Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017


Ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ
χωρίς τον Σέρλοκ Χολμς


Διαβάζοντας τα διηγήματα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ σε δύο τόμους της σειράς Aldina Μυστήριο των εκδόσεων Gutenberg σε μετάφραση, εισαγωγή, σημειώσεις και επίμετρο του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου












Ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ (1859-1930) μπορεί να είναι ο «πατέρας» του εμβληματικού Σέρλοκ Χολμς, ωστόσο δεν υπολείπονται σε τίποτα οι γεμάτες μυστήριο αφηγήσεις του με ήρωες άλλους χαρακτήρες.


«Σκέφτομαι νὰ σκοτώσω τὸν Σέρλοκ Χόλμς, νὰ τὸν ξαποστείλω μιὰ καὶ καλή. Μὲ ἀποσπᾶ ἀπὸ σημαντικότερα πράγματα» ἔγραφε ὁ Ἄρθουρ Κόναν Ντόιλ στὴ μητέρα του τὸ 1891. Σημαντικότερα ἀπὸ τὸν ντετέκτιβ ποὺ τὸν ἔκανε διάσημο ἦταν γιὰ τὸν Ντόιλ τὰ διηγήματα ἀγωνίας καὶ τρόμου ποὺ ἔγραφε ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς. Περιπέτειες στὴ στεριὰ καὶ τὴ θάλασσα, σὲ τρένα, μουσεῖα, σφραγισμένα δωμάτια καὶ κατακόμβες μὲ πρωταγωνιστὲς δαιμόνιες γυναῖκες, ἀρχαιολόγους, κακοποιούς, ταξιδευτὲς ἢ ἁπλοὺς δασκάλους.



Η εξαιρετικής αισθητικής σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg (που εμπνεύστηκε και οργάνωσε ο εκλιπών Δημήτρης Αρμάος) φιλοξενεί κάποια από τα ωραιότερα διηγήματα του Ντόιλ σε δύο τόμους (Aldina Μυστήριο) με τους τίτλους: «Ο βραζιλιάνικος αγριόγατος και άλλες ιστορίες μυστηρίου» και «Ο ασημένιος καθρέφτης και άλλες ιστορίες μυστηρίου». Η μετάφραση είναι του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου, ο οποίος φρόντισε να δώσει επίσης τις απαραίτητες πληροφορίες γύρω από τη ζωή, τη σκέψη, το έργο του πολυπράγμονος συγγραφέα σε μια πολύ κατατοπιστική εισαγωγή. Οι ιστορίες συνοδεύονται από σημειώσεις και στο τέλος του δεύτερου τόμου υπάρχει το επίμετρο, στο οποίο φαίνεται η μεγάλη επίδραση που άσκησε ο συγγραφέας και ο ήρωάς του Σέρλοκ Χολμς στην παγκόσμια λογοτεχνία (συχνά σε σημείο άτεχνης αντιγραφής).

Στα ανθολογημένα διηγήματα φαίνεται όχι μόνον η τέχνη της αφήγησης με το απαραίτητο μυστήριο που καθηλώνει τον αναγνώστη, αλλά και η μεγάλη αγάπη που είχε ο Ντόιλ στον πνευματισμό, καθώς πολλές από τις ιστορίες του δεν έχουν άλλη ερμηνεία παρά μόνο με την απομάκρυνση από τη λογική. Έτσι επιτυγχάνεται η επιβλητική ατμόσφαιρα ως σκηνικό των παράξενων γεγονότων και καλείται ο αναγνώστης να αμφισβητήσει την πεποίθησή του πως όλα γυρνούν στη σφαίρα του αποδεικτέου λογικά.  Όπως θα πει ο ίδιος:

Ἄρχισα νὰ ἐνδιαφέρομαι καὶ νὰ πειραματίζομαι μὲ τὸν Πνευματισμὸ τὴν ἴδια ἐποχὴ ποὺ δημιούργησα τὸν Σέρλοκ Χόλμς. Μεγαλώνοντας ἀποφάσισα πὼς ἔχει μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον ἀπὸ τὸν ντετέκτιβ.

Αλλά παράλληλα ιστορίες σε στεριά και θάλασσα, σε χώρους όλο μυστήριο, με τους ήρωες να προσφέρουν πότε ρεαλιστικά την περιπέτεια της ζωής τους και πότε υπερβατικά να μας πείθουν ότι όλα μπορεί να συμβούν.

Εδώ δύο αποσπάσματα ως δείγμα γραφής:

Συχνά, ὅταν παρατηροῦσα τὴ λιτοδίαιτη ϕιγούρα του, ἀναρωτιόμουν ἂν ἦταν πράγματι δυνατὸ νὰ ἔκανε ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος αὐτὴν τὴ διπλὴ ζωή, καὶ προσπαθοῦσα νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου ὅτι οἱ ὑποψίες μου ἴσως ν᾽ ἀποδεικνύονταν τελικὰ ἀβάσιμες. ἀλλὰ ὑπῆρχε ἡ γυναικεία ϕωνή, ὑπῆρχε τὸ κρυϕὸ νυχτερινὸ ραντεβοὺ στὸ δωμάτιο τοῦ πυργίσκου – πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἐπιδέχονται τέτοια γεγονότα μιὰν ἀθώα ἑρμηνεία; αἰσθάνθηκα νὰ μοῦ προκαλεῖ τρόμο αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. ἢμουν κυριευμένος ἀπὸ ἀπέχθεια γιὰ κείνη τὴ βαθιά, ἐπίμονη ὑποκρισία του. Μόνο μία ϕορὰ στὴ διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν μηνῶν τὸν εἶδα χωρὶς τὸ μελαγχολικὸ ἀλλὰ ἀπαθὲς προσωπεῖο ποὺ συνήθως παρουσίαζε στὸν συνομιλητή του. Γιὰ μιὰ στιγμὴ διέκρινα κάτι ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς ἡϕαιστειώδεις ϕλόγες ποὺ ἔκρυβε τόσον καιρό. ἡ περίπτωση ἦταν ἀνάξια λόγου, γιατὶ τὸ ἀντικείμενο τῆς ὀργῆς του δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἡλικιωμένη καθαρίστρια τὴν ὁποία ἔχω ἤδη ἀναϕέρει ὡς τὸ μοναδικὸ ἄτομο ποὺ τοῦ ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος στὸ μυστηριῶδες δωμάτιό του. Περνοῦσα ἀπὸ τὸ διάδρομο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν πυργίσκο –ἐπειδὴ τὸ δωμάτιό μου ἦταν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση– ὅταν ἄκουσα μιὰ ξαϕνιασμένη, τρομαγμένη κραυγὴ καὶ ταυτόχρονα τὴ βραχνή, ἄγρια καὶ ἄναρθρη, λόγω πάθους, ϕωνὴ ἑνὸς ἄντρα. ἦταν τὸ γρύλισμα ἑνὸς λυσσασμένου ἄγριου ζώου.

(από το «Γυαλιστερό κουτί»)



Καθὼς τὸν στήριζα στὸ δρόμο πρὸς τὸ σπίτι του, καταλάβαινα πὼς δὲν ὑπέϕερε μόνο ἀπὸ τὶς ἐπιπτώσεις μιᾶς πρόσϕατης κραιπάλης ἀλλὰ κι ὅτι μιὰ μακρὰ πορεία ἀκολασίας εἶχε ἐπηρεάσει τὰ νεῦρα του καὶ τὸ μυαλό του. Τὸ χέρι του ὅταν τὸ ἄγγιξα ἦταν ξερὸ καὶ ἐμπύρετο καὶ τιναζόταν τρομαγμένος ἀπὸ κάθε σκιὰ ποὺ ἔπεϕτε στὸ πλακόστρωτο. ᾽Επίσης ψέλλιζε ὅταν μιλοῦσε, μ᾽ ἕναν τρόπο ποὺ ὑποδήλωνε περισσότερο παραλήρημα ἀρρώστου παρὰ ὁμιλία μεθυσμένου. ῞Οταν τὸν ἔβαλα στὸ δωμάτιό του, τὸν μισοέγδυσα καὶ τὸν ξάπλωσα στὸ κρεβάτι του. ἡ πίεσή του ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν πολὺ ὑψηλὴ καὶ προϕανῶς ψηνόταν στὸν πυρετό. ῎Εμοιαζε νὰ εἶχε βυθιστεῖ σὲ λήθαργο, κι ἑτοιμαζόμουν νὰ ϕύγω ἀθόρυβα ἀπ᾽τὸ δωμάτιο καὶ νὰ εἰδοποιήσω τὴ σπιτονοικοκυρά του γιὰ τὴν κατάστασή του, ὅταν τινάχτηκε ἀπότομα καὶ μ᾽ ἔπιασε ἀπ᾽τὸ μανίκι τοῦ σακακιοῦ μου. —Μὴ ϕύγεις! ϕώναξε. αἰσθάνομαι καλύτερα ὅταν εἶσ᾽ἐδῶ. Δὲν κινδυνεύω ἀπὸ ἐκείνη! —ἀπὸ ἐκείνη; ρώτησα. ἀπὸ ποιά; —᾽Εκείνη! ᾽Εκείνη! ἀπάντησε ὀργισμένα. ἂ! δὲν τὴν ξέρεις. Εἶναι ὁ διάβολος! ῎Ομορϕη· ὄμορϕη ἀλλὰ ὁ διάβολος! — ῎Εχεις πυρετὸ κι εἶσαι καὶ ταραγμένος, εἶπα. Προσπάθησε νὰ κοιμηθεῖς λίγο. θὰ ξυπνήσεις καλύτερα. —νὰ κοιμηθῶ; ἀναστέναξε. Πῶς νὰ κοιμηθῶ ὅταν τὴ βλέπω νὰ κάθεται στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ καὶ νὰ μὲ παρακολουθεῖ μὲ τὶς ὧρες μὲ τὰ μεγάλα μάτια της; Μοῦ ἀϕαιρεῖ κάθε ἰκμάδα δύναμης καὶ ἀνδρισμοῦ. αὐ τὸ εἶναι ποὺ μὲ κάνει καὶ πίνω. ῾Ο θεὸς νὰ μὲ βοηθήσει – δὲν εἶμαι ἀρκετὰ μεθυσμένος ἀπόψε! —Εἶσαι πολὺ ἄρρωστος, εἶπα ἀλείϕοντας μὲ λίγο ξίδι τοὺς κροτάϕους του, καὶ παραληρεῖς. Δὲν ξέρεις τί λές. —ναί, ξέρω, μὲ διέκοψε ἀπότομα κοιτάζοντάς με. Ξέρω πολὺ καλὰ τί λέω. Μόνος μου τὸ προκάλεσα. Δική μου εἶναι ἡ ἐπιλογή. ἀλλὰ δὲ μποροῦσα –ὄχι, μάρτυράς μου ὁ θεός, δὲ μποροῦσα– ν᾽ ἀποδεχθῶ τὸ ἄλλο. Δὲ μποροῦσα νὰ τῆς μείνω πιστός. Ξεπερνοῦσε τὶς δυνάμεις μου. Κάθισα στὸ κρεβάτι δίπλα του κρατώντας τὸ χέρι του ποὺ ϕλεγόταν ἀπ᾽τὸν πυρετὸ κι ἀναρωτιόμουν τί νὰ σήμαιναν τὰ λόγια του. ῎Εμεινε γιὰ λίγη ὥρα ἀκίνητος, καὶ μετά, σηκώνοντας τὰ μάτια του πάνω μου, εἶπε μὲ σπαστὴ παραπονιάρικη ϕωνή: —Γιατί δὲ μὲ προειδοποίησε νωρίτερα; Γιατί περίμενε μέχρι ποὺ ἔμαθα νὰ τὴν ἀγαπῶ τόσο πολύ; ᾽Επανέλαβε αὐτὴν τὴν ἐρώτηση ἀρκετὲς ϕορὲς κουνώντας πέρα-δῶθε τὸ κεϕάλι του, καὶ μετὰ βυθίστηκε σ᾽ ἕναν ταραγμένο ὕπνο. βγῆκα ἀθόρυβα ἀπὸ τὸ δωμάτιο, κι ἔχοντας ϕροντίσει ὅτι θὰ εἶχε τὴν κατάλληλη περιποίηση, βγῆκα κι ἀπ᾽τὸ σπίτι. Τὰ λόγια του ὅμως ἠχοῦσαν στ᾽ ἀϕτιά μου ἐπὶ μέρες, κι ἀπέκτησαν μιὰ βαθύτερη σημασία ὅταν συνδυάστηκαν μὲ ὅσα ἔμελλε ν᾽ἀκολουθήσουν.

(από το «Τζον Μπάρινγκτον Κόουλς»)




Απολαυστικές ιστορίες μυστηρίου από έναν μαιτρ του είδους. Και μια έκδοση που συνεισφέρει στην προσπάθεια να καταξιωθεί το είδος αυτό της γραφής ως αυθεντική και αξιόλογη λογοτεχνία.



