Νυχτερινή καταιγίδα ( διήγημα)
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
Ἀπό τό πρωί
εἶχε ἀρχίσει νά χαλάει ὁ καιρός.
-Νά ντυθεῖς
καλά, μπορεῖ νά βρέξει σήμερα, μοῦ εἶπε ἡ μάνα μου πρίν φύγω γιά τό σχολεῖο.
Καθώς ἔφευγα, βγῆκε στήν πόρτα -ὅπως ἔκανε
κάθε φορά- νά μέ ξεπροβοδίσει. Ἐνόσω ἀπομακρυνόμουν, τήν ἔβλεπα πού μέ σταύρωνε
«γιά νά ἔχω μιά καλή ἡμέρα καί γιά νά μέ φυλάει ἡ Παναγιά», ὅπως συνήθιζε νά μοῦ
λέει. Στά πενήντα μέτρα ἄρχιζα νά τήν χάνω ἀπό τό ὀπτικό μου πεδίο. Φαινόταν
μόνο ἡ θολή της φιγούρα μέσα ἀπό τήν
πυκνή πρωινή ὁμίχλη, χρωματισμένη μέ κιτρινοκόκκινες καί γαλάζιες ἀνταύγειες,
πού τίς προκαλοῦσαν τά παιχνίδια τῶν
πρωινῶν ἡλιαχτίδων.
Βιαστικός, ὅπως
ἤμουν, θέλησα νά κόψω δρόμο, ἀποφεύγοντας τήν κεντρική ἀσφαλτοστρωμένη ἀνηφοριά,
πού ἔβγαζε στό δρόμο τοῦ σχολείου μου. Δίπλα ἀπό τό σπίτι μας περνοῦσε ἕνα
ρέμα, ἀπό τό ὁποῖο τούτη τήν περίοδο διέρχονταν λιγοστά νερά. Τό ρέμα γέμιζε μόνο ὅταν ἔπιαναν
συνεχόμενες καί καταρρακτώδεις βροχές. Κατέβηκα
τό ἀπότομο μονοπατάκι, πού ὁδηγοῦσε στήν
κοίτη, δρασκέλισα προσεκτικά πατώντας πάνω στίς πέτρες κι ἔτσι ἀπέφυγα τά λιμνάζοντα ὕδατα. Πέρασα στήν ἀπέναντι
πλευρά τοῦ ρέματος καί ἀκολούθησα τό χωματένιο ἀνηφορικό μονοπατάκι πού ὁδηγοῦσε
στήν δημοσιά, ὅπου ἦταν ἡ κεντρική πλατεία τῆς μικρῆς μας συνοικίας. ῎Εστριψα ἀριστερά
στήν ἥσυχη ὁδό Ἀνθέων καί σέ πέντε λεπτά ἤμουν στό ἀγαπημένο μου δημοτικό σχολεῖο.
Ὅλα αὐτά τά θυμᾶμαι σάν νά ἔγιναν χθές.
Δύσκολα ξεχνιοῦνται τά παιδικά βιώματα, πού ἔχουν τίς χαρές τους, ἀλλά καί τίς
δυσκολίες τους. Καί λέω δυσκολίες γιατί ὁ πατέρας μας μᾶς ἄφησε χρόνους πρίν
δύο χρόνια καί ὅλο τό βάρος τῆς ἐπιβίωσής μας εἶχε πέσει στούς ὤμους τῆς
μητέρας μας. Ὅμως τότε ἐμεῖς τά παιδιά
βρίσκαμε τρόπους νά μήν μᾶς ἀγγίζουν ὅλα αὐτά. Ζούσαμε τά ξέγνοιαστα παιδικά μας χρόνια μέ πολύ
παιχνίδι στήν ὄμορφη φύση, πού μᾶς χάριζε ἡ ρεματιά, ἡ ὁποία περιστοιχιζόταν κι
ἀπό τίς δύο πλευρές της μέ καλαμιές, πλατάνια, πεῦκα καί λεῦκες. Μετά τό σχολεῖο
πέταγα σέ μιά ἄκρη τήν σχολική μου τσάντα καί τό ἔριχνα στό παιχνίδι μέχρι πού βράδιαζε.
Ὅσο γιά διάβασμα, ὅτι προλάβαινα τό βραδάκι ἤ ἐάν δέν προλάβαινα, ἔκανα ἕνα
πασάλειμμα νωρίς τό πρωί, τότε πού εἶναι τό μυαλό μου καθαρό...
