Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

Οι αγωνιστές στον Μοριά 1821-1827 Ημερολόγιο 2021 εκδόσεις Θίνες Η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 


 

Οι αγωνιστές στον Μοριά

1821-1827

Ημερολόγιο 2021

εκδόσεις Θίνες

Η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη 

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ημερολόγιο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας | Fractal (fractalart.gr)


 

Ημερολόγιο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας

 

Με αφορμή τα 200 χρόνια από τη εθνική παλιγγενεσία μια σειρά από σημαντικές ως επί το πλείστον εκδόσεις προσθέτουν στις γνώσεις μας ή αποκαλύπτουν άγνωστες ως τώρα πληροφορίες γύρω από πρόσωπα και γεγονότα που προσδιόρισαν τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Ελλάδας. Απολύτως φυσιολογικό το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Ανάμεσα στις σχετικές εκδόσεις ανακαλύπτουμε ένα πολύ ξεχωριστό ημερολόγιο, που η θεματική του εστιάζει στις μορφές των αγωνιστών του Μοριά από το 1821 έως το 1827. 

Ο τρόπος που εκτίθεται το υλικό του ημερολογίου το καθιστά στην ουσία ιστορικό ανάγνωσμα ιδιαίτερης αξίας. Ο κάθε μήνας αφορά έναν από τους επιφανείς αγωνιστές της επανάστασης με τη δράση του να εντοπίζεται στην Πελοπόννησο, με σύντομο βιογραφικό του προσώπου και εισαγωγικό κείμενο αντλημένο από τα ιστορικά αρχεία, όπως απομνημονεύματα, προκηρύξεις, διακηρύξεις, ομιλίες κ.λπ. αλλά και μεταγενέστερα κείμενα. Η κάθε μορφή απεικονίζεται εικαστικά φιλοτεχνημένη από τη Φωτεινή Στεφανίδη στην οποία ανήκει και η εικαστική αναπαράσταση στο εξώφυλλο της σημαίας των Φιλικών. Σε κάθε ημέρα του ημερολογίου παρουσιάζονται τα σημαντικότερα γεγονότα της Επανάστασης, όπως έχουν καταγραφεί στο έργο  «Χρονολογικός Πίναξ» του Κύπριου Σολομώντα Νικολαΐδη (τυπωμένο στο Εθνικό (Βασιλικό) Τυπογραφείο της Αίγινας το 1833). Ίσως και μόνον αυτή η ιδιοτυπία θα αρκούσε για να θεωρηθεί το ημερολόγιο ανάγνωσμα ξεχωριστής ιστορικής αξίας, καθόσον τα κείμενα του Νικολαΐδη αποτελούν μια πηγή σύγχρονη των γεγονότων, την προσωπική του δηλαδή επιλογή και αξιολόγηση τους και τον ανεπηρέαστο από τη μεταγενέστερη επεξεργασία της ιστορικής περιόδου προσωπικό επίσης έμμεσο σχολιασμό τους – έμμεσο, καθόσον στην ιστορική επιστήμη θεωρείται σχόλιο ακόμη και μόνη η παράθεση ιστορικών γεγονότων στη σειρά, πόσο περισσότερο η επιλογή τους.

Η πρωτοβουλία για την έκδοση ανήκει στον Φιλοτεχνικό Όμιλο Τρίπολης (με πολυάριθμες πολιτιστικές εκδηλώσεις στην αρκαδική πρωτεύουσα εδώ και πενήντα πέντε χρόνια), ως συμβολή/συμμετοχή στον επετειακό εορτασμό. Για την υλοποίηση της έκδοσης σημαντική η συμβολή, φροντίδα της Ζιζής Σαλίμπα (εκδόσεις Θίνες), η οποία όχι μόνον ως εκδότρια με ιδιαίτερη αισθητική αλλά και  ως ιστορικός προσέγγισε το υλικό (κείμενα και ανθολόγηση) και το ανέδειξε. Τέλος η οικονομική υποστήριξη του Σωτήρη Λαμπρόπουλου (σκηνοθέτη και σημερινού διευθυντή παραγωγής της ιστορικής Σχολής Κινηματογράφου-τηλεόρασης Σταυράκου) ήταν καθοριστική για την ολοκλήρωση του τόσο σημαντικού ημερολόγιου-βιβλίου.

Κατά μήνα τα πρόσωπα των αγωνιστών είναι: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Κανέλλος Δεληγιάννης, Παλαιών Πατρών Γερμανός, Νικηταράς, Παπαφλέσσας, Δημήτριος Υψηλάντης, ο φιλέλληνας Ολιβιέ Βουτιέ, Μπουμπουλίνα, Παναγιώτης Κεφάλας, Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, Νικόλαος Σπηλιάδης, Φωτάκος.

Μια έκδοση που εξυπηρετεί ως ημερολόγιο όλο τον χρόνο που διανύουμε, ωστόσο παραμένει πολύτιμο βιβλίο ιστορικής μελέτης στη βιβλιοθήκη.

 

[απόσπασμα από το ημερολόγιο:

 

«Ομογενείς φιλελεύθεροι Έλληνες,

… Όσοι  μεν ελάβατε τα όπλα υπέρ της ελευθερίας του ορθοδόξου ημών Γένους, φιλοτιμηθήτε να φανήτε άξιοι πολεμισταί, δεικνύοντες εις τον κατά του ασεβούς τυράννου πόλεμον, ανδρείαν ακαταμάχητον, ομόνοιαν αδιαίρετον και εις τους στρατηγούς, ευπείθειαν απαράβατον. Όσοι δε μέχρι τούδε εμείνατε ακίνητοι, εγέρθητε, αρπάσατε τα όπλα και πανταχόθεν τρέξατε να ελευθερώσητε την πατρίδα σας, και εντός ολίγου να ενωθώμεν όλοι, δια να καθυποτάξωμεν εξ ολοκλήρου τον τύραννον του Γένους… Το τέλος των αγώνων μας είναι η ελευθερία ή ο ένδοξος θάνατος». (απόσπασμα από την πρώτη προκήρυξη που εξέδωσε στις 12.6.1821, στην Ύδρα, ο Δημήτριος Υψηλάντης).]

