Κώστας Βούλγαρης
Η Προμηθέα
Εκδόσεις Κουκκίδα
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
«Η Προμηθέα» του Κώστα Βούλγαρη (κριτική) – Λόγος εκ λόγου και εν λόγω
Το
δημιουργικό ρίσκο της τέχνης ως αντίπαλον δέος της προόδου
Λόγος εκ λόγου και εν λόγω. Η φράση αυτή, με την εις
τριπλούν αναφορά στην έννοια του λόγου, επιτρέπει την κατάδυση στο πολυσήμαντο
της λέξης, που παραδόξως καταλήγει σε ένα και το αυτό, με τον λόγο εμφανώς να
ενσωματώνει τον κώδικα των λέξεων χάριν επικοινωνίας, ταυτόχρονα να παραπέμπει
στον λόγο/αιτία, με τη σχέση αιτίου και αιτιατού να κατευθύνει την παράγωγη
έννοια της λογικής, αλλά και στον λόγο/αναλογία, με την αρχή του στη θεωρία των
αριθμών, με όλα να συμψηφίζονται στη μία έννοια του Λόγου, θεωρούμενου ως αρχής
του παντός. Απαραίτητη ενδεχομένως η παραπάνω εννοιολογική αναφορά, προκειμένου
να εισχωρήσει κανείς (όχι χωρίς το αναγκαίο ρίσκο) στο πρόσφατο βιβλίο του
Κώστα Βούλγαρη – ενδεχομένως περιττή, αν κάποιος έχει ήδη εντρυφήσει στο ύφος
και τη γραφή του.
Ό,τι γράφει ο Βούλγαρης έχει την «πηγή» του (όχι τη
γενεσιουργό, καθόσον αυτή εμφωλεύει έτσι κι αλλιώς μέσα του, αλλά την πηγή
εννοούμενη ως αφετηριακό εφαλτήριο γραφής) στον εκφρασθέντα έως σήμερα λόγο,
γραπτό ή προφορικό. Η ενασχόληση του με αυτόν δημιουργεί έναν νέο «τόπο»
λογοτεχνικό, στηριγμένο στην αρχή της μετάπλασης, αποδόμησης, δημιουργίας νέας
δομής κατόπιν, η οποία και αυτή η ίδια προσφέρεται για εκ νέου επεξεργασία. Τα
κείμενά του προϋποθέτουν την αφήγηση για να λειτουργήσουν ως μετα-αφήγηση,
προϋποθέτουν τη μυθοπλασία για να λειτουργήσουν ως μετα-μυθοπλασία. Η κατάργηση
των αφηγηματικών τεχνικών μα και των αφηγηματικών τρόπων –που συνιστούν τα
κλασικά στηρίγματα της λογοτεχνικής γραφής– εδώ
δεν δημιουργεί χάος ασυνεννοησίας, ίσα ίσα οδηγεί σε ένα νέο τύπο
γραφής, με την έννοια του «τύπου» ας θεωρείται αναγκαστική ή καταχρηστική,
παρόλο που καθόλου σε τυποποίηση δεν παραπέμπει. Όλα τα φαινομενικά ετερογενή
συγκλίνουν σε μία θεματική, συνιστώντας έτσι μία ολότητα, μέσα στην οποία το
ετερογενές αποτελεί αναπόφευκτα το στοιχείο σύνδεσης. Μιλώντας, άλλωστε, για
την έννοια της προόδου –γιατί αυτή είναι η εν λόγω θεματική– δεν θα μπορούσε
αυτή να νοηθεί παρά μόνον ως συμβολή (με τη μορφή αντιπαράθεσης, αντίστιξης, αμφιβολίας,
αμφισβήτησης, άρνησης και ανατροπής) ετερογενών στοιχείων. Διαλεκτική, έτσι κι
αλλιώς, η σχέση των ετερογενών, προκειμένου να δομηθεί η όποια σύνθεση.

Η Προμηθέα
του Βούλγαρη, εσωκλείει στη θηλυκή της υπόσταση τη γέννηση, την υπόσχεση, τη
θαρρετή πράξη, αλλά και την πολεμική εναντίον της, την καταδίκη της εν τέλει,
με δεδομένη την κρίση του πολιτισμού, που με όχημα (ή πρόσχημα) την πρόοδο,
υποσχόταν πολλά με, συχνά, αλματώδη πορεία. Εκκινώντας ο Βούλγαρης από την εκ
του αποτελέσματος κρίση του πολιτισμού (στη βάση δύο διαπιστώσεων: η πρόοδος
εφιάλτης της ιστορίας, η τέχνη εφιάλτης της προόδου), θα διέλθει τους αιώνες
ανάπτυξης τού εν κοινωνία ανθρώπου, προκειμένου να κάνει τις επιλογές του (στη
βάση των προσωπικών του αισθητικών κριτηρίων), από την ιστορία τής πιο δημιουργικής
πράξης, στην οποία επιδόθηκε με ζήλο το νοήμον ον ακριβώς για να υπερβεί τους
κανονιστικούς λογικούς κανόνες, δηλαδή της Τέχνης, που του άνοιξε μικρές
χαραμάδες ελευθερίας μέσα στον αποπνικτικό κλοιό μιας ασταμάτητης πορείας
προόδου. Και όλο αυτό δεν προκαλεί την αίσθηση ενός «διδακτικού εγχειριδίου»,
μια καθοδήγηση προς μια ανασύνταξη δημιουργικών δυνάμεων· αντιθέτως, με τον
τρόπο της γραφής του αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εισχώρησης και άλλων φωτεινών
σημείων, τόσο από τον ίδιο, όσο και από την αναγνωστική επάρκεια αλλά και την
ευαισθησία σε κάθε περίπτωση. Γιατί, όσο κι αν γράφοντας περιχαρακώνεται το
συγγραφικό πεδίο, άλλο τόσο η γραφή η ίδια έχει τη δυναμική να αυτονομηθεί, το
βιβλίο τελικά να «κάνει τα δικά του», όπως δηλώνεται στο συνοδευτικό σημείωμα.
Πώς εξυπηρετείται, όμως, το νοηματικό αυτό εγχείρημα;
Η γλώσσα των κειμένων, μεικτή και παραλλάσσουσα διαρκώς το ύφος της, από την
αρχαιότροπη σε λεκτικό κώδικα αλλά και σε σχήματα λόγου έως την προφορικότητα
της απλής καθομιλουμένης, αλλά και με τη γλωσσοπλαστική δεινότητα της
συλλειτουργίας (αιδιοταυτώφαλλος, ομουγαμησευόμεθα) δεν αποτελεί απλώς το
όχημα, προκειμένου τα νοήματα να γίνουν κοινό κτήμα· αυτή τη λειτουργία την
έχει έτσι κι αλλιώς ο κάθε χρησιμοποιούμενος κώδικας. Εδώ η γλώσσα «καθοδηγεί»
το νόημα, το διαμορφώνει, το επεκτείνει σε χώρο και χρόνο, συνδιαλέγεται με τις
εποχές, μεταπλάθει τις αντοχές της, προκειμένου να προσεγγίσουν τα πρόσωπα και
τα έργα τους το ένα το άλλο, να βρουν τις απώτερες και εσώτερες συνδέσεις τους
που τα κατατάσσουν σε μια νοητή γραμμή, απελευθερωτική, που μπορεί να
νοηματοδοτήσει κάθε εποχή στις πιο ουσιαστικές της εκδοχές, πέρα από την
επιφάνεια των επιτευγμάτων που τη χαρακτηρίζουν· η τέχνη του λόγου, των
εικαστικών, των μουσικών έργων ήταν πάντοτε μια ματιά από την αντίπερα όχθη,
μια άλλη εκδοχή ζωής, που άλλοτε προφήτευε, άλλοτε διεκδικούσε, άλλοτε
καθοδηγούσε, άλλοτε ανέτρεπε, όσο ήταν επιτρεπτό από τους εκάστοτε
εξουσιαστικούς μηχανισμούς που είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν επάνω της, να
την καταπιούν. Η περίπτωση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς ενδεικτική, στον οποία
αφιερώνει ο Βούλγαρης αρκετές σελίδες, κυρίως στη δυναμική της 7ης Συμφωνίας του, γραμμένης
εν μέρει στο πολιορκημένο Λένινγκραντ, στην αναμέτρησή της με την ισχύ της
χιτλερικής πολεμικής μηχανής.
