρεαλιστική και υπερρεαλιστική ταυτόχρονα η γραφή του ντε Ασίς, μας μεταφέρει σε διαφορετικά τοπία αφηγημένου λόγου, με την υποκειμενικότητα του μοντερνισμού, με την υπερβατικότητα της αμφισημίας (μαγικός εδώ ο ρεαλισμός), με την πρωτοτυπία του ύφους. Και όλα αυτά γραμμένα τον 19ο αιώνα. Μια γραφή που δεν μπορείς να την κατατάξεις εύκολα. Πρώιμος εκπρόσωπος του μοντερνισμού ο ντε Ασίς; Ρεαλιστής, όπως τον θέλει ο τίτλος της τριλογίας του; Ίσως οι μεγάλοι συγγραφείς να αποτελούν μια κατηγορία από μόνοι τους.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/realistiki-trilogia/)


Δύο ποιητικές φωνές κόντρα στο ρεύμα Νίκη Κωνσταντοπούλου Εγώ απέναντι εκδόσεις Vakxikon Μαρία Φουτζιτζή Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια εκδόσεις Σαιξπηρικόν η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/dyo-poiitikes-fwnes-kontra-sto-reyma/


Δύο ποιητικές φωνές κόντρα στο ρεύμα



Νίκη Κωνσταντοπούλου

Εγώ απέναντι

 εκδόσεις Vakxikon



Μαρία Φουτζιτζή

Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια

εκδόσεις Σαιξπηρικόν

η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/dyo-poiitikes-fwnes-kontra-sto-reyma/



Η ποιητική παραγωγή, πλούσια πάντοτε, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης απογειώνεται, καθώς οι στίχοι μπορούν να αποτυπώσουν με τον πιο αυθόρμητο τρόπο τις σκηνές της δύσκολης πραγματικότητας, χωρίς να απαιτείται χρονική απόσταση από τα γεγονότα. Η ποίηση συμβαδίζει με το κοινωνικό γίγνεσθαι, όπως αυτό εξελίσσεται φορτίζοντας νοητικά και συναισθηματικά τον ποιητή. Οι νεότερες ποιητικές καταθέσεις δεν είναι όλες ενδιαφέρουσες - άλλωστε η ποιότητα δεν είναι συνήθως ανάλογη της ποσοτικής παραγωγής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δικαιούμαστε να θεωρήσουμε σημαντικές αυτές τις ποιητικές φωνές που ξεφεύγοντας από τη συνήθη θεματολογία (αγαπητή στις νεαρές ηλικίες) που περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση ταυτότητας σε μοναχικούς ή συντροφικούς δρόμους. Προσωπικά, θα έλεγα ότι αγαπώ τις φωνές (όχι κατ’ ανάγκη ηχηρές κραυγές) που πάνε κόντρα στο ρεύμα και φανερώνουν μια ωριμότητα που δεν συνάδει με την ηλικία. Μάλιστα όσο πιο χαμηλόφωνες είναι, τόσο και πιο ενδιαφέρουσες, έτσι όπως αναμετρώνται με τις καταξιωμένες (συχνά ανούσιες) φωνές ή φωνασκίες. Το γεγονός ότι σ’ αυτό το σημείωμα οι δύο διακριτές ποιητικές συλλογές γράφονται από γυναίκες, μάλλον ας θεωρηθεί τυχαίο. Δεν πιστεύω ότι έχει κάποια σημασία, τουλάχιστον με τον τρόπο που γίνεται, να διακρίνουμε τη γραφή σε γυναικεία και αντρική.

Νίκη Κωνσταντοπούλου
Εγώ απέναντι
εκδόσεις Vakxikon

Και μόνο ο τίτλος της συλλογής της Νίκης Κωνσταντοπούλου Εγώ απέναντι θα έφτανε για να την προσέξουμε. Διαβάζοντας τα ποιήματά της βλέπουμε ότι ο τίτλος δεν επιλέχτηκε χάριν εντυπωσιασμού. Ανταποκρίνεται απολύτως στο περιεχόμενο. Η ποιήτρια τοποθετείται απέναντι από τους άλλους, από τον εαυτό της, από όσα τη θλίβουν γύρω της. Απέναντι, για να οριοθετήσει τον εαυτό της, για να κρίνει αυτά που βλέπει και βιώνει. Αντιστρέφει ταυτόχρονα την αντίληψη που έχουμε για τα τοπία, τις σχέσεις, τα χρονικά διαστήματα, την ωριμότητα αναπόφευκτα. Το ποιητικό υποκείμενο αποστασιοποιημένο για να μπορεί να δει καλύτερα, πληρώνοντας έτσι το τίμημα της ώριμης και ξεκάθαρης θέας με τη μοναξιά.