 

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Χωρικά ύδατα Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας Δημήτρης Δασκαλόπουλος εκδόσεις Μελάνι η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Χωρικά ύδατα

Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

εκδόσεις Μελάνι

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Δημήτρης Δασκαλόπουλος: «Χωρικά ύδατα» (diastixo.gr)

 



Στα χωρικά ύδατα της προσωπικής του λογοτεχνικής επικράτειας οδηγεί τον αναγνώστη του ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, δημιουργός με πολυσχιδή δραστηριότητά στα ελληνικά γράμματα. Δεκατρία δοκίμια γραμμένα την πρόσφατη δεκαετία και δημοσιευμένα αρχικά με αφορμή επετείους ή αφιερώματα περιοδικών που αποτελούν, κατά τον γράφοντα ένα προσωπικό του εικονοστάσι. Ενδιαφέρουσα η προσωπική κατ’ αυτόν τον τρόπο τοποθέτηση, καθόσον αποδεικνύει ότι ο καλός κριτικός δεν οφείλει στανικώς να αποστασιοποιείται από το εξεταζόμενο έργο εγκαταλείποντας το προσωπικό του στίγμα, αλλά αντιθέτως προσφέρει στη γενικότερη θεώρηση της λογοτεχνίας, όταν επιτρέπει την παρείσφρηση των προσωπικών του κριτηρίων στην αξιολόγησή της. Ο Δασκαλόπουλος προλογίζοντας το βιβλίο διευκρινίζει το βασικό κριτήριο στη βάση του οποίου επέλεξε τα πρόσωπα που τον απασχολούν: Είναι φυσιογνωμίες με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Δεν υπαινίσσομαι μόνον την ιδιαιτερότητα της γραφής και του ύφους καθενός αλλά, κυρίως, την ηθική στάση που διατήρησαν σε όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής και της δημόσιας παρουσίας τους – στάση που καθιστά την περίπτωσή τους από πολλές απόψεις παραδειγματική. (Πρόλογος). Αν η ηθική στάση τους είναι η κατευθυντήρια αφορμή για τον δοκιμιογράφο/κριτικό, δεν θα μπορούσε αυτή να μην εκφράζει και την προσωπική του εκτίμηση για την έννοια του ήθους, τόσο στη γραφή όσο και στη ζωή γενικότερα.



Δύο από τα δοκίμια αφορούν τον Κωνσταντίνο Καβάφη, με το πρώτο να  επικεντρώνεται στα ερωτικά ποιήματα – κυρίως στο ποια πρέπει να συγκαταλέγονται στην κατηγορία αυτή αλλά και στις αφορμές τους,  συνιστώντας έτσι ένα από τα εμβριθέστερα (παρά τη συντομία του) δοκίμια περί της καβαφικής ποίησης. Το δεύτερο, πρωτότυπο στη θεματική σύλληψή του, εξετάζει την εικαστική αποτύπωση της μορφής του ποιητή παραθέτοντας ταυτόχρονα τις αμφίδρομες, όπως τις ονομάζει, σχέσεις του ποιητή με ανθρώπους της Τέχνης.

Στον πατέρα του Γιώργου Σεφέρη, νομικό, Καθηγητή στην έδρα του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και ποιητή Στέλιο Σεφεριάδη, αφιερώνεται το επόμενο δοκίμιο, στο οποίο παρουσιάζεται η σχέση γιου και πατέρα, σε κάθε περίπτωση σημαντική, ακόμη κι αν ελάχιστη συνάφεια ύφους υπάρχει στις ποιητικές τους δημιουργίες, ακόμη κι αν ο Στέλιος Σεφεριάδης έγινε γνωστός μεν ως πνευματική προσωπικότητα όχι όμως ως άξιος λόγου ποιητής.

Στον Γιώργο Σεφέρη, σε αναφορά εδώ κατά άμεσο τρόπο, διαβάζουμε δύο δοκίμια, στο πρώτο από τα οποία σκιαγραφείται η προσωπική του φιλία με τον Patrick Leigh Fermor, την εμβληματική αυτή προσωπικότητα που έδεσε με ποικίλους τρόπους τη ζωή του με την ελληνική πραγματικότητα.  Παράλληλοι δρόμοι, όχι εύκολα ορατοί στην ως τώρα δοκιμιογραφία, επισημαίνονται εδώ παρά τη διαφορά ηλικίας αλλά και τα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα από τα οποία προέρχεται ο καθένας. Ο Δασκαλόπουλος μελετώντας την αλληλογραφία των δύο ανδρών θα δείξει μία από τις παραμέτρους που οδήγησαν στη σθεναρή και μακρόχρονη φιλία τους: Αψευδής μάρτυρας της εκατέρωθεν εγκάρδιας σχέσης είναι η αλληλογραφία τους, στην οποία διακρίνει κανείς την κάποτε τρυφερά επιπληκτική αλλά προστατευτική και καθοδηγητική στάση του Σεφέρη προς τον Fermor, ο οποίος, από τη δική του πλευρά, ανταποδίδει στο πρόσωπο του πιστού φίλου του τον σεβασμό που οφείλεται σ’ έναν σπουδαίο ποιητή. («Patrick Leigh Fermor – Γιώργος Σεφέρης, Περιγραφή μιας φιλίας», σ. 85). Στο δεύτερο δοκίμιο ανιχνεύεται η ποιητική (και όχι προσωπική) σχέση ανάμεσα στον Σεφέρη και τον Μιλτιάδη Μαλακάση, ποιητές διαφορετικού προσανατολισμού και εκ διαμέτρου αντίθετης προσωπικότητας, οι οποίοι ωστόσο έχουν κοινές αναφορές, επιδράσεις και προτιμήσεις.

Το πάθος με το οποίο υπηρέτησε τη γραφή, με την τελειότητα της έκφρασης ο «ποιητής από την Κρήτη», όπως τιτλοφορεί το σχετικό με αυτόν κείμενό του ο Δασκαλόπουλος, θεωρείται από τον δοκιμιογράφο ικανός λόγος για να στρέψει την έρευνα στον αδικημένο ως τώρα  και εν πολλοίς άγνωστο πολυπράγμονα δημιουργό Λευτέρη Αλεξίου.

Το δοκίμιο που αναφέρεται στον «ευπατρίδη» της γραφής Νάσο Δετζώρτζη εστιάζει στο ξεχωριστό του ήθος, καθόσον: Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή – την εποχή της βαθιάς μόρφωσης, της έμφυτης ευγένειας και της εξαντλητικής επιμονής στις λεπτομέρειες. («Νάσος Δετζώρτζης, Ένας ευπατρίδης», σ.118)

Η κοινωνική ευαισθησία καθώς και η συνεπής πολιτική στάση σε καίρια ζητήματα της ελληνικής ιστορίας καθιστούν τον Ρόδη Ρούφο μια προσωπικότητα στην οποία ο δοκιμιογράφος επιθυμεί να αναφερθεί εκτενώς, συνδυάζοντας μάλιστα τη συγγραφική του πορεία με τη φιλία που τον συνέδεε με τον Lawrence Durrell.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δοκίμια που αναφέρονται στον Νίκο Γκάτσο και στον Μανόλη Αναγνωστάκη. Το πρώτο γιατί παραθέτει στοιχεία για τον Γκάτσο στην πρώιμη εμφάνισή του στα γράμματα με δείγματα πεζογραφίας, ποίησης και κριτικής (κατά τον Edmund Keeley «ο καλύτερος άτυπος κριτικός, που πέρασε ποτέ από τους κύκλους της ελληνικής κριτικής»), όλα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, όπως για παράδειγμα τα έξι προπολεμικά του ποιήματα, πέντε στη  Νέα Εστία και ένα στον Ρυθμό, ενδεικτικά της παραδοσιακής φόρμας που τότε προτιμούσε ο μετέπειτα καταχωρισμένος ως υπερρεαλιστής ποιητής της «Αμοργού». Στο δοκίμιο για τον Μανόλη Αναγνωστάκη επισημαίνεται η, παρά τα φαινόμενα,  σχέση του με τη σεφερική ποίηση ως προς τον τρόπο γραφής ή καλύτερα ως προς τον «τόνο της φωνής», όπως χρησιμοποιώντας τον όρο του Peter Levi για τον ιδιαίτερο τρόπο της ποιητικής του Σεφέρη ο δοκιμιογράφος θα εντοπίσει το σημείο τομής των δύο ποιητών. Προχωρώντας πιο πέρα από τον συνήθη χαρακτηρισμό του Αναγνωστάκη ως πολιτικού ποιητή (χωρίς φυσικά να τον αναιρεί) θα επισημάνει την κατ’ αυτόν κατηγοριοποίηση του ποιητή ως ερωτικού κυρίως, χρησιμοποιώντας τα λόγια του ποιητή «είμαι ερωτικός και πολιτικός μαζί», που δικαιολογούν εν προκειμένω την άρνηση από τον ίδιο του όρου «ποιητής της ήττας» που συχνά τον ακολουθεί. Αναφερόμενος στον Μανούσο Φάσση (ετερώνυμο του Αναγνωστάκη) θα επισημάνει ως δευτερεύον κοινό σημείο των δύο ποιητών τη σατιρική τους φλέβα. 

