Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Πάρε ανάσα Δημήτρης Σίμος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Πάρε ανάσα

Δημήτρης Σίμος

 εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Το υγρό και σκοτεινό τοπίο μιας γραφής • Fractal (fractalart.gr)


 

 

Το υγρό και σκοτεινό τοπίο μιας γραφής

 

Πιστός για μια ακόμη φορά στην υπηρεσία της καλής αστυνομικής λογοτεχνίας (σε πείσμα όσων δυσπιστούν για τη λογοτεχνική αξία του είδους στα χέρια ικανών δημιουργών), ο Δημήτρης Σίμος επιχειρεί για δεύτερη φορά να κάνει ένα διάλειμμα από τον αστυνόμο Καπετάνο (καθιερωμένο πλέον ως λογοτεχνική περσόνα μέσα από την επιτυχημένη του σειρά «Σκοτεινά νερά») για να καταδυθεί στο ακόμη πιο σκοτεινό τοπίο ενός θρίλερ. Η πρώτη του απόπειρα έδωσε το εξαιρετικής ατμόσφαιρας Σώσε με (Μεταίχμιο, 2020), και τώρα επανέρχεται με το Πάρε ανάσα, πάλι από τις ίδιες εκδόσεις.

Χωρίς να χάσει τη βασική του επιλογή, που τον έχει καταστήσει αναγνωρίσιμο στο πεδίο της αστυνομικής λογοτεχνίας,  δηλαδή την παρείσφρηση του κοινωνικού σχολίου στην πλοκή, χτίζει εδώ μια ιστορία, ξανά με ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ένα υγρό τοπίο, αγαπημένο σκηνικό μοτίβο για τον Σίμο, προσφέρει για μια ακόμη φορά το θολό στοιχείο, σαν μια φωτογραφία που δεν εστίασε καλά, κι έτσι δεν μπορείς να διακρίνεις καθαρά τι έχει αποτυπώσει. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα της νέας του ιστορίας. Δημιουργούν γύρω τους μια υποψία ενοχής, την ίδια στιγμή που θυματοποιούνται, μια εύστοχη εναλλαγή που κεντρίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον και καθιστά τον αναγνώστη εν δυνάμει «συμμέτοχο»-ερευνητή. Δεινός στο χτίσιμο της πλοκής ο Σίμος θα δίνει κάθε τόσο ένα στοιχείο που ταυτόχρονα θα περιπλέκει την εξιχνίαση της αλήθειας όσο και θα τη φωτίζει· εξαρτάται από ποια πλευρά την κοιτάζεις, αλλά και πόσο καλά μπορείς να αξιοποιείς την εισχώρηση του παρελθόντος (ανεξιχνίαστο κι αυτό στα σημεία του) στο παρόν της ιστορίας.



Η ηρωίδα του, η Σίλβια Κώτσου, δύτρια στις μυδοκαλλιέργειες στο Δέλτα του Αξιού, προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα τραυματικό παρελθόν (θύματα ανεξιχνίαστης δολοφονικής ενέργειας ο πατέρας της και ο άντρας της, με τη μητέρα της  να επιζεί αλλά με μειωμένη την εγκεφαλική της λειτουργία) θα βρεθεί πάλι μπλεγμένη στα πλοκάμια του, με μια σειρά από δολοφονίες που θα την εμπλέξουν κατά ένα παράδοξο τρόπο, καθιστώντας την ταυτόχρονα  ύποπτη αλλά και πιθανό υποψήφιο θύμα. Ο Σίμος μοιάζει να θέτει ένα ερώτημα: μπορεί κανείς να συμφιλιωθεί με τον παρόν «ξαναζώντας» σκηνές του παρελθόντος, τραυματικά δεμένες πάνω του; Η Σίλβια, αξιοποιώντας με τον δικό της τρόπο μια ιδέα ιδιότυπης ψυχοθεραπείας που εφάρμοζε η μητέρα της, δημιουργεί θεατρικά σκηνικά μιας αναβίωσης του παρελθόντος με τη βοήθεια ναρκωτικών ουσιών, και την προσφέρει στους πελάτες της, τους επονομαζόμενους «νυχτοβάτες». Μόνο που κάποια στιγμή η κατάσταση θα ξεφύγει. Και τότε όλα θα ανατραπούν, οι βεβαιότητες θα καταρρεύσουν, και το τέλος της ιστορίας, αναπάντεχο και σοκαριστικό, θα οδηγήσει στην αλήθεια.

Αν το Σώσε με είχε σαν βασικό του ατού τη δημιουργία του ατμοσφαιρικού σκηνικού (που, για να πούμε την αλήθεια, δεν αποδόθηκε όσο έπρεπε στην τηλεοπτική μεταφορά, αδικώντας έτσι το βιβλίο), το Πάρε ανάσα σε κερδίζει με τις αιφνιδιαστικές ανατροπές και τη σταδιακή αποκάλυψη, στο κλασικό μοτίβο δέση-λύση, και, κυρίως, με τις ψυχολογικές προεκτάσεις, δείχνοντας πως ο ικανότατος Δημήτρης Σίμος διαρκώς μας ξαφνιάζει με τις επινοήσεις του και την ενασχόληση του με όλο και διαφορετικά πεδία. Έχουμε επιθυμήσει τον αστυνόμο Καπετάνο και περιμένουμε την καινούργια του ιστορία, αλλά ο συγγραφέας του έχει πολλά να δείξει και στο πεδίο του ψυχολογικού θρίλερ, εμπλουτίζοντας έτσι την αστυνομική λογοτεχνία.


Διώνη Δημητριάδου

 

Απόσπασμα

 

Εξάλλου εγώ δεν σκάμπαζα από ψυχολογικές επιστήμες. Σκηνογράφος ήμουν. Πολλές φορές σκεφτόμουν πως η μαμά ζει τη δική της ύπνωση στη Γαλήνη και όταν ξυπνήσει το παρόν θα έχει αλλάξει ακόμα και για εκείνη. Ονειρευόμουν πως έχει καταφέρει να υπνωτίσει τον εαυτό της για να βρεθεί στο σπίτι στο Λαγονήσι δίπλα στην πισίνα και έχει καταφέρει να σκοτώσει τον δολοφόνο πριν αρχίσει  να πυροβολεί. Ευχόμουν πως μετά θα ξυπνούσε και θα είχε καταφέρει με τη μαγική της μέθοδο όλα να είναι διαφορετικά. Ίσως κατάφερνε να με μεταφέρει στον κόσμο όπου θα αλλάξω το παρελθόν, και έτσι, όταν ξυπνήσω με τη σειρά μου, το παρόν δεν θα μου φέρνει πόνο. Θα ζω στη Χαλάστρα, θα περπατώ στο ποτάμι και όλοι θα είναι ζωντανοί. Δεν θα είμαι εδώ αναγκαστικά, αλλά από επιλογή. Ο πατέρας μου θα ζει, η μάνα μου θα τρώει κανονικά και όχι με σωληνάκια, ο άντρας μου θα έχει καταφέρει  να με ερωτευτεί ξανά. (σ. 202).

 

 

Σημειώσεις ενός πορνόγερου Μετάφραση-Προλεγόμενα: Γιάννης Λειβαδάς Εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Τσαρλς Μπουκόβσκι

Σημειώσεις ενός πορνόγερου

Μετάφραση-Προλεγόμενα: Γιάννης Λειβαδάς

Εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Charles Bukowski: «Σημειώσεις ενός πορνόγερου» (diastixo.gr)

 

 


Εναλλακτικός, απρόσμενος, μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του ο Μπουκόβσκι με μια γραφή που ξεφεύγει συνειδητά τόσο από τα στερεοτυπικά δεδομένα αλλά ομοίως και από τον αντίποδά τους, δηλαδή τον underground κόσμο (ό,τι κι αν μπορεί να εννοηθεί πως εμπίπτει σ’ αυτό τον χώρο). Επικριτικός για όλα όσα τον ενοχλούν, χωρίς διακρίσεις, προκλητικός και συχνά επιθετικός, ωστόσο με μια υπόρρητη τρυφερότητα να χαρακτηρίζει το έργο του. Μια αιχμηρή ματιά στον κόσμο που τον περιβάλλει, μια επίσης ανελέητη αυτοσαρκαστική διάθεση, καθώς δεν αφήνει ασχολίαστο ούτε τον εαυτό του. Όλα περασμένα μέσα από το λεπτό φίλτρο μιας επίσης ανελέητης και προσεκτικά στοχευμένης χιουμοριστικής διάθεσης.

 

Ο Τζακ, λοιπόν, είναι από καλή πάστα. Γνώρισα πάρα πολλούς διανοούμενους τελευταία. Μου φέρνουν ανία οι περισπούδαστες διάνοιες που είναι υποχρεωμένοι να ξεστομίζουν διαμάντια κάθε φορά που ανοίγουν το στόμα τους. με κουράζει να υπερασπίζεται ο καθένας αυτό που πιστεύει. Γι’ αυτό κι έμεινα μακριά από τους ανθρώπους τόσον καιρό, και τώρα που γνωρίζω ανθρώπους συνειδητοποιώ ότι πρέπει να επιστρέψω στη σπηλιά μου. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκτός από το μυαλό, υπάρχουν έντομα και φοινικόδεντρα και πιπεριές και θα πάρω μια πιπεριέρα μαζί μου όταν επιστρέψω στη σπηλιά μου, είναι για γέλια. (σσ. 52-53).

 

Καθόλου τυχαία η αμερικανική κοινωνία αρνήθηκε στον Μπουκόβσκι την πλατιά αναγνώριση, καθώς μέσα στα γραπτά του προβάλλει τη μαυρόασπρη όψη της φανταχτερής επιφάνειας, αποκαλύπτοντας την άλλη όψη του αμερικανικού πολύχρωμου ονείρου – ποιος αντέχει να βλέπει το αληθινό του πρόσωπο στον καθρέφτη;

Οι Σημειώσεις ενός πορνόγερου πρωτοδημοσιεύτηκαν τον Μάιο του 1967 στην περιθωριακή, εναλλακτική εφημερίδα του Λος Άντζελες Open City, σε συνέχειες στην εβδομαδιαία στήλη του. Πρόκειται για την αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που ζει επικίνδυνα, σε τεντωμένο σχοινί, με επίγνωση πως ο τρόπος της ζωής του μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον οδηγήσει σε ένα τέλος. Αυτή η συνειδητοποίηση τού δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει χωρίς περιστροφές για τις ποικίλες καταχρήσεις, τον κόσμο του περιθωρίου, αλλά και το συγγραφικό σινάφι. Αναγνωρίζουμε, φυσικά, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση τον ίδιο, με το καυστικό του πνεύμα, καθώς αφηγείται στιγμές, περιστατικά, κάνει κρίσεις, καταθέτει στην ουσία κείμενα με σαφή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο ίδιος γράφει στην Εισαγωγή για την απήχηση που είχαν αυτές οι Σημειώσεις του σε ένα κοινό που αναγνώριζε στοιχεία του εαυτού του στα γραφόμενά του:

 


Άνθρωποι φτάνουν στην πόρτα του σπιτιού μου –πραγματικά πάρα πολλοί– και μου χτυπούν για να μου πουν πόσο τους εξιτάρουν οι ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΟΡΝΟΓΕΡΟΥ. Ένας αλήτης κάνει στάσεις από τις περιπλανήσεις του κι έρχεται μαζί με μια τσιγγάνα και τη γυναίκα του και πιάνουμε την κουβέντα, κάνουμε παλαβωμάρες, πίνουμε σχεδόν όλη νύχτα.  (σ. 16).

 

«Μικρο-πεζογραφία» ονομάζει ο μεταφραστής του βιβλίου Γιάννης Λειβαδάς το είδος στο οποίο συγκαταλέγεται η συγκεκριμένη γραφή: στην οποία παρατηρούνται η αποφυγή θεμάτων της επικαιρότητας που απασχολούν ευρύτερα την κοινή γνώμη και, ανά περίπτωση, ο συγκερασμός με την αισθητική του χρονογραφήματος, του μικρο-διηγήματος και της αποκαλούμενης flash fiction. (από τα Προλεγόμενα του μεταφραστή, σ. 7). Καλύτερα ακόμη ονομάζει τα κείμενα αυτά slices of life, καθώς πράγματι αποτελούν μικρές «φέτες»-αποτυπώσεις ζωής. Μιας ζωής που προκλητικά με τις επιλογές της προτείνει (ή και απαιτεί ακόμη) να δούμε χωρίς παραπλανητικά κάτοπτρα το αληθινό της πρόσωπο, ακόμη κι όταν αυτό που προβάλλεται είναι η ματαιότητα των πάντων.

 

Η επανάσταση ακούγεται πολύ ρομαντική, ξέρεις. Όμως δεν είναι. Είναι αίματα και σωθικά και παράνοια, είναι μικρά παιδιά σκοτωμένα άδικα, είναι μικρά παιδιά που δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει γύρω τους. είναι η πουτάνα σου, η γυναίκα σου με την κοιλιά ανοιγμένη στα δυο από μια ξιφολόγχη κι ύστερα βιασμένη απ’ τον κώλο, ενώ εσύ παρακολουθείς τη φρίκη με το ζόρι. Είναι άνθρωποι που βασανίζουν ανθρώπους που κάποτε γελούσαν με τα καρτούν του Μίκι Μάους. (σ. 113).

 

Οι ακραίες επιλογές του Μπουκόβσκι δεν απηχούν τόσο μια απόπειρα αυτοκαταστροφής όσο μια απάντηση στο νόημα της ζωής, δηλαδή στην απουσία νοήματος. Είναι άραγε η αποδοχή της απόλυτης ελευθερίας του ανθρώπου, άρα και της απόλυτης ευθύνης που τον βαραίνει; Υπαρξιακό το ερώτημα  σε κάθε περίπτωση, αλλά η γραφή  αυτή θέτει αναπόφευκτα τέτοιου είδους ερωτήματα· μια παρατήρηση αναγκαία, προκειμένου η επιφανειακή ελαφρότητα της θεματικής ως συγγραφικής επιλογής να μην επισκιάσει τη βαθύτερη ουσία μιας απαιτητικής λογοτεχνίας, μοναδικής στο αμερικανικό συγγραφικό στερέωμα, μιας λογοτεχνίας που αξίζει να διαβαστεί χωρίς τις κρίσεις που, όπως επισημαίνει ο Λειβαδάς, εσφαλμένα αποδόθηκαν στα έργα του. Το έργο του Μπουκόβσκι διαβάζεται όπως ακριβώς γράφτηκε, με τον αναγνώστη να «μετέχει» ακολουθώντας κάθε φορά τις συγγραφικές επινοήσεις, αυθεντικές και γεμάτες από μια ιδιότυπη αθωότητα.

 

Διώνη Δημητριάδου

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2023

Το δέντρο με τις φωλιές μυθιστόρημα Ελένη Πριοβόλου εκδόσεις Καστανιώτη η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 


Το δέντρο με τις φωλιές

μυθιστόρημα

Ελένη Πριοβόλου

 εκδόσεις Καστανιώτη

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal 

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Στον χώρο του «πουθενά» • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Στον χώρο του «πουθενά»

 

«Μαμά, με “Εκείνους”, που γίνονται εμείς, ανακαλύπτω τον εαυτό μου. Αυτό συμβαίνει και όταν σου μιλώ και σου μεταφέρω τις ιστορίες τους. Όταν μιλώ με τον Νιζάμ, είναι σαν να πιάνω κουβέντα με την ψυχή μου. Μαμά. Τα αδέλφια μου μου ρίχνουν κάθε μέρα ανάθεμα που παντρεύτηκα έναν άνθρωπο από το πουθενά. Όμως σε αυτό το πουθενά συναντηθήκαμε. Πέταξε εκείνος, πέταξα εγώ, και βρεθήκαμε πάνω στο δέντρο με τις φωλιές». (σ.137).

 

Διαβάζοντας το πρόσφατο μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου, έχω την αίσθηση πως μέσα σε ένα μικρό «σώμα» μυθοπλασίας κατόρθωσε να εγκιβωτίσει κάτι πολύ περισσότερο από μια επινοημένη ιστορία – είδος που άλλωστε γνωρίζει καλά τόσο από τις ιστορίες της για τα παιδιά και τους εφήβους όσο και από τη σημαντική της ενασχόληση με τη μεγάλη αφήγηση, το μυθιστόρημα.

Εδώ, μέσα από τον συμβολισμό του δέντρου με τις φωλιές, δίνει σε ένα πρώτο επίπεδο μια ερωτική ιστορία, η οποία όσο προχωράει η ανάγνωση φαίνεται πως δεν είναι παρά  μόνο ο καμβάς για να προχωρήσει στα επόμενα νοηματικά επίπεδα. Μια ιστορία οικολογικής ευαισθησίας; Ναι, αναμφισβήτητα, μια ιστορία που μας προκαλεί να τοποθετηθούμε με υπευθυνότητα απέναντι στον φυσικό μας χώρο, το φυσικό μας «σπίτι». Σε ένα επίπεδο ακόμη πιο πέρα, πρόκειται για μια «κραυγή» ελευθερίας, όπως βγαίνει από την ψυχή της Μαρίας, της ηρωίδας που επιλέγει να εγκατασταθεί εκεί στη μέση του πουθενά, στον κάμπο με τους κινδύνους, την απομόνωση, στην ουσία διωγμένη από την πατρική εστία, περιφρονημένη και αγνοημένη από τα αδέλφια της, με μόνη συντροφιά της τα πουλιά. Ακόμη πιο πέρα ανοίγει ένα διαφορετικό τοπίο. Στον κάμπο δεν είναι μόνη. Είναι και «εκείνοι», οι παράνομοι μετανάστες, θύματα εκμετάλλευσης από τα αδέλφια της, και ο κατασκευασμένος περίτεχνα φόβος που τους περιβάλλει· ανάμεσά τους ένα αόρατος τοίχος που ξεχωρίζει τους «κανονικούς» ανθρώπους από τους ξένους, τους αλλογενείς. Μόνο που, ως γνωστόν, τα σύνορα είναι για να παραβιάζονται, σε μια παμπάλαια συνθήκη της ανθρώπινης συμβίωσης. Έτσι, η προσέγγιση της Μαρίας με τον Νιζάμ (από την εθνική μειονότητα Ροχίνγκια) που φτιάχνει φωλιές για τα πουλιά,  θα ανατρέψει όλο το σκηνικό, θα οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση και τον στιγματισμό της Μαρίας, όμως θα φέρει τη γαλήνη, την αγάπη, τον έρωτα την απελευθέρωση των δύο ψυχών. Θα μπορούσε, λοιπόν, να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη γραφή μια ευθεία τοποθέτηση για τον ρατσισμό και τη βία απέναντι στον εκάστοτε έτερο, διαφορετικό.



Η Πριοβόλου σε ό,τι γράφει αφήνει  να διαφανεί ένα ιδεολογικό υπόστρωμα, που διαμορφώνει τη στάση της απέναντι σε ό,τι την περιβάλλει, την καθοδηγεί να επιλέξει τι αξίζει να αποτυπωθεί, προς τα πού πρέπει να στρέψει το συγγραφικό της ενδιαφέρον, όχι ως αυτοσκοπό αλλά ως έναν τρόπο να εκφράσει τη δική της συμμετοχή στα προβλήματα του ανθρώπου εν κοινωνία.  Η γραφή της, επομένως, είναι ξεκάθαρα και βαθιά πολιτική, πέρα από έτοιμα σχήματα και δεσμεύσεις, όπως αξίζει να είναι η πολιτική στάση ενός ελεύθερου ανθρώπου, που νιώθει χρέος του να μιλήσει με όση δύναμη έχει η φωνή του. Θαρρώ, λοιπόν, πως το απώτερο επίπεδο στο οποίο μας κατευθύνει αναγνωστικά η συγκεκριμένη γραφή (και που χωρίς αυτό κανένα από τα υπόλοιπα επίπεδα δεν θα λειτουργούσε αποτελεσματικά) είναι η συνειδητοποίηση πως εναπόκειται στον καθένα η κατάκτηση της γνώσης στα τρία της στάδια: αρχικά η γνώση του εαυτού μας, κατόπιν η σαφής γνώση του κόσμου που μας περιβάλλει και, τέλος, ως απότοκο των δύο, η γνώση της θέσης μας  σ’ αυτόν τον κόσμο.