[…]
Καταγράφω τους ήχους
με τα μάτια δεμένα
εκπαιδεύτηκα σκληρά
να κυνηγάω σκιάχτρα.
[…]
Μην υποτιμάς το ελάχιστο του χρόνου.
Σε μια κλίμακα αντιστρόφως ανάλογη
μετρά όσο η αιώνια μνήμη.

Ψάχνει και εντοπίζει στον χώρο των ομότεχνων εκείνον τον καταραμένο και του αφιερώνει σε μια ταπεινή συμπόρευση μεγέθους τον δικό της οβολό στα σκοτεινά νερά της ποίησης:

Θέλω για σένα να σκαλίσω τον τοίχο
σαν τον μαστοράκο του στίχου
ταπεινό ον γονατίζω μπροστά σου
σε ιερό προσκύνημα μπαίνω με υπερηφάνεια.

Δεν έχω καλά νέα να σου πω
τα άνθη του κακού ακόμα ανθίζουν
και σαν πληγές κακοφορμίζουν
σκορπίζοντας κίτρινο υγρό παντού.

Εγώ πάντα στα μαύρα ντυμένη
λέω άπειρες φορές το όνομά σου
μέχρι τα χείλη μου να ματώσουν
κόκκινο στη νύχτα
που έχει πάψει από καιρό να αιμορραγεί.

Με έκφραση ημίτρελη, σαλή
θα σηκώσω με νηφαλιότητα το ποτήρι μου
και θα πιω στην υγειά του ποιητή
που δεν γνωρίζει θάνατο κι ευτυχία.
(ΣΤΟΝ CHARLES BAUDELAIRE)

Σπάνια συναντάμε τόσο περιεκτικό σε νόημα στίχο. Θα μπορούσε αυτό το ποίημα να αποτελέσει τη συνοπτική αλλά πλήρη άποψη της ποιήτριας για τον κόσμο και τη θέση της σ’ αυτόν. Το μαύρο χρώμα της εικόνας της, η επίγνωση της άγνοιας (ή μήπως η σαφής γνώση του ανεδαφικού) απέναντι στον θάνατο και στην ευτυχία, αλλά και η ανάγκη να πληροφορήσει τον ποιητή ότι τα Άνθη του κακού ακόμα θάλλουν σε πείσμα των αισιόδοξων και οραματιστών. Η Κωνσταντοπούλου μοιάζει να ξέρει ότι η ποίηση απαιτεί αίμα για να γραφεί. Δεν γράφεται με χαρούμενα χρώματα. Το χρώμα της είναι το μαύρο. Κι αν είναι κόκκινο δεν παραπέμπει σε εορταστικές καρδούλες αλλά σε αιμάσσοντα σώματα που καθημερινά σπαράσσονται.  
Είναι και η στάση απέναντι στη μνήμη, που ξαφνιάζει και εδώ για την ωριμότητα της αντιμετώπισης:

Στην ντουλάπα του σπιτιού μου
βάζαμε άτακτα όλα μας τα ρούχα - όπως τις σκέψεις μας.
Στριμώχναμε τα παλιά·
πάνω πάνω ήταν τα νέα για να ξεχνάμε.
Παλιά παλτά του πατέρα μου
Που μύριζαν αλκοόλ και τσιγάρο
όπως τα νιάτα του.
Παλιές φούστες της μάνας μου
χρωματιστές με λουλούδια
που μύριζαν άκρατο ρομαντισμό.
Παλιές τσάντες που αποθήκευες ευκολότερα
τα αντικείμενα που μαρτυρούσαν.
Στην ντουλάπα του σπιτιού μου
στο δεξί φύλλο χαμηλά
υπήρχαν πολλά μικρά κουρελάκια
στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο.
Εκεί γεννούσε η γάτα μας
ενώ εμείς αφαιρούσαμε κομμάτια μνήμες.
Μετά παίρναμε αγκαλιά τα μικρά
και σωπαίναμε για ώρες.  
(ΣΤΗΝ ΝΤΟΥΛΑΠΑ)

