Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου γράφει για την ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή ΑΩ, 2021

 Η Φωτεινή Βασιλοπούλου γράφει 

για την ποιητική σύνθεση

της Διώνης Δημητριάδου

 Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή

ΑΩ, 2021

 



"Lupus homini lux est


Μια από τις πιο όμορφες αισθητικά ποιητική συλλογή του 2021 που πέρασε από τα χέρια μου. Μια συλλογή που απαιτεί ψυχική καθαρότητα, πνευματική διαύγεια και αφοσίωση για να καταδυθείς στην αλήθεια της.

Η ποιητική σύνθεση της Διώνης Δημητριάδου, Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, αφηγείται σε τριάντα τρία ποιήματα την πορεία του λύκου στην περιοχή των ανθρώπων. Ενός λύκου σαστισμένου από την αγριότητα, την αλλοτρίωση, την παραμόρφωση, την αποθηρίωσή μας.

Ενός λύκου ποιητή που τρέφεται με λέξεις

[...] Στα σκοτεινά στ' ανήλιαγα

ποιεί τον λόγο

θάβοντας στα σκοτάδια του

τις έσω φωταψίες (σ. 19)

που ξέρει πως

[...] τη νύχτα μόνο φόβοι ψεύτικοι κυκλοφορούν για να φοβούνται τα μικρά παιδιά – αλλού είναι ο κίνδυνος [...] (σ.  33).

Ενός λύκου που, όταν η προαιώνια συγγένεια χαράζει, θα καταλήξει στον καθρέφτη ένα υβρίδιο με χαρακτηριστικά ανθρώπου, ένας ανθρωπόλυκος

[...] Δες πώς ταυτίζονται οι μορφές

Δες πόσο αρμονικά γίνονται οι δύο μία

και το θηρίο

με αγκαλιάζει στοργικά

δεν είναι πια τρομακτικό

το γκρίζο του το βλέμμα γαληνεύει

στο απόσωσμα κοντά του λόγου

η χαρακιά με βρήκε:

εγώ κι ο Λύκος ένα

πρόσωπο εκ γενετής

μια μοναξιά ασυντρόφευτη [...] (σ. 45)

ένας ανθρωπόλυκος με πολλά τομάρια-σκελετούς και μυστικά κρυμμένα στη ντουλάπα του, που η ανάγνωση της συλλογής και η καλπάζουσα φαντασία μας ελπίζουμε να συμβάλουν στην αποκάλυψή τους."


Φωτεινή Βασιλοπούλου




Αρχή Δύο νουβέλες με διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο Ελένη Λαδιά εκδόσεις Αρμός η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Αρχή

Δύο νουβέλες με διαφορετική θεματολογία και κοινό τίτλο

Ελένη Λαδιά

 εκδόσεις Αρμός

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

Οι αφορμές της γραφής • Fractal (fractalart.gr)

 

 



Οι αφορμές της γραφής

 

Όσο κι αν σκοτεινές πάντοτε παραμένουν οι αφορμές της γραφής, μια που αφορούν μόνον τον δημιουργό τους και όχι τον κατ’ ουσίαν «παρείσακτο» αναγνώστη, καμιά φορά αποκαλύπτεται από τον συγγραφέα η αρχή της έμπνευσής του ή ό,τι από αυτήν ο ίδιος επιτρέπει να φανεί. Έτσι, στο πρόσφατο βιβλίο της Ελένης Λαδιά οι δύο νουβέλες της (με τον κοινό τίτλο Αρχή) συνοδεύονται από μια διευκρίνιση η κάθε μία ως προς τη συγγραφική εκκίνηση. Αν και πρόκειται για δύο ιστορίες έρωτα, γίνεται μνεία για δύο θανάτους: ο ένας απειλεί το πρόσωπο της συγγραφέως και ο άλλος, πιο ρεαλιστική επικρεμάμενη απειλή, αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Με τον τρόπο αυτό οι δύο ιστορίες, αν και διαφορετικής θεματικής, βρίσκουν ένα αρχικό σημείο σύνδεσης (πιο εμφανές, άρα επιφανειακό). Ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό στοιχείο που τις συνδέει και δικαιολογεί τη συνύπαρξή τους στο ίδιο βιβλίο, καθώς διαβάζοντας ανακαλύπτεις τουλάχιστον δύο ακόμη «κοινούς τόπους»· ο πρώτος αφορά το ερωτικό στοιχείο και τις πολλαπλές (συχνά αθέατες) μορφές του, άλλοτε με την ανεκπλήρωτη αύρα να διακατέχει το άτομο μέχρι την οικειοθελή του κατάρρευση και την τελική του πτώση, άλλοτε ως μια πολυεπίπεδη ένωση και πνευματική, κυρίως, τελείωση· ο δεύτερος, ανοιχτός σε μια πιο εμβριθή ανάγνωση, κατατάσσει αυτό το νέο πόνημα στην πεζογραφία απαιτήσεων, με τη φιλοσοφία ως στοχασμό αναλυτικό να αποτελεί απαραίτητο επεξηγηματικό συμπλήρωμα της ιστορίας. Δεν είναι κάτι που ξαφνιάζει, καθώς γνωστή είναι η ενασχόληση της Λαδιά με την αρχαία αλλά και τη σύγχρονη γραμματεία και φιλοσοφία.


Οι δύο κόσμοι –επιφανειακά ασύνδετοι και αυτοτελείς– αυτός της ζωής και ο άλλος της μη-ζωής, εδώ βρίσκονται σε μια αγαστή συνύπαρξη, ως φυσική συνέχεια, και ολοκληρώνει ο καθένας την υπόστασή του μόνο με την ύπαρξη του άλλου. Ο Ηράκλειτος με τον δικό του τρόπο (εκ των πραγμάτων κρυπτικό, καθόσον μόνο fragmenta της σκέψης του έχουν διασωθεί) το έχει πει: οδός άνω κάτω μία και ωυτή. Η Λαδιά θυμάται την αναλογία του Ερμή του Τρισμέγιστου (Ερμής και Θωθ μαζί): Ό,τι είναι κάτω αναλογεί προς ό,τι είναι επάνω και ό,τι είναι επάνω αναλογεί προς ό,τι είναι κάτω, για να αποτελέσουν το θαύμα το μοναδικού πράγματος. Έτσι, έρχεται και στους μεταγενέστερους μέσα από το ευφυές του Wittgenstein: Χωρίς άλλο υπάρχει αυτό που δεν λέγεται με λόγια. Αυτό δείχνεται, είναι το μυστικό στοιχείο, για να προσανατολίσει την αναγνωστική πρόσληψη σε μια ένωση των πάντων, είτε με τον ορθό λόγο της θνητής εννόησης του σύμπαντος είτε με τον αθέατο τρόπο της διαίσθησης – ισχυροί και συχνά αντικρουόμενοι τρόποι σύλληψης της ουσίας του κόσμου. Κάτω από αυτή την οπτική, οι δύο ιστορίες λειτουργούν ως προκάλυμμα για να εκτεθεί ο προβληματισμός (ή η σταθερή πεποίθηση) της Λαδιά για το αδιαίρετο του κόσμου, ορατού και μη ορατού – ο έρωτας αποδεικνύεται ένα «όχημα» για τη βίωση αυτής της πορείας ή μια ακόμη αφορμή/πρόφαση για τον αρχικό σκοπό της συγκεκριμένης γραφής.

Στο εξώφυλλο η ζωγραφιά της Νεφέλης-Μαρίνας Ρούσκα αγκαλιάζει διακριτικά τις δύο όψεις του βιβλίου αποδεικνύοντας πως ο επιτυχής σχεδιασμός μιας έκδοσης ξεκινά από έξω προς τα μέσα. Ένα βιβλίο από τα πιο ενδιαφέροντα της πρόσφατης εκδοτικής παραγωγής, όχι μόνο για τις ιστορίες του αυτές καθεαυτές αλλά κυρίως για τις προεκτάσεις του.

 

Αποσπάσματα

 

Όταν η βαρειά θύρα έκλεισε με δυνατό θόρυβο πίσω μου, ανατρίχιασα: όχι δεν φοβόμουν τους νεκρούς, αυτοί ήταν φίλοι μου, αλλά με τρόμαξε το τεράστιο άδειο λιβάδι. Ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου ένα κενό γκριζόχρωμο, που όσο περπατούσα ξάνοιγε περισσότερο διαιωνίζοντας τη Κενότητα. Είχε όμως μια αλλόκοτη ομορφιά αυτή η Κενότητα, έμοιαζε με ζωγραφικό πίνακα αναρτημένο σε αόρατο τοίχο.

(«Αρχή», σ. 21)

 

Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ενωμένοι στην ίδια ουσία, διατηρώντας ταυτοχρόνως την ατομική τους υπόσταση. ενωμένοι και συγχρόνως ελεύθεροι στην χαρά και στην λύπη. Αντιμετώπιζαν τις εξωτερικές εχθρότητες σαν ακραία φυσικά φαινόμενα, που τους έδεναν και τους συσπείρωναν περισσότερον.

(«Χρυσάνθιος και Λαμπετία», σ. 118)

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

‛Oδός Πανός® εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων έτος 41o, τχ. 192 Ιανουάριος-Μάρτιος 2022

 

Περιοδικό Οδός Πανός

τεύχος 192

Με το τεύχος 192, που κυκλοφόρησε,  Η Οδός Πανός μπαίνει στο 41ο έτος

‛Oδός Πανός®

εργοτάξιο εξαιρετικών αισθηµάτων

έτος 41o, τχ. 192 Ιανουάριος-Μάρτιος 2022

 




ΠEPIEXOMENA

Σελίδες για τον Πωλ Ώστερ

Επιμέλεια: Εύα Στάμου

3 Γιώργος Χρονάς: Για τον Μίκη Θεοδωράκη

4 Εύα Στάμου: Η μετα-λογοτεχνική γεωγραφία του Πωλ Ώστερ

11 Γιώργος Βέης: Υποσημειώσεις

16 Ελένη Γκίκα: «Πέντε έξι δευτερόλεπτα να είχα καθυστερήσει και θα ήμουν εγώ!»:

 Το Τυχαίο στη ζωή και στο έργο του Πωλ Ώστερ

25 Άγης Αθανασιάδης: Paul Auster και σινεμά

30 Γιώργος Πολ. Παπαδάκης: Πωλ Ώστερ-«Ο Αόρατος»

35 Δημήτρης Ι. Καραμβάλης: Πωλ Ώστερ. Η κρίση, η αφήγηση, η κριτική

***

40 Βασίλης Κοντόπουλος: Εδώ Βερολίνο

45 Βασίλης Ζηλάκος: Υπεράσπιση

51 Αλέξανδρος Π. Στεργιόπουλος: Οκτάβιο Παζ. Ο παγκόσμιος Μεξικανός

56 Μάρκος Φ. Δραγούμης: Οι χορεύτριες

58 Χρήστος Μαυρής: Μαρτυρία για τον Αλέξη Τραϊανό

60 Κωνσταντίνος Μπούρας: Από την Ιωνία στη Σαχάρα. Ο Δημήτρης της Μικρασιατικής Καταστροφής

62 Γιάννης Δ. Στεφανάκις: Χώμα η μνήμη

63 Στέλιος Λουκάς: Το δέρμα της πόλης

64 Βασίλης Πανδής: Louise Glück: Εδώ ανήκουν όλα

67 Μαρικαίτη Καμβασινού: Η τραπεζαρία

72 Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Το φάντασμα με τις πατερίτσες

73 Κώστας Αλεξόπουλος: Η απώλεια, το πένθος και η παραληρηματική μελαγχολία

84 Γιάννης Αντωνόπουλος μία συνομιλία με την Αφροδίτη Μάνου

93 Βαγγέλης Αλεξόπουλος: «Οι ψιθυρισμοί του πένθους πάνω από την πόλη»

95 Μπάμπης Ιμβρίδης: 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

101 Δρ Γιάννης Βασιλακάκος: Αδερφοφάδες Έλληνες και Τούρκοι φιλέλληνες του 1821

106 Βιβλία. Γράφουν οι: Διώνη Δημητριάδου, Βασίλης Ζηλάκος, Κωνσταντίνα Μόσχου, Στέλλα Πριόβολου, Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος, Αθανάσιος Δημ. Οικονόμου, Φώτης Καγγελάρης, Βίκυ Ντούλια, Μιχάλης Γωνιωτάκης, Αλεξάνδρα Πιπλικάτση, Ηλίας Δ. Αναγνώστου, Γιώργος Χρονάς

143, 165 Θέατρο. Γράφουν οι: Κωνσταντίνος Μπούρας, Αθανάσιος Βαβλίδας

151 Νίκος Παπατζέλος: Αν θα ματώσω

153 Κωνσταντίνος Μπούρας: Εικαστικά

155 Μίκης Θεοδωράκης-Ιάκωβος Καμπανέλλης: MAUTHAUSEN ερμηνευμένο από ανδρική φωνή

 & βιολοντσέλο

159 Γιώργος Χρονάς συνομιλία με τον Αλέξανδρο Αδαμόπουλο

167 Αθανάσιος Βαβλίδας: Μουσικές Ανταπο-κρίσεις

176 Γιώργος Ζώταλης: Ποντικοφάρμακα

177 Μαριάννα Βλάχου-Καραμβάλη: Η μάσκα

178 Δευτέρα

179 Μαρία Τσάτσου: Μουσείο του ανθρώπου

182 Τα βιβλία μας, του 2021


Υπάρχει στα βιβλιοπωλεία:

Πολιτεία

Ιανός (Αθήνα, Θεσσαλονίκη)

Πρωτοπορία (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα)

Πατάκης

Αχιλλέας Σίμος

Ελευθέριος Τζανακάκης

Χρήστος Μαρίνης

Α. Κανάκης

Συμμετρία Α. Ε.

Τσιγαρίδας Α. Ε.

Ευριπίδης Α. Ε. 

Σμυρνιωτάκης Greek books

Δ. Τσανάς – Σ. Δημόπουλος

Σκλαβούνος Παράσχης

Ηλίας Μαγγόπουλος

Κέντρο του Bιβλίου (Θεσσαλονίκη)

Μαλλιάρης (Θεσσαλονίκη)

Κεντρί (Θεσσαλονίκη)

Πολύκεντρο Θαλασσινού (Κως)

Βιβλιοπωλείο Οδός Πανός, Διδότου 39 και Ιπποκράτους

106 80 Αθήνα, τηλ 2103616782

e-mail: chronas@otenet.gr

και όπου ζητηθεί με αντικαταβολή.