Οι ήρωες της Πριοβόλου, η Μαρία πρώτα και με τη σειρά του ο Νιζάμ, βρήκαν, βήμα βήμα τη θέση τους στον κόσμο, πέρα από κατασκευασμένα σύνορα, απαγορευτικές ετερότητες και, κυρίως, πέρα από τον παντοδύναμο φόβο.  Ακόμα κι αν ο κόσμος τους έμοιαζε να είναι ένα χώρος άχωρος, το «πουθενά» για όλους τους υπόλοιπους, που φάνηκαν αδύναμοι να κατανοήσουν τις βασικές ανθρώπινες αξίες. Η Πριοβόλου συμφιλιώνει τον άνθρωπο τόσο με τη φύση, όσο και με το δικό του ελεύθερο φρόνημα  (ικανό να αλλάξει τα πάντα) αλλά και με τον άλλο άνθρωπο, ολοκληρώνοντας την πολιτική του διάσταση, εν τέλει.  

 

Διώνη Δημητριάδου



Αποσπάσματα

 

Ξαφνικά μου φαίνεται αλλιώτικος ο κάμπος. Η μαγεία παίρνει νέα διάσταση. Το ποτάμι ζαφειρένιο λάμπει μέσα στο καταλυτικό ηλιόφως και τον όχτο ασημοστολίζουν οι κλαίουσες ιτιές και οι καλαμιώνες. Θέλω να απευθύνω κάπου, σε κάποιον προσευχή, και Εκείνος να μ’ ακούσει. Ασυναίσθητα κατεβαίνει στα χείλη μου μια φράση αποθηκευμένη στο υποσυνείδητο: «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου». (σ. 189).

 

Αυτός ο κύκλος των εποχών, οι εναλλαγές των αρωμάτων και των χρωμάτων, η γαΐτα που αργοκυλά στον ποταμό, αυτή η αίσθηση ότι υπάρχω μέσα στην πλάση, είναι ο κόσμος μου, ο τόπος μου, η ζωή μου. Είναι η ζωή μου με έναν Ροχίνγκια. Έναν άπατρι, όπως είναι τα πουλιά. (σ. 196).

 

 

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Μπλε ήλιος Διονύσης Μαρίνος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 Μπλε ήλιος

Διονύσης Μαρίνος

 εκδόσεις Μεταίχμιο

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η τραυματική ανατομία μιας σχέσης • Fractal (fractalart.gr)



 

η τραυματική ανατομία μιας σχέσης

 

Ο Διονύσης Μαρίνος γράφει ιστορίες. Ξέρει να γράφει ιστορίες. Με απλά υλικά, που μοιάζει να αποτυπώνουν την καθημερινότητα στη ραθυμία της, στη ρουτίνα της, στην αδιαφορία της τελικά για κάτι σημαντικό. Κι όμως! Καθώς οι ιστορίες του προχωράνε και, κυρίως, όταν ολοκληρωθούν, κατανοείς πως μέσα τους ήταν εγκιβωτισμένο κάτι πολύ περισσότερο· όσο η καθημερινότητα, χωρίς εξάρσεις και υπερβολές μπορεί να αποκαλύπτει αιχμηρές γωνίες, τόσο οι καλοί γραφιάδες θα την ανατέμνουν για να φέρουν στο φως μιας προσεκτικής αναγνωστικής μέθεξης (απαραίτητη αυτή) την ουσία της ζωής. Στο πρόσφατο μυθιστόρημά του (Μπλε ήλιος) επικεντρώνει για μια ακόμη φορά στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις καθοριστικές εκείνες συνθήκες, συχνά τυχαίες, που ανατρέπουν τον μέχρι τότε κόσμο των ηρώων καταβυθίζοντάς τους από μια ασφαλή βεβαιότητα σε μια αρχική σύγχυση και κατόπιν σε μια πιο συνειδητή αντιμετώπιση των δεδομένων της ζωής τους.

Τρία είναι τα πρόσωπα της ιστορίας, αρχικά ο Γεράσιμος (Ένας άντρας πέφτει, είναι και ο τίτλος του πρώτου μέρους της ιστορίας), που πέφτει στον δρόμο χτυπημένος από εγκεφαλικό, κατόπιν ο Ιάσονας, που θα του δώσει τις πρώτες βοήθειες, μέχρι να μεταφερθεί στη εντατική, και φυσικά η Μαριάννα, γυναίκα του Γεράσιμου, η οποία θα βιώσει το τραυματικό γεγονός με έναν σύνθετο τρόπο, από τη μια σαν την ολοκλήρωση μιας στείρας από συναισθήματα ζωής, και από την άλλη με την έξαψη που της προξενεί η παρουσία του νεαρού Ιάσονα.



 Ο Μαρίνος επιλέγει την τριτοπρόσωπη αφήγηση, που όμως καθόλου δεν δημιουργεί την αίσθηση της αποστασιοποίησης, αντίθετα με την ευαισθησία της γραφής του, την ικανότητα να εστιάζει σε μικρές λεπτομέρειες, να περιγράφει τον περιβάλλοντα χώρο μέσα στον οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα, αλλά και τη διεισδυτική του ματιά στον ψυχισμό τους, φαίνεται σαν να ακούμε τις σκέψεις τους, να βλέπουμε τις αντιδράσεις τους, να «συμμετέχουμε» στα διλήμματά τους. Η εύστοχη χρήση των δύο αφηγηματικών τρόπων, της περιγραφής ισομοιρασμένης με την αφήγηση, χαρακτηρίζει τη γραφή αυτή, με τον ρυθμό ως αφηγηματική τεχνική να λειτουργεί καταλυτικά. Παραμένει εξωδιηγητικός αφηγητής ενσωματώνοντας στη δική του μηδενική εστίαση τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, όσες και τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας.

Άρτιος και ο τρόπος που ο Μαρίνος χειρίζεται τον χρόνο ως αφηγηματική τεχνική. Καταργώντας την ευθύγραμμη αφήγηση, ανατρέχει σε γεγονότα του παρελθόντος, φωτίζοντας τις συμπεριφορές. Ενδιαφέρον αποκτά η «φωνή» του Γεράσιμου, που διατρέχει από τη δική του πλευρά τη σχέση του με τη Μαριάννα, αφήνοντας να διαφανεί μια εντελώς διαφορετική οπτική από αυτήν που εισέπραττε τόσα χρόνια η γυναίκα του. Μαζί οι δύο «φωνές» συνιστούν το αδιέξοδο μιας σχέσης που με το αιφνίδιο γεγονός αποδομήθηκε, με τα κομμάτια της να σκορπίζουν ασύντακτα σε όλες τις κατευθύνσεις.

