Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

«Μάτια μου»

του Γιάννη Ρουμελιώτη




όταν συναντήθηκαν τα μάτια τους ήταν αργά
είχαν προηγηθεί τρία εκατομμύρια φιλιά
και κάθε πόρος του δέρματός τους
φώναζε συνέχεια το όνομα του άλλου
οι φωνές είχαν ξυπνήσει τα όνειρα
μιλούσανε στο στόμα
οι λέξεις μπαίνανε ανάμεσά τους
και φτάνανε στα άβατα
περνούσανε από το στόμα
και φτάνανε παντού τους

όταν κατέληγαν στις θηλές
ο ήχος της ανάσας δάγκωνε
όταν κατέληγαν στα μπράτσα
τα χεράκια αλώνιζαν τα κορμιά
όταν οι λέξεις άγγιζαν τα ακροδάχτυλα
εκείνα έμπαιναν μέσα στα στόματα
πού τα έγλειφαν αδηφάγα
κάποιες λέξεις πέσανε στις γάμπες
τότε λύγισαν τα γόνατα
και του είπε
μίλα μου όπου θες
εκείνος άρχισε να της μιλάει παντού
εκείνη πότε πότε τον διέκοπτε και γέμιζε με εκείνον
είχαν ανταλλάξει ανάσες
την ώρα της εισπνοής του έτρεμε εκείνη
την ώρα της εκπνοής της έτρεμαν μαζί
κάποια στιγμή κοιτάχτηκαν
τα κορμιά τους είχαν πάρει το χρώμα φαντασίας

πλησιάσανε ακούσια και ακούμπησαν
δεν γινόταν αλλιώς
βγάλανε μία κραυγή
είχαν ακουμπήσει
τα πιο τεντωμένο σημεία τους
τα κοιτάξανε λιγώθηκαν
ήταν όρθιοι εκείνη γονάτισε
της χάιδεψε τα μαλλιά
τον ικέτευσε με τη γλώσσα
μετά δεν μπορούσε να μιλήσει
μιλούσε εκείνος

μετά από λίγο μιλούσε μόνο εκείνη ακατάπαυστα
κάτι σταγόνες πέσανε στα δαχτυλάκια των ποδιών της
εκείνος έσκυψε και για μισή ώρα τις μάζευε με τη γλώσσα του 
εκείνη από τους σπασμούς
συνέχεια έβγαζε κι άλλες κι όλο έβγαζε
του ζήτησε να σηκωθεί αγγίχτηκαν
και γλίστρησαν κοντά και πιο κοντά
και πιο κοντά και πιο βαθιά και λίγο πιο βαθιά
ένα χορευτικό στον κόσμο των ονείρων

στην επόμενη φιγούρα έπρεπε
να την κρατάει από τη μέση και να είναι πίσω της
εκείνη έπρεπε να γυρίσει να τον κοιτάξει
να σκύψει λίγο και με τα χέρια της να τον τραβήξει επάνω της
ο χορογράφος ήταν αυστηρός
ήθελε είπε απόλυτη ένωση

τέντωσε πίσω το λαιμό της
της έπιασε τα μαλλιά τα τράβηξε σαν χαίτη και τέχνη
δεν έβλεπε τα μάτια της αλλά ήξερε ότι του λέγανε κι άλλο
την γονάτισε και συνέχισε
σε λίγο μούσκεψε το χαλί
στο φως από το τζάκι κοιτάχτηκαν
μα όταν συναντήθηκαν τα μάτια τους
ήταν πια αργά
είχαν προηγηθεί τρία εκατομμύρια φιλιά
δεν άντεξαν
και ξανάρχισαν από την αρχή

Γιάννης Δ. Ρουμελιώτης




(και ένα σύντομο σχόλιο στο ποίημα: Ο έρωτας είναι μια πανάρχαια κραυγή που ηχεί και θα ηχεί γι’ αυτούς που αφήνουν ανοιχτές τις θύρες τους τις γήινες. Ο έρωτας δεν είναι αέρινος και άυλος, γι’ αυτό και δεν κατανοεί τα αόριστα και τα λουλουδιασμένα κόκκινα συννεφάκια. Όσοι αυτό δεν το γνωρίζουν αεροβατούν σε δακρύβρεχτες παιδικές ονειροφαντασίες, γι’ αυτό και δεν νιώθουν ποτέ ολοκληρωμένο πάθος. Ο έρωτας μονάχα σαν γήινος βιώνεται. Έτσι όπως ποιητικά παρουσιάζεται από τον Γιάννη Ρουμελιώτη)


Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Run away





Μια γυναικεία φιγούρα στην αποβάθρα του συρμού. Μια βαλίτσα παλιοκαιρίσια, καρό, υφασμάτινη, δεμένη με λουρί. Καπέλο. Και παλτό τριμμένο στον γιακά. Μέτριο τακούνι στα παπούτσια, καρφωμένο δυο φορές για να κρατήσει.
Μια κοιτάζει από δω, μια κοιτάζει από κει. Σαν να είχε κάποια διαφορά η κατεύθυνση. Του ανέμου.
Έρχεται το τραίνο. Οι λιγοστοί επιβάτες βαριεστημένα ταξιδεύουν.
Η γυναίκα άφαντη. Η βαλίτσα παρατημένη στην άδεια αποβάθρα.
Σαν ψάξει για τη βαλίτσα της, θα θυμηθεί. Έπρεπε να αφήσει σημάδι αναγνώρισης, 
‘ήμουν εδώ, γυναίκα μόνη, σήμερα το απόγευμα, στις 17:45, το τραίνο ήρθε, το κοίταξα στα μάτια’.
Ανέβηκε άραγε; Μάλλον δεν έχει σημασία.
Έτσι κι αλλιώς αυτή πάντα ταξίδευε.