Χαιρόμουν τό Καλοκαιράκι, τά πρωτοβρόχια τοῦ
Φθινοπώρου, ἀλλά καί τά κρύα, τίς βροχές καί τίς ξαφνικές καταιγίδες τοῦ
Χειμώνα. Περισσότερο ὅμως χαιρόμουν τό σπάνιο γιά τήν ἀττική γῆ χιόνι. Ὅταν
χιόνιζε, ἦταν ἡ καλύτερή μου! Τότε ὁ ἐνθουσιασμός μου ἦταν ἀπερίγραπτος.
Φτιάχναμε χιονάνθρωπους, παίζαμε χιονοπόλεμο μέ τά ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς,
κυλιόμαστε σάν τά παιχνιδιάρικα ζῶα πάνω
στά κατάλευκα χωράφια. Πάγωνε τό πρόσωπό μας, κοκκίνιζαν οἱ μύτες μας, ἀλλά ἐμεῖς
πέρα βρέχει. Μόνο μέ τά λιγοστά πλουσιόπαιδα τῆς συνοικίας μας δέν κάναμε
παρέα. Αὐτά πήγαιναν σέ ἰδιωτικά σχολεῖα, ἔπαιζαν μεταξύ τους καί ὅταν μᾶς ἔβλεπαν
στήν πλατεία, μᾶς ἀπέφευγαν. Κατά βάθος πιστεύω ὅτι κι αὐτά θά ἤθελαν νά
παίξουν μαζί μας, ἀλλά φαίνεται πώς οἱ
γονεῖς τους τούς ἔδιναν διαφορετικές ὁδηγίες. Ἡ δική μου παρέα ἦταν τά
φτωχόπαιδα τῆς γειτονιᾶς, πού ἦταν καί τά περισσότερα.
Γυρνώντας τό μεσημεράκι στό σπίτι μου ἀπό τό
σχολεῖο, σέ ὅλη τήν διαδρομή μοῦ ἔκανε παρέα ἕνα εὐχάριστο ψιλόβροχο. Ἀπό τό ἀπόγευμα κι ἔπειτα τό
ψιλόβροχο ἐξελίχθηκε σέ μιά ἀσταμάτητη
βροχή, πού ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα τόσο καί δυνάμωνε. Ἦταν 17 Ἰανουαρίου τοῦ 197...,
μέρα κατά τήν ὁποία ἑορτάζει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Νωρίς τό ἀπόγευμα ἡ μητέρα ἔβαλε
τά καλά της καί πῆγε στόν πανηγυρικό Ἑσπερινό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τοῦ πολιούχου τῆς μικρῆς μας συνοικίας, πού ἀπεῖχε
δέκα λεπτά μέ τά πόδια ἀπό τό σπίτι μας. Ὅταν γύρισε γύρω στίς 8.30 τό βραδάκι,
τό πρόσωπό της ἔλαμπε. Μοῦ ἔδωσε νά φάω ἕνα κομμάτι εὐλογημένο ἄρτο καί μοῦ διηγοῦνταν τίς ἐντυπώσεις της ἀπό
τό Πανηγύρι τοῦ ἁγίου.
Μετά ἀπό
μισή ὥρα ἄρχισε νά βρέχει καταρρακτωδῶς. Τά μπουμπουνητά ἀπό τίς ἀστραπές ἔμπαιναν
ἀπό τούς φεγγίτες τοῦ σπιτιοῦ μας καί σκορποῦσαν στό σπιτικό μας τίς
τρομακτικές τους λάμψεις. Ἕνας ἀνεξήγητος φόβος ἄρχισε νά κυριεύει την καρδιά
μου. Ἡ μητέρα γέμισε τό τεπόζιτο τῆς σόμπας πετρελαίου πού εἴχαμε στό φτωχικό
μας σπιτάκι καί ἔβαλε τόν διακόπτη ροῆς
τοῦ πετρελαίου στό φούλ γιά νά ζεσταθεῖ τό σπίτι μας γιά τά καλά.
-Τί θά φᾶμε ἀπόψε; μέ ρώτησε ἡ μητέρα.
-Τηγανητές
πατάτες μέ αὐγά μελάτα μάνα, ἦταν ἡ κλασική μου ἀπάντηση. Ἕνα φαγητό πού ἀκόμη
καί σήμερα τό τρώγω μέ μεγάλη εὐχαρίστηση σάν νά εἶμαι μικρό παιδί!
- Πατατιά θά
φυτρώσει στήν κοιλιά σου, ἦταν ἡ στερεότυπη ἀπάντησή της καί πῆγε στήν κουζίνα
νά τίς τηγανίσει.
Ἐνῶ ἡ μητέρα μαγείρευε, τά μπουμπουνητά ὁλοένα
καί δυνάμωναν. Γιά μιά στιγμή ἄνοιξα τήν πόρτα στά γρήγορα νά δῶ τί συμβαίνει.
Χαλασμός Κυρίου! ῾Ο ἀέρας λυσσομανοῦσε. Τά δένδρα χόρευαν σάν τρελά πέρα δῶθε. ῞Ενα πεῦκο μάλιστα εἶχε ξεριζωθεῖ κι ὁ Θεός
φύλαξε καί δέν ἔπεσε πάνω στό σπίτι μας, ἀλλά στήν ἀντίθετη πλευρά πάνω ἀπό τό
ρέμα. Τό ρέμα πού περνοῦσε δέκα μέτρα δίπλα ἀπό τό σπίτι μας, εἶχε φουσκώσει γιά τά καλά. Πρώτη
φορά τό ἔβλεπα τόσο ἐξαγριωμένο πού τρόμαξα! Κατέβαζε ἀπό τό βουνό ὅ,τι σαβοῦρα
ἔβρισκε μπροστά του. ‘Η στάθμη τοῦ νεροῦ
εἶχε ἀνέβει ἐπικίνδυνα. Τό σπίτι μας ἦταν διώροφο. Προπολεμικά τό χρησιμοποιοῦσαν
σάν πανσιόν. Ἐμεῖς νοικιάζαμε δύο δωματιάκια στό ἰσόγειο. Δἰπλα μας ἔμενε
μιά τριμελής οἰκογένεια, δύο ἀνύπαντρες ἀδελφές
μέ τήν ὑπέργηρη μητέρα τους. Στόν ἐπάνω ὄροφο κατοικοῦσαν ἄλλες δύο οἰκογένειες.
Ἐάν, ὅ μὴ γένοιτο, ξεχείλιζε ὁ χείμαρρος, ἐμεῖς καί ἡ διπλανή μας οἰκογένεια
κινδυνεύαμε περισσότερο.
Ἔκλεισα τήν πόρτα καί ἄρχισα νά ἐξιστορῶ στή μητέρα μου τί γινόταν ἔξω. Ἐκείνη, ὅταν
τά ἄκουσε αὐτά, μοῦ εἶπε καθησυχαστικά:
-Μήν ἀνησυχεῖς καθόλου. Μπόρα εἶναι, θά
περάσει. Αὔριο τό πρωί θά γαληνέψουν ὅλα. Τόσα χρόνια ζοῦμε σ αὐτό τό σπίτι καί
δέν μᾶς ἔχει συμβεῖ κανένα κακό. Ἔλα, κάνε τόν σταυρό σου καί κάθισε νά φᾶς
μέ τήν ἡσυχία σου.
Καθώς ἔτρωγα, βλέπω ξαφνικά τή μητέρα μου νά
γονατίζει μπροστά στά εἰκονίσματα καί νά σηκώνει τά χέρια της σέ στάση ἱκεσίας πρός τήν
Παναγία. Σέ κάποια στιγμή τήν ἄκουσα νά λέει:
-Παρθένα μου, προστάτεψέ μας. Λυπήσου τά
παιδάκια μου.
Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι τήν εἶδα, σκούπισε γρήγορα γρήγορα τά
δακρυσμένα της μάτια κι ἄρχισε νά μοῦ χαμογελᾶ σάν νά μήν συνέβαινε
τίποτα.
Ὅσο
περνοῦσε ἡ ὥρα τά μπουμπουνητά τόσο καί δυνάμωναν. Τό σπίτι ἄρχισε νά τρίζει
καί τά ἔπιπλα λές καί χοροπηδοῦσαν. Εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι θά πιάναμε
φωτιά. Τό ραδιοφωνάκι μου ἔλεγε ἀπό τό ἀπόγευμα
ὅτι στήν Ἀττική προβλέπονται ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα καί προσπαθοῦσα νά τά
φανταστῶ. Τώρα τά ἔβλεπα μπροστά μου σάν κινημαγραφική ταινία. Γιά μιά στιγμή ἄνοιξα
γιά λίγο τήν πόρτα τῆς μικρῆς μας κουζινίτσας κι ἔνιωσα τόν δυνατό ἀέρα νά μέ
σπρώχει μέ ὁρμή πρός τά μέσα. Ἔξω ἀπό τά τρομερά ἐκεῖνα ἀστραπόβροντα -πού γιά πρώτη φορά στή ζωή
μου ἔβλεπα- ἡ νύχτα εἶχε γίνει μέρα. Εἶχαν
σωριαστεῖ στήν αὐλή μας ἄλλα δύο δέντρα, μία λεύκα κι ἕνα μικρό πλατάνι καί εἶχαν
σκεπάσει σέ σχῆμα χιαστί τό προηγούμενο πεῦκο. Ἡ στάθμη τοῦ ρέματος εἶχε ἀνέβει
ἐπικίνδυνα καί ἀπειλοῦσε πλέον νά παρασύρει τό σπίτι μας. Σέ κάποια στιγμή
βλέπω ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τά τοιχώματα τοῦ ρέματος νά ἀποκολλᾶται καί νά τό
παρασέρνουν μαζί τους τά ὁρμητικά νερά τοῦ χειμάρρου. Τό ρῆγμα ἀπεῖχε πλέον μόλις
πέντε μέτρα ἀπό τό σπίτι. Τά χώματα ἄρχισαν νά πέφτουν σάν χάρτινοι πύργοι καί
παρέσυραν μαζί τους καί τό βαρέλι πού ἀποθηκεύαμε τό πετρέλαιο γιά τήν σόμπα,
μαζί μέ τήν τσίγκινη σκάφη καί μιά παλιά πολυθρόνα. Ἤμουν σίγουρος ὄτι τά νερά
θά σκάψουν τά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ καί τό σπίτι θά γίνει ὁ τάφος μας. Γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἔνιωσα τί θά πεῖ
τρόμος. Ἔκλεισα πανικόβλητος τήν πόρτα, ἔπεσα στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας μου καί ἄρχισα
νά κλαίω. Εὐτυχῶς ὁ μεγαλύτερος ἀδερφός μου, ὁ Γιῶργος, ἔλειπε ἐκεῖνο τό βράδυ,
γιατί τόν φιλοξενοῦσε ἐδῶ καί δύο μέρες μιά θεία μου στό σπίτι της κι ἔτσι δέν ἔζησε
τίς ἐφιαλτικές ἐκεῖνες καταστάσεις.
Στήν ἀπέναντι πλευρά τοῦ ρέματος καί σέ ἕνα
μέτρο ἀπόσταση ἀπό τό ρέμα, ζοῦσε μία τετραμελής οἰκογένεια, οἱ γονεῖς καί τά δύο ἐνήλικα καί ἀνύπαντρα παιδιά τους, ἕνα ἀγόρι
κι ἕνα κορίτσι. Ἐκεῖνο τό βράδυ εἶδαν καί οἱ τέσσερις τόν χάρο μέ τά μάτια
τους. Ὁ ὁρμητικός χείμαρρος εἶχε σκάψει κυριολεκτικά τά θεμέλια τοῦ σπιτιοῦ. Τό
μισό σπίτι ἦταν πλέον στό κενό. Ὅλοι
τους πανικόβλητοι βγῆκαν στήν αὐλή καί
τσαλαβουτοῦσαν στά λασπόνερα. Ὁ ἕνας κρατοῦσε τόν ἄλλον καί προσπαθοῦσαν νά ἀνέβουν
τόν ἀνηφορικό χωματόδρομο πού ὁδηγοῦσε
στόν ἀσφαλῆ κεντρικό δρόμο. Φώναζαν καί ζητοῦσαν βοήθεια. Ἐγώ εἶχα κάπως
συνέλθει ἀπό τό σόκ καί ὅταν ἄκουσα τίς φωνές τους, ἔβαλα πάνω στό κρεβάτι μιά
καρέκλα καί κοίταζα ἀπό τόν φεγγίτη νά δῶ τί συμβαίνει. Εὐτυχῶς, σέ λἰγο
φάνηκαν δύο ἄνδρες τῆς πυροσβεστικῆς καί μέ εἰδικά σχοινιά τούς τράβηξαν πρός
τά πάνω μέ ἀσφάλεια. Κατά καλή τους τύχη εἶχαν τηλέφωνο στό σπίτι τους καί ὅταν ἀντιλήφθηκαν τόν κίνδυνο, εἰδοποίησαν
ἔγκαιρα τήν πυροσβεστική. Εἶχε ἔρθει κι ἕνα κλιμάκιο ἀπό τόν δῆμο καί τούς
μετέφερε σέ ἕνα ξενοδοχεῖο στό κέντρο τῆς πόλης μας γιά νά περάσουν τό βράδυ τους μέ ἀσφάλεια.
Καθώς προχωροῦσε ἡ βραδιά ἡ κατάσταση
γινόταν ὅλο καί πιό ἀπειλητική.
-Μάνα, πρέπει νά φύγουμε, τό ρέμα δέν ἀστειεύεται, θά
πνιγοῦμεἄν παραμείνουμε στό σπίτι, εἶπα μέ ἀγωνία.
Ἡ μητέρα δέν μίλαγε. Σέ μιά στιγμή τήν εἶδα ν᾽
ἀνοίγει τήν πόρτα καί νά σταυροκοπιέται. Τά δένδρα χοροπηδοῦσαν σάν τρελά ἀπό
τόν δυνατό ἄνεμο. Τά ἀπανωτά ἀστροπελέκια συναγωνίζονταν τό ἕνα τό ἄλλο σέ ἔνταση
καί σφοδρότητα. Τώρα εἶχαν πέσει ἄλλα δύο δένδρα. Τό ἕνα μάλιστα ἀπό αὐτά σέ ἀπόσταση
μισοῦ μέτρου ἀπό τό σπίτι μας. Ἀπό τά τοιχώματα τοῦ ρέματος εἶχε ἀποκοπεῖ ἕνα ἀκόμη
μεγάλο κομμάτι χώματος. Τό τοπίο ἦταν σεληνιακό. Τά πάντα εἶχαν ἀναποδογυριστεῖ
στήν αὐλή. Ὁ μικρός κηπάκος πού διατηροῦσα, εἶχε πνιγεῖ στά λασπονέρια. Ἀκόμα
καί τά καλάμια μέ τά ὁποῖα εἶχα περιφράξει τόν κῆπο, εἶχαν ξεριζωθεῖ καί ἔπλεαν
κι αὐτά πάνω στά λασπόνερα. Πολλές ἀπό τίς γλάστες πού εἶχα κατά μῆκος τοῦ
σπιτιοῦ καί τίς φρόντιζα σάν μικρά παιδιά, εἶχαν ἀναποδογυριστεῖ καί τά χώματά
τους εἶχαν σκορπιστεῖ στό τσιμεντένιο ἀλλά μέ ἐπιμέλεια ἀσβεστωμένο πεζούλι μας.
Σέ μιά στιγμή βλέπω τή μητέρα νά
κουκουλώνεται μέ τό ζαχαρί χοντρό σάλι της καί νά βγαίνει ἔντρομη ἔξω. Πῆγε μέ
γοργό βῆμα καί χτύπησε τήν πόρτα τῆς γειτονικῆς μας οἰκογένειας. Ὅταν τῆς ἄνοιξαν, ἄρχισε νά ρωτᾶ τίς κοπέλες
μέ ἀγωνία:
-Τί θά κάνουμε κορίτσια.
Ἡ κατάσταση ὅσο πάει καί χειροτερεύει. Μήπως θά πρέπει νά φύγουμε, νά διανυχτερεύσουμε κάπου ἀλλοῦ
γιά σίγουρα;
- Κάνε ὅ,τι σέ φωτίσει ὁ Θεός, κυρα- Μάρθα, εἶπε ἡ Μαίρη
καί τά δάκρυά της ἔτρεχαν ἀσταμάτητα ἀπό τά μάτια της.
-᾽Εμεῖς ἔχουμε καί τή μητέρα μας, συνέχισε.
Εἶναι μεγάλη καί δυσκίνητη γυναίκα, δέν μπορεῖ νά μετακινηθεῖ εὔκολα. Θά
παραμείνουμε ἐδῶ κι ὅ,τι γίνει.
Σέ λίγο μπῆκε ἡ μητέρα στό σπίτι μουσκεμένη ἀπό
τή βροχή καί μοῦ εἶπε νά βάλω σέ μιά τσάντα μερικά ρουχαλάκια, γιατί θά
κοιμόμασταν ἀπόψε κάπου ἀλλοῦ. Σέ δέκα λεπτά εἴχαμε ἑτοιμαστεῖ. Ἡ μητέρα
φαινόταν ἀποφασισμένη. Δέν μποροῦσε νά διακινδυνεύσει ἄλλο τήν παραμονή μας σέ
αὐτό τό ἑτοιμόρροπο καί παλιό σπίτι.
-Μήν ἀνησυχεῖς, μοῦ εἶπε, ἐμφανῶς συγκινημένη
καί μέ μάτια βουρκωμένα. Κάνε τήν προσευχή σου Ἀρίστο μου καί ὅλα θά πᾶνε καλά.
Τόσα καί τόσα περάσαμε. Χίλια κύματα ἔπεσαν πάνω μου καί ἄντεξα. Τώρα θά χαθοῦμε; Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ πατέρας
μας, θά μᾶς προστατέψει καί πάλι.
Πήραμε τό ἀνηφορικό μονοπατάκι μέ πολλή
προσοχή γιά νά μήν γλιστρίσουμε καί σέ τρία λεπτά ἤμασταν στήν κεντρική
λεωφόρο. Εὐτυχῶς, βρήκαμε σχετικά σύντομα ἕνα ταξί καί σέ πέντε λεπτά βρισκόμασταν στό ξενοδοχεῖο «Ἀλεξάνδρεια» τῆς κεντρικῆς
μας πόλης. Ἀπό ἐκεῖ καί ἔπειτα ἡ ζωή μας
ἄλλαξε ριζικά. Μείναμε μερικές μέρες στό ξενοδοχεῖο. Παράλληλα κινήσαμε γῆ καί
οὐρανό γιά νά βροῦμε νά νοικιάσουμε ἕνα σπίτι σέ προσιτή τιμή γιά τό βαλάντιό
μας. Πάνω στήν ἑβδομάδα βρέθηκε μιά πολύ καλή περίπτωση στή διπλανή συνοικία, ἀπό
ἐκεῖ πού μέναμε πρίν. Ἔτσι δέν θά ἀναγκαζόμουν ν᾽ ἀλλάξω κι ἐγώ σχολεῖο, μιᾶς
καί ἤμασταν στά μέσα τῆς σχολικῆς χρονιᾶς.
Τά χρόνια κύλησαν εὐχάριστα, δίχως ἰδιαίτερες
δυσκολίες. Ὁ μεγάλος μου ἀδερφός πῆγε φαντάρος γιά ἕνα χρόνο, ὡς προστάτης οἰκογενείας
πού ἦταν, καί μόλις ἀπολύθηκε, βρῆκε μιά
δουλίτσα σέ μιά φαρμακαποθήκη. Σάν
πατέρας πλέον ἐκεῖνος διέθετε σχεδόν ὅ,τι ἔπαιρνε γιά τήν συντήρηση τῆς οἰκογένειας.
Ἦταν καλό, φιλότιμο καί πονεμένο παιδί. Ὅταν ἦταν στό στρατό, τοῦ ἔστελνα
γραμματάκια πολύ ὄμορφα γραμμένα – μιά καί εἶχα ἀπό τότε ἔφεση στό γράψιμο- τά ὁποῖα
φύλαγε μέ πολλή ἀγάπη. Τά διάβαζε καί τά ξαναδιάβαζε κι ἔπαιρνε δύναμη, ὅπως μᾶς
ἔλεγε ἀργότερα. Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μέ συστηματικό διάβασμα πέρασα καί
στό Πανεπιστήμιο - κάτι πού χαροποίησε ἰδιαίτερα τήν οἰκογένειά μου- καί
μπόρεσα νά τελειώσω τίς σπουδές μου χάρη στήν οἰκονομική ὑποστήριξη τοῦ ἀδελφοῦ
μου.
Τά χρόνια πέρασαν χωρίς νά τό καταλάβω.
Παντρεύτηκα μιά πολύ καλή σύζυγο, ἔκανα παιδιά, ἀλλά ἐκείνη ἡ νυχτερινή
καταιγίδα παρέμεινε ἀνεξίτηλη στή μνήμη μου. Ἕνα ἐφιαλτικό βράδυ πού σημάδεψε τή ζωή μου. Μιά ἐμπειρία
πού μέ ἔκανε νά γνωρίσω καλύτερα τούς ἀνθρώπους καί τίς διαθέσεις τους. Μιά
πικρή ἀνάμνηση, πού ὅμως χαλύβδωσε τόν χαραχτήρα μου. Μιά λάμψη πού φώτισε τήν
μετέπειτα πορεία μου...
π. Σταῦρος Τρικαλιώτης
Ἁγ. Παρασκευή, Σεπτέμβριος 2016
(The tempest, detail, Giorgione, 1505)