Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι
Καλχαίνοντας τις μέρες
Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα
Μετάφραση από τα ρωσικά-νέα
εργοβιογραφία-έρευνα-σχόλια
Εκδόσεις Κείμενα
η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress
Ένας φάρος σε σκοτεινές εποχές
Όπως κι αν αποδοθεί το ρήμα «καλχαίνω», είτε ως «βάφω κάτι κατακόκκινο» είτε ως «ταράζω κάτι
σαν την τρικυμισμένη θάλασσα», αλλά και μεταφορικά «ποθώ και λαχταρώ κάτι»,
μιλώντας για τον Μαγιακόβσκι, καταλήγουμε στην ίδια σκέψη: τον εκφράζει με
απόλυτο τρόπο. Η ερευνήτρια και μεταφράστρια Ηρακλεία-Ελευθερία Πέππα μάς δίνει
την πληροφορία: «Μαγιάκ στα ρωσικά σημαίνει φάρος. Φάρος με άπλετο φως και
σκοτεινές περιόδους». Η Πέππα παρουσιάζει μια μνημειώδη έκδοση που υπερβαίνει
τις 800 σελίδες, έχοντας ερευνήσει σε βάθος τον εμβληματικό ποιητή, και
παραθέτοντας, εκτός από μια νέα μετάφραση στο πολυμεταφρασμένο έργο του, μια
πλήρη εικόνα της ζωής και της προσωπικότητάς του, ενταγμένης στην ταραγμένη
εποχή που στιγμάτισε τα λιγοστά χρόνια της ζωής του.
Στο προλογικό της σημείωμα η Πέππα εξηγεί το «γιατί ο
Μαγιακόβσκι», ή καλύτερα το «γιατί πάλι ο Μαγιακόβσκι». Πώς ο Μαγιακόβσκι «ήρθε
και τη βρήκε» το 1979 με το θεατρικό του Τραγωδία,
και από τότε ξεκίνησε η συνοδοιπορία τους,
μέχρι την τωρινή έκδοση της πληρέστερης ανθολόγησης του έργου του (και
με εκτενή σχολιασμό), με συστηματική χρονολογική παράθεση των πολλαπλών
δεδομένων (πολιτικών, κοινωνικών, λογοτεχνικών) που τον καθόρισαν ως πολιτικό
πρόσωπο και ως δημιουργό, με αυτά τα δύο σε άρρηκτη σχέση μεταξύ τους. Να
επισημανθεί πως πολλά από αυτά τα στοιχεία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό
αναγνωστικό κοινό. Το στοίχημα της ίδιας αλλά και των εκδόσεων Κείμενα του
Φοίβου Βλάχου είναι να φανεί η διαχρονική αξία του έργου του, η επικαιρότητά
του. Γιατί ο Μαγιακόβσκι ήταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή του. Όχι μόνον ως
ένας από τους πρωτεργάτες και εμπνευστές του κινήματος του Φουτουρισμού, αλλά
και ως ένας εν δυνάμει ανανεωτής της ποιητικής γλώσσας, με τη λεξιπλασία του,
όταν τα νοήματα που ήθελε να δώσει ασφυκτιούσαν μέσα στις υπάρχουσες λέξεις,
στη δεδομένη συντακτική ακολουθία του λόγου.
Έχει, γι’ αυτό, ενδιαφέρον η απόδοση στην ελληνική γλώσσα από τη
συγκεκριμένη μεταφράστρια, καθώς, όπως λέει, προσπάθησε να είναι όσο πιο κοντά
γίνεται στο πρωτότυπο, αφήνοντας στην αναγνωστική ευαισθησία την όποια «επιχρωμάτωση».
Έτσι, μας προσφέρει έναν λόγο που συχνά ξαφνιάζει για την πρωτοτυπία του, τους
απρόσμενους συνδυασμούς εννοιών, μας πείθει, όμως, για την αυθεντικότητά του.
Έχοντας διαβάσει ποικίλες μεταφράσεις των στίχων του, θα έλεγα πως προτιμώ την
εγγύτητα προς το πρωτότυπο, και όχι την όποια (αυθαίρετη ίσως) «ερμηνευτική»
προσέγγιση. Σε τελευταία ανάλυση ας μη λησμονούμε, πως και στην εποχή του αλλά
και στα κατοπινά χρόνια έκανε αίσθηση η ιδιαιτερότητα της γραφής του.
Η ροή της αφήγησης που αφορά τη ζωή του Μαγιακόβσκι, ιδιωτική αλλά και κοινωνική (ξεκινώντας από τη γέννησή του στη Γεωργία το 1893 και φθάνοντας μέχρι την αυτοκτονία του στη Μόσχα το 1930), διακόπτεται από τις μεταφράσεις (δίπλα στο πρωτότυπο, καθώς η έκδοση είναι δίγλωσση), ώστε να συνδέονται τα γεγονότα με τη δημιουργία του έργου του· άλλωστε, τίποτα δεν γεννιέται σε χώρους στεγανούς, κάθε δημιουργία επικοινωνεί με το περιβάλλον, επηρεάζεται από τις εξελίξεις, κυρίως στην περίπτωση ενός δημιουργού ταγμένου στην επαναστατική διαδικασία αναμόρφωσης της κοινωνίας, οπότε στο έργο του αποτυπώνεται η τοποθέτησή του, η ιδεολογία του. Η Πέππα θα διατρέξει όλους τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής του, τη διαμόρφωση της πολιτικής του συνείδησης, την επίγνωση της ποιητικής του αξίας, τους έρωτές του, τις φιλίες του, τους συνοδοιπόρους και τους εχθρούς του, τη σχέση του με τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, την τοποθέτησή του στην «αντίπερα» όχθη, ως ελεύθερο και αδούλωτο πνεύμα, την ιδιόμορφη παρουσία του που ξάφνιαζε ή εντυπωσίαζε. Με τον τρόπο αυτό, μας δίνει την εικόνα του πλήρη, γιατί το περισσότερο τον γνωρίζουμε ως επαναστάτη, και το λιγότερο ως άνθρωπο. Στην ουσία, ωστόσο –κι αν δικαιούμαστε να διακρίνουμε τον άνθρωπο Μαγιακόβσκι από τον πολίτη Μαγιακόβσκι– όσοι τον φοβούνται εστιάζουν στον ιδιωτικό του βίο, στο «κοσμοπολίτικο» και στο «ερωτικό» του πρόσωπο, σκιάζοντας σκοπίμως τον αιρετικό, επαναστάτη, αντάρτη ποιητή. Γιατί αυτός, όπως γράφει η Πέππα, «δεν ενδιαφέρει και, κυρίως, δεν βολεύει κανέναν».
Έχει ενδιαφέρον το κεφάλαιο που παρουσιάζει τον
Μαγιακόβσκι κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1917. Σε ποιήματά του της
ίδιας εποχής («Χρονικό της Επανάστασης») γράφει και μετά αναθεωρεί, σαν να
αμφιβάλλει για την ανάγκη της θυσίας και την πολιτική ορθότητα. Οι στίχοι των
αρχικών του σημειώσεων: «θα εξιλεωθούμε για όλα/ ή μαζί θα πέσουμε νεκροί/ με
θάνατο να εξαγνιστούμε», εξαφανίζονται στην τελική εκδοχή. Όμως ήταν παρών, με
το γνωστό του πάθος, την ατίθαση ορμή του. Θα πει: «Δική μου η επανάσταση», με τα λόγια αυτά να επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες, από την
πίστη του στην εξέγερση του Οκτώβρη έως την προσωπική του εξέγερση πάνω από
όλους και από όλα.
Στην πολυσυζητημένη αυτοκτονία του το βιβλίο αφιερώνει
(δικαιολογημένα) εκτενές κεφάλαιο, που λειτουργεί σαν χρονικό των τελευταίων ημερών
του, με τις διαδοχικές μαρτυρίες όσων τον συνάντησαν να συμφωνούν πως ήταν
αλλόκοτος, παράξενος, πέρα από τις συνήθειές του και τις συνήθεις αντιδράσεις
του. Και η κατάληξη, ο πυροβολισμός πίσω από την κλειστή πόρτα και το σημείωμα
για την τελευταία του πράξη αποχώρησης από μια ζωή στην οποία, όπως γράφει:
«δεν έχω διεξόδους». Ο πληθυντικός, αν και αδόκιμος, συνηγορεί για τα
διαφορετικά χτυπήματα που δέχθηκε, τόσο στην ιδιωτική του ζωή όσο και στον
πολιτικό του βίο. Απόλυτος και ανυποχώρητος σε όλα, δύσκολα συμβιβαζόταν. Ακόμα
και για την αξία της ποίησής του, σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια, δεν ήταν τόσο σίγουρος.
Η Πέππα θέλησε να μας γνωρίσει, όπως λέει, τον δικό
της Μαγιακόβσκι, και πιστεύω πως τα κατάφερε. Προσεκτική προσέγγιση,
τεκμηρίωση, ιδιαίτερη φροντίδα των στίχων του. Την έκδοση συμπληρώνει
φωτογραφικό υλικό, διευκρινιστικές υποσημειώσεις, πλήθος από ντοκουμέντα της
εποχής, αλλά και κρίσεις για την προσωπικότητα και το έργο του Μαγιακόβσκι, την
απήχηση που έχει σήμερα, και από τις δύο πλευρές, από αυτούς που τον μειώνουν
και από αυτούς που ακόμη ελκύονται από το επαναστατικό του πνεύμα. Μια έκδοση
πλήρης, ένα έργο που τιμάει με κάθε τρόπο τον εμβληματικό δημιουργό.
Διώνη Δημητριάδου
Αποσπάσματα
Των λέξεων ξέρω την πυγμή
και τον συναγερμό που αυτές
σημαίνουν
δεν είν’ γι’ αυτές, που σε
χειροκροτήματα ξεσπούν τα θεωρεία
Μα είναι αυτές που στ’
άκουσμά τους
τα φέρετρα σηκώνονται και
περπατούν
πάνω στα τέσσερα μικρά,
δρύινά
τους πόδια
(από τους τελευταίους,
ανολοκλήρωτους, στίχους του Μαγιακόβσκι)
Κι όμως ο Μαγιακόβσκι στέκει ακόμα. Όσο κι αν το
μέλλον φαίνεται να ξεμακραίνει. Με τον δικό του, πέρα από τις λέξεις, λόγο,
ακροβατώντας σ’ αυτό το σκοινί της ψυχής, το τεντωμένο πάνω απ’ την άβυσσο.
Στέκει ακόμα Φάρος, και σ’ αυτήν τη εποχή της παρακμής, επιμένοντας να φωτίζει
τον άγριο ωκεανό της ανταρσίας, του ασυμβίβαστου, της ρήξης, της ανατροπής και
της δι’ αυτών δημιουργίας ενός νέου κόσμου, που δικαιώνει τον άνθρωπο και τον
καθιστά ισόθεο. Αν δεν τον δούμε, αν εγκαταλείψουμε
αυτόν τον ωκεανό, «γύρω μας θα ρηχαίνει ο κόσμος, όλο και πιο πολύ, μέχρι που
να γίνει βάλτος, και σ’ αυτόν θα μείνουν μόνο βατράχια να κοάζουν
ευχαριστημένα». (σσ. 817-818, από το κεφάλαιο «Αντί επιλόγου»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου