Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Διώνη Δημητριάδου - Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα - η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021)

 



Διώνη Δημητριάδου: «Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα - η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021)

 ✔️ Διώνη Δημητριάδου: «Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;» | Fractal (fractalart.gr)


 


 

«Η γραφή από μόνη της είναι ένα αίνιγμα. Κάθε που γράφεται κάτι είναι σαν να γεννιέται μια πιθανή απάντηση στα μείζονα ερωτήματα, που πάλι θα γεννήσει νέες απορίες. Από μόνη της μια τέτοια συνθήκη συνιστά εμμονή. Στην πραγματικότητα ό,τι γράφεται, με όποια μορφή κι αν του δοθεί, δεν μπορεί να αποσείσει το άχθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Κάποτε αυτό είναι εμφανές, κάποτε συγκαλυμμένο.»

 

 

Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, συγγραφέας και κριτικός είναι η πλέον αρμόδια να μας μυήσει στα μυστικά της γραφής. Γενναιόδωρη και αποκαλυπτική μας μιλά, τελικά, και για τα μυστικά της γραφής της. Όλα «πέφτουν στο τραπέζι», ήρωες, ιστορίες, αγάπες, εμμονές….

«Το έργο θα γεννηθεί, ακόμη και μέσα στον πολυσύχναστο δρόμο, στο μετρό, οπουδήποτε μια σημαντική στιγμή ή μνήμη θα απαιτήσει την προσοχή μας.» Μας λέει η συγγραφέας και μας μιλά και για την καινούργια δουλειά της. Το συνθετικό ποίημα «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» που κυκλοφορεί εντός του μηνός από τις εκδόσεις ΑΩ.

«Ο Λύκος στο συνθετικό ποίημα “Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή” ήρθε ξεκάθαρα μπροστά μου, στεκόταν δίπλα μου τα τελευταία δύο χρόνια, ώσπου κατάλαβα ότι ήθελε να μπει σε λέξεις. Παράδοξο, βέβαια. Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;», επιμένει. Και μας ανοίγει το εργαστήρι της.

 

-Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Θα έλεγα πως τις περισσότερες φορές αρχικά «γράφω» στο μυαλό μου. Εκεί δουλεύω μια ιδέα, τη μορφοποιώ, πάντα με την πεποίθηση πως πολλές φορές θα αλλάξει ώσπου να ολοκληρωθεί. Άλλοτε πάλι –αυτό ισχύει περισσότερο στα ποιήματα– προτιμώ την πιο «αυτόματη» γραφή, την πιο απελευθερωμένη από λογικές διεργασίες. Όχι, όμως, ότι πάλι δεν θα νιώσω την πρόκληση της επεξεργασίας.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όλα ξεκινούν από μια αρχική αφορμή, συχνά κάτι που θα ξεπηδήσει από την παρατήρηση. Θεωρώ πως αρχή της δημιουργίας είναι η παρατήρηση. Μετά έρχεται η μνήμη με τη δική της επιλεκτική διάθεση (άλλα τα θάβει βαθιά και άλλα τα ανασύρει κατά τη δική της ανεξιχνίαστη βούληση), και κατόπιν έρχεται η λέξη ή η φράση που θα δώσει υπόσταση στην αφορμή. Αυτή τώρα, έχει μεγάλη δύναμη. Παραμένει εμμονικά εκεί διεκδικώντας την αρχή του κειμένου, όσο κι αν θέλω να την παραγκωνίσω· οπότε της παραχωρώ την πρωτοκαθεδρία. Το πλάνο, το σχέδιο γραφής έρχεται μετά. Ωστόσο, τα καλύτερα γράφονται όταν αναιρείται ο σχεδιασμός και αφήνομαι να με οδηγήσει η ίδια η γραφή. Ξέρετε, έχει τη δική της δυναμική.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Θα μπορούσα να απαντήσω: όλα! Γιατί όλα έχουν την παραδοξότητα της γέννησής τους. Ωστόσο, νομίζω ότι το πιο πρόσφατο (υπό έκδοση μέσα στον Ιανουάριο 2021) με βρήκε πρώτα ως μορφή και κατόπιν ως ιδέα. Ο Λύκος στο συνθετικό ποίημα «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» ήρθε ξεκάθαρα μπροστά μου, στεκόταν δίπλα μου τα τελευταία δύο χρόνια, ώσπου κατάλαβα ότι ήθελε να μπει σε λέξεις. Παράδοξο, βέβαια. Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;


 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η γραφή από μόνη της είναι ένα αίνιγμα. Κάθε που γράφεται κάτι είναι σαν να γεννιέται μια πιθανή απάντηση στα μείζονα ερωτήματα, που πάλι θα γεννήσει νέες απορίες. Από μόνη της μια τέτοια συνθήκη συνιστά εμμονή. Στην πραγματικότητα ό,τι γράφεται, με όποια μορφή κι αν του δοθεί, δεν μπορεί να αποσείσει το άχθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Κάποτε αυτό είναι εμφανές, κάποτε συγκαλυμμένο. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα πρωταρχικά ερωτήματα που γεννιούνται από τη συνύπαρξη του θνητού όντος με το αέναο και άγνωστο σύμπαν, αν ο θάνατος δεν έδενε τόσο στενά με τον έρωτα, αν η νοητική ικανότητα του ανθρώπου δεν ήταν τόσο οριακή μπροστά στη μεγαλοσύνη ενός κόσμου που μας υπερβαίνει, δεν θα είχε γραφεί ποτέ ούτε η παραμικρή αράδα.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Οι ιστορίες έρχονται και μας βρίσκουν. Αν μπορούσαμε να τις ρωτήσουμε, τι θα έλεγαν άραγε; Γιατί μας επέλεξαν, γιατί εμάς με τις μνήμες μας, τις βιωμένες απώλειες, τις εμμονές μας, αν το προτιμάτε; Εμείς γράφοντας γινόμαστε το «σπίτι» τους· αυτές υπάρχουν έτσι κι αλλιώς από πριν.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αν οι ιστορίες έρχονται και μας βρίσκουν, το ίδιο συμβαίνει και με τους ήρωές μας. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι δικοί μου ήρωες έχουν κάτι από μένα, είτε φαίνεται είτε όχι, πιθανόν σε πιο ακραία εκδοχή προκειμένου να λειτουργήσουν ως λογοτεχνικές περσόνες. Στην προηγούμενη ποιητική μου συλλογή «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος» ο Σίσυφος περιέγραφε την προσωπική μου περιπέτεια ζωής σε πολλά σημεία της. Να πω εδώ ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ότι μιλώντας για «ήρωες» αναφερόμαστε μόνο στην πεζογραφία. Πιστεύω ότι και η ποίηση ιστορίες αφηγείται, οπότε έχει και αυτή τους ήρωές της/λογοτεχνικές περσόνες.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Πάντα με εντυπωσίαζαν οι καλές γραφές, με τον βαθμό του εντυπωσιασμού αλλά και την ποιότητά του να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Αν, όμως, εννοείτε μια συνειδητή κατάσταση εντυπωσιασμού, τότε θα πω το φιλοσοφικό δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ «Ο μύθος του Σίσυφου – δοκίμιο πάνω στο Παράλογο», που το πρωτοδιάβασα σε πολύ νεαρή (εφηβική) ηλικία, και από τότε συχνά ανατρέχω στις σελίδες του, προσδίδοντας νέες ερμηνείες. Είναι από τα βιβλία που «μεγαλώνουν» μαζί μου σε μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση, αν μπορώ να πω. Ακριβώς αυτό το βιβλίο άσκησε μεγάλη επίδραση στον τρόπο της σκέψης μου. Με ώθησε στην αμφιβολία, στην έρευνα, στην αναίρεση βεβαιοτήτων, σε έναν ορίζοντα, πιστεύω, πιο πλατύ. Άλλωστε ο «Ευτυχισμένος Σίσυφος» εμπεριέχει στην ουσία τον τρόπο με τον οποίο μέσα στα χρόνια μελετώ αυτό το βιβλίο. Φυσικά με τον ποιητικό λόγο, αφού πρόκειται για ποιητική συλλογή.

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Ο Καμύ, φυσικά. Αλλά και ο Κάφκα και ο Μπόρχες. Ποιος μπορεί να αγνοήσει αυτούς τους μέγιστους της γραφής; Από την ώρα που θα τους συναντήσεις, δεν γίνεται να μην ανατρέχεις συχνά στη σκέψη τους. Σαν να ρίχνουν πετραδάκια για να μη χαθεί η διαδρομή προς τη συνειδητοποίηση του εαυτού μας, προς τη γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει και εν τέλει προς τη γνώση της θέσης μας μέσα σ’ αυτόν. Και, το κυριότερο: πάντοτε με την υποψία πως ό,τι έχει ειπωθεί θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί· ο κύκλος της σκέψης, η παντοδύναμη αμφιβολία, η αμφισβήτηση και τελικά η δημιουργική αντίθεση, με αυτή τη σειρά φυσικά. Αλλά και οι ποιητές. Με συγκινεί η ευαισθησία του Σολωμού, ο τρόπος που ο Καβάφης ενσωματώνει (φανερά ή όχι) την προσωπική του ζωή στην ποίησή του, οι υψηλές πτήσεις του Σικελιανού. Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν και νεότεροι ενδιαφέροντες ποιητές που μου αρέσει να ανακαλύπτω, Έλληνες και ξένοι. Πεδίο έρευνας λαμπρό!

 


-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όταν γράφω διαρκώς αποσπάται η προσοχή μου. Διακόπτω συχνά, ψάχνω σε βιβλία κάτι που θυμάμαι (πιθανόν και άσχετο με ό,τι γράφω), ακούω μουσική, συζητώ. Θεωρώ πως η γραφή είναι μέσα τη ζωή κι αυτή, όπως όλα όσα μας περιτριγυρίζουν με την καθημερινότητά τους ή την ξαφνική ανατροπή τους. Έτσι, η γραφή ανατροφοδοτείται διαρκώς από τα διάφορα ερεθίσματα. Δεν πιστεύω στην απομόνωση ως απαραίτητη συνθήκη δημιουργίας. Το έργο θα γεννηθεί, ακόμη και μέσα στον πολυσύχναστο δρόμο, στο μετρό, οπουδήποτε μια σημαντική στιγμή ή μνήμη θα απαιτήσει την προσοχή μας.

 

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Δεν είναι ένα μόνο. Ιδέες πολλές, αφορμές που αποτυπώνονται για να βρουν τη τελική τους μορφή αργότερα. Έτοιμη μια ποιητική συλλογή για να κυκλοφορήσει μέσα στον Ιανουάριο του 2021. Αν και είναι ολοκληρωμένη, θεωρώ πως είναι ακόμη «ανοιχτή», γιατί κανένα έργο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού παραμένει πάντα έτοιμο για νέα ανάγνωση και από τον αποδέκτη του αλλά και από τον δημιουργό του. Πρόκειται για μια σύνθεση με ποιήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους με εμβόλιμα πεζόμορφα κομμάτια, που όλα μαζί συνιστούν ένα «όλον». Αν ο «Ευτυχισμένος Σίσυφος» ήταν η περιπέτεια της ζωής μου, εδώ η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» περισσότερο είναι η περιπέτεια της σκέψης μου. Με ρωτήσατε παραπάνω για τις εμμονές της γραφής. Ναι, να μια απόδειξη· το ίδιο βιβλίο γράφεται πάντα, μόνο με διαφορετική μορφή. Εναπόκειται στον αναγνώστη να βρει τα ίχνη που οδηγούν στον συγγραφέα. Πάντα, βέβαια, υπάρχει η ελπίδα ότι θα ανακαλύψει ταυτόχρονα και τον εαυτό του προσδίδοντας έτσι με τη δική του ερμηνεία έναν ιδιαίτερο πλούτο στην κάθε γραφή.



 [η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021]


 

 

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

Ποίημα για τη διάρκεια Πέτερ Χάντκε εκδόσεις Βακχικόν μετάφραση: Ιωάννα Διαμαντοπούλου η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Ποίημα για τη διάρκεια

Πέτερ Χάντκε

εκδόσεις Βακχικόν

μετάφραση: Ιωάννα Διαμαντοπούλου

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Peter Handke: «Ποίημα για τη Διάρκεια» (diastixo.gr)




Γραμμένο το Ποίημα για τη Διάρκεια όταν ο Χάντκε ήταν στη ηλικία των σαράντα τεσσάρων χρόνων, απηχεί την ώριμη (όσο και τραυματική) θεώρηση του παρελθόντος χρόνου. Έχει ενδιαφέρον η επιλογή της ποίησης (και όχι κάποιου από τα άλλα είδη στα οποία έχει εντρυφήσει ο Χάντκε) προκειμένου να αναλυθεί –γιατί για δοκιμιακή ανάλυση πρόκειται με έκδηλη την ποιητική πρόθεση– η έννοια του χρόνου ως «πριν», «παρόν» και «μέλλον», με την οπτική του ποιητή να κυκλοφορεί ανάμεσα στα χρονικά διαστήματα αποδεικνύοντας πως στην ουσία καταργούνται αφού η έννοια της συνέχειας, της διάρκειας δεσπόζει καταλυτικά.

 

Εδώ και καιρό θέλω να γράψω για τη Διάρκεια,

όχι κάποια έκθεση, κάποιο θεατρικό, κάποια ιστορία,

η Διάρκεια πιέζει προς το Ποίημα…

 

Το εύστοχο ρήμα πιέζει, που χρησιμοποιείται εδώ, φανερώνει πόσο στην ουσία αυτονομείται το έργο από τον δημιουργό του – τον κατευθύνει καταλαμβάνοντας την κυρίαρχη θέση και μορφοποιώντας το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, η ιδέα επιλέγει το Ποίημα ως μορφή, και αυτό με τη σειρά του επιλέγει τον ποιητή/δημιουργό. Η ποίηση καθίσταται η πλέον ικανή να μιλήσει για τη διάρκεια του χρόνου, καθώς καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη μορφή λόγου μπορεί να αποδώσει το πιο φευγαλέο όλων των αισθημάτων, το πιο απρόβλεπτο, ακυβέρνητο, άπιαστο, μη μετρήσιμο, όπως δηλώνεται από τους πρώτους στίχους του εκτενούς αυτού ποιήματος.

Η συνέχεια των χρονικών στιγμών προσλαμβάνεται νοητικά από τον ποιητή ως συσσωρευμένος, βιωμένος χρόνος, που πηγαίνει πολύ πιο πέρα από το χρονικό διάστημα μιας μέρας, όπως αυτή διαδέχεται την προηγούμενη παραχωρώντας ανοιχτό τον χώρο για βίωση της επόμενης. Για τον ποιητή η διάρκεια ταιριάζει στα χρόνια και όχι στις μέρες. Επικαλείται την αποφθεγματική φράση του GoetheTage währts, Jahre dauerts”, όπου διακρίνεται το διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο δύο συνώνυμων λέξεων (währen και dauern)· και τα δύο δηλώνουν τη διάρκεια (σωστά αφήνεται αμετάφραστο το απόφθεγμα στο ποίημα, καθώς στην ελληνική γλώσσα δεν θα αποδοθεί η διαφορά, που φαίνεται μόνο από τις συνοδευτικές λέξεις) ωστόσο τα χρόνια είναι που διαρκούν, ενώ οι μέρες διαδέχονται απλώς κατ’ εξακολούθηση η μία την άλλη. Έτσι, όλο το ποίημα μπορεί να συνοψισθεί ως μια στροφή στο παρελθόν, κατά την οποία δεν λειτουργεί μόνον η μνήμη αλλά κυρίως η αίσθηση πως ό,τι πέρασε είναι ακόμη εδώ καθορίζοντας το παρόν και φυσικά το μέλλον. Μια προσωπική, λοιπόν, αίσθηση είναι ο χρόνος, που αγνοεί ως δευτερεύουσας σημασίας όλα τα συμβατικά μετρήσιμα μεγέθη· γιατί ο χρόνος δεν είναι στατικό μέγεθος αλλά μια ποιοτική αέναη διάρκεια, που μέσα της κυλά σε διαρκή επίσης ροή ό,τι εννοούμε ως ζωή. Μια ροή που μέσα της αναπόφευκτα έχει και την επανάληψη (εδώ κατανοείται καλύτερα η σειρά των ημερών) καθημερινών καταστροφών όσο και την αγωνία για τις μυριάδες προσδοκούμενων θανάτων. Για επανάληψη, όμως, πρόκειται και όχι για διάρκεια. Στην καθημερινότητα ανήκουν και οι ξεχωριστές σε αξία, ιδιαίτερες στιγμές, τα γεγονότα που καμιά φορά βιώνονται σαν να είναι μικρά  θαύματα. Ο ποιητής κι εδώ προλαβαίνει τη σκέψη του αναγνώστη του:

 

Όχι, ακόμη και τη μέρα του βιώματος μού ήταν

σαφές,

ότι από το θαύμα έλειπε η Διάρκεια.

Βέβαια μπορούσα να κρατήσω σφιχτά τη στιγμή,

όμως ακόμη κι έτσι,

δεν είχα δικαίωμα πάνω της.

 

Η Διάρκεια, καθώς κινείται σε βάθος χρόνου, μορφοποιεί το άπιαστο, στην ουσία, σώμα της σε τόπους μνήμης, που έχουν  υπόσταση, ακόμη κι όταν έχουν, όπως θα πει ο ποιητής, πλέον χαθεί από τον χάρτη.

 

Και επίσης οι τόποι της Διάρκειας είναι θαμποί,

δεν φαίνονται στον χάρτη,

ή δεν έχουν όνομα.

 

Έτσι και η λίμνη Γκρίφεν των παιδικών του χρόνων, εξαφανισμένη από επιχωματώσεις πλέον, εξακολουθεί να αποτελεί τόπο, στον οποίο ο Χάντκε επιστρέφει μέσα στο έργο του, όχι μόνον ως μνήμη αλλά κυρίως ως αίσθηση μιας διαρκούς παρουσίας, επαληθεύοντας την έννοια του χρόνου ως προσωπικής υπόθεσης σε πείσμα της φυσικής φθοράς. Ο χρόνος αποκτά την ευκταία σύνδεση με τη φύση, και ο Χάντκε στο ποίημα, όπως και στα υπόλοιπα έργα του, αφήνεται στη σωστική της ενέργεια – άλλη μια επιστροφή στην παιδική του ηλικία, όπου η φύση έπαιξε τον καθοριστικό της ρόλο στη μετέπειτα διαμόρφωσή του.

 

Διάσωση, διάσωση, διάσωση!

Σε έναν τόσο ήπιο όσο και βίαιο κλονισμό,

στρογγυλεύουν τα μάτια,

τρίζουν οι ακουστικές οδοί,

και γιορτάζω στο ξέφωτο

τη γιορτή της εντοπιότητας.

 

Διάρκεια είναι η επιστροφή, είναι η διάσωση του βλέμματος του μικρού παιδιού, που ακόμη εξετάζει τον κόσμο γύρω του και αποθηκεύει τη γεύση των τόπων, τα ακούσματα της φύσης δημιουργώντας τον δικό του χρόνο. Αυτή είναι η  δική του Διάρκεια.



Διαβάζοντας το ποίημα του Χάντκε έχεις την αίσθηση πως θα μπορούσε με μικρές επεμβάσεις στη μορφή να αποδοθεί ως δοκίμιο. Το ότι προτιμήθηκε η ποιητική φόρμα (που, κατά δήλωση του ποιητή, όπως είδαμε, ήταν προκαθορισμένη μοιραία) προσέδωσε το κατάλληλο περίβλημα για να εννοηθεί η χρονική διάρκεια ως υποκειμενικό μέγεθος (αν επιτρέπεται η λέξη)· ο ρυθμός της ποίησης έδεσε με τη ροή του χρόνου αφήνοντας την αίσθηση στον αναγνώστη μιας αδιάκοπης συνέχειας, ικανής να συμπεριλάβει τις στιγμές με την απόλυτη αξία τους αλλά και να εννοήσει την ενσωμάτωσή τους στο ευρύτερο τοπίο της ψυχής.

Αξίζει εδώ μια ιδιαίτερη μνεία στη μετάφραση (είναι της ποιήτριας και έμπειρης μεταφράστριας Ιωάννας Διαμαντοπούλου), γιατί μπόρεσε να αποδώσει το μεικτό (ποιητικό όσο και δοκιμιακό) ύφος του Χάντκε. Η ίδια υπογράφει και την Εισαγωγή με τον τίτλο «Διάρκεια στη ζωή του Πέτερ Χάντκε», στην οποία διαφαίνεται, μέσα από επιλεγμένες πληροφορίες αλλά και αξιολογικές κρίσεις, η σχέση της με το έργο του σημαντικού δημιουργού. Κατατοπιστικά και τα σχόλια που συνοδεύουν το ποίημα. Άλλη μια ξεχωριστή στην αξία της έκδοση μεταφρασμένου ποιητικού έργου από τις εκδόσεις Βακχικόν, στη σειρά «Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο», που ήδη συνιστά την πλέον σημαντική στις μέρες μας συλλογή μεταφρασμένης ποίησης.

 

Διώνη Δημητριάδου

Πόλα Γιαννακοπούλου - Βακιρλή "Τα κατά συνθήκην και μη" Εκδόσεις Βεργίνα Δεκέμβριος 2020 Γράφει ο Κώστας Σταύρου

 

 

Πόλα Γιαννακοπούλου - Βακιρλή

 "Τα κατά συνθήκην και μη"

Εκδόσεις Βεργίνα Δεκέμβριος 2020

Γράφει ο Κώστας Σταύρου

 


Η πρώτη εντύπωση: ο καλαίσθητος εικαστικός σχεδιασμός στο εξώφυλλο της 5ης συλλογής.

 

- Είναι σύγχρονη ποίηση, μοντέρνα, δίνει λάμψη σε ο,τιδήποτε έχει υπόσταση και δημιουργεί μια προσδοκία να πιστεύουμε πως υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, κάτι ιδιαίτερο, ανεπανάληπτο ελπιδοφόρο και αφήνει μια ωραία αίσθηση.

- Είναι ποίηση μη συμβατική, δεν ακολουθεί τις κοινωνικές συμβάσεις, οι οποίες χαρακτηρί-ζονται συνήθως από έλλειψη ουσιαστικού περιεχομένου και ειλικρίνειας. Διαισθάνεται κανείς εύκολα τον διαφορετικό αέρα, που αποπνέουν τα ποιήματα της Πόλας και διαβλέπει μέσα στους στίχους τη ρήξη με την καθεστηκυία αντίληψη των σύγχρονων αστών για τη ζωή στην πόλη μας.

- Η ποίηση είναι λέξεις. Μπορεί  να μη διαθέτουν μουσική τόσο γλυκιά όσο το βιολί του Λέοναρντ Μπερνστάιν, χρώματα τόσο ζωηρά και πλούσια όσο τα ηλιοτρόπια του Βίνσεντ βαν Γκογκ και πλαστική φόρμα τόσο στέρεη όσο ο βιβλικός Δαβίδ του Μικελάντζελο, όμως  στην πένα της Πόλας ακόμη και η καθημερινή γλώσσα μετατρέπεται σε ποιητική.

- Έχει επίγνωση ότι όσο περισσότερες λεπτομέρειες συσσωρεύει κάποιος στην ποίηση, τόσο ακριβώς απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη θεά της ποίησης, τη λιτότητα ("τα ποιήματα δεν φτιάχνονται με ιδέες, αλλά με λέξεις", για να θυμηθούμε τον Μαλαρμέ) επενδύει η Πόλα και προσδίδει στην πρώτη ύλη των ποιημάτων της, στις λέξεις,  σκέψη, πάθος και πνευματικότητα.             

- Δημιουργείται έτσι στον κριτικό αναγνώστη η επιθυμία, ο ζήλος να αναζητήσει στα "Κατά συνθήκην και μη..." το νέο, το γνήσιο μίτο της ζωής. Αυτό το κίνητρο δε βρίσκεται στον κόσμο, μόνο στην τέχνη.

Νομίζω τελικά ότι η Πόλα θέλει τον αναγνώστη όχι απλώς συνοδοιπόρο της ποίησής της, αλλά αναδημιουργό της ζωής του. Είναι λοιπόν ποίηση δημιουργική και αισιόδοξη.

 

Είναι ποίηση όμορφη και αληθινή.

Διότι η ποιήτρια έχει το θάρρος και αυτοσυστύνεται (στο Αθέατη πλευρά, σ.11). Πόσο μ’  αρέσει τα πράγματα να βλέπω / απ’ την αθέατη πλευρά...

και διαφοροποιείται από ’κείνους (που όλο κοντόφθαλμα θωρούνε καθώς τους συμφέρει)

... και αυτοπροσδιορίζεται ως αντικειμενικός εξωτερικός παρατηρητής (στο Ανέβαινα, σ.12):

Ανέβαινα, όλο ανέβαινα / στην απάτητη κορυφή του ονείρου μου / μέσα από μονοπάτια δύσβατα

... Κι εξαϋλώθηκα, έγινα αστρόσκονη / για να χτιστούνε άλλοι γαλαξίες

- διότι αποποιείται την ευκολία, τη βόλεψη (στο Διπλώματα, σ.14)

Πολύ θυμώνω με τον εαυτό μου / γιατί δεν μ’ έμαθε καθόλου να πουλάω / δεν μ’ έμαθε να χαμογελάω / όταν δεν πρέπει / δεν μ’ έμαθε μετάνοιες να κάνω / και υποκλίσεις δουλόψυχες...

Ω! πόσο βολεμένη θα 'μουνα / σε καναπέδες άνετους / και όμορφα σαλόνια...

- αφηγείται την αλήθεια του κόσμου, που τη θεωρεί συνώνυμο της ελευθερίας (στο Μια πτήση ελευθερίας, σ.31): Με τα πτηνά του ουρανού / ένα πέταγμα μαζί με τους κανόες ελευθερίας / άγραφτους στα φτερά τους / ονειρευόμουνα ... / σε ξένους γαλαξίες να περιπλανηθώ / ... να ενδυθώ γυμνή από πάθη ανθρώπινα /... και στης αλήθειας τα ριζά / να σκάψω ένα μνήμα / του ψέματος την κεφαλή εκεί / παραχώσω.  

- σκύβει βαθιά και διαβάζει τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων (στο Αντηλιακό, σ.13):

Ένας μικρός θεός βιοπαλαιστής / με πέλμα αχνιστό την άμμο ζωγραφίζει / κάνοντας πιρουέτες. / Φορέματα ινδικά της θάλασσας / πουλάει.../ Πάρε κυρά να στολοστείς, / μ’ ευγενικό χαμόγελο προφέρει.../ Μα η κυρά αδιάφορη τον βλέπει / άπληστα ρουφώντας του ήλιου τη σπιρτάδα / καλά προστατευμένη απ’ το αντηλιακό της.

- στα οκτώ ποιήματα με τίτλο Κατά συνθήκην και μη... έχει πλάσει ήρωες και ηρωίδες, που λειτουργούν λιγότερο ως χαρακτήρες και περισσότερο ως σύμβολα, που εκπροσωπούν καίριες θέσεις του κοινωνικού χώρου και σηματοδοτούνται από την εμφάνισή τους, τους τρόπους τους, τη ζωή που κάνουν, τις προτιμήσεις και τις συμπεριφορές τους, τη μικροψυχία τους ή την αγαθότητά τους αλλά και το ψυχικό τους κόσμο, τις ανομολόγητες συναλλαγές τους. Με λίγα λόγια αποκαλύπτει, αξιοποιώντας και την ειρωνεία το είναι και το φαίνεσθαι σύγχρονών μας ανθρώπων. Είναι τα διαμάντια της συλλογής, αληθινοί και ζωντανοί χαρακτήρες, κοντινοί μας, γείτονές μας.

 

Σε μια εποχή βαθιάς κοινωνικής αλλαγής, επισημαίνει την αδιαφορία της κοινωνικότητας, διαπιστώνει τη χρεοκοπία των αξιών, εικονογραφεί τη διάλυση προσώπων και ιδεών, απομυθοποιεί τις αυταπάτες της γενιάς μας.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα συνθέτει με επιτυχία δύο διαφορετικές τάσεις: τη γοητεία του λυρισμoύ και τις υψηλές ιδέες με την αγάπη για την αλήθεια. Πρέπει να είναι κανείς πολύ ικανός ποιητής για να αφηγηθεί έτσι την αλήθεια του κόσμου. 

- η ποίηση ταυτίζεται με την αδιάλλακτη ατομικότητα του μοναδικού όντος. (στο Τα κατά συνθήκην χαμόγελα, σ.35). Η γλυκιά προσμονή της Ελένης δίνει λάμψη στη φαινομενική λιτότητα του ποιήματος (Επήγαινε στον οδοντίατρο συχνά / πρόβλημα είχε δεν είχε). Τίποτε το θορυβώδες δεν έχει ο χαρακτήρας της. Η πραότητα στη μορφή πηγάζει από τη θέλησή της να είναι ωραία στο υπόλοιπο της ζωής της, αυτό μόνο.

 

Κάθε ποίημα που μας φαίνεται το πλέον φυσικό και απλό προϊόν του ταλέντου της Πόλας είναι αποτέλεσμα ενσυνείδητης προσπάθειας. Και βέβαια έχει αυτεπίγνωση ότι υπηρετεί ένα σκοπό, μεγάλο ή μικρό. Η γλώσσα, ακόμη και με τις πλέον πεζές και καθημερινές λέξεις (ένα χαμόγελο λευκό / ζητάω να μου φτιάξεις / να το πουλήσω ακριβά / εκεί που το αγοράζουν!) είναι ο γονιός κι όχι το τέκνο της σκέψης. Τέτοιες πρωτοποριακές ιδέες στην ποίηση αρνιούνται εμμέσως οποιοδήποτε κάλεσμα στη λογική. Χωρίς αυτή την αλήθεια δεν θα υπήρχε η Ελένη. Η βούληση είναι η ουσία του κόσμου, η βασική αρχή της ζωής. Η Ελένη είναι δυνατή γιατί είναι αποφασισμένη να γευτεί τη μεθυστική γοητεία του ανέφικτου. Τίποτε δεν είναι πιο αληθινό από τις ίδιες μας τις ελπίδες.

Η απόλαυση στην ποίηση βρίσκεται στη λεπτομέρεια, εκεί πρέπει να επικεντρώσει κανείς την προσοχή του. Η ανάγνωση δεν είναι παθητική δραστηριότητα. Εξαρτάται ασφαλώς από τη επιδεξιότητα του ποιητή και από το βαθμό εμπλοκής με τον οποίο συμμετέχει ο αναγνώστης στα πάθη των ηρώων.

 

Λέμε, είναι ωραίο ένα ποίημα.

Τι κρύβει (ή αποκαλύπτει) το λεκτικά και υφολογικά ωραίο ποίημα; Αν αναζητήσουμε τις απαντήσεις θα εκπλαγούμε για το βάθος των ιδεών και το ήθος των κρίσεων. Το "καλό κ’ αγαθό" είναι δόγμα για την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Η αξία ενός πράγματος πολύ περισσότερο ενός έργου τέχνης λογαριάζεται από την ιδέα, την ουσία, και την τεχνική του, όχι από άλλη προστιθέμενη έξωθεν αξία, που είναι εντελώς συμβατική και αυθαίρετη. Στο ποίημα "Η κατά συνθήκην ελευθερία" (σ.22) το σκηνικό της ανέμελης και ανέφελης ζωής των ενοίκων στις τρεις πρώτες στροφές, αμφισβητείται στην τελευταία στροφή με τους λιτούς στίχους ("Έμοιαζ'  ανέφελ' η ζωή" / δίχως πολλές σκοτούρες / και είχαν ύπνο ελαφρύ / σ' αφράτο μαξιλάρι) και καταρρέει εντελώς στους τελευταίους (μα στης κυρίας τ' όνειρο / ερχόταν κάθε βράδυ / σαν παρουσία τυρανική / η παιδική της φίλη / τότε που σεργιανίζανε / ανέμελα κορίτσια / πλάι στο κύμα του γιαλού / πιασμένα χέρι χέρι.) Ισχυρή αντίθεση με απλές εικόνες που αποκαλύπτουν την απτή πραγματικότητα: το πολυτελές φρούριο-κατοικία είναι ψευδαίσθηση πλούτου, χωρίς να είναι οι ίδιοι πλούσιοι συναισθηματικά. Γι’ αυτό επιζητούν οι ένοικοι, μέσω της επίδειξης του πλούτου, κοινωνικό image, εύκολο χρήμα, προκλητική επίδειξη, αλλά εισπράττουν ηθική χρεοκοπία.

 

Κώστας Σταύρου, 14 Ιανουαρίου 2021 

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

Χρήστος Κεραμίδης Αποσπάσματα από το ανέκδοτο έργο «Βόρεια ακρωτήρια» μαζί με δύο φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα

 

Χρήστος Κεραμίδης

Αποσπάσματα από το ανέκδοτο έργο 

«Βόρεια ακρωτήρια»

μαζί με δύο φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα

 


Οι ψαρότοποι

 

Βραδιάζει.

Οι καρίνες των καϊκιών σκίζουν πάλι τα νερά του κόρφου.

Στον μουντό ορίζοντα, χρώματα αλλάζει η θάλασσα  από τις σπιλιάδες που τρέχουν πάνω της.

Οι καπετάνιοι, όπως πάντα,  με προσταγές βραχνές τα πηδάλια στρέφουν στους γνωστούς ψαρότοπους.

Στον Νότο, εκεί όπου ορθώνονται οι σιωπηλές και σκοτεινές

πλαγιές του Όρους.

[Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό fractal]

 

Ο γλάρος

 

Του γλάρου βλέπω τη χαρά

όταν αστραφτοκοπά

και πάνω απ’ τα πέλαγα πετά,

με τ’ ανοιχτά – ακίνητα φτερά του.

Τον γλάρο, που στους αιθέρες κολυμπά

και πάνω από νέφη σκοτεινά

τη σύντομη ζυγιάζει,

τη σκιά του!




Ο τόπος μου

 

Σε θάλασσες άγνωστες παράδερνα και

χάθηκα

με την αρμύρα των καιρών γιατρεύοντας

το σώμα

κι όταν στα σύνορα του κόσμου στάθηκα

στην απορία του μυαλού δεν άνοιξα το στόμα.

Κι ανάστρεψα της ψυχής την αδιάφορη πορεία

στων αγαλμάτων ακουμπώντας τη χαμένη

Ιστορία.

 

Και γύρισα στην Έφεσο.

Του Ηράκλειτου αγγίζοντας τη σιωπή

και το χάδι του ανέμου που με πλήγωνε.

Όχι, δεν ήταν ψέμα!

Ήταν του τόπου μου η μυστική ηχώ,

που στων ονείρων το στερέωμα μ’ ανύψωνε.

 

 Χρήστος Κεραμίδης, από το ανέκδοτο έργο "Βόρεια ακρωτήρια"

 

 

 

Ψευδαίσθηση Ποίημα του Γρηγόρη Σακαλή μαζί με μία φωτογραφία του Jason M. Peterson

 

Ψευδαίσθηση

ποίημα του Γρηγόρη Σακαλή 


μαζί με μία φωτογραφία του Jason M. Peterson 

 



Περνώ τις μέρες μου

λαθραία

κρύβομαι

κι αλλάζω χρώματα

σαν το χαμαιλέοντα

γιατί το είδος μου

έχει επικηρυχθεί

προσέχω τι λέω

και τι κάνω

γιατί εύκολα περνάς

την κόκκινη γραμμή

και γίνεσαι αντικείμενο

του νόμου

ή της αστυνομίας της σκέψης

έτσι ζω

μια πλαδαρή

ψευδεπίγραφη ελευθερία

όπου είσαι

αυτό που θέλεις

μέσα στις γραμμές

που χαράσσουν άλλοι

και ζεις απλά

την ψευδαίσθηση

Γρηγόρης Σακαλής


Ο Γρηγόρης Σακαλής γεννήθηκε και ζει στο Στενήμαχο Νάουσας. Σπούδασε Νομικά στο ΑΠΘ. Έχει εκδώσει τις συλλογές «Κίβδηλος Καιρός» και «Θαμμένος στην Άμμο», από τις εκδόσεις Πλανόδιον, τη συλλογή «Πορεία στη γύμνια», Bookstars και τις συλλογές «Κυτίο κρυφών ονείρων» και «Άχρονη μετάβαση» από τις εκδόσεις
Ενδυμίων. Έχει συμμετάσχει σε ανθολογία των εκδόσεων Ενδυμίων το 2012. Η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες ενός παραμυθά» κυκλοφορεί σε μορφή e-book από την Easywriter.gr. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Πρόσφατη ποιητική του συλλογή: «Κραυγές στην έρημο», εκδόσεις Ενδυμίων.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Θηριόμορφοι μυθιστόρημα Έλενα Μαρούτσου φωτογραφίες: Laura Makabresku εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Θηριόμορφοι

μυθιστόρημα

Έλενα Μαρούτσου

φωτογραφίες: Laura Makabresku

εκδόσεις Πόλις

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Θηριόμορφοι, της Έλενας Μαρούτσου – το θηρίο μέσα μας (bookpress.gr)

 



το θηρίο μέσα μας

 

Αυτοί οι θηριόμορφοι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακοί: το ζωώδες κεφάλι τους έμοιαζε να τους ταιριάζει, να τους ολοκληρώνει ή –πώς να το πω;– να τους αποκαλύπτει. (σ. 55).

Οι Θηριόμορφοι της Έλενας Μαρούτσου, αποκαλυπτικοί και αυτοί ως έμπνευση και γραφή, απαιτούν από τον αναγνώστη τους τη δύσκολη παραδοχή πως η ανθρώπινη φύση ίσως βρίσκει την ολοκλήρωσή της βαδίζοντας προς τα πίσω, προς τις απαρχές της δημιουργίας, εκεί που το ζωώδες ένστικτο με έναν απολύτως φυσικό τρόπο καθοδηγούσε την πορεία από τη ζωή στον θάνατο. Προκλητική η παραδοχή αυτή, καθόσον αναιρεί αιώνες λογικών επιχωματώσεων και ένα γερό (όπως αποδεικνύεται από τη μακροημέρευσή του) χτίσιμο μιας κατά σύμβαση κοινωνίας στα θεμέλια του ορθολογισμού. Ωστόσο, η Έλενα Μαρούτσου στη μέχρι τώρα συγγραφική της διαδρομή ουδέποτε ήταν κοινότοπη στη θεματική της, όπως επίσης ουδέποτε φάνηκε επιφυλακτική στη μορφή με την οποία την απέδωσε. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη συγγραφική φωνή, που δύσκολα (ευτυχώς) κατηγοριοποιείται, καθώς επιμένει να ξεχωρίζει με το δικό της φως μέσα στο κατά τόπους θολό πεδίο της μεγάλης αφήγησης.

Στον αφηγηματικό πυρήνα βρίσκονται δύο πρόσωπα, ο Σπύρος, ο Έλληνας καθηγητής λογοτεχνίας σε μια καθοριστική στιγμή της ζωής του, διαλυμένος συναισθηματικά, και η Μαριάννα, Ιταλίδα ηθοποιός. Οι δυο τους θα συναντηθούν σε ένα ξενοδοχείο στην Κρακοβία και θα συνδεθούν σε μια αινιγματική σχέση από κάθε άποψη – λες και ένα γερό νήμα τους κρατά μαζί με απροσδιόριστη την αφετηρία του και άγνωστη την κατάληξή του. Κάτω από αυτό το πρίσμα μοιάζει να είναι δύο περσόνες ικανές επεκταθούν πέρα από τη μυθοπλαστική τους υφή και να εκφράσουν εν συνόλω τη δυαδική ανθρώπινη σχέση – ενδιαφέρον αυτό από κάθε άποψη, όπως επίσης ενδιαφέρουσα η εναλλαγή της αφηγηματικής φωνής από τον άνδρα  στη γυναίκα, για να καταλήξει στον παντογνώστη αφηγητή που θα ενσωματώσει την ευφυή πολυφωνία σε μία και μόνον ισχυρή και εξ αρχής επινοητική των πάντων φωνή, που θα αγκαλιάσει όλη την αναγνωστική εμπειρία.

 

Είμαι ο παντογνώστης αφηγητής. Είμαι πανταχού παρών αλλά όχι ταυτόχρονα. Απλώς πετάω εδώ κι εκεί. […] Θα με κάλυπτε ένας όρος αμφισεξουαλικός. Ένα φουστάνι με γραβάτα. Ένα δωμάτιο δίπορτο. ‘ένα γένος ουδέτερο και μαύρο. […] Εγώ είμαι εδώ για να αφηγηθώ την ιστορία. να φωτίσω πλευρές της που έμειναν στο σκοτάδι. Γιατί είμαι από σκοτάδι εγώ. Εγώ ειμί το σκότος το μαύρο. Ο ιδανικός από μηχανής θεός. (σ.201)

 

Τα ψυχικά τραύματα των ηρώων, της κεντρικής ιστορίας αλλά και των διαφορετικών προσώπων στις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, εξακτινίζονται πέρα από τη μυθοπλασία και αφορούν πλέον τον κάθε έναν αποδέκτη της γραφής, που ανακαλύπτει προσωπικά του βιώματα, ερμηνεύει τη δική του οπτική στις ερωτικές σχέσεις μέσα από τον διάχυτο (ζωώδη συχνά) ερωτισμό του βιβλίου, βρίσκει τον κοινό τόπο της ιστορικής μνήμης αγγίζοντας τις ναζιστικές θηριωδίες κατά των Εβραίων, επανατοποθετεί τα δεδομένα του ανοίγοντας να παράθυρα θέασης του κόσμου.

Στη συνολική πρόσληψη του βιβλίου συντελούν οι φωτογραφίες της Laura Makabresku, οι οποίες συνοδεύουν το κείμενο αποδίδοντας με εικαστικό τρόπο το νόημα των λόγων. Πρόσωπα με την ανθρώπινη και ζωώδη μείξη των χαρακτηριστικών τους, που στην απόλυτη αισθητικά συνύπαρξή τους ενέπνευσαν στη συγγραφέα την πολύμορφη αυτή ιστορία. Πολλά παραμυθιακά στοιχεία (άλλωστε ευκταίος ο παραμυθητικός/παρηγορητικός χαρακτήρας της λογοτεχνικής γραφής είτε αφορά τον δημιουργό είτε τον αποδέκτη), αναγκαίος ο διάσπαρτος συμβολισμός που προκαλεί για τη σύζευξη των δύο, του συμβόλου και του ερμηνευτικού κώδικα, πλήθος επιμέρους στοιχείων για εσωτερίκευση του νοήματος και πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Ακόμα και αποσπασματικά να διαβαστεί, σαν να πρόκειται για fragmenta, θραύσματα πολύτιμου αγγείου μέσα στον χρόνο που αποζητά  την αναγνωστική πρόσληψη, ακόμα κι έτσι λειτουργεί αγγίζοντας στιγμές ζωής ή (μακάρι) μια συνολική θεώρησή της.

 


[…] τους διακατείχε η αθώα επιθυμία να λυγίσουν τα σίδερα του κλουβιού τους – αθώα γιατί αγνοούσαν πως έξω από το κλουβί υπήρχε ένα μεγαλύτερο κλουβί, κάτι που συνειδητοποίησαν έντρομοι όταν έπεσε το καθεστώς […] ο καπιταλισμός τους έβγαλε από το κλουβί για να τους αφήσει ελεύθερους σε έναν ζωολογικό κήπο, όπου σπαράσσονταν μεταξύ τους μικρά πουλιά και άγρια θηρία. (σ.49)

 

Με ανοιχτά τραύματα, με κυρίαρχο το πάθος, με ακραίες εκδηλώσεις ενστίκτων, με τον έρωτα να προσεγγίζει τον θάνατο ως άλλο προσωπείο του, τη ζωή να μεσολαβεί κάθε φορά για να υπενθυμίζει τις λεπτές και επίφοβες ισορροπίες αποτελώντας και αυτή μια άλλη όψη θανάτου, όχι μόνο ως φυσική κατάληξη των πάντων αλλά ως την ενσωμάτωση των χαρακτηριστικών του μέσα της, με διαρκή την τάση για απελευθέρωση από όποια δεσμά κρατούν το σώμα και την ψυχή δέσμια, με το σταθερό, σωτήριο  νήμα (αν και αόρατο σαν σωστική λέμβος να διασώζει μια άλλη θέα στον κόσμο, να συνδέει εικόνες και λόγια σε αγαστή συμπόρευση), με τη ζωώδη φύση να αναδύεται μέσα και πάνω από την ανθρώπινη είτε με τρομακτική μορφή απειλώντας με κατάρρευση το λογικό οικοδόμημα είτε σαν θηρίο/σωτήριος δαίμονας να καταξιώνει τα πιο αρχέγονα ένστικτα αποσείοντας αιώνες ανθρώπινης ενοχής – εν συνόλω ένα απρόσμενο βιβλίο σε μια εξαιρετικής αισθητικής έκδοση, προκλητικό ως τα όρια της αναγνωστικής ανοχής· γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σπουδαίο.

 

Διώνη Δημητριάδου