Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Η αμοιβή της μυωπίας

του Τάσου Σ. Μάντζιου




Άνθρωπε!
είπε απόκοσμη η φωνή,
συνδαιτημόνα, εσύ, του εαυτού σου!
Άνθρωπε, μύωπα και βαρήκοε!
Στα χαμηλά αναζητάς το νόημα.
Στα ευτελή και στα φθαρτά
ψάχνεις απάντηση και ουσία.
Κοιτάς να ξεδιψάσεις σε λιμνάζοντα.
Τρύπιος είν’ ο μανδύας που φοράς,
μήπως και κρύψεις τα μεγάλα σου ελλείμματα.
Πάρε τα μάτια, από πάνω σου, άνθρωπε,
άνοιξε τη ζωή σου,
να μπαίνει μέσα ουρανός!
Να ’ρθουν να κατοικήσουν
ο έρωτας, η άδολη φιλία κι η ειλικρίνεια.
Η καλοσύνη, η χαρά και η εμπιστοσύνη.
Η ηδονή να δίνεις και να δίνεσαι.
Η ευτυχία να μοιράζεσαι.
Να μπούνε μέσα άνθρωποι.
Να κάνεις όνειρα μαζί τους.
Της ηλακάτης τους το νήμα
με το δικό σου να μπλεχτεί.
Αυτά είναι, άνθρωπε, το νόημα.
Κι είν’ η αγάπη,
η ουσία και η απάντηση.

Άνοιξ’ τα μάτια σου και κοίταξε!
Του άφρονος εγωισμού σου
σου φανερώνω την κατάληξη.
Την αμοιβή, κοίτα, της μυωπίας σου!

Και τότε, έστρεψα και κοίταξα.
Κι ήμουν σαρκίο τρεμάμενο, εγώ,
εν μέσω πνιγηρών αντικειμένων.
Και πάλι κοίταξα
κι ούτ’ έναν άνθρωπο στο πλάι μου,
να με νοιαστεί, δεν είδα…


Τάσος Σ. Μάντζιος

Μνήμη Κωστή Παλαμά






Γραμμένο το 1907 από τον Κωστή Παλαμά.
Θα μπορούσε να διαβάζεται από όλους τους κατατρεγμένους του κόσμου και να απεικονίζει κάθε φορά το δράμα ολόκληρο βάζοντας πίσω από τους στίχους του όλη την ορμή για ζωή, όσο ανέλπιδη κι αν φαίνεται.

«Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους».


(Κωστής Παλαμάς, από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»)

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017



Ευγνωμοσύνη στον Γιώργο Χειμωνά και στην
Έμιλυ Ντικινσον
(απόσπασμα)
         

της Δέσποινας Λαλά Κριστ (Despina Crist)






Ο τροχός της έκστασης

Μία κατηγορία συγγραφέων ανήκει στους ιδιοφυείς
Σαν τους μεγάλους της όπερας παρουσιάζονται σε μικρό αριθμό και σε σπάνιο χρόνο. Αυτοί οι Καλλιτέχνες προσφέρουν την εμπειρία της υπέρβασης. Μια συγκίνηση που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα αλλά σφραγίζει τη μνήμη για πάντα, αφού  παρασύρει σε πρωτόγνωρη εμπειρία και ανοίγει τους ορίζοντες σε ένα κόσμο μεγαλειώδους σημασίας.
Για να καταλάβουμε αυτήν την κατηγορία θα πρέπει  να έχουμε υπ’ όψη μας την Εκστατική Μηχανή,  η οποία αφηγείται  την πρωταρχική ιστορία της έκστασης. (Μύθος από: Οι Γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας, σελ.169) του Ρομπέρτο Καλάσσο.

Ο μύθος, σε δύο φάσεις,  έχει ως εξής:
Η νεαρή και πολύ ζωηρή Μάγισσα, με το όνομα  Iυγξ  κατασκεύαζε ερωτικά φίλτρα, για να διασκεδάσει με τις αδυναμίες των Θεών, κυρίως του Δία.  Κάποτε δημιούργησε γι’ αυτόν  ένα ποτό που πίνοντάς το ερωτεύθηκε με πάθος την Ιώ, προς μεγάλο θυμό κι αγανάκτηση της Ήρας, η οποία δεν δίστασε να τιμωρήσει την μικρή μάγισσα μεταμορφώνοντάς την  σε πουλί, που το είπαν Στραβολαίμη, γιατί στρέφει τον λαιμό με απότομες κινήσεις.
Η συνέχεια του μύθου διεξάγεται στην Κοχλίδα με τον Ιάσονα στη γνωστή μας περιπέτεια, η αναζήτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος το οποίο  ήταν το βραβείο για τον καλύτερο ποιητή). Η Μήδεια ήταν η μόνη που θα μπορούσε να τον βοηθήσει,  αλλά πώς να την πείσει; Η Αφροδίτη τον συμπόνεσε, κι έσπευσε προς βοήθειά του, γιατί ήξερε η θεά του Έρωτα  ότι μια Μάγισσα (η Μήδεια) μαγεύεται μόνο από κάτι μαγικό
Έτσι επινόησε τον Τροχό της Έκστασης.
 Πήρε μια ρόδα με τέσσερεις ακτίνες, έπιασε το πουλί Στραβολαίμη  το έδεσε πάνω στις ακτίνες, και με τα σκιρτήματα του λαιμού του  έθετε τον τροχό σε κυκλική κίνηση.
Η επινόηση του τροχού και μάλιστα από τη θεά του έρωτα, έχει μεγάλο συμβολικό νόημα. Ότι γράφεται σ’ αυτόν τον κύκλο επαναφέρεται ή επαναλαμβάνεται, καταργώντας αρχή και τέλος, δηλαδή  κατάργηση χρόνου, που σημαίνει απώλεια φόβου  θανάτου με αποτέλεσμα να προκληθεί μια ελευθερία ψυχής τόσο μεγάλη που  προκαλεί την  υπερβολική συγκίνηση. Αυτήν τη συγκίνηση αποκαλούμε έκσταση. «Πάρετε τα όλα κι αφήστε μου την Έκσταση!» λέει η ΄Εμιλυ Ντίκινσον.
Το κείμενο του ευφυούς μας δένει σ’ αυτόν τον  τροχό  (της έκστασης) και αναγκάζει το μυαλό να περιστρέφεται με ταχύτητα σε κυκλικές κινήσεις  ξένων εικόνων, μία κατάσταση που εξοστρακίζει   την αδράνεια από τον συνηθισμένο ρου των σκέψεών του,  ξεφεύγει από  τους περιορισμούς που έχει επιβάλει στον εαυτό του και φθάνει σε μέρη άγνωστα, εξωτικά, που δεν μπορεί να τα πει και να τα περιγράψει. Κι επιπλέον στη θέα του εξωτικού δεν μπορεί να θυμηθεί το κείμενο, αφού δεν έχει τις συνηθισμένες εικόνες και τάξη που μέχρι τώρα είχε μάθει να διαβάζει. Το κείμενο λιώνει, σβήνει, μέσα στη διαδικασία της ανάγνωσης κι αφήνει μόνο  το πλούσιο συναίσθημα της συγκίνησης, της έκστασης που τον ανέβασε  στη σφαίρα των υψηλών σκέψεων.
Αυτή είναι η Υπέρβαση, το σπάνιο αλλά πολύτιμο συναίσθημα.
Το πρόβλημα είναι πώς θα κατορθώσει ο Καλλιτέχνης να παρασύρει το  πνεύμα του αναγνώστη σε  κυκλική κίνηση και μάλιστα με εξαιρετική ταχύτητα.
Το μυστικό; Το μεγάλο ξάφνιασμα!
Και όπως λέει ο Γιώργος Χειμωνάς στον Γάμο:
"Αρπαχτικές αλήθειες όμως τα μάτια μου τα έσωσα και ζω με τις απέραντες εικόνες κι όπως ο θεός βλέποντας".
Δηλαδή πρέπει να δημιουργήσει μια εικονογραφημένη αλήθεια, που θα αρπάξει ο αναγνώστης με τον νου και θα τον ανεβάσει πάνω από τον εαυτό του. Από εκείνη τη σφαίρα των υψηλών σκέψεων θα δει τον εαυτό του. Θα συνειδητοποιήσει μια άλλη κατάσταση της ύπαρξής του.

Αυτές οι αρπαχτικές αλήθειες έχουν ξεσηκώσει τις δικές τους αλήθειες . Αυτές που  βρίσκονται βαθιά στο υποσυνείδητό μας, αλλά  είναι καλυμμένες από χιλιάδες μικροσκέψεις καθημερινές, προσωπικά  εμπόδια των αποκαλουμένων αξιών, και γενικά τη μίζερη σκέψη της συνήθειας. Όταν όμως ένα όνειρο, μια παράγραφος  κείμενου, ένας στίχος ποίησης φέρνει στο φως αστραφτερή αλήθεια, τότε ταράζεται η εσωτερική περιοχή που περιέχει αυτή την ίδια αλήθεια. Η ταραχή  της γνώσης στον τροχό της έκστασης ανεβάζει τον αναγνώστη στη σφαίρα των θεών, έτσι όπως πίστευαν οι αρχαίοι. Όσο κι αν προσπαθήσουμε να παραγκωνίσουμε τη γνώση, να τη λησμονήσουμε, αυτή ήδη έχει  αφήσει στον νου την αναλαμπή της επίγνωσης. Με αυτές τις αναλαμπές λειτουργεί το κείμενο στη συνείδησή του αναγνώστη.

Για τη  δημιουργία του κειμένου ο ευφυής Λογοτέχνης χρησιμοποιεί  όλα τα υλικά που διαθέτουν οι Εικαστικές Τέχνες.  Γλώσσα, Χρώμα, Νότες, ενώ παρουσιάζει τον άνθρωπο από δύο διαφορετικά σημεία. Τα μάτια του Καλλιτέχνη διακρίνουν το κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης με όλη την φόρτισή της, κι αυτός με διφορούμενες λέξεις  περιγράφει το κέντρο και την περιφέρειά του, στοχεύοντας στην αποκάλυψη της ανθρώπινης οντότητας. Μόνο η κοινή μας  ανθρώπινη ύπαρξη, τον απασχολεί . Για να το πετύχει διεισδύει στην ψυχή και επιδεικνύει μεταφορικά το αίνιγμά της. Με το μικροσκόπιο της πνευματικής του δύναμης ανακαλύπτει, αγγίζει, μεγεθύνει και φωτίζει τους φυσικούς πόλους της ψυχής -έκσταση και απελπισία, έτσι όπως την ορίζει ο Κίκεργκαρτ. "εβδομήντα λεύγες στα βαθιά του ωκεανού, χωρίς σωσίβιο". Αυτή είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα:  η διαρκής περιστροφή στον κυκλικό μονόδρομο  των συναισθημάτων του. Έκσταση - απελπισία και πάλι απ’ την αρχή...
Όταν ο άνθρωπος συλλάβει την ιδέα ότι δεν υπάρχει αρχή, δεν υπάρχει τέλος, αλλά όλα επανέρχονται και επαναλαμβάνονται, βρίσκεται εμπρός στη σπάνια γνώση: όλα έχουν συμβεί, όλα έχουν τελειώσει όλα θα ξανασυμβούν και θα ξανατελειώσουν.  Επομένως δεν υπάρχει ανάγκη φόβου ή αναμονή θανάτου, το μόνο που υπάρχει είναι η απόλαυση της ζωής. "Είναι ευδαιμονία να ζει κανείς" γιορτάζει η Έμιλυ Ντίκινσον.


Για να μεταφέρει αυτήν τη γνώση ο Καλλιτέχνης χρησιμοποιεί  τη δυναμική εικόνα κυτταρικής μνήμης, που δεν βρίσκεται στον ορατό κόσμο μας ούτε και στον τρόπο σκέψης της  ζωής μας, αλλά στον αόρατο, ο οποίος, όμως, δεν μας είναι άγνωστος, απλώς είναι παραχωμένος στο υποσυνείδητο.

Μέσα μας λογχεύουν  οι αρπαχτικές αλήθειες:
Η βαριά γνώση του θανάτου - Η συναισθηματική πληγή- απώλεια Παράδεισου αυτή η βίαιη αποκοπή απ’ το Θεό, και φυσικά το σκληρό γεγονός της απόστασης. «Πάτερ Ημών ο εν τοις ουρανοίς» (στον ουρανό - πολύ μακριά ο Θεός).
Μέσα μας παραμονεύουν τα άγρια ένστικτα της επιβίωσης και διαιώνισης του είδους μας. Το μίσος και η αγάπη, ο φθόνος και ευσπλαχνία, οι κοινωνικές αντιθέσεις με ό,τι καλό και κακό υπάρχει πάνω στη γη  και πέρα από αυτή. Αυτήν την τρομαχτική εικόνα παρουσιάζει ο Καλλιτέχνης ο οποίος πριν την περιγράψει την έχει βιώσει.
"Αφού γνώση είναι η απέραντη ερημιά της ψυχής, παραδόθηκε με μια επηρμένη ακινησία. Το σώμα του ακούμπησε ήμερο πάνω στο αιώνιο τοίχος των προσευχών. Επάνω στο αιώνιο τείχος του χάους  και αναπαύτηκε." (Γιώργος Χειμωνάς: Ο αδελφός) (αναπαύθηκε είναι και η μαγική λέξη της παραγράφου)

Ο Ιδιοφυής καλλιτέχνης διαφέρει από τους άλλους στην  ενόραση του πέραν. Έχει ρίξει τα τείχη της ασφάλειας κι έχει εμπειριστεί τον τεράστιο φόβο του κενού -το Χάος. Έχει ανακαλύψει ότι βρίσκεται στο χάος της φύσης του και σαν μικρός θεός ζει και αναγνωρίζει το μέγα νόημα, τη Θέση του ανθρώπινου γένους.

Η Γνώση - αναγνώριση δεν είναι μια ματιά  στη ζωή ενός ανθρώπου -του ήρωα- που προκαλεί απλώς  τη συναισθηματική μας συμμετοχή ή ακόμα και την πνευματική μας εγρήγορση, αλλά η παρουσίαση εννοιών που παρακινούν στο ταξίδι της αξιολόγησης της συνειδητοποίησης. Κάθε λέξη του Ευφυούς συγγραφέα παρασύρει τον αναγνώστη στην εσωτερική του οντότητα και τον αναγκάζει να κάνει όχι μόνο τη σημαντική ερώτηση  Ποιος Είμαι; Αλλά να δώσει και την απάντηση. Όπως και η Έμιλυ Ντίκινσον λέει: Ι  am out with lanterns, looking for myself. Τα ποιήματά της είναι οι λάμπες με τις οποίες ψάχνει να βρει τον εαυτό της!

Στον μικροσκοπικό φακό του συγγραφέα  ο αναγνώστης κατανόησε  το σύνολο των συναισθημάτων του, και στον περιφερειακό  φακό του συγγραφέα υψώθηκε  στο  σημείο που η οντότητα του περιλαμβάνει την Αιωνιότητα, την Αθανασία το Απόλυτο. Ο αναγνώστης αισθάνθηκε ότι είναι μέρος του αιώνιου Σύμπαντος, και αυτή η μεγαλειώδης αποκάλυψή του  μεταμόρφωσε τη  γνώση σε Σοφία.

Διότι δεν μπόρεσα να σταματήσω για τον  Θάνατο-
Καλοσυνάτα αυτός σταμάτησε για μένα-
Η Άμαξα χωρούσε μόνο Εμάς-
Και την Αθανασία……..

Από τότε- Αιώνες έχουν περάσει- κι όμως
Φαίνεται λιγότερο από μια Μέρα
Που πρώτο υπόθεσα πως των Αλόγων τα Κεφάλια
Ήταν στραμμένα προς την Αιωνιότητα-
(Οι πρώτοι δύο στίχοι: Έμιλυ Ντίκινσον)


Η επόμενη ερώτηση είναι πώς απεικονίζεται η Συγκλονιστική κατάσταση;
Ο ιδιοφυής συγγραφέας προκαλεί την κυκλική περιφορά του μυαλού με την εικόνα έκπληξη. Χρησιμοποιεί έντονα αλλά προσθέτει τ’ αντίθετα συναισθήματα στην ίδια εικόνα. Την περιβάλλει με ασάφεια, που προκαλεί τρόμο, ηδονή, διάσταση απείρου, με ύψος και βάθος πυκνών συναισθημάτων, που απαιτούν την εγρήγορση πνεύματος, και προκαλούν συγκλονιστική ταραχή. Η φιλοσοφημένη άποψη του κειμένου παρασύρει στη βαθιά προσωπική σκέψη και αναγκάζει τον αναγνώστη να επέμβει στο κείμενο. Ο καλλιτέχνης δημιουργεί ένα κείμενο  εικόνων, σαν τους πίνακες του Hieronymus Bosch,  σπασμένο και σκορπισμένο που για να γίνει τελείως αντιληπτό, πρέπει να συναρμολογηθεί. Ο εμπνευσμένος  αναγνώστης συλλαμβάνει  τα κομμάτια  με την προσωπική και κυτταρική μνήμη και τα τοποθετεί στη  θέση τους. Η εγρήγορση του πνεύματος τον μεταβάλλει σε εμπνευσμένο δημιουργό και συν-γράφει το κείμενο. Αυτή είναι και η μεγάλη προσφορά του έργου. Εμπνέει.

Εν τω μεταξύ παρασύρεται και πείθεται ότι αυτό που βλέπει δεν είναι η φαντασία του συγγραφέα, αλλά η εσωτερική ολοκληρωμένη τρομαχτική εικόνα της ζωής του  δοσμένη με τέτοιες ποιητικές εκφράσεις που απαλαίνουν τον τρόμο, και με τόσα χρώματα που ερεθίζουν  πολλά και αντίθετα σε ποιότητα ανθρώπινα  συναισθήματα. Δηλαδή ο Καλλιτέχνης αιφνιδιαστικά και με ταχύτητα κινείται ανάμεσα στο συναίσθημα,  στο πνεύμα, την αισθητική  με φορά πάντα κυκλική. Το πόρισμα του κειμένου είναι μεγαλύτερο και ισχυρότερο  από τη δυνατότητα του αναγνώστη που καταβάλει εγκεφαλικές προσπάθειες προς τις κατευθυνόμενες κυκλικές κινήσεις με ταχύτητα ρεκόρ. Αυτές προκαλούν την αίσθηση πρωτόγνωρης συγκίνησης που τον βυθίζουν  μέσα του, όπου για πρώτη φορά αντικρίζει την προσωπική γνώση του υποσυνειδήτου του. Το πνεύμα του αφυπνίζεται και αντιλαμβάνεται  πόσο περίπλοκη είναι η ψυχή του ανθρώπου,  πόσο μεγαλοπρεπής η Ύπαρξή του, κι ακόμα νοιώθει αυτό που ο Έμερσον λέει «Είμαι τίποτα. Νοιώθω τα ρεύματα της κοσμικής οντότητας να με διαπερνούν. Είμαι μέρος της ύπαρξης του Θεού». Ο  Έμερσον κατεβάζει τον Θεό από τον ουρανό, Τον φέρνει μέσα μας (βουδιστική άποψη Θεού).
Γκρεμίστηκε το τείχος της καθημερινής συνηθισμένης σκέψης, συνέλαβε το ολόκληρο κατάλαβε την ουσία της ζωής, τη θέση του στο σύμπαν. Τώρα γνωρίζει πως: Ζωή είναι μια καταπληκτική, συγκλονιστική  πορεία προς το άπειρο. Απαλλάχτηκε από τα τείχη του προσωπικού του εγκλωβισμού.

Λέει ο Jung, "όταν όλα τα υποστηρίγματα γκρεμισθούν και δεν υπάρχει η παραμικρή ελπίδα ασφάλειας… τότε υπάρχει η πιθανότητα να αισθανθούμε την εμπειρία του αρχέτυπου που μέχρι τώρα μας κρυβόταν… το αρχέτυπο της έννοιας".
Αυτό λέει και ο Καζαντζάκης με απλά λόγια  "Δεν Ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, Είμαι ελεύθερος". Και η Έμιλυ Ντίκινσον λέει. "Όταν ήλπιζα, φοβόμουν" (J.# 1181)

Η πραγματική ουσία της ζωής  που ο ιδιοφυής καλλιτέχνης  προσφέρει είναι η μετάβαση από τη γνώση στη Σοφία Ύπαρξης! 
Σοφία σημαίνει Έκσταση ζωής με απόλυτη αποδοχή στη φύση των πραγμάτων, στη ροή της φύσης μας ο μονόδρομος της ζωής μας. Από τη Ζωή στον Θάνατο! "Από το άγνωστο ήρθαμε  και πάλι εκεί θα πάμε". ( Ξωτικό -Δέσποινα Λαλά Κριστ). Εκεί θα μας εμπιστευθούν το μυστικό και τότε σαν τον Χειμωνά θα πούμε: "Ποιος αξιώθηκε ποτέ να δει όπως εγώ μέλλον στον θάνατό του;" (Εχθρός του Ποιητή). Αυτή η έννοια δεν έχει γλώσσα να την πεις. Η γνώση είναι ανείπωτη, δεν μεταφέρεται με λέξεις, αλλά με εικόνες που προκαλούν αίσθηση της οντολογικής ανθρώπινης κατάστασης, αφού η πραγματική γνώση είναι Αντίληψη με Σοφία.

Δέσποινα Λαλά Κριστ


"Σημειωματάριο" του Γρηγόρη Σακαλή

Σημειωματάριο

του Γρηγόρη Σακαλή



Σ’ ένα μπλοκάκι χάρτινο
στις λιγοστές σελίδες
ζουν κι αναπνέουν
τα όνειρά του
ό,τι ποθεί
κι ό,τι γυρεύει
φωλιάζει εκεί
για τους ανθρώπους
τη ζωή
σε μιαν άκρη
βάζει τον εαυτό του
ποτέ του δεν ζήτησε
πρωτιές, αρχηγιλίκια
τους ανθρώπους
για αδέρφια του πάντα θωρούσε
όσο κι αν η ζωή
του έδωσε χαστούκια
αυτός μέσ’ στο μπλοκάκι του
πλάθει στις λευκές σελίδες
συλλογικά όνειρα.

Γρηγόρης Σακαλής

(η φωτογραφία του Βασίλη Ταγκούλη)


Κριτικά σημειώματα


«Η ζωή που δεν έζησαν»
Δεκατέσσερις μικρές ιστορίες γυναικών

του Σταύρου Τσαγκαράκη

από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης






Μια ενδιαφέρουσα κατάθεση της αντρικής ματιάς στις ιστορίες των γυναικών. Αυτών που αλλιώς θέλαν τη ζωή τους και αλλιώς κατέληξαν να τη ζουν. Είτε από δική τους αδυναμία είτε από τη δυναστική παρουσία της κυρίαρχης αντίληψης για τον ρόλο της γυναίκας που σκίασε τις επιθυμίες τους. Η πρώτη ιστορία (Η ζωή που δεν έζησε… ) δίνει το κατάλληλο πλαίσιο για να κινηθούν οι υπόλοιπες δεκατρείς, οι περισσότερες με το γυναικείο όνομα στον τίτλο. Κάθε μια ιστορία διαφορετική, το φόντο όμως ίδιο. Πίσω ακόμα και από το επιφανειακό γέλιο κρύβεται η θλίψη του ανεκπλήρωτου. Ζωές σπαταλημένες, χαμένες.


[…] Αυτό το έλεγε για να απαλύνει τη μοναξιά, τη στενοχώρια της, το πνίξιμο...
Αλλά μέσα της τρωγότανε, πόναγε η ψυχή της.
Οι επιθυμίες του σώματος την βασάνιζαν, οι ασυγκράτητες ορμές του την έκαναν να τρέμει,
την άφηναν ξάγρυπνη νύχτες και νύχτες. Έκανε υπομονή.
Θα τελειώσουν όλα, όταν σπουδάσω και ύστερα βρω δουλειά. Όλα θα περάσουν.
Και φίλες θα βρω και τον έρωτα θα γνωρίσω και τις ηδονές που χαρίζει θα απολαύσω.
Έκανε σχέδια... [...]

(Η ζωή που δεν έζησε)


Συνήθως βλέπουμε τη γυναικεία γραφή να ασχολείται με το θέμα αυτό. Και μόνο, λοιπόν, το γεγονός ότι εδώ έχουμε το πώς εισπράττεται αυτή η εικόνα της προδομένης ζωής από έναν άντρα, συνιστά μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Οι περισσότερες ιστορίες αποδεικνύουν ότι η ματιά μπορεί να είναι διαφορετική αλλά η τέχνη της παρατήρησης (ίδιον των συγγραφέων) κατορθώνει να δει την αλήθεια. Ίσως σε κάποιες να εγείρεται η ένσταση ότι δεν φθάνει μέχρι το κόκαλο η ανατομία, γεγονός όμως που εύκολα συγχωρείται.  Πρόκειται για μια διαφορετική οπτική, που το φύλο την καθορίζει σε μεγάλο βαθμό. Η γυναικεία ματιά αναπόφευκτα θα εισχωρεί βαθύτερα. Ωστόσο, το εγχείρημα καταλήγει ενδιαφέρον, η γραφή μέσα στην απλότητά της αξιέπαινη.




Ο Σταύρος Τσαγκαράκης δίνει με απολύτως προσωπικό τόνο ένα θέμα που θα πρέπει να θεωρείται ανοιχτό στις προοδευτικές κοινωνίες, εφόσον κάτω από την επιφανειακή αποδοχή του ρόλου της γυναίκας αφήνουν το στίγμα τους οι αναχρονιστικές νοοτροπίες. Τελικά, πού θα πρέπει να εστιάζεται η έννοια της προόδου; Αν το κλειδί κρύβεται στη νοοτροπία που αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς τα στερεότυπά της, τότε δυστυχώς έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε. Κάτω από αυτό το πρίσμα, κάθε απόπειρα να βγει στην επιφάνεια η αλήθεια των καταστάσεων είναι αξιοπρόσεκτη. Και εδώ έχουμε μια από τις πιο ειλικρινείς αυτές απόπειρες.

Από τις δεκατέσσερις αυτές ιστορίες, αν πρέπει να ξεχωρίσω μία, αυτή θα είναι η τελευταία, η Φανή. Για την πραγματική εικόνα που καταφέρνει να αποδώσει η γραφή αλλά και για την άποψη που εκφέρει ο συγγραφέας. Μια αλήθεια ξεκάθαρη.


[…] Γονατίζει βουβά και καθαρίζει σιωπηλά κάθε λεκέ ή βρωμιά που βρίσκει στον δρόμο της. «Η δουλειά δεν είναι ντροπή», της λένε συχνά οι φίλες της, όταν τους μιλάει για το μαρτύριό της.
«Ναι, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», απαντάει αμέσως εκείνη. «Ντροπή όμως είναι το άδικο και η φτώχεια και η στέρηση που σκοτώνουν την ψυχή μας».

(Η Φανή)

Οι δεκατέσσερις μικρές ιστορίες αυτών των γυναικών, δυστυχώς αντιπροσωπευτικές για πολλές άλλες όμοιες, αξίζει να διαβαστούν. Από τις γυναίκες που σ’ αυτές θα αναγνωρίσουν κάποιες σκοτεινές γωνίες της προσωπικής τους ζωής. Από τους άντρες που μέσα από το ξάφνιασμά τους θα αποκομίσουν την άλλη οπτική, μια σύντομη όψη της άλλης όχθης. Αλλά και από όποιον αναζητά τη λογοτεχνία που με τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων προσφέρει την προνομιούχο θέα στον κόσμο που μας περιβάλλει.

 
Ένα σχόλιο για την εικαστική συμμετοχή της Φωτεινής Χαμιδιελή στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του βιβλίου. Οι γυναικείες μορφές κοιτάζουν τη ζωή τους, είτε σε καθρέφτη, που ενσωματώνει και την αντρική φιγούρα, είτε στην εικόνα τους που εμπεριέχει μόνο γυναικείες φιγούρες συμπάσχουσες.



 Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

«Απροσποίητα»


της Ντίνας Γεωργαντοπούλου

από τις εκδόσεις Vakxikon







Η ποίηση σε πρώτο πρόσωπο


[…]
Σήμερα, σε πρώτο πρόσωπο αποφασίζω να παραμείνω
γυναίκα των επιθέτων
ντροπαλή, μελαγχολική και αβέβαιη.

Απηχεί ωριμότητα η απόφαση να μιλήσεις σε πρώτο πρόσωπο, αφήνοντας το άλλοθι που σε καλύπτει πίσω από ένα άλλο πρόσωπο (μοναχικό ή όχι αδιάφορο), καταθέτοντας ψήγματα του εαυτού σου έτσι απροσποίητα – όπως δηλώνει και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής. Γιατί η αληθινή ποίηση μόνο ως απροσποίητος λόγος μπορεί να σταθεί. Τα ποικιλόσχημα στολίδια αποκαλύπτουν την ποιητική ανεπάρκεια, ενώ η ειλικρίνεια της γραφής αποδίδει στον αναγνώστη τον ποιητή ακέραιο.


Η θεματική μιας ποιητικής συλλογής είναι ένα από τα ζητούμενα, νομίζω, μέσα στην πληθώρα των ποιητικών καταθέσεων. Διαβάζουμε συλλογές και αδυνατούμε να βρούμε τον κοινό τόπο συνάντησης των στίχων. Κι όμως, η συστέγαση των ποιημάτων κάτω από έναν κοινό τίτλο δεν συνεπάγεται και την ελάχιστη έστω νοηματική τους συγγένεια. Ούτε ισχύει αυτό που ισχυρίζονται κάποιοι, ότι ίσως το ύφος αποτελεί τη δικαιολογία της συνύπαρξης. Το ύφος ενός ποιητή είναι το υπόστρωμα (και όχι βέβαια μόνο το «φαίνεσθαι») για την έκφραση. Το θέμα όμως του ποιήματος έχει αλλού τις αφορμές του. Σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Τι είναι αυτό που παρακινεί τον ποιητή να εκφραστεί; Η αρχική του συγκίνηση από πού ξεχειλίζει;


Η παραπάνω σκέψη έρχεται αυθόρμητα από την πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων της Ντίνας Γεωργάντοπούλου. Η ποίησή της επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον χώρο του έρωτα και της αγάπης. Μοιάζει να απευθύνει τον λόγο προς το ερώμενον πρόσωπο, πότε ως εκδοχή του απόλυτου έρωτα και πότε υπό το πρίσμα της κατασταλαγμένης αγάπης. Η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας τους στίχους της είναι ότι  αυτή ακριβώς η αγάπη μπορεί να μοιραστεί, ακόμα κι αν το μόνο που δύναται είναι το ελάχιστο περίσσευμά της - πολύτιμο όμως για κάποιους.