Διανομή από το Πρακτορείο Τύπου, Άργος Α.Ε., μόνο στην Αττική,

και στο αεροδρόμιο Αθηνών

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Η Κρις Λιβανίου γράφει για την "Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή" της Διώνης Δημητριάδου ΑΩ εκδόσεις Η πρώτη δημοσίευση στο Στίγμα Λόγου (stigmalogou.blogspot.com)

 

Η Κρις Λιβανίου γράφει για την

"Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή"

της Διώνης Δημητριάδου

ΑΩ εκδόσεις

Η πρώτη δημοσίευση στο Στίγμα Λόγου (stigmalogou.blogspot.com)

https://stigmalogou.blogspot.com/2021/10/blog-post_20.html?fbclid=IwAR0P2ZARHsjcRAb0PW1-qyAiUzjyQDMKOoW

 

 


          

(…)

Ο Λύκος ένα απλό θηρίο

άνθρωπος μοναχά να ήταν

μιαν ορφανή ελπίδα θα ’βρισκε

στην παιδική του ηλικία[1]


Η Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή είναι προϊόν μιας ποιητικής γραφής σε διαρκή εναλλαγή και μιας ματιάς που κινείται στο σκοτάδι τόσο καλά όσο και στο φως. Η Διώνη Δημητριάδου επιχειρεί να ακινητοποιήσει τις άυλες σκέψεις και τα φευγαλέα συναισθήματα που γεννιούνται σε παράδοξες καταστάσεις για να εξαφανιστούν λίγο μετά, να τα ψηλαφήσει και στο τέλος ίσως και να τα εξημερώσει, σε μια πορεία αναζήτησης του εαυτού και του Άλλου. Είναι ένας δρόμος σπαρμένος με παγίδες.

 

Η μοναξιά και εν συνεχεία η μοναχικότητα, από επιλογή ή μη, είναι ο πρώτος βασικός άξονας ανάγνωσης, και ταυτόχρονα η πηγή των συγκινήσεων που ξετυλίγονται στα 33 ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή. Ο Λύκος είναι ταυτόχρονα πρωταγωνιστής και τοτέμ, κινητήρια δύναμη και ύστατη καταφυγή, εμφανίζεται απροειδοποίητα για να ανατρέψει τα δεδομένα και να υποδαυλίσει αλλαγές και αναταράξεις, για να αποδειχτεί στο τέλος μια φιγούρα ξεπερασμένης γενναιότητας που καταλήγει σύμβολο. Μοναξιά και μονάδα, είναι τα δύο συμπληρωματικά στοιχεία που αποτελούν το Εγώ στα ποιήματα, οι μοχλοί αναζήτησης και προσέγγισης μιας πραγματικότητας που χωλαίνει. Ο Λύκος και η φωνή της ποιήτριας βρίσκονται αντιμέτωποι με τους φόβους και την υπαρξιακή ανασφάλεια που τους προκαλεί η κοινωνία των ανθρώπων, σαν σε έναν αντικρυστό χορό αγωνίας και ταυτόχρονης ανάγκης του ανήκειν σε μια συνθήκη που δεν τους περιλαμβάνει.

 

Παρόλο που το δίπολο που χτίζεται και εδραιώνεται ανάμεσα στο Εγώ και τον Λύκο είναι ένα ενδιαφέρον εύρημα, το σύνολο της συλλογής θεματικά κινείται σε γνώριμες ζώνες και με αναμενόμενους ρυθμούς. Η απόσταση και κατ’ επέκταση η απομόνωση του δίπολου από την κοινωνία των ανθρώπων καταλήγει να γίνει μια περιήγηση σε ένα ονειρικό σύμπαν αγχώδες και μάλλον τρομακτικό, χωρίς περιθώρια ούτε ένταξης, αλλά ούτε και διαφυγής. Η συλλογή εξελίσσεται σε μια αγχώδη πορεία αναζήτησης συντεταγμένων, αέναη και όπως φαίνεται εξ αρχής καταδικασμένη. Η εχθρικότητα και η δυσπιστία γίνονται τα βασικά στοιχεία που οριοθετούν το περιβάλλον, το χάσμα ανάμεσα στο Εγώ-Λύκο και τους ανθρώπους ως σύνολο όσο πάει και βαθαίνει, δεν υπάρχει ανάπαυλα, και δεν υπάρχει και ελπίδα.

 

Παρόλο που η πρωτοτυπία παραμένει ένα στοίχημα που δεν κερδήθηκε, ο Λύκος σαν παρουσία αποτελεί ένα ενδιαφέρον στοιχείο. Επειδή καταρχάς στην διάρκεια της συλλογής, μετακινείται: παρατηρεί, εκτιμά τις καταστάσεις και τις συνθήκες, απομακρύνεται, επανέρχεται. Κι ενώ στην αρχή στέκεται στα σκοτάδια, στην πορεία συνειδητοποιεί και αποδέχεται τον εαυτό του και κυρίως τη μοναξιά και την μοναχικότητά του ως επιλογή, και φτάνει να διεκδικήσει προσωπική ταυτότητα και ατομικό, οριοθετημένο περίγραμμα. Και κατόπιν, από απέναντι στο Εγώ της ποιήτριας, επιλέγει να βρεθεί δίπλα της. Ο φόβος δίνει τη θέση του στην αποδοχή και άρα σε κάποιου βαθμού εξημέρωση. Σε κάποιου είδους συνύπαρξη με τους άλλους, τους υπόλοιπους. Το τέλος της πορείας που συμπίπτει με το τέλος της συλλογής βρίσκει τον Λύκο και το Εγώ της ποιήτριας να αποτελούν ένα. Μια διττή οντότητα, σκοτεινή δίπλα σε μια φωτεινή συνθήκη.

 

Παρακάτω ένα από τα ποιήματα που τράβηξαν την προσοχή μου:

 

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ ΡΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ[2]

 

Πότε θεριό πότε σκυλί ο Διγενής του νόστου

στεγνές στο στόμα του σαλεύουν προφητείες

για όλο το αίμα που κάποτε θα πνίξει

όσους λαθέψανε γυρεύοντας αναίτια τη φυγή

 

1] «Παιχνίδι με πεσσούς», στ. 10-13, σελ. 42.

[2] σελ. 36.

 

Κρις Λιβανίου

Η Λήδα και ο Κύκνος (Ιρλανδοί ποιητές του 19ου αι. και W. B. Yeats) ελληνική απόδοση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Η Λήδα και ο Κύκνος

(Ιρλανδοί ποιητές του 19ου αι. και W. B. Yeats)

ελληνική απόδοση: Μαριάννα Παπουτσοπούλου

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η Λήδα και ο Κύκνος • Fractal (fractalart.gr)

 


 

 

Η ιρλανδική ποίηση, με τις πηγές της να ανάγονται στους μύθους, τους θρύλους και την πλούσια λαϊκή παράδοση, με την αγάπη για τη φύση και τη ζωή έκδηλη στους στίχους της, ακολουθεί από τις απαρχές της ως σήμερα τις περιπέτειες ενός λαού που αγωνίστηκε για την εθνική του συνείδηση και ταυτότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λόγια λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα, που αριθμεί σημαντικούς δημιουργούς και ομαλά οδηγεί στον 20ό αιώνα, εποχή άνθισης της ιρλανδικής λογοτεχνίας. Όσο κι αν σήμερα η προσοχή στρέφεται στη σύγχρονη ιρλανδική λογοτεχνία, και περισσότερο στην ποίηση, έχει ξεχωριστή σημασία να μη λησμονηθεί ό,τι προηγήθηκε και εν πολλοίς καθόρισε το σημερινό πρόσωπο της Ιρλανδίας στα γράμματα. Έτσι, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η πρόσφατη συλλογή των ΑΩ εκδόσεων που περιλαμβάνει Ιρλανδούς ποιητές του 19ου αιώνα και κατόπιν μεταπηδά στον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της ιρλανδικής ποίησης, τον W. B. Yeats.  

Η Λήδα και ο Κύκνος, ξεκινάει με ένα ποίημα από το τέλος του 18ου αιώνα, που ανήκει στην ανώνυμη  δημοτική παράδοση («Η αγρυπνία του Φίνεγκαν»), στο οποίο προβάλλεται η οξύθυμη αλλά και γλεντζέδικη και όλο ζωντάνια ιρλανδική ψυχή που δεν ξεχωρίζει τη ζωή από τον θάνατο. Συνεχίζει με τέσσερα ποιήματα του Thomas Moore, εθνικού ποιητή και ιστορικού του 19ου αιώνα για να προχωρήσει σε ένα μακροσκελές ποίημα του εκπροσώπου του ρομαντισμού George Darley.  


Καθόλου τυχαία, φυσικά, η επιλογή της ποιήτριας/μεταφράστριας Μαριάννας Παπουτσοπούλου να αφιερώσει στον W. B. Yeats το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου (είκοσι τρία ποιήματα), καθώς, όπως μας πληροφορεί στο κατατοπιστικό εισαγωγικό της κείμενο, σχεδόν τριάντα χρόνια ασχολείται με την πλούσια λυρική του anima.


Συνεχιστής της παράδοσης ο Yeats, ωστόσο ταυτόχρονα ανανεωτής της ποίησης, χειρίζεται τον ρυθμό χωρίς να έχει ανάγκη τη ρίμα, επιλέγει την ανθρωποκεντρική θεματική του καταγράφοντας σκηνές ζωής με γνώση της φθοράς που φέρνει ο χρόνος, με κυρίαρχο τον έρωτα, χωρίς να ορρωδεί μπροστά στην αποτύπωση τολμηρών σκηνών προσφέροντας και τον εμβόλιμο σχολιασμό του για τα ήθη της εποχής του. Μια ποίηση πληρότητας τόσο σε ύφος και μορφή, όσο και σε αποτύπωση θέσεων, που δικαίως ξεχώρισε τον εικοστό αιώνα ως μία από τις σημαντικότερες (αν όχι η πιο σημαντική) παρουσία στην αγγλόφωνη ποίηση – Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1923. Διαβάζουμε ποιήματά του από τα πιο πρώιμα (1899) ως τα τελευταία του (1936-1939), γεγονός που επιτρέπει μια θεώρηση του συνολικού του έργου.

Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμο ποίημα του Yeats, και κυκλοφορεί με τη γνωστή αισθητική των ΑΩ εκδόσεων προσεγμένη ως τη λεπτομέρεια με τον τίτλο στο εξώφυλλο σε πράσινο ιρλανδέζικο χρώμα. Η εξαιρετική ελληνική απόδοση οφείλεται  στη Μαριάννα Παπουτσοπούλου, η οποία εκτός από τις μεταφράσεις της από τα γαλλικά (M. Proust,  Ch. Baudelaire) έχει ως τώρα δώσει πολλά δείγματα της αξίας της και στη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα. Οι μεταφράσεις της Παπουτσοπούλου φανερώνουν, εκτός από άριστη γνώση της ξένης γλώσσας, και την αίσθηση του ποιητικού ρυθμού του αρχικού ποιήματος (ποιήτρια άλλωστε η ίδια), τον οποίο φροντίζει πάντα να υπηρετεί πιστά στην ελληνική γλώσσα. Να επισημανθεί ότι πρόκειται για δίγλωσση έκδοση με τα ποιήματα να διαβάζονται στο πρωτότυπο και στη μετάφραση σε αντικριστές σελίδες, γεγονός που επιτρέπει την ταυτόχρονη απόλαυση του αρχικού ποιήματος αλλά και της εύστοχης ποιητικής απόδοσης.

 

Αποπάσματα

 

[…]

Ένα πρωί ο Τιμ σηκώθη πρόσβαρος

Ωσάν το φύλλο έτρεμε κι η κούτρα του βαριά

Πέφτει από τη σκαλωσιά, τσακίζει το κεφάλι του

Ευθύς τον πήραν και τον παν στο σπίτι να τον κλάψουν.

Τον τύλιξαν σε όμορφο και καθαρό σεντόνι

Και τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι τακτικά

Μ’ ένα γαλόνι ουίσκι στα ποδάρια του

Κι ένα βαρέλι πόρτο στην κορφή του

[…]

(από την «Αγρυπνία του Φίνεγκαν», Ανώνυμος (1780 κ.ε.)

*

Ποιο ζωηρό αγόρι μού ’δωσε τα πιο πολλά

Απ’ όσα πλάγιασαν μαζί μου;

Στο λέω λοιπόν πως την ψυχή μου έδωσα,

κι αγάπησα και ρήμαξα,

Αλλά πολύ το χάρηκα τ’ αγόρι

Που η σάρκα μου ερωτεύτηκε.

 

Από την αγκαλιά του ξεγλιστρώντας πως γελούσα

Νόμιζα πως το πάθος του ήταν τόσο

Που πίστευε πως του παραχωρούσα την ψυχή.

Κάθε που έσμιγαν τα σώματά μας,

Στο στήθος του γερμένη, γελούσα με τη σκέψη

Πως και θεριό σ’ άλλο θεριό το ίδιο δίνει.

[…]

(W. B. Yeats, από την «Τελευταία εξομολόγηση», Η ανεμόσκαλα…(1933), Γυναίκα νέα και γραία


Διώνη Δημητριάδου 

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

Κάθε Ταξίδι Στην Στροφή Του Φερειπείν Σαν Σκέψη Φαντασίαs Και Συχνότητας (Μια εκπομπή - κείμενο εξοικείωσης - σε συνέχειες) Του Χρήστου Νιάρου – Μελβούρνη

 

 



Κάθε Ταξίδι Στην Στροφή Του Φερειπείν
 Σαν Σκέψη Φαντασίαs Και Συχνότητας
(Μια εκπομπή - κείμενο εξοικείωσης - σε συνέχειες)

Του Χρήστου Νιάρου – Μελβούρνη



Το ταξίδι αποτελεί πράξη ελευθερίας και ανανέωσης. Το ταξίδι βρίσκεται συνεχώς στην καθημερινότητά μας. Την κινεί, την γεμίζει και της δίνει ένα νόημα. Ταξίδι, να μπει δηλαδή μια τάξη, μια σειρά στα δρώμενα της ζωής των στιγμών. Το φευγαλέο, το ιδεατό το φανταστικό, το άμεσο, το γνώριμο και το άγνωστο ζητάνε να φιλτραριστούν και να επαναπροσδιοριστούν στο αργότερα της ανάμνησης τους. Δηλαδή πού. Στο χρόνο και στο χώρο. Στο άμεσο πεδίο μας, στο κοντινό μας αλλά και στο άπιαστο και στο μακρινό εκεί υπάρχουμε. Στο εκεί δηλαδή που συνυπάρχουμε. Στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο όνειρο της που ανανεώνεται και στο φως που μας περιμένει και μας λούζει, το κάδρο και το βιβλίο της ζωής μας κοιτάει και μας ακουμπάει.



Σε κάθε πρόταση και επιφώνημα στο πλήθος που μας τραβάει στην χοάνη της συνήθειας του και των πολλών πληροφοριών που Την γεμίζουν, ( ή την πελαγώνουν ή την αφήνουν αδιάφορη ) το θέλω των διακοπών, το θέλω και το έχω ανάγκη να αλλάξω εικόνα και ήχους δεν γίνεται λυτρωτικό με το πάτημα ενός κουμπιού. Η αλλαγή περιβάλλοντος, τόπου και χρόνου γίνεται προορισμός απαραίτητος. Νοσταλγία, θύμηση και απόλαυση συμπορεύονται μαζί του. Το Τρίπτυχο συγκερασμών αντίστοιχων της αμβροσίας, του παράπονου και της στιγμής συγκατοικούν με τα μέσα σου. Κωδικοί εισόδων ή εξόδων δεν κρίνονται απαραίτητοι.



Δεν ξέρω αν η ζωή είναι ταξίδι πρώτο ή τελευταίο. Όπως και δεν γνωρίζω ποιος είναι και ο απόλυτος ορισμός τους. Αλλωστε σε γνώριμα και απάτητα μονοπάτια του νου και του σώματος πάντοτε κολυμπάμε και περπατάμε. Εκεί κάνουμε και μεροκάματα, νυχτοκάματα, πορείες και χαλαρότητες στιγμιαιές και εξακολουθητικές.Το σίγουρο είναι η αναγκαιότητα του ταξιδιού είναι μια πρόκληση. Ως περιπέτεια, ανανέωση, αφορμή, διάλειμμα στη διαδρομή του χρόνου και των εποχών μας γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι μας.



Δεν ξέρω επίσης αν είμαστε μονίμως ή παροδικά σε ταξίδι. Ενδεχομένως νάναι το όριο μας. Αλλωστε και οι διακοπές, το διάλειμμα από την επανάληψη των ωρών και των ωραρίων, μας ανανεώνει και μας συμπληρώνει. Ερχόμαστε πιο κοντά με το συμπέρασμα της πορείας μας και δηλώνουμε παρών στην στιγμή που ζούμε. Αλλά και σε κάποια άλλη τους στιγμή ξαναβρισκόμαστε όταν την διηγούμαστε και την μοιραζόμαστε την περιπέτεια και το πεπερασμένο των ταξιδιών. Παράλληλα και κάθετα υπάρχουμε με οτιδήποτε και ότι μας γεμίζει την διάθεση και τον στοχασμό μας. Το νιώθουμε πολλαπλά δηλαδή κάθε κομμάτι και μυρουδιά του ταξιδιού.



Βρισκόμαστε στης ψυχής και στου μυαλού το παρακάτω, το παραπέρα, όπως θα λεγε και λέει και ένα τραγούδι του Δημήτρη Μητροπάνου σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου. Στην χούφτα των στιγμών αλλά και των φωνών που έχουν απομείνει πιά στο χορό της αλήθειας μας και της συμπόρευση μας ξανά ορίζουμε και το όποιο περιθώριο τους. Γιατί το ταξίδι είναι στροφές με πολλές ταχύτητες και πολλές σελίδες άγραφες και ρυθμούς απάτητους όχι απαραιτήτως τραγουδιού και γραφόμενων συγκινήσεων. Χαμηλόφωνα και στην διαπασών νοικιάζουμε, αγοράζουμε, συναλλαζόμαστε, πορευόμαστε με του χρόνου την γραμματική και τις προτάσεις. Με τα ρήματα και την ακτίνα τους. Στο κύκλο και στο τετράγωνο των στιγμών, οι χάρτες τους φτιάχνουν αλλιώς τα σύνορα. Αλλά τα διπλά ρολόγια ή δύο πατρίδες όπως θα πει ο Παντελής Θαλασσινός σε στίχους της Ευγενίας Ασλανίδου, και με την παρουσία του Σωτ. Χατζημανώλη, τραγουδιστά θα υπάρχουν για να μετρούν του απείρου το κύμα και τις ρίζες των βημάτων. Οταν το σώμα κατοικεί αλλού, η καρδιά αναπνεει πιο καλά σε άλλους ουρανούς .



Στην άλλη στιγμή



Μια παλιά φωτογραφία και ένα φυλακτό, τα πιο ελάχιστα δηλαδή, δεν πάλιωσαν από του χρόνου την φθορά και την τριβή. Τα δρώμενα, στο ταξίδι της εντός πολιτείας, έχει άλλο πορτοφόλι, άλλες φλέβες, άλλον ουρανό. Ποιος τελικά έφυγε από το τόπο του και ποιος πονάει περισσότερο; Αυτοί που μείνανε ή αυτοί που φύγανε; Στροφές δρόμου που θέλουμε να χαθούμε και να επιστρέψουμε αιωρούνται μαζί μας. «Τα περασμένα καίγονται στην λησμονιά πετάνε, γίνονται αγιάτρευτες πληγές τις νύχτες και πονάνε» μας ψιθυρίζει ο Δημήτρης Ζερβουδάκης στα «Ανείπωτα». Στα χιλιάδες ανείπωτα που ζητάνε, δίψα, φωτιά και προσμονή.



Στιγμές πρωτόγνωρες… Αυτονόητες θα πρόσθετα. Μονολεκτικές σε συνεχές διάλογο ανοίγουν πανιά. Τα πρωτόλεια λόγια τους τα αγγίζουμε και τα αγκαλιάζουμε ξανά και ξανά ως κατάσταση νοσταλγίας και ολότητας. Και γίνονται σημάδια, χαρακιές στα βήματα και στις αντοχές. Στην κλεψύδρα τους και στα χωρίς λόγια της άμμου ταυτιζόμαστε, κουβεντιάζουμε, αφηνόμαστε. Τα συναισθήματα είναι εκεί και έχουν ονοματεπώνυμο, χαρακτήρα και διάρκεια. Μπορεί να ναι μια γεύση που ποθούμε. Μας κατοικεί η περιέργεια του αγνώστου. Στον επαναπροσδιορισμό του γνώριμου και οικείου αποκτούμε μια άνεση όταν μας δίνει τα κλειδιά και τα αντικλείδια του.






Συγχρόνως



Το καλώς όρισες είναι απλόχερο. Χωρίς προσχήματα και κωδικούς. Η απαραίτητη εισαγωγή. Το απαραίτητο γεφύρι. Και της Άρτας και της Πάτρας. Με ή χωρίς διόδια και το πέρασμα και η θέα συνεχίζει το δρομολόγιο του εισιτηρίου της φαντασίας και των επιρρημάτων. Σημεία των καιρών και σινιάλα εποχιακά και οι βαλίτσες. Κομμάτια του χεριού και της καρδιάς μας συντροφεύουν. Το καρτελάκι του ονόματός μας, κοντά στην κλειδαριά είναι εκεί πάντα, σε αναμονή, σε διαδρόμους ιδιωτικούς, κυρίως αλλά και σε αναμονές. Στο κάθε τους σημαίνον. Όσο τις κοιτάμε λίγο πολύ, θέλουμε να τις αδειάζουμε και να τις γεμίζουμε. Ταξίδι και βαλίτσα, των απολύτως απαραιτήτων είναι συνυφασμένα με τις εμπειρίες που κουβαλάμε που δώσαμε, πήραμε, αφήσαμε. Αυθόρμητα και ως ανάμνηση και ως ενθύμιο.



Έτσι είναι αυτά. Γίνεσαι παρών και απών στιγμιαία και εξακολουθητικά, στο χώμα, στα βιωμένα, στα απόρθητα, στα ξεχασμένα, στα καινούργια. Πάντα η έκπληξη και η επιθυμία σου κρατάει το χέρι μαζί με ένα μπουκάλι νερό. Τα απαραίτητα σύνεργα, διαβατήριο και μάτια της ψυχής, κοιτάνε μπροστά, κοιτάνε δεξιά, κοιτάνε αριστερά και δίπλα σου με τις υπόλοιπες αισθήσεις να αλληλοσυμπληρώνονται. Τα μάτια δεν χορταίνουν τις γεύσεις και το οποίο αλατοπίπερό τους. Τα μάτια που γίνονται δεκατέσσερα. Πολλαπλασιάζονται, αθροίζονται και αφαιρούνται. Τα μάτια που ζεσταίνονται και κρυώνουν και φτιάχνουν και την γεωμετρία του τοπίου ενσυναίσθηση και με φιλότιμο. Πολύ περισσότερο μέσω των γνώριμων και καινούργιων φωνών πολλαπλοί συντονισμοί βρίσκονται και στο εκεί και στο αλλού τους. Με μια λεπτότητα μεταιχμίου και συνεχούς παρόντος. Τα ρούχα στα μανταλάκια τους όπως και οι εφημερίδες πάντα θάναι εκεί . Να σε κοιτούν ,ακόμα και με τα μελτέμια και των περαστικών την αύρα .Μπαίνω στην εποχή των εικόνων. Αρχίζουν οι προσαρμογές. Ως παρατηρητής και ως κάτοικος. Για αρκετούς τα άπιαστα νέα των κοιν. Δικτύων ειναι η προέκταση τους.Οι εφημερίδες και το ξεφύλλισμα βιβλίων και περιοδικών για άλλους. Έχουν άλλη χάρη όταν μαυρίζουν τρόπο τινά τα δάχτυλα από τις ειδήσεις του χαρτιού. Σημειώνει, ερωτάται, ο Μίλαν Κούντερα «Ποιο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, ένας άνθρωπος μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημος με τον εαυτό του». Ο ίδιος ο χαρακτήρας δεν μένει ίδιος. Είναι σε μια διαρκής μεταβολή και εξέλιξη σε ένα καθρέφτισμα - πώς λέει το παιδικό τραγουδάκι, με εκείνο το καράβι το Άα Άα αταξίδευτο - και με στους τόπους αλλά και στα μαντήλια τους.



Άλλοι οι συλλαβισμοί του ταξιδιού, όταν σε συναντούν στην αλμύρα του καλοκαιριού και αλλιώς στην κλεισούρα του χειμώνα. Όλα έχουν την δικιά τους χάρη. Άλλα χαμόγελα, ντυσίματα και Αχχχ! Όλοι τους και όλα όμως έχουν την σημασία τους. Τα σημάδια που αφήνουν ή που φαντάζεσαι να αφήνουν δεν τα προσδιορίζεις με πλήρη σαφήνεια. Τα μετά της ανάμνησης, του άλλου ταξιδιού της επιστροφής, είναι αποτυπωμένα, σε ενικό και πληθυντικό φωτογραφιών. Άρχισες και αρχίζεις να θυμάσαι αλλιώς το χρόνο. Αναρωτιέσαι ήμουν εκεί; Πώς ήμουνα εκεί; Τι ένιωθα εκεί; Ποιο το εδώ μου; Τι φόραγαν οι στιγμές τότε; Πώς το λέγανε το πεζούλι εκείνο; Η θέα από το μπαλκόνι με περιμένει άραγε; Οι φωνές και οι σιωπές, με τα χιλιάδες φερειπείν πού να πήγανε; Σε ποιο λιμάνι, σε ποιο σταθμό αναχώρησης; Σε ποιο άγγιγμα; Οι βασιλικοί και οι απόντες είναι εκεί; Και οι σκέψεις ,αναςες δεν σταματούν να ταξιδεύουν. Στο αέρα, στις ράγες, στις ρόδες, στο κύμα, στα αποτυπώματα, στην μνήμη. Μονολογείς. Ναι ήταν ωραία. Ξανά μονολογείς. Θα μπορούσε και νάτανε καλύτερα. Θα μπορούσε να κράταγε πιο πολύ. Το κυνήγι της ευτυχίας, παρονομαστής και ζητούμενο πολλών δεδομένων. Οι σκέψεις νοτίζονται και, σιωπούν στα όποια συμπεράσματα. Τα λένε όλα με μίαν ανάσα που χάνεται και επιστρέφει σαν κερί, σαν σπασμός, σαν το γειά σας, σαν ρυτίδα. Ένας άλλος κόσμος ανοίγεται. Βουτάει και λιάζεται στο χρόνο της στιγμής, της μνήμης και της ανάμνησης. Μέχρι εκεί που φτάνει το όνειρο και οι δυνάμεις του, στο παρκέ και στο γήπεδο τους παίζονται τα παιγνίδια. Στον ουρανό και στην εξέδρα τους τα χειροκροτήματα αλλάζουν θέσεις. Ο ρόλος των συμβόλων στη διεργασία αυτή, δεν σταμάτησε τους συνειρμούς να ζητούν ηρεμία.



Θα μπορούσε να κράταγε πιο πολύ



Έτσι και στα ταξίδια, τις περισσότερες φορές. Στην τελική τους πτώση εικάζω, όταν κάνουν τον κύκλο τους. Δεν έκανα ταξίδια μακρινά… ταξίδεψε η καρδιά και αυτό μου φτάνει θα πει ο Γιώργος Νταλάρας σε μουσική Γιώργου Ανδρέου και λόγια από τον Παρασκευά Καρασούλο. Και όλες οι γεύσεις τους, σε πάνε μαζί με τις ρίζες των ανθρώπων, ακόμη πιο βαθιά, ακόμη και πιο πέρα. Στο παιγνίδι της κάθε στιγμής, στην αθωότητα της και στο τι είναι αυτό που μας ενώνει, μας αγγίζει μας λυτρώνει οι Πυξ Λαχ μας πηγαίνουν σε άλλες σκέψεις. Εκεί που ο χρόνος ο κοινός, τελειώνει. Αμετάκλητα τα μοναχικά μετερίζια. Γραμματοκιβώτιο που περιμένει το κατάλληλο γράμμα να το ανοίξει και να το χαρεί. Ετσι γίνεται και στο ταξείδι. Αποστολέας και παραλήπτης εναλάσσουν ρόλους. Όλοι περιμένουν. Οι Εικόνες συνεχίζουν να τρέχουν σαν παιδάκι στην παραλία. Άλλοτε γρήγορα, άλλοτε πιο αργά κυνηγώντας το άγνωστο.



Ναζιάρικα, απαιτητικά, παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό φτιάχνουν τον κόσμο.

Ακόμη και όταν κοιτάς από ψηλά, πάνω από ένα αεροπλάνο, για παράδειγμα, μοιάζει η γη με ζωγραφιά, και όλα σου φαίνονται τόσο ασήμαντα. Έτσι μας λέει ο Κ. Χατζής και η Σώτια Τσώτου. Και μας πάνε στις αλλες πολιτείες του Σταμ. Σπανουδάκη και της Ελένης Βιτάλη. Από άλλο δρόμο, από αλλο σταθμό, έρχεται η Σωτηρία Μπέλλου και ο Διονύσης Σαββόπουλος, με τα αερόπλανα τα βαπόρια και με τους φίλους τους [μας] παλιούς. Όλα εν κινήσει, στις πολλές στροφές τους αλλά και στις εκδρομές και στις ξενητιές εχουν και αποκτούν μικρές και μεγάλες συγγένειες. Και στο πηγαιμό και στον ερχομό τους η κάθε λεπτομέρεια νοτίζεται. Σηματοδοτεί δε και προεκτείνει την μέσα μας διαδρομή, είτε αυτή έρχεται από την θάλασσα, είτε από τα βουνά, είτε από το αύριο. Το να πας και μια απλή βόλτα στο φεγγάρι και στο Σείριο (που για μερικούς είναι εφικτό, σε πραγματικό χρόνο) με λίγη δόση φαντασίας, ο Μάνος Χατζιδάκης μικραίνει την λύπη των αποστάσεων. Συλλαβιστά συνεχίζουμε. Εκεί στην αγκαλιά της νύχτας, το καλοκαίρι, που λάμπει το αστέρι και το φως του μας ντύνει, ο Μίκης Θεοδωράκης μάς υπενθυμίζει ότι όταν το όνειρο σε συναντάει, το ταξιδεύεις με ψυχή και σώμα.



Σημεία εκκίνησης



Οι ώρες κοινής ησυχίας έχουν βέβαια άλλα πρωτόκολλα. Βάζεις φρένο παροδικά στα δευτερόλεπτα.



Η κοινή σιωπή, η ησυχία στην θέση της ανεφοδιάζεται για τις επόμενες εκπλήξεις των ωρών. Κρατώντας στα χέρια σου τα ξημερώματα, τα λιοπύρια, τα βήματα, την μουσική συνεχίζεις να περπατάς. Η σκηνοθεσία της αρχής και του τέλους του ταξιδιού δίνει διαρκώς παραστάσεις με πολλούς θεατές και ρόλους. Κανείς εδώ δεν τραγουδά, κανένας δεν χορεύει, ακούνε μόνο την πενιά και ο νους τους ταξιδεύει, τραγούδησε στα λόγια του Τάκη Σιμώτα ο Νίκος Παπάζογλου. Αλλά το δικό σου μπαγλαμαδάκι, κουρδισμένων και ακούρδιστων στιγμών, ανεβοκατεβαίνει σε άλλες εποχές και συχνότητες και χημείες. Το ημερολόγιο ή οι σελίδες διαβατηρίου των στιγμών γεμίζει με κοχύλια, με φωνές, με βόλτες, με αγκαλιές, με εικόνες. Δράση και αντίδραση εργαστηρίου και πειραμάτων τα παραπάνω αφήνονται στη στιγμή. Συνταγολόγια και πιάτα στο μενού, ουκ ολίγα. Όλα χάνονται και επιστρέφουν ταυτόχρονα .Το ποτήρι της καρδιάς και των στιγμιαίων τσουγκρισμάτων το αδειάζεις και το γεμίζεις για την υγεία της στιγμής. Με τα εσώψυχα έχεις και κάνεις νταραβέρι και ανοίγεις παρτίδες. Λέξεις έρχονται όταν μυρίζεις αλλιώς τον αέρα τους. Παραδείγματα. Παρενθετικά την παρτίδα… τι πατρίδες ....τι παρτίδες ...τι πατρίδα …..



Καμιά φορά οι λέξεις τι μας κάνουνε ή τι κάνουνε στις λέξεις. . Κλείνει η παρένθεση. Κλείνουν οι παρενθέσεις... Μάλλον ανοίγουν. Τα σκόρπια έρχονται σαν ψίχουλα, σαν ψιμύθια, σαν ψίθυροι. Στην ψάθα που απλώνεις στην άμμο και τα ψαροπούλια ακόμη και αυτά δίνουν παρόν. Σφυρίζουν τον δικό τους σκοπό οι λεξούλες, όταν τις κουβαλάς και στην πλάτη σου και σε πολιτειές υπαρκτές και ανύπαρκτες τις ξεφορτώνεις με χαρά.



Μαζεύω: ... οι επινοήσεις... οι μύθοι... ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Σουίφτ, ο Βερν, ο Πεσσόα, ο Καζαντζάκης, ο Ηρόδοτος, τα Υπερμάχω, ο Σολωμός, ο Εμπειρίκος, ο Ουράνης, ο Χεμινγουέυ, ο Τσάτγουιν, ο Καπισίνσκι, ο Κουγιουμτζής, ο Τσιτσάνης, η Παπαγιαννοπούλου, ο Αναγνωστάκης, το μπαλκόνι, o κυρ βοριάς, τα βουνά, το κύμα που σπαρταράει ,οι ήχοι των κινητών, το συρτάκι, το τσάμικο, τα μπλουζ, οι γειτονιές, το νερό, το φεγγάρι, η αγορά, το άγγιγμα.



Μαζεύω :.. η επαναφορά… οι εκδοχές… οι φθορές... οι όψεις εν δυνάμει και ενεργεία… όλα τα λουλούδια στο λυκαυγές ......η κουρτίνα ...το καλαμάκι ..το χαμόγελο ....όλα εδώ, όλα εκεί... Εισιτήριο ταυτότητας και ηρεμίας… Περνάνε τα χρόνια… Ερώτηματα… μια τρύπα στο νερό... κάτι κάναμε... Πού είναι το μετά τους… ποιος ρωτάει... Δύο βουτιές και δύο κουβέντες… Συνεχίζονται ολα στην επιστροφή. Πώς περνάει η ώρα! Η επιστροφή δεν γνωρίζω αν περνάει απο πού και πότε. Εχει δικό της δρομολόγιο φαντάζομαι.



Πρόσωπα και πράγματα αλληλοσυμπληρώνονται. Αποσπασματικά στα αποσιωπιτικά τους όταν οι λέξεις περνούν από κενό αέρος άντε και από καμιά λακκούβα ταρακουνιούνται κάπως τα νοήματα μέχρι την τελική επεξεργασία. Εκει και τα τζιτζίκια , οι λάχανο κεφτέδες και τα βλήτα και τα κάρβουνα και τα αηδόνια μαζί με την βρύση της πλατείας και τα σχολειά της παρεας σε καλοδέχονται.



Συλλαβιστά



Η σωτηρία της ψυχής σαν ταξιδάκι αναψυχής και όχι μόνο, χορεύει στα αυτιά μας. Οι φωνές της Άλκηστης Πρωτοψάλτη, Της Λίνας Νικολακοπούλου με τον Στ. Κραουνάκη ανοίγουν τις στιγμές αλλιώς. Η σωτηρία και η ψυχή της, ως εξομολόγηση, ως άγγιγμα, ως ευλογία συνεπικουρεί στο ταξίδι. Φανταστικό και πραγματικό το οποίο γεγονός γίνεται πρόφαση για τον κάθε κανόνα ρεαλισμού και τυπικότητας. «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για τον Νότο, δύσκολες βάρδιες κακός ύπνος και μαλάρια» συμπληρώνει στο Kuro Siwo του ο Νίκος Καββαδίας και στο πιάνο ο Θάνος Μικρούτσικος στα λιμάνια του κόσμου (και της ψυχής ) και στα χρόνια της φυγής μας διαβαίνει. Μέχρι εδω ακόμη και στο ποτάμι μας το Yarra Yarra. Γιατί η πόλη τούτη έχει τις ομορφιές και τις εναλλαγές της. Η υπενθύμιση του Κ.Π.Καβάφη αιωρείται η πόλις θα σε ακολουθεί, στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους, και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς. Όλοι ταξιδευτές. Από τόπο σε τόπο ή ακόμη και επιτόπια, μέχρι και το απέναντι τετράγωνο ενδεχομένως. Το τετράγωνο, ως όριο μη γνωριμίας, μη ανανέωσης, μη επαφής. Τα πολλά τα μη, δεν γεμίζουν ούτε με λάθη, ούτε με εμπειρίες, ούτε με λαλιές. Ό Κ. Παλαμάς μάς λέει «η φαντασία χωρίς να την βοηθούν πανιά και λαμνοκόποι κυλάει». Αυτό κάνουμε. Και μεσα στο ταξείδι είναι και η λύπη αλλά και σε ό,τι λείπει.