Στο δοκίμιό του αναφερόμενο στη σχέση λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας  επικεντρώνει στην περίπτωση του Γ.Π. Σαββίδη και στην πλούσια όσο και ενδιαφέρουσα επιφυλλιδογραφία του με κείμενα που, εκτός από την εύστοχη και ευφυώς παρακάμπτουσα τη λογοκρισία της δικτατορίας υπαινικτική αναφορά τους στα κακώς κείμενα, όπως γράφει: συνιστούν εύχημα και αστραφτερά δείγματα ύφους γραφής, που εκόμισαν φρέσκο, ζωογόνο αέρα με τον οποίο προίκισαν τη νεότερη επιφυλλιδογραφία μας. («Λογοτεχνία και δημοσιογραφία, Ο επιφυλλιδογράφος Γ.Π. Σαββίδης», σ. 152).

Το τελευταίο δοκίμιο («Η στήλη αλληλογραφίας των λογοτεχνικών περιοδικών»), σε διαφορετική θεματική από τα προηγούμενα, σταχυολογεί από τις στήλες λογοτεχνικών περιοδικών την απρόσμενη αλληλογραφία μετέπειτα καταξιωμένων δημιουργών, όταν ακόμη άγνωστοι έστελναν κείμενά τους προς δημοσίευση χωρίς πάντοτε να βρίσκουν την ευκταία ανταπόκριση.


Επισημάνθηκε στη  αρχή του κειμένου αυτού το κριτήριο του ήθους, που επιλέγει ο δοκιμιογράφος για να αναφερθεί στους δημιουργούς ξεχωρίζοντας  αυτό το γνώρισμα πέρα και πάνω από την ποιότητα του έργου τους – ήθος που (μαζί με την οξύνοια) αναμφίβολα χαρακτηρίζει και τον ίδιο για τις λεπτομέρειες που αναδεικνύει ως σημαίνουσας αξίας, για τις λεπταίσθητες παρατηρήσεις, αφανείς για τους περισσότερους μελετητές. Ας προστεθεί εδώ και μία παρατήρηση που αφορά τον δικό του τρόπο, τόσο προσιτό λόγω ύφους και γλωσσικής επιλογής στον μέσο αναγνώστη, που καθιστά εν συνόλω τη συλλογή αυτή ιδιαίτερης αξίας στον χώρο της δοκιμιακής γραφής, με τα προσωπικά του «χωρικά ύδατα» να αφορούν αναγνωστικά πολύ περισσότερους.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Χρήστος Κεραμίδης 2 ανέκδοτα κείμενα

 

Χρήστος Κεραμίδης

2 ανέκδοτα κείμενα

μαζί με 2 φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα


 


Το δικαίωμα στο όνειρο

 

Και χθες το βράδυ, στις όχθες του Έβρου, τα προσφυγόπουλα πλάγιασαν  στις λάσπες και  ονειρεύτηκαν, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου που έχουν το αδιαπραγμάτευτο  αυτό δικαίωμα.

 


 Η γλάστρα

 

Πρωί Κυριακής.

Πήγε στην παρέα του,  κι ήταν ανάμεσά τους  ο μικρότερος.

«Θα πάμε το απόγευμα σινεμά», είπαν, κι όλοι συμφώνησαν. Έπρεπε όμως να βρουν χρήματα κι αποφάσισαν να βγουν στους δρόμους.

Άρχισαν να βηματίζουν  στα γνώριμα στενά, ανάμεσα  στα παλιά τούρκικα  σπίτια.

Κοιτούσαν τις σαθρές κεραμοσκεπές, που μέσα τους έφτιαχναν φωλιές τα κιρκινέζια. Κοιτούσαν και κατάχαμα να βρουν μπακίρια και μολυβένια σύρματα. Δυστυχώς δεν υπήρχε τίποτα.

«Θα τα είχαν μαζέψει άλλοι, που βγήκαν πιο μπροστά από μας» σκέφτηκε. «Θα τα βρήκαν άλλοι!»

Ο μεγαλύτερος, που ήταν κουρεμένος «γουλί», τον άρπαξε από το σβέρκο και του έδειξε μια γλάστρα έξω από το μικρό σπίτι.  Ήταν από κείνα τα σκεύη, που φέρανε  μαζί τους οι  πρόσφυγες φτιαγμένα από χαλκό.

—Πήγαινε, πάρ’ την γρήγορα, είπε.

Κατέβηκε τα σκαλάκια φοβισμένος. Τη σήκωσε στα χέρια κι έμεινε ακίνητος!  Μια γυναίκα αγριεμένη, άρχισε να φωνάζει:

—Αλήτες! Κλέφτες! Άφησε κάτω τη γλάστρα μου!

Την ξανάβαλε στη θέση της,  κόκκινος από ντροπή.

Ήταν έτοιμος να φύγει, όταν από τη διπλανή πόρτα τον πλησίασε απειλητικά  ένας συνομήλικός του. 

Ο μικρός περίμενε, δεν έκανε πίσω. Εκείνος είχε κρυμμένο στο χέρι του ένα μεταλλικό γαλλικό κλειδί.  Τον πλησιάζει,  και τον χτυπά στο κεφάλι  ύπουλα  με ταχύτητα ψυχρού δολοφόνου.

Αισθάνθηκε ένα δυνατό κρανιακό πόνο, διπλώθηκε στα δύο, βλέποντας την παρέα του να έχει  ήδη απομακρυνθεί.

Γύρισε σπίτι του — δεν μίλησε κανέναν. Μπήκε στο μικρό  δωμάτιο·  άνοιξε τα βιβλία, ακούγοντας φωνές  παιδιών που έφευγαν για τους  κινηματογράφους!

 

Χρήστος Κεραμίδης

[από τα «Βόρεια ακρωτήρια»]


[Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα, στη χερσόνησο του συνοικισμού της Παναγίας, στην οποία συχνά «επιστρέφει» και αναφέρεται. Μεγάλωσε σ’ ένα από τα παλιά τούρκικα σπίτια των προσφύγων, τα ανταλλάξιμα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Έχασε τον πατέρα του στην πολύ μικρή ηλικία των πέντε ετών, γεγονός που τον σημάδεψε στη μετέπειτα ζωή του. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Από το 1975 ζει μόνιμα στην Καβάλα. Εργάστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με την ιδιότητα του μελετητή και επιβλέποντα μηχανικού. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1995 με την ποιητική συλλογή Ταξιδευτές. Το 1996 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Στα πέλαγα του ονείρου. Απόσπασμα από το ποίημα «Το όνειρο», δημοσιεύτηκε, ως προμετωπίδα, σε περιοδικό προβολής της πόλης του, μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Το ποίημα «Αόρατοι στόχοι» (από τη συλλογή Δρόμοι της βροχής 1998) τιμήθηκε από τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (1999). Το ποίημα «Ερωτικό» (από τη συλλογή Ο Αύγουστος που περιμένω) ανθολογήθηκε στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2018 των εκδόσεων Ιωλκός. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο Παλίμψηστο Καβάλας 2009 (επιμέλεια και ανθολόγηση των Ευριπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ) με το ποίημα «Χαμένες μουσικές», που γράφτηκε για τη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το περιαστικό δάσος της πόλης, το 1985. Το ποίημα «Αναζήτηση» ανθολογήθηκε στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2020. Έχει επιλεγεί, ιστορικά, από επιστήμονες νεοελληνιστές, ως ένας από τους «ποιητές του καπνού» της πόλης του (1ο Επιστημονικό Συνέδριο- Πρακτικά συνεδρίου, Καβάλα Δεκέμβριος 2018). Έχει γράψει κυρίως ποίηση. Ποιήματα αλλά και πεζά κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες.]

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Φωτεινό σκοτάδι Κείμενα για τον κινηματογράφο Αχιλλέας Κυριακίδης Εκδόσεις Πατάκη η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Φωτεινό σκοτάδι

Κείμενα για τον κινηματογράφο

Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδόσεις Πατάκη

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

Φωτεινό σκοτάδι: Κείμενα για τον κινηματογράφο, του Αχιλλέα Κυριακίδη (bookpress.gr)

 


Ο θεατής αναγνώστης – Ο λάτρης της εικόνας και της γραφής

 

Φυσικά και δεν είναι τυχαίο κείμενα τέτοιας ξεχωριστής ματιάς (τριάντα τέσσερα στον αριθμό), τέτοιας ευαισθησίας αλλά και πολυεπίπεδα στις νοηματικές τους προεκτάσεις, να έχουν πίσω τους έναν επίσης πολύτροπο  δημιουργό όπως ο πολυσχιδής Αχιλλέας Κυριακίδης. Συγγραφέας ξεχωριστών συγκινήσεων, μεταφραστής που αποδίδει το πρωτότυπο έργο με μια ποιότητα γλώσσας ανάλογη του αρχικού, αλλά και κινηματογραφιστής μικρών θαυμάτων, που εγκιβωτίζουν μέσα στη σύντομη διάρκειά τους όσα πολλές φλύαρες μεγάλου μήκους ταινίες αδυνατούν να προσεγγίσουν. Πώς εκτιμά, λοιπόν, αυτός ο κριτικός/αναγνώστης –ή να πούμε καλύτερα ο λάτρης της σκοτεινής αίθουσας– όχι μόνον όσα τον ικανοποίησαν στη διάρκεια σαράντα χρόνων αλλά μάλλον όσα τον μάγεψαν;

Η αποτίμηση αυτής της μακράς πορείας κινηματογραφικής ανάγνωσης δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή μια μαγική καταβύθιση. Ο αναγνώστης των κριτικών δοκιμίων ως θεατής πλέον παρακολουθεί την πορεία του δημιουργού ως τον βυθό των πραγμάτων –γιατί η εμβριθής παρατήρηση, ως αρχική συνθήκη δημιουργίας, οδηγεί στη βαθύτερη δυνατή ανάλυση– και κατόπιν συνοδοιπορεί με τη δική του ερμηνεία σε όσα η γνωστική του πρόσληψη κατόρθωσε να ενσωματώσει ως αντικαθρέφτισμα προσωπικών βιωμάτων πλέον. Ετούτη η συνύπαρξη λειτουργεί αμφίδρομα, όσο ο θεατής θα παρέχει στον δημιουργό όσα ελπίζει, όσα φοβάται, όσα θέλει να δει αποτυπωμένα στην οθόνη μέσα από τον φακό του κινηματογραφιστή. Όπως διαβάζουμε στην κατακλείδα του έξοχου «Η μοναξιά του παρατηρητή μακρινών αποστάσεων»: Μόνον όταν είσαι στο βυθό μπορείς να ονειρεύεσαι και να πραγματώνεις σιγά σιγά την ανάδυση. Η μοναξιά του καλλιτέχνη τρέφει και τρέφεται από τις ελπίδες μας. (σελ. 48).

Στην περίπτωση του Κυριακίδη δεν έχουμε μόνο τον εύστοχο κριτικό αλλά τον θεατή που παρακολουθεί τις ταινίες και παράλληλα τις διαβάζει με την απόλαυση που χαρίζει η ανάγνωση της λογοτεχνίας· οι λέξεις μεταποιούνται σε εικόνες, οι εικόνες σαρκώνονται σε λέξεις. Έτσι, η αίσθηση που έχεις διαβάζοντας το Φωτεινό σκοτάδι είναι πως είσαι ταυτόχρονα θεατής και αναγνώστης σε μια επαναλαμβανόμενη πορεία κατάδυσης-ανάδυσης στις ταινίες και στις αναγνώσεις με οδηγό/συνοδοιπόρο (από ένα σημείο κι έπειτα) τη ματιά όχι μόνο του αρχικού δημιουργού αλλά και του συνδημιουργού κριτικού. Ο Ουέλλς, ο Ταρκόφσκι, ο Μπερτολούτσι, ο Γκοντάρ, ο Κόππολα, φυσικά ο Βέντερς, η Λιάππα και ο Παναγιωτόπουλος –για να αναφέρουμε κάποια ονόματα που συγκροτούν τον κινηματογραφικό θόλο του Κυριακίδη– συνομιλούν με τον Κόνραντ, τον Μπόρχες (ήταν δυνατόν να λείπει;) και άλλους, όχι μόνο με γνώμονα την προσωπική του σύλληψη αλλά και, όπως αποδεικνύεται, την αρχική ιδέα του δημιουργού της ταινίας· κι ας μην είναι ορατές οι συνδέσεις δια γυμνού οφθαλμού, κι ας απαιτούνται τα ειδικής ευαισθησίας γυαλιά προκειμένου η γλώσσα και η εικόνα να δέσουν σε αγαστή συνύπαρξη. Πώς, για παράδειγμα, συναντάμε τον Σαίξπηρ στο έργο του Ακίρα Κουροσάουα; Γράφει ο Κυριακίδης: Ο Κουροσάουα δεν παραθέτει τον Σαίξπηρ – τον ‘ερμηνεύει’. Και τον ερμηνεύει, όπως μόνον οι μεγάλοι καλλιτέχνες δύνανται: καταδυόμενοι ως το βυθό του Λόγου και της Ιστορίας, εκεί όπου ενδημεί η ανθρώπινη υπόσταση, η ευλογία και η κατάρα του Είναι, το «εικός ή αναγκαίον» που υπαγορεύει συμπεριφορές, εκεί όπου ο φωτοτυπικός ρεαλισμός δε διανοήθηκε ποτέ να ψάξει, εκεί όπου εντέλει κρύβεται, περίβλεπτη, η αληθινή Ποίηση. (σ.210-211). Θα μπορούσε να δοθεί καλύτερα η σύνδεση του σαιξπηρικού Βασιλιά Ληρ με το αριστουργηματικό Ραν; Το χάος (στο οποίο παραπέμπει η λέξη Ραν, ποιητικά δοσμένο στην επική ταινία, μοιάζει να ισοπεδώνει κάθε ανθρώπινη οίηση μεγαλείου. Η βία, εκτυλίσσεται άηχη για δώδεκα λεπτά στη σκηνή της πολιορκίας του κάστρου επιβεβαιώνοντας την έμπνευση του αρχαίου τραγικού, όταν στον Προμηθέα Δεσμώτη θέλει τη Βία βουβό πρόσωπο – ποια ανάγκη έχει άλλωστε να μιλήσει; Λεπτές συνδέσεις, συνειρμοί αναπόφευκτοι.


Στη ματιά του Κυριακίδη ο σκηνοθέτης δεν είναι μόνον ο οξύνους παρατηρητής του κόσμου που τον περιβάλλει, δεν είναι μόνον ο αναγνώστης που μεταποιεί τον λόγο σε εικόνα, είναι και ένας δυνάμει ανατόμος της ανθρώπινης ύπαρξης (ή της ανθρώπινης περιπέτειας)  με όλο το ρίσκο που έχει ένα ανάλογο εγχείρημα από την απόλυτη επιτυχία στην εύρεση της αρχέγονης αιτιοκρατίας που κανοναρχεί τη σύνδεση της θνητότητας με τους συμπαντικούς νόμους, ως τη διαρκή (φαινομενικά αδιέξοδη ωστόσο πλούσια σε προσφερόμενες εκδοχές) αναζήτησή της. Μιλώντας για την περίπτωση της Τώνιας Μαρκετάκη και της ταινίας της Ιωάννης ο βίαιος θα γράψει: […] η Μαρκετάκη κατορθώνει να πραγματοποιήσει το μέγα οξύμωρο: να πείσει για τη βαθιά αμφιβολία της ως προς την πειστικότητα των φαινομένων και να περάσει με εκπληκτική σιγουριά στον θεατή τη «δαιμόνια αμηχανία» ενός σκηνοθέτη που ανα-πλάθει τον κόσμο με την αναποφασιστικότητα ενός αδόκιμου, ελάσσονος θεού. (σελ.248).

Τα κείμενα του βιβλίου, έτσι συγκεντρωμένα εδώ, μετά τις πρώτες δημοσιεύσεις τους μέσα στα σαράντα προηγούμενα χρόνια σε βιβλία ή σε περιοδικά και εφημερίδες, αποτελούν τις ψηφίδες του κινηματογραφικού κόσμου του Αχιλλέα Κυριακίδη· μια ευκαιρία για συνολική εποπτεία, αν φυσικά μπορεί να νοηθεί ποτέ στο σύνολό της η εξαιρετική θέα στον μαγικό κόσμο της οθόνης αλλά και του λόγου, που αποκτήθηκε από αυτόν τον λάτρη της εικόνας και της γραφής. Γιατί, όπως γράφει ο ίδιος: Μήπως, τελικά, η τέχνη δεν είναι νοητή παρά δι’ εσόπτρου και εν αινίγματι; (σελ. 311). Πολλαπλοί καθρέφτες, αντικατοπτρισμοί, προσωπικές θεωρήσεις, όπως και  ερμηνείες μέσω των δικών μας βιωμάτων· αναπόφευκτη υποκειμενικότητα, σωτήρια εν προκειμένω, καθώς προσδίδει πολυσημία και στην εικόνα αλλά και στον λόγο.

 

Διώνη Δημητριάδου

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος/Επαναλήψεις-Α Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

 

Γιάννης Ρίτσος/Επαναλήψεις-Α

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης

 

 


«Καθώς βγήκε απ’ τη θάλασσα, λάμποντας όλος, εκείνη σύρθηκε στα χαλίκια, σκέπασε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ολόγυρα φεγγοβολούσε η αγέρωχη ερημιά κι ακούγονταν τα βέλη που χτυπούσαν στη μεγάλη, ολόχρυση ασπίδα» (Γιάννης Ρίτσος, ‘Ο αναδυόμενος’).

 

O Γιάννης Ρίτσος, στην ποιητική του συλλογή που φέρει τον τίτλο ‘Επαναλήψεις-Α,’[1] που εν προκειμένω ξεκίνησε να γράφεται το 1963 και ολοκληρώθηκε το 1965, κινείται προς την κατεύθυνση μίας εκφραστικής λιτότητας που όμως δεν στερείται βάθους και αιχμών, θέτοντας στο επίκεντρο την ίδια την δυνατότητα μετάβασης όπου η ευταξία μπορεί να είναι φαινομενική.

Από το πρώτο κιόλας ποίημα της ποιητικής συλλογής, διαφαίνεται η παρουσία μία σειρά σημαινόντων όπως είναι οι πέτρες, τα σώματα και τα αγάλματα, σημαίνοντα τα οποία και συναντάμε και σε άλλα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, με την λειτουργία που εδώ επιτελούν να σχετίζεται περισσότερο με την ανάδειξη της ‘γυμνότητας’ (που διαβάζεται και ως ‘ιερότητα’),[2] της ‘γυμνότητας’ που δεν θυσιάζεται στο βαθμό όπου εγγράφει κινήσεις, ανεπαίσθητες και μη, σπειροειδείς και επαναληπτικές, συνδράμοντας ουσιωδώς, και στη διατήρηση της μνήμης του ποιητή, αλλά και στην εξέλιξη της ποιητικής του γραφής.

 «Πέτρες και σώματα, γυμνά, ιερά, περίλαμπρα ως πέρα στον ορίζοντα, ως το βάθος της μνήμης· και στο γιαλό τα βότσαλα, τριανταφυλλιά ή γαλάζια, ωραία κουφέτα, αφάγωτα, για γάμους αγαλμάτων».[3] Σε αυτό το σημείο, και δίπλα σε πέτρες και σώματα που δια-κρατούν κάτι από την ‘ιερότητα’ που εντυπώνεται στο βλέμμα,  τα κουφέτα που είναι «ωραία» όσο και «αφάγωτα», προορίζονται «για γάμους αγαλμάτων», ως εκείνη την σύνδεση ή και την ένωση που αποκτά, ως ‘ενσάρκωση’ της συμμετρικής ομορφιάς, την ίδια αξία με το διττό πλέγμα της ‘ιερότητας’ και της ‘γυμνότητας,’ στοιχεία στα οποία και ομνύει ο ποιητικός λόγος.