Η ιστορία έχει σαφή ρεαλιστικό προσανατολισμό, που ενισχύεται από τη λιτότητα των μέσων της γραφής, ωστόσο διαφαίνεται η συγγραφική πρόθεση να εμποτιστεί το ρεαλιστικό περιβάλλον με ένα φαντασιακό περιβάλλον, στο οποίο τα πρόσωπα θα ήθελαν να βρεθούν, όμως δεν το κατορθώνουν. Αν σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά προσθέσουμε μια υπόρρητη αίσθηση ποιητικού ρυθμού, αυτό που απομένει στην αναγνωστική πρόσληψη είναι η εικόνα μιας αγάπης που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί, κι όμως άφησε τα ίχνη της ως βίωμα, σαν ένας ήλιος που είναι εκεί και σε προσκαλεί να ζεσταθείς, αλλά το μόνο που σου στέλνει είναι η αίσθηση μιας ήσυχης απεραντοσύνης, στην οποία αφήνεσαι, κρατάς την αναπνοή σου για λίγο, μετράς τους σφυγμούς σου έναν προς έναν, κι αυτός ο ήλιος δεν φεύγει, δεν είναι μια παραίσθηση, παραμένει πάνω από το κεφάλι σου, σε ζεσταίνει αλλά δεν σε καίει. (σελ. 217). Μια γραφή που δεν παύει να μας συγκινεί, εδώ στην πιο ώριμη μέχρι τώρα στιγμή της.


Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

[…] και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της, φόρεσε το μπουφάν της, πήρε την τσάντα της και ταλαντεύτηκε στα παπούτσια της. το σώμα της έγερνε μια προς τα εκεί που ήταν ο Ιάσονας, μια προς τα εκεί που ήταν η έξοδος. Για μια στιγμή, μια τοσηδά στιγμή σαν αναλαμπή, ήταν σίγουρη πως θα πήγαινε να του μιλήσει. Ήταν σαν ένας μικρός ηρωισμός που δεν στεφανώνει αυτόν που τον πραγματοποιεί. (σ. 257).

 

[…] μάθαινα τον εαυτό μου για πρώτη φορά από εσένα, κάθε μέρα ανακάλυπτα και πόσο είχα χαθεί από εμένα και πόσα πράγματα είχα χάσει από εσένα, έτσι που στο τέλος φοβόμουν πως θα σε χάσω ολότελα· κάποια μέρα θα επέστρεφα από τη δουλειά και δεν θα ήσουν εκεί, θα είχες μαζέψει τα ρούχα σου, τον εαυτό σου θα είχες μαζέψει, έτσι που σε σκόρπισα, και θα είχες φύγει αφήνοντας στο τραπέζι ένα σημείωμα που θα έλεγε μόνο «με έχεις στεναχωρήσεις πολύ», καμία κατηγορία, κανένα παράπονο, μόνο αυτή η αργόσυρτη πίκρα… (σ. 154).

 

στη σ

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Καζαντζάκης "Ο καπετάν Μιχάλης" "Ο φτωχούλης του Θεού" Εκδόσεις Διόπτρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

Νίκος Καζαντζάκης

Ο καπετάν Μιχάλης

Ο φτωχούλης του Θεού

Εκδόσεις Διόπτρα

 η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Νίκος Καζαντζάκης: «Ο καπετάν Μιχάλης» και «Ο φτωχούλης του Θεού» (diastixo.gr)

 


Με αφορμή την επέτειο 140 χρόνων από τη γέννηση του Νίκου Καζαντζάκη (18 Φεβρουαρίου 1883, Ηράκλειο - 26 Οκτωβρίου 1957, Φράιμπουργκ, Γερμανία) ο εκδοτικός οίκος Διόπτρα, με την υποστήριξη μιας επιστημονικής επιτροπής από τους: Θανάση Αγάθο, Δημήτρη Κόκκορη και Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ανέλαβε (με το project «Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα») το σπουδαίο έργο της επανέκδοσης των βιβλίων του. Εκδόσεις με νέα αισθητική, με Πρόλογο και Επίμετρο, παρέχοντας έτσι τις απαραίτητες πληροφορίες τόσο για το έργο και τον δημιουργό του όσο και για την εποχή μέσα στην οποία γράφτηκε. Μια ευκαιρία γνωριμίας εκ νέου με το έργο του σημαντικού δημιουργού, θέτοντας στην ουσία το ερώτημα: ποια θέση έχει η γραφή του Καζαντζάκη στη σύγχρονη εποχή; Να επισημανθεί πως η σειρά αυτή ξεκίνησε με την έκδοση ενός ανέκδοτου μέχρι τώρα μυθιστορήματος (Ο ανήφορος), γραμμένου το 1946, που έτσι πήρε πλέον τη θέση του στο corpus του έργου του.

 

Ο Καπετάν Μιχάλης είναι ιστορικό μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1953 και αφορά την επανάσταση του 1889 και τον αγώνα των Κρητικών για την ανεξαρτησία τους από τους Τούρκους. Κυκλοφορεί με Πρόλογο και Επίμετρο από τον Γιώργο Ν. Περαντωνάκη. Στο έργο αυτό διαταράσσεται η ισορροπία ανάμεσα στην καταγραφή της ιστορίας (αν και ιστορικό το περιεχόμενό του) και στην αποτύπωση των χαρακτήρων, θέμα που πάντα ενδιέφερε τον Καζαντζάκη, καθώς του έδινε την ευκαιρία να διατυπώσει την πάγια θέση του να διασωθεί το πνεύμα πάνω από την ύλη, θέση που διατρέχει όλο το έργο του και του παρέχει την ικανή δικαιολογία για να συνεχίσει να γράφει, αλλά και να «χτίσει» λογοτεχνικά τη μορφή του ελεύθερου ανθρώπου, όπως εδώ του καπετάν Μιχάλη. Αντλώντας πληροφορίες από διηγήσεις των μεγαλύτερων, αποτυπώνει τα γεγονότα του μακρόχρονου αγώνα των Κρητικών για ανεξαρτησία, καταλήγοντας στην επανάσταση του 1889, υμνώντας τον ηρωισμό, τα εθνικά ιδεώδη, πρωτίστως την αξία της ελευθερίας, παρέχοντας ταυτόχρονα το αναγκαίο ηθογραφικό πλαίσιο. Ο ήρωάς του, ο καπετάν Μιχάλης, προβάλλεται με όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιότυπου άγριου ηρωισμού της κρητικής του καταγωγής, με συχνές υπερβολές (ίδιον άλλωστε της καζαντζακικής γραφής), αλλά και με στοιχεία του φιλοσοφικού κόσμου, της ιδεολογίας και κοσμοθεωρίας του δημιουργού του, όπως η ανένδοτη στάση προς μια διαρκώς ανοδική πορεία, ακόμη κι όταν φαντάζει πλέον ατελέσφορη· ο ήρωας μοναχικός και εσωτερικά ελεύθερος δεν παύει να ανεβαίνει συνειδητά ίσα στον θάνατό του, πιστός στις αρχές του. Άλλωστε το μυθιστόρημα φέρει την εμβληματική φράση «Ελευθερία ή θάνατος!» ως επεξηγηματικό υπότιτλο.

