Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Ἔγινε κι αὐτό...

(ποίημα) π. Σταύρου Τρικαλιώτη





 Ἔγινε κι αὐτό

Πού τόσο περίμενες

Πού νόμιζες πώς θά ᾽ναι

Κάτι σημαντικό!



 Κι ὅμως ἡ πρώτη ἐντύπωση ἦταν

ὅπως καί σ᾽ ὅλα τά πράγματα

ἡ πρώτη ἐμπειρία ἡ φευγαλέα.



Κι ἔπειτα, τί;

Ξανά κάτι ἄλλο

Θά περιμένεις

Τό δίχως ἄλλο

Μέ ἀγωνία περίσσεια

ὅπως καί πρίν.



Οἱ μέρες θά περνοῦν

ὅμοιες κι ἀπαράλλαχτες

μέ τό χθές

κι ἄνθρωποι τά ἴδια

λόγια θά λένε

τίς ἴδιες ψευτιές κι ἀνοησίες

τίς ἴδιες φρικτές γκριμάτσες θά κάνουνε

κρυμμένοι μές στόν καθωσπρεπισμό τους.



Ὅμως ἐσύ

πού τώρα ξέρεις,

ἀπό τά ἀνθρώπινα τερτίπια

θά πρέπει νά ξεφύγεις

νά χαθεῖς

ἀπό τά τετριμμένα τῶν ἐμπαθῶν

ἀνούσια φερσίματα

ἀπό τά παραπανίσια λόγια

πού κουράζουν τήν ψυχή

ἀπό τόν θόρυβο τόν μάταιο

τῶν ἐκδηλώσεων καί τῶν ὁμιλιῶν.

Καί σάν ἀνήμπορο σπουργίτι

ἔρημο καί πληγωμένο

ἀπό τά φαρμακερά τά βέλη

τοῦ θανάτου

νά τρέξεις νά κουρνιάξεις

στή ζεστή φωλιά

τῆς μίζερης ἀτομικότητάς σου!



Ἀλλά μή νομίζεις πώς ξέφυγες.

Ὀ φαῦλος κύκλος σέ ἀκολουθεῖ

ὅπως τό λιμασμένο κοράκι τό ψοφίμι

γιατί ποτέ δέν θά τελειώνουν

οἱ ἐπιθυμίες

τά ἐπαναλαμβανόμενα θέλω σου

καί ἡ ὕπουλη ματαιοδοξία σου.



Ἡ λύτρωση τότε

μά μόνο τότε θά ᾽ρθεῖ

ὅταν λαχανιασμένος καί πικραμένος

ἀπό τό ἄσκοπο περπάτημα τῆς ζωῆς

γονατίσεις καί κλάψεις

μέ πραγματική συντριβή καί ταπείνωση

στά σκαλοπάτια μιᾶς ἐρημικῆς ἐκκλησιᾶς

καί ζητήσεις ἀπό τή συντροφιά τῶν ἁγίων

τά κλειδιά τῆς ἄλλης Ζωῆς.


π. Σταύρος Τρικαλιώτης

 Ἁγία Παρασκευή
 Σεπτέμβριος 2016

(πίνακας του Μιχάλη Οικονόμου, ξωκκλήσι)

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

"ο ψίθυρος των απόντων"

αποθησαύρισμα εκλεκτό από τον Κωνσταντίνο Λουκόπουλο
(και ένα μικρό σχόλιο αυθαιρέτως)





Τον ψίθυρο των απόντων αφουγκράζομαι:
διατελώντας πλέον
ασαφείς και υδαρείς,
πώς προέβηκαν στα απονενοημένα που τους καταλογίζουμε,
με κόκκινα μάτια κι άσπρα μάγουλα,
και νύχια που συνέχιζαν να μεγαλώνουν,
εκεί που ο θάνατος στερέωνε
το χλωμό του φως
επανορίζοντας,
μια νέα ακινησία/

Ανυπεράσπιστοι, πώς
καταδικάστηκαν ερήμην τους,
κι εξακολουθητικά,
να διαβάζουν τα λόγια τους μες στο στόμα μας,
προς χάριν αστεϊσμών
ή διδαχής,
είτε μομφής,
είτε νουθεσίας/

Τον ψίθυρο των απόντων αφουγκράζομαι,
και την επίμονή τους δυσαρέσκεια,
όσο η νύχτα τους σκεπάζει:
πόσο πιο μαλακοί οι ίσκιοι της, από τα θορυβώδη οστά τους/
τα κρύα χέρια τους
στη δική τους κάμαρη,
είτε σε θαλάμους μεσοπολεμικών «εξωτικών» νοσοκομείων,
τα μάτια τους που
ανθίζουν πάνω μου,
κάθε που αποβαρύνομαι
στα χωμάτινα κάτοπτρα της ματαιοδοξίας/

Τον ψίθυρο των απόντων αφουγκράζομαι
και την αδρανοποιημένη ανάσα τους,
πίσω από το αυτί μου/
τις γρατσουνιές στο μπράτσο μου,
μια Κυριακή με αυγινή σελήνη,
σε τούτο το τραπέζι όπου
όλοι τρώμε με σκεπασμένα πρόσωπα,
κι ενώ η λήθη
σκαλίζει βουβά τη μεσοθωράκια
τρύπα της,
τον ψίθυρό τους αφουγκράζομαι,
σαν να ναι μέσα μου,
ακέραιοι κι ηχηροί,
ωσεί παρόντες/

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

(photo: "Persona", Ingmar Bergman)


Και το αυθαίρετο σχόλιο:

Αυτοί οι «ωσεί παρόντες» του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου, σκέφτομαι, θα είναι τώρα διπλά θορυβημένοι, μια που ο λόγος -μακάρι και ποιητικός-  πολύ τους ανησύχησε, έτσι όπως φάνηκε ότι μνημονεύονται ακόμη και από τους σκεπτικιστές της μνήμης. Ίσως πάλι να είναι αναπόδραστη ετούτη η ένσταση του ποιητή αφού -«ποιητική αδεία» όπως είθισται- συχνά αναμοχλεύεται της μνήμης ο βυθός και ανασύρονται λόγια και πρόσωπα και ψίθυροι γνωμοδοτούντες προς όποιον αποδέκτη. Σε κάθε περίπτωση, μάλλον ισχύει της λαϊκής σοφίας το λιτό: ο κάτω κόσμος άλλους νόμους έχει. Έτσι, αυτός ο ψίθυρος, ο ηχηρός σε μας, μπορεί καθόλου να μη συλλαβίζεται. Απατηλό κι ετούτο, σαν τόσα άλλα.