Στην πρώτη σειρά των ‘Επαναλήψεων,’ ο Γιάννης Ρίτσος διαμορφώνει ένα υπόστρωμα αλληγορικό και μνημονικό, δραστικά ιστορικό στο βαθμό όπου η ιστορία δεν ‘διδάσκει’ (δεν είναι αυτή η πρόθεση του ποιητή), αλλά, αντιθέτως, αναδεικνύεται μέσω κινήσεων και σιωπών, παύσεων και συνειρμών που δύνανται να ‘συλλάβουν’ την στιγμή, και όχι μία αλληλουχία θριάμβων και κραυγών περί ‘δικαίωσης’ και ‘νίκης.’

Έτσι, ως προς αυτό, έχουμε ένα χαρακτηριστικό ποίημα. «Μνήμες βαθιές- ένα όνομα, ένας τόπος, μια σπασμένη πέτρα- τίποτα πια δεν έχεις να προσθέσεις. Εκείνος, ωστόσο, καταμεσής του δρόμου, σε ώρα φανερή, λιόλουστο μεσημέρι βγάζει το εργατικό του μπλε κασκέτο, και με μια χειρονομία απλή και τελετουργική συνάμα, το κρεμάει εκεί, στον άσπρο τοίχο, πλάι στους αιώνες».[4] Σε αυτό το πλαίσιο, «ένα όνομα, ένας τόπος, μια σπασμένη πέτρα» (βλέπε την ποιητική και του Σεφέρη), αρκούν για να προβάλλουν την ακρίβεια του διάφανου, την αμεροληψία του υπαρκτού, όντας άλλος τρόπος για να καταγραφεί η εμπειρία του εαυτού όταν βιώνει την ‘επιθυμητή απουσία’ του άλλου, εκεί όπου εμπεριέχεται το όνομα που συνιστά την ιδιαίτερη ‘μήτρα’ που αναπαράγει μία σειρά άλλων ονομάτων που έχουν διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην ζωή και στην πορεία του ποιητή.

Διότι, ακόμη και δεν εκπίπτει στην παράθεση μίας απλής γεγονοτολογίας, οι Επαναλήψεις-Α,’ καθίστανται διάστικτες από ιστορικές αναφορές και από την πρόσληψη ενός παρελθόντος που δεν επιζητεί ιστορικές αναλογίες με το παρόν, αλλά περισσότερο σημασιοδοτεί την παρουσία της μνήμης που επέχει θέση ‘μεγεθυντικού φακού,’ από όπου και εκβάλλουν τα απειροελάχιστα, τα μικρά και τα τετριμμένα, η καθημερινότητα ενός εκάστου που πασχίζει να ‘δαμάσει’ τον  χρόνο και τον χώρο σε μία γη, που φέρει όνομα, όντας έτσι, «γη ελληνική». «Γη ελληνική, περήφανος αγέρας, έρωτας,  υγεία, αγνάντεμα· οσμή αιωνιότητας· θλίψη αντρική κάτω απ’ τους ίσκιους των αετών και των άστρων».[5]

Αυτά είναι τα καθαυτό στοιχεία, και αναφερόμαστε στον «περήφανο αγέρα», στην «υγεία», στον «έρωτα» και στο «αγνάντεμα», τα οποία, αφενός μεν αιμοδοτούν την ανθρώπινη ζωή, παρουσία και συνύπαρξη, και, αφετέρου δε, συνθέτουν την ελληνική γη, στην οποία και χωρά όποιος επιθυμεί να βιώσει τον χρόνο αντίστροφα: Ήτοι, όχι με όρους εφήμερου και βραχυπρόθεσμου, αλλά με «οσμή αιωνιότητας» που συμπεριλαμβάνει ανθρώπινες κινήσεις και ό,τι πιο πάνω αναγνωρίσαμε ως μικρά και τετριμμένα.[6]

Τα παραπάνω στοιχεία, έντονα και πραγματωμένα, προσδίδουν στην ελληνική γη το πρόσημο μίας ιστορίας που εξελίσσεται, ακόμη και ‘ερωτικά,’ με τέτοιον τρόπο, ώστε να ο ποιητής να προχωρά πέρα από τα εσκαμμένα και τα συμβατικά, «επιλέγοντας την επιλογή»,[7] για να παραπέμψουμε στον Σάββα Μιχαήλ που με την σειρά παραπέμπει στην περί ηθικής φιλοσοφία του Δανού φιλοσόφου Σόρεν Κίρκεγκωρ. Και σε τι συνίσταται η επιλογή; Η Ριτσική επιλογή;

Θα μπορούσαμε να πούμε πως η επιλογή του συνίσταται στην προτίμηση του στην γενεαλογία του τόπου (ας θυμηθούμε το «γη ελληνική), και στην μνήμη του, στην έμφαση που αποδίδεται στο αυθεντικό, στην ρίζα της λέξης που αποτελεί την  πρώτη ύλη της ποίησης,  στην συμμετρικότητα και στην πρωτοτυπία της δημιουργίας (η ποίηση ως δημιουργία και ως ‘επι-κοινωνία’), και της ομορφιάς που αναγνωρίζεται όσο και αναζητείται. Η δημιουργία ως μορφή αυτό-πραγμάτωσης, εμπεριέχει επίσης τον κάματο ή αλλιώς,  τον μόχθο. Ως ίδια διά-ρρηξη του πλαστικού και της δημαγωγίας.

Εάν αυτά είναι τα καθαυτό χαρακτηριστικά που δομούν εν ευρεία εννοία, υπαρξιακά  και ηθικά, αισθητικά και εν-σώματα την Ριτσική επιλογή, τότε, στον αντίποδα αυτής τίθενται η κολακεία, η φενάκη, η επιτήδευση και το προσποιητό στοιχείο που δεν κομίζει ‘ήθος’ αλλά ύφος.

«Ρητορείες της Αγοράς, στίλβοντα λόγια κολακείες, επευφημίες, χειροκροτήματα κι απ’ την αρχή κολακείες προς τους κόλακες. Εδώ θα μείνω, παρατηρώντας την πικρή μας ρίζα και τα λίγα φύλλα, μέσα σ’ αυτό το ηλιοβασίλεμα, που οι αθλητές κουρασμένοι βγαίνουν απ’ τα προπύλαια κι οι σκιές των κιόνων μακραίνουν απεριόριστα στο χρυσό Γυμναστήριο».[8] Το Ριτσικό ποιητικό ‘πράττειν,’ έτσι όπως αρθρώνεται και στις ‘Επαναλήψεις-Α,’ υπενθυμίζει ό,τι γράφει ο Jacques Derrida, για την λειτουργία του ποιήματος ως «ευλογία». Έτσι, «αυτός ο διάφανος και αυτοτελικός συλλογισμός (σ.σ: που είναι το ποίημα), δεν κλείνεται στον ίδιο του εαυτό, είναι ταυτόχρονα, και χωρίς πιθανή επιστροφή, μια ευλογία που δίνεται στον άλλον, ένα χέρι που προσφέρεται, ανοιχτό και συγχρόνως διπλωμένο».[9]

Στις ‘Επαναλήψεις-Α,’ ο Γιάννης Ρίτσος ανα-πλαισιώνει τις προκείμενες της ποίησης του, θέτοντας τις βάσεις για την μετάβαση στη δεύτερη και την τρίτη σειρά των επαναλήψεων, εκεί όπου δεν σημαίνεται ο ‘συναγερμός,’ αλλά αποδίδεται μία πραγματικότητα πολλαπλών αποχρώσεων, που όσο αναγνωρίζει την Μακρόνησο, την Γυάρο και τη Λέρο ως «περγαμηνές»  ενός συλλογικού εγχειρήματος,[10] ουσιώδους και το ίδιο επικίνδυνου,  άλλο τόσο νοηματοδοτεί την σιωπή ως ιδιαίτερα ‘ομιλούσα αξία.’

 

Σίμος Ανδρονίδης

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα  ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους,  κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και  κριτική λογοτεχνίας. Είναι  μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου.   Email: gregandro@hotmail.gr



[1] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Επαναλήψεις-Α,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998. Μαζί με τις συλλογές ‘Επαναλήψεις-Β’ και ‘Επαναλήψεις-Γ,’ οι τρεις ποιητικές  συλλογές συγκροτούν μία ευρύτερη ποιητική ενότητα που λειτουργεί ως καμβάς πάνω στην οποία ο ποιητής προσδιορίζει τις μορφές που λαμβάνει η ιστορία. Οι ‘Επαναλήψεις-Β’ και ‘Γ,’ τοποθετούνται χρονικά εντός της περιόδου της στρατιωτικής δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974).

[2] Στο βαθμό όπου το σώμα, το ανθρώπινο, αλλά και το σώμα των αγαλμάτων διατηρούν την αίσθηση μίας θρυμματισμένης μνήμης που δεν είναι ακέραια, όμως παραμένει βαθιά.

[3] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Επαναλήψεις,’ Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις-Α…ό.π., σελ. 9.

[4] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ιστορική προσθήκη,’ Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις-Α…ό.π., σελ. 20. Σε μία τέτοια στιγμή που διαδραματίζεται στο δρόμο και όχι σε κάποια οικία, δίχως προσποιητή θεατρικότητα, η ιστορία αποκτά πρόσωπο, το όνομα εκείνο που εάν δηλώνει κάτι μέσω της πράξης, τότε αυτό είναι η αίσθηση του βαθιά υπαρξιακού ‘ανήκειν’: Ανήκω εδώ, στον τόπο μου και στην ιστορία του.’

[5] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Από ψηλά,’ Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις-Α…ό.π., σελ. 14.

[6] Στην Ριτσική θέαση της ιστορίας ή αλλιώς, της ιστορικότητας το κάθε στοιχείο αποκτά την δική του θέση εντός αυτής, με την ίδια την ιστορία να σημασιοδοτείται και υπό το πρίσμα της αγωνίας για το ‘ίχνος’ που θα αφήσουμε στο ‘σώμα’ της, ιδίως από την στιγμή που είμαστε ‘θνητοί’ (μοτίβο ‘θνητότητας’) και στερούμαστε την εκφραστική ομορφιά των αγαλμάτων που εάν έχουν κερδίσει κάτι, είναι η διάρκεια.

[7] Βλέπε σχετικά, Μιχαήλ Σάββας, ‘Επιλέγοντας την επιλογή,’ στο: ‘Homo Liber. Δοκίμια για την εποχή, την ποίηση και την Ελευθερία,’ Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 34.

[8] Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Καθαρότητα,’ Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις-Α…ό.π., σελ. 21.

[9] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δυο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 34.

[10] Και όχι ως ‘παράσημα’ που δεν ταιριάζουν παρά στην ‘επιδειξιομανία.’ Βλέπε σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ‘Ο Ηρακλής κι εμείς,’ Ποιητική συλλογή ‘Επαναλήψεις-Β,’ Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1998, σελ. 46.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Ο μάγος του λούνα παρκ διηγήματα Γελένα Λένγκολντ μετάφραση: Γιώργος Γκούμας εκδόσεις Βακχικόν η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Ο μάγος του λούνα παρκ

διηγήματα

Γελένα Λένγκολντ

μετάφραση: Γιώργος Γκούμας

εκδόσεις Βακχικόν

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

Παρατηρώντας τις λεπτομέρειες της ζωής | Fractal (fractalart.gr)

 


Παρατηρώντας τις λεπτομέρειες της ζωής

Στην προμετωπίδα του βιβλίου διαβάζουμε: μια βέβαιη χαλάρωση όταν συνειδητοποιούμε ότι είναι η μοίρα μας να χάνουμε, μόνο που ο καθένας μας διανέμει με διαφορετικό τρόπο την πικρή γεύση της αποτυχίας (Ντράγκαν Βέλικιτς, «Το ρώσικο παράθυρο»). Εύστοχη η αναφορά του αποσπάσματος ως προλόγισμα της συλλογής με τα δεκατρία διηγήματα της Γελένα Λένγκολντ. Κι αυτό γιατί, αν θέλαμε να βρούμε το νήμα που συνδέει τις ιστορίες του βιβλίου –φαινομενικά ανόμοιες και ως θεματική και ως επιλογή μορφής– θα εντοπίζαμε αυτή την εσωτερική συνθήκη συνειδητοποίησης μιας ήττας. Οι ήρωες της Λένγκολντ μοιάζει να συνωμοτούν μεταξύ τους σε μία μυστική συμφωνία: αρχικά να μιλήσουν, με το βάρος που πάντοτε έχει μια παραδοχή και (κυρίως) κατόπιν να δείξουν έναν τρόπο συμφιλίωσης με ό,τι φαίνεται να αποτελεί τη μοίρα τους. Όχι, όμως, με την αίσθηση της αποτυχίας που καθορίζει από κει και πέρα την πορεία της ζωής τους, αλλά με την απρόσμενη χαλάρωση, όπως την παρουσιάζει στο παραπάνω απόσπασμα ο επίσης Σέρβος λογοτέχνης Βέλικιτς.

Είναι αλήθεια πως σχετικά λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τη σερβική λογοτεχνία. Για κάποιους ίσως μόνον η περίπτωση του Ίβο Άντριτς να είναι γνωστή, μόνο που έτσι πηγαίνουμε πολύ πίσω, στο 1945, αγνοώντας οποιαδήποτε νεότερη λογοτεχνική παρουσία. Ακόμη γνωστά τα ονόματα των Ντανίλο Κις και Μπόρισλβ Πέκιτς της δεκαετίας του ’60, όταν ο  μοντερνισμός επηρέασε τους Σέρβους λογοτέχνες. Κι όμως μιλώντας για τη σερβική λογοτεχνία πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ιστορία της πηγαίνει πίσω στους αιώνες για να συναντήσει την ανάλογη ελληνική, καθώς ιστορικές συγκυρίες έφεραν την εθνική λογοτεχνία των δύο λαών να αναφέρουν την αρχή τους στον 19ο αιώνα. Η άγνοια αφορά περισσότερο τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή των Σέρβων δημιουργών. Καθόσον η λογοτεχνική παραγωγή, ως έμπνευση και ως υλοποίηση δεν μπορεί να είναι άμοιρη της εποχής μέσα στην οποία δημιουργείται, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη τις ιστορικές συνθήκες που καθόρισαν (δια πυρός και σιδήρου) τη σύγχρονη μορφή της Σερβίας και άρα καταγράφηκαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο αναπόφευκτα στη λογοτεχνία της. Όσο περισσότερο, μάλιστα,  ο λογοτέχνης μετέχει στα δρώμενα της εποχής του, τόσο πιο πολύ διαφαίνεται η κοινωνική διάσταση του έργου του.

Η περίπτωση της Γελένα Λένγκολντ είναι ξεχωριστή. Όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό της σημείωμα: H Γελένα Λένγκολντ (Jelena Lengold, Σερβία, 1959) έχει εκδώσει δεκαέξι βιβλία: οχτώ ποιητικές συλλογές, έξι συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα. Η δουλειά της περιλαμβάνεται σε ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει λάβει διάφορα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος και συντάκτης του πολιτιστικού ρεπορτάζ για το Ράδιο Βελιγράδι. Εργάστηκε επίσης ως συντονίστρια στον τομέα της Διαχείρισης Συγκρούσεων στην Ακαδημία Ανθρωπιστικών Σπουδών Nansenskolen στη Νορβηγία. Ζει στο Βελιγράδι και από το 2011 έχει αφοσιωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Οι εκδόσεις Βακχικόν επέλεξαν να παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό τη βραβευμένη με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2011) Ο μάγος του λούνα παρκ, σε μετάφραση του Γιώργου Γκούμα· αξίζει εδώ ένα σχόλιο για την πολύ καλή μετάφραση, που δίνει την εντύπωση πως η ελληνική γλώσσα θα μπορούσε να είναι και η αρχική, παρατήρηση σημαντική, όταν συχνά συναντάμε ‘ξύλινες’ μεταφράσεις που προδίδουν μια εύκολη διεκπεραίωση ή, το χειρότερο, άγνοια της λειτουργικότητας της γλώσσας στη λογοτεχνία. Στον μεταφραστή και στην έκδοση να δώσουμε και τα εύσημα των διευκρινιστικών σημειώσεων, κάθε που η συγγραφέας εγκιβωτίζει στις ιστορίες της διακειμενικές αναφορές. 

Θεωρώ ότι ο τρόποςπου η Λένγκολντ χειρίζεται τη θεματική της αλλά και τη διαμόρφωση των ηρώων της έχει την αφετηρία του στη συνείδηση (ιστορική και κοινωνική) που διαμόρφωσε βιώνοντας τις πολύμορφες εξελίξεις της πολύπαθης χώρας της κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ξεκινά από κάποιες λεπτομέρειες, που θα ήταν απαρατήρητες σε κάποιον άλλο ή σε κάποιαν άλλη εποχή,  και χτίζει γύρω τους την ιστορία της επικεντρώνοντας στη σκέψη των προσώπων, στην οδυνηρή τους πορεία από την ελπίδα ως τη διάψευση για να καταλήξει στην ώριμη αποδοχή των εξελίξεων. Μια γραφή που φέρει η ίδια μέσα της την ωριμότητα να μπορεί να δει τη ζωή όπως είναι και πάνω στα συντρίμμια της να καταφέρνει να χτίζει νέες συνθήκες αλλά και νέες ελπίδες. Οι τρόποι της γραφής ποικίλλουν ακολουθώντας ένα ευρύ φάσμα από τις ρεαλιστικές περιγραφές (έξοχες στον μινιμαλισμό τους οι ερωτικές σκηνές) και φθάνοντας ως την υπέρβαση της πραγματικότητας σε μια μορφή που επαναφέρει στο λογοτεχνικό πεζογραφικό προσκήνιο τον υπερρεαλισμό. Πρωτοπρόσωπες φωνές, τριτοπρόσωπες του παντογνώστη αφηγητή και διαλογικά μέρη εναλλάσσονται με άριστο τρόπο δημιουργώντας ένα πολύμορφο τοπίο που, ωστόσο, τείνει σε κοινούς τόπους, ικανούς να προκαλέσουν το ενδιαφέρον της αναγνωστικής πρόσληψης. Ξεχωρίζω το διήγημα «Θα μπορούσα να ήμουν εκείνος» για τον τρόπο που εντυπώνεται στη σκέψη του αναγνώστη η μορφή του Βίκτορ, ακόμη το έξοχο «Κάθετη πτώση» για τον ευρηματικό τρόπο που επινόησε προκειμένου να μιλήσει για μια καθημερινότητα τόσο συχνή. Τέλος το διήγημα «Με την πρόφαση της ποιοτικής λογοτεχνίας», που θα αγαπήσουν όσοι ασχολούνται με τη λογοτεχνία – ίσως να ανακαλύψουν κάπου κρυμμένη τη δική τους περίπτωση.



Δύο αποσπάσματα από το βιβλίο:

 Ο Βίκτορ κάθεται μόνος του στο φαρμακείο, είναι βράδυ. Κόβει το σύννεφο σε μικρά κομμάτια, βάζει ένα από αυτά σε κάθε μπουκαλάκι με φάρμακο και από άνω τοποθετεί προσεκτικά τους φελλούς. Στο τέλος, μετράει όλα τα μπουκαλάκια πάλι, τα βάζεις το ντουλάπι με τα άλλα φάρμακα και το κλειδώνει. Δεν βρίσκεται κανένας άλλος εκεί αλλά οι κανόνες λένε ότι τα φάρμακα πρέπει να κλειδώνονται. Ο Βίκτορ πάντα σέβεται όλους τους κανόνες. Οι κανόνες φέρνουν ηρεμία. Η ηρεμία φέρνει ομορφιά. Η ζωή του Βίκτορ είναι όμορφη και κάθε ασθένεια έχει το δικό της χάπι που την περιμένει στο ντουλάπι για να τη θεραπεύσει. («Θα μπορούσα να ήμουν εκείνος», σελ. 20)

 

Λέω αν είσαι ηφαίστειο, τότε εγώ είμαι η Πομπηία.

Με κοιτάζει, με τα μάτια του πολύ ζεστά μέσα από όλες αυτές τις ρυτίδες και μου λέει, έχοντας συναίσθηση των λεγομένων του. «Κάποια μέρα θα μιλάς με νοσταλγία ακόμα και για αυτή την κατάσταση, και αυτό είναι το πιο αξιοθρήνητο πράγμα στον κόσμο».

Βλέπεις ότι είχε απόλυτο δίκιο.

Όντως έτσι συνέβη.

Η ελευθερία αρχίζει την ημέρα που θα σταματήσεις να μετράς τις κάθετες πτώσεις σου και θα αφεθείς επειδή αυτή η πτώση είναι αναπόφευκτη. («Κάθετη πτώση», σελ. 82)

 

Διώνη Δημητριάδου