Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων αφηγήματα Ελένη Γκίκα ΑΩ εκδόσεις η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress


Υπέρ κεκοιμημένων,

πενθούντων, οδοιπορούντων

αφηγήματα

Ελένη Γκίκα

ΑΩ εκδόσεις

η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
https://www.bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/eleni-gkika-yper-penthounton-kekoimismenon-odoiporountondioni-dimitriadou?fbclid=IwAR2t0j7lxkLRZ2PI-6KHGEtxywmCEXohgEXI3gEVPxJUIR3xRMkoBQGBx7c



η κερδισμένη απώλεια

Ιστορίες σαν καντηλάκια για τους οικείους ζωντανούς και νεκρούς.
Αναμμένα κεράκια για τις Κυριακές του μπαμπά μου και τις Δευτέρες της μάνας μου. Για τις Μεγάλες Παρασκευές μου και για όλα τα πρωινά του Σαββάτου στη γειτονιά.

Είκοσι τέσσερα μικρά αφηγήματα που αποθησαυρίζουν πολύτιμες μνήμες – συχνά κάποιες σκηνές που ίσως περνούν απαρατήρητες όταν συμβαίνουν μέσα στον χρόνο τους, ωστόσο κάποτε παίρνουν τη θέση τους ανάμεσα στα τιμαλφή της ζωής. Οι προσφιλείς κεκοιμημένοι επιστρέφουν μέσα από τη γραφή και ξαναζωντανεύουν σε  μια ζωή δεύτερη,  λογοτεχνική. Ανοιχτό πλέον το τοπίο για τον αναγνώστη να εισχωρήσει, κι ας νιώθει πως ίσως παραβιάζει  ιδιωτικό χώρο. Εκεί θα συναντήσει τους πενθούντες και οδοιπορούντες, ως δυνάμει (ελέω λογοτεχνικής γραφής) ταυτισμένους με τον ίδιο – κοινός τόπος άλλωστε ο ανθρώπινος πόνος μέσα στο άχθος της ζωής και στη σωρευμένη απώλεια των προσφιλών προσώπων. Η Ελένη Γκίκα γράφει έτσι κι αλλιώς με ένα απολύτως προσωπικό ύφος που έχει εγγενή την πρόσκληση του άλλου να συμπορευτεί με τις ιστορίες της. Πολύ περισσότερο εδώ που καταγράφει τα πολύ δικά της πράγματα.

Στην αρχή η μνήμη του πατέρα· γι’ αυτόν οι τόσο ξεχωριστές Κυριακές. Γι’ αυτόν που τον ήθελε  μέσα στο ύπνο της με φορεμένα τα παπούτσια του να διασχίσει τη ζεστή άμμο (όπως στο απόσπασμα του Κάρλος Φουέντες που προλογίζει τις Κυριακές του Μπαμπά), κι ας έφυγε εκείνο το τελευταίο πρωινό ξυπόλητος.

Δρόμος χωρίς τα παπούτσια δεν περπατιέται· το έμαθε. Εκείνο εκεί το πρωί που τον είδε να φεύγει ξυπόλητος.

Είναι κι εκείνος ο Τρύγος – σωστό πανηγύρι στα Μεσόγεια. Μόνο που κάποτε απομένει μόνο η μνήμη του, καθώς όλα αλλάζουν στο τοπίο γύρω και μαζί με τα πρόσωπα χάνονται και οι ασχολίες τους, τα πράγματα. Μα, όπως γράφει η ίδια: Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται παρά/ για πάντα να υπάρχει. Με όποιον τρόπο έχει ο καθένας πρόσφορο, όσο αντέχει να θυμάται και, αν μπορεί, να καταγράφει.

Ύστερα είναι Οι Δευτέρες της μάνας μου, που φέρνουν μνήμες πολύ παιδικές κι άλλες που μπερδεύουν τα πρόσωπα:
 Τις κοιτώ και δεν πιστεύω στα μάτια μου. Λες κι αντάλλαξαν μόνο τις φούστες τους. Όλα τ’ άλλα ίδια απαράλλαχτα· το καρό ζακετάκι κι η κούκλα της 
ή ανταλλάσσουν τους ρόλους:
 Όταν ήμουν μικρή, με πήγαινε αυτή στο βουνό. Τώρα την πηγαίνω εγώ.

