Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ ΓΡΑΦΕΙ για το βιβλίο του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ Ο ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΛΟ Εκδόσεις Οδός Πανός

 Για το βιβλίο του 

 ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΑΔΑΜ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΛΟ

Εκδόσεις Οδός Πανός

ΓΡΑΦΕΙ Η ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

 



Αριστουργηματική λογοτεχνία

«Ο Αδάμ και το μήλο» είναι μια σαγήνη, ένα δόκανο· κρυφή παγίδα δολωμένη μέλι. Μια μέγγενη, μία πανέμορφη μιγάς. Διφυΐα. Δοκίμια και διηγήματα σε μια λεπτή άρθρωση. Σπονδυλωτό βιβλίο με μια πανδαισία πολυχρωματικής πολυρρυθμίας. Ένα υπέροχο αναρχικό γκράφιτι. Μα με νοιάζει πριν  απ’ όλα να τονίσω· πως και για τα παγωμέν’ απόνερα στα ρείθρα τής πόλης, και για τις υδρορροές που στάζουν να έγραφε ο Αδαμόπουλος· εσύ νιώθεις κιόλας μούσκεμα τις σόλες των παπουτσιών σου, και το κρύο να σού περονιάζει τα κόκκαλα. Τέτοια ζωντάνια!

Ο Αδαμόπουλος στο «Ο Αδάμ και το μήλο» είναι το πιο πρωτότυπο, ιδιοφυές, καταιγιστικό αμάλγαμα υπέροχης αλητείας. Γράφει με φλογισμένους κροτάφους. Σκέπτομαι πως τον ωθεί η ίδια η πράξη τής γραφής στις πιο ακραίες μεταμορφώσεις τού είναι του. Γίνεται ζώο, ήπειρος, δάσος. Στο βάθος όμως τού κυνισμού του, είναι δροσερός κι αθώος σαν παιδί. Είναι οι λευκές ίριδες που βρίσκεις στη στροφή μιας σκοτεινής υπόγειας διάβασης. Η γλώσσα του έχει μια ξεδιάντροπη αθώα γύμνια. Σφύζει σαν βίαιο λουλούδι, είναι φωτεινή, χυτή, μυριστική κι ακραία. Ευωδιάζουν τ’ ακροδάχτυλά σου όταν διαβάζεις· κι αλλού είν’ ατσάλινο στιλέτο που σε σφάζει .

Τα δοκίμιά του όλα είναι γραμμένα με τον ‘τρόπο του Γιώργου Σεφέρη’. Καμιά ακαδημαϊκή, στυφή ακαμψία. Αρμονική ροή, απλότητα, μα και πολύ βαθιά γνώση· εγκεφαλική και βιωμένη συνάμα.

Θαυμάζει κανείς σ’ αυτόν, εκείνο που θαύμαζε ο Nietzsche στους αρχαίους Έλληνες: Ότι δηλαδή όλα τα βαθύτερα ένστικτά τους δεν έχουν γίνει διόλου στείρα διανόηση. Ο Αδαμόπουλος στα αρχικά, τα ‘πολιτικά’ κείμενά του, ανατέμνει λακωνικά τη σύγχρονη ιστορία μας, γίνεται οξύτατος με τα εθνικά μας ελλείμματα, έχοντας όμως ο ίδιος πάντα έντονη συνείδηση τής γης και τής φυλής.

Άλλα πάλι κείμενά του, κατόπιν, έχουν αχαλίνωτο ερωτισμό. Μη φανταστεί όμως κανείς πως ο ερωτισμός αυτός είναι ‘ντουζένι περίπαθο’, ούτε επιφανειακή λεξιλαγνεία· όσο κι αν είναι απείρως εθιστικές οι σκηνές αυτές. Μάλλον θα έλεγε κάποιος πως οι ήρωές του -με απέραντη μαεστρία- κάνουν σερφ πάνω σε χείλη υγρά, κι εξαφανίζονται μετά με λεπτότητα, χωρίς όμως να μένουν ποτέ στη σάρκα μόνο: «…Ούτε ανάσα ν’ αφήσει δίχως φιλί, ρόγα χωρίς να γλείψει, να φάει, να πιεί, ν’ αναστενάξει. Ήταν ολότελα εκεί· καυτή, τσιτωμένη, ξύπνια, υγρή, σ’ όλο το σώμα ανοιχτή, λυμένη, λουσμένη, μούσκεμα· μ’ όλους τους πόρους στάζοντας, μ’ όλες τις χαραμάδες πρόσφορο, σπαράζοντας με όλα…» γράφει στον «Γυρισμό»· λίγο πριν φύγει μόνος, και γυρίσει για  να κοιμηθεί, μόνος, με την παρθένα ψυχή του.    

Εδώ καταπιάνομαι με ορισμένα από τα κείμενα τής  συλλογής· αν και όλα τα υπόλοιπα -σας βεβαιώ- είναι πανέμορφα.

Στο διήγημα «Η Φραγκούλα», είναι τόσο φρέσκια και άμεση η γραφή, που τα φτεράκια τής Φραγκούλας σε χαϊδεύουν· κάθεται στον ώμο σου, γίνεσαι παιδί. Καλάθια με κεράσια σού χαμογελούν, πατάς ξυπόλητος στα χωράφια, πίνεις νερό απ’ την κρήνη. Όλα κολυμπούν μες την αγάπη. Πράγματα απλά που έζησες, και που το διήγημα για τον African grey, τον παπαγάλο, τη Φραγκούλα, τα κάνουνε να λάμπουν. Και η ανάσα τής γραφής τού συγγραφέα, κυλάει ακόμα πιο απαλά κι από μια Ρολς-Ρόις. Σαν βελούδο όλα· βελούδινος φλοιός, βελούδινη σπονδυλική στήλη. Βελούδινοι και οι άξονες! Μα μη νομίσετε πως το κείμενο είναι ένας βυζαντινός ‘Πουλολόγος’. Κάθε άλλο: Έχει τρομακτικό, ανελέητο φως και σκληρό· σκληρούς θανάτους…

Στις «Επενδύσεις»… Τι γυμνό νερό είναι η γραφή του! Όχι συγκεχυμένες δίνες και παλίρροιες. Εκτυλίσσεται στον γενέθλιο τόπο του πατέρα του. Τόπο που έχει ‘σώμα’. Που έχει ‘εαυτό’, όπως κάθε τόπος. Και είναι, μες απ’ το βλέμμα τού Αδαμόπουλου, αυτούσια επιδημικός, απέχει ένα τσιγαρόχαρτο από τους δαίμονές του· κι όσο κι αν παίζει την παρωδία τού αυτοελέγχου, ο θάνατος είναι η εικόνα του. Κι εκείνος, ζώντας για μια ημέρα εκεί τον εαυτό του ως εσωτερική ένταση, μ’ έναν αδιανόητα τέλειο τρόπο, αναποδογυρίζει αυτό το αέρινο τσουβάλι από ράκη, λειψές αισθήσεις, παράταιρους ερεθισμούς κι αλλόκοτες επενδύσεις σε ξένους τάφους,  στη χώρα που πεθαίνει· που έχει σώμα, που έχει εαυτό. Και πεθαίνει. Στη χώρα μας…

Ο συγγραφέας μιλά και κόβει τις ανάσες σου με λέξεις. Προβαίνει τάχα σε κάτι απόλυτα ελεγχόμενο; Μάλλον πρέπει να έχει κάποια σωματική σχέση με τις λέξεις. Τις δαγκώνει, τον δαγκώνουν, τις ερμηνεύει με το κλειδί τής γλώσσας· μα συνάμα τις γλείφει, τις μασά, τις ξερνάει σα να εκπνέει άυλα και υλικά μαζί. Δεν συγκεντρώνεται για να φυλλομετρήσει μέσα του το δικό του λεξικό και να βρει την αρμόδια σελίδα. Μέσα στο παρόν τοπίο θανάτου, περνάει από συνειρμούς αισθήσεων, από μνημονικούς παφλασμούς, από ηδονικές μνήμες νοήματος, σαν να επαναφέρει και να ανασταίνει για εμάς, θωπείες, πρόσωπα και συγκινήσεις που παρέπεσαν.

Στο «Πέπη, κουμπώσου!» -η Πέπη· γυναίκα τού θείου του- είναι ένας πυρετός. Κι ο συγγραφέας την ζωγραφίζει στο χρώμα τής σκούρας ώχρας· με πυρετική κομψότητα· καθώς ο θείος του δεν ήθελε να ρίξει την ομορφιά της στα πεινασμένα μάτια των χωρικών: Μπορούσε να είναι ευέλικτος και παράλληλα ήρεμος όσο κι ο Ιορδάνης ποταμός! Στον Ματίς, στις δίνες τούυ πινέλου του, βρίσκεις πάντα την τρεμουλιαστή λάμψη ενός κόσμου που πεινάει για την παρουσία του θηλυκού, για ν’ αποκρυσταλλώσει τις πιο φευγαλέες ενοράσεις του. Ο σεβαστός θείος Κωνσταντίνος, πίσω από την κομψή αστή, θεία Πέπη, βρίσκει μια αιθέρια ύπαρξη. Κι ο συγγραφέας, μικρό παιδί· μόνος, στο τέλος, εφευρίσκει και κάνει ένα υπέροχο ‘έγκλημα’! Είναι τόσο ζωντανή η περιγραφή τής θείας Πέπης· μ’ αυτήν την υπέροχη, μεταξωτή robe de chambre· που μας κάνει μια χρυσή σπείρα του μεταξιού της κι εμάς! Υαλοποιημένο γάλα -κάτι καίγεται κάτω απ’ το γυαλί- η υγρή γραφή τού Αδαμόπουλου: Ένα ολότελα νέο, ξεχωριστό πολύτιμο υλικό, μιας ιδιαίτερης διαφάνειας και ηχηρότητας· βαθύ, συμπαγές, δροσιστικό, και καυτό και ρόδινο.