 


Άπλωσε ο καπετάν Μιχάλης το χέρι, άρπαξε από τα μαλλιά, ανάερα, το σφαγμένο κεφάλι, το σήκωσε αψηλά, σαν μπαϊράκι, άγρια λάμψη περέχυσε το πρόσωπό του. Χαρά ’ταν ετούτη απάνθρωπη, περφάνια, πείσμα θεοτικό γιά καταφρόνια του θανάτου; Γιά αγάπη για την Κρήτη αβάσταχτη; Ο καπετάν Μιχάλης σήκωσε αψηλά το σφαγμένο κεφάλι, άνοιξε το στόμα, φώναξε:

-Ελευθερία ή…

Μα δεν πρόφτασε να τελειώσει· μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του· μια άλλη πέρασε από το δεξιό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό· κι ο καπετάν Μιχάλης έπεσε κάτω τ’ ανάσκελα και σκόρπισαν οι μυαλοί του στις πέτρες. (σσ. 698-699).

 

Όπως επισημαίνει εύστοχα ο Περαντωνάκης στο Επίμετρο: «ο ήρωας στον Ν. Καζαντζάκη δεν τρέφεται από την ελπίδα ότι θα νικήσει». Δεν είναι τυχαία η απήχηση στο αναγνωστικό κοινό που γνώρισε αυτό το έργο.

 

Ο φτωχούλης του θεού, η μυθιστορηματική βιογραφία του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης, πρωτοεκδόθηκε το 1954. Εδώ παρουσιάζεται στη νέα του έκδοση με Πρόλογο και Επίμετρο από τον Χ. Δ. Γουνελά. Με αφηγητή τον Φράτε Λεόνε, έναν ταπεινό ζητιάνο που θα βρει στον δρόμο του τον Φραγκίσκο, ένα πλούσιο αρχοντόπουλο, θα δούμε τη σταδιακή αλλαγή του νέου μέσα από την κοινή αναζήτηση των δύο για το αληθινό πρόσωπο του Θεού. Η επιλογή της θεματικής αυτού του μυθιστορήματος προσφέρει στον Καζαντζάκη πεδίο λαμπρό για να μεταφέρει τον δικό του προβληματισμό (έκδηλο άλλωστε σε όλα του τα βιβλία) για τη σχέση της θνητότητας με τον Θεό, τις εσωτερικές διαμάχες ανάμεσα στο γήινο σαρκίο και την πνευματικότητα. Ένας Θεός στα μέτρα του ανθρώπου αλλά και ένας άνθρωπος σε μια διαρκή πνευματική ανύψωση. Πού θα συναντηθούν; Ο Φραγκίσκος θα βρει τον δρόμο προς τη θεότητα μέσα από την απάρνηση των υλικών αγαθών και το  κήρυγμα της αγάπης. Ο δικός του «ανήφορος» προς την κατάκτηση της εσωτερικής ελευθερίας. Θα μπορούσε, άραγε, ο Φραγκίσκος της Ασίζης να αποτελεί για τον Καζαντζάκη ένα είδος προτύπου, όπως άλλοι του ήρωες; Το πιθανότερο είναι να θέλησε μέσα από τη φυσιογνωμία του να δείξει έναν ακόμη τρόπο ανάβασης του ανθρώπινου «Γολγοθά», άλλη μια ανηφορική οδό, όχι κατ’ ανάγκη αυτή που ο ίδιος ακολουθούσε. Όπως γράφει ο μελετητής στο Επίμετρο: «φαίνεται να θέλει να αναγνωρίσει την αξία της αυτοθυσίας ως πνευμάτωση και σιωπηρά μετριόφρονα να αναφερθεί και να απεικονίσει μέρος της δικής του ζωής, ότι όντως θυσιάστηκε κι ο ίδιος, κι ας μην έφτασε την απόλυτη θυσία του Αγίου Φραγκίσκου».

Ως «προλόγισμα» του έργου ο Καζαντζάκης παραθέτει:

 

Τριών λογιών είναι η προσευχή:

Η πρώτη: Θεέ μου, τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω.

Η δεύτερη: Θεέ μου, μη με παρατεντώσει, θα σπάσω.

Η τρίτη: Παρατέντωσε με , κι ας σπάσω!

 

Αξίζει μια μνεία  στο έργο της επιμελήτριας Βίκυς Κατσαρού, τον μόχθο της απόδοσης των παλαιών έργων με την ιδιόμορφη γλώσσα του δημιουργού. Ποικίλες διορθώσεις στη στίξη, στην παραγραφοποίηση, στην ομογενοποίηση, προς διευκόλυνση του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού, με παράλληλο όμως σεβασμό στο καζαντζακικό πρωτότυπο. Απολύτως επιτυχημένο το αποτέλεσμα. Τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη διαβάζονται σήμερα, φρέσκα και ζωντανά όσο ποτέ, αποδεικνύοντας πως η στροφή στα κλασικά  έργα είναι πάντοτε σημαντική· μας δίνει το μέτρο σε μια εποχή αμετροέπειας.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών Γιάννης Ν. Μπασκόζος Εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

 

Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών

Γιάννης Ν. Μπασκόζος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 η πρώτη δημοσίευση στην Bookpress

«Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών» του Γιάννη Ν. Μπασκόζου (κριτική) (bookpress.gr)

 


Η αθωότητα μιας γενιάς

 

Η δεκαετία του ’70, μοιρασμένη στα δύο, αν την εξετάσουμε μέσα στη ροή των πολιτικών γεγονότων, συνεχίζει τα χρόνια της χούντας φέροντας μέσα της αφενός μια πληρέστερη συνειδητοποίηση της δέσμευσης των ελευθεριών, από τη άλλη τη συμβατική συμμόρφωση πολλών με μια  κατάσταση που δεν φαινόταν να αλλάζει – ποιος μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα έφερνε η εισβολή στην Κύπρο; Στα μισά της σχεδόν, όμως, το 1974, η κυπριακή τραγωδία γυρίζει ανάποδα όλο το σκηνικό, κι έτσι η δεκαετία του ’70 ζει στα χρόνια της την πρώτη (και σημαντικότερη στις εξελίξεις της) περίοδο της Μεταπολίτευσης. Μια μεταβατική, λοιπόν, εποχή.

Ο Γιάννης Μπασκόζος επέλεξε να μιλήσει γι’ αυτά τα ταραγμένα χρόνια μέσα από την οπτική μιας παρέας νεαρών που ενηλικιώνεται, έχοντας ως βασικό τους ενδιαφέρον τη σύσταση μιας ροκ μπάντας (Athens pistols), τριγυρνώντας στα στέκια της γειτονιάς τους, στο Παγκράτι. Η σκιαγράφηση μιας γενιάς που νιώθει πάνω της την αλλαγή του τοπίου, μόνο που δεν συνειδητοποιεί (τουλάχιστον όχι αμέσως) ότι η όποια διαφοροποίηση πρέπει να περάσει και από την ίδια. Έτσι, θα μπορούσαν  να θεωρηθούν ανίδεοι (όσο επιτρέπει, φυσικά, μια ακραία συνθήκη, όπως αυτή της δικτατορίας την αδυναμία εννόησης), ταυτόχρονα τους προσδίδει εκ των πραγμάτων την αναγκαία δόση αθωότητας. Σωστά οι δύο έννοιες στον τίτλο του βιβλίου προσδιορίζουν τα δυο βασικά χαρακτηριστικά των ηρώων. Αξίζει εδώ να επισημανθεί το μουσικό φιάσκο τους (παίζοντας μπροστά σε αδιάφορο κοινό στο Caravel), η βίωση της αποτυχίας και τελικά η διάλυση της μπάντας τους, όταν ο Τζίμης, ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικά, θα προτιμήσει την αυτόνομη πορεία· ένα υπαινικτικό σχόλιο για το βάρος της αποτυχίας που σταδιακά οδηγεί σε νέες επιλογές, όσο αδιέξοδες κι αν φαίνονται εν πρώτοις, αλλά παράλληλα ένα σχόλιο και για  τις ποικίλες ομαδοποιήσεις και αυτονομήσεις πολιτικού χαρακτήρα – όλα εν δυνάμει συνδέονται. Ακούσματα διαδέχονται το ένα το άλλο (σημαντική η «μύηση» στις μουσικές του Σαββόπουλου), εικόνες διασταυρώνονται, με κάποια από τα άτομα αυτά να κατανοούν ότι κάτι βράζει και είναι έτοιμο να χυθεί έξω από το προφυλαγμένο περιβάλλον, κάποια να συμμετέχουν χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς τι συμβαίνει· σιγά σιγά το τοπίο μοιάζει να φωτίζεται, τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου είναι μπροστά τους, το καθεστώς αποκαλύπτει και για τους πλέον ανίδεους το βίαιο πρόσωπο πίσω από τη σχεδιασμένη πρόσκαιρη μάσκα «εκδημοκρατισμού».



Την αφήγηση αναλαμβάνει ο «παρατηρητής», φίλος των νεαρών, και από τη δική του φωνή (και τη δική του επιλογή) βλέπουμε πώς εκτυλίσσονται τα γεγονότα. Ίσως πρόκειται, αν και έχει ένα ρόλο έμμεσο στην πλοκή, για την πιο ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία από όλες. Είναι ο πιο συνειδητοποιημένος πολιτικά, αυτός που νιώθει πως είναι και δική του υπόθεση η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, μετέχει στις φοιτητικές εξεγέρσεις. Σε αντίστιξη με τους υπόλοιπους, ανήκει σ’ αυτή τη γενιά που προσδιορίστηκε ως γενιά του Πολυτεχνείου, που μπορεί να μην έφερε το τέλος της χούντας (ωστόσο ταρακούνησε τα θεμέλιά της) αλλά αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της εποχής της Μεταπολίτευσης. Είναι αυτός που, στο τέλος του βιβλίου, θα ολοκληρώσει την ιστορία δείχνοντας πώς χρόνια μετά είναι εμφανής η αποστασιοποίηση από την ομαδικότητα, η αναζήτηση της ατομικής πλέον πορείας, η αναπόφευκτη μοναξιά, που δεν αφορά μόνο τη διάλυση μιας παρέας που ξεκίνησε με κοινά όνειρα, αλλά κυρίως τα ποικίλα αδιέξοδα σε πολιτικό επίπεδο. Θα μπορούσε να θεωρηθεί το βιβλίο του Μπασκόζου πολιτικό;  Νομίζω πως ναι, όχι μόνο υπό την έννοια πως κάθε τι έχει και πολιτική χροιά, αλλά και για τις υπόρρητες συνδέσεις που επιχειρεί ανάμεσα στην άγνοια και την αθωότητα από τη μια και στη σταδιακή συνειδητοποίηση από την άλλη. Θυμάμαι τον στίχο του Σεφέρη για τους ήρωες που προχωρούν στα σκοτεινά, και σκέφτομαι πώς νιώθει αυτός που κατόπιν θα ονομαστεί ήρωας, όταν προχωράει σε σκοτεινό τοπίο, χωρίς να γνωρίζει τότε ακόμη ότι η πράξη του θα είναι ηρωική, αυτός μόνος να ανοίγει δρόμο και να αποτελεί φωτεινό σημάδι για όσους ακολουθούν. Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν γεννήθηκε με το σημάδι του ήρωα στο μέτωπο. Υπήρχε και η άγνοια και η αργή κατανόηση πως κάτι σπουδαίο γεννιέται. Κυρίως υπήρχε η αθωότητα, κι ας κατακρεουργήθηκε κατόπιν στο βωμό σκοπιμοτήτων. Όχι, το βιβλίο του Μασκόζου δεν εστιάζει στη γενιά αυτή, αλλά στις παρυφές της κυρίως, αποκαλύπτοντας τον τρόπο που βήμα βήμα κάποιοι εντάχθηκαν συνειδητά και κάποιοι, πάλι συνειδητά αποστασιοποιήθηκαν.

Η αναφορά στη συνοικία του Παγκρατίου, τουλάχιστον για τη δική μου ανάγνωση, δεν αποτελεί  το κύριο θέμα του βιβλίου (γι’ αυτό και δεν απηχεί καμιά νοσταλγική διάθεση) παρά μόνον τον απαραίτητο χώρο (γνωστό στον συγγραφέα), προκειμένου οι ήρωές του να έχουν τόπο να σταθούν, να μη μείνουν μετέωροι, να αποκτήσουν την αναγκαία αληθοφάνεια, να καταστούν περίοπτοι, «ανοιχτοί» στην ανάγνωση. Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών (εμπνευσμένος ο τίτλος από τη 2η συμφωνία του Μανώλη Καλομοίρη) είναι μια πλήρης ιστορία, ό,τι πιο ολοκληρωμένο μέχρι τώρα έχει δώσει ο συγγραφέας της.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

Αποσπάσματα

 

Ο Διονύσης βγήκε με τη φλογέρα του και ακολούθησε ηλεκτρικός ήχος. Σεισμός! Καμία σχέση με την υποβλητική ατμόσφαιρα που ξέραμε από τις μπουάτ στην Πλάκα. Χέρια ψηλά, φώτα που αναβόσβηναν, πνευστά και ηλεκτρικές κιθάρες σ’ έναν  συνδυασμό που μπορεί να είχαμε ακούσει μόνο από ξένα συγκροτήματα, αλλά ήταν άλλο να το βλέπεις και να το ακούς ζωντανά από μια ελληνική ροκ μπάντα – Μπουρμπούλια την έλεγαν, όπως μάθαμε αργότερα.