[…]
Έχω εξασφαλίσει την παρουσία σου
κομμένα λουλούδια που μπορώ να τα κάνω ό,τι θέλω.
Παρατηρώ πως τελικά τα μαδάς μόνος και πετάς τα πέταλα
και, Θεέ μου, υπάρχουν τόσοι μοναχικοί που τρέχουν
να πάρουν από ένα.

Η σχέση, λοιπόν, με το άλλο πρόσωπο, αυτό που σε παρακινεί να μιλήσεις, να δημιουργήσεις, να ζήσεις. Ναι, θα μπορούσε αυτό να είναι ο συνδετικός ιστός των ποιημάτων. Αρκεί να δειχθεί ότι η αντιμετώπιση του ερωτικού στοιχείου δεν έχει έναν ανούσιο λυρισμό και έναν αδιέξοδο ρομαντισμό, αλλά ίσα ίσα έχει σώμα γήινο, αληθινό και ζωντανό που πάλλεται από τους χυμούς του. Ακόμα κι αν ο έρωτας είναι βαθιά χαραγμένος στη μνήμη, αναμένοντας τη νέα αίσθηση της παρουσίας του.

Περιμένω.
Δε μιλώ.
Δεν αγγίζω.
Περιμένω τη βροχή.
Μια γραμμή κόκκινη
σχεδόν / πολύ.
Νύχτα ορίζεται.
Στερούμαι.
Κοιταζόμαστε στα μάτια
έρωτας / θάνατος.
Στερούμαι
την πιθανότητα αλήθειας.
Θυμάμαι να νιώσω.
Περιμένω.

Αλλά και η αγάπη, παντοδύναμη, έρχεται να καλύψει όλη τη φυγή, την απουσία των πιο σωματικών συναισθημάτων. Είναι η άλλη εκδοχή της συνύπαρξης με το έτερο διαφορετικό. Η βαθιά γνώση των αισθημάτων αποδεικνύεται σοφή. Βυθίζεσαι στον έρωτα και αναδύεσαι στην αγάπη.

[…]
Καμιά σιωπή δεν θα είναι άηχη
καμιά σκιά δεν θα τρομάζει το παρόν.
Δεν θα υπάρχει αναμονή στα κόκκινα παπούτσια
θα είναι τα παλιά, μα θα ’ναι υπέροχα καθώς χορεύω.
Οι χαρταετοί μου θα πετούν ψηλά, πολύ ψηλά.
Τίποτα δεν θα μπορεί να σταματήσει την αγάπη μου.

Η ποίηση της Ντίνας Γεωργαντοπούλου, όπως κάθε δημιουργία που εστιάζει στο απολύτως προσωπικό εσωτερικό τοπίο, βρίσκει τον δρόμο της για τον αναγνώστη. Με την ευθύβολη γλώσσα τον συναντά, στο σημείο εκείνο που νιώθεται ο κοινός τόπος. Άλλωστε το πεδίο όπου σχολιάζεται ο έρωτας αλλά και η αγάπη είναι προσφιλής τόπος, και ο υποψιασμένος αναγνώστης της ποίησης γνωρίζει πώς να πλησιάσει τον στίχο για να βρει την ψυχή του ποιητικού λόγου. Σ’ αυτόν τον χώρο δεν χάνεσαι. Όπως λέει και η ποιήτρια:

δεν έχω ρίξει σπόρους για τον γυρισμό
μα έχω κρατήσει το φως που πέφτει πάνω στις πέτρες
που μοιάζει με σκουριά το λιόγερμα και είναι αρκετό

Ίσως το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της ποίησης να είναι αυτή η αυθόρμητη εναλλαγή του λυρικού ύφους με το απολύτως ρεαλιστικό. Η αιφνίδια μεταπήδηση από την απογείωση στην προσγείωση.

Η απόσταση θυμίζει καλοκαίρι που φεύγει.
Ίσως του χρόνου η επιστροφή να βρει
το θαμμένο ρολόι στην άμμο σε λειτουργία
κι ένα παράπονο στα καστανοκόκκινα φύλλα.
Θα δοθεί παράταση στον διαγωνισμό
του πιο καλοφτιαγμένου κόμπου στις συσκευασίες
με ένδειξη «ιδιοχείρως».

Αυτή η ισορροπία που επιτυγχάνεται, διασώζει την ποίηση από λυρικά ολισθήματα, που ποτέ δεν της βγήκαν σε καλό. Και καταδεικνύει την ώριμη ποιητική φωνή που ξέρει να αποφεύγει τις κακοτοπιές της εύκολης γραφής. Γιατί, να το πούμε κι αυτό, δεν έχει τελικά τόση  σημασία το θέμα της ποίησης ούτε ο διαχωρισμός των ποιημάτων σε σχέση με αυτό. Ο αληθινός λόγος έχει βαθιά τη γνώση της αξίας του ελάχιστου σημαντικού, που εκφέρεται με λιτό και γήινο τρόπο, και μετράει πολύ σοφά το σωματικό του εκτόπισμα. Έτσι γράφεται ποίηση δυνατή, ένα αξιοπρόσεκτο δείγμα της οποίας έχουμε εδώ.

Ένα τελευταίο σχόλιο νομίζω αξίζει στην εικαστική συμμετοχή του Νίκου Χρυσανθόπουλου, που με το σκίτσο του στους τόνους του γκρίζου στο εξώφυλλο υπογραμμίζει τα σκοτεινά τοπία του έρωτα. Απλά, χαμηλόφωνα και υποφωτισμένα, ικανά να οδηγήσουν στις πιο μυστικές καταβυθίσεις.

Διώνη Δημητριάδου

 (η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Book tour Μια κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Απροσποίητα» της Ντίνας Γεωργαντοπούλου από τις εκδόσεις Vakxikon

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-stin-poiitiki-syllogi-aprospoiita-tis-ntinas-georgantopoyloy-apo-tis-ekdoseis-vakxikon/







          Τρόποι

           του Δημήτρη Μπούκουρα




                    Όταν  δεν έπιασε το μαχαίρι και το πιρούνι
                    να φάει… «καθώς πρέπει»,
κανείς δεν το σχολίασε.
                    Μα αργότερα -σαν έφυγε- όλοι γι’ αυτόν μιλούσαν.

                    Τους τρόπους, που μια κενή ιεροτελεστία
                    τους υπαγορεύει,
                    ο άνθρωπος τους όρισε
                     και τους χρησιμοποιεί,
                     όταν είναι ευτυχισμένος.

Τι να τους κάνεις τους καλούς τους τρόπους,
 όταν στη δυστυχία ζεις;
Ποιοι είν’ οι τρόποι
που την πείνα θα συντροφεύσουν,
όταν καμία ευκαιρία δεν υπάρχει;
Μα, κι αν η ευκαιρία έρθει,
τότες το πιάτο που σου φέρνουν
είναι η ευτυχία η έκτακτη.
Τους τρόπους να σκεφτείς δεν προλαβαίνεις…

«Κανείς δεν το σχολίασε,
μα αργότερα -σαν έφυγε- όλοι γι αυτόν μιλούσαν»…

Σε τι στους άλλους εχρησίμευσαν οι τρόποι;
Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτούς,
κι εκεί που πήγαν δεν πεινάνε.
Όλοι μιλούν για τον άλλον,
που ίσως τούτη την στιγμή
σε κάποια γωνιά να βρίσκεται
και να πεινάει…

Δημήτρης Μπούκουρας


(αθηναϊκή φωτογραφία του Enri Canaj)

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Τό βαθύ μπλέ τῆς ἀγάπης

ποίημα του π. Σταύρου Τρικαλιώτη





Ὅταν ξάνοιγε ὁ καιρός
ἔπαιρνα τό πινέλο
καί ζωγράφιζα
τά παντζούρια
καί τίς ψηλές πόρτες
μέ τούς φεγγίτες
μέ αὐτό τό βαθύ μπλέ
τῆς ἀγάπης.
Τό πρωινά
τρύπωνε ὁ ἥλιος
μέσα ἀπό τά πλατανόφυλλα
καί τίς πευκοβελόνες
καί χόρευε εὔθυμους χορούς
πάνω στά ἀσβεστωμένα πεζούλια.
Ὁ σγουρόφυλλος βασιλικός
ξεχνιόταν κάπου κάπου
κι ἔπιανε κουβέντα τρελή
μέ τίς μεθυστικές γαρυφαλιές
καί τή φτέρη.
Ὅταν ἀργά τό ἀπόγευμα
σχόλαγε ἡ Μαίρη
ἀπό τό ἐργοστάσιο
μᾶς γέμιζε τίς χοῦφτες
μέ καραμέλες
καί σοκολατάκια
κι ἔτρεχε νά ζωγραφίσει
πάνω σέ μαῦρα χαρτόνια
τόν δικό της
παράδεισο.
Κι ἄν καμμιά φορά
λέγαμε καί καμμιά
κουβέντα παραπάνω
τήν ἔπαιρνε τό δροσάτο ἀεράκι
καί τήν ἔκανε
μελωδικό τραγούδι
πού μᾶς συντρόφευε
στόν βραδυνό μας ὕπνο.
Ἡ μικρή μας γειτονιά
χάθηκε πλέον
τό σπίτι γκρεμίστηκε
ὁ ἥλιος δέν περνάει
τά πρωινά.
Ἐμεῖς μεγαλώσαμε
καί σκορπίσαμε.
Πού καί πού ὅμως
θυμόμαστε
αὐτό τό βαθύ μπλέ
τῆς ἀγάπης
καί μᾶς πιάνουν κάτι
ἀλλόκοτοι λυγμοί
λές κι εἴμαστε
ἀκόμη μικρά παιδιά.

π. Σταύρος  Τρικαλιώτης
24 / 02 / 2017


(πίνακας του Albert Edelfed)