Το «Pagotό» είναι ένα υπέροχο πικρό, φαρμακερό λουλούδι! Έχει τη γυμνή φλόγα και το πένθος των μικρών αριστουργημάτων. Σπάνιας δύναμης, ειλικρίνειας και τρυφερότητας που έχει μασήσει πέτρες. Στεγνός ο συγγραφέας από δάκρυα, με λεπτό, επιτάφιο πένθος, κοιτά ψυχρά, εκεί στο τέλος τού διηγήματος, το σώμα τής χώρας μας να γίνεται μια χούφτα σκόνη. Είναι μια θρυμματισμένη ελεγεία για τη μοίρα τής πατρίδας· μια χούφτα σκόνη, που πάνω της ο συγγραφέας δείχνει το Τίποτα.

Στον «ΟΓΑ» ο Αδαμόπουλος αναφέρεται στην σύσταση του ΟΓΑ· επί υπουργίας τού θείου του Κωνσταντίνου Αδαμόπουλου. Όποιος έχει αίσθηση τής Ιστορίας, γνωρίζει ότι αυτή -όπως και η Πολιτική βέβαια- μυρίζει χώμα,  ιδρώτα, και χνώτα ανθρώπων που αλληλομάχονται. Και ο άνθρωπος, ως παραγωγός ιστορίας και ταυτόχρονα αναλώσιμό της, δεν ταυτίζεται πάντοτε (αν ταυτίζεται ποτέ) με τις ιδέες του· μάλλον με την ρητορική των ιδεών του. Οι φλογερές δημόσιες αγορεύσεις του συνυπάρχουν με τη στάχτη τού τυχοδιωκτισμού, τής μωρίας και τής ματαιοδοξίας. Η λάσπη και το φως στην Πολιτική δεν συνυπάρχουν απλώς, αλλά το ένα λειτουργεί σαν προϋπόθεση τού άλλου· σαν αναγκαίο περιβάλλον του.

Σε αντίστιξη όλων αυτών: Οι δυο τους -ο Πατέρας και ο Θείος- γύρω απ’ το τραπέζι μοχθούν, συνομιλούν και εργάζονται πυρετικά για την δημιουργία του ΟΓΑ. Και το παιδί -ο Αλέξανδρος- κάτω απ’ το τραπέζι ακούει και βλέπει. Το φωτεινό ρήγμα... Το θέμα τού συγγραφέα, και σ’ αυτό το διήγημα, έχει έναν in vivo χαρακτήρα, απτό κι αληθινό· και γι’ αυτό συναρπαστικό.

Το «Ρουσφέτι»· ‘αμέριμνο λίκνισμα στην πολυθρόνα τής στιγμής’. Είναι που γλιστράει σαν ρόδι στον ουρανίσκο και σε ξεγελά! Θα έλεγα καλύτερα πως είναι αμέριμνης, μα δαιμονικής βαθύτητας! Το «Ρουσφέτι» είναι ένας αθώος αγρός από νάρκες. Και ο συγγραφέας γράφει με την αεικινησία τής αξόδευτης ζωής που πάσχει ηδονικά από την πλησμονή της· όπως τα παιδιά. Με τον πατέρα του, είναι σαν να κοιτάχτηκαν κάποτε πάνω απ’ το ίδιο πηγάδι κι αντίκρισαν ένα είδωλο, που κατοπινά τους έλουζε, τους και τους ξεδιψούσε -σαν να είχαν οι δυο τους μια σπάνια αναπηρία ανάμεσα στους ξένους. Καθένας είναι ο εαυτός του και συνάμα μες στον άλλο, φέγγει μέσα από το ήθος τού άλλου, κόβεται σαν λαμπερό δάκρυ από τα μάτια του. Στην ελληνική μετεμφυλιακή κοινωνία, κοινωνία οιονεί προ-ηθική, που βγάζει γλώσσα σε δικαιϊκές αρχές, επειδή διέπεται από πανίσχυρα ήθη και συνιστά ένα σύμπαν χυδαίας συναλληλίας και ωμότητας, ο Πατέρας του είχε Ήθος.

Η «Κούκλα» πάλι, είναι υπέροχη, γιατί έχει ορμή, κι αμέσως ύστερα κρυστάλλινη απόχρωση· σαν πρώτο φως μετά από ζοφερό μπλε, σχεδόν μαύρο. Στο τέλος τού διηγήματος έχει απελπισμένη χαρά με τα γιορταστικά πνευστά πάνω από τη ραγισμένη του φωνή.  Τι αφήγηση!.. Αυτή η καυτή ορμή, μα κάτω απ’ το ‘νύχι’ της ένα καμπύλο κύλισμα υγρών. Αυτή η ελαιώδης αργή ροή του λόγου του, που φτύνει τόση βία εκεί στο τέλος. Θανατηφόρα ρύγχη λουλουδιών σκύβουν και μας μυρίζουν· η φρίκη εκεί στο τέλος· κάτω απ’ τα γέλια και τα παιχνιδίσματα με το μικρό παιδί.

Γενικά, παντού στην αφήγηση υπάρχει κάτι που κάθε τόσο υποδόρια σπέρνει κινδύνους και απειλεί. Φυγαδεύεται έξω απ’ την ομορφιά τού λόγου, περιφέρεται σαν αμέριμνο άνθος, δικό του και μόνο του, μετεωρίζεται λάμποντας, μέχρι να το ρουφήξει ξανά η βαθιά δίνη τού κειμένου, που μας οδηγεί ‘στον πάτο τής ύπαρξης’, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας. Υπάρχει ζωή πριν από το θάνατο; Μερικές φορές: ο François Villon έζησε. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έζησε. Ο Παναγιώτης Κονδύλης έζησε. Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος έζησε και ζει ανάμεσά μας. Με την ιδέα κάποιου απείρως ευγενικού οράματος, που υποφέρει δίχως τέλος.

Διαβάζεις το «Δέκα» κι έχεις νούφαρα στο στομάχι! Μπαίνεις σαν ψυχή στα καρέ τής αφήγησης. Αγαλήνευτα. Πατάς πάνω στο τικ-τακ τής καρδιάς των ηρώων. Μυρίζεσαι τις λέξεις τους: Λύκοι ερωτευμένοι -δεν τους σηκώνει η γη. Κι έπειτα κι άλλες λέξεις, μ’ ένα κυλιστό βάδισμα, όπως του κύκνου πάνω στα νερά.

Το αγαπάς το «Δέκα» -για πάντα; για ένα φεγγάρι μόνο; παλαβό και ακυβέρνητο;

Είναι εθιστικό το «Δέκα»! Έχει απ’ τις πιο υπέροχες ερωτικές σκηνές όλης τής λογοτεχνίας! Και είναι ωραίο να το διαβάσει κανείς φορώντας την πιο αθώα του καρδιά. Η αγάπη· μόνον έτσι βαθαίνει το κορμί. Κι ο συγγραφέας δεν κάνει τη σφίγγα της ερήμου: Είναι ολότελα διάφανος. Γράφει με ανοιγμένες φλέβες. Τι μυστήρια αίσθηση! Χλόη και φθορά τον όριζε.

Μια μοναδική σκηνή στις πλάκες της ταράτσας.. Είναι μέγα κατόρθωμα, όπως την έχει γράψει: Νιώθεις σαν να πίνεις το φεγγάρι και να το αφήνεις να φέγγει μέσα σου. Αριστουργηματική λογοτεχνία!

 Στη «Monique» o Αδαμόπουλος είναι ένας ακουαρελίστας όλο διαύγεια. Το αρχαίο ελληνικό Κάλλος -που είναι το πάθος του- επιπλέει στη σκέψη μου σαν μια ολάνθιστη δήλη Δήλος. Κι όλα εκείνα τα υπέροχα αγαλμάτια, τα ειδώλια, τ’ ακροδάχτυλά τους, οι θύρσοι οι πόρπες και τα νομίσματα, που κληροδοτήθηκαν στον ήρωά του απ’ τον πατέρα του, μαζί με το αρχοντικό σπίτι και το πανέμορφο χτήμα γύρω του, είναι σα να ’χουν μιαν άλλη οπάλινη γλύκα, ένα δέρμα από φως· το είδος εκείνο τής ευγένειας, τής σοβαρής κομψότητας μέσα στην επισημότητα και τη χαρά τής ζωής. Και εστιάζω στη Monique τη Βελγίδα· τη Δυτική γυναίκα: Τ’ αγγίζει, τα χαϊδεύει, τα φροντίζει. Μα κάτι εχθρικό σαλεύει στα μάτια της· κάτι σαν ρίγος. Ο ΑΑ μας λέει για την Μονίκ κι όλο το μείγμα των αισθημάτων της «...έγινε φθόνος, άδικα, παχύ, α, πηχτό, αα. μίσος, βουβό. Ααα. Μίσος· κρυφό μίσος: Κρυφό· γιατί δεν είχε τη δύναμη να το δείξει..» Καίει, ζεματάει, η ανάσα τού συγγραφέα. Η φράση του στέκεται ακόμα εκεί σαν μια φυσαλίδα με μεταλλικούς ιριδισμούς που αιωρείται. Κυλάμε μες τη Μονίκ καθώς την ακτινογραφούμε, πνιγμένη απ’ την κρυφή της ζήλεια και το απέραντο μίσος: Το μίσος τής Μονίκ -τού Λευκού Βαρβάρου, όπως συνηθίζει να λέει ο συγγραφέας- για ό,τι ελληνικό και για τον ίδιο τον Παρθενώνα ακόμη. Ο λόγος τού ΑΑ έχει τη δύναμη εκείνων των αλόγων, που ήταν θυμωμένα και φτερωτά σαν σφήκες, με τα μάτια να καίνε όπως τ’ άγρια φαριά του Διομήδη.

 Η «Ξαναρχή» τώρα· πέρ’ απ’ τον υπέροχο νεολογισμό (που πάει ζευγαρωτά με το θεατρικό «οχιναιλέγοντας» εκδ. Ίκαρος). Απ’ τους έρωτες τους γδαρμένους, τους νεκρούς πια· αποκομμένον ή διαλυμένο δεν τον περισυλλέγει κανείς, όπως θα έλεγε κι ο Ρολάν Μπαρτ. Απέναντί του· μήτε εγώ μήτε εσύ, μήτε ο Θάνατος. Δεν υπάρχει τίποτε πια για να μιλήσει μαζί του. Μόνον μια Δάφνη. Αληθινή; Τού μυαλού του; Σ’ αυτήν «...έλεγα χωρίς να λέω, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας το αδράχτι· με κλωστές, με ξέφτια, ρέστα και κουρέλια, σιωπές, παύσεις, πληγές και ράμματα, μ’ ερείπια, με χαλάσματα· μα ούτ’ ένα ψέμα. Τίποτε φτιαχτό. Λέγοντας αλήθειες μόνο -στο φάντασμά της· στο μαξιλάρι, πού αλλού;- όσο να θολώσω ολότελα, βαρύς απ’ τη νύστα, να γυρίσω ανάσκελα και να με πάρει ο ύπνος, αγκαλιά με το μαξιλάρι· μόνος με το φάντασμά μου, σα νεκρός Φαραώ», μας λέει ο ίδιος. Και το ξαναλέει μάλιστα και οπισθόφυλλο τού βιβλίου, για να το εμπεδώσουμε καλύτερα!

 Για το διήγημα «Η Άννα», που συγκλόνισε την Μαργαρίτα Καραπάνου, η οποία και το μετέφρασε στα γαλλικά, παραθέτω απλώς τα όσα έγραψε η ίδια η Καραπάνου: «‘Άννα’: παιδί, σκέψη, πληγή... Κάτι άυλο αλλά ταυτόχρονα τόσο γήινο. ‘Άννα’: Ηχώ, μνήμη, θλίψη. Όραμα. ‘Άννα’: Τρυφερότητα, πόνος. Ένα κομμάτι βυσσινί βελούδο που κρύβει την κόψη ενός ξυραφιού. Ποιος στέκει απέναντι στην Άννα; Όλο γράφει, όλο φτιάνει. Μάταια. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τίποτα με τα έργα των χεριών του... ‘Προσπαθώ να ενωθώ’...Μήπως με την αγάπη; Μήπως με τον θεό; Μέσα σ’ αυτό το συγκλονιστικό διήγημα θα μπορούσαν να υπάρχουν εκατομμύρια Άννες, η μία μέσα στην άλλη, σαν τις ρώσικες κούκλες ή σαν αμέτρητες αχτίδες του ήλιου που φυτρώνουν μέσ’ απ’ τη γη, γοργόνες με πολύχρωμες ουρές που κολυμπούν πάνω κάτω μες στους ωκεανούς. Η Άννα στο άπειρο: Μια μορφή τού θεού;»… 

 Για να νιώσεις τέλος και ν’ αφανιστείς κι εσύ μαζί μ’ «Εκείνον που έψαχνε τον Θεό»· αυτό το υπέροχο μυστικό κείμενο -όπως κι όλα τα υπόλοιπα· μη γελιόμαστε- γίνεσαι ‘γάτα’. Μάτι γάτας. Μια φωσφορίζουσα μπίλια· σαν κάτι άδειο κι ολόλαμπρο, γυμνό και ζωικό. Στέκω και σκέπτομαι: Τι είναι άραγε τα κείμενα αυτά τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου; Υπάρχει ένα δίκτυο, ένας κύριος άξονας· αυτό που κάποιοι ονομάζουν ρίζες, ‘ρίζωμα’; Το ρίζωμα αυτού τού συγγραφέα δεν έχει έναν ‘ομφάλιο λώρο’· κι όμως υπάρχει. Γλιστράει μες απ’ τα χέρια σου σαν χελιδονόψαρο και είναι παντού. Είναι ένας ιλιγγιώδης, αέναος, γητεμένος λαβύρινθος, που διαχέεται σε κάθε τι σαν υδράργυρος. Ρυθμός, ανάσα, παλμός... Πέφτεις στη δίνη του και γίνεσαι λεία τής γραφής, τής τέχνης, τού λόγου. Αριστουργηματική λογοτεχνία· όντως!

 

 ©Δήμητρα Ρούσσου

Φιλόλογος

21 Μαρτίου 2021

dhmhtraroussou@gmail.com



Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος (1953) ασχολήθηκε με τη Νομική τη σκηνοθεσία και την κλασική κιθάρα στην Αθήνα, και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη: (Paris II)  

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:  

 -‘Δώδεκα και ένα ψέματα’, διηγήματα (Ίκαρος 1991, Άγρα 2009), -‘Ψέματα πάλι’, διηγήματα (Άγρα 1999), -‘Οι Δαιμονισμένοι’ θεατρική προσαρμογή τού ομώνυμου έργου τού Ντοστογιέφσκι από τον  Albert Camus, μετάφραση (ΚΘΒΕ 1991), -‘Ο Σιμιγδαλένιος’, θέατρο - ποίηση  (Εστία 1993. 13η έκδοση.), -‘Η πόλη που πρίγκηπάς της είν’ ένα παιδί’ θεατρικό Henry de Montherlant, μετάφραση Εθνικό Θέατρο (εκδόσεις Λιβάνη1993), -‘Αυτό’, διήγημα (στη συλλογή ‘Χάριν παιδιάς’, Ίκαρος 2001), -‘Οι Δαιμονισμένοι’, λιμπρέτο για όπερα: Συμπαραγωγή British Council - Εθνική Λυρική Σκηνή (Αθήνα 2001), -‘Δεν παίζουνε με την αγάπη’, θεατρικό Alfred de Musset, μετάφραση (Εστία 2003), -‘Ο θείος Όσβαλντ’, μυθιστόρημα Rohald Dahl, μετάφραση (Άγρα 2004)-‘Διαθήκη’, Auguste Rodin, μετάφραση (Άγρα 2005), -‘Η Δύναμις τού σκότους’, θεατρικό Leon Tolstoy, μετάφραση (Ροές 2007), -‘Το τσιγάρο και η γιόγκα’ Ηθιστόρημα (Άγρα 2008), -‘Οχιναιλέγοντας’, θέατρο - ποίηση (Ίκαρος 2011), -Ο κύκλος που δεν κλείνει’, πολιτικό αφήγημα (Ίκαρος 2013), -‘Ίναχος, ο γιος του Ωκεανού’, χοροθέατρο για παιδιά (2η έκδοση. Κάκτος, 2017), -‘Οι δυο Μαργαρίτες’, Μ. Λυμπεράκη - Μ. Καραπάνου, ολιγόλογη ακτινογραφία (Τα ΝΕΑ 6/7/2019), -‘Τα όχι τού ΝΑΙ’ μικρό χρονικό μιας άρνησης, (Εκδόσεις Οδός Πανός 2019), -‘Ο Αδάμ και το μήλο’ αφηγήσεις και διηγήματα (Εκδόσεις Οδός Πανός 2020), 

 Μεταφράσεις έργων του στο εξωτερικό:

 ‘Twelve and one lies’ Samkeleen Prakashan, New Delhi 1999, ‘On Iki arti Bir Yalan’ IMGE Kitabevi, Ankara 2000, ‘Zwölf und eine Lüge’ Elfenbein Verlag, Heidelberg 2001, ‘Douze et un mensonges’ Editions Alteredit, Paris 2005, ‘Irmikoǧlan’ Albatros Yayinlari, Istanbul 2005,‘Yeni Azizler IMGE Öyküler τ. 4, Istanbul 2005, ‘Der Lebkuchenmann’ Heidelberg 2014, ‘Hayirevet diyerek Bence Kitap, Ankara 2015, ‘Noch mehr Lügen’ Elfenbein Verlag, Berlin 2016