Καθώς ο χρόνος




Το ζητούμενο της γνωριμίας των τυχαίων συναντήσεων αλλά και όλων που σε περιμένουν ή καλύτερα μας περιμένουν, γίνεται κομμάτι αφορμής που θέλεις να το ξαναμάθεις και να το ζήσεις. Το ξανά τους δηλαδή, την χειραψία και τις παρενθέσεις τους. Ακόμη και μέσα από τις διατυπώσεις, τυπολογίες του τύπου «πόσα παίρνεις;», «περνάς καλά εκεί;» «δεν άλλαξες καθόλου», «α , δεν το συζητώ», «καλό υπόλοιπο» και «όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν» στο κάθε τι τους σε βρίσκουν προετοιμασμένο και ευχάριστα περιπλανιέσαι, στα πλαίσια της αγοράς και του χαλαρού. Με αμοιβαιότητα. Και τα φεγγάρια εκεί και τα χαλάζια εκεί βρίσκονται για να συμπληρώνουν το μωσαϊκό. Και οι πέτρες και οι αμμουδιές και οι λαλιές. Κάποιοι τόποι, κάποιοι άνθρωποι, κάποιες στιγμές κατοικοεδρεύουν στο εσαεί της μνήμης. Έχουν μια ιδιαίτερη θέση. Ακόμη και αυτοί που φύγανε, με το κερί που ανάβεις ξανάρχονται κοντά σου. Ακόμη και αυτοί που μεγαλώσανε και σε κοιτάνε και τους κοιτάς και στο δευτερόλεπτο της κουβέντας-απορίας αν «Είσαι εσύ;» τα χωρίς λόγια της απόστασής τα γκρεμίζεις εν θερμώ. Ακόμη και χιλιάδες ακόμη βηματίζουν μαζί σου και από το πουθενά σκάνε σαν κύματα στην παραλιακή της ραστώνης σου. Πάνω από σύννεφα, πάνω από θάλασσες και από στεριές ταξιδεύουν και ταξιδεύουμε μαζί τους, με τα τραγούδια τους που γίνονται προέκταση μας, όπως μας υπενθυμίζει η Δήμητρα Γαλάνη και η Χαρούλα Αλεξίου. Ρομαντικά και δωρικά πλαγιάζουν και στέκονται τα χρώματα στην αυλή των σκέψεων σου. Το άπιαστο των κυμάτων τους πλησιάζει. Το χάδι του ονείρου δεν θέλει να ξυπνήσει . Το όνειρο που γίνεται αλήθεια. Έστω, και με μικρές δοσολογίες. Αναρωτιέσαι ακόμη και όταν ο χρόνος κοντοστέκεται δίπλα σου. Να πάρει μια ανάσα. Σε ένα ξέφωτο, σε ένα παγκάκι, στρωματσάδα, σε μια άπειρη του διάσταση καταλαβαίνεις ότι το ταξίδι δεν τελείωσε. Το ταξίδι δεν άρχισε. «Σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν» θα πει ο Γιώργος Σεφέρης και θα συμπληρώσει «κείνοι που ταξιδεύουν κοιτάζουν το πανί και τα αστέρια». Κάπου εκεί φαντάζομαι θα βρίσκεται και η Ιθάκη του Αλεξανδρινού μας Κ.Π Καβάφη… Κάπου θα μας συναντήσει ο σκοπός της επιστροφής ή και το ίδιο το ταξίδι. Άλλωστε ο καθένας κάνει το δικό του βιωμένο ταξίδι οπως το αισθάνεται. Όπως του επιτρέπεται. Και όπως θέλει το βάφει. Το χρώμα και η κάθε πινελιά αναγεννά την στιγμή. Σαν φτερούγισμα. Σαν άπειρο. Όσο φτωχικό και να ’ναι παραμένει πλούσιο και χορταίνει καταλυτικά. Τύχη, ταλέντο και τόλμη θέλουν όλα αυτά κατά τον Οδυσσέα Ελύτη μας. Και μεις το εισιτήριο της φαντασίας και του ονείρου, όχι σαν προσφορά και ζήτηση, το εξαργυρώνουμε σε εκείνη της στιγμή του ταξιδιού που το χώμα, ο αέρας, η λαλιά χορεύει και μας ενώνει με τους χρόνους… Τους χθεσινούς, τους αυριανούς. Σαν εμπειρία πολύτιμη στο σακίδιο στην πλάτη μας τους κουβαλάμε. Ακόμη και στα ρούχα τους [τα πλυμένα ,τα ξηλωμενα] η μυρουδιά τους κάτι κουβαλάει. Μέσα στην ντουλάπα τακτοποιημένα σε ντύνουν στο μετά τους. Ερωτευμένα πουλιά και ψάρια, κολυμπάνε και περπατάνε στον ουρανό μας. Κάπως έτσι λέει μια άλλη στροφή τραγουδιού του Μιχάλη Γκανά σε μελωδία του Μίνωα Μάτσα… Και όλα γυρνάνε. Από το αθόρυβο τους πιάνεσαι.

Τα φερειπείν και οι εκπομπές του ταξιδιού έχουν το δικό τους ρυθμό,συχνότητα και μέτρο φαντασίας. Σε ποιο χρόνο θα σε βρει η κορυφαία τους στιγμή (αγάπης και ανάγκης παρεπιπτόντως), μέσα στις πολλές αφιξοαναχωρήσεις, εκεί ακριβώς βρίσκεις και τα λόγια και τον ιδρώτα σου. Σαν δεδομένο και ουτοπία.



Στο δε γραμματοκιβώτιο των γραπτών και εικονομηνυμάτων, ένα άρωμα τους δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε ξεχάστηκε. Αποθηκεύτηκε. Έμεινε. Φιλότιμα και υπομονετικά. Δεν σκονίστηκε από το σκόρο του χρόνου. Όταν φιλτράρονται οι στιγμές και κωπηλατούν στα ανοιχτά σε περιμένουν στην δεύτερη τους βόλτα. Να βγεις, να τα πεις πρόσωπο με πρόσωπο. Από το τέλος ξεκινάς μέχρι την αρχή. Και στα ξέφωτα και στα αλμυρά και στα γλυκά. Τα βάζεις και δίπλα δίπλα δηλαδή και τότε ο χρόνος είναι με το μέρος σου. Γίνεται παρέα μικρή και μεγάλη. Πάντοτε θα ισχύουν και όροι και προϋποθέσεις. Στα αυθόρμητα τους ενδεχομένως, όχι.

Χρήστος Νιάρος