Τη
νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα
David Diop
μετάφραση: Αλεξάνδρα
Κωσταράκου
επίμετρο: Έφη Γαζή
εκδόσεις Πόλις
η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικο Fractal
https://www.fractalart.gr/ti-nychta-ola-ta-aimata-einai-mayra/
https://www.fractalart.gr/ti-nychta-ola-ta-aimata-einai-mayra/
το
απόλυτο κακό και η συνείδηση
Όταν
βγαίνω μέσα από τη κοιλιά της γης, είμαι απάνθρωπος επειδή το επέλεξα, γίνομαι
λιγάκι απάνθρωπος. Όχι επειδή μου έδωσε διαταγή ο λοχαγός, αλλά επειδή εγώ το
σκέφτηκα και το θέλησα. […] έγινα άγριος μετά από σκέψη.
Πώς γίνεται κάποιος άγριος, ενώ δεν είναι; Ποια σκέψη είναι
αυτή που τον μεταμορφώνει σε «άγγελο του θανάτου»; Ο Αλφά είναι ένας από τους
χιλιάδες Αφρικανούς που στρατολογήθηκαν (κάποιοι εθελοντικά και οι περισσότεροι
δια της βίας) για να επανδρώσουν τα γαλλικά στρατεύματα στον Α’ παγκόσμιο
πόλεμο, μέσα στα χαρακώματα, τις ανοιχτές
πληγές της γης. Ο Αλφά μαζί με τον αδελφικό του φίλο Μαντέμπα θα επιλέξουν
τον πόλεμο, προκειμένου να δουν μια ζωή με καλύτερο πρόσωπο με την ελπίδα της
γαλλικής ιθαγένειας – αν φυσικά κατορθώσουν να βγουν ζωντανοί από το μακελειό·
αυτή η παράμετρος όμως δεν τους απασχολεί μέσα στη σφριγηλή και ανυποψίαστη
νεότητά τους. Η ζωή, όμως, έχει άλλα σχέδια, κι όποιος χώνεται στη βία του
πολέμου συχνά δεν επιβιώνει. Έτσι, σε μια επίθεση ο Μαντέμπα λαβώνεται θανάσιμα
και ο Αλφά θα μείνει μαζί του ως να ξεψυχήσει αρνούμενος να δώσει τέλος στο
μαρτύριο του αργού θανάτου του φίλου του παρά τις τραγικές του επικλήσεις.
Από το σημείο αυτό και μετά συντελείται η μεταμόρφωση του
Αλφά, σε ό, τι η γαλλική προπαγάνδα διακήρυσσε για τους «Σενεγαλέζους»
(στεγάζοντας κάτω από αυτή την ονομασία όλους τους Αφρικανούς στρατιώτες στο
πλευρό της Γαλλίας)· θα γίνει όχι μόνον η «Μαύρη Δύναμη» που θα θυσιασθεί ως εμπροσθοφυλακή στις
επιθέσεις κατά των Γερμανών, αλλά θα πάρει την όψη του άγριου και απολίτιστου
νέγρου, που δεν αρκείται να σκοτώσει τον αντίπαλο αλλά θα τον μακελέψει, θα τον
βασανίσει, θα τον ακρωτηριάσει. Ο Αλφά τυραννιέται από τις τύψεις για τον
θάνατο του φίλου του θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για την αποκοτιά που του
στέρησε τη ζωή.
Εξαιτίας
μου έφυγε μπροστά. Εξαιτίας των τοτέμ, της πλάκας μεταξύ μας και εξαιτίας μου,
τον Μαντέμπα Ντιοπ τον ξεκοίλιασε ένας μισοπεθαμένος εχθρός με γαλάζια μάτια
εκείνη την ημέρα.
Έτσι θα επιδοθεί (πέρα από κάθε διαταγή) σε προσωπικές
παράτολμες εξορμήσεις προς τα χαρακώματα του εχθρού για να επιστρέψει κάθε φορά
με τρόπαιο όχι μόνο το τουφέκι του νεκρού
στρατιώτη αλλά και κομμένο το χέρι που το κράταγε. Αρχικά η πράξη του
στους στρατιώτες που πολεμούν μαζί του στα χαρακώματα θα φανεί ηρωική, παράξενη
ωστόσο, θα γελάσουν με τον τρόμο που προξενεί ο Αλφά στον εχθρό. Όσο όμως το
μακάβριο έργο του Αλφά συνεχίζεται, θα νιώσουν οι ίδιοι να απειλούνται από τον
άγριο στρατιώτη που χρεώνεται ξαφνικά όλους τους μύθους για τους Αφρικανούς και
συνιστά μια απειλή για τον πολιτισμένο
κόσμο αυτός ο άγριος μάγος, ο κανίβαλος ίσως. Γι’ αυτούς είναι ένας επικίνδυνος
τρελός. Όχι με την προσωρινή τρέλα που γεννά τη γενναιότητα στον πόλεμο, μα ο πραγματικός φίλος του θανάτου, πάνω κι από
αδελφός του. Πρέπει να απομακρυνθεί ο Αλφά, να πάει στα μετόπισθεν, να
θεραπευθεί από την τρέλα του, να κλειστεί σε άσυλο.