Δικές της είναι οι Παρασκευές, που μπορεί να είναι Οι Μεγάλες μου Παρασκευές, αλλά μπορεί και να μην έχουν την αίγλη που αναλογεί στις Μεγαλοβδομαδιάτικες ή μπορεί να μην είναι και καθόλου Παρασκευές. Η μνήμη τους όμως έχει καταγραφεί κάπου ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, στο ορατό και στο αφανές του κόσμου. Γι’ αυτό και χωράει εδώ και Η γυναίκα που ονειρεύεται πως γράφει. Η έξοχη αυτή μικρή παραδοχή που έχει μέσα της τη Βιτζίνια Γουλφ (πριν την πέτρα που την καταβύθισε στην ανυπαρξία) αλλά και τον Μπόρχες δίπλα στο κρεβάτι – αλήθεια, πώς αλλιώς ο Μπόρχες, παρά έτσι σε έκταση μικρή του χεριού,  «πρόχειρος», προ χειρός δηλαδή, για την ανάγκη να ακουμπήσεις κάπου. Κι ας μην ξέρει ακριβώς ποια η αρχή και ποιο το τέλος της κάθε ιστορίας:

Αρχή. Κι από τον φόβο εκπορευόμενη για μια φορά στο τέλος. Τέλος. Δεν έχει ελπίδα, τι ελπίδα να έχει αφού έτσι φτάνει στο τέλος εξ αρχής.

Επειδή όλα πρέπει να βρουν τον χώρο τους για να σταθούν, επειδή ο τόπος (αγαπημένος και οικείος, ικανός να αγκαλιάσει και τα περασμένα και τα τωρινά) είναι η σταθερή αναφορά σε ό,τι κάνουμε αλλά και σε ό,τι θυμόμαστε εντάσσοντας μέσα στα (ακόμη και μεταβαλλόμενα) τοπία του τον εαυτό μας, έρχεται η σειρά για το τέταρτο μέρος του  βιβλίου: Τα Σαββατόβραδα στη γειτονιά.

Μπορεί τότε να εξήγησες κι αυτή την ξαφνική ταραχή σου σ’ εκείνο το δρόμο, κι ας ασφαλτοστρώθηκε χρόνια μετά. Με πέτρες τον βλέπεις, το χώμα που υπήρξε θα υπάρχει κι όσο και να σε πονά, το βλέπεις δεν το βλέπεις, ανεμοθύελλα και θα σε κυνηγά.

Η γραφή της Ελένης Γκίκα αγαπά την πολύ ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Ακόμα κι όταν καταγράφει αληθινά γεγονότα της ζωής της, νιώθεις ότι δεν πατά με σιγουριά στο στέρεο έδαφος· λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο πέρα από τα όρια του πραγματικού ανοίγεται ο πολύ προσωπικός τόνος μιας γραφής που απολαμβάνει διαφορετική θέα στον κόσμο – άλλωστε όσα δεν αντέχουν να πουν οι ρεαλιστικές λέξεις, τα αποτολμά η διείσδυση στο αθέατο αλλά μαγικό τοπίο του παραμυθητικού λόγου. Μια μορφή παρηγοριάς καταλήγει έτσι η γραφή, μια ίαση πολύτιμη για το άχθος της ζωής. Πενθούντες και οδοιπορούντες σε συμπόρευση με τους κεκοιμημένους τους. Εκλεκτή η γραφή όσο ακουμπά στη μνήμη.

Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε. Αυτό αποτελεί στις μέρες μας τη μοναδική της πια σιγουριά. Καθώς και το ότι γίνεται ανύπαρκτη η λήθη μπροστά έστω και στην ελάχιστη Μνήμη.
Αυτό γράφει η Ελένη Γκίκα και συνομιλεί έτσι με τον Μπόρχες και τη συμπυκνωμένη γνώση της κερδισμένης απώλειας:

«Ξέρω πως έχω χάσει αμέτρητα πράγματα και πως, τώρα, αυτές οι απώλειες είναι τα μοναδικά δικά μου πράγματα. Ξέρω πως έχω χάσει το κίτρινο και το μαύρο, κι αυτά τ’ ασύλληπτα τα αναλογίζομαι όπως δεν τα αναλογίζονται όσοι βλέπουν. […] Δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Κατοχή του χθες» (από τη συλλογή «Οι συνωμότες»,1985, μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη).

Στο εξώφυλλο του βιβλίου (για μια ακόμη φορά αισθητικά άψογες οι  ΑΩ εκδόσεις) μια σκηνή από τον «Καθρέφτη» του Ταρκόφσκι υπογραμμίζει την ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο – επιλογή των ιστοριών του βιβλίου η συνύπαρξη των δύο κόσμων.


Διώνη Δημητριάδου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου