Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016


"Λέξεις δυνατές"


Η δυνατή ποίηση μπορεί να μιλάει χωρίς να ενδιαφέρεται για το πότε και το πού. Η ψυχή της κάθε λέξης πάλλεται σε κάθε νέα αφορμή.


"

...δεν ξέρω πολλὰ πράγματα απὸ σπίτια
ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.
Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρὰ
που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσια του ήλιου,
κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ και πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στη μέρα
όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν,
ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισματώνουν
μ᾿ εκείνους που έμειναν μ᾿ εκείνους που έφυγαν
μ᾿ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν
ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο..."


(Γιώργος Σεφέρης, "Το σπίτι κοντά στη θάλασσα")
«Οι τολμηροί»



Σας βλέπω να στρίβετε από τη γωνία, να ανοίγετε λίγο το παράθυρο, να μου κουνάτε το χέρι από μακριά, σημάδι αναγνώρισης παλιών εικόνων. Είστε λίγο πιο γυρτοί, λίγο πιο γκρίζοι, μ’ ένα χαμόγελο συγκατάβασης μπροστά στον χρόνο που λειαίνει τη σκληράδα του προσώπου και αφήνει λίγο πιο ελεύθερη τη σκέψη. Θέλω να σας πω πως είμαι ακόμη εδώ, στο πλάι σας, με μια ίδια ματιά στις πίσω μας σελίδες. Όπως τότε που κατηφορίζαμε μαζί τον χωματόδρομο, που σκαρφαλώναμε -οι πιο τολμηροί- τη μάντρα για να κόψουμε τα άγουρα αμύγδαλα. Ως είναι αναμενόμενο, η αμυγδαλιά είναι ακόμη εκεί. Για κάποια άλλα παιδιά, που ψάχνουν ίσως πρόωρες αποδράσεις.
Όσο για μας, ας επιμένουμε να ζούμε στην ίδια γειτονιά και στους ίδιους δρόμους να κάνουμε αργά το απόγευμα την επιβαλλομένη άσκηση. Και ας ευχόμαστε να υπάρχουν για πολύ ακόμη χέρια που να μας γνέφουν, παράθυρα που να μας καλησπερίζουν και αμυγδαλιές για παράτολμες επιχειρήσεις. Η τόλμη ίσως τελικά να είναι απότοκο και της σοφής ηλικίας. Αυτή κι αν χρήζει θαρραλέων αποφάσεων.


Διώνη Δημητριάδου

(εικόνα: "τρία παιδιά του Richard Arkwright με χαρταετό", Joseph of Derby, 1791)
 "Με ανοιχτά βιβλία" 

ο Ιωάννης Ν. Βουδούρης εξηγεί
"Πώς φθάσαμε στα σημερινά ημερολόγια και στην 29η Φεβρουαρίου"






Ρωμαϊκό ημερολόγιο

«Παππούς» των σημερινών ημερολογίων ελληνικής πολιτείας και εκκλησίας είναι το Ρωμαϊκό ημερολόγιο.
Ως ιδρυτής του αναφέρεται ο μυθικός βασιλιάς της Ρώμης Numa Pompilius το 700 π.Χ., που σύμφωνα με τον θρύλο είχε εισαγάγει νέα νομοθεσία στη Ρώμη για την οποία τον είχε βοηθήσει ως σύμβουλός του η νύμφη, και μετέπειτα σύζυγος του Ηγερία.Κατά την παράδοση, η μακρά και ειρηνική βασιλεία του θεωρήθηκε αργότερα ένα είδος Χρυσού Αιώνα. Το ημερολόγιο του Numa υπέστη αρκετές αλλαγές. Τελικά, είχε 12 κανονικούς μήνες με 355 συνολικά ημέρες και 1 μήνα γνωστό ως «εμβόλιμο μήνα» του οποίου η διάρκεια ήταν άλλοτε 22 και άλλοτε 23 ημέρες και έμπαινε στο ημερολόγιο κάθε 2 έτη μετά τον Φεβρουάριο. Το Ρωμαϊκό ημερολόγιο κυριάρχησε σε όλο σχεδόν τον γνωστό κόσμο όταν η Ρώμη έγινε κοσμοκράτειρα.   

Ιουλιανό ημερολόγιο

Την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα στο Ρωμαϊκό ημερολόγιο είχαν πια συσσωρευτεί πολλά προβλήματα. Έτσι ο Σωσιγένης, Έλληνας αστρονόμος από την Αλεξάνδρεια, πήρε εντολή από τον Ιούλιο Καίσαρα να δημιουργήσει νέο ημερολόγιο που ονομάστηκε Ιουλιανό και αποτελούσε μεταρρύθμιση του Ρωμαϊκού ημερολογίου. Το έτος 46 π.Χ ορίστηκε να έχει 445 ημέρες για να καλυφθούν αυτές που είχαν χαθεί από τους λανθασμένους υπολογισμούς των 7 προηγούμενων αιώνων. Το Ιουλιανό ημερολόγιο άρχισε να ισχύει το επόμενο έτος, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του 45 π.Χ., και δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις μέχρι να πάρει την τελική του μορφή το 8 μ.Χ.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο αυτό, κάθε έτος είχε 365 ημέρες με εξαίρεση κάθε τέταρτο έτος που είχε 366 ημέρες. Αρχικά η επιπλέον ημέρα έμπαινε μετά την 23η Φεβρουαρίου. Έτσι η 24η Φεβρουαρίου, που ήταν η έκτη ημέρα προ των καλενδών (= πρωτομηνιά) του Μαρτίου, μετριόταν και δεύτερη φορά και ονομάζονταν «bis sextus» δηλαδή δεύτερη φορά η έκτη. Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μέχρι και σήμερα και η επιπλέον ημέρα ονομάζεται «δίσεκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο». Από παρανόηση έγινε σύγχυση μεταξύ της λέξης «δίσεκτο» και της ομόηχης αλλά λανθασμένης λέξης «δύσεκτο» και έτσι κάποιοι πιστεύουν ότι τα δίσεκτα έτη φέρνουν δυστυχία! Αργότερα η δίσεκτη ημέρα τοποθετήθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου.
Για τα μετά Χριστό έτη, το Ιουλιανό ημερολόγιο ορίζει ως δίσεκτα αυτά που διαιρούνται ακριβώς με το 4.
Διατηρήθηκαν από το Ρωμαϊκό ημερολόγιο τα ονόματα των μηνών με εξαίρεση τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο των οποίων οι παλαιότερες ονομασίες άλλαξαν για να τιμηθούν ο Ιούλιος Καίσαρας και ο Οκταβιανός Αύγουστος.
Οι ημέρες στο ημερολόγιο αυτό θεωρούνται ότι αρχίζουν τα μεσάνυχτα.
Το Ιουλιανό ημερολόγιο καθιερώθηκε στη Χριστιανική Εκκλησία από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο που συνεκλήθη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας.
Μειονέκτημα του Ιουλιανού ημερολογίου:
Επειδή σε κάθε τετράδα ετών τρία έτη έχουν 365 ημέρες και ένα έτος 366 ημέρες, προκύπτει ότι το μέσο έτος στο Ιουλιανό ημερολόγιο είναι 365,25 ημέρες. Αλλά στην πραγματικότητα το έτος έχει περίπου 365,2422 ημέρες, δηλαδή το μέσο Ιουλιανό έτος είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά περίπου 0,0078 ημέρες. Αυτό έχει ως συνέπεια το Ιουλιανό ημερολόγιο να «τρέχει» πιο αργά από το πραγματικό, δηλαδή να καθυστερεί ως προς το πραγματικό κάθε έτος κατά 11 λεπτά και 14 περίπου δευτερόλεπτα. Η καθυστέρηση αυτή φθάνει τη μία ημέρα κάθε σχεδόν 128 έτη.

Γρηγοριανό ημερολόγιο

Το λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου έφθασε τις 10 ημέρες κατά τον 16ο αιώνα μ.Χ.. Έτσι το 1582 η εαρινή ισημερία, που κανονικά είναι 21 Μαρτίου, γινόταν 11 Μαρτίου. Μπροστά στον κίνδυνο να φθάσει να εορτάζονται τα Χριστούγεννα φθινόπωρο και το Πάσχα χειμώνα (!), ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος ΙΓ΄ καθιέρωσε το λεγόμενο Γρηγοριανό ημερολόγιο που δημιουργήθηκε από τους αστρονόμους Λουίτζι Λίλιο και Χριστόφορο Κλάβιους. Για να διορθωθεί το σφάλμα που είχε ήδη ενσωματωθεί στη μέτρηση του χρόνου κατά τη διάρκεια των περίπου 13 αιώνων από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, χρειάστηκε να διαγραφούν 10 ημέρες από το έτος 1582 (5 ως και 14 Οκτωβρίου). Η τελευταία ημέρα του Ιουλιανού ημερολογίου ήταν η 4η Οκτωβρίου 1582 και η αμέσως επόμενη, και πρώτη του Γρηγοριανού ήταν η 15η Οκτωβρίου 1582.
Το Γρηγοριανό ημερολόγιο δέχεται και αυτό τα έτη να έχουν 365 ημέρες το καθένα εκτός από τα έτη που διαιρούνται ακριβώς με το 4 τα οποία έχουν 366 ημέρες. Διαφέρει ως προς το Ιουλιανό στο ότι δεν θεωρεί δίσεκτα έτη εκείνα που εκφράζουν αιώνες και που ο αριθμός των αιώνων δεν διαιρείται ακριβώς με το 4. Δηλαδή δεν είναι δίσεκτα τα έτη 1700, 1800, 1900, 2100, 2200, 2300,… Αντίθετα είναι δίσεκτα τα έτη 1600, 2000, 2400, 2800,… Η επιπλέον ημέρα στα δίσεκτα έτη μπαίνει στο τέλος Φεβρουαρίου, είναι η 29η Φεβρουαρίου.
Το μέσο έτος στο Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι 365,2425 ημέρες, άρα και στο Γρηγοριανό υπάρχει λάθος αλλά πολύ μικρότερο του λάθους του Ιουλιανού ημερολογίου.
Σε όσες δυτικοευρωπαϊκές χώρες ο καθολικισμός ήταν ισχυρός (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), το Γρηγοριανό ημερολόγιο εφαρμόστηκε αμέσως, ενώ στις υπόλοιπες αργότερα. Στις ανατολικοευρωπαϊκές ορθόδοξες χώρες καθυστέρησε πολύ η εφαρμογή του. Η Ρωσία αποδέχτηκε το νέο ημερολόγιο το 1918, οπότε η 31η Ιανουαρίου ακολουθήθηκε από την 14η Φεβρουαρίου. Έτσι η επέτειος της Οκτωβριανής επανάστασης (Ρωσικής επανάστασης) τώρα πέφτει τον Νοέμβριο.
Το ελληνικό κράτος ξεκίνησε την εφαρμογή του Γρηγοριανού ημερολογίου την 16η Φεβρουαρίου 1923. Η 16η Φεβρουαρίου ονομάστηκε 1η Μαρτίου, δηλαδή εξαφανίστηκαν 13 ημέρες από το έτος 1923, οι ημέρες 16 έως και 28 Φεβρουαρίου.
Τώρα η διαφορά η διαφορά μεταξύ του Ιουλιανού και του Γρηγοριανού ημερολογίου είναι 13 ημέρες και θα αυξάνεται στο μέλλον. Έτσι, το έτος 2100 η διαφορά θα μεγαλώσει κατά μία ημέρα και θα γίνει 14 ημέρες, γιατί το 2100 θα είναι δίσεκτο για το Ιουλιανό αλλά όχι και για το Γρηγοριανό ημερολόγιο.

Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο

Στις 23 Μαρτίου 1924 η Εκκλησία της Ελλάδος άλλαξε και αυτή το ημερολόγιό της. Ο λόγος ήταν ότι η καθιέρωση από το ελληνικό κράτος του Γρηγοριανού ημερολόγιου είχε ως αποτέλεσμα το ημερολόγιο της πολιτείας και το ημερολόγιο της εκκλησίας να αποκλίνουν πλέον μεταξύ τους και αυτό φάνηκε ως πρόβλημα την 25η Μαρτίου 1923, όταν δεν γιορτάστηκαν την ίδια ημέρα η επέτειος της Επανάστασης του 1821 και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Όμως η Εκκλησία της Ελλάδος δεν υιοθέτησε το Γρηγοριανό ημερολόγιο, αλλά καθιέρωσε (όπως και αρκετές άλλες ορθόδοξες εκκλησίες) το Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο, το οποίο:
1) Δέχτηκε την κατάργηση του αναγκαίου αριθμού ημερών για να συμβαδίζει με το ημερολόγιο της πολιτείας.
2) Διατηρεί τις ημερομηνίες του παλαιού Ιουλιανού ημερολογίου για τον τρόπο προσδιορισμού της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα και των υπολοίπων κινητών εορτών.
3) Από τα έτη που εκφράζουν αιώνες θεωρεί δίσεκτα όσα όταν τα διαιρέσουμε με το 900 μένει υπόλοιπο 2 ή 6. Έτσι Γρηγοριανό και Αναθεωρημένο Ιουλιανό θα συμπίπτουν μέχρι και το έτος 2799. Αλλά από το έτος 2800 θα υπάρξει διαφορά μίας ημέρας, γιατί αυτό θα είναι δίσεκτο στο Γρηγοριανό ημερολόγιο αλλά όχι στο Αναθεωρημένο Ιουλιανό ημερολόγιο. Αλλά ως τότε βλέπουμε…

Ιωάννης Ν. Βουδούρης

«Ελπιδοφόρος ήλιος» ποιητική συλλογή Φυλλίτσα – Αθηναΐς Αναπνιώτου εκδόσεις Πελασγός

«Ελπιδοφόρος ήλιος» ποιητική συλλογή

Φυλλίτσα – Αθηναΐς Αναπνιώτου

εκδόσεις Πελασγός



«Ο γραπτός λόγος έμμετρος ή πεζός προσφέρεται λυτρωτικά» θα μας προϊδεάσει στο οπισθόφυλλο η ποιήτρια Φυλλίτσα Αθηναΐς Αναπνιώτου, δείχνοντας έτσι και τον δρόμο της ανάγνωσης. Γιατί εδώ τα ποιήματα είναι φορτισμένα από σκέψεις και συναισθήματα που βρήκαν τη διέξοδο στο χαρτί. Και ο τρόπος ανάγνωσης που αναλογεί σε μια τέτοια ποιητική κατάθεση οφείλει να σεβαστεί τις αφορμές γραφής.

Σε κάποια από τα ποιήματα της συλλογής επιλέγεται ένας τόνος πιο υψηλός, ανεβάζοντας και το περιεχόμενο των στίχων σε ένα επίπεδο που απέχει από το γήινο και φθαρτό. Αρέσκεται το ποιητικό υποκείμενο σε εκφράσεις που με τον στόμφο τους, θα λέγαμε, περισσότερο υψιπετούν παρά πατούν στη γη.

«Άκουσε τον Άνεμο!
Μεταφέρει τις ψυχές
όλων των ζωντανών πλασμάτων,
στο φύσημά του
ένα κομματάκι από το κάθε τι.
Πού τελειώνω εγώ
και πού αρχίζεις εσύ;
Άκουσε τον Άνεμο!
Γιατί όλα είναι μέσα
Στην Ανάσα του Μεγάλου Ανέμου»

Οι έννοιες παίρνουν άλλη διάσταση από την καθημερινή αλλάζοντας το κοινό τους ένδυμα με το εξαιρετικό που αναδύεται μέσα από την ποιητική φαντασία. Έτσι οι στίχοι αυτών των ποιημάτων μοιάζει να ακολουθούν περισσότερο τις παλαιότερες φόρμες γραφής, αν μπορούμε να θέσουμε ανάλογα πλαίσια στην ποίηση. Σαν να μην αρκείται στον ρεαλιστικό τρόπο γραφής, σαν να επιλέγει τα πιο ψηλά διαζώματα. Ενδεχομένως μια τέτοια επιλογή να οδηγεί σε μια ποίηση που δεν βρίσκει πολλούς πια θιασώτες. Ποιος μπορεί, ωστόσο, να θέσει όρους και κανόνες στην ανάγνωση της λογοτεχνίας, πόσο περισσότερο στη ποίηση;
Εκεί που έχεις δεχθεί όμως αυτή τη συνθήκη και προχωράει η ανάγνωση, ανακαλύπτεις πολύ πιο αληθινούς στίχους που σε κάνουν να σταθείς πιο προσεκτικά. Γιατί φαίνεται η ποιήτρια να περπατά πια σε πιο θνητά μονοπάτια, επιλέγοντας τις κατάλληλες λέξεις προκειμένου να αναπτυχθεί ένας προβληματισμός ώριμος πάνω σε πραγματικά προβλήματα ζωής.

«Πραγματική δύναμη
η ικανότητα της απελευθέρωσης είναι
από κείνα που η έλλειψή τους
 άγχος μας προκαλεί,
σκληρά μας καταπιέζει
και δυστυχία μας προξενεί.
Πραγματική δύναμη
είν’ αυτό που ονομάζουν πολλοί
μη προσκόλληση».


Αυτή η προσέγγιση των πιο γήινων πραγμάτων δίνει και στίχους ιδιαίτερης ευαισθησίας

«Λατρεύω όταν λες τα πάντα!
Και λες τα πάντα,
όταν δεν μιλάς καθόλου…»

«Ονομάζοντας τα πράγματα
τα σώζω από την ανωνυμία
και σώζομαι».


Σκέφτομαι πως η πορεία της ποιήτριας μέσα από σκέψη και περισυλλογή, όπως εκμυστηρεύεται η ίδια («έμεινα αμέτρητες ώρες/ μόνη με τον εαυτό μου/ -σκέφτομαι-/ χαράς και λύπης στιγμές ανασκόπησης/ που μόνο εγώ γνωρίζω…») ήταν καθοριστική, ώστε να μπορεί να φιλοσοφεί μέσα από τους στίχους της αυτούς. Έτσι μας δίνει ώριμη ποίηση με στοχασμό που αγγίζει τον δοκιμιακό λόγο:

«Όσο πιο ψηλά πετάς
είτε με την φαντασία
είτε με την σκέψη,
αυτοί που δεν μπορούν
σαν εσένα να πετάξουν,
σε βλέπουν επίτηδες μικρό
σε χλευάζουν και σε κοροϊδεύουν.
Εσύ, από επάνω πάλι,
βλέπεις αυτούς μικρούς.
Η διαφορά είναι τεράστια,
γιατί τυφλωμένοι στην κακία τους
οι άνθρωποι αυτοί δεν κατανοούν
ότι εσύ πετάς
κι αυτοί απλά από κάτω
μόνο σε κοιτούν…
Κι επειδή είναι προσωπική
για τον καθένα επιλογή,
άρα, λοιπόν, κάθε στιγμή
πρέπει να διαλέγεις
ή τα παπούτσια ή τα φτερά».

Παίρνοντας, λοιπόν, αφορμή από αυτόν τον τελευταίο στίχο, λέω πως με τα ποιήματα αυτά η Φυλλίτσα Αθηναΐς Αναπνιώτου δείχνει τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει να βλέπει τα πράγματα. Ο ένας περισσότερο, όπως είδαμε παραπάνω, υψηλός (κυρίως όταν την ελκύει η αρχαιότητα, απ’ όπου αντλεί συχνά τα θέματά της) αλλά και ο άλλος πιο στέρεος πάνω στη γη και πιο κοντά στα σύγχρονα προβλήματα. Μια μείξη ενδιαφέρουσα που μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε το ποιητικό της ταλέντο να ιχνηλατεί με τον στίχο της δύο τρόπους έκφρασης διαφορετικούς και να μας δίνει και στους δύο δυνατά δείγματα ποίησης.

Το ότι προτιμώ -κρίνοντάς την ως απότοκο ωριμότητας- την πιο πεζή (σε αντιδιαστολή με τη ρομαντική εκδοχή αυτή η πεζότητα) αναζήτησή της στα ποιητικά νοήματα, νομίζω ότι φάνηκε.  Ωστόσο δεν μπορώ να μην παραδεχθώ πως στίχοι όπως αυτοί εδώ

«Θεϊκέ, Εσύ Προμηθέα,
ξανακλέψε την φωτιά από τους θεούς
να βιώσουμε το δικό μας θεϊκό κομμάτι»
ανήκουν ως σύλληψη στον χώρο της πραγματικής ποίησης.

Δεν γνωρίζω στη συνέχεια (γιατί πιστεύω ότι θα συνεχίσει να εκφράζεται στιχουργικά) ποια ποιητική οδό θα προτιμήσει η ποιήτρια, όμως θεωρώ πως η ποιητική της πρόταση -με τη μία ή την άλλη εκδοχή- αξίζει την προσοχή μας. Ίσως η μεγαλύτερη αρετή της να είναι αυτή η αίσθηση που σου μένει ότι εδώ έχουμε μια ειλικρινή κατάθεση σκέψεων. Και αν δεχθούμε πως την ποίηση πρέπει να τη θεωρούμε μια πολύ σοβαρή υπόθεση, πρόκειται για ένα πλεονέκτημα σημαντικό.

Διώνη Δημητριάδου


Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Γραμμένο το 1907 από τον Κωστή Παλαμά.

"Ανέλπιδο ταξίδι"



Θα μπορούσε να διαβάζεται από όλους τους κατατρεγμένους του κόσμου και να απεικονίζει κάθε φορά το δράμα ολόκληρο βάζοντας πίσω από τους στίχους του όλη την ορμή για ζωή, όσο ανέλπιδη κι αν φαίνεται.

«Μας ταπεινώσαν όλες οι ταπείνωσες·
με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου
ρουφήσαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους,
στη χώρα που όλες οι ζωές σα φυτρωμένες,
φτερό την κάμαμε τη ρίζα μας, και φύγαμε
μακριά στα ολάνοιχτα προς τους μεγάλους δρόμους.»


(Κωστής Παλαμάς, από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»)

"Αύριο κιόλας"




Κάθεται λίγο παραπέρα από τους άλλους. Με σκυμμένο το κεφάλι μονολογεί. Γλώσσα ακατάληπτη. Από κάποια πανάρχαια διαδρομή έφθασε εδώ, σκαφτή πάνω σε γη και θάλασσα.
Κάποιος που γνώρισε πολλά και νιώθει τα μυστικά περάσματα που ενώνουν τις ψυχές, λέει «στη μάνα του μιλάει, την πεθαμένη χρόνια.» «Δεν βρήκε κάποιον ζωντανό για να τον κουβεντιάσει» σχολιάζουν μερικοί. Κι οι πιο πολλοί αδιαφορούν και φεύγουν κουνώντας το κεφάλι «πάει, παρανόησε αυτός».
Εκείνος, όμως, ξέρει πως μέσα στην άγρια νύχτα που αρχινάει, μόνο η μάνα του θα στέκεται σιμά του, να τον ρωτάει αν έφαγε, αν βρήκε πού να κοιμηθεί, να τον παρηγορεί που το ταξίδι του τον έφερε σε άξενο τόπο.
Μόνο αυτήν ακούει. Να του λέει πως μπορεί να φταίει η γλώσσα η παράξενη που οι άλλοι δεν τον νιώθουν. Να του γεννάει ελπίδα πως θα ανοίξει δρόμος και γι’ αυτόν που φέρνει κάπου αλλού. Καλύτερα. Μόνο να μάθει να μιλάει και να σκέφτεται αλλιώτικα. Αύριο κιόλας να γίνει σαν τους άλλους.

Έτσι, πιο ήσυχος, γέρνει κάτω να αποκοιμηθεί. Να ονειρευτεί θάλασσα ακύμαντη  και τόπους δίχως σύνορα. Και μια αγκαλιά ανοιχτή.

Διώνη Δημητριάδου
Το ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»
φιλοξενεί ένα διήγημα του Δημήτρη Φαρή

«Μην πετάξεις τη ζωή σου»



Είναι εκεί πάνω στη σκηνή με τους φίλους της. Παίζουν δαιμονισμένα, η συναυλία πάει προς το τέλος της, τα αυτιά της βουίζουν, η μύτη της έχει ξεραθεί από τον καπνό των τσιγάρων και όμως συνεχίζει. Το φλάουτό της ίσα που ακούγεται μέσα από τους άγριους αρπισμούς της κιθάρας, ασυναίσθητα χορεύει όταν δεν παίζει, δεν πήγαν χαμένες τόσες ώρες στην μπάρα, ο κόσμος είναι μαγεμένος από τις κινήσεις της, κανείς δεν προσέχει τον τραγουδιστή. Κάπου εκεί μέσα στο σκοτάδι του κόσμου είναι και το αγόρι της αλλά τώρα έρωτάς της είναι η μουσική που φτιάχνει, η ροή των ήχων και η κίνηση.
Κατέβηκε από τη σκηνή. Πάντα θυμάται τον εαυτό της να κατεβαίνει από τη σκηνή, ποτέ να ανεβαίνει. Κάποιος θαυμαστής της είχε πει ότι μάλλον γεννήθηκε εκεί πάνω και δεν θα έπρεπε να κατεβαίνει ποτέ. Στη γωνία την περιμένει ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Τον πλησιάζει, κατεβάζει το χέρι με το φλάουτο και με το άλλο χέρι χαϊδεύει τα γένια του και του δίνει ένα γρήγορο και αθώο φιλί στα χείλη:
- Πώς ήταν; Πώς ήμουν; Το είδες όλο;
- Σήμερα δεν ακουγόσουν...Σε σκεπάζουν αυτοί οι αλήτες ...
Μα αυτοί οι αλήτες είναι οι φίλοι της. Ναι, δεν παίζει κλασική μουσική όπως θα έπρεπε, οι κλασικές σπουδές της μοιάζουν σαν βαλίτσες στο πατάρι, δεν χορεύει όπως θα έπρεπε όπως τότε στα χρόνια της εφηβείας αλλά ...με αυτούς τους "αλήτες" έχει γνωρίσει τα πάντα. Έχουν γυρίσει μαζί όλη τη χώρα, έχουν κάνει συναυλίες σε βουνά και θάλασσες, με λάβα και με χιόνι, σε μοναχικά καφενεία και στάδια γεμάτα. Δεν μπορεί να τους αφήσει έτσι αυτούς τους "αλήτες".
- Κάποιος ψηλός εκεί μπροστά σε κοιτούσε επίμονα, τον ήξερες;
- Μα ...το ξέρεις κι εσύ ...τα φώτα με τυφλώνουν εκεί πάνω...δεν βλέπω τίποτα ...Μα, γιατί ρωτάς;
- Γιατί σήμερα δεν είδα το βλέμμα σου να με ψάχνει.
Αλήθεια, ξέρει κανείς τι ταξίδι είναι μια συναυλία; Είσαι σε ένα ιπτάμενο χαλί και πας. Ο κόσμος απλώς βλέπει, δεν το ζει. Πώς να μιλήσει και πώς να τα περιγράψει όλα αυτά και βέβαια πώς να πείσει την καρδιά του η οποία χαρίζεται κάθε μέρα στα χρήματα και στους αριθμούς; Μα βέβαια, είναι σίγουρη, το αγόρι της θα έχει ένα λαμπρό μέλλον. Οικονομικές σπουδές, εταιρίες, χρηματιστήρια, μετοχές, αλλά με τις μετοχές των ανθρώπων τι γίνεται; Με το χρηματιστήριο του Έρωτα; Της υπόσχεται ταξίδια, ξενοδοχεία, εξωτικές παραλίες αλλά ...δεν της έχει κόψει ούτε ένα λουλούδι, δεν της έχει φέρει ούτε μία σοκολάτα τώρα που λιποθυμάει από την πείνα μετά τη συναυλία.
- Θα έρθεις στο σπίτι μου; Αύριο θα σε φέρω εγώ στην πόλη.
- Ναι θα έρθω ...του είπε άνευρα και έβαλε το φλάουτο στη θήκη του.
- Μα, το λες σαν να μην το θέλεις.
- Απλώς αύριο είναι η audition....
- Ποια audition, αυτή για το Παρίσι; Θα τρελάθηκες μου φαίνεται...
Ναι, δεν ξέρει πια τι θέλει. Συνάντησε πριν από ένα μήνα την παλιά της καθηγήτρια του φλάουτου κι ένα σποράκι άρχισε να βγάζει ρίζες στην καρδιά της. Μα πώς θα ζούσε εκεί πάνω, πού θα έμενε, πώς θα επικοινωνούσε αφού δεν ήξερε τη γλώσσα. Εκείνη όμως, όπως πάντα, ήταν σίγουρη για τη μαθήτριά της. "Πήγαινε στην audition και θα τα σαρώσεις όλα, και το βραβείο και την υποτροφία" της είπε με ενθουσιασμό αλλά ....μπορεί άραγε; Εδώ και ένα μήνα μελετάει ένα σκονισμένο κοντσέρτο Vivaldi, έβαλε τα κλάματα μόλις το ξανάπαιξε, της ήρθε στο μυαλό μυρωδιά από πριονίδι και άκουσε πάλι τη ζεστή φωνή του μέσα της να της λέει:
- Αν κάνεις το ένα δέκατο από αυτά που ονειρεύεσαι, θα είσαι σπουδαία.
Οδηγάει δίπλα της και σφυρίζει ανέμελα. Όταν του είπε για την audition έδειξε δόντια και το πρόσωπό του θύμισε σκύλο. Νευρίασε για λίγο αλλά μετά έδειξε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. "Αν κάνεις λίγη υπομονή ...δεν θα χρειαστεί να παίζεις πια με αυτούς τους αλήτες...θα κατακτήσουμε τον κόσμο μαζί...όπου πηγαίνω εγώ θα έρχεσαι μαζί μου...θα γνωρίσεις όλες τις πόλεις του κόσμου ...δεν θα επιθυμήσεις τίποτα πια...απλώς θα το έχεις. Όσο για τη δασκάλα σου...Γιατί δεν πήγε αυτή στο Παρίσι; Τι νομίζεις; Χιλιάδες μουσικοί πεινούν εκεί πάνω, οι θέσεις στις Όπερες είναι λίγες...Θα διάλεγαν μία μετανάστρια; Προσγειώσου κακομοίρα μου. Η μόνη θέση σου είναι εδώ, δίπλα μου..."
Τώρα κάθεται στο τεράστιο μπαλκόνι του σπιτιού του και κοιτάει τα φώτα των πλοίων έτσι όπως γλιστρούν και φεύγουν από το λιμάνι. Πώς το βρήκε αυτό το σπίτι; Κάποιο περιουσιακό στοιχείο της οικογένειας. Αυτός δεν έχει δουλέψει ακόμα, όλο θεωρίες και όνειρα. Λεφτά δικά του δεν έχει βγάλει, και όμως επιμένει, θα την έχει στα πούπουλα. Μπορεί και να έχει δίκιο. Όταν θα γίνει χρηματιστής, και μόνο με ένα κλικ του ποντικιού του θα βγάζει τόσα λεφτά όσα εκείνη σε ένα χρόνο. Ίσως θα έπρεπε να τα παρατήσει όλα και να τον ακολουθήσει.
- Δεν είσαι μαζί μου σήμερα. Το μυαλό σου πετάει ....
- Ναι, συγχώρεσέ με. Σκέφτομαι...
Και πάλι αυτή η δυνατή μυρωδιά....Πριονίδι και λάκα...Ο πατέρας της στο μαραγκούδικο...Με ένα λεπτό γυαλόχαρτο να προσπαθεί να λειάνει ένα καμπύλο πόδι καρέκλας...
- Ποια είναι τα όνειρά σου μπαμπά;
- Κορίτσι μου, εγώ μαραγκός δεν ήθελα να γίνω.
- Δηλαδή δεν αγαπάς αυτό που κάνεις;
- Το αγαπώ γιατί μοιάζει με την άλλη μου αγάπη που δεν έχει φράγκα.
Και βέβαια, τώρα τα θυμήθηκε όλα. Τον είχε δει σε κάτι φωτογραφίες να φτιάχνει γοργόνες στην άμμο. Όλοι του οι φίλοι κοιτούσαν τις λουόμενες αλλά αυτός τις συγκέντρωνε όλες γύρω του. Έβαζε το χέρι του σαν φτυάρι στη μέση της χωμάτινης γοργόνας και όλες ένιωθαν ότι τις χάιδευε στη μέση, μετά έπαιρνε μια φούχτα βρεγμένη άμμο και την πίεζε στο στήθος του δημιουργήματος και όλες ένιωθαν ένα κύμα να ανεβαίνει από το στήθος τους στο κεφάλι. Ναι, αυτός ήταν ο πατέρας της, ήταν ένας γλύπτης γεμάτος φαντασία και όρεξη για ζωή.
- Και τί θα κάνεις; Δεν θα κάνεις ποτέ το όνειρο σου πραγματικότητα;
- Όταν πάρω την σύνταξη, κορίτσι μου. Θα βρω ένα σπιτάκι πάνω σε ένα βουνό και θα αρχίσω να τις φτιάχνω...τις γοργόνες μου.
Και όντως, πήρε τη σύνταξη, μάζεψε και μερικά λεφτουδάκια που είχε στην άκρη, τα έδωσε σε ένα δασοπόνο, εκείνος του έκλεισε πονηρά το μάτι, "Σε έξι μήνες θα αποχαρακτηριστεί" του είπε χωρίς να δώσει απόδειξη, την είχε πάρει μαζί του εκείνο το πρωί, της έδειξε την πλαγιά με τα έλατα, της είπε ότι επιτέλους εκεί θα έφτιαχνε το ατελιέ του και μετά από μια βδομάδα, ένας δυνατός πόνος στην πλάτη, νοσοκομείο, η ταφόπλακα με το όνομά του...
Δεν έχει κοιμηθεί καθόλου. Η θήκη του φλάουτου την περιμένει δίπλα στα ρούχα της. Είναι εδώ μαζί του και δεν είναι. Κόσμος πολύς την περιμένει εκεί στο Παρίσι, φορούν όλοι τα καλά τους ρούχα, κάθονται ιδρωμένοι στις θέσεις τους με κιάλια και βεντάλιες και περιμένουν να ανοίξει η αυλαία. Αυτή κάθεται περήφανη ντυμένη Παπαγκένια, με το φλάουτο σαν λουλούδι στην αγκαλιά της, πίσω από τις κουΐντες και είναι έτοιμη να βγει χοροπηδώντας στη σκηνή. Σηκώνεται ζαλισμένη και πάει στην κουζίνα.
- Ένα σημάδι, θεέ μου! Κάτι που να μου δείξει ότι πάω να κάνω το σωστό.
Ξημερώνει...Βάζει καφέ να γίνει και κοιτάει με μάτια γεμάτα ελπίδα τη θάλασσα μακριά, έτσι όπως γίνεται σιγά-σιγά από μαύρη γαλάζια. Ένα πλοίο έρχεται ασθμαίνοντας από τα νησιά. Ανοίγει ασυναίσθητα το ραδιόφωνο. Τι τύχη...Ο αγαπημένος της τραγουδιστής ...
Γελάς καθώς το πλοίο πλησιάζει σαν θηρίο
και μου λες λοιπόν θυμήσου
μη πετάξεις τη ζωή σου ...στα σκυλιά.
Ούτε που ξύπνησε να τη χαιρετήσει.
Είναι ήδη στη στάση του λεωφορείου.
Φεύγει.



Δημήτρης Φαρής

(εικόνα: "Η γοργόνα στα βράχια" του Διονύση Καρυπίδη)

Δημήτρης Φαρής γεννήθηκε στο Duisburg της τότε Δυτ. Γερμανίας από Έλληνες μετανάστες. Σπούδασε Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως καθηγητής σε Λύκειο. Έχει πτυχίο κλασικού πιάνου και ασχολείται εντατικά με την μελέτη του σαξόφωνου. Κάποια βράδια του χρόνου εμφανίζεται ως μουσικός σε bar και συναυλιακούς χώρους παίζοντας πιάνο και σαξόφωνο σε μικρά jazz μουσικά σχήματα. Με τη συγγραφή ιστοριών ασχολείται από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η ζωή είναι σημαντική και η μνήμη πεπερασμένη. Όταν δεν φροντίζει τους ανθρώπους που αγαπάει τρέχει σε στάδια και φυτεύει γιούκες σε δημόσιους χώρους. Τις νύχτες, μέσα από τα όνειρα του, ζει μια δεύτερη ζωή.)  

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Μια 'ανάγνωση'

στο μυθιστόρημα «microαστές»

της Ελένης Φουρνάρου


από τις εκδόσεις vakxikon



«Πολύ δυνατό πράγμα τα στερεότυπα. Οι εικόνες μας, τα μοντέλα μας. Πώς κατατάσσουμε – πώς κατατάσσω τέλος πάντων – τους ανθρώπους μηχανικά και αυτοματοποιημένα με βάση δυο-τρεις επιφανειακές παρατηρήσεις. Τα ρούχα, τα μαλλιά, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, το φύλο, την εθνική καταγωγή, τη μουσική που ακούνε, το σινεμά που παρακολουθούν.  Οι κρίσεις και οι προτιμήσεις ξεπροβάλλουν αυθόρμητα και ταχύτατα, “ενδιαφέρων ο τύπος με τη μοϊκάνα, σιγά μην ασχοληθώ με τη φτηνιάρα που ξεφυλλίζει Hello”. Αν καταφέρω, εντωμεταξύ, να σκεφτώ, ανακαλώ άπειρες γκάφες επί του θέματος και τις δασκάλες μου στο Δημοτικό που επέμεναν πως “δεν κρίνουμε τους ανθρώπους από την εξωτερική εμφάνιση. Όοολοι μαζί”.

Σκέψεις που περνούν από το μυαλό της Ιωάννας, ηρωίδας των μικροαστών (ή microαστών όπως προτιμά η Ελένη Φουρνάρου) και αφηγήτριας της ιστορίας. Ισχυρά τα στερεότυπα που διαμορφώνουν τις κρίσεις μας για τους ανθρώπους. Φυσικό επακόλουθο αυτές οι εικόνες που προβάλλονται μέσα στη συνείδησή μας να διαμορφώνουν και μια ευρύτερη στερεοτυπική για μια ολόκληρη γενιά. Συνήθως κάποιο σημαντικό ιστορικό γεγονός, συχνά μια συγκυρία καθοριστική για την πορεία ανθρώπων και λαών, προσδιορίζει και την ονομασία-ταμπέλα που θα φέρει στο εξής η γενιά που της έλαχε να μπει μπροστά λόγω ηλικίας και να χρεωθεί έκτοτε τα σωστά και τα λαθεμένα και των υπολοίπων.

Σκέφτομαι για άλλη  μια φορά ποιες είναι οι καθοριστικές αυτές συγκυρίες που μπορεί να σημάδεψαν αυτά τα παιδιά που γεννήθηκαν καμιά τριανταριά χρόνια πριν το τέλος του 20ου αιώνα, δηλαδή με τελειωμένη τη δικτατορία, με άγνωστο παντελώς τον αντιδικτατορικό αγώνα (γιατί φυσικά κάποιες “γιορτές” στα σχολεία δεν συνιστούν γνώση των γεγονότων), και με ανεπαρκή λόγω  ηλικίας βίωση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Με μια στάση επικριτική (με βάση ποιες εμπειρίες αλήθεια;) που διατυπώνεται κάπως έτσι: «Με χαλάει που έγινα τόσο κυνική…που στα τριάντα μου πια όλοι οι δίκαιοι αγώνες μού φαίνονται στημένοι ή απλώς ανέφικτοι. Που έχω απομυθοποιήσει τα πάντα. Που δεν βρίσκω κανένα λόγο να ονειρεύομαι πως κάτι θ’ αλλάξει». Να προσθέσουμε εδώ και την αναπόφευκτη αντίδραση απέναντι σε όποιον είχε τη διάθεση να υπενθυμίσει έστω αυτή τη γνωστική ανεπάρκεια και τη συνακόλουθη απουσία σημαντικών ιστορικών γεγονότων που συνόδευσαν την ενηλικίωσή τους. Έχει γίνει, όμως, αντιληπτό ήδη ότι κι εγώ τώρα μιλώ στη βάση στερεότυπης αντίληψης για το τι καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το βιβλίο της Ελένης Φουρνάρου, ωστόσο, μιλώντας ακριβώς γι’ αυτή τη γενιά βοηθάει στην απόσειση αυτών των δεδομένων αντιλήψεων. Ανοίγει με τη ζωή των ηρώων της ένα παράθυρο στην κλειστή συνείδηση, ώστε να αντικρίσει με άλλο μάτι μια ενδιαφέρουσα θέα.

Οι τρεις γυναίκες, που τη ζωή τους, γύρω στα τριάντα τα πρώτα χρόνια του νέου αιώνα, παρακολουθούμε στο βιβλίο, συνιστούν μια στενή παρέα, από αυτές που  ταλανίζονται για χρόνια με τα κοινά τους σημεία αλλά και με τις διαφορές τους – αυτές πιο πολλές. Όμως είναι αυτή η συνδετική ουσία της μακρόχρονης οικειότητας που δρα καταλυτικά μπροστά σε κάθε στροφή που θα αποκαλύψει τα χάσματα στη σκέψη, στην αισθητική, στην κουλτούρα της καθεμιάς.
Γύρω τους κυκλοφορούν πολλοί, κυρίως συνομήλικοι, άλλοι φίλοι στενοί, άλλοι σύζυγοι ή περαστικοί εραστές (η αντρική παρουσία είναι σε δεύτερο πλάνο, συμπληρωματικό), άλλοι απλώς συνυπάρχοντες μαζί τους στη δουλειά ή στη γειτονιά. Και αυτή η γειτονιά δεν είναι τυχαία. Τα Εξάρχεια, για προηγούμενες γενιές τόπος εμβληματικός. Στην ιστορία διατηρούν ακόμη κάτι από την παλιά τους εικόνα, έχουν όμως πια υποστεί την ανάμειξη με στοιχεία τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή της αμοιβαίας ανοχής.


Η αφήγηση στην αρχή είναι πιο χαλαρή, χωρίς ανατροπές, αφήνοντας τον αναγνώστη να εξοικειωθεί με τους χαρακτήρες, και ίσως να αντιληφθεί τη ρουτίνα που χαρακτηρίζει τη ζωή τους, μια επανάληψη σε συνήθειες, αντιδράσεις, σχόλια. Οι τρεις φίλες κουβεντιάζουν πολύ στο αγαπημένο τους στέκι επιτρέποντας τη διείσδυση στα άδυτα της ζωής τους στη «σοφή σερβιτόρα» Γιώτα, που ανάμεσα σε δύο σερβιρίσματα έχει τον χρόνο να παρακολουθεί και να μη χάνει το νήμα της συζήτησης. «Την αγαπάμε την γκαρσόνα μας, κι ας την κράζουμε συνήθως. Είναι η φωνή της συνείδησής μας.»
Κι εκεί που λες ότι σ’ αυτά τα άτομα τίποτα δεν συμβαίνει άξιο λόγου, προκύπτει μια μυστηριώδης ιστορία ικανή από μόνη της να αποτελέσει θέμα βιβλίου σε άλλες εποχές. Όχι όμως εδώ. Εδώ θα βάλει τα θεμέλια του μυστηρίου (χαλαρά σε συνδέσμους πάντως) και θα μας αφήσει να περιμένουμε την εξέλιξη, η οποία προμηνύεται ενδιαφέρουσα. Οπωσδήποτε η συγγραφέας δεν εξαντλεί το θέμα της τρομοκρατίας (μ’ αυτό συνδέεται όλο το μυστήριο), γιατί πρώτον δεν θα μπορούσε, μια που καταπιάστηκε με ένα πολύ σκοτεινό ακόμη στις αληθινές του διαστάσεις θέμα, αλλά και γιατί θαρρώ πως η επιδίωξή της δεν ήταν να κάνει κάτι τέτοιο. Ακόμη και ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως οι κινήσεις μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, θα περάσει από την παρέα αυτή με το ανάλογο βάρος που αντέχει η ζωή που αρκέστηκαν να ακολουθούν τα μέλη της. Με αποκαλύψεις που μένουν μετέωρες, με επαναπροσδιορισμό πορείας που θα πέσει στο κενό τελικά.
Ακόμη, όμως, και σε μια παρέα τόσο “άκαπνη” από πραγματικά πυρά μια τέτοια ιστορία θα αφήσει τα ίχνη της. Κάποιοι θα το πουν ωρίμαση, κάποιοι θα το εκτιμήσουν ως ένα επιπλέον βάρος σ’ αυτά που στο εξής θα κουβαλούν στο αποθεματικό των αναμνήσεων. Όπως κι αν το δει κανείς, οι άνθρωποι ενηλικιώνονται, κάποτε βίαια κάτω από τις πιο έντονες ρήξεις που προκαλεί η ιστορία, κάποτε πιο χαλαρά και ήρεμα κάτω από το βάρος της ίδιας τους της ηλικίας που δεν συγχωρεί καθυστερήσεις.

Η αφηγήτρια Ιωάννα θα εκτιμήσει: «Περιχαρακωνόμαστε στα κεκτημένα μας, όσα και να ‘ναι, λειψά, πενιχρά, ούτε για φτύσιμο – αυτά έχουμε, αυτά θα διαφημίζουμε πανηγυρικά ως τα καλύτερα του κόσμου. Γιατί αλλιώς διαλυόμαστε. Και άστα να παν’ στο διάολο».

Τι σου μένει από το βιβλίο; Μια διάθεση επανεκτίμησης των αντιλήψεων για τις νεότερες γενιές πρώτα απ’ όλα. Μέσα από τις τρεις φίλες και τον τρόπο αντιμετώπισης μιας μάλλον επίπεδης ζωής ακούς τη δική τους λογική, την άλλη όψη των πραγμάτων. Νιώθεις ότι θα ήθελες να κουβεντιάσεις με κάποια απ’ αυτές, μάλλον με την Ιωάννα που ο χαρακτήρας της διαγράφεται ευκρινέστερα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Ελένη Φουρνάρου είναι αυτή που δίνει στο κείμενο τον παλμό που λείπει από τη ζωή των πρωταγωνιστών. Μια γλώσσα που αφήνεται αβίαστη να σε οδηγήσει στο βασικό χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς: λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν της ταιριάζει ούτε η υποκρισία ούτε η μεταμφίεση. Τελικά ένα ζωντανό βιβλίο γραμμένο με τέχνη και αγάπη από τη συγγραφέα για τα πρόσωπα που πλάθει η φαντασία της, στηριγμένα πάνω σε αληθινά πρότυπα. Γιατί, ας το παραδεχθούμε, κανένα από τα πλάσματα αυτά που κινούνται μέσα στις σελίδες του βιβλίου δεν έχει πλαστή προσωπικότητα. Η μυθοπλασία έχει σταματήσει ακριβώς στο όριο που αφήνει να φανεί η αλήθεια των προσώπων.

Στη δεκαετία του ’80 είχε παρατηρηθεί μια έξαρση της γραφής από νέους λογοτέχνες που δοκίμαζαν την τύχη τους γράφοντας λίγο πολύ πάνω στο ίδιο στυλ, επακόλουθο ίσως της κοινής παρέας (φιλικής ή μόνο λογοτεχνικής) που ανήκαν. Κάποιοι σημαντικοί συγγραφείς κατάφεραν να ξεχωρίσουν και διαμορφώνοντας στην πορεία μια πιο προσωπική γραφή ακούγονται ακόμη σήμερα. Στη δεκαετία του ’90 είχαμε πάλι πολλά δείγματα πεζογραφίας, με ένα έλλειμμα όμως ως προς τη μυθοπλασία. Τα θέματα ήταν είτε πιο φτωχά είτε κατέληγαν αδιέξοδα από αδυναμία του συγγραφέα να δει τη συνολική εικόνα του τοπίου. Σήμερα που πάλι παρατηρείται έξαρση στη συγγραφή, έχουμε νέους ικανούς μυθοπλάστες να επιχειρούν την  καταξίωση σ’ αυτό τον δύσκολο χώρο. Πιστεύω ότι η Ελένη Φουρνάρου, με πρωτοτυπία ως προς τη μυθοπλασία και με πειστική τη χρήση της γλώσσας, έχει μπροστά της δρόμο να διανύσει και -από όσο γίνεται να κρίνουμε από την ως τώρα πορεία της- θα είναι μάλλον γεμάτος εκπλήξεις.


Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

«Το παιδί εγκληματίας» 
του Jean Genet
σε μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά
από τις εκδόσεις Άγρα





«Δεν τρέφω αυταπάτες. Μιλάω στο κενό και στο σκοτάδι, θέλω, ωστόσο, ακόμα κι αν είναι για μένα να τα ακούσω εγώ ο ίδιος, θέλω να βρίσω τους υβριστές»
Έτσι θα τελειώσει ο Jean Genet το βιβλίο του «Το παιδί εγκληματίας», που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1949, από τον νεαρό εκδότη Paul Morihien, και είναι το πρώτο που φέρει στο εξώφυλλο το πραγματικό όνομα του συγγραφέα.
Δεν προοριζόταν όμως αρχικά για να κυκλοφορήσει με αυτή τη μορφή. Ήταν ένα κείμενο που θα ακουγόταν από το ραδιόφωνο στην εκπομπή Carte blanche της Radiodiffusion française. Αν και η συγκεκριμένη εκπομπή διακρινόταν για την ελευθερία έκφρασης που επέτρεπε στους καλλιτέχνες που παρουσίαζε να εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς πρόβλημα, απέρριψε το κείμενο και έτσι η ραδιοφωνική του μετάδοση, όπως την είχε σχεδιάσει ο Genet, ματαιώθηκε. Η παιδική εγκληματικότητα με τον τρόπο που την παρουσίαζε και την ανέλυε ο συντάκτης του κειμένου θορύβησε την καθεστηκυία τάξη (ακροατές είχαν ήδη διαμαρτυρηθεί για τις εκπομπές του Boris Vian και του Jacques Prévert) και οδήγησε για άλλη μια φορά αυτόν τον τελευταίο από τους καταραμένους της γαλλικής διανόησης στη θέση του απολογητή για τις απόψεις του.

Ενδεχομένως μια ανάλυση ενός τέτοιου θέματος να μην είχε ξεσηκώσει τόση αναστάτωση, αν γινόταν από κάποιον άλλο διανοητή. Αλλά από τον Jean Genet; Αυτόν που είχε βιώσει ο ίδιος όσα θα παρουσίαζε; Για κάποιους ήταν αδιανόητο.



Αναμενόμενο είναι, όταν κάποιος προέρχεται από ένα περιβάλλον παραβατικότητας, να μη διστάσει να μιλήσει για τις παραμέτρους του θέματος που άλλοι αγνοούν ή άλλοι (οι περισσότεροι) δεν θέλουν να παραδεχθούν, καθόσον η όποια παραδοχή συμπαρασύρει και τους ίδιους ως μετέχοντες στην ευθύνη δημιουργίας του προβλήματος.
Έτσι, ο Jean Genet, έχοντας ξεκαθαρίσει τη θέση του «όσο για μένα, έχω κάνει την επιλογή μου: θα είμαι με την πλευρά του εγκλήματος», θα προσεγγίσει την παιδική εγκληματικότητα από την πλευρά των ίδιων των παρανομούντων, τοποθετώντας εξ αρχής τους όρους παρανομία και παραβατικότητα δίπλα δίπλα με αυτονόητη αλληλοσυμπλήρωση. Κάθε φορά που φτιάχνεται ένας νόμος (με τον εγγενή του ρόλο να καλύψει τα κακώς κείμενα και όχι να τα εξαλείψει) είναι λογικό να δημιουργείται και η έννοια του παραβάτη, που συνακόλουθα φέρνει την επιβολή του νόμου εναντίον του. Και ακόμη πιο αναμενόμενο είναι αυτός ο παραβάτης να ανήκει στα νεαρότερα ηλικιακά στρώματα, αυτά που εύκολα συγχέουν την αντίδραση με την επανάσταση διοχετεύοντας την ορμή τους απέναντι σε καθιερωμένα σχήματα καταπιεστικά και δεσμευτικά της ελευθερίας τους, όπως αυτά την εννοούν.
Το Κακό, λοιπόν, ως έννοια, κατά τον Genet, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «το θράσος να ακολουθήσει κανείς μια μοίρα που εναντιώνεται σε κάθε κανόνα». Αν όμως ισχύει αυτό, τότε η ακολουθούμενη πολιτική της συμμόρφωσης προς τα δεδομένα της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή όλα τα μέτρα που παίρνουν τα εκάστοτε σωφρονιστικά ιδρύματα (αποσκοπώντας στην ομαλή, όπως διαδίδουν, κοινωνική  επανένταξη των παραβατών) δεν οδηγούν πουθενά αλλού παρά σε μια νέα παραβατικότητα με κάθε ευκαιρία. Με άλλα λόγια, οι νεαροί παραβάτες επιζητούν την τιμωρία τους ως επιβράβευση της παρανομίας τους, η οποία φαντάζει πλέον σαν μια πράξη ηρωισμού. Δεν μετανοούν και δεν ζητούν άφεση αμαρτιών από μια κοινωνία που ήδη έχουν καταδικάσει στη νεαρή τους συνείδηση.
Άλλωστε ο Genet θα αναρωτηθεί για τον βαθμό υποκρισίας της κοινωνίας που από τη μια καταδικάζει την παραβατικότητα, ενώ από την άλλη «η δική σας λογοτεχνία, οι δικές σας καλές τέχνες, η ψυχαγωγία σας εκθειάζουν το έγκλημα. Το ταλέντο των ποιητών σας εκθείασε τον εγκληματία τον οποίο στην καθημερινότητά σας απεχθάνεστε». Με αυτά τα λόγια δίνει μια άλλη διάσταση στο θέμα. Η λογοτεχνική εκδοχή του ήρωα-παραβάτη είναι αποδεκτή την ώρα που το πρότυπο που τον δημιούργησε, ο αληθινός παραβάτης δηλαδή, αφήνεται στην περιφρόνηση και το περιθώριο. Ένας τέτοιος όμως παράνομος γιατί να επιζητεί τον οίκτο και κυρίως το χέρι βοηθείας που του προτείνεται από αυτούς που τον περιφρονούν;