Η ποίηση της Κωνσταντοπούλου διαβάζεται χαμηλόφωνα και με πολλές διακοπές του λόγου, γιατί οι λέξεις της εύστοχες και περιεκτικές ζητούν τον προσεκτικό αναγνώστη. Η αντιστροφή της εικόνας του κόσμου, η θέση της ίδιας στην αντίπερα όχθη (ως στάση ζωής που δεν είναι καθόλου ευκαιριακή) κάνει τον λόγο της ελκυστικό στη διαφορετικότητά του, του προσδίδει μια διαχρονικότητα και εκπλήσσει με τη σαφήνεια των εννοιών. Δεν κατέφυγε στην ευκολία μιας δημιουργικής τάχα ασάφειας. Προτίμησε την κατ’ ευθείαν αντίθεση. Αυτό από μόνο του θα ήταν ενδιαφέρον. Έχεις όμως τόσα σημεία για να σταθείς και να σχολιάσεις. Κλείνοντας την αναφορά στη συλλογή της Νίκης Κωνσταντοπούλου δεν μπορώ να μη σταθώ σ’ αυτό το σύντομο που από την αρχή με τράβηξε. Ίσως για την πολυσημία του, ίσως γιατί (αυθαιρέτως) έκανα τον συνειρμό με τους υπέροχους διαλόγους του Pessoa με τον διάβολο:

στέκεται μέρες τώρα
στη μέση του δρόμου
τα αυτοκίνητα τον προσπερνούν
οι άνθρωποι περνάνε από δίπλα του ξυστά
ακουμπάνε τον ώμο τους
κι αμέσως τινάζουν το παλτό τους
τα περιστέρια δεν τον πλησιάζουν ούτε για λίγα ψίχουλα
τα παιδιά τον κοιτάζουν με περιέργεια
μέχρι οι μανάδες να τα απομακρύνουν γρήγορα

Τέτοια συντονισμένη αδιαφορία
θα ζήλευε και ο διάβολος.
[εκείνος ο άνθρωπος]


Μαρία Φουτζιτζή
Ποσά αντιστρόφως ανάλογα και αναλόγως αντίστροφα κορίτσια
εκδόσεις Σαιξπηρικόν

Η Μαρία Φουτζιτζή  δίνει σημασία στην καθεμιά λέξη. Ίσως το ζητούμενο στην ποίηση. Μας παρουσιάζει έτσι έναν λόγο μεστό και βέβαιο για το περιεχόμενό του.


Έβαλα μάρτη κάπου στα μέσα του μήνα.
Μην με κάψει ο ήλιος.
Βρέχει συνέχεια.

Ερωτεύθηκα ανθρώπους μη διαθέσιμους
είδα ταινίες και διάβασα βιβλία για πράγματα αδιάφορα
ήπια άπειρους καφέδες το πρωί
και κοιμήθηκα χωρίς καθόλου μαξιλάρι.

Σχεδόν έκανα μια πραγματικότητα
σχεδόν
κράτησα μια πραγματικότητα σα μωρό μέχρι που έκλαψε
σχεδόν
ήταν τόσο ελαστική που το επόμενο πρωί είχε τεντωθεί μέχρι το
παράθυρο
το είχε ανοίξει
κι είχε πηδήξει στον ακάλυπτο.

Ίσως θα έπρεπε να ’χα βάλει απ’ την αρχή.


Ανοίγοντας το βιβλίο μου άρεσε που είδα στην προμετωπίδα έναν στίχο της Κατερίνας Γώγου, από εκείνο το παλαιό «Τρία κλικ αριστερά», που για τη δική μου τη γενιά σήμανε τη δική μας στροφή και την τοποθέτηση στην απέναντι όχθη. Η Μαρία Φουτζιτζή θα μας μιλήσει για μια αντιστροφή, που όπως θα φανεί από τα ποιήματά της καθόλου επιφανειακή δεν είναι. Αν ψάχνουμε για αναλογίες νοημάτων ή για αναλογίες ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, μας προειδοποιεί, θα διαψευσθούμε:

[…]
Με εκνευρίζουν τα χρονικά επιρρήματα.
Πόσο συχνά είναι το συνήθως και πόσο πιστευτό το πάντα ή το ποτέ.
Εκτός από όταν όλα τα πάντα συμβαίνουν ταυτόχρονα με όλα τα ποτέ
και δεν ξέρεις σε ποια κατεύθυνση να κοιτάξεις γιατί το πάντα
σου είναι εδώ αλλά μπορεί να φύγει
μα κι αυτό το ποτέ πάντα σου το θέλεις.

Οι λέξεις δηλωτικές των νοημάτων που εμπεριέχουν, όμως ας μην ξεχνάμε ότι κώδικες συμφωνημένοι είναι, και σαν τέτοιοι έχουν οπωσδήποτε μια προσωπική εκδοχή που αμφισβητεί το απόλυτο της αλήθειας τους. Ισχύουν αν τους δεχθούμε. Αλλιώς καταρρέουν μαζί με τους όρους της συμφωνίας τους. Μια ενδιαφέρουσα οπτική της ποιήτριας απέναντι στα συμβατικά καθιερωμένα, που την τοποθετεί κόντρα στο ρεύμα. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια ωριμότητα που θα ήταν περισσότερο σύμφωνη με μεγαλύτερη ηλικία. Ωστόσο ο λόγο της μας πείθει για τη γνησιότητα της άποψης απέναντι σε θέματα που λίγοι τα προσεγγίζουν με τόση ευθύτητα:

[…]
Ο Μπουκόβσκι λέει ότι πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές
για να ζήσεις πραγματικά.
Λες και μπορεί κανείς να μετρηθεί σε θανάτους
κι όσοι τους έχουν αποκτήσει
έχουν με κάποιο τρόπο
πιο ζωή.
[…]
Καταλαβαίνεις τι σου λέω
δεν είναι οι θάνατοι το θέμα
είναι ο θρήνος και τα τρισάγια και τα μνημόσυνα που κάνουμε
μυστικά
όταν γυρίζουμε σπίτι


Απέναντι σ’ έναν κόσμο που αγαπά την εικόνα που δείχνει προς τα έξω και όχι την αληθινή του όψη, η ποιήτρια θα δηλώσει, από το πρώτο της μάλιστα ποίημα, ότι δεν θα συνεχίσει άλλο. Δεν της αρέσει ούτε ο πανικός των ανθρώπων να προλάβουν ούτε οι ράγες πάνω στις οποίες δρομολόγησαν τη ζωή τους:

[…]
μόνο να κατέβω μπορώ
στην επόμενη στάση
που δεν είναι το σπίτι μου
και να γυρίσω με τα πόδια.


Η ποίηση αυτή δεν βολεύεται με ημίμετρα, με εύκολες απαντήσεις. Θέτει ερωτήματα και θεωρεί κέρδος αυτή καθεαυτή την απορία, παρά  την έτοιμη απάντηση των πολλών. Σε δύο ποιήματά της η Μαρία Φουτζιτζή παίζει με το νόημα των λέξεων, την ετυμολογία τους, για να δικαιώσει όλη την ουσία στο αρχικό (και αρχετυπικό) ερώτημα:

[…]
είμαστε τόσο καλοί όσο τα σημεία στίξης που βάζουμε
το θαυμαστικό δηλώνει μια κάποια ποσότητα θαυμασμού
από το υποκείμενο προς το αντικείμενο ας πούμε
προτιμώ ξεκάθαρα την απουσία τους
αν και μερικές φορές κρίνονται απαραίτητα για τη σωστή μας επικοινωνία
τις περισσότερες φορές που δεν γίνομαι κατανοητή
φταίει που δεν έβαλα αποσιωπητικά

ερώτηση


[…]
Αν υποθέσουμε ότι οι υποθέσεις μου είναι λανθασμένες
στη βάση τους
τότε μας μένει πάλι μόνο το αρχικό ερώτημα.


Κόντρα στο ρεύμα και οι δύο ποιήτριες που παρουσιάστηκαν εδώ. Και αν πρέπει αυτή η στάση του ποιητικού λόγου (ίσως και η στάση ζωής) να ερμηνευθεί καλύτερα, θα έλεγα ότι δηλώνει την αντίθεση με το ρεύμα του κοινωνικά αποδεκτού, που τόσο λίγο αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος (είμαστε μια κοινωνία σε πολύμορφη κρίση) αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει και την αντίθεση με τη λογική του συρμού που θέλει την ποίηση είτε πιο ανάλαφρη είτε αναίτια δυσνόητη. Και στις δύο εκδοχές αξίζει να πούμε ότι οι δύο ποιήτριες κάνουν τη διαφορά και προσφέρουν λόγο αυθεντικής συγκίνησης και ανατρεπτικής διάθεσης.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/dyo-poiitikes-fwnes-kontra-sto-reyma/)



















Μια ποιητική σύναξη πολύ ξεχωριστή. Χθες, 30-5-17, στο φιλόξενο βιβλιοπωλείο Επί λέξει. Προυστ, Μπωντλαίρ, έξοχες μεταφράσεις, όμορφα ακούσματα. Για το βιβλίο "Σχετικά με τον Μπωντλαίρ" του Προυστ, μετάφραση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου, εκδόσεις Κουκούτσι, αλλά και για την αναμενόμενη έκδοση των "Ανθέων του κακού". Μαζί με την εξαιρετική μεταφράστρια των παραπάνω έργων Μαριάννα Παπουτσοπούλου και τον εκδότη Βασίλη Ζηλάκο (εκδόσεις Κουκούτσι).




















Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Μαρία Γ. Τζανάκου Ο μιθριδατισμός του Αστερίωνα συλλογή ποιημάτων εκδόσεις Νοών


Μαρία Γ. Τζανάκου

Ο μιθριδατισμός του Αστερίωνα

συλλογή ποιημάτων

εκδόσεις Νοών








Η ποίηση της Μαρίας Γ. Τζανάκου -το επισημάναμε και στις προηγούμενες ποιητικές της συλλογές- έχει ένα σίγουρο πάτημα στη ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Δεν προσφεύγει στις συνήθεις ευκολίες των -νεότερων κυρίως-  ποιητών που στοχεύουν σε μια αδιέξοδη συναισθηματική κινητοποίηση του αναγνώστη. Εδώ η ποίηση μοιάζει να ξέρει ακριβώς το μέτρο της συγκίνησης, το όριο του λυρισμού. Αυτό είναι και το ενδιαφέρον στην ποιητική της πρόταση. Συλλέγοντας από τη γύρω και τη μέσα πραγματικότητα εναποθέτει στους στίχους της σχόλια (συχνά καταγγελτικά ή πικρά εσωτερικής διεργασίας), τα οποία σε αναλυτικό λόγο θα προσέγγιζαν τη δοκιμιακή εκδοχή του λόγου ως προς το περιεχόμενο.
Χρησιμοποιεί τα ουσιαστικά και τα επίθετα, δίνοντας ολόκληρο το βάρος που τους αναλογεί στην πρόταση, αναδεικνύοντας έτσι τις λέξεις σε ορίζουσες τα νοήματα. Νοήματα απολύτως σαφή, μια που αυτή η ποίηση προτιμά μια τίμια συζήτηση με τον αναγνώστη της. Αν αυτό το γνώρισμα είχε εντοπιστεί ανάμεσα σε άλλα στις προηγούμενες συλλογές της, τώρα μοιάζει να είναι ως τεχνοτροπία η κυρίαρχη διέξοδος που αναζητά ο λόγος της.


Τα δύο πρόσωπα που κυριαρχούν στα ποιήματά της, το δεύτερο ενικό και το πρώτο ενικό, αποδίδουν με τον καλύτερο τρόπο τον στόχο της γραφής της. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο
 (και το δεύτερο πληθυντικό ως παραλλαγή του) εξυπηρετεί τον διδακτικό τόνο της ποιητικής /δοκιμιακής σκέψης, ακόμη και όταν μεταλλάσσεται σε πρώτο ενικό θυμίζοντας παλαιούς ποιητές, που έκρυβαν επιμελώς το ποιητικό υποκείμενο κάτω από την προσφώνηση «εσύ». Από την πρόσφατη συλλογή της, που εξετάζεται εδώ, απουσιάζει σχεδόν το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο που εντοπιζόταν σε προηγούμενες γραφές της.  Ίσως αυτό δείχνει μια περισσότερο ενδοστρεφή ποίηση ή, έστω, μια συνειδητοποίηση μοναξιάς. Δεν παραπέμπει σε εγωκεντρισμό όμως.

Την ποιήτρια την απασχολεί η έννοια της άφευκτης μοίρας, του πεπρωμένου, απέναντι στο οποίο εμφανίζεται συχνά με λεπτή ειρωνεία ή σαρκασμό, μάλλον σε μια προσπάθεια να το αντιμετωπίσει με τα ανθρώπινα μέσα, τόσο ατελή στην άνιση μάχη που δίνουν. Η ποίηση έχει αναλάβει αυτόν τον ρόλο, συχνά αποδομώντας τα υλικά της και εμφανίζοντας ρεαλιστικά την αλήθεια των πραγμάτων. Μπορεί εδώ κάποιος να έχει μια ένσταση σχετικά με τον βαθμό που ο ποιητικός λόγος αντέχει τη γερή δόση ρεαλισμού, με την οποία τον τροφοδοτεί η ποιήτρια. Σκέφτομαι, όμως, ότι η απόδοση της πραγματικότητας ως έχει είναι ένας τρόπος γραφής, αντιμέτωπος με πλείστα όσα ποιητικά ασαφή και απροσδιόριστα. Και ίσως κερδίζει τη μάχη στα σημεία.
Ενδιαφέρουσα είναι η αυτοαναφορικότητα των στίχων της, με άλλα λόγια η «Ποιητική» της, η αναφορά στο ίδιο το έργο της ποίησης. Μοιάζει να κερδίζει περισσότερο η απαισιοδοξία, αναμενόμενη οπωσδήποτε σε μια ρεαλιστική οπτική, που ταιριάζει στην ποιήτρια:


Πότε επιτέλους θα καταλάβεις διάολε

Ότι ο ποιητής

Δεν έχει τίποτα συγκεκριμένο

Να δηλώσει

Παρά μονάχα

Το συναίσθημα και την γραπτή αποτύπωσή του

Με φόντο το τοπίο της Αθανασίας;

Πότε θα το καταλάβεις διάολε;

Κι ο ποιητής αφουγκράζεται…

Κι ο ποιητής σιωπά…

Κι ο ποιητής αποτυπώνει..

Και ο ποιητής αφανώς υπομένει…

Συμβιβασμός.

[Ο Ποιητής]



Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχουν στεγανοί χώροι ανάμεσα στο έργο του ποιητή και στην αντίληψη που έχει για τη θέση του στον κόσμο, θα λέγαμε ότι η δόση απαισιοδοξίας δεν αφορά μόνο τα ποιητικά πράγματα:

Σκέψεις στοιχειώνουν
Τον νου
Αμφιβολία.
[…]
Ήττες του μέλλοντος
Στοιχειώνουν το παρόν
Απελπισία.

[Ταχύρρυθμες σκέψεις]

Σε μια περίπτωση ενδιαφέρουσα, στην οποία η ποιήτρια μοιάζει να συζητά με τον εαυτό της και τα διλήμματά της, ερωτά στο πρώτο ποίημα και απαντά η ίδια στο δεύτερο:


Ξέρω, ξέρω…
Σου αρέσει κι εσένα ο Καβάφης
Να συντροφεύει τα βράδια σου
Κι ύστερα ο Μπόρχες,
Η Σύλβια Πλαθ,
Και άλλοι πολλοί της Τέχνης Υπηρέτες.
Συνηθίζεις κι εσύ με στόμφο να ψελλίζεις:
«Ανυμνείτε τους ποιητές.
Γιατί εγκιβωτίζουν στα γραπτά τους
Αισθήσεις απροσδόκητες…»
Όμως σε ρωτάω
Τι γίνεται όταν τα γραπτά τους
Πέσουν απ’ τα χέρια σου
Και μείνεις μόνος
Κατάμονος
Μπρος σε ένα είδωλο φρικτό
καθρέφτη αντανάκλαση;
Τότε σου λέω τι γίνεται τότε;
Τι βλέπεις;
Πόσες άφατες συγγνώμες καθορίζουν τις στιγμές σου;
Πόσα λόγια αγάπης που δεν είπες μαστιγώνουν το μέτωπό σου;
Και πόσες τύψεις κι ενοχές καταρρακώνουν το θυμικό σου;
Εκεί σε θέλω φίλε μου..
Εκεί…

[Νεκρή φύση
 (still life)]



 […]
Η ποίηση αρκεί.
Αρκεί και περισσεύει.

[Ποιητικές αναζητήσεις]


Η ποίηση, λοιπόν, μπορεί όχι μόνον να διασώζει τα προσχήματα μπροστά στο έλλειμμα της ζωής, αλλά οπωσδήποτε θα παραδεχθούμε ότι σώζει και τους ποιητές. Σαν σχεδία στο τρικυμισμένο πέλαγος. Σε μια άλλη εκδοχή, που παραπέμπει και στον τίτλο της συλλογής, ίσως αποτελεί αυτή την ελάχιστη καθημερινή δόση ποιητικού δηλητηρίου, ικανή να σε μεταλλάξει τελικά σε άτρωτο απέναντι στα πραγματικά δηλητήρια.


Διώνη Δημητριάδου

η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Vakxikon.gr http://www.vakxikon.gr/6-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%b3%ce%bd%cf%8e%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b9%ce%bf%cf%8d%ce%bd%ce%b9%ce%bf/