Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Διώνη Δημητριάδου - Συνεντεύξεις". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Διώνη Δημητριάδου - Συνεντεύξεις". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Διώνη Δημητριάδου – Συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ Πρώτη δημοσίευση στο Diastixo.gr (9-3-2021)

 

Διώνη Δημητριάδου – Συνέντευξη 

στον Γρηγόρη Δανιήλ

Πρώτη δημοσίευση στο Diastixo.gr (9-3-2021)

Διώνη Δημητριάδου: συνέντευξη στον Γρηγόρη Δανιήλ (diastixo.gr)





Αυτό που μας παρακινεί να υπερβούμε τα στενά μας όρια, να δημιουργήσουμε ενδεχομένως, είναι ο προσωπικός μας δαίμονας· ας συμφιλιωθούμε μαζί του.

 

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα. Με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και έχοντας διατρέξει μια μακρά πορεία ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πριν από λίγες μέρες παρουσίασε το δέκατο βιβλίο της, την ποιητική σύνθεση Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, από τις Εκδόσεις ΑΩ, που έδωσε και την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη. Η ενασχόλησή της με τα γραπτά των άλλων μέσα από επιμέλειες εκδόσεων, επιμέλειες στηλών σε λογοτεχνικά περιοδικά, άρθρα κριτικής λογοτεχνίας, οι πολλές συμμετοχές της, ακόμη, σε συλλογικές εκδόσεις και ο συντονισμός της Λέσχης Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής φανερώνουν σίγουρα μια πολύπλευρη προσωπικότητα λογοτεχνικής ουσίας.


Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή, η νέα σας ποιητική σύνθεση που μόλις κυκλοφόρησε. Θα ’θελα να μοιραστείτε μαζί μας τα πρώτα συναισθήματα γι’ αυτή τη νέα κυκλοφορία.


Όπως είναι φυσικό, η κυκλοφορία (άρα κοινοποίηση στους άλλους) ενός νέου βιβλίου ενέχει μια δόση ικανοποίησης, πιθανόν και ανακούφισης, αν νοηθεί ως το τέλος μιας μακράς πορείας. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η γραφή δεν έχει τέλος, παρά μόνο κάποιες στάσεις αναμονής. Έτσι, λέω ότι και αυτό το νέο μου βιβλίο αποτελεί μια εκδοχή όσων είχα κατά νου όταν το έγραφα, ένα ψήγμα μόνο από την αφορμή του, παρότι εμπεριέχει περισσότερο από οτιδήποτε προγενέστερο τον εαυτό μου, τη σκέψη μου.


Σε αυτό το ποιητικό βιβλίο η μορφή του Λύκου έρχεται από τα σκοτάδια στο φως. Ποιο ήταν το ερέθισμα ώστε να επικεντρωθείτε σε αυτή τη μορφή, που καθ’ όλο το πέρασμα των αιώνων στοιχειώνει τις παιδικές καρδιές, ενώ αντίθετα βρίσκει εξιλέωση στις σελίδες της λογοτεχνίας μας;


Δεν ξέρω αν, μιλώντας γενικότερα, από τα σκοτάδια έρχεται η μορφή του λύκου. Οι άνθρωποι της πόλης, όπως εγώ, μάθαμε τους λύκους από τη λογοτεχνία, στην οποία σωστά επισημαίνετε ότι εξιλεώνονται για την όποια κακή συμπεριφορά. Ο Λύκος ο δικός μου, προσωπικός απολύτως, αρέσκεται από τη φύση του να κυκλοφορεί ομοίως και στα ζοφερά και στα φωτεινά τοπία. Το ότι στην ποιητική εδώ εκδοχή έρχεται στο φως μια διαφορετική φύση του με ικανοποιεί, μια που θέλησα να τον δω ταυτόχρονα ως λύκο και δαίμονα μαζί. Όλοι έχουμε έναν δαίμονα μέσα μας, πέρα από τη θρησκευτική εκδοχή που τον ενοχοποιεί για ό,τι κακό συμβαίνει. Αυτό που μας παρακινεί να υπερβούμε τα στενά μας όρια, να δημιουργήσουμε ενδεχομένως, είναι ο προσωπικός μας δαίμονας· ας συμφιλιωθούμε μαζί του. Ας τον ονομάσουμε με το κεφαλαίο γράμμα, όπως εδώ ο λύκος έγινε Λύκος.


«Κάτι θέλησε να πει μα στάθηκαν οι λέξεις του ακίνητες κι αδύναμες να ηχήσουν». Μέσα σε μια εποχή που λέξεις παράτονες, επί το πλείστον, εξουδετερώνουν την αξία της σιωπής, ποια είναι τα όπλα σας;


Η σιωπή αποτελεί επιλογή και απαιτεί άσκηση· δεν είναι εύκολη υπόθεση. Φυσικά, σε μια εποχή ανούσιας φλυαρίας, όταν η κενή νοήματος κραυγή καλύπτει τα πάντα με την παντοδυναμία των μαζικών μέσων αναπαραγωγής, η σιωπή ρισκάρει να μείνει εντελώς αφανής με απενεργοποιημένη τη δύναμή της. Αν πιστέψουμε, όμως, στην παραπλανητική αξία όσων ηχηρά μας κατακλύζουν, είμαστε χαμένοι. Ας μη συντασσόμαστε, λοιπόν, στη λογική που μας θέλει να συνδιαλεγόμαστε με ό,τι φωνασκεί γύρω μας, γιατί δεν θα πείσουμε αντιπαραθέτοντας μια ακόμη κραυγή. Πιο ηχηρή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η σιωπή. Κάποιοι, λίγοι έστω, θα την προσέξουν και θα διαφοροποιηθούν από τον συρφετό. Η γραφή έχει τη δική της φωνή για όποιον θέλει να ακούσει.


«Ίδια η σκοτεινιά παντού κι ακόμα πιο πολύ μέσα στους δρόμους στις πόλεις των ανθρώπων». Τι εχέγγυα επιζητά το φως για να επισκεφτεί την πόλη, να διατρέξει τους δρόμους της;


Το φως, όπως κι αν το εννοήσουμε, υπάρχει ή απουσιάζει αναλόγως της δικής μας οπτικής. Μέσα στα πιο σκοτεινά τοπία των πόλεων μπορεί να βρεθεί: σε μια μουσική που ακούγεται από ένα υπόγειο, σε ένα ποίημα που γράφεται χωρίς ελπίδα να το δει κανείς, σε μια φωνή διαμαρτυρίας διωκόμενη από τις Αρχές, σε κάθε τι αιρετικό και μοναχικό. Όσο τέτοια σημάδια δεν γίνονται ορατά, τόσο θα καταβυθιζόμαστε σε μια σκοτεινιά που δεν αλλάζει, παρά μόνο για να γίνει ακόμη πιο αδιέξοδη. Οι πόλεις μας μπορούν να είναι και όμορφες.


«Πάνω που καταφέρνω κάπως να συμφιλιωθώ/ μ’ αυτή την άλλη/ διάταξη των πραγμάτων/ ξημερώνει». Πώς αίρεται αυτή η συμφιλίωση; Ποια τα αποτελέσματα αυτής της άρσης;


Η άλλη διάταξη των πραγμάτων είναι η άλλη θέαση μιας πραγματικότητας που δεν στηρίζεται μόνο στο λογικό εποικοδόμημα, αλλά υποψιάζεται στη βάση του τη δύναμη του υποσυνειδήτου. Στα όνειρα γιατί να μην είμαστε αληθινοί, σαν μια άλλη εκδοχή του εαυτού μας που αδιαφορεί για τον ορθολογισμό ως μοναδικό τρόπο θέασης του κόσμου; Συχνά η επαναφορά στη συμβατική δόμηση της ζωής μας (άφευκτη κοινωνική αναγκαιότητα) συνιστά μια ανώμαλη προσγείωση, την οποία ακολουθούμε προκειμένου να συμβιώσουμε ομαλά με τους άλλους. Τι απομένει; Μα, φυσικά η Τέχνη, στην οποία μπορούμε να είμαστε αποδεσμευμένοι από συμβατικότητες.


Ο Γιώργος, ένας επιτελικός, ας μου επιτραπεί ο όρος, ήρωας στο διήγημά σας «Άηχος τόπος» της συλλογής σας Βιωμένος χρόνος (Εκδόσεις ΑΩ) αναλαμβάνει να μυήσει την κεντρική ηρωίδα σας στα μυστήρια του τόπου. Γυρνώντας πίσω στο χρόνο, πώς ξεκίνησε η μύηση στον μυστηριώδη κόσμο της λογοτεχνίας;


Πάντα είναι ενδιαφέρουσα όσο και μοναδική η πορεία μύησης. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον όπου τα βιβλία ήταν περίπου ισότιμα μέλη της οικογένειας, ήμουν πάντα δεμένη μαζί τους σε σχέση εξάρτησης, αν αυτό συνιστά μια μύηση ή αυτομύηση ενδεχομένως. Κάτι που με ακολουθεί ως τώρα. Δεν αποχωρίζομαι ποτέ τα βιβλία μου, λυπάμαι όταν χάνω κάποιο, ανατρέχω συχνά στις σελίδες των παλαιότερων, συνομιλώ μαζί τους. Αυτά ως αναγνώστρια. Άργησα να δω τη λογοτεχνία από την πλευρά της γραφής, πιθανόν γιατί απαιτεί μια ωριμότητα που έρχεται με τον χρόνο.


«Των άλλων τα γραφτά/ πάντα εκεί» λέτε στον Ευτυχισμένο Σίσυφο. Αλήθεια, η ενασχόληση με τα γραπτά των άλλων τι χαρίζει στη Διώνη;


Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την επιρροή των άλλων στα γραφτά μας. Άλλοτε είναι συγκεκριμένες επιδράσεις που οδηγούν σε ενδιαφέρουσες «συνομιλίες» (είτε ως συμπλήρωμα των δικών μας είτε ως μείωση της οίησης που συχνά συνοδεύει τη δημιουργία), άλλοτε είναι αδιόρατες, κάτι σαν μνήμες που δεν ξέρεις ακριβώς την προέλευσή τους, αλλά βρίσκονται αναπάντεχα μέσα σε κάτι που εσύ σκέφτηκες και έγραψες. Τίποτα στην ουσία δεν είναι αποκλειστικά δικό μας. Οι λέξεις, όπως και οι μουσικές, είναι διάχυτες παντού και μας προσκαλούν.


Η επιμέλεια ενός κειμένου, είτε αφορά μια κριτική είτε ένα βιβλίο άλλου συγγραφέα, ποια στάδια διατρέχει; Στο εργαστήρι της φροντίδας ενός κειμένου, τι δεν έχει θέση;


Πρόκειται για δύο διαφορετικές μορφές ενασχόλησης με τα γραφτά των άλλων. Στην επιμέλεια έχεις την ευθύνη να δεις, να προβλέψεις, να διορθώσεις, να επινοήσεις καμιά φορά· συνεργάζεσαι με τον συγγραφέα, προσφέρεις αλλά και κερδίζεις. Η κριτική απαιτεί άλλου είδους συμπόρευση (γιατί στην ουσία αυτό είναι), να ανοίξεις ένα ρήγμα στον δικό σου κόσμο προκειμένου να εισχωρήσει η άλλη θέαση του υπαρκτού, αυτή του συγγραφέα. Και στις δύο περιπτώσεις, στην επιμέλεια και στην κριτική, δεν αρκεί η επιστημονική σκευή περί τη Θεωρία της Λογοτεχνίας –αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι και επαρκής συνθήκη–, χρειάζεται και η συνειδητοποίηση πως η γραφή έχει τόσες μορφές όσες και οι υπηρετούντες αυτή με συνέπεια και υπευθυνότητα. Απομάκρυνση, επομένως, από την οίηση της απόλυτης ορθότητας, την εμμονική προσήλωση σε στερεοτυπικές κατευθύνσεις/οδηγίες.


Έπειτα από 10 βιβλία προσωπικής εργογραφίας και πάμπολλες συμμετοχές σε συλλογικές εκδόσεις, ποιες οι μνήμες που σας συντροφεύουν σε αυτή τη συγγραφική διαδρομή;


Η αίσθηση πως βγάζω από το συρτάρι μου κάτι που θέλω να το μοιραστώ, αυτό ισχύει για όλα – η γραφή είναι μοίρασμα, δεν είναι ιδιωτική υπόθεση από τη στιγμή που θα φύγει από σένα. Αν, μάλιστα, πρόκειται για συλλογικό έργο, τότε η συνδημιουργία είναι πολύτιμη εμπειρία, καταργώντας εντελώς την οίηση που έλεγα παραπάνω. Με κάθε προσωπικό έργο, φυσικά, δένουν ιδιαίτερες μνήμες που το καθιστούν ιδιαίτερο: η αγωνία αν θα εκδοθεί, η αποδοχή από τους αναγνώστες, οι κριτικές που έλαβε, καθώς και η αίσθηση πως κάτι ακόμη έπρεπε να έχω γράψει αλλά τότε δεν το σκέφτηκα.


«Υπήρχε μια εποχή που νόμιζα πως κάποια πράγματα θα κρατούν για πάντα», λέτε κάπου. Ποιες θύμησες κατακλύζουν ακόμη το σήμερα από εκείνη την εποχή που, ίσως άδοξα, κάποια πράγματα έχασαν το ένδυμα του παντοτινού;


Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, απλώς έχουμε την επιθυμία της διάρκειας ή την ψευδαίσθηση ότι η επιθυμία μας αυτή είναι αρκετή. Στη λογοτεχνία το παραδεχόμαστε αυτό, γι’ αυτό και συχνά η μνήμη καθοδηγεί τη γραφή μας. Πρόσωπα και καταστάσεις επανέρχονται με μικρή, ωστόσο, δόση νοσταλγίας, γιατί επιμένω να αγαπώ το τώρα, με όσα βάρη κι αν έχει πάνω του. Επιθυμώ τη συμφιλίωση με τον χρόνο και τις αλλαγές που φέρνει αναπόφευκτα· άλλωστε θεωρώ προκλητική την ανάγκη προσαρμογής σε νέες συνθήκες, διατηρώντας βέβαια τα όρια ανοχής ζωντανά.


Πώς ξεκίνησε η όμορφη περιπέτεια της Λέσχης Ανάγνωσης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής;


Είναι και αυτή μια συνεργατική διαδικασία. Ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια από κοινού με τη Δήμητρα Καραχάλιου, στη φιλόξενη στέγη της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αγίας Παρασκευής, στο οίκημα που παραχώρησε ο σπουδαίος ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος, όπου λειτουργεί και το σχετικό Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου. Θέλαμε μια επαφή με το φιλαναγνωστικό κοινό της πόλης μας, με ενδιαφέροντα βιβλία και πάντοτε με την παρουσία των συγγραφέων στις συναντήσεις μας ή των μεταφραστών, αν πρόκειται για ξένη λογοτεχνία. Έγιναν περίπου τριάντα τέτοιες συναντήσεις με συμμετοχή μελών αλλά και φίλων (είμαστε ανοιχτή λέσχη στο κοινό), ως τη στιγμή που η καραντίνα σταμάτησε τη λειτουργία της Λέσχης μας. Είμαστε σε αναμονή της συνέχειας.


«Καθένας και μια θάλασσα προσωπικός πνιγμός». Ζώντας σε χρόνια συλλογικότητας, τι σκέψεις κάνετε για την από δω και στο εξής πορεία μας παρατηρώντας την ατομικότητα που έχει επιβληθεί στον 21ο αιώνα, που την επιτείνει και το ξέσπασμα της πανδημίας;


Η συλλογικότητα πάντα θα υπάρχει ως αναγκαιότητα· τίποτα δεν ολοκληρώνεται μέσα από την απομονωμένη δράση. Ο «προσωπικός πνιγμός» παραμένει η ιδιωτική κατάσταση βίωσης των πραγμάτων και της θέσης μας σε αυτά, και αποδίδεται λογοτεχνικά/ποιητικά με αυτά τα λόγια. Πιστεύω πως ο προσωπικός πνιγμός είναι η απαραίτητη συνθήκη για να λειτουργήσει η συλλογικότητα. Ο καθένας συμμετέχει σε μια κοινή πορεία με τους άλλους φέροντας μέσα του τις προσωπικές του απώλειες, μνήμες, αποτυχίες, κατακρημνίσεις. Διαφορετικά, δεν μπορεί να προσφέρει στην κοινή υπόθεση. Η ατομικότητα, που χαρακτηρίζει την εποχή μας ίσως περισσότερο από παλιά, δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται σκληρά στις τωρινές συνθήκες καραντίνας και εγκλωβισμού. Όμως ένα ισχυρό σοκ καμιά φορά οδηγεί σε αφύπνιση.

 


Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή

Διώνη Δημητριάδου
ΑΩ Εκδόσεις

 

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Διώνη Δημητριάδου - Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα - η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021)

 



Διώνη Δημητριάδου: «Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα - η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021)

 ✔️ Διώνη Δημητριάδου: «Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;» | Fractal (fractalart.gr)


 


 

«Η γραφή από μόνη της είναι ένα αίνιγμα. Κάθε που γράφεται κάτι είναι σαν να γεννιέται μια πιθανή απάντηση στα μείζονα ερωτήματα, που πάλι θα γεννήσει νέες απορίες. Από μόνη της μια τέτοια συνθήκη συνιστά εμμονή. Στην πραγματικότητα ό,τι γράφεται, με όποια μορφή κι αν του δοθεί, δεν μπορεί να αποσείσει το άχθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Κάποτε αυτό είναι εμφανές, κάποτε συγκαλυμμένο.»

 

 

Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, συγγραφέας και κριτικός είναι η πλέον αρμόδια να μας μυήσει στα μυστικά της γραφής. Γενναιόδωρη και αποκαλυπτική μας μιλά, τελικά, και για τα μυστικά της γραφής της. Όλα «πέφτουν στο τραπέζι», ήρωες, ιστορίες, αγάπες, εμμονές….

«Το έργο θα γεννηθεί, ακόμη και μέσα στον πολυσύχναστο δρόμο, στο μετρό, οπουδήποτε μια σημαντική στιγμή ή μνήμη θα απαιτήσει την προσοχή μας.» Μας λέει η συγγραφέας και μας μιλά και για την καινούργια δουλειά της. Το συνθετικό ποίημα «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» που κυκλοφορεί εντός του μηνός από τις εκδόσεις ΑΩ.

«Ο Λύκος στο συνθετικό ποίημα “Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή” ήρθε ξεκάθαρα μπροστά μου, στεκόταν δίπλα μου τα τελευταία δύο χρόνια, ώσπου κατάλαβα ότι ήθελε να μπει σε λέξεις. Παράδοξο, βέβαια. Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;», επιμένει. Και μας ανοίγει το εργαστήρι της.

 

-Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Θα έλεγα πως τις περισσότερες φορές αρχικά «γράφω» στο μυαλό μου. Εκεί δουλεύω μια ιδέα, τη μορφοποιώ, πάντα με την πεποίθηση πως πολλές φορές θα αλλάξει ώσπου να ολοκληρωθεί. Άλλοτε πάλι –αυτό ισχύει περισσότερο στα ποιήματα– προτιμώ την πιο «αυτόματη» γραφή, την πιο απελευθερωμένη από λογικές διεργασίες. Όχι, όμως, ότι πάλι δεν θα νιώσω την πρόκληση της επεξεργασίας.

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Όλα ξεκινούν από μια αρχική αφορμή, συχνά κάτι που θα ξεπηδήσει από την παρατήρηση. Θεωρώ πως αρχή της δημιουργίας είναι η παρατήρηση. Μετά έρχεται η μνήμη με τη δική της επιλεκτική διάθεση (άλλα τα θάβει βαθιά και άλλα τα ανασύρει κατά τη δική της ανεξιχνίαστη βούληση), και κατόπιν έρχεται η λέξη ή η φράση που θα δώσει υπόσταση στην αφορμή. Αυτή τώρα, έχει μεγάλη δύναμη. Παραμένει εμμονικά εκεί διεκδικώντας την αρχή του κειμένου, όσο κι αν θέλω να την παραγκωνίσω· οπότε της παραχωρώ την πρωτοκαθεδρία. Το πλάνο, το σχέδιο γραφής έρχεται μετά. Ωστόσο, τα καλύτερα γράφονται όταν αναιρείται ο σχεδιασμός και αφήνομαι να με οδηγήσει η ίδια η γραφή. Ξέρετε, έχει τη δική της δυναμική.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Θα μπορούσα να απαντήσω: όλα! Γιατί όλα έχουν την παραδοξότητα της γέννησής τους. Ωστόσο, νομίζω ότι το πιο πρόσφατο (υπό έκδοση μέσα στον Ιανουάριο 2021) με βρήκε πρώτα ως μορφή και κατόπιν ως ιδέα. Ο Λύκος στο συνθετικό ποίημα «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» ήρθε ξεκάθαρα μπροστά μου, στεκόταν δίπλα μου τα τελευταία δύο χρόνια, ώσπου κατάλαβα ότι ήθελε να μπει σε λέξεις. Παράδοξο, βέβαια. Αλλά πείτε μου τι δεν έχει σε ό,τι γράφουμε μια δόση παράξενου ή αλλόκοτου; Πώς γεννιέται κάτι ενώ πριν δεν υπήρχε τίποτα;


 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η γραφή από μόνη της είναι ένα αίνιγμα. Κάθε που γράφεται κάτι είναι σαν να γεννιέται μια πιθανή απάντηση στα μείζονα ερωτήματα, που πάλι θα γεννήσει νέες απορίες. Από μόνη της μια τέτοια συνθήκη συνιστά εμμονή. Στην πραγματικότητα ό,τι γράφεται, με όποια μορφή κι αν του δοθεί, δεν μπορεί να αποσείσει το άχθος των υπαρξιακών ερωτημάτων. Κάποτε αυτό είναι εμφανές, κάποτε συγκαλυμμένο. Αν δεν υπήρχαν αυτά τα πρωταρχικά ερωτήματα που γεννιούνται από τη συνύπαρξη του θνητού όντος με το αέναο και άγνωστο σύμπαν, αν ο θάνατος δεν έδενε τόσο στενά με τον έρωτα, αν η νοητική ικανότητα του ανθρώπου δεν ήταν τόσο οριακή μπροστά στη μεγαλοσύνη ενός κόσμου που μας υπερβαίνει, δεν θα είχε γραφεί ποτέ ούτε η παραμικρή αράδα.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Οι ιστορίες έρχονται και μας βρίσκουν. Αν μπορούσαμε να τις ρωτήσουμε, τι θα έλεγαν άραγε; Γιατί μας επέλεξαν, γιατί εμάς με τις μνήμες μας, τις βιωμένες απώλειες, τις εμμονές μας, αν το προτιμάτε; Εμείς γράφοντας γινόμαστε το «σπίτι» τους· αυτές υπάρχουν έτσι κι αλλιώς από πριν.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Αν οι ιστορίες έρχονται και μας βρίσκουν, το ίδιο συμβαίνει και με τους ήρωές μας. Θα ήθελα να πιστεύω ότι οι δικοί μου ήρωες έχουν κάτι από μένα, είτε φαίνεται είτε όχι, πιθανόν σε πιο ακραία εκδοχή προκειμένου να λειτουργήσουν ως λογοτεχνικές περσόνες. Στην προηγούμενη ποιητική μου συλλογή «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος» ο Σίσυφος περιέγραφε την προσωπική μου περιπέτεια ζωής σε πολλά σημεία της. Να πω εδώ ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ότι μιλώντας για «ήρωες» αναφερόμαστε μόνο στην πεζογραφία. Πιστεύω ότι και η ποίηση ιστορίες αφηγείται, οπότε έχει και αυτή τους ήρωές της/λογοτεχνικές περσόνες.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Πάντα με εντυπωσίαζαν οι καλές γραφές, με τον βαθμό του εντυπωσιασμού αλλά και την ποιότητά του να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Αν, όμως, εννοείτε μια συνειδητή κατάσταση εντυπωσιασμού, τότε θα πω το φιλοσοφικό δοκίμιο του Αλμπέρ Καμύ «Ο μύθος του Σίσυφου – δοκίμιο πάνω στο Παράλογο», που το πρωτοδιάβασα σε πολύ νεαρή (εφηβική) ηλικία, και από τότε συχνά ανατρέχω στις σελίδες του, προσδίδοντας νέες ερμηνείες. Είναι από τα βιβλία που «μεγαλώνουν» μαζί μου σε μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση, αν μπορώ να πω. Ακριβώς αυτό το βιβλίο άσκησε μεγάλη επίδραση στον τρόπο της σκέψης μου. Με ώθησε στην αμφιβολία, στην έρευνα, στην αναίρεση βεβαιοτήτων, σε έναν ορίζοντα, πιστεύω, πιο πλατύ. Άλλωστε ο «Ευτυχισμένος Σίσυφος» εμπεριέχει στην ουσία τον τρόπο με τον οποίο μέσα στα χρόνια μελετώ αυτό το βιβλίο. Φυσικά με τον ποιητικό λόγο, αφού πρόκειται για ποιητική συλλογή.

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Ο Καμύ, φυσικά. Αλλά και ο Κάφκα και ο Μπόρχες. Ποιος μπορεί να αγνοήσει αυτούς τους μέγιστους της γραφής; Από την ώρα που θα τους συναντήσεις, δεν γίνεται να μην ανατρέχεις συχνά στη σκέψη τους. Σαν να ρίχνουν πετραδάκια για να μη χαθεί η διαδρομή προς τη συνειδητοποίηση του εαυτού μας, προς τη γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει και εν τέλει προς τη γνώση της θέσης μας μέσα σ’ αυτόν. Και, το κυριότερο: πάντοτε με την υποψία πως ό,τι έχει ειπωθεί θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να αναιρεθεί· ο κύκλος της σκέψης, η παντοδύναμη αμφιβολία, η αμφισβήτηση και τελικά η δημιουργική αντίθεση, με αυτή τη σειρά φυσικά. Αλλά και οι ποιητές. Με συγκινεί η ευαισθησία του Σολωμού, ο τρόπος που ο Καβάφης ενσωματώνει (φανερά ή όχι) την προσωπική του ζωή στην ποίησή του, οι υψηλές πτήσεις του Σικελιανού. Αλλά, ξέρετε, υπάρχουν και νεότεροι ενδιαφέροντες ποιητές που μου αρέσει να ανακαλύπτω, Έλληνες και ξένοι. Πεδίο έρευνας λαμπρό!

 


-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Όταν γράφω διαρκώς αποσπάται η προσοχή μου. Διακόπτω συχνά, ψάχνω σε βιβλία κάτι που θυμάμαι (πιθανόν και άσχετο με ό,τι γράφω), ακούω μουσική, συζητώ. Θεωρώ πως η γραφή είναι μέσα τη ζωή κι αυτή, όπως όλα όσα μας περιτριγυρίζουν με την καθημερινότητά τους ή την ξαφνική ανατροπή τους. Έτσι, η γραφή ανατροφοδοτείται διαρκώς από τα διάφορα ερεθίσματα. Δεν πιστεύω στην απομόνωση ως απαραίτητη συνθήκη δημιουργίας. Το έργο θα γεννηθεί, ακόμη και μέσα στον πολυσύχναστο δρόμο, στο μετρό, οπουδήποτε μια σημαντική στιγμή ή μνήμη θα απαιτήσει την προσοχή μας.

 

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Δεν είναι ένα μόνο. Ιδέες πολλές, αφορμές που αποτυπώνονται για να βρουν τη τελική τους μορφή αργότερα. Έτοιμη μια ποιητική συλλογή για να κυκλοφορήσει μέσα στον Ιανουάριο του 2021. Αν και είναι ολοκληρωμένη, θεωρώ πως είναι ακόμη «ανοιχτή», γιατί κανένα έργο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, αφού παραμένει πάντα έτοιμο για νέα ανάγνωση και από τον αποδέκτη του αλλά και από τον δημιουργό του. Πρόκειται για μια σύνθεση με ποιήματα συνδεδεμένα μεταξύ τους με εμβόλιμα πεζόμορφα κομμάτια, που όλα μαζί συνιστούν ένα «όλον». Αν ο «Ευτυχισμένος Σίσυφος» ήταν η περιπέτεια της ζωής μου, εδώ η «Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή» περισσότερο είναι η περιπέτεια της σκέψης μου. Με ρωτήσατε παραπάνω για τις εμμονές της γραφής. Ναι, να μια απόδειξη· το ίδιο βιβλίο γράφεται πάντα, μόνο με διαφορετική μορφή. Εναπόκειται στον αναγνώστη να βρει τα ίχνη που οδηγούν στον συγγραφέα. Πάντα, βέβαια, υπάρχει η ελπίδα ότι θα ανακαλύψει ταυτόχρονα και τον εαυτό του προσδίδοντας έτσι με τη δική του ερμηνεία έναν ιδιαίτερο πλούτο στην κάθε γραφή.



 [η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal (26-1-2021]


 

 

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Στην Καθημερινή της Κυριακής (26 -1- 2020) συνέντευξη στη στήλη 500 λέξεις

Στην Καθημερινή της Κυριακής 
(26 -1- 2020)
συνέντευξη στη στήλη 500 λέξεις


Και στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας: https://www.kathimerini.gr/1061789/article/proswpa/proskhnio/500-le3eis-me-th-diwnh-dhmhtriadoy

Τετάρτη 5 Ιουνίου 2019

Συνέντευξη της Διώνης Δημητριάδου στην Ελένη Γκίκα (αναδημοσίευση από το περιοδικό Fractal


Συνέντευξη
της Διώνης Δημητριάδου
στην Ελένη Γκίκα
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Fractal
https://www.fractalart.gr/dioni-dimitriadoy/)



«Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι, δεν θα γραφόταν τίποτα»



«Εμείς έχουμε προδώσει τον εαυτό μας και όσα ελπίσαμε. Μια σειρά από διαψεύσεις σε κάθε επίπεδο. Ποτέ δεν φταίνε οι εποχές. Εμείς φτιάχνουμε το περιβάλλον μας και τις συνθήκες του. Θα ήθελα αλώβητη να είναι η ελπίδα, αλλά φοβάμαι πως θα ακουστώ ανεδαφική».

Η Διώνη Δημητριάδου, ποιήτρια, δοκιμιογράφος, πεζογράφος και κριτικός είναι μια από τις πιο δυνατές φωνές της εποχής. «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΑΩ επαναφέρει τη διαχρονική τραγωδία του ανθρώπου φωτίζοντας λίγο παραπάνω τον άνθρωπο της εποχής, οι οξυδερκείς κριτικές της ανατέμνουν την καινούργια εκδοτική παραγωγή, τα βραβεία Ζαν Μωρεάς είχαν την κριτική ματιά της, γνωρίζει το διαδίκτυο και πάνω απ’ όλα την αφορούν τα όσα γίνονται, φλέγεται για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι το κέντρο της δικής της ποιητικής. Στη συνέντευξή μας στον Φιλελεύθερο μιλήσαμε για την ποίησή της και για την ποίηση, για τον δικό της Σίσυφο και για τον Καμύ, για την κρίση, την εποχή, το διαδίκτυο, την απάθεια, την ελπίδα, τους κόμπους, την ενοχή. Με αποδοχή:
«Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι δεν θα γραφόταν τίποτα. Έχω την εντύπωση πως όλοι λίγο ως πολύ επιστρέφουμε στις εμμονές μας, φανερές ή μη. Κάθε γραφή είναι μια επιμέρους απάντηση στα ίδια ερωτήματα που έρχονται ξανά και ξανά.» Θα μας πει.

– Κυρία Δημητριάδου, να ξεκινήσουμε από την σημειολογία του τίτλου: «Ο Ευτυχισμένος Σίσυφος», πολλά δεν ζητάμε από τον σύγχρονο Σίσυφο; Και εμείς και ο Καμύ;

Σωστά αναφέρεστε στον Αλμπέρ Καμύ, καθόσον είναι στην ουσία δικός του ο τίτλος. Στο έργο του «Ο μύθος του Σίσυφου – δοκίμιο πάνω στο Παράλογο» πραγματεύεται τα όρια της ανθρώπινης ευτυχίας καταλήγοντας: «Θα πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Δεν ξέρω ειλικρινά αν ζητάμε πολλά από τον σύγχρονο άνθρωπο. Θα ήθελα να πιστεύω πως είμαστε ικανοί για πολύ περισσότερα από τη διεκδίκηση της ελευθερίας μας· γιατί αυτό δηλώνεται με το οξύμωρο του τίτλου. Ο Σίσυφος, καταδικασμένος από τους Θεούς και τη Μοίρα αιωνίως να φέρει το άχθος του βράχου σε μια μάταιη πορεία, κατακτά την προσωπική του ευτυχία όταν συνειδητοποιεί το «πλεονέκτημά» του: την απόλυτη επίγνωση του δράματος που τον αφορά. Από τη στιγμή αυτή καθίσταται ο ίδιος διαχειριστής της ζωής του, όσο κι αν ακούγεται αυτό παράδοξο λόγω των συνθηκών.

– Είναι ο σύγχρονος άνθρωπος «ευτυχισμένος Σίσυφος»;
Φοβάμαι πως ούτε ευτυχισμένος είναι ούτε Σίσυφος. Ευτυχής δεν είναι, διότι η ζωή αποδεικνύεται πολύ σκληρή για τον ταπεινωμένο άνθρωπο. Οι αντίξοες συνθήκες που καθορίζουν την οικονομική πραγματικότητα, η πολιτική αναξιοπιστία, ο χαλαρός κοινωνικός ιστός – όλα αυτά πέφτουν βαριά πάνω στους ώμους του. Αλλά ούτε Σίσυφος είναι, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που δίνουμε στο εμβληματικό αυτό όνομα.  Δεν συνειδητοποιεί τη θέση του στον κόσμο, δεν αντιλαμβάνεται, στον βαθμό που θα έπρεπε, το σκηνικό μέσα στο οποίο εντάσσεται. Έτσι καταλήγει να βαυκαλίζεται ότι είναι αυτόνομος, ενώ το αυτεξούσιό του καταργείται. Ο Σίσυφος προϋποθέτει την αυτοσυνειδησία, προκειμένου να κερδηθεί η ιδιόμορφη  «ευτυχία» του.

– Από «Το εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου» και «Το ατελιέ» ως τον «Ευτυχισμένο Σίσυφο», κυρία Δημητριάδου, τι έχει αλλάξει στη γραφή σας, στη ζωή σας, στη ζωή μας;
Διαρκώς αλλάζουμε, εξελισσόμαστε – αλίμονο αν δεν ίσχυε αυτή η δημιουργική συνθήκη στη ζωή μας. Αυτό συμπεριλαμβάνει και τη γραφή. Ωριμάζουμε, βλέπουμε αλλιώς τη θέση μας στον κόσμο που μας περιβάλλει, ο οποίος επίσης αλλάζει διαρκώς. Θαρρώ πως αυτά που γράφω τώρα δεν θα μπορούσα να τα έχω γράψει νωρίτερα. Ίσως είναι πιο σκούρα στα χρώματά τους ανταποκρινόμενα σε μια σκοτεινιά ολοένα αυξανόμενη. Το έσω και το έξω τοπίο είναι πιο βαρύ.

– Τι πρέπει να έχει ένα ποίημα για να γίνει ποίημά σας; Μια ιστορία, ιστορία σας; Ένας ήρωας, ήρωάς σας;
Ίσως αυτή η ιδιαίτερη συνθήκη, που μετατρέπει μια εικόνα ή μια μνήμη σε θέμα ενός ποιήματος ή μιας ιστορίας, να είναι κάτι απροσδιόριστο μα δυνατό, ή ακόμη κάτι που περνά απαρατήρητο από κάποιον άλλον, όμως ικανό να διεγείρει το ενδιαφέρον (κάποιοι το λένε έμπνευση) κι έτσι να δημιουργηθεί η νέα πραγματικότητα – αυτό είναι το έργο, κάτι που γεννιέται και παίρνει τη θέση του εκεί που δεν υπήρχε πριν τίποτα.

– Το ποίημα έρχεται προς εμάς ή είμαστε εμείς απολύτως οι δημιουργοί;
Πιστεύω πως το ποίημα έρχεται προς εμάς. Μας συναντά αιφνιδιαστικά και απρόσμενα και μας κατακτά. Άλλωστε, από τη στιγμή της δημιουργίας του και μετά, δεν ανήκει πλέον ούτε στον δημιουργό του. Ανοίγεται ελεύθερο σε ερμηνείες και οικειοποιήσεις  από τον αποδέκτη του· γι’ αυτό και οι πολλαπλές ‘αναγνώσεις’, οι πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Ο κάθε αναγνώστης εισχωρεί με τον δικό του τρόπο μέσα στο ποίημα και αναγνωρίζει δικά του πράγματα, που συχνά καμία απολύτως σχέση δεν έχουν με την αρχική αφορμή στο μυαλό του δημιουργού.  Αυτό που είχε αποκαλέσει ο Μάνος Χατζιδάκις «θνητή αφορμή».


– Οι σκληρές εποχές είναι σπλαχνικές εποχές όσον αφορά την ποίηση;
Μπορεί να είναι σπλαχνικές προς τον δημιουργό, γιατί τον προκαλούν να εκφραστεί. Γνωστό άλλωστε πως η ποίηση γράφεται μέσα από σκληρές καταστάσεις. Η χαρά δεν έχει την ανάγκη της αποτύπωσης στον λόγο. Η αληθινή ποίηση πατά πάνω στο συσσωρευμένο πάθος. Είναι διαφορετική, ωστόσο, η αποδοχή και η καταξίωση της ποίησης σε σκληρές εποχές. Το ευρύ αναγνωστικό κοινό δεν προτιμά έτσι κι αλλιώς την ποίηση. Ο ποιητής είναι μοναχικός από τη φύση του, καταλήγει όμως και μόνος μέσα στο πλήθος που τον αγνοεί.

– Διαβάζετε απαιτητικά και ασταμάτητα, κι είστε αφάνταστα γενναιόδωρη με τους νέους ποιητές και συγγραφείς.
Ναι, το διάβασμα είναι δεύτερη φύση για μένα.  Διαβάζω πολύ αλλά  επιλεκτικά. Και γράφω πολύ για τα γραπτά των άλλων σε κριτικές που δημοσιεύονται. Οι νέοι ποιητές και πεζογράφοι με ενδιαφέρουν πολύ. Είναι το νέο αίμα και αξίζει να το εξετάσουμε. Δεν είναι πάντα καλά αυτά που γράφονται  αλλά θέλω να τα γνωρίσω σαν μια αποτύπωση της εποχής μας. Και σε τελευταία ανάλυση, δεν αξίζει να μιλήσει κάποιος για μια καλή γραφή που συναντά στις αναγνώσεις του;

– Είμαστε ό,τι διαβάσαμε ή ό,τι ζήσαμε;
Πιστεύω πως ο συγγραφέας αντλεί από τα διαβάσματά του, τις εμπειρίες της ζωής του, και την παρατήρηση. Δεν υποστηρίζω την απομόνωση του δημιουργού, δεν μου αρέσει η ‘ιδιωτική οδός’ που κάποιοι θεωρούν απαραίτητη για να γράψουν αποκλείοντας τους άλλους από τον περίκλειστο χώρο τους. Είμαστε κοινωνικοί και ως δημιουργοί – άλλο ζήτημα, φυσικά, η μοναξιά την ώρα της γραφής· τότε είμαστε μόνοι μας. Όλα τα παραπάνω συνιστούν τον ιδεολογικό κόσμο, από τον οποίο αντλούμε και γράφουμε.

– Αν σας ζητούσαμε να μας μιλήσετε για την καινούργια εκδοτική παραγωγή;
Πλούσια σε αριθμό εκδόσεων, γεγονός που προκαλεί έκπληξη εν καιρώ κρίσης. Κάποιος αισιόδοξος θα πει πως η αλλαγή των εποχών και η μετάβαση από την κρίση στην ανάκαμψη δίνει τα πρώτα της σημάδια στον πνευματικό χώρο. Μπορεί να είναι κι έτσι. Να πούμε όμως ότι το πλήθος δεν συνάδει πάντα με την ποιότητα. Αυτό με προβληματίζει. Ίσως θα έπρεπε οι εκδότες να είναι πιο αυστηροί στις επιλογές τους.

– Υπάρχει ποίηση της κρίσης; Λογοτεχνία της κρίσης;
Λογοτεχνία που γράφεται εν καιρώ κρίσης οπωσδήποτε υπάρχει και είναι συχνά ενδιαφέρουσα, καθώς φέρει μέσα της, όποιο κι αν είναι το θέμα της,  την αίσθηση  της απόγνωσης που κυριαρχεί γύρω μας και επηρεάζει αναπόφευκτα τον συγγραφέα. Άλλο πράγμα όμως είναι η λογοτεχνία που γράφεται με θέμα αυτή την ίδια την κρίση. Τα ποιήματα ή και τα διηγήματα αποτυπώνουν εικόνες/αποσπάσματα της πραγματικότητας. Ένα μυθιστόρημα, όμως, πώς να γραφεί, όταν απαιτείται η απόσταση από τα σύγχρονα γεγονότα; Πώς να μπορέσει ο συγγραφέας, που αποτελεί κομμάτι του σήμερα, να μιλήσει αποστασιοποιημένος από αυτό;


– Ποίηση του διαδικτύου; Λογοτεχνία του διαδικτύου;
Το διαδίκτυο προσφέρει την ευκαιρία της κοινοποίησης των ποιημάτων σε ευρεία κλίμακα. Ταυτόχρονα όμως επιτρέπει σε πολλά ανούσια και θλιβερά να δουν το φως της δημοσιότητας. Κακό αυτό, διότι δημιουργούνται παραπλανητικά κριτήρια για την ουσία της ποίησης.

– Έχετε επισημάνει δικές σας εμμονές γραφής; Θέματα που σας βασανίζουν, κόμπους που προσπαθείτε να λύσετε…
Μα, αν δεν υπήρχαν οι κόμποι, όπως εύστοχα είπατε, δεν θα γραφόταν τίποτα. Έχω την εντύπωση πως όλοι λίγο ως πολύ επιστρέφουμε στις εμμονές μας, φανερές ή μη. Κάθε γραφή είναι μια επιμέρους απάντηση στα ίδια ερωτήματα που έρχονται ξανά και ξανά.

– Υπάρχουν κείμενα στα οποία καταφεύγετε όταν ζητάτε παρηγοριά;
Πολλά αγαπημένα. Και μάλιστα αγαπώ να τα διαβάζω δυνατά για να ακούω τη νέα αναγνωστική τους εκδοχή. Γιατί κι αυτά μεγαλώνουν μαζί μας. Δεν επιστρέφω, ωστόσο, ποτέ στα δικά μου γραπτά.

– «Γιατί το θαύμα γδέρνει», κυρία Δημητριάδου;
Πώς αλλιώς να προσεγγίσεις το ‘θαύμα’, το οποίο είναι ορατό μόνο σε ελάχιστους εκλεκτούς; Όλα δίνονται με το ανάλογο τίμημα. Σε γδέρνει με το κοφτερό του λεπίδι, σε σκοτώνει για να ξαναγεννηθείς. Και δεν εννοώ καθόλου ένα θαύμα σε θρησκευτικά πλαίσια – αυτό έτσι κι αλλιώς είναι υπόθεση πίστης. Περισσότερο ψάχνω τα πιο απτά θαύματα που είναι γύρω μας αλλά δεν είμαστε ικανοί να τα δούμε. Και το ποίημα ένα θαύμα είναι.