 

alexadam48@hotmail.com


 

 

 

 

 

 

 

 

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μαλαματένια λόγια Αυτοβιογραφική αφήγηση Μάνος Ελευθερίου Καταγραφή-Επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής-Ηρακλής Οικονόμου Εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr

 

Μαλαματένια λόγια

Αυτοβιογραφική αφήγηση

Μάνος Ελευθερίου

Καταγραφή-Επιμέλεια:

Σπύρος Αραβανής-Ηρακλής Οικονόμου

Εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Vakxikon.gr

Μαλαματένια λόγια: Η προφορική εξιστόρηση μιας ζωής σπουδαίας - Vakxikon.gr - Vakxikon.gr Media & Publishing Group

 

 


Η προφορική εξιστόρηση μιας ζωής σπουδαίας

 

Έχουμε επί μακρό χρονικό διάστημα ενσωματώσει στη ζωή και στα βιώματά μας τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου, όχι μόνο ως εκλεκτά ακούσματα αλλά ως προσωπικές μας μαρτυρίες – γνωστό πόσο λειτουργικά επινοητική παραστάσεων ζωής γίνεται συχνά η τέχνη. Τώρα δίνεται η ευκαιρία να τον γνωρίσουμε μέσα από την προσωπική του αφήγηση ζωής (και τι ζωής!), όπως με τη μορφή μιας μακράς εξομολόγησης την κατέγραψαν οι δύο συνομιλητές του, ο φιλόλογος και ποιητής  Σπύρος Αραβανής, και ο Ηρακλής Οικονόμου, πολιτικός επιστήμονας, που επί τρία χρόνια (2010-2013) κάθε Κυριακή τον επισκέπτονταν στο σπίτι του και  τον άκουγαν να αφηγείται. Απλός και λιτός ήταν στην καθημερινότητά του ο Ελευθερίου, και με την ίδια ανεπιτήδευτη απλότητα ξετυλίγει τα χρόνια του, μιλώντας για όλα: τα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες γραφές του, τα τραγούδια του, τη σχέση του με την ποίηση, το θέατρο, τις φιλίες του, τη στάση του απέναντι στον κόσμο του θεάματος αλλά και στη ζωή γενικότερα· χωρίς υπερβολές, χωρίς ίχνος οίησης, με την ταπεινότητα και τη σοφία των σπουδαίων ανθρώπων, που ξέρουν πως το έργο τους μιλάει πιο καθαρά από την όποια δική τους άστοχη ή φλύαρη αυτοεκτίμηση. Πώς έβλεπε τους νεότερους δημιουργούς εγκλωβισμένους στην ιδιώτευσή τους και αδύναμους να μιλήσουν με ευθύτητα και ουσία για τον πάσχοντα άνθρωπο (Μπορούν οι νέοι συνθέτες των είκοσι, είκοσι πέντε ετών να πιάσουν τον παλμό των ανθρώπων του σημερινού περιθωρίου; Δεν μπορούν, σ.102). Πώς αξιολογούσε τη σωστή κριτική αποτίμηση του έργου προσδίδοντας στον κριτικό τα χαρακτηριστικά της γενναιοδωρίας, της γνώσης και της λεβεντιάς. Πώς ο ίδιος δημιουργούσε αφουγκραζόμενος τον παλμό των ανθρώπων (Μου μετέφεραν την εμπειρία τους και πάνω εκεί έγραφα και τα κοινωνικά τραγούδια και τα πολιτικά. Έτσι έγραψα τα τραγούδια, με σήματα από κάστες ανθρώπων παραδαρμένων, σ. 103). Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι δύο καταγραφείς και επιμελητές δεν κατέθεσαν όσα άκουσαν επεμβαίνοντας κατόπιν (παρά μόνο για να χωρίσουν σε μέρη το υλικό), προκειμένου να δομήσουν μια βιογραφική σύνθεση επιστημονικών αξιώσεων, που θα καταργούσε την αξία της προφορικότητας, αλλά άφησαν τη ρέουσα μνήμη να αποδώσει μόνη της τη φυσιογνωμία του προσώπου με τον καλύτερο τρόπο. Αναδρομικές και πρόδρομες αφηγήσεις, εγκιβωτισμένες ιστορίες, σκέψεις και θεωρήσεις, όλα μαζί και το καθένα με το δικό του αφηγηματικό βάρος, ικανά να συνθέσουν την πληρέστερη ως τώρα εικόνα που έχουμε για τον δημιουργό.  

 

Αυτό που αποκομίζεις διαβάζοντας δεν είναι τόσο το πλήθος των πληροφοριών (πολύτιμο ωστόσο και αυτό), και η απρόσκοπτη πρόσβαση σε μια εποχή ολόκληρη με τους ανθρώπους της και τα γεγονότα που την καθόρισαν,  όσο το ήθος του ανθρώπου, τη σεμνότητα, την ορθοκρισία απέναντι σε καταστάσεις και συμπεριφορές, την κοινωνική ευαισθησία και το αλάνθαστο πολιτικό κριτήριο (Αν και ενστερνιζόμουν  τις ιδέες της Αριστεράς, οι άνθρωποι με κράτησαν μακριά από την οργανωμένη ένταξη σε αυτήν, σ. 122). Όλα αυτά που αποτέλεσαν το υπόβαθρο για να γραφτούν οι στίχοι του και γρήγορα να γίνουν κτήμα του λαού που τους τραγούδησε. Ιδέες, αναμνήσεις, καταγγελίες, οράματα, αγανάκτηση αλλά και ελπίδα, μέσα σε στίχους που απεικόνιζαν τόσο το προσωπικό πεδίο όσο και το κοινωνικό, με τις πολιτικές αιχμές που τα αγκάλιαζαν όλα σε ένα σύνολο εκπληκτικό. Μιλάει ο Ελευθερίου για το συγκλονιστικό του τραγούδι, τα «Μαλαματένια λόγια», και δίνει το στίγμα της ποιητικής του παρουσίας σε μια ελληνική πραγματικότητα γεμάτη διαψεύσεις και πληγές ανοιχτές:

 

Κι απ’ το παλιό μαρτύριο να ’χει μείνει

ένα σκυλί τη νύχτα που διψά

Γυναίκες στη γωνιά μ’ ασετυλίνη

παραμιλούν στην ακροθαλασσιά.

Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά το νιώθω. Υπάρχει μια διάψευση, αλλά δεν μπορώ να την εξηγήσω. (σ. 114)

 


Ταυτόχρονα, όμως, κατορθώνει όσο λίγοι ποιητές να δείξει μέσα σε μόλις τέσσερις στίχους τη συνέχεια της ιστορικής και συλλογικής συνείδησης αλλά και την αγωνία του μήπως πρόκειται για μια ουτοπία, κάτι ανέφικτο:

 

Ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη

και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά

Μαλαματένια λόγια στο χορτάρι

ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά.

Δε θες μια συνέχεια; Δεν πρέπει η φυλή να έχει μια συνέχεια; Τότε που το έγραφα έβλεπα μια συνέχεια. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου ως συνέχεια, τους επόμενους από μένα σκεφτόμουν. (σ.116).

 

Σημαντικό και το Παράρτημα του βιβλίου, όπου θα βρούμε σελίδες από τα προσωπικά του ημερολόγια, που λειτουργούν και αυτές ως αυτοβιογραφικές μαρτυρίες. Σημειώματα (προσωπικά και άλλα) που κρατούσε σχεδόν καθημερινά. Πολύτιμο φωτογραφικό υλικό από στιγμές της ζωής του παρατίθεται ενδιάμεσα στα αφηγηματικά κομμάτια αλλά και στο τέλος του βιβλίου, όπως επίσης σπάνιο φωτογραφικό υλικό από τα χειρόγραφά του. Σε μια από αυτές τις καταγραφές διαβάζουμε εν συνόψει τη στάση του απέναντι στη ζωή και το έργο του:

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1993

Γράφω για να έχω φίλους. Για να ’χω αγάπη. Γράφω για να εξευμενίσω τον θάνατο, να μου δώσει ένα καλό τέλος. (Παράρτημα, σ. 174).

 

Λιτός, σαφής, ευθύβολος, στα λόγια του όπως και στη ζωή του. Η εικόνα του ξεκάθαρη κι αυτή διαγράφεται στο μοναδικό σε αξία βιβλίο Μαλαματένια λόγια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γράφει για την ποιητική σύνθεση "Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή" της Διώνης Δημητριάδου (ΑΩ εκδόσεις)

 


Η Πόλυ Χατζημανωλάκη γράφει 

για την ποιητική σύνθεση 

"Παλίμψηστη του Λύκου μου μορφή" 

της Διώνης Δημητριάδου 

(ΑΩ εκδόσεις)



Η Διώνη Δημητριάδου εξέδωσε μια ποιητική σύνθεση - Παλίμψηστη του λύκου μου μορφή, ΑΩ ΕΚΔΟΣΕΙΣ  - και εγώ τη διάβασα αυτό το Σαββατοκύριακο απνευστί. Παλίμψηστο είναι και η στολή του Σούπερμαν που ο αφανής υπάλληλος Κλάρκ Κεντ  αποκαλύπτει κάτω από το κοστούμι του. Στα κόμιξ ή στις ταινίες, το κοστούμι σαν να ξεφλουδίζεται και στο εσωτερικό αποκαλύπτεται ο πραγματικός εαυτός  του Κλαρκ Κεντ, αυτός που κάνει τα θαύματα. Αυτό όλοι το έχουμε ανάγκη, όλοι το κάνουμε πότε πότε όταν γράφουμε, όταν μιλά μέσα από εμάς μια άλλη φωνή και προσπαθούμε να τα φέρουμε βόλτα και να τα συνδυάσουμε με την καθημερινή μας ύπαρξη.

Αυτό στον υπερθετικό βαθμό ένιωσα διαβάζοντας αυτό το έργο. Ποιήματα εσωτερικής κατάδυσης, μοναξιάς, αυτογνωσίας που ο λύκος της μπαίνει στην πόλη, μόνος, νοσταλγεί τη φυλή του ή παραξενεύεται από τις συνήθειες των ανθρώπων.

Το παράδειγμα της Διώνης είναι ότι με μια χειρονομία εξαιρετικής απελευθέρωσης, αποφασίζει να ενδυθεί την ταυτότητα του λύκου, του δαίμονα, του άλλου εαυτού, της σκιάς που τόσο είναι απαραίτητη για να έχει νόημα η ταπεινή μας ύπαρξη. Το έργο είναι το χρονικού του λύκου - όπως η Αλίκη στις πόλεις - η διαφορά του, η μοναξιά του, η απόλυτη ειλικρίνειά του που γίνεται πίσω από τη μάσκα. Η μάσκα όπως και στο θέατρο δίνει υπόσταση στη φωνή του χαρακτήρα. Ποια είναι η μάσκα και ποιος είναι ο χαρακτήρας; Μάντεψε, κόπιασε, νιώσε: Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος, γράφει ο ποιητής.

Η ανάγνωση ήταν ένα μαγικό ταξίδι, μια απελευθέρωση, ένα παράδειγμα θάρρους, ένα παράδειγμα προς μίμηση.

Τα σκίτσα είναι της Πόλυς Χατζημανωλάκη εμπνευσμένα από το βιβλίο






Πόλυ Χατζημανωλάκη

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

Η Παναγία των εντόμων Ούρσουλα Φωσκόλου εκδόσεις Κίχλη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Η Παναγία των εντόμων

Ούρσουλα Φωσκόλου

εκδόσεις Κίχλη

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η «ενδιάμεσος ύλη» και ο προσωπικός μηχανισμός θαυμάτων | Fractal (fractalart.gr)




 

η «ενδιάμεσος ύλη» και ο προσωπικός μηχανισμός θαυμάτων

 

Η ουσία της νέας πεζογραφικής κατάθεσης της Ούρσουλας Φωσκόλου (πιθανόν και η αφορμή για την αρχική ιδέα) πιστεύω πως βρίσκεται στο απόσπασμα του Αριστοτέλη από το έργο του Περί τα ζώα ιστορίαι: «Τα έντομα είναι ζώα τα οποία, όπως και το όνομά τους δηλοί, έχουν τομάς εις τον χώρον της κοιλίας ή της ράχεως ή εις αμφορτέρους και τα οποία δεν αποτελούνται από οστά και σάρκα κεχωρισμένως αλλά από μίαν ενδιάμεσον ύλην». Ο ανώνυμος ήρωας του βιβλίου, επισκέπτης στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, καθώς παρατηρεί την επιγραφή με το παραπάνω απόσπασμα στην αίθουσα των εντόμων, φαντάζεται τον εαυτό του με χωρισμένα τα κομμάτια του εκλαμβάνοντας την ανθρώπινη μορφή ως παραπλήσια ή εξομοιούμενη με τα έντομα. Η «ενδιάμεσος ύλη» που προσιδιάζει στα έντομα ίσως να αφορά και τον ίδιο; Με διαταραγμένη ψυχοσύνθεση, δεσμευμένος παιδιόθεν σε έναν ανεκπλήρωτο έρωτα προς την πραγματική (ή ιδεατή;) Αλίκη, δεν αρκείται στο ανθρώπινο περίβλημα, δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τα ταπεινά, θνητά του όρια· έτσι, κατακρεουργεί τον εαυτό του σε μια απόπειρα να δώσει μόνος του (ελλείψει θεού) την επιθυμητή μορφή αποποιούμενος την ανθρώπινη ερευνώντας την ομοιότητα με τα έντομα.  

Από αίθουσα σε αίθουσα ο ανώνυμος άνδρας παρατηρεί και θυμάται, συνδέοντας εικόνες των εκθεμάτων με παραστάσεις που αντλούνται από την παιδική του ηλικία· η Αλίκη παρούσα μέσα στην απουσία της. Συχνά συνδέουμε ανάλογες αναδρομικές αφηγήσεις με μια πηγαία αθωότητα – η λογοτεχνία είναι γεμάτη από τέτοιες ήπιες, ανώδυνες αποχρώσεις παιδικότητας. Η Φωσκόλου, όμως, είχε δείξει και στο πρώτο της βιβλίο, το Κήτος, ότι η γραφή της ισορροπώντας επικίνδυνα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, ανάμεσα σε ό,τι καταγράφουν οι αισθήσεις και σε ό,τι πέρα από αυτές επιμένει να υπάρχει, δεν επιστρέφει σε παλαιότερες μνήμες νοσταλγικά αλλά επώδυνα, ψυχαναλυτικά. Εδώ ο ήρωάς της βιώνει κατάσαρκα οδυνηρές μνήμες, τις σωματοποιεί ως την άκρη του προσωπικού γκρεμού, ως την αυτοκαταστροφή του. Ταυτόχρονα ένα παράλληλο σύμπαν διαγράφεται δίπλα σ’ αυτό που η ρεαλιστική αντιμετώπιση της ζωής επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε. Στην Παναγία των εντόμων αναδύεται από παντού ο έρωτας ως αρχέγονη ουσία του κόσμου αλλά και ως αρχετυπικός φόβος απέναντι σ’ αυτό που ορίζεται ως ιδεατός ποθούμενος στόχος και σ’ αυτό που η ζωή επιλέγει να υλοποιήσει.



Δύο φωνές αφηγούνται, σε μια εύστοχη αντίστιξη: ο ανώνυμος επισκέπτης του Μουσείου ορατός αλλά εκτός του κόσμου τούτου, και η Σοφία, αόρατη, που παρατηρεί και σχολιάζει μέσα από τις κάμερες που καταγράφουν τα πάντα. Ο υπερρεαλιστικός κόσμος του άντρα και ο ρεαλιστικός της Σοφίας. Ο άνδρας ερωτευμένος αδιέξοδα με την ιδεατή του Αλίκη, η Σοφία επίσης αδιέξοδα ερωτευμένη με την Αρετή. Ανάμεσά τους η θεότητα, όπως την εκλαμβάνει ο καθένας ως μορφή και όπως την ενστερνίζεται ως ιδέα. Και η κατάληξη είναι ο θάνατος, ιδεατός ή πραγματικός, όπως άλλωστε σε δύο χώρους/κόσμους, τον υπαρκτό και τον μυστηριακό, κινείται όλη η ιστορία του βιβλίου. Η γραφή της Ούρσουλας Φωσκόλου  σε κάνει να αναρωτηθείς: Ποιος από τους δύο άραγε να έχει αληθινή υπόσταση; Το έργο του εξωφύλλου (κυανοτυπία του Hippolyte Bayard Arrangements of Specimens, 1842) εισάγει, με το διάστικτο από φυλλώματα σώμα, στην ατμόσφαιρα του βιβλίου με τον καλύτερο τρόπο.


 Αποσπάσματα

 

Το πρόσωπό της είναι φωτεινό, το δέρμα στα μάγουλά της μοιάζει λείο, σχεδόν εξωπραγματικό καθώς ξεπροβάλλει μέσα απ’ τα υφάσματα. Είναι η Παναγία με το σώμα της Αλίκης, ντυμένη με τον χιτώνα της χριστουγεννιάτικης γιορτής. Της πέφτει μικρός, το στήθος της ξεχειλίζει, τα σταρένια μπράτσα της τρυπούν το μετάξι με βία, η κοιλιά της διαγράφεται γαλάζια και απαστράπτουσα, δυο μπούκλες Από τα μαλλιά της δραπετεύουν, πέφτουν, χύνονται στο πάτωμα και φτάνουν ως εμένα.

«Αλίκη!» της φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. Η φωνή μου αντηχεί στην αίθουσα των εντόμων  ψευδή και βραχνή. Εκρήγνυται κι έπειτα σε εκατομμύρια κομμάτια. (σ. 80)

 

Οι κλειδώσεις μου κάνουν αλλεπάλληλα «κρακ», καθώς γονατίζω με το πρόσωπο στον τοίχο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά μου, πάνω στο ξύλινο ραφάκι. Το ανάγλυφο κεφάλι της Παρθένου, κρεμασμένο ακριβώς απέναντι, με κοιτά. Το πρόσωπό της, ολόλευκο και λίγο ρόδινο στις παρειές, πλαισιώνεται από ένα χρυσό στεφάνι πού ’χει ξεθωριάσει κατά τόπους. Μοιάζει να ξεπροβάλλει διστακτικά από τον τοίχο, καθώς ο γύψος της έχει αποκτήσει με τα χρόνια έν ακαφετί χρώμα, ίδιο με τα ντουβάρια του σπιτιού μου. (σ. 101)

 

 Διώνη Δημητριάδου


Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ο Σίμος Ανδρονίδης γράφει για την ποιητική συλλογή «Κραυγές στην έρημο» του Γρηγόρη Σακαλή εκδόσεις Ενδυμίων

 

Ο Σίμος Ανδρονίδης 

γράφει

για την ποιητική συλλογή 

«Κραυγές στην έρημο»

του Γρηγόρη Σακαλή

εκδόσεις Ενδυμίων

 



Η νέα ποιητική συλλογή του Ημαθιώτη ποιητή Γρηγόρη Σακαλή, φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο ‘Κραυγές στην Έρημο,’ και αποτελεί μία ποιητική συλλογή που εν προκειμένω λειτουργεί και ως καμβάς πάνω στην οποία ο ποιητής καταθέτει σκέψεις, συναισθήματα, εκτιμήσεις για το ίδιο το κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι.

Ο ίδιος ο τίτλος της ποιητικής συλλογής τείνει προς την κατεύθυνση μίας άμεσης ποιητικής εμπλοκής, εκεί όπου οι κραυγές και δη οι ποιητικές κραυγές αποτελούν ουσιωδώς τα ‘όπλα’ του ποιητή, όχι για να επανεπινοήσει, αλλά για να αναδείξει το περίγραμμα αλλά και το περιεχόμενο του (βιο) κόσμου  που μας περιβάλλει. Σε αυτό το πλαίσιο, οι κραυγές συντίθενται από λέξεις που τοποθετούνται εύτακτα, οι οποίες και κατατίθενται (ας το προσέξουμε αυτό το σημείο), εντός μίας θεωρούμενης ερήμου, ήτοι, της σύγχρονης κοινωνικής ερήμου που συμπεριλαμβάνει μορφές ατομικισμού, την αποξένωση, την αλλοτρίωση και την δυσθυμία.

Και ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της ποιητικής συλλογής είναι αυτό: Το ό,τι δηλαδή πρώτα αποκαλύπτει και εν συνεχεία ερμηνεύει τον κόσμο ‘όπως είναι,’ δίχως προσωπεία και φτιασίδια, εντός του οποίου ο ποιητής δεν διστάζει να λάβει θέση συνειδητά. Στο ποίημα ‘Οι άλλοι’ διακρίνουμε ένα υπόδειγμα στράτευσης που βρίσκει χώρο έκφρασης στην ποίηση.

 Ας το παρακολουθήσουμε εγγύτερα: «Όταν ήμουν νεαρός τους κοιτούσα παράξενα είχα προκατάληψη απέναντι τους μα σαν περάσαν τα χρόνια και ωρίμασα είδα τα πράγματα διαφορετικά το διαφορετικό είναι ανθρώπινο επίσης γι’ αυτό τώρα είμαι υπέρ των δικαιωμάτων των μειονοτήτων των ομοφυλόφιλων των ΛΟΑΤ των οροθετικών των πορνών των εξαρτημένων από ουσίες και τηλεόραση των μεταναστών των μοναχικών των ανθρώπων με αναπηρία των ψυχικά άρρωστων των εξαθλιωμένων και τόσων άλλων που όλοι μας ξέρουμε μα κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε που η ζωή τους καθημερινά είναι δύσκολη έως φρικτή καιρός να γίνουμε άνθρωποι και να τους δούμε σαν αδέλφια μας».[1]

Σε αυτό το σημείο η συνειδητή στράτευση δεν ενσκήπτει μεταφυσικώ τω τρόπω, αλλά, αντιθέτως, προϋποτίθεται στην αλλαγή και περαιτέρω στην ωρίμανση που προκύπτει προϊόντος του χρόνου,[2] στην ωρίμανση που διαπερνά την ποιητική γραφή και δύναται να συναρθρώσει την αίσθηση της ανθρωπινότητας με την διαφορετικότητα. Η φράση δηλαδή, «το διαφορετικό είναι ανθρώπινο επίσης», διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο για την ‘οικονομία’ του ποιήματος, καθότι αναδεικνύει εμπρόθετα το ό,τι η διαφορετικότητα, έτσι όπως αρθρώνεται, πραγματώνει την αίσθηση του ανθρώπινου, ανθρώπινου[3] που πολλές φορές προσπερνάμε και αφήνουμε πίσω μας, επηρεασμένοι από στερεοτυπικές αφηγήσεις.

Πάνω στο ποιητικό «το διαφορετικό είναι ανθρώπινο» αναπτύσσεται μία γκάμα προσλήψεων και δικαιωματικού τύπου, συν-ταυτίσεων, με το πρόθημα ‘υπέρ’ να εμπεριέχει μορφές της διαφορετικότητας και ακόμη, τον ‘εξαρτημένο’ από καθημερινές ‘δόσεις’ τηλεοπτικού προϊόντος και τηλεοπτικής παραζάλης.

Με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο ποιητής ‘συμπάσχει.’ Στην ποιητική του συλλογή, στιγμές καθημερινότητας κάνουν την εμφάνιση τους, υπό την μορφή προσδοκιών, ελπίδων και διαψεύσεων, σε ένα σημείο όπου ο ποιητικός λόγος, και αυτό διαφαίνεται σε όλη την συλλογή, είναι άμεσος, στρωτός και δίχως τάσεις εύκολου εντυπωσιασμού. Στο ποίημα του ‘Φώτιση,’ διακρίνουμε την ύπαρξη του σημαίνοντος της ρίζας, της καταγωγής, διαμέσου της οποίας η ατομική γενεαλογία αποτελεί το έναυσμα για να αναδειχθεί η ευρύτερη ανθρώπινη, οι «ρίζες όλων μας».

 Και το ενδιαφέρον σε αυτή την περίπτωση είναι πως η έγκληση της ρίζας που ευρίσκεται στο κοιμητήριο,[4] ως έναν βαθμό (βλέπε και την υποσημείωση νούμερο ‘4’), αναπληρώνει έως υπερ-αναπληρώνει την μνήμη, όντας σημείο αναφοράς, σημείο που βοηθά πρωταρχικά στον προσανατολισμό του ποιητή στη ζωή και στον κόσμο.

 Και ο προσανατολισμός για να εκφρασθεί πληρέστερα επιζητεί τις ρίζες, τα «κόκκαλα» στη γλώσσα του ποιητή που δεν θυσιάζονται στο βωμό της λήθης. «Στο μονοπάτι του ήλιου πορεύομαι φίδια- ποτάμια διασχίζω με τυλίγουν ξετυλίγομαι σ’ έρημες αυλές μετράω το χρόνο πρόσωπα ανακαλώ μα η μνήμη με προδίδει τα βήματα μου μ’ οδηγούν σ’ ένα κοιμητήριο εκεί είναι πια οι ρίζες μου εκεί είναι οι ρίζες όλων κάποτε δύο μεταλλικά κουτιά γεμάτα κόκκαλα οι γεννήτορες μου ανάβω ένα κερί σε ποιον σε τι παίρνω τον ανήφορο για το βουνό κι εκεί εγκαθίσταμαι για να βρω τη φώτιση».[5] Διαμέσου της στάσης που δεν είναι τυπική και της περίσκεψης ενώπιον των νεκρών, του οστού-γης, και παράλληλα, της ακολουθίας του θρησκευτικού τελετουργικού που προτάσσει το άναμμα κεριών για τη μνήμη των νεκρών, ο ποιητής που δεν αυτο-βιογραφείται όσο αποκαλύπτεται, συνεχίζει την πορεία του, έχοντας αντλήσει γνώση και παίζοντας με τις σημάνσεις του φωτός, που από το κερί που έχει ανάψει, δεικνύει επώδυνα προς την «φώτιση», την πνευματική και γνωσιακή φώτιση.

 Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επί τη βάσει του φωτός, συμβολικού και μη, ο λόγος του Γρηγόρη Σακαλή και η περί φωτός προσέγγιση, συγκλίνει προς την αντίστοιχη του ποιητή Δημήτρη Άναλι για τον οποίο το φως «κυριεύει»,[6] διεκδικεί και ανατρέπει. Στο ποιητικό ‘πράττειν’ υπεισέρχονται οι παράμετροι της κοινωνικοοικονομικής κρίσης και του αντίκτυπου που αυτή είχε, νοηματοδοτούνται απλές πράξεις με έντονο όμως αντίκρισμα, με την πολιτική να προσλαμβάνεται ως καθαυτό μαχητική πράξη, ενώ συνάμα εάν κάτι τονίζεται δραστικά, αυτό είναι η εκ νέου εκκίνηση, η ανά-κτηση του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο, μέσα σε έναν κυκεώνα αρνητικών ειδήσεων και αρνητικών εξελίξεων, που συμβολοποιείται σε ένα βλέμμα, σε μία επαφή, σε έναν μη-υπολογισμό του προφανούς.