Αναπόφευκτα, ωστόσο, η τέχνη, σε όποια μορφή της
–αρκεί να αντιμάχεται τα καθιερωμένα σχήματα, να σπάει τον σκληρό φλοιό τους,
να αναδεικνύει τη γυμνότητά τους– ρισκάρει είτε την αυθεντικότητα των μηνυμάτων
της είτε την ευρεία διάδοσή τους, απειλούμενη είτε από την ενσωμάτωση στους
ίδιους μηχανισμούς που αντιμάχεται, είτε από την περιθωριοποίηση. Αν διασωθεί,
και συχνά διασώζεται, τότε όντως προβάλλει μέσα από τις πολλαπλές μορφές, εμφανείς
ή όχι, του σκοταδισμού. Όπως το Βαλς Νο. 2 του Σοστακόβιτς στέκεται
αντιμέτωπο, προβάλλοντας την τζαζ «θρασύτητά» του, απέναντι στα αυτοκρατορικά
βαλς της οικογένειας Στράους – υπόθεση διαφορετικής οπτικής ή καλύτερα
καταξίωση του θαυματουργού μικρού μεγέθους, που κηρύσσει με τον δικό του τρόπο την επανάσταση· όχι
μόνον στη μουσική.
Στο εξώφυλλο το έργο Πορτραίτο (1910) του πρωτοπόρου Καζιμίρ Μαλέβιτς, αναδεικνύει την
εσωτερικότητα του προσώπου, ένα πρόσωπο χωρίς τον χώρο μέσα στον οποίο να σταθεί,
χωρίς τα πράγματα να το περιβάλλουν. Έμφαση στην ουσία, εμφανής και ο διάλογος
με το περιεχόμενο του βιβλίου.
Διώνη Δημητριάδου
Απόσπασμα
Υπήρξε ο εν Τροία περιώνυμος πόλεμος; Και Πάρις, και
έρως, και έρις; Και Πρίαμος· όντως μεγαλόθυμος; Και Αχιλλέας· οξύθυμος; Και
Αγαμέμνων· πλεονέκτης; Και Έκτωρ· ηρωικός; Και Ελένη· ασυλλόγιστος; Υπήρξε
Ελένη; Υπήρξαν· και τα ιστορούμενα, και τα πρόσωπα όλα υπήρξαν, και τα αυτών
προτερήματα και αμαρτίες. Τούτο οι πάντες ομολογούμε. Ποια τα τεκμήρια υπέρ
αληθείας μαρτυρούν; Μόνον Ιλιάς Ομήρου. Έτερον; Ουδέν. Άρα, υπήρξαν; Και
άνθρωποι, και πάθη και χαρακτήρες; Υπήρξε καν πόλεμος; Ή μόνον εις των ραψωδών
τα ημιστίχια έλαβε χώρα, ώστε τούτοι εις
τας πανηγύρεις ακόπως σιτίζονται; Υπήρξαν, ότι εισίν Ιλιάδος λέξεις. Παν
ανθρώπινο ή της φύσεως έργο, και τα πέραν αυτής, εις οιονδήποτε καιρό, υπήρξε
όπως ακριβώς εν τη τέχνη ιστορείται, όσα βέβαια τοιαύτης τύχης ευτύχησαν· και
ό,τι άλλο, ως έχει εν τη τέχνη υπάρχει, εάν βεβαίως ταύτη επαξίως ως τέχνη
λογίζεται. (σ. 86).