Πράγματι, ο δαίμονας του πολέμου έχει τώρα να αντιμετωπίσει
τους δικούς του δαίμονες. Θα πάει πίσω η σκέψη του να βρει την αρχή του νήματος
της ζωής του. Ποιος ήταν, πώς έζησε, ποιες ανθρώπινες παρουσίες τον καθόρισαν.
Αρκεί, όμως, αυτό για να βρει τη λύτρωση ή μήπως είναι πλέον πολύ αργά;
Ο Diop αφηγείται μια πολύ σκληρή ιστορία, τον ρεαλισμό της
οποίας μετριάζει ο ποιητικός τρόπος εκφοράς της γλώσσας· μια γλώσσα εμμονική, τραγουδιστή, κατάφορτη με αλληγορίες και μεταφορές,
θα γράψει η γαλλική κριτική. Ωστόσο, δεν μετριάζεται στο ελάχιστο ο
συγκλονισμός του αναγνώστη, που αναγνωρίζει στη γραφή του Diop μια λογοτεχνία
με απίστευτη δύναμη να συνεγείρει τις συνειδήσεις. Κατανοεί πως η ακραία συμπεριφορά του ήρωα
δεν είναι μόνον το αποτέλεσμα της επίδρασης του πολέμου, δεν είναι ούτε απλώς η
διάθεση εκδίκησης για τον χαμένο φίλο
που θέτει τον Αλφά εντελώς έξω από τις ανθρώπινες συνθήκες μιας συμβατικής
συμβίωσης και τον κάνει αποσυνάγωγο. Συγκλονίζεται από τη σκληρή αλήθεια πως το
κακό παραμονεύει ως εγγενές ανθρώπινο χαρακτηριστικό και αλλοιώνει κάτω από
ικανές συνθήκες την ψυχή μετατρέποντάς την σε υποκινητή άγριων εγκλημάτων και
οπλίζοντας το χέρι του στρατιώτη εδώ, πέρα από κάθε λογική (αν υπάρχει λογική
στον πόλεμο), πολύ πέρα από την οποιαδήποτε δικαιολογία. Απέναντι στο κακό αυτό
υπάρχει μόνον η συνείδηση, που μπορεί να κινητοποιηθεί και να στρέψει το άτομο
προς τον εαυτό του – μόνο που τότε ανοίγονται δύο δρόμοι: ο ένας να αποδειχθεί
η συνειδητοποίηση καταλυτικός παράγοντας για τη σωτήρια μεταστροφή του ατόμου,
ο άλλος να οδηγήσει αυτό ακριβώς το βάρος της επίγνωσης σε μεγαλύτερη απόσταση
από τα λογικά περιθώρια που ανέχεται η κοινωνική σύμβαση.
Είμαι η
νύχτα και η μέρα. Είμαι η φωτιά και το ξύλο που το κατακαίει. Είμαι ο αθώος και
ο ένοχος. Είμαι η αρχή και το τέλος. Είμαι ο δημιουργός και ο καταστροφέας.
Είμαι δισυπόστατος. […] Ο
μεταφραστής φαίνεται να διστάζει, φοβισμένος από τα αυστηρά βλέμματα που
εκτοξεύονται με ανησυχία και θυμό προς το μέρος του. Καθαρίζει τον λαιμό του
και απαντά στις επίσημες στολές με χαμηλή φωνή που σχεδόν δεν ακούγεται:
«Εκείνος
είπε ότι ήταν ταυτόχρονα ο θάνατος και η ζωή».
Η πολύ καλή μετάφραση είναι της Αλεξάνδρας Κωσταράκου και το
ιδιαίτερα κατατοπιστικό επίμετρο της Έφης Γαζή.
Στο εξώφυλλο η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τους δύο Αφρικανούς στρατιώτες.
Ο ένας με την αθωότητα της ηλικίας και ο άλλος με την απορία στο βλέμμα, θα
μπορούσαν να είναι οι δύο φίλοι της ιστορίας, αν όλα αυτά που αφηγήθηκε ο David
Diop δεν ήταν άλλη μια εκδοχή έξοχης λογοτεχνικής μυθοπλασίας στηριγμένης στις αληθινές συνθήκες που βίωσαν
οι Αφρικανοί στρατιώτες, οι «Σενεγαλέζοι» του μετώπου, που εδώ μας έδωσαν τη
δική τους αλήθεια μέσω της λογοτεχνικής γραφής – μια αλήθεια που ξαφνιάζει και
μας κάνει να την ακούσουμε με προσοχή. Ένα μυθιστόρημα από τα καλύτερα της
σύγχρονης εκδοτικής παραγωγής.
Διώνη Δημητριάδου