Διώνη Δημητριάδου



Τρυγητές σταφίδας, ξυλογραφία του χαράκτη Τάσσου (1953)



Ο ήχος της μάκινας


(του Κώστα Περδίκη)


Όλος ο κάμπος μας, τότε, μια απέραντη πράσινη θά­λασσα. Όλη η εύφορη γη, παραδομένη αποκλειστικά σχεδόν σ’ αυτήν: στην καλλιέργεια της μαύρης κορινθιακής σταφίδας, του «μαύ­ρου χρυσού» της εποχής. Χιλιάδες στρέμματα, χιλιάδες αλώνια. Για χάρη της, μέχρι και εθνικό πρόβλημα προέκυψε, το λεγό­μενο σταφιδικό ζήτημα, όταν για κάποια συνεχόμενα χρόνια η τιμή της κατρακύλησε στα τάρταρα.

Σ’ αυτήν κάθε χρονιά οι φτωχοί σταφιδοπαραγωγοί στήριζαν  όλες τους τις ελπίδες. Γι’ αυτήν πάλευαν τον περισσότερο καιρό. Την κλάδευαν για να βγάλει νέα βλαστάρια. Την έσκα­βαν για να αφρατέψει το χώμα και μετά σβάρνιζαν τα κουτρούλια[1]. Τη χαράκωναν για να «δέσει» σταφύλια. Τη ρένταγαν[2] και την τειάφιζαν[3], δεκάδες φορές, για περονό­σπορο κι άλλες αρρώστιες. Την ξεφύλλιζαν για να παίρνει ήλιο και αέρα. Την τρύγαγαν και την άπλωναν στα αλώνια για να ξεραθεί. Τέλος τη μακινάριζαν[4] για να βγει το καθαρό προϊόν, που το πούλα­γαν, ύστερα, στον ΑΣΟ ή στους χοντρέμπορους της πε­ριοχής. Με τα λεφτά που έπαιρναν έπρεπε να βγάλουν κουτσά- στραβά όλη τη χρονιά.

Εκείνον τον καιρό θυμάμαι, κάθε Αύγουστο μήνα μετά της Παναγίας, έπιαναν οι πρώτες μπόρες. Αυτά τα πρωτοβρόχια ήσαν ό,τι πιο καταραμένο γεγονός μπο­ρούσε να συμβεί στη σοδειά, που λιαζόταν απλωμένη στα αλώ­νια, έτοιμη σχεδόν για μάζεμα. Η σταφίδα δεν ήθελε και πολύ, ακόμη και να μύριζε υγρασία, της έφτανε για να μουχλιάσει και να πάει στράφι όλος ο κόπος. Τα αδιάβροχα υλικά, νάυλον κ.λπ., ήσαν άγνωστα τότε.
Οι έρμοι αγρότες έτρεχαν αλλόφρονες με τα σταφιδόπανα και τα πισσόχαρτα, φορτωμένα πάνω στ’ άλογα και στα γαϊδούρια, για να προλάβουν το κακό. Πότε από τα καπρίτσια του καιρού και πότε από την εξευτελι­στική τιμή, το όφελος της μιας χρο­νιάς την άλλη γινόταν κα­πνός. Είδαν κι απόειδαν ότι από τη σταφίδα μεγάλη προκοπή, όσο και να περίμεναν, δεν θα ερχό­ταν. Μέσα σε μια πενταετία τις ξερίζωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη και τις αντικατέστησαν με το νέο είδος της εποχής, την ντο­μάτα, που άφηνε μεγαλύτερες προσδοκίες για κέρδη.

Όλες οι ασχολίες, που σχετίζονταν με τη σταφίδα, μου προξε­νούσαν το ενδιαφέρον. Εκείνη όμως που πραγματικά με μάγευε ήταν το μακινάρισμα και αυτό για δύο λόγους:
Ο ένας ήταν γιατί η όλη δουλειά γινόταν πάντοτε τη νύχτα, που η ξεραμένη σταφίδα ήταν δροσερή και σφριγηλή και αυτό έκανε πιο εύκολη την επεξεργασία της. Ο άλλος ήταν αυτό το ίδιο το μηχάνημα, που έκανε αυτή τη δουλειά, η μάκινα όπως τη λέγανε.

Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο κιβώτιο, δυόμισι περίπου μέτρα μή­κος, ένα και κάτι πλάτος και γύρω στα δύο ύψος. Είχε ξύλινα και μεταλλικά μέρη. Ο καρπός έπεφτε μέσα σε μια μεταλλική σκάφη στο πάνω μέ­ρος της μάκινας και καθώς κατέβαινε σιγά-σιγά προς τα κάτω, περνούσε από διαδοχικά κόσκινα, μέχρι να καταλήξει στο κάτω μέρος καθαρός, μέσα στο σακί. Μια με­γάλη μανιβέλα που τη γύριζε ο πιο μπρατσωμένος εργά­της και μερικά λουριά και γρανάζια έδιναν κίνηση στα κόσκινα, βγάζο­ντας ταυτόχρονα ένα ρυθμικό μεταλλικό ήχο. Κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ. Το μακινάρισμα άρχιζε όταν η νύχτα έπεφτε για τα καλά και κράταγε μέχρι το πρώτο φως της μέρας.

Εμείς τότε δεν είχαμε δική μας σταφίδα. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φρόντισε να απαλ­λαγεί από δαύτη. Τα βράδια, από τη βεράντα του μικρού εξοχικού μας, έβλεπα μα­κριά το άσπρο φως από τις λάμπες λουξ να καταυγάζει κά­ποιο αλώνι, μέσα στον κάμπο και άκουγα τον ήχο της μάκινας ανα­κατεμένο με τις φωνές των εργατών. Φανταζόμουνα τότε ότι ήμουνα κι εγώ εκεί, στο αλώνι, ανά­μεσα στους εργάτες, που λούτσα στον ιδρώτα δούλευαν αδιά­κοπα, πειράζοντας ο ένας τον άλλο και ότι  συμμετείχα στην όλη διαδικασία.

Όταν μετά από λίγο έπεφτα στο κρεβάτι μου, ψόφιος από τη νύστα, μέσα στο σκοτάδι, έφτανε στ’ αφτιά μου το ρυθμικό κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ της μάκινας, έκλεινα τα μάτια και ο ύπνος μ’ έπαιρνε γλυκά…

Κώστας Περδίκης
(από τις «Μικρές ιστορίες», εκδόσεις Οροπέδιο)










[1] κουτρούλι = μικρός σωρός από χώμα
[2] ρεντάω = ραντίζω
[3] τειαφίζω = ρίχνω θειάφι, θειαφίζω
[4] μακινάρω = επεξεργάζομαι τη ξερή σταφίδα με την μάκινα

"Ο ποιητής των βράχων" ποιητική συλλογή του π. Σταύρου Τρικαλιώτη εκδόσεις Ι. Σιδέρης

"Ο ποιητής των βράχων"

ποιητική συλλογή 
του π. Σταύρου Τρικαλιώτη
εκδόσεις Ι. Σιδέρης




«Λιγοστές οι δυνάμεις
Που μου απόμειναν
Σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο
Κι άδειο

Κι αν έμεινα ακόμη
Να κοιτάζω τον ορίζοντα
Είναι γιατί το υποσχέθηκα

Σε κάτι αθώα παιδικά μάτια»

Οι παραπάνω στίχοι του π. Σταύρου Τρικαλιώτη θα μπορούσαν να συνοψίζουν το «γιατί» της ποίησής του. Αντιλαμβανόμενος γύρω του τον απάνθρωπο και ψυχρό κόσμο, τον άδειο από καλοσύνη και αγάπη, τον αδιάφορο για τον συνάνθρωπο και τις ανάγκες του, νιώθει πως κάτι πρέπει αυτός να προσφέρει. Ακόμη κι αν είναι για να μπορεί να ξανακοιτάξει ένα παιδί στα μάτια και να του πει “υπάρχει κάποια ελπίδα”. 

«Έχουμε ανάγκη
Τους ποιητές
Έχουμε ανάγκη το εσωτερικό τους βλέμμα
Δεν μπορούμε να ανασάνουμε
Δίχως την αναπνοή τους
Δεν μπορούμε να κοιτάξουμε
Τον πόνο του κόσμου
Χωρίς τη δική τους ματιά»

Αυτή η ποίηση υπηρετείται σ’ αυτά τα ποιήματα.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Γυρνάς σπίτι μετά από μια πολύ κουραστική μέρα. Από αυτές που από τη μια σε γεμίζουν, γιατί κάνεις κάτι που πολύ αγαπάς, από την άλλη νιώθεις ήδη να έχεις φτάσει στα όριά σου (και είναι ακόμη φθινόπωρο στην αρχή του). Πιάνεις να διαβάσεις (έτσι ξεκουράζεσαι) και ξαφνικά ανοίγει μια εικόνα απίθανη. Μόνο μεγάλοι συγγραφείς πιάνουν με τέτοια ευαισθησία τον ήχο που κουβαλάει μέσα της η μνήμη. Και τον απλώνουν με τις λέξεις τους και σου λένε: «να, άκου, δες, ζήσε!»


Όταν ο οργανοπαίχτης άρχισε να παίζει, κάτι άγγιξε κάποια όρια. Ο Χανς δε νοσταλγούσε τίποτα: προτιμούσε να σκέφτεται το επόμενο ταξίδι του. Όμως, ακούγοντας τη λατέρνα, το μεταλλικό παρελθόν της, του φάνηκε ότι κάποιος άλλος, κάποιος προγονός του, σκιρτούσε μέσα του. Κι ενώ ακολουθούσε τη μελωδία όπως διαβάζεις ένα χαρτί που το παίρνει ο αέρας, του συνέβη κάτι ασυνήθιστο: αισθανόταν αυτό που αισθανόταν, κι έβλεπε τον εαυτό του να συγκινείται. Εκείνος άκουγε γιατί η λατέρνα έπαιζε και η λατέρνα έπαιζε γιατί εκείνος άκουγε. Είχε την εντύπωση ότι ο οργανοπαίχτης δεν έπαιζε απλώς, αλλά τριβέλιζε τη μνήμη. Μ’ ένα χέρι αιθέριο και τα δάχτυλά του ξυλιασμένα, γύριζε τη μανιβέλα, και μαζί της γύριζαν αδιάκοπα και η ουρά του σκύλου και η πλατεία κι ο ανεμοδείκτης και το φως και το μεσημέρι, κι όταν η μελωδία κόντευε στο τέλος της, το ωρολογιακό χέρι του οργανοπαίχτη δεν επέβαλλε παύση, ούτε ησυχία, παρά κάτι ανάλαφρο σαν να ’σκιζε μετάξι, και μετά ξανά η μανιβέλα, και η μουσική ξανάρχιζε, κι όλα έπιαναν πάλι να γυρίζουν, και δεν έκανε πια κρύο.


(από το μυθιστόρημα «Ο ταξιδιώτης του αιώνα» του Αντρές Νέουμαν, σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις opera)
Μια “καλή θέα” του εαυτού μας

«Κατόπιν σύστασης γιατρού» 

μια μυθιστορία

της Ολβίας Παπαηλίου

από τις εκδόσεις Θράκα




Έλεγε κάποιος που λεγότανε πως ήτανε σοφός, ότι την κάθε μέρα (και την ίδια τη ζωή μας) ωραίο πως θα ήταν να τη ζούμε όχι σαν το μυστήριο που πρέπει να λύσουμε, αλλά σαν ένα θαύμα που θα χάναμε πολλά αν δεν το νιώθαμε. Και σίγουρα, βέβαια, αναμφίβολα θα είχε αυτός ο κάποιος ένα δίκιο… Κι όμως, και όμως: πώς να αφεθεί κανείς το μέγα αυτό θαύμα να διακρίνει, εάν του έχει συσκοτίσει τη ματιά του το μυστήριο; Και, μερικές φορές, προτού να δεις το θαύμα, πρέπει να έρθεις σ’ επαφή με το Μυστήριο!

Θα μπορούσα να πω ότι τα παραπάνω λόγια της Μ. Γκ. ετών πενήντα, όπως μας συστήνεται η ηρωίδα του βιβλίου της Ολβίας Παπαηλίου, συνοψίζουν με εντυπωσιακό τρόπο όλο το περιεχόμενο. Ενδεχομένως να ήταν πρέπον να σταματήσω εδώ δίνοντας στην ουσία μόνο ένα σημείωμα βιβλιοπρότασης. Πώς, όμως, διαβάζοντας αυτό το πολύ ξεχωριστό κείμενο να αρκεστώ σ’ αυτό το ελάχιστο; Ξεχωριστό τόσο για το θέμα του, δύσκολο και ριψοκίνδυνο εν μέρει, όσο και για τον τρόπο που το έδωσε η συγγραφέας, έτσι ώστε απολύτως να συνταιριάζει μορφή και περιεχόμενο.
Αναλυτικότερα λοιπόν. Πρόκειται για μια καταγραφή εκτεινόμενη σε είκοσι οκτώ ημέρες με τις επικεφαλίδες δηλωτικές του μετρήματος (ημέρα πρώτη, δεύτερη κ.λπ.). Όχι, δεν πρόκειται για ημερολόγιο, μια που το είδος αυτό το προσφιλές σε πολλούς έχει ως προϋπόθεση -τουλάχιστον σύμφωνα με τα ειωθότα- την οικειοθελή κράτησή του, ως μια ανάγκη συνήθως να διατηρηθούν στη μνήμη σημαίνοντα πράγματα. Εδώ όμως, όπως μας πληροφορεί και ο εύστοχος τίτλος, γράφεται κατόπιν σύστασης γιατρού. Μια μέθοδος θεραπείας, θα λέγαμε, για την έγκλειστη Μ. Γκ., η οποία οικειοθελώς επιδίωξε τον εγκλεισμό της στο σανατόριο «Η καλή θέα» (ο φάκελός της μας πληροφορεί ότι μέσα σε δέκα χρόνια το έχει επισκεφθεί πέντε φορές). Κατά την κρίση του γιατρού της:

[…]η ασθενής μας Μ. έρχεται σε εμάς να καταφύγει, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει Καλή Θέα εαυτού.

Στην προσωπική αυτή καταγραφή η Μ. Γκ.  θα ανατρέξει τη ζωή της ανασύροντας μνήμες, άλλες μακρινές από τα παιδικά της χρόνια και άλλες πιο σύγχρονες. Άλλοτε διατηρώντας μια χρονική σειρά και άλλοτε αναμειγνύοντας χρόνους, πρόσωπα και εικόνες. Πότε με μια στρωτή γλώσσα και πότε φανερώνοντας ταραχή ψυχής με περίεργες λεκτικές  αναμείξεις και ακροβασίες. Αναμενόμενο, θα σκεφθεί κανείς, μια που πρόκειται για μια έγκλειστη σε σανατόριο υπό την παρακολούθηση ψυχιάτρου. Θα πρότεινα, ωστόσο, να είμαστε κάπως πιο προσεκτικοί όταν περιχαρακώνουμε με τις λέξεις κάποιον άνθρωπο και εύκολα και αβασάνιστα τον τοποθετούμε κάτω από μια ταμπέλα. Γιατί, περιέργως, αυτή η κυρία Μ. μοιάζει πολύ με πολλούς από μας, αν όχι ως προς τα βιώματά της, πάντως ως προς την  εσωτερική τους επεξεργασία θυμίζει αρκετά κάτι δικό μας, εμάς των φυσιολογικών και μετρημένων καθημερινών ανθρώπων.

[…]είμαι μια ξεχασμένη, που στους χάρτινους (ή τους δερμάτινους) τους γάμους της ατύχησε, με τάσεις αυτολύπησης που εκείνον που με ορίζει εξοργίζουν, χωρίς να βλέπει (σαφώς όχι τον έρωτα, τη  μουδιασμένη μου ελπίδα της ντροπής, αλλά καν κάποιο δίκιο στο θυμό μου, ούτε και το παράπονο, την άγονη απόγνωση, το μάλε βράσε, και όλον τον κακό χαμό). Είμαι: κατασκευάστρια δεινών. Μια αχόρταγη. Μία που πρέπει να γνωρίζει από τα μέσα, το κλειστό κύκλωμα απόντος εραστή: μια πρόθυμη, μα όχι φορτική. Μια αυτάρκης, αλλά μόνο όταν πρέπει.

Όσο για τις αποθηκευμένες μνήμες της, αυτές λες και θα μπορούσαν να αποτελέσουν εκείνον τον ποθητό κοινό τόπο, στον οποίο θέλουμε να επιστρέφουμε όλοι μαζί, μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνουμε ότι ακουμπάμε στο σταθερό έδαφος των κοινών αναμνήσεων.

[…]πάντα, στις κατοικίες τις εξοχικές – βρίσκονται τα κλειδιά για τα ντουλάπια εκείνα που εντός τους έχουμε στοιβάξει τακτικά όλους μας τους σημαντικούς τούς εφιάλτες, και γενεές επί των γενεών, σειρές ολόκληρες από παιδάκια πηγαίναμε και κλέβαμε από τα ράφια της κουζίνας: μια γαλέτα, ή μια πλάκα σοκολάτα, ένα αχλάδι. Και τα πηγαίναμε σαν είδος προσφοράς στους πεινασμένους μας θεούς μες στη ντουλάπα, για να μπορέσουν οι εφιάλτες ν’ αποκτήσουνε μιαν εύλογη υπόσταση, και κάποτε να τους κρατήσουμε απ’ το χέρι, και να τους βγάλουμε βόλτα ως την πλατεία: ντυμένους και με μπριγιαντίνη χτενισμένους, και εξημερωμένους πια, μέσα απ’ τη χάρη της ηλιόλουστης αγάπης μας – ώστε να βγαίναμε μαζί φωτογραφία.

Στο τέλος κάθε μιας από τις τέσσερις εβδομάδες που θα κρατήσει αυτή η καταγραφή ο γιατρός θα κάνει τη δική του αποτίμηση, με μορφή σημειώσεων χρήσιμων προς συναδέλφους, δίνοντας έτσι μια άλλη εικόνα της ασθενούς που παρακολουθεί.

[…]είχαμε πετύχει στην προσπάθεια του να δημιουργήσει η Μ. Γκ. έναν αρκούντως υπαρξιακό μετασεισμό και να βγει από την εμμονική αμυντική κατάσταση  - που, όπως ήταν ξεκάθαρο σε μένα, ήταν το αποτέλεσμα μιας φύσης ειδικά εμψυχωμένης, πιθανώς ξεπεσμένης υλικά αριστοκράτισσας, ή ίσως φύσεως υστερικής[…]

Σ’ αυτό το ξενοδοχείο των ψυχών, όπως θα το ονομάσει η ίδια, θα καταφύγει, λοιπόν, η Μ. φέρνοντας μαζί της μια κοινή αλήθεια, όσο κι αν δυσκολεύεται κάποιος να συνταχθεί μαζί της:

[…]ποιος άνθρωπος είναι εκείνος που αντέχει να περιέχει τα σαφή αντίθετά του, και επιπλέον, εν τω μέσω ενός κόσμου που καν δεν αποδέχεται τις πολλαπλές αλήθειες;



Διαβάζοντας τη μυθιστορία της Ολβίας σκέφτομαι πως η λογοτεχνία θέλει κουράγιο και για να γραφτεί και για να διαβαστεί. Εννοώ φυσικά αυτά που γράφονται με κόπο και πόνο ψυχής και όχι τα εύκολα ευπώλητα του συρμού. Οι αληθινές και ειλικρινείς καταθέσεις σε κάθε λέξη τους σου μιλούν και σε αφήνουν να δεις κάτι από την ψυχή του δημιουργού τους, κάτι από τον κόσμο του – τουλάχιστον έτσι όπως εσύ τον εισπράττεις από τις ανοιχτές του χαραμάδες, τις ρωγμές που αναπόφευκτα αφήνει. Έτσι κυκλοφορείς μέσα σ’ αυτές τις λέξεις με τα δικά σου αποτυπώματα, ανοίγοντας τον ποθητό διάλογο μαζί τους. Πώς αλλιώς να νοηθεί η λογοτεχνία;

[…] να ρίξει φως μες στο σκοτάδι. Γιατί, νομίζω, αυτό κάνει ο συγγραφέας: με τρυφερότητα μας ξεφλουδίζει, και μας ανοίγει στα μυστήρια του σύμπαντος. Κι άλλοτε, γδέρνει το τομάρι του το ίδιο, για να μας δείξει ότι γίνεται κι αυτό, να μη φοβόμαστε.

Αυτό θα μας πει η Μ. Γκ. η ηρωίδα του βιβλίου. Αυτό μας λέει μέσω αυτής και η Ολβία Παπαηλίου, καταθέτοντας μέσα από τη σύντομη μυθιστορία της  όχι μόνο τη θέα στη Μ.Γκ. αλλά την προνομιούχο θέα σε έναν κόσμο ταραγμένο αλλά τόσο οικείο, αν θέλουμε να δούμε χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα την αλήθεια που φέρει μέσα του. Ακόμα και με τις σκοτεινές του αποχρώσεις, όπως αυτές με τις οποίες μας υποδέχεται το εξαιρετικό, ατμοσφαιρικό εξώφυλλο (Villa de Vecchi, Cortenova). Μια άλλη θέα σ’ αυτό που ίσως θεωρούμε κεκτημένη εικόνα και άρα αναλλοίωτη, μια άλλη οπτική σε ό, τι απαιτεί αναθεώρηση, μια άλλη θέση για να δούμε τη ζωή.

Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/katopin-systasis-giatrou/)


Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016


Νυχτερινή καταιγίδα ( διήγημα)

π. Σταύρου Τρικαλιώτη



      Ἀπό τό πρωί εἶχε ἀρχίσει νά χαλάει ὁ καιρός.
-Νά ντυθεῖς καλά, μπορεῖ νά βρέξει σήμερα, μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου πρίν φύγω γιά τό σχολεῖο.
   Καθώς ἔφευγα, βγῆκε στήν πόρτα -ὅπως ἔκανε κάθε φορά- νά μέ ξεπροβοδίσει. Ἐνόσω ἀπομακρυνόμουν, τήν ἔβλεπα πού μέ σταύρωνε «γιά νά ἔχω μιά καλή ἡμέρα καί γιά νά μέ φυλάει ἡ Παναγιά», ὅπως συνήθιζε νά μοῦ λέει. Στά πενήντα μέτρα ἄρχιζα νά τήν χάνω ἀπό τό ὀπτικό μου πεδίο. Φαινόταν μόνο ἡ θολή  της φιγούρα μέσα ἀπό τήν πυκνή πρωινή ὁμίχλη, χρωματισμένη μέ κιτρινοκόκκινες καί γαλάζιες ἀνταύγειες, πού τίς προκαλοῦσαν τά παιχνίδια τῶν   πρωινῶν  ἡλιαχτίδων.
Βιαστικός, ὅπως ἤμουν, θέλησα νά κόψω δρόμο, ἀποφεύγοντας τήν κεντρική ἀσφαλτοστρωμένη ἀνηφοριά, πού ἔβγαζε στό δρόμο τοῦ σχολείου μου. Δίπλα ἀπό τό σπίτι μας περνοῦσε ἕνα ρέμα, ἀπό τό ὁποῖο τούτη τήν περίοδο διέρχονταν  λιγοστά νερά. Τό ρέμα γέμιζε μόνο ὅταν ἔπιαναν συνεχόμενες  καί καταρρακτώδεις βροχές. Κατέβηκα τό ἀπότομο μονοπατάκι,  πού ὁδηγοῦσε στήν κοίτη, δρασκέλισα προσεκτικά πατώντας πάνω στίς πέτρες κι ἔτσι  ἀπέφυγα τά λιμνάζοντα ὕδατα. Πέρασα στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ ρέματος καί ἀκολούθησα τό χωματένιο ἀνηφορικό μονοπατάκι πού ὁδηγοῦσε στήν δημοσιά, ὅπου ἦταν ἡ κεντρική πλατεία τῆς μικρῆς μας συνοικίας. ῎Εστριψα ἀριστερά στήν ἥσυχη ὁδό Ἀνθέων καί σέ πέντε λεπτά ἤμουν στό ἀγαπημένο μου δημοτικό σχολεῖο.
  Ὅλα αὐτά τά θυμᾶμαι σάν νά ἔγιναν χθές. Δύσκολα ξεχνιοῦνται τά παιδικά βιώματα, πού ἔχουν τίς χαρές τους, ἀλλά καί τίς δυσκολίες τους. Καί λέω δυσκολίες γιατί ὁ πατέρας μας μᾶς ἄφησε χρόνους πρίν δύο χρόνια καί ὅλο τό βάρος τῆς ἐπιβίωσής μας εἶχε πέσει στούς ὤμους τῆς μητέρας μας.  Ὅμως τότε ἐμεῖς τά παιδιά βρίσκαμε τρόπους νά μήν μᾶς ἀγγίζουν ὅλα αὐτά. Ζούσαμε τά  ξέγνοιαστα παιδικά μας χρόνια μέ πολύ παιχνίδι στήν ὄμορφη φύση, πού μᾶς χάριζε ἡ ρεματιά, ἡ ὁποία περιστοιχιζόταν κι ἀπό τίς δύο πλευρές της μέ καλαμιές, πλατάνια, πεῦκα καί λεῦκες. Μετά τό σχολεῖο πέταγα σέ μιά ἄκρη τήν σχολική μου τσάντα καί τό ἔριχνα στό παιχνίδι μέχρι πού βράδιαζε. Ὅσο γιά διάβασμα, ὅτι προλάβαινα τό βραδάκι ἤ ἐάν δέν προλάβαινα, ἔκανα ἕνα πασάλειμμα νωρίς τό πρωί, τότε πού εἶναι τό μυαλό μου καθαρό...
  Χαιρόμουν τό Καλοκαιράκι, τά πρωτοβρόχια τοῦ Φθινοπώρου, ἀλλά καί τά κρύα, τίς βροχές καί τίς ξαφνικές καταιγίδες τοῦ Χειμώνα. Περισσότερο ὅμως χαιρόμουν τό σπάνιο γιά τήν ἀττική γῆ χιόνι. Ὅταν χιόνιζε, ἦταν ἡ καλύτερή μου! Τότε ὁ ἐνθουσιασμός μου ἦταν ἀπερίγραπτος. Φτιάχναμε χιονάνθρωπους, παίζαμε χιονοπόλεμο μέ τά ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς, κυλιόμαστε σάν τά παιχνιδιάρικα  ζῶα πάνω στά κατάλευκα χωράφια. Πάγωνε τό πρόσωπό μας, κοκκίνιζαν οἱ μύτες μας, ἀλλά ἐμεῖς πέρα βρέχει. Μόνο μέ τά λιγοστά πλουσιόπαιδα τῆς συνοικίας μας δέν κάναμε παρέα. Αὐτά πήγαιναν σέ ἰδιωτικά σχολεῖα, ἔπαιζαν μεταξύ τους καί ὅταν μᾶς ἔβλεπαν στήν πλατεία, μᾶς ἀπέφευγαν. Κατά βάθος πιστεύω ὅτι κι αὐτά θά ἤθελαν νά παίξουν μαζί μας, ἀλλά φαίνεται  πώς οἱ γονεῖς τους τούς ἔδιναν διαφορετικές ὁδηγίες. Ἡ δική μου παρέα ἦταν τά φτωχόπαιδα τῆς γειτονιᾶς, πού ἦταν καί τά περισσότερα.
   Γυρνώντας τό μεσημεράκι στό σπίτι μου ἀπό τό σχολεῖο, σέ ὅλη τήν διαδρομή μοῦ ἔκανε παρέα ἕνα εὐχάριστο  ψιλόβροχο. Ἀπό τό ἀπόγευμα κι ἔπειτα τό ψιλόβροχο ἐξελίχθηκε σέ  μιά ἀσταμάτητη βροχή, πού ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα τόσο καί δυνάμωνε. Ἦταν 17 Ἰανουαρίου τοῦ 197..., μέρα κατά τήν ὁποία ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Νωρίς τό ἀπόγευμα ἡ μητέρα ἔβαλε τά καλά της καί πῆγε στόν πανηγυρικό Ἑσπερινό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου,  τοῦ πολιούχου τῆς μικρῆς μας συνοικίας, πού ἀπεῖχε δέκα λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τό σπίτι μας. Ὅταν γύρισε γύρω στίς 8.30 τό βραδάκι, τό πρόσωπό της ἔλαμπε. Μοῦ ἔδωσε νά φάω ἕνα κομμάτι εὐλογημένο  ἄρτο καί μοῦ διηγοῦνταν τίς ἐντυπώσεις της ἀπό τό Πανηγύρι τοῦ ἁγίου.
   Μετά ἀπό μισή ὥρα ἄρχισε νά βρέχει καταρρακτωδῶς. Τά μπουμπουνητά ἀπό τίς ἀστραπές ἔμπαιναν ἀπό τούς φεγγίτες τοῦ σπιτιοῦ μας καί σκορποῦσαν στό σπιτικό μας τίς τρομακτικές τους λάμψεις. Ἕνας ἀνεξήγητος φόβος ἄρχισε νά κυριεύει την καρδιά μου. Ἡ μητέρα γέμισε τό τεπόζιτο τῆς σόμπας πετρελαίου πού εἴχαμε στό φτωχικό μας σπιτάκι καί ἔβαλε τόν διακόπτη  ροῆς τοῦ πετρελαίου στό φούλ γιά νά ζεσταθεῖ τό σπίτι μας γιά τά καλά.
   -Τί θά φᾶμε ἀπόψε; μέ ρώτησε ἡ μητέρα.
-Τηγανητές πατάτες μέ αὐγά μελάτα μάνα, ἦταν ἡ κλασική μου ἀπάντηση. Ἕνα φαγητό πού ἀκόμη καί σήμερα τό τρώγω μέ μεγάλη εὐχαρίστηση σάν νά εἶμαι μικρό παιδί!
- Πατατιά θά φυτρώσει στήν κοιλιά σου, ἦταν ἡ στερεότυπη ἀπάντησή της καί πῆγε στήν κουζίνα νά τίς τηγανίσει.
   Ἐνῶ ἡ μητέρα μαγείρευε, τά μπουμπουνητά ὁλοένα καί δυνάμωναν. Γιά μιά στιγμή ἄνοιξα τήν πόρτα στά γρήγορα νά δῶ τί συμβαίνει. Χαλασμός Κυρίου! ῾Ο ἀέρας λυσσομανοῦσε. Τά δένδρα χόρευαν σάν τρελά πέρα δῶθε.  ῞Ενα πεῦκο μάλιστα εἶχε ξεριζωθεῖ κι ὁ Θεός φύλαξε καί δέν ἔπεσε πάνω στό σπίτι μας, ἀλλά στήν ἀντίθετη πλευρά πάνω ἀπό τό ρέμα. Τό ρέμα πού περνοῦσε δέκα μέτρα δίπλα ἀπό τό  σπίτι μας, εἶχε φουσκώσει γιά τά καλά. Πρώτη φορά τό ἔβλεπα τόσο ἐξαγριωμένο πού τρόμαξα! Κατέβαζε ἀπό τό βουνό ὅ,τι σαβοῦρα ἔβρισκε μπροστά του.  ‘Η στάθμη τοῦ νεροῦ εἶχε ἀνέβει ἐπικίνδυνα. Τό σπίτι μας ἦταν διώροφο. Προπολεμικά τό χρησιμοποιοῦσαν σάν πανσιόν. Ἐμεῖς νοικιάζαμε δύο δωματιάκια στό ἰσόγειο. Δἰπλα μας ἔμενε μιά  τριμελής οἰκογένεια, δύο ἀνύπαντρες ἀδελφές μέ τήν ὑπέργηρη μητέρα τους. Στόν ἐπάνω ὄροφο κατοικοῦσαν ἄλλες δύο οἰκογένειες. Ἐάν, ὅ μὴ γένοιτο, ξεχείλιζε ὁ χείμαρρος, ἐμεῖς καί ἡ διπλανή μας οἰκογένεια κινδυνεύαμε περισσότερο.
   Ἔκλεισα τήν πόρτα καί ἄρχισα νά ἐξιστορῶ  στή μητέρα μου τί γινόταν ἔξω. Ἐκείνη, ὅταν τά ἄκουσε αὐτά, μοῦ εἶπε καθησυχαστικά:
   -Μήν ἀνησυχεῖς καθόλου. Μπόρα εἶναι, θά περάσει. Αὔριο τό πρωί θά γαληνέψουν ὅλα. Τόσα χρόνια ζοῦμε σ αὐτό τό σπίτι καί δέν μᾶς ἔχει συμβεῖ κανένα κακό. Ἔλα, κάνε τόν σταυρό σου καί κάθισε νά φᾶς μέ  τήν ἡσυχία σου.
  Καθώς ἔτρωγα, βλέπω ξαφνικά τή μητέρα μου νά γονατίζει μπροστά στά εἰκονίσματα καί νά σηκώνει  τά χέρια της σέ στάση ἱκεσίας πρός τήν Παναγία. Σέ κάποια στιγμή τήν ἄκουσα νά λέει:
  -Παρθένα μου, προστάτεψέ μας. Λυπήσου τά παιδάκια μου.
  Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι  τήν εἶδα, σκούπισε γρήγορα γρήγορα τά δακρυσμένα της  μάτια  κι ἄρχισε νά μοῦ χαμογελᾶ σάν νά μήν συνέβαινε τίποτα.
    Ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα τά μπουμπουνητά τόσο καί δυνάμωναν. Τό σπίτι ἄρχισε νά τρίζει καί τά ἔπιπλα λές καί χοροπηδοῦσαν. Εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι θά πιάναμε φωτιά.  Τό ραδιοφωνάκι μου ἔλεγε ἀπό τό ἀπόγευμα ὅτι στήν Ἀττική προβλέπονται ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα καί προσπαθοῦσα νά τά φανταστῶ. Τώρα τά ἔβλεπα μπροστά μου σάν κινημαγραφική ταινία. Γιά μιά στιγμή ἄνοιξα γιά λίγο τήν πόρτα τῆς μικρῆς μας κουζινίτσας κι ἔνιωσα τόν δυνατό ἀέρα νά μέ σπρώχει μέ ὁρμή πρός τά μέσα. Ἔξω ἀπό τά τρομερά ἐκεῖνα  ἀστραπόβροντα -πού γιά πρώτη φορά στή ζωή μου  ἔβλεπα- ἡ νύχτα εἶχε γίνει μέρα. Εἶχαν σωριαστεῖ στήν αὐλή μας ἄλλα δύο δέντρα, μία λεύκα κι ἕνα μικρό πλατάνι καί εἶχαν σκεπάσει σέ σχῆμα χιαστί τό προηγούμενο πεῦκο. Ἡ στάθμη τοῦ ρέματος εἶχε ἀνέβει ἐπικίνδυνα καί ἀπειλοῦσε πλέον νά παρασύρει τό σπίτι μας. Σέ κάποια στιγμή βλέπω ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τά τοιχώματα τοῦ ρέματος νά ἀποκολλᾶται καί νά τό παρασέρνουν μαζί τους τά ὁρμητικά νερά τοῦ χειμάρρου. Τό ρῆγμα ἀπεῖχε πλέον μόλις πέντε μέτρα ἀπό τό σπίτι. Τά χώματα ἄρχισαν νά πέφτουν σάν χάρτινοι πύργοι καί παρέσυραν μαζί τους καί τό βαρέλι πού ἀποθηκεύαμε τό πετρέλαιο γιά τήν σόμπα, μαζί μέ τήν τσίγκινη σκάφη καί μιά παλιά πολυθρόνα. Ἤμουν σίγουρος ὄτι τά νερά θά σκάψουν τά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ καί τό σπίτι θά γίνει ὁ τάφος μας.  Γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔνιωσα τί θά πεῖ τρόμος. Ἔκλεισα πανικόβλητος τήν πόρτα, ἔπεσα στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας μου καί ἄρχισα νά κλαίω. Εὐτυχῶς ὁ μεγαλύτερος ἀδερφός μου, ὁ Γιῶργος, ἔλειπε ἐκεῖνο τό βράδυ, γιατί τόν φιλοξενοῦσε ἐδῶ καί δύο μέρες μιά θεία μου στό σπίτι της κι ἔτσι δέν ἔζησε τίς ἐφιαλτικές ἐκεῖνες καταστάσεις.
   Στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ ρέματος καί σέ ἕνα μέτρο ἀπόσταση ἀπό τό ρέμα, ζοῦσε μία τετραμελής οἰκογένεια, οἱ γονεῖς καί  τά δύο ἐνήλικα καί ἀνύπαντρα παιδιά τους, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι. Ἐκεῖνο τό βράδυ εἶδαν καί οἱ τέσσερις τόν χάρο μέ τά μάτια τους. Ὁ ὁρμητικός χείμαρρος εἶχε σκάψει κυριολεκτικά τά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ. Τό μισό σπίτι ἦταν πλέον στό κενό.  Ὅλοι τους πανικόβλητοι βγῆκαν  στήν αὐλή καί τσαλαβουτοῦσαν στά λασπόνερα. Ὁ ἕνας κρατοῦσε τόν ἄλλον καί προσπαθοῦσαν νά ἀνέβουν τόν ἀνηφορικό  χωματόδρομο πού ὁδηγοῦσε στόν ἀσφαλῆ κεντρικό δρόμο. Φώναζαν καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ἐγώ εἶχα κάπως συνέλθει ἀπό τό σόκ καί ὅταν ἄκουσα τίς φωνές τους, ἔβαλα πάνω στό κρεβάτι μιά καρέκλα καί κοίταζα ἀπό τόν φεγγίτη νά δῶ τί συμβαίνει. Εὐτυχῶς, σέ λἰγο φάνηκαν δύο ἄνδρες τῆς πυροσβεστικῆς καί μέ εἰδικά σχοινιά τούς τράβηξαν πρός τά πάνω μέ ἀσφάλεια. Κατά καλή τους τύχη εἶχαν τηλέφωνο στό σπίτι τους  καί ὅταν ἀντιλήφθηκαν τόν κίνδυνο, εἰδοποίησαν ἔγκαιρα τήν πυροσβεστική. Εἶχε ἔρθει κι ἕνα κλιμάκιο ἀπό τόν δῆμο καί τούς μετέφερε σέ ἕνα ξενοδοχεῖο στό κέντρο τῆς πόλης μας γιά  νά περάσουν τό βράδυ  τους μέ ἀσφάλεια.
   Καθώς προχωροῦσε ἡ βραδιά ἡ κατάσταση γινόταν ὅλο καί πιό ἀπειλητική.
 -Μάνα, πρέπει νά φύγουμε, τό ρέμα δέν ἀστειεύεται, θά πνιγοῦμεἄν παραμείνουμε στό σπίτι, εἶπα μέ ἀγωνία.
Ἡ μητέρα δέν μίλαγε. Σέ μιά στιγμή τήν εἶδα ν᾽ ἀνοίγει τήν πόρτα καί νά σταυροκοπιέται. Τά δένδρα χοροπηδοῦσαν σάν τρελά ἀπό τόν δυνατό ἄνεμο. Τά ἀπανωτά ἀστροπελέκια συναγωνίζονταν τό ἕνα τό ἄλλο σέ ἔνταση καί σφοδρότητα. Τώρα εἶχαν πέσει ἄλλα δύο δένδρα. Τό ἕνα μάλιστα ἀπό αὐτά σέ ἀπόσταση μισοῦ μέτρου ἀπό τό σπίτι μας. Ἀπό τά τοιχώματα τοῦ ρέματος εἶχε ἀποκοπεῖ ἕνα ἀκόμη μεγάλο κομμάτι χώματος. Τό τοπίο ἦταν σεληνιακό. Τά πάντα εἶχαν ἀναποδογυριστεῖ στήν αὐλή. Ὁ μικρός κηπάκος πού διατηροῦσα, εἶχε πνιγεῖ στά λασπονέρια. Ἀκόμα καί τά καλάμια μέ τά ὁποῖα εἶχα περιφράξει τόν κῆπο, εἶχαν ξεριζωθεῖ καί ἔπλεαν κι αὐτά πάνω στά λασπόνερα. Πολλές ἀπό τίς γλάστες πού εἶχα κατά μῆκος τοῦ σπιτιοῦ καί τίς φρόντιζα σάν μικρά παιδιά, εἶχαν ἀναποδογυριστεῖ καί τά χώματά τους εἶχαν σκορπιστεῖ στό τσιμεντένιο ἀλλά μέ ἐπιμέλεια ἀσβεστωμένο  πεζούλι μας.
  Σέ μιά στιγμή βλέπω τή μητέρα νά κουκουλώνεται μέ τό ζαχαρί χοντρό σάλι της καί νά βγαίνει ἔντρομη ἔξω. Πῆγε μέ γοργό βῆμα καί χτύπησε τήν πόρτα τῆς γειτονικῆς μας οἰκογένειας.  Ὅταν τῆς ἄνοιξαν, ἄρχισε νά ρωτᾶ τίς κοπέλες μέ ἀγωνία:
   -Τί θά κάνουμε κορίτσια.  Ἡ κατάσταση ὅσο πάει καί χειροτερεύει. Μήπως θά  πρέπει νά φύγουμε, νά διανυχτερεύσουμε κάπου ἀλλοῦ γιά σίγουρα;
      - Κάνε ὅ,τι σέ φωτίσει ὁ Θεός, κυρα- Μάρθα, εἶπε ἡ Μαίρη καί τά δάκρυά της ἔτρεχαν ἀσταμάτητα ἀπό τά μάτια της.
   -᾽Εμεῖς ἔχουμε καί τή μητέρα μας, συνέχισε. Εἶναι μεγάλη καί δυσκίνητη γυναίκα, δέν μπορεῖ νά μετακινηθεῖ εὔκολα. Θά παραμείνουμε ἐδῶ κι ὅ,τι γίνει.
   Σέ λίγο μπῆκε ἡ μητέρα στό σπίτι μουσκεμένη ἀπό τή βροχή καί μοῦ εἶπε νά βάλω σέ μιά τσάντα μερικά ρουχαλάκια, γιατί θά κοιμόμασταν ἀπόψε κάπου ἀλλοῦ. Σέ δέκα λεπτά εἴχαμε ἑτοιμαστεῖ. Ἡ μητέρα φαινόταν ἀποφασισμένη. Δέν μποροῦσε νά διακινδυνεύσει ἄλλο τήν παραμονή μας σέ αὐτό τό ἑτοιμόρροπο  καί παλιό σπίτι.
  -Μήν ἀνησυχεῖς, μοῦ εἶπε, ἐμφανῶς συγκινημένη καί μέ μάτια βουρκωμένα. Κάνε τήν προσευχή σου Ἀρίστο μου καί ὅλα θά πᾶνε καλά. Τόσα καί τόσα περάσαμε. Χίλια κύματα ἔπεσαν πάνω μου καί ἄντεξα.  Τώρα θά χαθοῦμε; Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ πατέρας μας, θά μᾶς προστατέψει καί πάλι.
    Πήραμε τό ἀνηφορικό μονοπατάκι μέ πολλή προσοχή γιά νά μήν γλιστρίσουμε καί σέ τρία λεπτά ἤμασταν στήν κεντρική λεωφόρο. Εὐτυχῶς, βρήκαμε σχετικά σύντομα ἕνα ταξί καί σέ πέντε λεπτά βρισκόμασταν  στό ξενοδοχεῖο «Ἀλεξάνδρεια» τῆς κεντρικῆς μας πόλης.  Ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα ἡ ζωή μας ἄλλαξε ριζικά. Μείναμε μερικές μέρες στό ξενοδοχεῖο. Παράλληλα κινήσαμε γῆ καί οὐρανό γιά νά βροῦμε νά νοικιάσουμε ἕνα σπίτι σέ προσιτή τιμή γιά τό βαλάντιό μας. Πάνω στήν ἑβδομάδα βρέθηκε μιά πολύ καλή περίπτωση στή διπλανή συνοικία, ἀπό ἐκεῖ πού μέναμε πρίν. Ἔτσι δέν θά ἀναγκαζόμουν ν᾽ ἀλλάξω κι ἐγώ σχολεῖο, μιᾶς καί ἤμασταν στά μέσα τῆς σχολικῆς χρονιᾶς.
  Τά χρόνια κύλησαν εὐχάριστα, δίχως ἰδιαίτερες δυσκολίες. Ὁ μεγάλος μου ἀδερφός πῆγε φαντάρος γιά ἕνα χρόνο, ὡς προστάτης οἰκογενείας πού ἦταν,  καί μόλις ἀπολύθηκε, βρῆκε μιά δουλίτσα σέ μιά φαρμακαποθήκη.  Σάν πατέρας πλέον ἐκεῖνος διέθετε σχεδόν ὅ,τι ἔπαιρνε γιά τήν συντήρηση τῆς οἰκογένειας. Ἦταν καλό, φιλότιμο καί πονεμένο παιδί. Ὅταν ἦταν στό στρατό, τοῦ ἔστελνα γραμματάκια πολύ ὄμορφα γραμμένα – μιά καί εἶχα ἀπό τότε ἔφεση στό γράψιμο- τά ὁποῖα φύλαγε μέ πολλή ἀγάπη. Τά διάβαζε καί τά ξαναδιάβαζε κι ἔπαιρνε δύναμη, ὅπως μᾶς ἔλεγε ἀργότερα. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ συστηματικό διάβασμα πέρασα καί στό Πανεπιστήμιο - κάτι πού χαροποίησε ἰδιαίτερα τήν οἰκογένειά μου- καί μπόρεσα νά τελειώσω τίς σπουδές μου χάρη στήν οἰκονομική ὑποστήριξη τοῦ ἀδελφοῦ μου.
    Τά χρόνια πέρασαν χωρίς νά τό καταλάβω. Παντρεύτηκα μιά πολύ καλή σύζυγο, ἔκανα παιδιά, ἀλλά ἐκείνη ἡ νυχτερινή καταιγίδα παρέμεινε ἀνεξίτηλη στή μνήμη μου. Ἕνα  ἐφιαλτικό βράδυ πού σημάδεψε τή ζωή μου. Μιά ἐμπειρία πού μέ ἔκανε νά γνωρίσω καλύτερα τούς ἀνθρώπους καί τίς διαθέσεις τους. Μιά πικρή ἀνάμνηση, πού ὅμως χαλύβδωσε τόν χαραχτήρα μου. Μιά λάμψη πού φώτισε τήν μετέπειτα πορεία μου...



 π. Σταῦρος Τρικαλιώτης

Ἁγ. Παρασκευή, Σεπτέμβριος 2016

(The tempest, detail, Giorgione, 1505)


Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016







αφή

Τα χέρια.
Δηλωτικά ζωής
έτσι όπως διαγράφονται οι φλέβες
και ανιχνεύεται ο σφυγμός.

Τα χέρια.
Δηλωτικά απουσίας
αφήνουν χαραμάδες σε αλλοτινά αγγίγματα.
Υπέροχη αφή
καταργημένη λίγο λίγο.

Διώνη Δημητριάδου

(σπουδή για χέρια, Albrecht Dürer)