– Η ποίηση σήμερα; Παρηγορητική; Επαναστατική; Προστατευτική; Τρόπος έκφρασης;
Ιαματική, θα έλεγα. Αρωγός της ψυχής του ποιητή αρχικά, κατόπιν ιαματική για τον αποδέκτη. Πάντα έτσι ήταν κι εξακολουθεί να είναι. Ακόμα κι αν το θαύμα της ποίησης κάνει μόνο για λίγο να μη νιώθεται η πληγή, κατά τον Καβάφη.


– Τι έχει αλήθεια η εποχή μας που δεν το είχε καμία άλλη εποχή;
Βλέπω περισσότερη απάθεια απέναντι στα υπαρκτά προβλήματα, περισσότερη ανοχή στη διαφθορά των συνειδήσεων. Σαν να τα έχουμε τόσο ενστερνισθεί ως πραγματικότητα που δεν μπορούμε να διανοηθούμε έστω τη διαμαρτυρία μας, αν όχι τη σθεναρή μας αντίσταση.

– Κυρία Δημητριάδου, αισθάνεστε να μας έχει κάπως προδώσει αυτή εδώ η εποχή; Υπάρχει κάτι που παραμένει αλώβητο;
Εμείς έχουμε προδώσει τον εαυτό μας και όσα ελπίσαμε. Μια σειρά από διαψεύσεις σε κάθε επίπεδο. Ποτέ δεν φταίνε οι εποχές. Εμείς φτιάχνουμε το περιβάλλον μας και τις συνθήκες του. Θα ήθελα αλώβητη να είναι η ελπίδα, αλλά φοβάμαι πως θα ακουστώ ανεδαφική.

Η πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Φιλελεύθερος (3Ιουνίου 2019)

Σάββατο 4 Μαΐου 2019

Συνέντευξη της Διώνης Δημητριάδου στον «Τόπο των Ποιητών»



Συνέντευξη της Διώνης Δημητριάδου

στον «Τόπο των Ποιητών»
https://grafeionpoihshs-otopostonpoihton.blogspot.com/p/blog-page_21.html?fbclid=IwAR1GKocn5bguFayQ5jsBVEx450-vQOTvDBgL9bzMDOYQCa5wlY8MTI13KYc





Ο τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε την γραφή σας ο τόπος σας;



Είναι παράξενο πώς ο γενέθλιος τόπος δένεται μαζί μας, ακόμα κι αν εμείς απομακρυνόμαστε απ’ αυτόν. Είναι δική του η απόφαση να μας ακολουθεί, ακόμα κι όταν εμείς μακριά του πορευόμαστε, άλλες πατρίδες βρίσκουμε, και αυτόν τον αρχικό τόπο της γέννησής μας τον κρατάμε, θαρρούμε, μόνο μέσα σε παλιές, γκρίζες από τον χρόνο φωτογραφίες. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, κι έζησα εκεί τα πρώτα μου χρόνια (μόλις επτά) πριν με τραβήξει στην αγκαλιά της η Αθήνα, η μαγική Κυψέλη της δεκαετίας του ’60. Από εκεί έχω τις πιο σημαντικές αναμνήσεις μου, μέχρι που πρόδωσα κι αυτή τη νέα πατρίδα για άλλους τόπους. Κι όμως, κάθε που θέλω να γράψω κάτι πολύ δικό μου, έρχεται απρόσμενα και με βρίσκει σαν αόριστη αίσθηση (γεύση ή μυρωδιά, άγγιγμα οπωσδήποτε) η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης, οι παγωμένοι δρόμοι της τις μέρες του χειμώνα, το χοντρό γκαρσόνι στο «Όλυμπος-Νάουσα», η ρόδα στην Έκθεση, η θάλασσα, αχ η θάλασσα – πόσο μου έλειψε στις ανηφόρες της Κυψέλης! Γι’ αυτό και όταν με ρωτούν από πού έρχομαι, απαντώ: από τη Σαλονίκη. Κι ας μην είναι η καταγωγή μου από εκεί. Και όταν, όπως τώρα, με ρωτούν για την πατρίδα της γραφής μου, θέλω να πω: πατρίδα μου είναι εκεί που ακούμπησαν τα πρώτα μου τα χρόνια. Κι ας ήταν τόσο λίγα.



Σκέψεις και στίχοι σας για την Ελλάδα μέσα στον κόσμο σήμερα.



Έγραψα πρόσφατα:



ούτε με τη βροχή παρηγοριέται

μόνο μονολογάει

κι αφήνεται να λιώσει

μαζί με τις σταγόνες

καθώς στο χώμα πέφτοντας

αναρριγούν τα κάτω της ζωής

κι ακούγεται βαριά η κατηγόρια

έτσι όπως σειέται η γη

να βγει το μοιρολόι

ίδιο ανάθεμα



κατόπιν πάλι συνεχίζει

αιώνες τώρα μαθημένη

μια από δω μια από κει



ατέλειωτη πορεία




Θαρρώ πως συνοψίζει ποιητικά την πορεία της Ελλάδας. Κάποιοι που το διάβασαν είχαν άλλη γνώμη: είπαν πως εδώ μιλώ για μια προσωπική διαδρομή. Κι εγώ λέω πως μπορεί στην ουσία να είναι το ίδιο. Κλείνεις μέσα σου την Ελλάδα, και τότε το προσωπικό σου βάσανο παίρνει το σώμα της πατρίδας, μα και η μοίρα της γράφει επάνω σου ανεξίτηλα και ερμηνεύει τα πιο ιδιωτικά δικά σου. Μια από δω, μια από κει.
Αλλά και οι παρακάτω στίχοι νομίζω δίνουν το στίγμα της σημερινής Ελλάδας, κι ας είναι σκληροί και μοναχικοί. Μήπως, όμως, αυτό είναι το αληθινό της πρόσωπο;




τοπίο ξερό ξαναγεννιέται

φτύνει κατάμαυρο κουκούτσι

και ξεγελά με χρώματα γαλάζια



σε σκοτεινούς καιρούς ομνύει

σταυροκοπιέται ο νους θολώνει



στο ’πα πως θάμπωσε ο κόσμος

γυαλί που μαύρισε η φλόγα

τι λίγοι που απομείναμε

στο κέλυφος της γης



Διώνη Δημητριάδου