Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Περδίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Περδίκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016


 
Ο κοκκινολαίμης


αφήγημα 
του Κώστα Περδίκη





Φλεβάρης μήνας.
Κρύο πολύ, ψόφος. «Τα κρύσταλλα», στα λιμνασμένα νερά, δεν λένε να λιώσουν. Σάββατο απόγευμα και νοιώθω ξαλα­φρωμένος από το καθημε­ρινό βάσανο του σχολείου. Στέκομαι στο παράθυρο, που βλέπει στον μικρό μας κήπο και χαζεύω έξω.

Η μυγδαλιά άνθισε και φέτος νωρίς-νωρίς. Καμαρώνει στ’ άσπρα της. Στη λεμονιά και στις πορτοκαλιές οι καρποί γυαλί­ζουν, όλο φρεσκάδα. Απέναντι, από τις καμινάδες, ο καπνός βγαίνει ντουμάνι. Έχει συννεφιά, αλλά το φως είναι ακόμη αρκετό. Κάτω από τα δέντρα, στο σκαμμένο χώμα, ένα σμάρι σπουργί­τια τσιμπολογάνε ό,τι  βρουν μπροστά τους, ξυλια­σμένα και πεινασμένα καθώς είναι. Έχω στυλώσει τώρα τα μά­τια μου εκεί, κοντά στον φράκτη, που έχω στήσει την πλακο­παΐδα. Είμαι όλο αγωνία. Λαχταράω να δω αν θα τα καταφέρω.

Την τέχνη την είχα μάθει από τη γρια Ασπασία, τη γιαγιά από τη μητέρα μου. Ήταν μαστόρισσα στις πλακοπαΐδες[1]. Έτσι και ξεγελιόταν κανένα πουλάκι και πήγαινε προς τα κει για να φάει από το δόλωμα, που η γρια είχε βάλει, δεν τη μπουρμπούραγε[2]. Τα μάδαγε, μετά,  και τα ’ψηνε στο παραγώνι. Ο μεζές τους την τρέλαινε. Όλη τη δουλειά την έκανε μια μεγάλη πλάκα από ψωμολίθι, που την κράταγαν όρθια, με μικρή κλίση, μερικά ψιλά ξυλαρά­κια. Έτσι και ακούμπαγε ο απρόσεχτος και πεινα­σμένος επισκέπτης σ’ ένα από αυτά, η πλάκα έπεφτε και τον πλάκωνε.

Έβλεπα τα σπουργίτια όλο και να πλησιάζουν προς τα κει. Τα σπυριά του σιταριού και τα ψίχουλα, που είχα από πριν ρί­ξει, τα τράβαγαν σαν μαγνήτης. Κάποτε βλέπω την πλάκα να πέ­φτει. Ξαμολιέμαι κουτρουβαλώντας τη σκάλα να δω τι έπιασα. Σηκώνω την πλάκα και παίρνω στη χούφτα μου το θύμα. Είναι ένα μικρούλικο, τόσο δα πουλάκι, με μια πορτοκαλιά τούφα κάτω από τον λαιμό του. Ένας μικρός κοκκινολαίμης, ένας λέ­γκος3. Η γιαγιά κάποια φορά μου τον είχε δείξει.

Είναι ζεστός ακόμη, ζωντανός, σαλεύει μέσα στη χούφτα μου.
Τρέχω πάνω στο σπίτι, τον βάζω σ’ ένα χαρτοκούτι και τον πάω κοντά στη σόμπα. Σιγά-σιγά με τη ζεστασιά συνέρχεται, ζωηρεύει. Στέκεται στα ποδαράκια του και κάνει τα πρώτα βή­ματα. Του βάζω σε ένα φλιτζανάκι νερό και ρίχνω στο κουτί λίγα ψί­χουλα. Όσο περνάει η ώρα τόσο και ξεθαρρεύει.

Δοκιμάζει να πετάξει. Βγαίνει από το κουτί και φτάνει μέχρι το ντουλάπι. Ξαναδοκιμάζει και πετάει πιο ψηλά, μέχρι το ταβάνι.
Έχει καρδαμώσει τώρα. Τετραπέρατος, καθώς είναι, βρίσκει το μικρό πέρασμα στο πα­ράθυρο, που η μητέρα άφηνε πάντα, για να παίρνει αέρα η σό­μπα και την κοπανάει. Βγαίνει έξω στην παγωνιά και στο ρίσκο των πλακοπαΐδων. Αφήνει τη ζεστασιά και το φαΐ μας. Είναι λεύτερος όμως…

Τον άλλο χειμώνα ένας ίδιος κοκκινολαίμης ήρθε και χοροπή­δαγε για μέρες στο πεζούλι του παραθύρου μας. «Είναι ο δικός σου», ακούω τη μητέρα μου να λέει. «Ήρθε για το ευχαριστώ».
Μου φάνηκε τόσο απίθανο. Από την άλλη όμως και τι δεν θα ’δινα να ήταν στ’ αλήθεια εκείνος…
Δεν ξανάστησα, από τότε, άλλες πλακοπαΐδες. Όλη μου η πε­ριέργεια και η λαχτάρα να δω να πιάνεται ένα πουλί, ξεθύμαναν μ’ εκείνον τον μικρό κοκκινολαίμη. Αργότερα, που ο κολλητός μου φίλος έγινε δεινός κυνηγός, εγώ δεν του έμοιασα. Ποτέ μου δεν απόκτησα τουφέκι. Πάλι εκείνος ο κοκκινολαίμης είχε κά­νει το θαύμα του…

Κώστας Περδίκης





[1] πλακοπαϊδα = πλακοπαγίδα
[2] μπουρμπουράω = γλυτώνω
3 λέγκος = κοκκινολαίμης

(από τη συλλογή διηγημάτων "Μικρές ιστορίες", εκδόσεις Οροπέδιο)

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016


η άλλη

διήγημα του Κώστα Περδίκη
(από τη συλλογή διηγημάτων 
«Μικρές ιστορίες», εκδόσεις Οροπέδιο)



Από τότε που τον πρωτογνώρισα μέχρι και σήμερα, πατημένα πια τα εξήντα, παραμένει ένας όμορφος και καλοστεκούμενος άντρας. Ψηλός, στεγνός, με καστανόξανθα μαλλιά, λίγο ασπρισμένα και πάντα με μακρύ μουστάκι. Επάγγελμα χτίστης πέτρας, πετράς και μαρμαράς μαζί. Πελεκάει και χτίζει τις μαρμαρόπετρες, που βγάζει από τα γύρω βουνά, πάνω από σαράντα χρόνια, με το ίδιο μεράκι και την ίδια όρεξη. Πιάνει την πέτρα και την κάνει στολίδι. Ύστερα από τόσα χρόνια δουλειάς, έχει φτάσει τώρα να είναι ένας αληθινός καλλιτέχνης, ένας γητευτής της πέτρας.
Την τέχνη την έμαθε, παλικαράκι ακόμη, κοντά στους Λαγκαδιανούς μαστόρους, τους πετροχτιστάδες, που τότε μπουλούκια κατέβαιναν στα μέρη μας, για να χτίσουν σπίτια και εκκλησιές στα χωριά μας. Δεν υπήρχαν, τότε, ντόπιοι χτιστάδες τόσο καλοί. Γυρνώντας από φαντάρος δεν άργησε και μικροπαντρεύτηκε, από έρωτα, μια κοντοχωριανή του λυγερή. Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια και στο σπιτικό του φύτρωσαν τρία φυντάνια, για να γίνει από τότε και πολύτεκνος. Σωστός σε όλα του, στη φαμίλια, στα νιτερέσια της δουλειάς, στην αγορά. Πρώτος ακόμη στο τραγούδι και στον χορό.
Ο Θύμιος με τ’ όνομα. Πιάνοντας τον ματρακά και το βελόνι, έπιανε μαζί και το τραγούδι. Το μαστορόπουλο, καλό και σεβαστικό παιδί, που κοντά του μάθαινε την τέχνη, τον σιγοντάριζε σφυρίζοντας στον ίδιο  σκοπό. Δεν άφηνε πανηγύρι για πανηγύρι. Φόρτωνε τα παιδιά στην καρότσα του μικρού φορτηγού, την κυρά δίπλα του και έτρεχε στα γύρω ξωκκλήσια, όταν γιόρταζαν και είχαν πανηγύρια.
Καμαρώνει τώρα και κορδώνεται, με το δίκιο του, σαν μετράει και δείχνει μερικά, μόνο, απ’ αυτά που έχει χτίσει.
Εκκλησιές, αρχοντόσπιτα, αλλά και χαμηλά σπιτάκια, βρύσες, μάντρες, πορτασιές. Ακόμη και τους τάφους, τους πιο ωραίους, που έχει κάνει στο μικρό νεκροταφείο του χωριού.
Είχε στήσει το εργαστήρι του μακριά από τα τελευταία σπίτια, μέσα στα βουνά, κοντά στον δρόμο που ’βγαζε στο ξωκκλήσι του Αι-Νικόλα. Εκεί πελέκαγε τα πιο δύσκολα κομμάτια, όπως παραστάδες, πρέκια, φουρούσια, καμάρες και σταυρούς. Σαν τα ετοίμαζε, τα κουβάλαγε με το φορτηγάκι του και τα ταίριαζε εκεί που έπρεπε, στα γιαπιά που ’χτιζε. Όλα του τα ανάχρεια ήτανε μέσα κει. Κρεμασμένα, πάνω από τον βαρύ πάγκο, κάθε είδους καλέμια, βελόνια, ματρακάδες, σμίλες, τρυπάνια, ράσπες. Τριγύρω σκόρπια κομμάτια μάρμαρα και πέτρες. Στο βάθος το διαμαντοπρίονο, το πιο βαρύ εργαλείο, για να σχίζει τις μαρμαρόπετρες. Ώρες αμέτρητες πέρναγε μέσα κει δουλεύοντας. Οι σφυριές, ανάκατες με το τραγούδι του, φτάνανε μέχρι τον δρόμο. Αργά το μεσημέρι σαν τέλειωνε, δεν ξέχναγε πριν φύγει να δέσει με τη μακριά αλυσίδα, μπροστά στην πόρτα, το άγριο λυκόσκυλο, που πάντα είχε για φύλακα.

Ο Θύμιος, στα κέφια του, αν βρει καλή παρέα και καλή ρακή, αρχινάει, κουτσοπίνοντας, να λέει ιστορίες, παλιές και νέες. Τις ξετυλίγει όμορφα, με μετρημένες λέξεις και φράσεις. Είναι θυμόσοφος…
Κάποτε ξεμονάχιασε και μένα και έπιασε να μου λέει μια ιστορία,  που για να πω την αλήθεια, μου φάνηκε παράξενη, λίγο σαν παραμύθι. Ύστερα από τόσα χρόνια την θυμάμαι καλά, ακόμη.

Ήταν, τότε, στις μεγάλες του δόξες. Δεν προλάβαινε να κλείνει δουλειές. Θα ’ταν κοντά στα σαράντα, με τα παιδιά του αρκετά μεγαλωμένα. Μια μέρα ένας φίλος του εργολάβος, που άνοιγε έναν δρόμο μακριά από το χωριό, του ξεφορτώνει ένα μεγάλο βράχο στην πίσω αυλή της καλύβας του.
«Δεν είναι σαν τους δικούς μας», του λέει. «Τούτος είναι αλλιώτικος, έχει πόρους και δουλεύεται πιο εύκολα, σε σένα όλο και κάτι θα χρησιμέψει».
Ήταν ένας μακρόστενος βράχος κοντά δύο μέτρα, κιτρινωπός σαν την άμμο, με μικρές τρύπες σαν σφηκοφωλιά.
Από κείνη τη στιγμή στο μυαλό του Θύμιου σφηνώθηκε η ιδέα. Κάθε μέρα, μόλις τέλειωνε πρώτα όσα έπρεπε να ετοιμάσει, αντί να φύγει, πήγαινε πίσω στην αυλή και πελέκαγε τον βράχο. Το μαστορόπουλο όλο και κρυφοκοίταγε περίεργα, μέχρι που μια μέρα τόλμησε να τον ρωτήσει, λίγο ντροπιασμένο.

«Γυναίκα φτιάχνεις μάστορα»;

«Ναι ρε μπουμπούνα", του απαντάει, «τι νόμιζες ότι θα ’φτιαχνα κανέναν μαγκλαρά, δεν φτάνουμε εμείς οι δύο»;
«Παλεύω να φτιάξω ένα θηλυκό, να το ’χουμε για παρέα σε τούτη δω την ερημιά».


Από τότε και όσο ο καιρός πέρναγε, το μαστορόπουλο έβλεπε θαμπωμένο τον βράχο, μέρα με τη μέρα, να μοιάζει όλο και πιο πολύ στη γυναίκα, που ο μάστοράς του είχε φανταστεί. Μπροστά στα μάτια τους ήταν τώρα, ξαπλωμένη στο χώμα, μια κοπέλα με μακριά πόδια, μακριά μαλλιά και στητά στήθια, σαν ζωντανή.
Δεν χόρταιναν να τη χαζεύουν.

Η Θύμιαινα, λίγες φορές πέρναγε από το εργαστήρι του άντρα της. Μια απ’ αυτές ήταν σίγουρα εκείνη, σαν γύρναγαν από το πανηγύρι του Αι-Νικόλα και έβρισκε τότε την  ευκαιρία να συμμαζέψει λίγο τον χαμό που βασίλευε κει μέσα. Όλες τις άλλες μέρες, πάλευε με τις δουλειές του σπιτιού, με τα παιδιά και με τον μικρό της μπαξέ, δίπλα στην αυλή τους. Τα ’φερε όμως έτσι ο διάολος να περάσει από κει μια μέρα, που ’ψαχνε τον άντρα της.
Βρήκε το μαστορόπουλο να τεμπελιάζει και να λαγοκοιμάται ακουμπισμένο στον πάγκο,. Χωρίς να το ξυπνήσει, το προσπέρασε ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω κι άνοιξε μετά την πορτούλα, που ’βγαζε στην πίσω αυλή. Στην αρχή παραξενεύτηκε μ’ αυτό που είδε ξαπλωμένο εκεί, ψάχνοντας όμως με τη  ματιά της από πάνω μέχρι κάτω, δεν της έμεινε καμιά αμφιβολία. Της ήρθε το αίμα στο κεφάλι, ζεματίστηκε …
Ξύπνησε το μαστορόπουλο και χωρίς να του πει κουβέντα για ό,τι είδε, του ζήτησε να την πάει με το μηχανάκι του στο χωριό.

Το ίδιο βράδυ, ο καλός της μαζεύτηκε σχετικά νωρίς από τον καφενέ. Είχε πιει τις ρακές με την παρέα του, είχαν πει τα καλαμπούρια τους και ήταν μες στην καλή χαρά. Όλα του είχαν πάει καλά κείνη τη μέρα, δεν είχε παράπονο. Τα παιδιά είχαν πέσει από νωρίς για ύπνο και θέλησε να μοιραστεί τη καλή του διάθεση με την κυρά του. Χαμογελώντας πονηρά κάτω από το μουστάκι του, άφησε κάποιο υπονοούμενο για τα περαιτέρω, όμως εκείνη φανερά θυμωμένη, του ’κοψε με τη μια την όρεξη. Παραξενεύτηκε, όχι τόσο για την άρνησή της, όσο για το ύφος  της το ξινισμένο και θέλησε κάποια εξήγηση. Τ’ άκουσε τότε όλα μαζεμένα, χωρίς ανάσα, από το στόμα της.
«Παράτα με ήσυχη, εσύ έχεις την άλλη τώρα, εγώ δεν σου ’φτανα. Βλέπεις εκείνη, που ’φτιαξες, θα μείνει πάντα νέα κι όμορφη, όχι σαν του λόγου μου, που μ’ έφαγαν οι δουλειές και οι έγνοιες».
Έτσι τα ’πε και γυρνώντας του την πλάτη έπεσε στο κρεβάτι.
Ο έρμος Θύμιος νόμιζε ότι, τόσα χρόνια που ήταν μαζί, την ήξερε απ’ έξω και ανακατωτά και τούτο το φέρσιμο του ’ρθε κατακέφαλα, δεν το περίμενε. Πώς να το χωνέψει ότι η γυναίκα του είχε ζηλέψει ένα άγαλμα, μια άλλη από πέτρα…
Όλο το βράδυ βρυκολάκιασε, μάτι δεν έκλεισε. Αχάραγα σηκώνεται και χωρίς να της πει κουβέντα, βάζει μπροστά το φορτηγάκι για το εργαστήρι του. Σ’ όλο τον δρόμο, μια φράση μόνο βγαίνει μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του:
«Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι».
Με το που τον βλέπει το λυκόσκυλο να ’ρχεται, του κάνει χίλιες χαρές γρυλίζοντας, αλλά κείνος που όρεξη για τέτοια.  Βουτάει τη βαριά από τον πάγκο και κλωτσώντας το πορτάκι βγαίνει στην πίσω αυλή. Θολωμένος καθώς είναι, στέκεται για μια στιγμή να πάρει ανάσα και της ρίχνει μια ματιά,  την τελευταία… Η βαριά σηκώνεται και πέφτει με φόρα σμπαραλιάζοντας πρώτα τα μακριά της πόδια. Μουρμουρίζοντας πάντα τις ίδιες λέξεις: «Δεν θα μου χαλάσεις εσύ το σπίτι», συνεχίζει με την ίδια βία να σπάζει, προχωρώντας όλο και πιο πάνω, μέχρι να κάνει και το κεφάλι της θρύψαλα. Τελειώνοντας, λούτσα στον ιδρώτα, παρατάει χάμω τη  βαριά και ξαλαφρωμένος πάει προς το σκυλί. Εκείνο συνεχίζει τις χαρές, σαν να κατάλαβε, το καημένο, τα ζόρια που τράβηξε ο κύρης του.
Το χαϊδεύει στο κεφάλι στοργικά και κάθεται κοντά του, σε μια πέτρα, για να ξελαχανιάσει.

Την ίδια στιγμή, ο ήλιος μόλις που άρχιζε να ξεμυτίζει, από την απέναντι βουνοκορφή…

Κώστας Περδίκης, από τη συλλογή διηγημάτων «Μικρές ιστορίες», εκδόσεις Οροπέδιο


 (το γλυπτό της φωτογραφίας είναι φτιαγμένο από βούτυρο από τους καλλιτέχνες Jim Victor και Marie Pelton)

Η τέχνη και η ζωή. Η αλήθεια και η εικόνα της. Αυτή η αλήθεια, όμως, πόσο βέβαιοι είμαστε ότι αντιστοιχεί στη ζωή; Και η δημιουργημένη εικόνα, κρύβει άραγε κι αυτή τη δική της αλήθεια; Και τι συμβαίνει, όταν η μία αντιμάχεται την άλλη; Ερωτήματα που δύσκολα βρίσκουν απάντηση. Ο καλλιτέχνης έχει τη δική του οπτική για το έργο του, αντιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της δημιουργικής του φαντασίας χωρίς να δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις των άλλων, που με βάση τα δικά τους δεδομένα ίσως αντικρίζουν μια άλλη εκδοχή του έργου. Έτσι κι αλλιώς το έργο τέχνης από τη στιγμή της ολοκλήρωσής του αποδίδεται χωρίς δεσμούς με την αρχική του θεώρηση από τον δημιουργό του, ελεύθερο και αυτόνομο, έτοιμο για πολλαπλές νέες θεωρήσεις. Φυσικά να λάβουμε υπ’ όψη μας και το ενδεχόμενο το έργο τέχνης να αναπνέει ολοζώντανο, τουλάχιστον όσο ζωντανή μπορεί να είναι η εκλεκτή απόδοση της φύσης. Τότε ίσως ένα καινούργιο βλέμμα, αντλημένο απολύτως από την πραγματική ζωή αυτό (όπως στην περίπτωση της ιστορίας του γλύπτη που εξαιρετικά έχει αποδοθεί εδώ από τον Κώστα Περδίκη), να επιβληθεί πάνω στη βούληση του καλλιτέχνη. Κι έτσι να απαντηθεί (έστω περιστασιακά) το αρχικό ερώτημα. Ναι, ίσως η αλήθεια της τέχνης να είναι ισχυρότερη.


(για το σχόλιο: Διώνη Δημητριάδου)

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016



Τρυγητές σταφίδας, ξυλογραφία του χαράκτη Τάσσου (1953)



Ο ήχος της μάκινας


(του Κώστα Περδίκη)


Όλος ο κάμπος μας, τότε, μια απέραντη πράσινη θά­λασσα. Όλη η εύφορη γη, παραδομένη αποκλειστικά σχεδόν σ’ αυτήν: στην καλλιέργεια της μαύρης κορινθιακής σταφίδας, του «μαύ­ρου χρυσού» της εποχής. Χιλιάδες στρέμματα, χιλιάδες αλώνια. Για χάρη της, μέχρι και εθνικό πρόβλημα προέκυψε, το λεγό­μενο σταφιδικό ζήτημα, όταν για κάποια συνεχόμενα χρόνια η τιμή της κατρακύλησε στα τάρταρα.

Σ’ αυτήν κάθε χρονιά οι φτωχοί σταφιδοπαραγωγοί στήριζαν  όλες τους τις ελπίδες. Γι’ αυτήν πάλευαν τον περισσότερο καιρό. Την κλάδευαν για να βγάλει νέα βλαστάρια. Την έσκα­βαν για να αφρατέψει το χώμα και μετά σβάρνιζαν τα κουτρούλια[1]. Τη χαράκωναν για να «δέσει» σταφύλια. Τη ρένταγαν[2] και την τειάφιζαν[3], δεκάδες φορές, για περονό­σπορο κι άλλες αρρώστιες. Την ξεφύλλιζαν για να παίρνει ήλιο και αέρα. Την τρύγαγαν και την άπλωναν στα αλώνια για να ξεραθεί. Τέλος τη μακινάριζαν[4] για να βγει το καθαρό προϊόν, που το πούλα­γαν, ύστερα, στον ΑΣΟ ή στους χοντρέμπορους της πε­ριοχής. Με τα λεφτά που έπαιρναν έπρεπε να βγάλουν κουτσά- στραβά όλη τη χρονιά.

Εκείνον τον καιρό θυμάμαι, κάθε Αύγουστο μήνα μετά της Παναγίας, έπιαναν οι πρώτες μπόρες. Αυτά τα πρωτοβρόχια ήσαν ό,τι πιο καταραμένο γεγονός μπο­ρούσε να συμβεί στη σοδειά, που λιαζόταν απλωμένη στα αλώ­νια, έτοιμη σχεδόν για μάζεμα. Η σταφίδα δεν ήθελε και πολύ, ακόμη και να μύριζε υγρασία, της έφτανε για να μουχλιάσει και να πάει στράφι όλος ο κόπος. Τα αδιάβροχα υλικά, νάυλον κ.λπ., ήσαν άγνωστα τότε.
Οι έρμοι αγρότες έτρεχαν αλλόφρονες με τα σταφιδόπανα και τα πισσόχαρτα, φορτωμένα πάνω στ’ άλογα και στα γαϊδούρια, για να προλάβουν το κακό. Πότε από τα καπρίτσια του καιρού και πότε από την εξευτελι­στική τιμή, το όφελος της μιας χρο­νιάς την άλλη γινόταν κα­πνός. Είδαν κι απόειδαν ότι από τη σταφίδα μεγάλη προκοπή, όσο και να περίμεναν, δεν θα ερχό­ταν. Μέσα σε μια πενταετία τις ξερίζωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη και τις αντικατέστησαν με το νέο είδος της εποχής, την ντο­μάτα, που άφηνε μεγαλύτερες προσδοκίες για κέρδη.

Όλες οι ασχολίες, που σχετίζονταν με τη σταφίδα, μου προξε­νούσαν το ενδιαφέρον. Εκείνη όμως που πραγματικά με μάγευε ήταν το μακινάρισμα και αυτό για δύο λόγους:
Ο ένας ήταν γιατί η όλη δουλειά γινόταν πάντοτε τη νύχτα, που η ξεραμένη σταφίδα ήταν δροσερή και σφριγηλή και αυτό έκανε πιο εύκολη την επεξεργασία της. Ο άλλος ήταν αυτό το ίδιο το μηχάνημα, που έκανε αυτή τη δουλειά, η μάκινα όπως τη λέγανε.

Έμοιαζε σαν ένα μεγάλο κιβώτιο, δυόμισι περίπου μέτρα μή­κος, ένα και κάτι πλάτος και γύρω στα δύο ύψος. Είχε ξύλινα και μεταλλικά μέρη. Ο καρπός έπεφτε μέσα σε μια μεταλλική σκάφη στο πάνω μέ­ρος της μάκινας και καθώς κατέβαινε σιγά-σιγά προς τα κάτω, περνούσε από διαδοχικά κόσκινα, μέχρι να καταλήξει στο κάτω μέρος καθαρός, μέσα στο σακί. Μια με­γάλη μανιβέλα που τη γύριζε ο πιο μπρατσωμένος εργά­της και μερικά λουριά και γρανάζια έδιναν κίνηση στα κόσκινα, βγάζο­ντας ταυτόχρονα ένα ρυθμικό μεταλλικό ήχο. Κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ. Το μακινάρισμα άρχιζε όταν η νύχτα έπεφτε για τα καλά και κράταγε μέχρι το πρώτο φως της μέρας.

Εμείς τότε δεν είχαμε δική μας σταφίδα. Ο πατέρας μου ήταν από τους πρώτους που φρόντισε να απαλ­λαγεί από δαύτη. Τα βράδια, από τη βεράντα του μικρού εξοχικού μας, έβλεπα μα­κριά το άσπρο φως από τις λάμπες λουξ να καταυγάζει κά­ποιο αλώνι, μέσα στον κάμπο και άκουγα τον ήχο της μάκινας ανα­κατεμένο με τις φωνές των εργατών. Φανταζόμουνα τότε ότι ήμουνα κι εγώ εκεί, στο αλώνι, ανά­μεσα στους εργάτες, που λούτσα στον ιδρώτα δούλευαν αδιά­κοπα, πειράζοντας ο ένας τον άλλο και ότι  συμμετείχα στην όλη διαδικασία.

Όταν μετά από λίγο έπεφτα στο κρεβάτι μου, ψόφιος από τη νύστα, μέσα στο σκοτάδι, έφτανε στ’ αφτιά μου το ρυθμικό κρακ-κρακ-κρακ,  κρακ-κρακ-κρακ της μάκινας, έκλεινα τα μάτια και ο ύπνος μ’ έπαιρνε γλυκά…

Κώστας Περδίκης
(από τις «Μικρές ιστορίες», εκδόσεις Οροπέδιο)










[1] κουτρούλι = μικρός σωρός από χώμα
[2] ρεντάω = ραντίζω
[3] τειαφίζω = ρίχνω θειάφι, θειαφίζω
[4] μακινάρω = επεξεργάζομαι τη ξερή σταφίδα με την μάκινα

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016



"βόλτα με τον θείο μου"

αφήγημα του Κώστα Περδίκη
(από τις "Μικρές ιστορίες", εκδόσεις Οροπέδιο)



  Κρατώντας με απ’ το χέρι αρχίσαμε να κατηφορίζουμε την Ηρώδου Αττικού. Αρχές Ιουλίου, με έναν καταγάλανο ουρανό πάνω μας και με εκείνο το φως, που έκανε τα πάντα να λάμπουν.
Είχαμε ξεκινήσει σχετικά νωρίς για να προλάβουμε την πολλή ζέστη. Το πρόγραμμα, εκτός από την ξε­νάγηση στο κέντρο, είχε και μπάνιο στο Φάληρο. Με τζόκεϊ, σορτσάκι και πέδιλα, έμπλεος χαράς, ανυπομονούσα για ό,τι και­νούργιο θα’βλεπα εκείνη τη μέρα.
  Λίγο παρακάτω κάναμε την πρώτη μας στάση για να μου δείξει το παλάτι του Βασιλιά. Δεν μου έκανε μεγάλη εντύπωση, απ’ τα τόσα πολλά που είχα διαβάσει στα παραμύθια αλ­λιώς το περίμενα. Οι εύζωνοι, όμως, που καμαρωτοί βημάτιζαν πάνω κάτω, στο πεζοδρόμιο μπροστά από την είσοδο, ήσαν πράγματι ζηλευτοί. Στα δεξιά μας και σ’ όλο το μήκος του δρόμου είχαμε τον Βασιλικό κήπο. Μέσα από τα ψηλά κάγκελα έμοιαζε με αληθινό δάσος. Οι φωνούλες των πουλιών και ο σαματάς από τα τζιτζίκια έφταναν μέχρι έξω.
  Στο τέλος του δρόμου η ασπράδα από τα μάρμαρα του Σταδίου με θάμπωσε, καθώς τα έλουζε ο ήλιος. Ήταν όπως το είχα φανταστεί, τεράστιο. Απέναντι, απ’ την άλλη πλευρά της λεωφόρου, ο Δισκοβόλος  πάνω στο βάθρο του, έμοιαζε ολοζώντανος, έτοιμος να πετάξει μακριά τον δίσκο. Τέλεια ομορφιά, όπως εκείνη του Ερμή, που είχα δει στο μουσείο της Ολυμπίας.
Θαυμάζαμε τα πέριξ, όταν ακούστηκε το καμπανάκι και από μπροστά μας πέρασε με θόρυβο το τραμ, που γύριζε απ’ το Παγκράτι, πηγαίνοντας προς το κέντρο. Δεν ανεβήκαμε, αλλά συνεχίσαμε με τα πόδια στο φαρδύ πεζοδρόμιο, πλάι στον κήπο.
Ήταν στα κέφια του, άρχισε να μου σιγοτραγουδάει:
ʺΣτο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα, συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσαʺ.
  Θα ’μουν, δεν θα ’μουν επτά χρονών. Εκείνος περασμένα τα πενήντα, σχετικά ψηλός, κομψός, με ανοιχτά γαλάζια μάτια. Ένας τύπος έξω καρδιάΟ θείος μου ο Μήτσος, αδελφός του πατέρα μου. Βίος και πολιτεία! Απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων, πήρε μέρος σαν ανθυπολοχαγός στην Μικρασια­τική εκστρατεία και η χάρη του έφθασε μέχρι το Αφιόν Καραχισάρ. Γύρισε, ευτυχώς, ζωντανός από κείνο τον χαμό, κουβαλώντας στην ψυχή του όλα όσα είδε και έζησε από κοντά. Ο χαμένος πόλεμος και η καταστροφή τον σημάδεψαν, στάθηκαν καθοριστικά για την υπόλοιπη ζωή του. Παράτησε το στράτευμα  και ξενιτεύτηκε στην Αφρική, στο τότε Βελγικό Κονγκό, να βρει εκεί μακριά την τύχη του.
  Φτωχός πήγε και φτωχός γύρισε. Το μόνο που κατόρθωσε εκεί ήταν να βρει την Αρχοντία. Μια άσχημη και μεγαλύτερή του γυναίκα, που ο πατέρας μου και τα άλλα του αδέλφια δεν κατάλαβαν ποτέ τι της βρήκε και την παντρεύτηκε. Αυτός που, αν πιστέψω τα λόγια μιας θείας μου, όταν ερχόταν με άδεια και βολτά­ριζε στην αγορά με τη στολή του εύελπι, ανύπαντρες και παντρεμένες τον κρυφοκοίτα­ζαν από τις γρίλιες των παραθύρων… 
Δεν απόκτησαν παιδιά και μέχρι που πέθαναν ζούσαν πολύ φτωχικά σε ένα παλιό διώροφο νεοκλασικό, στην πλατεία Κουμουνδούρου. Παρ’ όλα αυτά όμως,  ποτέ του δεν έχασε την αρχοντιά και το χιούμορ του.
  Με κατεύθυνση το Ζάππειο, φτάσαμε στο πλατύ ξέφωτο και  στρίψαμε δεξιά. Περάσαμε το μεγάλο σιντριβάνι και ανεβήκαμε τη φαρδιά σκάλα, με τις δυο τεράστιες γλάστρες στις άκρες της. Το κτήριο του Ζαππείου με τα μαρμάρινα σκαλιά, τις ψηλές κολώνες και το αέτωμα, μας παρουσιάστηκε με­γαλόπρεπο. Στη μεγάλη αλάνα κόσμος πολύς έκανε τη βόλτα του και δεκάδες πιτσιρίκια, σαν και μένα, με ολοκαίνουργια ποδήλατα και πατίνια πέρναγαν με δαιμονισμένη ταχύ­τητα, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσά μας. Πόσο ζήλεψα εκείνα τα παιδάκια με τα ποδήλατα και τα πατίνια… 
  Κάτσαμε μετά στην Αίγλη και ο θείος παράγγειλε καφέ και για μένα παγωτό. Η δροσερή του γλύκα στο χάρτινο κυπελλάκι, δυστυχώς, τέλειωσε πολύ γρήγορα και μου απόμεινε το ξύλινο κουταλάκι, να το γλείφω για πολλή ώρα μετά… Απέναντί μας, στο βάθος, ο Παρθενώνας άστραφτε στο πρωινό φως, πάνω στον βράχο.
 Στο Σύνταγμα, στη μεγάλη άπλα μπροστά από τη Βουλή, χαζέψαμε τους φρουρούς του άγνωστου στρατιώτη, που έστεκαν ακίνητοι σαν μαρμαρωμένοι, έξω από τα μι­κρά τους φυλάκια. Κοπάδια από περιστέρια πετούσαν από δω κι από κει τσιμπολογώντας λαίμαργα τα σπόρια απ’ τις χούφτες, όσων είχαν τον καημό να τους απαθανατίσει ο υπαίθριος φωτογράφος. Ο θείος, δοθείσης της ευκαιρίας, δεν παρέλειψε να μου επισημάνει ότι η Μεγάλη Βρετάνια ήταν το πιο μεγάλο ξενοδοχείο σ’ ολόκληρη τη χώρα.
  Πήραμε ύστερα το τραμ, που πέρναγε μπροστά από την πύλη του Αδριανού, για να πάμε στο Παλιό Φάληρο. Στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού, λίγα μέτρα πιο πέρα άρχιζε η πλαζ. Με το που αφήσαμε κάτω τα πράγματά μας, έβαλα το μαγιό μου και ξαμολήθηκα στη θάλασσα. Τόση ήταν η λαχτάρα μου να πέσω στο νερό, που πατώντας, απρόσεχτα, πάνω στα πράσινα μούσκλια γλίστρησα,  με κίνδυνο να χτυπήσω πολύ άσχημα. Η μόλυνση του Σαρωνι­κού είχε από τότε αρχίσει… Ο θείος μου, συνειδητοποιώντας τι μπορούσα να είχα πάθει, συγχύστηκε ο φουκαράς τόσο πολύ, που του κόπηκε η όρεξη για μπάνιο. Τελικά, μπήκαμε μαζί στη θάλασσα, αλλά για λίγο.
 Είχε μεσημεριάσει για τα καλά, όταν κατηφορίζοντας την Πανεπιστημίου μου έδειξε και μου είπε δυο λόγια για τα κτήρια που συναντήσαμε, την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και τη Βιβλιοθήκη.
Στο πεζοδρόμιο κόσμος πολύς ανεβοκατέβαινε βιαστικός, μπαϊλντισμένος από την πολλή ζέστη. Περάσαμε έξω από το Σινεάκ και φτάνοντας στην Ομόνοια ανεβήκαμε στο τραμ, που από την Πειραιώς, όπως μου είπε, πήγαινε μέχρι το Ρουφ. Στην πλατεία Κουμουνδούρου κατεβήκαμε. Ούτε εκατό μέτρα από τη στάση, στην οδό Κριεζή 5, ήταν το σπίτι όπου έμεναν, με νοίκι.
 Με το που ξεκλείδωσε την εξώπορτα, άρχισε το δικό μου ψυχοπλάκωμα. Στο μισοσκόταδο, ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα που έτριζε στο κάθε μας βήμα, για τον πάνω όροφο. Η Αρχοντία, φορώντας τη μακριά της ρόμπα, με καλωσόρισε στο πλατύσκαλο με μια φωνή χοντρή, απ’ το τσιγάρο. Έδειχνε να μ’ αγαπάει, αλλά εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να πω το ίδιο για κείνη. Όλα μέσα σε κείνο το σπίτι ήσαν μια παλιατζούρα. Περασμένες δόξες, έπιπλα, κουρτίνες, πίνακες. Βγήκα κατ’ ευθείαν στο μπαλκονάκι, που έβλεπε στην πλατεία και τουλάχιστον εκεί υπήρχε άπλετο φως. Μέχρι που σκοτείνιασε έμεινα εκεί να χαζεύω, κάτω, τ’ αυτοκίνητα και τον κόσμο.
Στη μέση της πλατείας, σε μια μεγάλη γούρνα με νερό, δεκάδες πιτσιρίκια πλατσούριζαν, τρελαμένα από χαρά, ενώ οι μανάδες τους, από τα  κοντινά παγκάκια τους φώ­ναζαν, σαν  υστερικές, να προσέχουν. Λίγο πιο πέρα, πάνω από τις στέγες βλέπαμε το καμπανα­ριό της Αρμένικης εκκλησίας και ακούγαμε τις  καμπάνες της. Στο μπαλκόνι, την πιο πολλή ώρα, καθόταν μαζί μου κι ο θείος, λέγοντάς μου ιστορίες από το Κονγκό και ανέκδοτα, που με έκαναν να ξεκαρδίζομαι. Η Αρχοντία, παραμέσα, κοντά στο φως που έμπαινε από το του μπαλκόνι, πάλευε με τα ραψί­ματά της, καθότι μοδίστρα. Μπήκα μέσα, όταν ήταν η ώρα να γευτώ τα εδέσματά της, άλλη μια πονεμένη ιστορία για μένα… Έκανα υπομονή να τελειώσει κι αυτό το μαρτύριο και να πάω αμέσως μετά για ύπνο.
Το ξύπνημα της επόμενης μέρας θα μου ξανάφερνε την καλή μου διάθεση . Όσο κι αν λάτρευα τον θείο μου, ήταν αδύνατον να μείνω κι άλλο σε κείνο το σπίτι. Ο μεγάλος μου ξάδελφος και οι παρέες του, τα μπάνια, το σινεμά, αλλά και η κατασκήνωση μετά από λίγο, με περίμεναν στην Ελευσίνα.
 Πρωί-πρωί μάζεψα τα μπογαλάκια μου, ασπάστηκα  την Αρχοντία, που μου κλαψούριζε  να μείνω μαζί τους, λίγο ακόμη και πήγαμε στην πλατεία, στην αφετηρία των λεωφορείων της  Ελευσίνας.
ʺΑ ρε μπαγάσα μου φεύγειςʺ, μου πέταξε καθώς με αγκά­λιαζε, ʺτου χρόνου θα σε ξαναδώʺ. Βούρκωσα, κατάλαβα πόσο πολύ τον αγαπούσα…
Ανέβηκα και έπιασα θέση κοντά στο παράθυρο. Εκείνος, από κάτω, περίμενε μέχρι να ξεκινήσουμε. Του έκανα με το χέρι μου αντίο.
Πριν το λεωφορείο στρίψει στην Πειραιώς, πρόλαβα να τον δω από πίσω, καθώς έφευγε. Μου φάνηκε, βαρύς, σαν να μην ήθελε να γυρίσει γρήγορα σε κείνο το παλιό, το σκοτεινό σπίτι…  