Διώνη Δημητριάδου

(φωτογραφία από το «runaway day» του Δημήτρη Μπαβέλλα)

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη


Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη






Σε μια ρεπροντυξιόν σε μουσαμά και με λευκή κορνίζα. Έτσι πρωτοαντίκρισα τον πίνακα του Βαν Γκογκ "Εξώστης καφενείου τη νύχτα στην Αρλ". Θέλει και η impression τον τρόπο της. Πώς θα σε "χτυπήσει" με την πρώτη ματιά. Χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση, χωρίς καμιά δικαιολογία. Η Τέχνη εισβάλλει στη ζωή ακάλεστη και σου παίρνει τον αέρα, μόλις αντιληφθεί την ασθενή σου αντίσταση στις εκπλήξεις. Δεν απαιτεί ειδικές σπουδές (ευπρόσδεκτες ωστόσο) ούτε αποδεικτικά πτυχία. Κι έτσι ο σκοτεινός ψυχικά ζωγράφος γίνεται εικόνα της εφηβείας σου. Κάθε φορά που βλέπω το καφενείο του, θέλω κι εγώ ακάλεστη να κάτσω στα καθίσματά του. Και τότε αυτός μου γνέφει πίσω από τα χρώματα φιλικά λέγοντας:"Μα είμαστε γνωστοί από παλιά". Έχει δίκιο.

Διώνη Δημητριάδου

Ο ποιητής και ο στόχος (ή ο ποιητής ως στόχος) διαβάζοντας το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη «Ο στρατιώτης ποιητής»


Ο ποιητής και ο στόχος (ή ο ποιητής ως στόχος)

διαβάζοντας το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη

«Ο στρατιώτης ποιητής»






Δεν έχω γράψει ποιήματα
μέσα σε κρότους
μέσα σε κρότους
κύλησε η ζωή μου.

Τη μιαν ημέρα έτρεμα
την άλλη ανατρίχιαζα
μέσα στο φόβο
μέσα στο φόβο
πέρασε η ζωή μου.

Δεν έχω γράψει ποιήματα
δεν έχω γράψει ποιήματα
μόνο σταυρούς
σε μνήματα
καρφώνω.

 Δεν έχει γράψει ποιήματα· αυτός ο ποιητής αυτοαναιρείται, αναιρεί την ποιητική του ιδιότητα, αναιρεί τον στόχο του; Πράγματι, αν η ποίηση είναι για κάποιους συνώνυμη του λυρισμού και της κενής ωραιοποίησης, τότε ο ποιητής μας δεν έχει καμιά σχέση μαζί της (και ούτε θα επιθυμούσε να έχει). Αν, όμως, αποτελεί καταγραφή ζωής, αν είναι δήλωση παρουσίας και κινητοποίηση της μνήμης, αν είναι ένα ιδιότυπο χρέος για διατήρηση της σκληρής πραγματικότητας, τότε αυτό που κάνει ο Σαχτούρης είναι ποίηση, και μάλιστα πολύ δυνατών συγκινήσεων· μια «επώδυνη και μακάβρια θητεία».

Μα, ας μην πάει ο νους μας στη στρατευμένη ποίηση. Ο όρος έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύστοχος (αλίμονο αν μιλώντας για τέχνη μας έρχεται στο μυαλό η εικόνα της σειράς των στρατιωτών με το όπλο στο χέρι, εικόνα τουλάχιστον αντιαισθητική αν όχι ιδεολογικά απαράδεκτη), αλλά στην περίπτωση του Σαχτούρη δεν αποδίδει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα. Ο ποιητής δεν τάσσεται κάτω από τις επιταγές σκοπιμοτήτων, αλλά υπακούει στην εσωτερική παρόρμηση να μιλήσει, να υπογραμμίσει, να υπενθυμίσει, να χτυπήσει την πόρτα του εφησυχασμού μας. Άλλωστε κατά δήλωση του ίδιου, αυτός κληρονόμος πουλιών είναι ο μόνος που μπορεί να ανέβει στον κακοποιημένο ουρανό και να ελέγξει το φως των άστρων. Με το παντοδύναμο φως του ποιητικού λόγου κάνει επώνυμη τη μνήμη, της δίνει σήμα, της βάζει σταυρό. Το σήμα είναι το λιγοστό του ποίημα, λίγο και σαφές για όποιον έχει το χάρισμα να ακούει, να μεταφράζει τον ποιητικό λόγο, ακόμα κι όταν αυτός πατάει σε δύσκολα μονοπάτια, όπως αυτά του υπερρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού και του  παράλογου (βασικές συνιστώσες του συγκεκριμένου ποιήματος).

Για τον δημιουργό που βλέπει έτσι, όμως, την ποίησή του μία είναι η οδός και δύσκολη. Πάντοτε ανάμεσα σε χώμα και ουρανό· ανοδική και επώδυνη, όπως και η μνήμη που κουβαλά. Δεν βολεύεται παρά μονάχα σε λαμπερό ουρανό. Αλλά η εποχή είναι σκληρή και ανελέητη. Τρόμος, φόβος, κρότος, πόλεμος και φωτιά. Ο ίδιος, λοιπόν, θα μιλήσει για όλα αυτά εκθέτοντας ταυτόχρονα τον εαυτό του, κάνοντας τον εαυτό του στόχο, την ώρα που φαίνεται να έχει αναιρέσει τον στόχο της ποίησής του. Μέσα στον αντιφατικό τίτλο του ποιήματος μοιάζει να τα έχει πει όλα, και ταυτόχρονα μας επιτρέπει να προσεγγίσουμε κι εμείς την αλήθεια του.

Ο ποιητής δεν έχει γράψει ποιήματα που ακούγονται γλυκά στ’ αυτιά· έχει καρφώσει γερά τη μνήμη μας με τα σημάδια του, έχει μπει ο ίδιος, η ποιητική του παρουσία, σήμα στη μνήμη μας. «Κάθε μου λέξη μια σταγόνα αίμα», όπως λέει ο ίδιος.

Διώνη Δημητριάδου
(το κείμενο συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή δοκιμίων «Το ύφος και το ήθος», εκδόσεις Νοών, 2010)





Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

"Ιχνηλασία" της Ρένας Πετροπούλου- Κουντούρη

«Ιχνηλασία»


της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη



Όταν θα σβήνει ο θόρυβος του πλήθους
Οι ώρες σιωπηλές θα σεργιανίσουν
Ανάμεσα στους άστεγους φιλόσοφους
Τους ‘‘Διογένηδες’’ του κόσμου τούτου
Που για πιθάρια-σπίτια
Έχουνε χαρτόκουτα
Και για φανάρια αναζήτησης
Μποτίλιες μ’ άθλιο κρασί
Στην καθημερινή τους κόλαση
Αιώνια ‘‘τον άνθρωπο’’ ψάχνουν
Μια ουτοπία τούτη η ιχνηλασία
Μα ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται δειλό
Σαν μοιραστούν τη μοναξιά τους
Ευγνώμονες βαθιά για μια αγκαλιά
Με φίλους
Τα αδέσποτα του δρόμου
-------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

(ανέκδοτο 2013)

(φωτογραφία από το διαδίκτυο)
«Ιχνηλασία»


της Ρένας Πετροπούλου-Κουντούρη



Όταν θα σβήνει ο θόρυβος του πλήθους
Οι ώρες σιωπηλές θα σεργιανίσουν
Ανάμεσα στους άστεγους φιλόσοφους
Τους ‘‘Διογένηδες’’ του κόσμου τούτου
Που για πιθάρια-σπίτια
Έχουνε χαρτόκουτα
Και για φανάρια αναζήτησης
Μποτίλιες μ’ άθλιο κρασί
Στην καθημερινή τους κόλαση
Αιώνια ‘‘τον άνθρωπο’’ ψάχνουν
Μια ουτοπία τούτη η ιχνηλασία
Μα ένα χαμόγελο αχνοφαίνεται δειλό
Σαν μοιραστούν τη μοναξιά τους
Ευγνώμονες βαθιά για μια αγκαλιά
Με φίλους
Τα αδέσποτα του δρόμου
-------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη

(ανέκδοτο 2013)

(φωτογραφία από το διαδίκτυο)


Ο εκλεκτός φιλόλογος Νικήτας Παρίσης, συγκαταλέγεται δυστυχώς από χθες στις απώλειες του πνευματικού μας σύμπαντος. Ξεχωριστός μελετητής της λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος, συγγραφέας.


Θέλω να θυμίσω στους φιλολόγους συναδέλφους τη συμβολή του στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο Λύκειο με το «Λεξικό λογοτεχνικών όρων» (ΟΕΔΒ 2000). Ήταν ένα βιβλίο που για πρώτη φορά εξέτασε τη διδασκόμενη σχολικά λογοτεχνία από την πλευρά της θεωρίας της. Ένα πολύτιμο βοήθημα στα χέρια των μαθητών και των διδασκόντων. Εκτιμώ πως η σημασία του ήταν μεγάλη, ίσως γιατί για πρώτη φορά οι μαθητές είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τα ενδότερα της θεωρίας της λογοτεχνίας. Ίσως πάλι, γιατί οι διδάσκοντες μπορούσαν να ανατρέχουν στο εύχρηστο εγχειρίδιο, και από κει και πέρα ήταν ανοιχτός ο δρόμος για τα πιο αναλυτικά βιβλία επί του θέματος, αν είχαν τη διάθεση να εντρυφήσουν περισσότερο στο αντικείμενο. Ωστόσο, θλίψη με διακατείχε κάθε φορά που μετρούσα σε λιγοστά δάχτυλα τους μαθητές που γνώριζαν ότι κάποτε (στην Α΄ Λυκείου) τους είχε διανεμηθεί το εν λόγω εγχειρίδιο για να το χρησιμοποιήσουν και τα τρία χρόνια του  Λυκείου. Δεν είναι κρίμα; Προφανώς στις προτεραιότητες διδασκαλίας κάποιων συναδέλφων (ίσως πολλών) δεν ήταν η λογοτεχνία, πόσω μάλλον η θεωρία της λογοτεχνίας. Έτσι το βιβλίο αυτό έμενε στα αζήτητα. Ας είναι. Έβγαλα, φοβούμαι, πάλι μια πικρία μου από τα πολλά χρόνια διδασκαλίας μου στα σχολεία. Αφορμή η αναπάντεχη απώλεια του συναδέλφου Νικήτα Παρίση.




Διώνη Δημητριάδου

Ένας κόσμος ‘κλειστός’





Κάποτε αποφάσισε ότι οι λογαριασμοί του με τον κόσμο είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής του. Άρα ήταν η ώρα να αποσυρθεί. Κλείστηκε σε ένα δωμάτιο από όπου μπορούσε να αγναντεύει το μοναδικό ανεκτό τοπίο. Τη θάλασσα. Δεχόταν καθημερινά τη στοιχειώδη φροντίδα μισανοίγοντας την πόρτα. Και περίμενε… περίμενε…

Όταν ήρθε το πλήρωμα του φυσικού του χρόνου, έσβησε έτσι όπως το είχε θελήσει. Έγκλειστος οικειοθελώς μπροστά στο υγρό τοπίο, που επιμελώς έβλεπε καθισμένος μπροστά στο παράθυρο.

Μια φορά πρόλαβα να τον δω, σε στιγμιαίο ανοιγόκλεισμα της πόρτας του ιδιόμορφου ‘κελιού’ του. Βιβλική μορφή.

Τη σκέψη του δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Δεν θέλησε να αφήσει πίσω του γραπτά ίχνη. Ήθελε να σβήσει ξεχασμένος.

Διώνη Δημητριάδου
(φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα)



«Την Κυριακή έχουμε γάμο»

μυθιστόρημα  του Γιάννη Ξανθούλη 

εκδόσεις Διόπτρα




Τον Γιάννη Ξανθούλη τον διαβάζω από το 1981, όταν κυκλοφόρησε ο «Μεγάλος θανατικός». Ήταν μια παρουσία που ξεχώρισε ανάμεσα στις τόσο πολλές που γέμισαν τα χρόνια εκείνα τις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Με πρωτότυπο ύφος, χαμηλόφωνη γραφή, τόσο οικεία με τα δικά μας τότε βιώματα, που αποζητούσαν πιο ήπιους τόνους από την πολύβουη,  φορτισμένη πολιτική πραγματικότητα. Καθημερινότητα των προσώπων, κατανόηση των αδυναμιών, χιούμορ πίσω από εικόνες και λέξεις. Και η θεματολογία του, στα περισσότερα τουλάχιστον από τα βιβλία του, ενδιαφέρουσα και συχνά πρωτότυπη, έκανε τη διαφορά σε μια εποχή που πολλοί έγραφαν (συχνά με καλή πένα) χωρίς να έχουν προσδιορίσει επακριβώς το θέμα τους. Είχα, ωστόσο, τις περισσότερες φορές ένα πρόβλημα με τα γραπτά του Ξανθούλη. Ενώ ξεκινούσε με τις πιο ευοίωνες προδιαγραφές, στη συνέχεια δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει με την ίδια ένταση το θέμα του. Σαν να χαλάρωνε στην πορεία. Κάτι όμως με τραβούσε στη γραφή του, έτσι ήμουν πάντοτε εκεί σε κάθε μία ανανέωση της σχέσης του με τον αναγνώστη. Τα τελευταία χρόνια έμενα αρκετά ικανοποιημένη από τη διαχείριση των θεμάτων του («Ο θείος Τάκης», «Η δεσποινίς Πελαγία», «Η εκδίκηση της Σιλάνας», «Ο γιος του δασκάλου»). Με το τελευταίο του μυθιστόρημα όμως με αποζημίωσε και με το παραπάνω για την επιμονή μου να τον διαβάζω.

Την Κυριακή έχουμε γάμο, μας ανακοινώνει στον τίτλο το βιβλίο. Όλα θα ήταν πολύ απλά, και ίσως βαρετά ακόμη, αν επρόκειτο για μια συνηθισμένη γαμήλια προετοιμασία. Ο συγγραφέας όμως σκοπεύει να μας ξαφνιάσει, μια που αυτός ο γάμος έχει ήδη τελεσθεί και μάλιστα κάπου πενήντα και βάλε χρόνια πίσω. Μόνο που ο Ιορδάνης Λεοντίου φαίνεται αυτό να το αγνοεί ή να μην το θυμάται πια. Γιατί γι’ αυτόν

[…]ο γάμος αυτός θα παρέμενε για πάντα καρφιτσωμένος σε ένα μέλλον που οι χαζοί θεωρούσαν παρελθόν.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

...Ο γάμος γίνεται την Κυριακή και προκαλεί την ανατροπή στο ταξίδι. Ταξίδι στο παρατεταμένο καλοκαίρι μιας γυναίκας στα μαύρα και του μικρού γιου της. Μάνα και παιδί πενθούν έναν άντρα χαμένο στα χρόνια του πολέμου. Πληροφορίες δεν υπάρχουν παρά μόνο υποθετικό πένθος, υποθετική ορφάνια.
Και τώρα το ταξίδι. Μακρινό καλοκαιρινό ταξίδι από την Αθήνα στον Έβρο· ταξίδι φορτωμένο δισταγμούς και επιθυμίες. Εκεί θα ’ρθουν αντιμέτωποι με όλα τα διλήμματα της ζωής τους, επώδυνα και γεμάτα από τις χαρές που τους λείπουν. Πάνω τους, μια ύπουλη συναστρία ειρωνικών αστερισμών· και μέσα σ’ όλα ο γάμος, σαν οξύμωρο περιστατικό μεταξύ τρελού πανηγυριού και τραγωδίας.
Οι ήρωες της ιστορίας αυτής θα παίξουν και θα μπλεχτούν μέσα στον χρόνο. Στο παρόν και στο μέλλον, με τις τρικλοποδιές του αορίστου... Γι’ αυτό και τα αισθήματά τους, έντονα όσο ποτέ, θα ενηλικιωθούν με επικίνδυνη ταχύτητα. Μέσα από τη ματιά του παιδιού κι ενός καλοκαιριού με συστατικά τον έρωτα, το πάθος, τον θάνατο και το γέλιο. Όπως η ίδια η ζωή. Και πίσω απ’ όλα ο γάμος, σαν πρόσχημα σοβαρό, με την αστεία αθωότητά του.
Τώρα τι σχέση μπορεί να έχει ο Ιορδάνης Μακρής με τον Ιορδάνη Λεοντίου και την κοινή τους λαχτάρα για το ταξίδι-περιπέτεια, ας το αφήσουμε σε όσους συμμερίζονται τους γρίφους και αποδέχονται την πρόσκληση στον γάμο της Κυριακής.

Μου αρέσει αυτή η πρόσκληση-πρόκληση, έτσι όπως στοχεύει κατευθείαν στο θυμικό μας. Ένα ταξίδι προς τα πίσω, όσο αντέχει και μπορεί η μνήμη αλλά και όσο ο ταξιδιώτης (το μικρό παιδί αλλά και ο ηλικιωμένος εαυτός του) θα κατορθώσει να ‘πατήσει’ στα χνάρια μιας παλιάς επώδυνης ιστορίας. Δύο κόσμοι ανοίγονται μπροστά μας. Ο ένας του μικρού Ιορδάνη Μακρή, που μαζί με τη μητέρα του θα κάνουν μια πολύωρη διαδρομή (με τραίνο) το μακρινό 1953, με προορισμό την Μακρινή (όνομα και πράγμα), χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αλεξανδρούπολη. Επρόκειτο να είναι ένα ταξίδι αναψυχής στον τόπο του εξαφανισμένου από την Κατοχή πατέρα. Όμως προέκυψε ο γάμος, ως αναπόφευκτη εξέλιξη μιας εγκυμοσύνης, και η ρουτίνα της θρακικής επαρχίας ανατρέπεται. Γιατί αυτός δεν είναι ένας συνηθισμένος γάμος. Ο Ξανθούλης εδώ έβαλε όλη την τέχνη του. Κάτι ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα. Ο μικρός Ιορδάνης θα χρισθεί ξαφνικά κουμπάρος, η μάνα του θα παθαίνει απανωτές κρίσεις με αποτέλεσμα να εκστομίζει δημοσίως την αγαπημένη εκτονωτική φράση της: «να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας», γύρω θα πλανάται η απουσία του πατέρα ως εικαζόμενο πένθος, που μόνο η ‘χήρα’ αποδέχεται. Δεσπόζουσα φυσιογνωμία η γιαγιά Σύρμω (ο στρατάρχης Παπάγος, που ξέρει πολύ περισσότερα από όσα αφήνει να εννοήσουν οι άλλοι), θείες και θείοι, ξαδέλφια και -σαν να μην έφθαναν όλοι αυτοί- το απαραίτητο συμπεθεριό που θα αφιχθεί και θα εγκατασταθεί στο χωριό. Αν το μάτι μας πάει λίγο πιο έξω από το χωριό, παραμονεύει ο θάνατος μέσα σ’ ένα χωράφι όπου οι λαλέδες (παιωνίες) υπόσχονται τραγικό διαμελισμό σε όποιον ερωτευμένο θελήσει να τις κόψει. Στην πραγματικότητα αυτό το εγγυώνται οι νάρκες που βρίσκονται εκεί ξεχασμένες από την Κατοχή, αλλά ποιος σκοτίζεται για αυτή τη μικρή διαφορά; Επιστέγασμα όλων αυτών ένα μυστικό που θα κρατιόταν έτσι θαμμένο για πάντα, αν ο μικρός Ιορδάνης ήταν πιο ήσυχο παιδί και δεν έψαχνε τα ξένα συρτάρια. Και τότε όλα θα ανατραπούν.

Του άρεσε ο ρόλος του Τηλέμαχου που δεν κρατούσε την παραμικρή ανάμνηση από τον βασιλιά της Ιθάκης- θύμα πολέμου κι αυτός, με μια μάνα νευρασθενική, που δάμαζε τον χρόνο υφαίνοντας και ξηλώνοντας στον αργαλειό ένα πέπλο-άλλοθι


Όλη αυτή η ιστορία θα μπορούσε να είναι ένα παραμύθι, μια φανταστική αφήγηση. Μήπως δεν είναι γοητευτικές για ένα μικρό παιδί οι παλιές ιστορίες που αφηγούνται οι γεροντότεροι; Στην ιστορία αυτή υπάρχει αυτό το παιδί, η μικρή εγγονή του Ιορδάνη η Βικτώρια, η οποία θα γίνει αποδέκτης των εκμυστηρεύσεων του παππού της.

«[…]εμείς ήμασταν αληθινοί, Βικτώρια. Εμείς, Βικτώρια, ήμασταν υπέροχα βασανισμένοι…»

Άλλωστε είναι και η μόνη που τον καταλαβαίνει, που κατανοεί την αναγκαιότητα αυτού του παράλογου ταξιδιού με το ένστικτο που τα μικρά παιδιά έχουν για να συλλαμβάνουν τα υπαρκτά αλλά αόρατα.
Και είναι αυτή που θα ξέρει στο τέλος της ιστορίας ότι ο παππούς της

[…]θα κυκλοφορούσε στο εξής αθέατος στα τρένα, μοιράζοντας μπομπονιέρες μόνο σε ταξιδιώτες εκπαιδευμένους να κρατούν μυστικά.

Ο κόσμος του Ιορδάνη Λεοντίου συνιστά μια άλλη πραγματικότητα, με το σκοτάδι της άνοιας (κατά τη γνώμη όλων), με τη βαθύτατη επιθυμία όμως να ξεφύγει προς το παρελθόν σε μια ξεχασμένη πια ταυτότητα, σε ένα γάμο που μοιάζει να μην έχει τελειώσει ποτέ. Οι δύο αυτοί κόσμοι γίνεται να συναντηθούν; Πόση απόσταση θα διανύσει η συνείδηση του μικρού Ιορδάνη Μακρή, αλλά και πώς θα ζωντανέψει το υποσυνείδητο του Ιορδάνη Λεοντίου την υπνώττουσα μνήμη, ώστε να επιτευχθεί έστω φευγαλέα η αναγκαία ταύτιση στον χρόνο; Η λογοτεχνία δηλώνει πως μπορεί να το κατορθώσει.


Όπως όλα τα βιβλία του Γιάννη Ξανθούλη πατάει και αυτό πάνω στη μνήμη και στην επεξεργασία του παρελθόντος με τις αναπόφευκτες προσωπικές ερμηνείες. Γιατί εδώ ο αναγνώστης νιώθει να ταυτίζεται με κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας, αποδέχεται τη σουρεαλιστική συνύπαρξη στο ίδιο σκηνικό του μικρού Ιορδάνη και του ηλικιωμένου Ιορδάνη, σαν να ήταν ρεαλιστική συνθήκη, και πείθεται από τον λόγο του συγγραφέα ότι όλα αυτά θα ήταν δυνατόν να συμβούν. Αυτή όμως δεν είναι η τέχνη της συγγραφής;

Στο εξώφυλλο μια ζωγραφιά του συγγραφέα, που θέλει έτσι να δώσει την ολοκληρωμένη υπογραφή του στο βιβλίο του. Και διαβάζοντας προσεκτικά την εικόνα πια, βλέπουμε τις φιγούρες του παράδοξου αυτού γάμου σε απόλυτη απόδοση.
Θεωρώ ότι πρόκειται για το πιο ώριμο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη. Λες και μέσα του έρχονται και βρίσκουν τη θέση τους σκηνές και πρόσωπα από όλα σχεδόν τα προηγούμενα, που ίσως τώρα δικαιολογούν εν μέρει το ανολοκλήρωτο της γραφής τους.


Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Booktour Μια κριτική προσέγγιση στο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη «Την Κυριακή έχουμε γάμο» από τις εκδόσεις Διόπτρα

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/mia-kritiki-proseggisi-sto-mythistorima-toy-gianni-xanthoyli-tin-kyriaki-echoyme-gamo-apo-tis-ekdoseis-dioptra/)

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

«Οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας»

νουβέλα

του Στάθη Ιντζέ

εκδόσεις Θράκα



Ο χρόνος παίζει παράξενα παιχνίδια. Ασύλληπτη επί της ουσίας έννοια, μπερδεύει τα διαστήματά του, έτσι που τα όρια του παρόντος συνθλίβονται από ένα αβέβαιο και ανυπόστατο μέλλον αλλά και από ένα αδυσώπητο παρελθόν που τείνει να κυριαρχήσει στη σκέψη. Συσσωρευμένη μνήμη, επεξεργασμένες εικόνες, πρόσωπα με συγκεχυμένα τα χαρακτηριστικά τους -συχνά σκόπιμα- όλα προβάλλονται στο σήμερα και διεκδικούν το μερίδιο που τους αναλογεί στη ζωή, έτσι όπως εξελίσσεται.  Θα μπορούσε η μνήμη να είναι το θέμα μιας νουβέλας;
Το πολύπαθο αυτό είδος συχνά παραπαίει ανάμεσα στο διήγημα και στο μυθιστόρημα χωρίς να κατορθώνει να προσδιορίσει τη φυσιογνωμία τη δική του. Κι όμως τα όρια είναι σαφή. Ο ήρωας, κεντρικό πρόσωπο της πλοκής. Η πλοκή, ανταποκρινόμενη στην περιορισμένη έκταση της αφήγησης. Η εμβάθυνση της αφήγησης στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Για να λειτουργήσουν τα παραπάνω στοιχεία προϋπόθεση απαραίτητη είναι να ‘χτιστούν’ γύρω από τον θεματικό πυρήνα. Αυτό το τελευταίο αποβαίνει και το τρωτό σημείο σε πολλές απόπειρες να γραφεί νουβέλα. Ένα ασθενές θέμα, αδύναμο να στηρίξει συμπεριφορές και εξελίξεις, δεν κατορθώνει να πείσει για την αληθοφάνεια της γραφής, συχνά ούτε και για την αναγκαιότητά της, για να είμαστε ειλικρινείς.

Μια ευχάριστη έκπληξη ήταν η ανάγνωση της νουβέλας του Στάθη Ιντζέ, με τον απολύτως πρωτότυπο τίτλο «οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας», που σε προκαλεί να διαβάσεις τι μπορεί να κρύβεται μέσα στις σελίδες. Μέσα σε περίπου εξήντα σελίδες έχουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νουβέλας, ανταποκρινόμενο στις προδιαγραφές του είδους. Θα μπορούσα να σταματήσω εδώ αξιολογώντας οπωσδήποτε θετικά την πρόταση του συγγραφέα. Αξίζει, όμως, να προχωρήσω στο πιο ενδιαφέρον ακόμη. Διαβάζοντας το βιβλίο έχω την πεποίθηση ότι το υλικό του δεν θα μπορούσε να αποτελέσει θέμα ενός μυθιστορήματος, όπως συχνά συμβαίνει με μικρές σε έκταση νουβέλες που νιώθεις ότι κάτω από άλλες συγγραφικές συνθήκες και φυσικά με τον ανάλογο εμπλουτισμό σε χαρακτήρες,  θα ‘ανοίγανε’ την πλοκή τους στα όρια της μεγάλης αφήγησης. Εδώ η αφήγηση είναι πλήρης. Δεν μπορεί να προστεθεί τίποτα χωρίς να αλλοιώσει την οικονομία του λόγου αλλά και της σκέψης. Άλλωστε η συγκεκριμένη ιστορία παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο -χωρισμένη σε δύο μέρη που εναλλάσσονται στην αφήγηση διατηρώντας το ξεχωριστό ύφος τους  με τη χρήση του πρώτου και του τρίτου προσώπου-  που δίνει την αίσθηση του όλου, με τα δύο αυτά μέρη, σε διαφορετικό χρόνο το καθένα, να συναποτελούν στην ουσία μία ιστορία, την προσωπική ιστορία του Ορέστη.
Τον Ορέστη τον βλέπουμε ‘έγκλειστο’ σε ένα δωμάτιο, αφημένο στην ‘ευτυχία’ της τηλεόρασης, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.

«Όσο για τη μεγάλη μου αγάπη, την τηλεόραση -τι συσκευή Θεέ μου! τι ανακάλυψη!- την είχα τοποθετήσει πάνω σ’ ένα δρύινο τραπεζάκι γουίντζ απόχρωσης. Έτσι, λοιπόν, είχα οργανώσει τη ζωή μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είμαι  αυτάρκης και να μη χρειάζεται να ξεπορτίζω».

Αναπολεί τη ζωή του, τα παιδικά του χρόνια (με τη χίπισσα θεία Αντιγόνη να του δίνει τις πρώτες ερωτικές αναταράξεις),  τα εφηβικά, τα χρόνια του στρατού. Εδώ επιλέγεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, καθώς με αμεσότητα δίνεται η ανάγκη του Ορέστη να ερμηνεύσει τη μετέπειτα ζωή του. Η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη στην παράλληλη ιστορία που παρακολουθούμε, τη σχέση του Ορέστη με την Έλλη και συγκεκριμένα τις διακοπές τους με σκηνή στο Πήλιο. Είναι εκεί που η Έλλη θα παρουσιάσει μια ανερμήνευτη για τον Ορέστη συμπεριφορά, σαν να επιθυμεί να απομακρυνθεί απ’ αυτόν. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου θα κατανοήσουμε την επιλογή του τρίτου προσώπου στην αφήγηση αυτού του μέρους. Το συγκεκριμένο γεγονός σήμανε και την αλλαγή στη ζωή του Ορέστη, μια αλλαγή που το μέγεθός της θα το δούμε στο τέλος του βιβλίου, εκεί που θα προκύψει και το στοιχείο του αιφνιδιασμού, ένα ακόμη θετικό πρόσημο για τη συγγραφική δεινότητα του Στάθη Ιντζέ. Εφόσον αυτό αποτέλεσε το καθοριστικό γεγονός για τον ψυχισμό του Ορέστη, δεν θα ήταν φυσικό να ανατρέχει και σ’ αυτό στις αναπολήσεις του. Έτσι μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο θα φαινόταν ασύμβατη με τα γεγονότα. Ο συγγραφέας, με τον ρόλο του παντογνώστη αφηγητή, θα αναλάβει να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για το κενό αυτό διάστημα στη μνήμη του ήρωά του.