Διώνη Δημητριάδου







Κεφαλαιώδη ζητήματα

   


      Η σπασμένη αλληλουχία των λέξεων, των φράσεων που επιμένουν να ξεκινούν κάθε στίχο με κεφαλαίο. Κεφαλαιώδες ζήτημα, λοιπόν, η συνέχεια, όσο κι αν αυτή διασπάται, έτσι όπως ταχύτατα τραίνα διασχίζουν σταθμούς ζωής. Ζωή που μοιράζεται σε ηλικίες – σταθμούς, αδιαφορώντας για τους επιβάτες που καθυστερούν να ανέβουν στα βαγόνια. Κι είναι κι εκείνο το ξεχασμένο παιδί που τολμά ακόμη να κοιτάζει κατάματα τα φώτα αγνοώντας το επερχόμενο τούνελ. Με τα μπαγκάζια του αφημένα δίπλα, λες και πρόκειται να φύγει. Ποιος είναι, επομένως, αυτός που φεύγει; Μπορεί κανείς να ξεφύγει από το παιδί που καταχώνιασε σε κάποιο σταθμό σημαδιακό της ηλικίας του; Τέλος, είναι και η ωριμότητα. Ποτέ δεν ήταν περισσότερο αμφισβητούμενη. Αλλά και απολύτως σχετική και ευθέως ανάλογη με τις αποσκευές που κουβαλάει κανείς από σταθμό σε σταθμό. Ίσως ακόμη να μετράει και η ταχύτητα των τραίνων. Κανείς δεν συνειδητοποιεί τις αλλαγές μέσα του, αν δεν συμφιλιωθεί με τις παραμέτρους του βάρους και της ταχύτητας. Και πάλι, μετέωρο το ζήτημα μπορεί να είναι, αν σκεφτούμε το υπέρβαρο του όλου θέματος. Πόσο ζυγίζει ένα παιδί;

Διώνη Δημητριάδου

(η φωτογραφία του Χαρισιάδη)


Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017


Παρά θίν’ αλός





Οι πιο καλοί οι ποιητές στα νότια της πόλης κατοικούν


αγγίζοντας τη θάλασσα και περπατώντας πιο συχνά


εκεί που σκάει ένα κύμα αφρίζοντας πάνω σε μνήμες παλαιές.


Έτσι ευκολότερα άλλοι κρυφομιλούν κι άλλοι κραυγάζουν


όπως μπορεί ο καθένας να στομώσει την πληγή.





Εδώ στα βορινά παράθυρα του άστεως


έχει από χρόνια κλείσει ο δρόμος για τη θάλασσα.


Κι αν πεις για τα ρυάκια του μυαλού


πάνω σε κρύους τοίχους χύνονται και αυτοκαταργούνται.





Γι’ αυτό σου λέω να φύγουμε όσο ακόμα ο καιρός κρατεί.


Μέσα από στενούς παράδρομους να πιάσουμε το νήμα.


Να καθαρίσει ο νους στις βρώμικες ακτές


σαρώνοντας στο διάβα του τους άνευρους τους  στίχους.




      Διώνη Δημητριάδου


Στη φωτογραφία του 1915 τα ορφανά προσφυγόπουλα βρίσκονται στον Μαραθώνα και τα έφεραν εδώ από τα βάθη της Μικράς Ασίας· ποτέ δεν είχαν δει θάλασσα. Είναι Ελληνόπουλα και Αρμενόπουλα και η φωτογραφία βρίσκεται σήμερα στο Library of Congress της Αμερικής. Ανήκει στο George Grantham Bain Collection (Library of Congress).

Ποίηση Τάσου Λειβαδίτη


Ποίηση Τάσου Λειβαδίτη





«Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων / Εμείς καθόμασταν τα βράδια Και ζωγραφίζαμε σκηνές απ' την αυριανή ευτυχία του κόσμου / Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας» (Τ. Λειβαδίτης Σημαίες)



Ο πρώτος στίχος

Aλλά γιατί καμιά φορά στεκόμαστε στη μέση ενός αγνώστου δρόμου ή μπροστά σ’ ένα παλιό σπίτι. Τι μας θυμίζουν; Ποιον
αναζητούμε;
Κι άλλοτε κάτω από μια γέφυρα ή πίσω από μια κουρτίνα νιώθεις
να ζεις πιο αληθινά –
Πράγματα που θα εξοφλήσεις κάποτε με την ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί ακουγόταν το πρώτο κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.
Η μητέρα άλλαζε καπέλο, η νεαρή υπηρέτρια ανέβαινε στη σοφίτα κι έκλαιγε κι ο παππούς ξεχνούσε να διαβάσει τη Βίβλο….

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σε ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.




Φύλλα ημερολογίου

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο,
ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα,
Σε όνειρα
Αλλά καμία φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε
Κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
Στον παράδεισο-
Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
Της νιότης μου
Ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
Ένας τον άλλον –

Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντας τους μόνο ένα κόσμο,
Κι όταν πεθάνω θα’ θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα
Ημερολογίου
Για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μείνει από μας να’ ναι στην άκρη του δρόμου μας
Ένα μικρό μη με λησμόνει



Το υπόγειο



Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,

άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,

θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,

μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,

τις δίψες, τις παραχωρήσεις,

μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου

συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου

να τελειώνω ― α, εσείς,

εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,

βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,

όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου

την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων

φτωχών προγόνων,

κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή

με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο

το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,

ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,

ένας Θεός καθόλου αθάνατος,

γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική

κι ανεπανάληπτη στιγμή του.



Καντάτα




Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,

ένας άντρας πήγε σ᾿ ένα απ᾿ αυτὰ τα «σπίτια»,

πήρε μια γυναίκα,

μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,

αντὶ να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,

γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει

να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,

«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,

οι άλλοι απ᾿ έξω δώστου χτυπήματα στην πόρτα.

Με τα πολλὰ άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιὲς

— ακούς εκεί διαστροφὴ να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια  γυναίκα.

Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.

Κανεὶς δεν τον ξανάδε πια.

Και μόνο εκείνη η γυναίκα,

θα ᾿ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,

πως στέρησε τον εαυτὸ της απ᾿ την πιο βαθιά,

την πιο μεγάλη ερωτικὴ πράξη

μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.



Τάσος Λειβαδίτης

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017


Μιλώντας με τον Άγγελο

(μια συνομιλία με αγγέλους

που συνάντησα στην ποίηση

της Έλσας Κορνέτη)




Στο φυσιολογικό δωμάτιο του κυρίου Μαγκρίτ δεν συνέβαινε

τίποτα το ασυνήθιστο και παράξενο. Απλώς συνήθιζε να

ξορκίζει την ομοιομορφία και τον συνωστισμό του πλήθους

με τη μοναξιά ενός ποιητή που εμπνέεται δαγκώνοντας ένα

πράσινο μήλο.




Στη φυσιολογική ζωή του  κυρίου Μαγκρίτ δεν συνέβαινε

τίποτα το ασυνήθιστο και παράξενο. Στον συννεφιασμένο

ουρανό της καθημερινότητάς του έβρεχε κοστουμαρισμένα

μαύρα ανθρωπάκια με φτερά αγγέλων.







[…]

Συγγνώμη, τι ώρα είναι; Είπε ο ποιητής κοιτώντας επίμονα μια

τρεμάμενη σκιά στην οροφή.



Είναι η ώρα που οι άγγελοι κατεβαίνουν στη γη για να

παρατηρήσουν τους ανθρώπους γιατί οι άγγελοι είναι ποιητές

που παρατηρούν τους ανθρώπους με την περιέργεια των ποιητών

[…]




Μαυροφορεμένες χήρες οι νύχτες χτυπούν τα κορακίσια τους

φτερά Εξαθλιωμένοι γυρολόγοι διαλαλούν για πραμάτεια τους

τον θρήνο Με φυτεμένα τηλέφωνα στ’ αυτιά τα τομάρια της

λεοπάρδαλης μουρμουρίζουν το τραγούδι του τσιμεντόκηπου

Ξερνούν δονήσεις που σε ακουμπούν Περπατούν δίπλα σου

Σε χαιρετούν με το βαριεστημένο χαμόγελο της νοικοκυράς

Ξηλωμένοι ιστοί αράχνης οι ώρες Ταλαντεύουν τα ξέφτια τους

στην οθόνη του μυαλού Τα μάτια γεμίζουν λεκέδες Τώρα βλέπεις

με τις στραβοπατημένες παντόφλες Σκοντάφτεις αδέξια

πάνω σε τάφους ανυπεράσπιστων εμβρύων Ο ουρανός κρύβει

κάτω από ραγισμένα μάρμαρα σμιλεμένα απολιθώματα

αδικοχαμένων αγγέλων





[…]

Οι άγγελοι εξαφανίζονται, μου έλεγαν,

όταν φοβηθούν το ποδοβολητό των κυμάτων, σκεπάζουν τα

φτερά τους με φύκια και καρφώνονται σαν βράχια στον

πυθμένα της θάλασσας





εικαστικά: δύο πίνακες του   René Magritte, ένα ψηφιακό κολλάζ του  Alexei Kondakov, και μια λεπτομέρεια από την πόρτα στη βασιλική της Αγίας Μαρίας των Αγγέλων στη Ρώμη

για την αυθαίρετη μείξη των ποιημάτων: Διώνη Δημητριάδου







Έλσα Κορνέτη, Αγγελόπτερα, εκδόσεις Μελάνι






μια αλλιώτικη αστυνομική ιστορία

    Διαβάζοντας το αστυνομικό μυθιστόρημα του Τειρεσία Λυγερού «Η μαύρη κάντιλακ» (εκδόσεις Ηριδανός) πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι γνωρίζουμε ως τώρα για τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Εδώ όλα λειτουργούν διαφορετικά, όλα γίνονται αλλιώς ανατρέποντας τα κλισέ στη ροή της ιστορίας, στον ρόλο του θύματος και κυρίως στο προφίλ του αστυνομικού που θα διαλευκάνει την εγκληματική δράση. Ο Τειρεσίας Λυγερός δεν αντιγράφει κανέναν από τους μάστορες του είδους, και αυτό κάνει την περίπτωσή του ενδιαφέρουσα.

   Ο ήρωάς του, αστυνόμος Σεβαστιανός, αποδομείται συστηματικά ως περσόνα από τον συγγραφέα, χάνει όλη την επίπλαστη προσωπίδα του αστυνόμου-υπηρέτη της κοινωνίας  και δίνεται με απροκάλυπτη ωμότητα η βαθιά ριζωμένη μέσα του συνείδηση του «μπάτσου».  

  Η πλοκή θα ξαφνιάσει. Η έννοια του τυχαίου εδώ αναδεικνύεται πρωταγωνίστρια καταργώντας τη συνήθη πορεία εξιχνίασης του εγκλήματος με τη βοήθεια της λογικής. 
       Όσο για τα θύματα, αυτά έχουν απεκδυθεί την αθωότητα που είθισται να τα συνοδεύει αυτοδικαίως σε άλλες ιστορίες.


Ένα δείγμα γραφής (από την περιγραφή της προσωπικότητας του αστυνόμου):

Κοινώς δεν τον χώνευε κανείς. Πλήρωνε, βέβαια, και το παρελθόν του πατέρα του ο οποίος ήταν ανακριτής την περίοδο της δικτατορίας. Ο ίδιος δεν δήλωνε λάτρης του καθεστώτος αλλά συχνά-πυκνά άφηνε να νοηθεί ότι με τη μεταπολίτευση η αστυνομία έχασε τη δύναμη που ασκούσε επί των πολιτών και παρέμεινε εγκλωβισμένη σε ένα ψευτοδιανοουμενίστικο, αριστερόστροφο περιβάλλον.[…] Στη ζωή του ο αστυνόμος σιχαινόταν οτιδήποτε είχε να κάνει με την υψηλή κουλτούρα και τις διεθνιστικές, αριστερίστικες θεωρίες. Όχι μόνο δεν  μπορούσε να τις καταλάβει αλλά αρνιόταν πεισματικά να τις δεχτεί. Θεωρούσε ότι οι λεγόμενοι διεθνιστές-αριστεριστές χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Στους αργόσχολους φοιτητές και στους αιώνιους καλοπερασάκηδες που βολεύονται με τα χρήματα και τα ακίνητα των γονιών τους και πουλάνε θεωρίες υψηλής μαλάκυνσης προκειμένου να ρίξουν στο κρεβάτι την επόμενη μαυροντυμένη γκόμενα με καρφιτσωμένο το γαρύφαλλο του Μπελογιάννη στο πέτο. Πίστευε ότι γεννήθηκε σε λάθος εποχή. Και αλήθεια η εποχή που του ταίριαζε δεν είχε σχέση με οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινωνία. Αντικαθεστωτικός μεν, μισάνθρωπος δε. Εθνικιστής, νευρικός, ανισόρροπος και με μια ψυχή που ο Φρόιντ θα έδινε και τη μισή του ζωή προκειμένου να εξετάσει.



Διώνη Δημητριάδου

Δύο ποιήματα από τη συλλογή "Καθημερινά κρεβάτια" της Μαρίας Κουλούρη (μαζί με δύο πίνακες του Γιώργου Ρόρρη)




Δύο ποιήματα από τη συλλογή
"Καθημερινά κρεβάτια"
της Μαρίας Κουλούρη
(μαζί με δύο πίνακες του Γιώργου Ρόρρη)






[ΙΙ]

Θα  ναι  όχι

Κρατάνε την αλήθεια τους οι μονοσύλλαβες λέξεις

Τουλάχιστον σε αυτό εδώ το μέρος

Που ονομάσατε τόπο

Και πατήσατε το πόδι σας

Με όλο το βάρος του ίχνους

Τόσο γερά που λύθηκαν οι κόμποι

Και άρχισαν τα δοκάρια να μιλάνε

Φράσεις ασύμβατες



Όπως αυτές των παιδιών

Που ξέχασαν το φάρμακο

Τον ήχο του στο γυάλινο δοχείο

Και κάθε βράδυ η ίδια υπόθεση

Να φτάνει η μέρα την ώρα της δύσης

Να σβήνουν όρια και πόρτες

Και να μην έχει επιστροφή

Η τρυφερότητα και ο ύπνος



Μέσα σε αυτό το δωμάτιο

Κοιμούνται μικρές σχισμές

Φλύαροι σοβάδες εκλιπαρώντας

Λίγο γάλα και μια υπόσχεση

Ένα φιλί στην πλάτη

Καθώς χαράζει ο δρόμος της αναχώρησης

Και εσείς αφήνετε τα ρούχα σας

Ανάμεσα στο τσιμέντο και τα χνώτα

Χωρίς απόφαση για τη θέση

Εντός του τοίχου

Ή έξω από τη ζωή








IV



Να το ακούς το σώμα

Όταν κρεμάει τη σιωπή

Καταγραφή θνητού που βούτηξε στις ρίζες

Σπέρνει θερίζει νηστείες ο νέος

Μιλώντας για τα σύνορα

Συχνά αργεί να φτάσει



Δεν είναι η πείνα αλλά

Ο ουρανός που πέφτει μοναδικό εμπόδιο

Βάρος δικό μας η σίτιση

Εμείς αφήσαμε τους τοίχους

Χάσαμε τη θέση μας στον χρόνο

Το χρέος νομίζοντας φροντίδα

Και αρχίσαμε τα βήματα ζητώντας υλικά

Τροφή και κλάμα και όνειρα

Κάθε μέρα μια προσπάθεια συντήρησης

Ακόμα σώνεται η μνήμη

Χτισμένη πάνω σε θεμέλια

Μέσα στη σκόνη

Κάτω από τη σκεπή

Στην αγριάδα του στεγνού κορμιού

Στην τρύπα του σαρκίου

Σφηνωμένη στα σπλάχνα

Ξεχασμένη από τη ζωή

Με την άφεση του αθώου

Απώλεσε των πράξεων τον λόγο

Ύλη στέρεη γεμίζει το κενό

Μας δάγκωσε στον σβέρκο

Και σημαδεμένοι προχωράμε



Διπλωμένη στα χέρια η ανάσα

Τελευταία εισπνοή όσων περίσσεψαν

Ανάβαση με πλάτες ελαφριές

Στα όρη που μοιάζουν στέρεα

Πυκνές πλαγιές ανεφοδιασμού

Για υγρασία και φως

Στον δρόμο προς την ησυχία

Μέχρι το τελευταίο χωράφι

Που φύονται οι θνητοί

Και οι θεοί εκλιπαρούν βοήθεια



Γνωρίζοντας το πρόβλημα της αφοσίωσης

Δέχονται μιαν άλλη αρχή

Την αμαρτία της λύπης

Και αρχίζουν προσευχές

Για να μην πέσουν πάλι

Κρατήματα στραμμένα προς τα μέσα

Χωρίς τη δύναμη της φύσης

Μόνο η φωνή τους ανέχεται την πίστη



Μαρία Κουλούρη
Καθημερινά κρεβάτια
εκδόσεις Μελάνι
(οι πίνακες του Γιώργου Ρόρρη)