Το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτό το κείμενο είναι ότι ο συγγραφέας του εξακολουθεί (ως απότοκο της δικής του παραβατικής συμπεριφοράς που τον έφερε πολλές φορές πίσω από τα κάγκελα) να συγκαταλέγει τον εαυτό του στη μερίδα των παρανομούντων μέσα από το ‘εμείς’ που συχνά επιλέγει ως πρόσωπο στα λεγόμενά του: «εμείς όμως θα εξακολουθούμε να ενσαρκώνουμε τις τύψεις σας. Και για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο την περιπέτειά μας, γιατί το γνωρίζουμε ότι η ομορφιά της εξαρτάται από την απόσταση που μας χωρίζει από σας…εμείς θέλουμε να ενσαρκώνουμε αυτή ακριβώς τη δύναμη του κακού. Θα είμαστε το υλικό που αντιστέκεται και χωρίς το οποίο δεν θα υπήρχαν καλλιτέχνες».

Κι εκεί που όλοι οι άλλοι χαρακτηρίζουν «ασυνειδησία την παρόρμηση που ωθεί το δεκαπεντάχρονο παιδί στην αξιόποινη πράξη ή στο έγκλημα» ο Genet θεωρεί πως αυτό το παιδί πρέπει να διακατέχεται από ιδιαίτερο θάρρος αλλά και θράσος για να αναμετρηθεί με μια κοινωνία τόσο ισχυρή «με τους πιο αυστηρούς θεσμούς, και με νόμους προστατευμένους  από μια αστυνομία που αντλεί τη δύναμή της τόσο από τον θρυλικό, μυθολογικό, απροσδιόριστο φόβο που γεννάει στις ψυχές των παιδιών, όσο κι από την οργάνωσή της».
Ένα αναμφίβολα πολύ προκλητικό κείμενο έχουμε εδώ, με την ‘αυθάδικη’ φωνή όχι πια ενός παιδιού αλλά του ώριμου υπερασπιστή των απανταχού νεαρών εγκληματιών, που επιχειρεί να προσδώσει κάποια στέρεη βάση επιχειρηματολογίας απέναντι στην εκάστοτε εξουσία που νομοθετεί αφαιρώντας από τον παραβάτη το δικαίωμα του αντιλόγου. Κατά κύριο λόγο μάλιστα, όταν αυτός ο παραβάτης είναι ανήλικος, άρα κατά τα δεδομένα της ανήμπορος να αμφισβητήσει με αξιώσεις τους όρους της.
Εν κατακλείδι, ένα κείμενο που περιφέρει ανοιχτές τις προκλήσεις του ακόμη και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, και με τόσα να έχουν γραφτεί πάνω στην ιδιαίτερη ψυχολογία αυτού που επιλέγει τη διωκόμενη παραβατική συμπεριφορά. Ανοιχτό στον διάλογο και το ίδιο, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα έργα του δημιουργού του.

Υ.Γ. Οι εκδόσεις Άγρα φρόντισαν να συνοδεύσουν τα κείμενο με το αρχικό εξώφυλλο της γαλλικής έκδοσης, μια εξαιρετική φωτογραφία που ίσως μας δείχνει τον ίδιο τον συγγραφέα μπροστά στην πόρτα της φυλακής, καθώς και με μια νεανική δική του ως προμετωπίδα, που μας τον δείχνει στην ηλικία που έχουν οι νεαροί που υπερασπίζεται με τον λόγο του. Συμπληρώνεται η έκδοση με κείμενο του Thomas Simonnet, διευθυντή της εκδοτικής σειράς LArbalète, που μας κατατοπίζει για την περιπέτεια του κειμένου του Genet. Μια ιδιαίτερη μνεία να γίνει και στη μετάφραση του Σπύρου Γιανναρά που φρόντισε να σημειώνει τις διαφορετικές εκδοχές του λόγου από έκδοση σε έκδοση καθώς και να δίνει απαραίτητες πληροφορίες που καθιστούν το κείμενο πιο εύκολα προσβάσιμο.


Διώνη Δημητριάδου

Σιγή



Γερά αποθέματα σιωπής 
αποθησαυρισμένα
απότοκο πολύωρης 
κοπιαστικής ακρόασης.
Καμιά φορά 
αφήνεται ελεύθερο να ξεμυτίσει
κάποιο αποσιωπητικό ξετρελαμένο
να κοινωνήσει τη σιγή 
στους φωνασκούντες.
Κι ύστερα πάλι 
στα σιωπηλά κι απάτητα
κατατρεγμένο από φλυαρίες 
να ησυχάσει.

Διώνη Δημητριάδου


Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους.
[Φραντς Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων]


(Γιάννης Γαΐτης, Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες) 

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

"Οι ‘σολομοί’"



Η ανάγνωση:

κάτι από τη σκέψη του Γιώργου Ιωάννου («Η πρωτεύουσα των προσφύγων»)

«…
Οι πνευματικοί δημιουργοί είναι τόσο ευαίσθητοι όσο και ο σολομός, το πιο ευαίσθητο ψάρι. Όταν αποκαθαρθούν τα νερά, κάποια μέρα εμφανίζεται, και είναι πολύ πιο σημαίνουσα και από των χελιδονιών η εμφάνισή του. Θέλω να πω με το παράδειγμα, ότι αν υπάρχει πρόβλημα και δυνατότητα για δημιουργία καλύτερων συνθηκών, αυτό είναι κάτι που εξαρτάται από τους άλλους και όχι από τους πνευματικούς σολομούς…»

Και το σχόλιο:

Φυσικά η παρομοίωση είναι απολύτως ανάλογη της δημιουργικής φαντασίας του γράφοντος, και ως τέτοια δεν απαιτεί ιδιαίτερη μνεία, καθόσον θα ακουστούν κοινότοπα λόγια περί της εκλεκτής γραφής του.
Επί της ουσίας, ωστόσο, θα ήταν άξιο παρατήρησης το ύφος αυτών των ‘πνευματικών σολομών’ καθώς ακολουθώντας ενστικτωδώς την πορεία επιστροφής -όπως πάντα ενάντια στο ρεύμα- θα βρεθούν αντιμέτωποι με το ανοιχτό και πεινασμένο στόμα της αρκούδας.