Γύρω από την έννοια της ανθρωπινότητας διαρθρώνεται η ποιητική συλλογή και αποκτά επιπλέον συνδηλώσεις. «Μέσα στο μυαλό μας μαζεύονται κάθε μέρα σκουπίδια οι καθημερινές συναναστροφές οι ατέλειωτες συναλλαγές οι ειδήσεις που δεν είναι ειδήσεις καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος του νου μας και της ψυχής συσσωρεύουν πραγματική κόπρο του Αυγείου και δεν μένει χώρος για το καλό για την ευαισθησία για τη λεπτότητα θα πρέπει το βράδυ κάθε μέρας να κάνουμε επανεκκίνηση σαν υπολογιστές για να χωρέσει λίγη αγάπη που με ένα λουλούδι κι ένα ποτήρι κρασί θα μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι».[7]

Με κινήσεις λιτές που στα συμφραζόμενα του ποιητικού λόγου καθίστανται ιδιαιτέρως επιδραστικές, σε σημείο αναφοράς μετατρέπεται η ‘κάθαρση’ και όχι τόσο κάποια μακρινή ‘απολύτρωση,’ με το κόκκινο κρασί που ρέει, το λουλούδι που προσφέρεται ως δείγμα αγάπης να συγκροτούν την συντροφικότητα ως καταστατικό πυρήνα του ανθρώπου που ‘ζει για να αισθανθεί με τον φίλο-σύντροφο, (από κοινού) την εμπειρία.’ Και με άξονα ό,τι ειπώθηκε, θα υπογραμμίσουμε πως οι ‘Κραυγές στην Έρημο,’ δεν παραλείπουν να εντάξουν στρατηγικά στη δομή και στην αφήγηση τους, τις εκφάνσεις της έμφυλης βίας που έχει αποκτήσει και μία επικαιρική διάσταση εν καιρώ πανδημικής κρίσης, με τον δρόμο που πρέπει να διασχισθεί για την χειραφέτηση του γυναικείου υποκειμένου, να είναι μακρύς, όπως ρητά δηλώνει ο ποιητής με καταγωγή από την Στενήμαχο Ημαθίας. Η θεώρηση παραμένει ανοιχτή σε ερμηνείες και θα μπορούσαμε να πούμε, κατά τι μη-θρησκευτική, στο βαθμό που ασκείται κριτική στη μετατροπή της γυναίκας σε «Παναγιά», σε γυναίκα και μητέρα που θρηνεί, ώστε να καταστεί πιο εύκολη η αλλοτρίωση της. Διαφορετικά ειπωμένο, στηλιτεύεται η, για να παραπέμψουμε στον Γερμανό κοινωνιολόγο Μαξ Βέμπερ,[8] η «κοσμο-εικόνα» που αυτή έχει αποκτήσει.

Η δομή του ποιήματος ‘8 Μαρτίου’ είναι ιδιαίτερη, διότι εκκινεί με την αναφορά ‘Γυναίκα’ σε κάθε σύντομη στροφή τους, κάνοντας έτσι ορατή την απεύθυνση, την οικειότητα, την παραδοχή και την δυνατότητα της συν-ταύτισης που αμβλύνει το πρόσημο φύλου: Δεν απευθύνεται ένας άνδρας προς γυναίκα, αλλά ένα ποιητής προς τις γυναίκες του κόσμου. «Γυναίκα στα λόγια τιμημένη Γυναίκα ατέλειωτη βία πάνω σου Γυναίκα σε κάναν Παναγιά για να μπορούν να ασελγούν ατέλειωτα στη ψυχή σου Γυναίκα ψεύτικες γιορτές για χάρη σου Γυναίκα πολύς δρόμος για  την ελευθερία σου».[9] 

Δεν θα κάνουμε λόγο για την εμφάνιση, μέσα στην ποιητική γραφή, μοτίβων διδακτισμού και κατοχής μίας και ‘μοναδικής’ αλήθειας. Απεναντίας, εντοπίζουμε στοιχεία μίας εκ-πεφρασμένης κοινωνικής ευαισθησίας που δεν παύει να δηλώνεται και ως ‘συμπόνια’ προς πρόσωπα-outsiders, μίας ‘αντίστασης’ που δίνεται και μέσω της κατάθεσης μίας αλληλουχίας ποιημάτων, με τον ποιητή να επιδιώκει να καταλάβει την θέση του εντός της ποίησης ώστε να κατανοήσει και να ερμηνεύσει.

Η αφύπνιση είναι πρωτίστως ατομική υπόθεση, και η ποίηση, η άσκηση επί του ποιητικού λόγου, επί της γραφής που επιθυμεί να τροφοδοτείται από διάφορα ερεθίσματα, ‘θεραπεία’ που καταλαγιάζει αλλά και οξύνει τις αισθήσεις, δυναμώνει την διάσταση της στράτευσης για μία άλλη πλέον, πολιτικά, κοινωνία.

Ο λόγος στον ποιητή: «Κυνηγημένος απ’ τη ζωή τα βάσανα του σώματος και της ψυχής υπέφερα τα πάνδεινα στράφηκα τότε στη λογική να βάλω τα πράγματα σε μια σειρά κι ανακουφίστηκα, δεν λέω μα ήταν κάτι προσωρινό εν μέρει ανακούφιση κατέφυγα τότε στην ποίηση κι άφησα το συναίσθημα να ξεχειλίσει τα φάρμακα της ήταν πιο γόνιμα έτσι μ’ αυτήν τώρα πορεύομαι στη ζωή μου κι είναι η ψυχή μου ήρεμη, γαλήνια τα καθημερινά τραύματα δεν μ’ αγγίζουν».[10]

Με τα λόγια του Gadamer, οι ‘Κραυγές στην ‘Έρημο,’ τα παράλληλα ποιήματα-νύξεις, φθάνουν «ως την ύψιστη στιγμή στην εμπειρία των ιδιοτήτων»,[11] εκεί όπου ο Γρηγόρης Σακαλής δεν αποστρέφεται τον όρο ποιητής, και όχι απλά, αφηγητής ζωής και ζωών, διότι στο ποίημα αποκρυσταλλώνονται  χάσματα που αναπαράγονται εντός κοινωνίας. Εάν κάτι πράττει ο ποιητής, είναι να παίρνει θέση στην αφετηρία, προσφέροντας τα πρωτεία στην ποίηση. Δίχως να παραλείπει να επεξεργασθεί τον σύγχρονο τρόπο ζωής και το τραύμα της απώλειας.

Και στο δεύτερο πλαίσιο, έχουμε μία μνημονικής χροιάς, επι-τέλεση, που ανακαλεί την μορφή της μητέρας, στιγμές από την ζωή τους, και την διαφορά μεταξύ του ‘πριν’ και του ‘μετά’ όχι μόνο χρονικά αλλά και ποιοτικά, όπου στο μεταξύ έχει παρεμβληθεί ο θάνατος. «Είχες φυτέψει τριανταφυλλιές στην αυλή μου, μάνα τις πότιζες, τις κλάδευες τις καμάρωνες μαζί σου κι εγώ μύριζαν τόσο ωραία τα τριαντάφυλλα τους κανένα σαν και σένα έφυγες εσύ νωρίς έμειναν οι τριανταφυλλιές πίσω, να μου θυμίζουν το χθες σταμάτησα κι εγώ να τις κλαδεύω, να τις ποτίζω ερήμωσε η αυλή ερήμωσε η ψυχή απ’ το γλυκό το λόγο απ’ τη ζωή και την αγάπη».[12]

Η επίσης επίκληση του τριαντάφυλλου συμβάλλει στο να αποκτήσει περιεχόμενο ο κοινός βίος και να αναδειχθεί μεγεθυμένη η απώλεια. Με τις ‘Κραυγές στην Έρημο,’ ο Γρηγόρης Σακαλής επαναπροσδιορίζει τις αξίες του, δίχως να εκ-λείπει το στοιχείο του ‘επιχρωματισμού’ των προσδοκιών του.  Που ενέχουν συλλογικό πρόσημο. Με επίκεντρο τις λέξεις-‘κραυγές’ που αναζητούν αποδέκτες και ίσως συνοδοιπόρους.



[1] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Οι άλλοι,’ Ποιητική συλλογή, ‘Κραυγές στην Έρημο,’ Εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα, 2020, σελ. 12.

[2] Εδώ έχουμε μία προσέγγιση περί χρόνου που αποδίδει έμφαση όχι στην έλευση του με τους επι-γενόμενους όρους της φθοράς (ο χρόνος ως ‘φθοροποιό’ στοιχείο), αλλά στην έλευση του με τους όρους της ωρίμανσης, της απόκτησης εμπειριών που συμβάλλουν στην διαμόρφωση μίας άλλης στάσης, μίας θετικής στάσης απέναντι σε ό,τι ορίζεται ως ‘διαφορετικότητα.’

[3] Στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή, είναι ο ποιητικός λόγος του Γιάζρα που καθίσταται άμεσος και συμπεριληπτικός στο βαθμό που φέρει εντός της το ταξικό πρόσημο, απε-δαφοποιώντας το περιεχόμενο της και παράλληλα, επανεπινοώντας την λέξη ως οδοδείκτη του πραγματικού. Εάν ο Γιάζρα διεκδικεί την ‘πατρότητα’ της λέξης και των λέξεων, που συμβαδίζουν με την εκμετάλλευση για να την αποκαλύψουν, που δομούν το κοινωνικό-ταξικό ως οικείο, τότε, θα πούμε πως ο Γρηγόρης Σακαλής κύρια στο ποίημα ‘Οι άλλοι’ εστιάζει σε ό,τι προσλαμβάνεται ως ‘διαφορετικότητα,’ σε ό,τι αποκλίνει της συμβατικής νόρμας, εν-σώματα, φυλετικά και ερωτικά, απλώνοντας το χέρι-λέξη (βλέπε τον Γιάζρα) για να επιτύχει την αδελφοσύνη. Για την ποίηση του Γιάζρα, για τον οποίο οι λέξεις «είναι προλετάρισσες, σκλάβες όπως εγώ, δουλεύουν στα φασονάδικα μέρα νύχτα», βλέπε σχετικά, ‘Worter,’ Ποιητική συλλογή, ‘Γκρόζνι,’ Εκδόσεις Υποκείμενο, Αθήνα, 2016, σελ. 6.

[4] Υπό αυτό το λεπτό πρίσμα, ο θάνατος προσομοιάζει προς τον ίδιο άξονα της εγγραφής: Στο νεκρό σώμα και στα νεκρά σώματα εγγράφονται οι ρίζες και σε ένα δεύτερο επίπεδο που μόνο τότε ξεδιαλύνει, καθίσταται πιο απτή, πιο οικεία για τον ποιητή. Όταν δηλαδή λαμβάνει εικόνα του κοιμητηρίου και των προσώπων που κείτονται εκεί.

[5] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Φώτιση…ό.π., σελ. 17. Πιάνοντας το νήμα από το ποίημα ‘Φώτιση’ δύναται να μεταβούμε στο ποίημα του που τιτλοφορείται ‘Ζόφος.’ Σε αυτό το ποίημα, ο ποιητικός λόγος με μία σκωπτική, θα λέγαμε, διάθεση, αναγνωρίζει τις συνθήκες που επικρατούν, ανασύρει στην επιφάνεια τις όψεις μίας τάξης μεγέθους που ομνύει στο ‘έλασσον’ το οποίο όμως, εμβαπτίζεται στα νάματα του μείζονος και του θριάμβου-διθυράμβου, σημασιοδοτώντας μία γραμμικότητα που εάν την τραβήξουμε έως τα άκρα της, θα αναφέρουμε ό,τι πλησιάζει στο υπόδειγμα του ‘η ιστορία γράφεται από τους νικητές,’ ήγουν, από τους «εκλεκτούς του πλανήτη», όπως τους ονομάζει που διαβούν σε περιφραγμένες περιοχές, φυλάσσονται από αστυνομικούς και ‘προ-φυλάσσονται’ από τον νόμο, από ό,τι αυτός δίδει εξαντικειμενοποιημένα: την ισχύ. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα ευδιάκριτο εδώ, κοινωνικό-ταξικό πρόσημο ωσάν αυτό του Γιάζρα, αλλά περισσότερο για την έκφραση της αντίστιξης που είναι χωρική και κοινωνική και διακρίνει μεταξύ των ‘από πάνω’ και των ‘από κάτω,’ στο σημείο όμως που ο ποιητής δεν μένει εκεί, αλλά, από την άλλη, αφήνει να διαρρεύσει η αίσθηση του ‘απροσδόκητου’ που χτίζεται κοντά και μακριά, σε σπηλιές (ας θυμηθούμε το Πλατωνικό ‘σπήλαιο’) φωτισμένων. Έτσι, «όλα μοιάζουν προδιαγεγραμμένα όμως σε κάποιες σπηλιές καίνε τις νύχτες κεριά από αυτούς που συναντιούνται κρυφά που ορκίστηκαν να φέρουν τα πάνω-κάτω». ‘Ζόφος…ό.π., σελ. 19-20.

[6] Βλέπε σχετικά, Βλαβιανού Αντιγόνη, ‘Η ποιητική του Δημήτρη Άναλι με δικά του λόγια,’ Περιοδικό ‘Νέα Εστία,’ Τόμος 178ος, Τεύχος 1869, Ιούνιος 2016, σελ. 384, μετάφραση από τα Γαλλικά: Μωσαϊδη Νεφέλη.

[7] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Επανεκκίνηση…ό.π., σελ. 27. Η ανθρωπινότητα και μία καθημερινού τύπου ‘ενσάρκωση της, δίδονται και στο ποίημα ‘Αξία,’ με την ίδια την ‘αξία,’ ποιητικά ιδωμένη να αναπαρίσταται με χαρακτηριστικά εν-συναίσθησης, προσφοράς και εντός αυτών, ως ‘θυσία για τον άλλον.’ Η ‘αξία’ δεν μετράται μηχανιστικά και υπολογιστικά (ως ‘χρήμα’),  παρά σημαίνει το χρονικά ‘εδώ και τώρα’: Πράξε με τρόπο που θα αποκτήσει νόημα, βάθος και περαιτέρω, μνήμη. «Είναι οι κουβέντες μου μετρημένες τούτο τον καιρό του απόλυτου εξευτελισμού και του ψεύδους κι αν λέω κάποιες αλήθειες χαρακτηρίζομαι γραφικός στη μονοκρατορία του φαίνεσθαι όπου δικαστήκαμε να ζούμε όπου το χρήμα κυριαρχεί κι οι άνθρωποι νοιάζονται περισσότερο για τα ρούχα που φορούν παρά για το πνεύμα το ύφος τους είναι ύφος καρδιναλίων και ούτε φαντάζονται για μια στιγμή πόσο ασήμαντοι είμαστε κι αν κάτι μας δώσει αξία είναι το καλό που θα κάνουμε στους συνανθρώπους μας».  Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Αξία…ό.π., σελ. 29.

[8] Για την ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με το πολυσχιδές έργο του Μαξ Βέμπερ, σημείο αναφοράς έχει καταστεί η έκδοση  του εξάτομου ‘Οικονομία και Κοινωνία,’ σε μετάφραση, εισαγωγή και επιμέλεια του Θανάση Γκιούρα, ο οποίος και κατάφερε, και να αποδώσει το βάθος που χαρακτηρίζει την Βεμπεριανή ‘λογική,’ αλλά και να αποδώσει στην Ελληνική γλώσσα, δίχως να αλλοιώνεται το νόημα, δύσκολους Βεμπεριανούς όρους γραμμένους στο πρωτότυπο (Γερμανική γλώσσα).

[9] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘8 Μαρτίου…ό.π., σελ. 31. Έμφυλα χαρακτηριστικά λαμβάνει σε κάποια σημεία του και ο ποιητικός λόγος της επίσης με καταγωγή από την Ημαθία, ποιήτριας Αρετής Γκανίδου. Το ίδιο πρόσημο συναντάμε και στο ποίημα ‘Ανάταση,’ μόνο που αυτό συμπληρώνεται και ενισχύεται από αναφορές σε φαινόμενα παιδικής και ενδο-οικογενειακής βίας, με την παραδοχή να είναι στοχευμένη, (ο ποιητής τάσσεται υπέρ των ‘υποτελών,’ των διαφόρων μειονοτήτων «που βολοδέρνουν στην κοινωνία της πλειοψηφίας»), και ανατρεπτική: Στην ποίηση του , σημασία ενέχουν η αποκάλυψη και η καταγγελία της εκμετάλλευσης, των φαινομένων βίας, αλλοτρίωσης, όπως επίσης, και η αίσθηση μίας ‘μάχης’ που πρέπει να είναι διαρκής διότι είναι καθημερινή.

[10] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Καταφυγή…ό.π., σελ. 48. Η ποίηση ανάγεται στο ύψος του πιστού ‘συντρόφου’ που προστατεύει, ενώ μέσω αυτής επιχειρείται η στροφή στο ουσιώδες και όχι σε μία φθηνή απομίμηση, αφήνοντας έτσι να διαφανούν εκ νέου, οι θέσεις και η στάση ζωής του ποιητή. Και συνδέοντας εννοιολογικά το ποίημα ‘καταφυγή’ με το ποίημα ‘Κριτές’ θα σημειώσουμε πως για τον ίδιο τον ποιητή, η πραγματική ποίηση των ‘λίγων’ (Καβάφης) είναι αυτή που μένει και που αξίζει, με την ιστορία και τον χρόνο να επάγουν θέση ‘εκκαθαριστή’ της ποίησης που βρίσκει θέση σε ευπώλητα και ιλουστρασιόν περιοδικά.  Στο ίδιο, σελ. 43.

[11] Αναφέρεται στο: Ντερριντά Ζακ, ‘Κριοί. Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων, το ποίημα,’ Πρόλογος-Μετάφραση: Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο: Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα, 2008, σελ. 22.

[12] Βλέπε σχετικά, Σακαλής Γρηγόρης, ‘Ερημιά…ό.π., σελ. 47. Προσωπική είναι και η απεύθυνση στο ποίημα ‘8 Μαρτίου,’ μόνο που στην περίπτωση της μητέρας του ποιητή, ο τόνος είναι πιο οικείος, πιο εξομολογητικός για ό,τι έλαβε χώρα.

Σίμος Ανδρονίδης