Κώστας Περδίκης
(από τις "Μικρές ιστορίες", εκδόσεις Οροπέδιο)
      

   

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

Δύο βιωματικά αφηγήματα 

του Κώστα Περδίκη



«σινική μελάνη»








Η Έπη έθετε μία και μόνη προϋπόθεση.
Τα σχέδια, που οι αναγνώστες του περιοδικού θα έστελναν για δημοσίευση, έπρεπε να έχουν γίνει οπωσδήποτε με σινική μελάνη.
Εγώ τότε, αν κάτι σχετικό είχα ακούσει, ήταν για το  Σινικό Τείχος που υπήρχε στη μακρινή Κίνα.
Έπη ήταν το ψευδώνυμο κάποιας κυρίας, που είχε την επιμέλεια της σελίδας η Γωνιά μας για όσους ζωγραφίζουν,του περιοδικού "Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ των ΠΑΙΔΩΝ".
Και εξηγούμαι:
Το περιοδικό έβγαινε κάθε βδομάδα και απευθυνόταν σε παιδιά.
Ήταν η συνέχεια του θρυλικού ομώνυμου περιοδικού, στο οποίο για πολλά χρόνια ήταν διευθυντής ο Γρ. Ξενόπουλος.
Το είχα πρωτοδεί στο σπίτι του ξαδέλφου μου, που ήταν μεγαλύτερος από μένα, στην Ελευσίνα κάποιο καλοκαίρι.
Από τότε γλυκάθηκα και το έπαιρνα ανελλιπώς, μέχρι τη μέρα που διέκοψε την κυκλοφορία του.
Ζώντας σε μια μικρή κωμόπολη, πολλά χιλιόμετρα από την Αθήνα, το περιοδικό ήταν για μένα ένας μικρός παράδεισος.
Τα πάντα μπορούσε ένα παιδί να βρει στις σελίδες του.
Μυθιστορήματα, αστυνομικές ιστορίες, αθλητικά, ανέκδοτα, γελοιογραφίες, κόμικς, σταυρόλεξα, επιστημονικά νέα κ.α.
Η σελίδα με το μεγάλο σουξέ, όμως, ήταν οι Μικρές Αγγελίες.
Εκεί τα διαπλασόπουλα, χρησιμοποιώντας παράξενα αλλά και όμορφα ψευδώνυμα, όπως Ήλιος του μεσονυχτίουΑσμοδαίοςΝταν Υπερκόσμιος,ΜπούληςΤζώρτζης Καραμπίνας κ.α, αντάλλαζαν μεταξύ τους, σε λίγες γραμμές, απόψεις και πειράγματα.
Μια άλλη σπουδαία σελίδα ήταν και εκείνη της Συνεργασίας των αναγνωστών,όπου μπορούσε όποιος ήθελε να στείλει τα πρώτα του διηγήματα, ή ποιήματα και να τα δει, εφόσον κρίνονταν αξιόλογα, δημοσιευμένα.
Αρκετοί, μετέπειτα γνωστοί συγγραφείς και ποιητές, από εκεί ξεπήδησαν.
Στη σελίδα της Έπης τα παιδιά έστελναν τα σχέδιά τους και εκείνη έκανε επί αυτών τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά της.
Όσα σχέδια έκρινε ότι είχαν κάποιο ενδιαφέρον τα δημοσίευε στη σελίδα της.
Από μικρός μου άρεσε και προσπαθούσα να ζωγραφίζω ό,τι έβλεπα ή φανταζόμουν.
Πόθος μου, διακαής, ήταν να δω κάτι δικό μου δημοσιευμένο.
Το πρόβλημα όμως ήταν η σινική μελάνη.
Τέτοιο πράγμα ήταν άγνωστο στο ένα και μοναδικό βιβλιοχαρτοπωλείο μας.
Ο πατέρας μου, όντας τότε συνταξιούχος, πήγαινε με το τραίνο, κάθε τέλος του μήνα στον Πύργο, όπου ήταν το Δημόσιο Ταμείο και έπαιρνε τη σύνταξή του.
Επιστρέφοντας, το μεσημέρι, όλο και κάτι θα μας έφερνε για δώρο, όπως τυρόπιτες, σοκολάτες ή κωκ.
Στον Πύργο υπήρχε τότε -και νομίζω ότι λειτουργεί μέχρι σήμερα- το περίφημο βιβλιοχαρτοπωλείο του Κορκολή, που είχε ό,τι ήθελες από βιβλία ή γραφικές ύλες.
Από το μαγαζί λοιπόν αυτό ο πατέρας μου αγόρασε και μου έφερε ένα μπουκαλάκι με σινική μελάνη και το κατάλληλο πενάκι.
Στη σελίδα της Έπης έστειλα και δημοσιεύτηκαν κάμποσα σχεδιάκια μου, όμως, τρία μόνον απ’ αυτά μπόρεσα να διασώσω.
Η χαρά και η ικανοποίηση που έπαιρνα, όταν τα έβλεπα δημοσιευμένα και η επιβεβαίωση για το όποιο ταλέντο είχα στη ζωγραφική ήταν αμέτρητη.
Συνεχίζω να ζωγραφίζω μέχρι σήμερα.
Ο Μεθύστακας.
Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου να βάζει τα κλάματα συγκινημένος, όταν μου έφερε κορνιζαρισμένο από τον Πύργο ένα σχέδιό μου, τον Μεθύστακα.
Ο λόγος ήταν επειδή ο κορνιζάς, όταν είδε το έργο μου, του είχε πει:
"Ο γιος σου έχει ταλέντο, αν συνεχίσει θα γίνει μια μέρα σπουδαίος ζωγράφος".

Ακόμη περιμένω να γίνω…

Κώστας Περδίκης

(τα σχέδια είναι του Κώστα Περδίκη, δημοσιευμένα στη "Διάπλαση των παίδων")





«Guernica»







Με ένα κουτί φοντάν ανά χείρας και με μπόλικο θράσος, για την εποχή και την ηλικία μας, ανεβήκαμε τα σκαλιά του σπιτιού της Αμερικάνας, απέναντι από το σινεμά.
Ήταν 26 Νοεμβρίου, του Αγίου Στυλιανού.
Με τον κολλητό μου, τον Γιώρη, ξεκινήσαμε να επισκεφτούμε το νεαρό ζευγάρι των καθηγητών, που είχε προσφάτως αφιχθεί στο Γυμνάσιό μας και έμενε, με ενοίκιο, στο σπίτι της Αμερικάνας.
Γιόρταζε ο κύριος Στέλιος, ο σύζυγος της κυρίας Αύρας.
Πηγαίναμε τότε στην πρώτη Γυμνασίου.
Η κυρία Αύρα μάς έκανε Αρχαία (Ζούκη) και Νέα.
Ήταν καλή φιλόλογος και της χρωστάω πολλά.
Ο κύριος Στέλιος, επίσης φιλόλογος, έκανε μάθημα στις πιο μεγάλες τάξεις.
Οι καθηγητές αυτοί μας φάνηκαν, από την πρώτη στιγμή, πολύ διαφορετικοί από τους παλιούς.
Ήσαν πολύ νέοι, πρωτοδιόριστοι, γελαστοί και φιλικοί με τα παιδιά, ενώ οι άλλοι, οι πιο πολλοί, ήσαν περασμένα τα πενήντα, αυστηροί και απρόσιτοι.
Στο διάλειμμα μάς έπιαναν κουβέντα επί παντός επιστητού. Για μαθήματα, για αθλητικά, για κινηματογράφο και άλλα.
Ήσαν αλλιώτικοι…
Για να κερδίσουμε τη συμπάθειά τους, εγώ και ο Γιώρης, βρήκαμε ότι η γιορτή του Αγίου Στυλιανού ήταν μια καλή ευκαιρία.
Νάμαστε λοιπόν.
Βλέποντάς μας η κυρία Αύρα στην πόρτα, στην αρχή ξαφνιάζεται και αμέσως μετά, με έκδηλη χαρά, ανακοινώνει την άφιξή μας στον άντρα της.
Εκείνος, ως εορτάζων, μονοπωλεί τη συζήτηση με διάφορα θέματα, που για μας έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Μεταξύ των άλλων, μας ρωτάει αν μας αρέσει να ζωγραφίζουμε, ποιους Έλληνες ζωγράφους ξέρουμε ή αν ξέρουμε κάποιον ξένο.
Του απαντάμε τα γνωστά, Γύζη, Θεοτοκόπουλο…
Είχαμε ακούσει, επίσης, ότι ζωγράφιζε ωραία.
Πάει λοιπόν και μας φέρνει έναν μεγάλο τόμο, με εντυπωσιακό εξώφυλλο και με τίτλο "Μοντέρνα Τέχνη".
Αρχίζει να τον ξεφυλλίζει μπροστά μας και να μας δείχνει εικόνες με ζωηρά χρώματα, αλλά με παράξενα σχήματα, που πρώτη φορά βλέπαμε.
"Ό πιο μεγάλος ζωγράφος, παγκοσμίως, σήμερα είναι ο Picasso", μας λέει, "και το πιο γνωστό του έργο είναι ηGuernica".
Βρίσκει στο βιβλίο και μας δείχνει τον πίνακα.
Βλέποντας την αμηχανία μας, αρχίζει να μας εξηγεί ότι οι ασυνήθιστες μορφές των ανθρώπων και των ζώων έγιναν έτσι από τον ζωγράφο, για να δείξει με πιο τραγικό τρόπο τη φρίκη του πολέμου.
Είμαστε θολωμένοι, κάνουμε πως καταλαβαίνουμε…

Γυμνασιάρχης, τότε, ήταν ένας τρομερός τύπος, τελείως καραφλός, που μας έκανε Φυσική.
Τρέμαμε μόνο που τον βλέπαμε.
Ο κύριος αυτός επιθυμούσε διακαώς, στο τέλος της σχολικής χρονιάς, οι μαθητές της τελευταίας τάξης να παίξουν ένα θεατρικό έργο στο αμφιθέατρο του γυμνασίου.
Το όλον εγχείρημα το ανέθεσε στον νεοφερμένο και πολλά υποσχόμενο κύριο Στέλιο.
Το έργο που επιλέχθηκε ήταν: "Η επιστροφή του Ασώτου".
Μεταξύ των άλλων καθηκόντων, ο καθηγητής θα έφτιαχνε τα σκηνικά για την παράσταση και τις ενδυμασίες.
Από εκείνη την επίσκεψη, του Αγίου Στυλιανού, φαίνεται ότι είχε καταλάβει το ψώνιο μου για τη ζωγραφική και μου πρότεινε, τα απογεύματα μετά το διάβασμα, να πηγαίνω να τον βοηθάω στην ετοιμασία των σκηνικών.
Άλλο που δεν ήθελα.
Εκτός από το να χαζεύω, του ανακάτευα τις μπογιές, σκόνες με νερό, σε μικρά κύπελλα για να τις βρίσκει έτοιμες.
Τις αναλογίες, για να βγουν οι αποχρώσεις που ήθελε, τις ρύθμιζε βέβαια εκείνος.
Είχα πάθει την πλάκα μου.
Ο άνθρωπος ήταν φοβερός.
Πρώτα έφτιαξε τις δύο μάσκες, που μπήκαν αντικριστά στο πάνω μέρος της σκηνής.
Αριστερά η κωμική και δεξιά η τραγική.
Μετά, σε τεράστια χάρτινα πανό, έφτιαξε τα σκηνικά.
Θυμάμαι καλά δύο:
Το ένα, ήταν το παλάτι με τους κήπους, τις σκάλες και τις καμάρες.
Το άλλο, ένα δάσος με το μονοπάτι, που χανόταν μέσα στα πυκνά δέντρα, ενώ στο βάθος φαίνονταν βουνά.
Η παράσταση είχε πολλή μεγάλη επιτυχία.
Έπαιζα κι εγώ έναν μικρό ρόλο.

Το ζεύγος Αύρα-Στέλιος, δυστυχώς για μας, δεν έμεινε πολύ στο Γυμνάσιό μας.
Στο τέλος της χρονιάς, πήρε μετάθεση για την Αθήνα.
Από τότε δεν τους ξαναείδα.
Βλέποντας και ξαναβλέποντας την Guernica τους θυμάμαι και τους ευγνωμονώ…




Από τη θεατρική παράσταση του έργου: "Η επιστροφή του ασώτου".
 Από τα παιδιά:
 στο κέντρο  είμαι εγώ, δεξιά είναι ο Γιώρης και αριστερά ο Αντρέας.
Στο βάθος φαίνεται το σκηνικό, που είχε ζωγραφίσει ο κ. Στέλιος.
Η καράφλα δεξιά, στην πρώτη σειρά, ανήκει αποκλειστικά
στον κ. Γυμνασιάρχη…



Κώστας Περδίκης: (Ζαχάρω Ηλείας, 1949).
Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π.
Εργάσθηκε σαν μηχανικός στον Ιδιωτικό και Δημόσιο Τομέα.
Πρώτο του βιβλίοσινική μελάνη
Aθήνα, 2014

ηλ.ταχ/μείο : kiperdik@gmail.com
ιστοσελίδα fanostaths.blogspot.gr