Η μνήμη, αυτή η επιλεκτικά -εκούσια ή ακούσια- διαχειριζόμενη τα γεγονότα της ζωής, θα αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή της ιστορίας. Είναι αυτή που δίνει στον Ορέστη την ψευδαίσθηση ζωής που χρειάζεται, αυτή που του ερμηνεύει μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη την πραγματικότητα, αυτή που θάβει τις αληθινές αιτίες του δράματος που ζει. Και είναι αυτή που οδυνηρά θα επανέλθει κάποτε για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Και ένα ερώτημα που αναπόφευκτα θα έρθει στη σκέψη του αναγνώστη: η γνώση των πραγμάτων ή η συσκοτισμένη συνείδηση καθιστά τη ζωή βιώσιμη; Ο Ορέστης θα ανακεφαλαιώσει στις αληθινές της διαστάσεις τη μνήμη του. Είναι τυχαίο άραγε ότι η τελευταία του φράση

«σημασία είχε η ανάμνηση»

καταξιώνει μέσα του αυτή την ασαφή και πολυδιάστατη υποκειμενικότητα του μηχανισμού της μνήμης;

Από τις ενδιαφέρουσες εκδόσεις «Θράκα» ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή του αναγνώστη. Σπάνια συναντάμε τόση πυκνότητα ουσιαστικού λόγου σε τόσο μικρή έκταση κειμένου.

Διώνη Δημητριάδου

(η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/stromatsada/)


Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία" 
διάβασε και προτείνει
(16 νέες βιβλιοπροτάσεις)





"Confiteor" 
Ζάουμε Καμπρέ
 εκδόσεις Πόλις



[...]σε όλη μου τη ζωή μπέρδευα τα πράγματα. Δεν το λέω με περηφάνια, μάλλον με συγκρατημένη παραίτηση. Όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να φτιάξω ερμητικά κλειστά διαμερίσματα στο μυαλό μου, κι όλα ανακατεύονται, όπως αυτή τη στιγμή που σου γράφω με τα δάκρυά μου για μελάνι.



"Νίκη" 
Χρήστος Χωμενίδης
 εκδόσεις Πατάκη



[...]τα πάντα να είναι εμποτισμένα απ' την οδύνη και την έκπληξη της ήττας, οι συζητήσεις να επανέρχονται ξανά και ξανά στο ίδιο βασανιστικό ερώτημα: "Αφού είχαμε τον λαό μαζί μας, γιατί χάσαμε;". Ό,τι κι αν έλεγε ο πατέρας μου, εγώ έβλεπα τον κόσμο της Αριστεράς να ξύνει με μαζοχιστική απόλαυση τις πληγές της. 



"Όλο αέρα! (αισθηματικά κείμενα)"
 Σωτήρης Κακίσης
 εκδόσεις Vakxikon



[...]λέω πάντα όταν με ρωτάνε: "Προσπαθώ να παραμείνω επιμελώς αγράμματος". Εννοώντας: να μη χάσω ποτέ τη χαρά του να μην τα ξέρω όλα, του να ψάχνω, του να βρίσκω. Κι ύστερα πάλι λέω: "Όχι. Δεν τους διαβάζω ολόκληρους τους αγαπημένους μου, τον Τσέχωφ, τον Παπαδιαμάντη, τον Εγγονόπουλο, τον Χουλιαρά. Θέλω να 'χω στην κάβα μου πάντα καλό κρασί, να μην ξεμείνω στο μέλλον χωρίς τη γλύκα του μεθυσιού από τις σελίδες, από τις λέξεις τους".




"Γράμμα στον Κωστή"

 Ξένια Καλογεροπούλου
 εκδόσεις Πατάκη




[...]Κάποιοι από την παρέα δεν είναι πια μαζί μας. Κι ορισμένοι μας λείπουν πολύ. Κι άλλοι είναι ακόμη δίπλα μας και σαν φίλοι και σαν συνεργάτες. Ανήκουμε στους τυχερούς.Να ζούμε ακόμη, να δουλεύουμε μαζί και ν' αγαπιόμαστε.



"Υποταγή"
 Μισέλ Ουελμπέκ
 εκδόσεις βιβλιοπωλείου της Εστίας




[...]Η ανατρεπτική και απλή ιδέα, που ως τότε δεν είχε ποτέ εκφραστεί με τόση δύναμη, ότι το απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας έγκειται στην απόλυτη υποταγή.



"Η κρυφή πόρτα"
 Αλέξης Πανσέληνος
 εκδόσεις Μεταίχμιο



[...]Καθισμένος στο πεζούλι κοιτούσε και έβλεπε στο βάθος την πολυκατοικία του να σχηματίζει με τη γωνία της κάτι σαν πλώρη καραβιού· και πάνω από τα τρία ρετιρέ και τις τέντες, τα φυτά που πρόβαλλαν από τα κάγκελα και τις κεραίες της τηλεόρασης που μοιάζαν με κατάρτια· τα σύννεφα έτρεχαν προς τα πίσω σπρωγμένα από τον νοτιά, και όλο το κτίριο έμοιαζε να τρέχει βιαστικά προς τη φουρτούνα που παραμόνευε στο πέλαγος.





"23 μέρες"

 Ασημίνα Ξηρογιάννη
 εκδόσεις Γαβριηλίδη




 Η υπόθεση του βιβλίου που γράφει τώρα:
 Κάτι σαν ποιητική νουβέλα in progress.
 Μια νεαρή γυναίκα
 κλεισμένη σε ένα δωμάτιο για 23 μέρες
 περιμένει να γυρίσει πάλι κοντά της
 ο εραστής της
 (ή, καλύτερα, να επιλέξει να γυρίσει πάλι κοντά της).







"Φιμωμένος θυμός"
 Γιάννα Λάμπρου
 μικρές εκδόσεις




[...]"Παλιό, επαναστατικό. Ερωτικό. Τέλος πάντων, το ίδιο δεν είναι; -Ναι, ό,τι περιπολεί στον ουρανό τρελαμένο για φως, ό,τι δεν καταδικάζει τον άνθρωπο σε απερήμωση, ώσπου εξαντλημένος να ομογενοποιηθεί, ναι, είναι Επανάσταση".



"Την Κυριακή έχουμε γάμο"

 Γιάννης Ξανθούλης
 εκδόσεις Διόπτρα




[...]Του άρεσε ο ρόλος του Τηλέμαχου που δεν κρατούσε την παραμικρή ανάμνηση από τον βασιλιά της Ιθάκης- θύμα πολέμου κι αυτός, με μια μάνα νευρασθενική, που δάμαζε τον χρόνο υφαίνοντας και ξηλώνοντας στον αργαλειό ένα πέπλο-άλλοθι



"Οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας"

 Στάθης Ιντζές
 εκδόσεις Θράκα



[...]"Όσο για τη μεγάλη μου αγάπη, την τηλεόραση -τι συσκευή Θεέ μου! τι ανακάλυψη!- την είχα τοποθετήσει πάνω σ’ ένα δρύινο τραπεζάκι γουίντζ απόχρωσης. Έτσι, λοιπόν, είχα οργανώσει τη ζωή μου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είμαι  αυτάρκης και να μη χρειάζεται να ξεπορτίζω".


"Προσπαθώντας τον ήλιο"
 Ματίνα Νίκα
 εκδόσεις Λογότεχνον



[...]"Αφού δεν μπορούσα να κάνω οτιδήποτε άλλο, ενεργοποίησα τον ριψοκίνδυνο παίκτη μέσα μου κι έβαλα στοίχημα με το ροκ άγγελό μου. Έσκυβε από πάνω μου, είχε λύσει τα μαλλιά του, είχε σφηνώσει πίσω από το δεξί του αυτί ένα κλωναράκι βασιλικό και είχε στις άκρες του χαμογέλιου του μιαν υπόσχεση. Του έκλεισα παιχνιδιάρικα το μάτι. «Την Εντίθ θέλω να θυμηθώ Βαγγελάκι μου, μόλις συνέλθω από τη νάρκωση. Γιατί θα συνέλθω και θα πω κι ένα τραγούδι".




"Μπαλαντέρ – μια ερωτική εξτραβαγκάντσα"
  Μαρία Γιαγιάννου 
  εκδόσεις Μελάνι



[...]"Όλα με σπρώχνουν στο τώρα. Και το αύριο μαζί σου θα είναι πάλι ένα τώρα. Αναγκαστικά θα είναι και λίγο χθες, αλλά θα ήθελα να γλιτώσουμε από τη νοσταλγία. Ή μήπως δεν χρειάζεται; Έχει παραγίνει το κακό με τον διασυρμό της νοσταλγίας. Μήπως τελικά η νοσταλγία δεν είναι πρόβλημα; Για να είμαι ειλικρινής, εγώ ήδη νοσταλγώ το μέλλον όπου θα νοσταλγούμε το παρελθόν, το οποίο δεν είναι άλλο από το σήμερα."



"Κάτι να μείνει"
 Λίνα Ρόκου
 μικρές εκδόσεις



"Μια βαλίτσα θάλασσα
την πας, τη φέρνεις
Χριστούγεννα, Πάσχα, διακοπές
Στα βάθη της καταποντισμένα τα βαρίδια σου
Τα συλλαμβάνουν  οι ανιχνευτές μετάλλων
και το δικό τους τίποτε
το πληρώνεις χρυσάφι"




"Το σπίτι"
 Γιώργος Μητάς
 εκδόσεις Κίχλη





[...]"Αναμφίβολα, βρίσκομαι σε εχθρικό έδαφος. Όσο κι αν η φαντασία μου είχε προσπαθήσει, τις τελευταίες ημέρες, να εξερευνήσει το εσωτερικό της σφραγισμένης αίθουσας, τίποτα δεν με είχε προϊδεάσει για κάτι τέτοιο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο προάγγελος με τα γαμψά νύχια που κατεβαίνει στον ώμο μου προειδοποιώντας για κίνδυνο έκανε πάλι βίαια την  εμφάνισή του με το που πέρασα την πόρτα."







"Αλλού, στο πουθενά"
 Λουκία Δέρβη
 εκδόσεις Μελάνι








[...]"Μιλούσε,  βάδιζε κι αργοτσουλούσε το καροτσάκι με όλα τα υπάρχοντά του στους δρόμους που είχε τώρα για σπίτι. Μάλιστα, αν έβλεπε κανέναν που ήθελε να του πιάσει κουβέντα ή να του δώσει ένα σεντ, έλεγε με όλη την καλοσύνη του “ο θεός έχει αλλά πρέπει να έχεις κι εσύ για το αύριο. Γιατί το αύριο δεν αστειεύεται”. Κι έπαιρνε την ελεημοσύνη με στυλ".




"Λεσβιακά διηγήματα"
 Βασίλης Ψαριανός
 εκδόσεις Νοών



[...]Απί νουρίς ήμπα στα βάρσανα. Ου πατέρας ιμ ήθιλι να μας ξιφουρτουθεί, να μας βγαλ' απ' τον τσιφάλι τ'. "του κουπιλούδ'" ήλιγι, "πρεπ' νουρίς-νουρίς να παντρεύγιτι, πριν ξισπουριάν' τσι μαραθεί".



επιμέλεια: Διώνη Δημητριάδου

(Young man reading by candle light, Matthias Stomer)