Κι όταν άρχισε ο «Μπάλλος», ένα τραγούδι που δεν το είχαμε ξανακούσει, εκστασιαστήκαμε. (σ. 31).

 

Τα πάντα είχαν ανατραπεί. Το καλοκαίρι εκείνο μας σημάδεψε όλους. Ξαφνικά, όλα αυτά που ήταν απαγορευμένα – να βγαίνεις στους δρόμους και να φωνάζεις τα πολιτικά σου πιστεύω, να τραγουδάς ό,τι απαγορευμένο υπήρχε, να γυρνοβολάς μέχρι το ξημέρωμα στην πλατεία Συντάγματος και να  μη σε σταματάει κανείς να σου ζητήσει ταυτότητα – μπορούσαν αν γίνουν. Όλες οι συζητήσεις στρέφονταν γύρω από την πολιτική. Οι εφημερίδες μιλούσαν για τους παλαιούς πολιτικούς, πρόσωπα που αγνοούσα την ύπαρξή τους, «δεινόσαυρους» που έβγαιναν από χειμερία νάρκη.

Κι εμεί ανακαλύπταμε έναν άλλο εαυτό μας, που παράδερνε στα αλλεπάλληλα κύματα καθημερινών αποκαλύψεων. (σ. 141).

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2023

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ Η καρφίτσα και το μπαλόνι

 

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

Η καρφίτσα και το μπαλόνι 

 

 


-Δεν έχω ξεδιαλύνει ακόμα μέσα μου γιατί είχα πάντα την ανάγκη από μικρός να φτιάχνω με τα χέρια όλη μου τη ζωή 

-Αυτό είναι ευγενικός πνευματικός αγώνας

-Όχι ακριβώς· homo faber, με τα χέρια: Ό,τι έπαιζα, ό,τι φορούσα· τόξα, βέλη, αποφόρια, ξύλινα σπαθιά, σκαμνάκια, τάβλες για ύπνο· ράφια μετά, καθίσματα, γραφείο, βιβλιοθήκες· τα πάντα ει δυνατόν

-Και ο Απόστολος Παύλος δούλευε με τα χέρια του για να ζήσει

-Δεν το έκανα για να πληρωθώ, ούτε έστελνα επιστολές εδώ κι εκεί για να ιδρύσω νέα θρησκεία· απλώς ερχόταν φυσικό δίχως να ξέρω το γιατί και πώς

-Και για εκείνον έτσι ήταν

-Πολύ πιθανόν. Εμένα όμως δεν με απασχόλησε -μικρό παιδί, ούτε μετά- να επιβάλλω κανόνες ζωής στους άλλους. Το δρόμο μου έψαχνα κι ήθελα να τον φτιάξω με τα ίδια μου τα χέρια σα να ’μουν εγώ δημιουργός

-Έχει και μια αλαζονεία αυτό…

-Δε λησμονούσα πως ήμουν δημιούργημα· πέρασα όμως άπειρες ώρες δουλεύοντας έτσι σαν εργάτης

-Τα χέρια σου δεν δείχνουν διόλου κάτι τέτοιο

-Ίσως. Λέω αλήθεια όμως και μετανιώνω που δούλευα τόσο πολύ μ’ αυτά

-Γιατί;

-Γιατί σκέφτηκα κι έγραψα λιγότερο

-Ίσως τόσο μπορούσες

-Λογικό. Με πικραίνει πάντως· μετανιώνω γιατί δεν έγραψα ό,τι είχα να γράψω

-Πώς είσαι τόσο σίγουρος;

-Το ξέρω

-Δεν μιλάς ταπεινά και δεν αισθάνομαι πως δείχνεις μετάνοια

-Σας το λέω· τι άλλο να κάνω; Με διαλύει που χωρίς να το συνειδητοποιώ καν είχε τόσο μεγάλο μερτικό η χειρωναξία σ’ όλη μου τη ζωή · σα να ’θελα να είμαι εγώ ο ίδιος ο μοναδικός δημιουργός της

-Δεύτερη φορά· τι φρικτή αλαζονεία…

-Μακαριότατε διαφωνούμε· αφήστε με όμως να σας πω

-Σ’ αφήνω τόσην ώρα

-Ανεξάρτητα απ’ όλ’ αυτά τώρα πια, εγώ θα ήθελα πολύ να έβλεπα πώς θα είμαι όταν θα έχω πεθάνει

-Τι πράγμα;

-Θα ’θελα να δω μια φωτογραφία που να με δείχνει νεκρό. Μια φωτογραφία που θα ’χει τραβήξει κάποιος άλλος μόλις αφήσω την τελευταία μου πνοή

-Μα τι λες…

-Δεν έχω πεθάνει άλλη φορά· δεν ξέρω: Ίδιος μ’ εμένα· ολόιδιος, μόνος κατάμονος· έτσι που θα ’μαι πια νεκρός. Ένα σώμα νεκρό, δίχως σκέψη ούτε θέλω. Μόνο εγώ· ο αληθινός εαυτός μου, οριστικά και αμετάκλητα, χωρίς άλλη ανάσα πια. Ούτε καθρέφτης να κοιταχτείς...

-Τι…

-…στόμα μισάνοιχτο, κλειστό, σφιγμένο; Πρόσωπο συσπασμένο, αφημένο, ήρεμο, παραδομένο; Ανοιχτά βλέφαρα· κλειστά;

-Πώς μπορείς…

-Μα δεν έχω πεθάνει άλλη φορά και θέλω να ξέρω. Έτσι κι αλλιώς εγώ δεν έχω σχέσεις με την εκκλησία

-Το ξέρω

-Και δεν πιστεύω στην ανάσταση νεκρών σωμάτων…

-Πάψε

-…και με ποιους όρους γίνεται αυτό… Ίσως εσείς είστε ο πλέον αρμόδιος

-Πάψε είπα!

-Συγγνώμη

-Αρχικά δίνεις άλλη εικόνα· δεν φαίνεσ’ έτσι ωμός και κυνικός 

-Εσείς μού ζητήσατε να είμ’ εντελώς ειλικρινής μαζί σας

-Και στο σχολείο έτσι ήσουν ατίθασος πάντα· απείθαρχος. Έγραφες τις καλύτερες εκθέσεις αλλά δεν ήσουν ποτέ ο τύπος του καλού μαθητή κι αυτό μ’ ενοχλούσε

-Μα τι θυμάστε τώρα…

-Το θυμάμαι πολύ καλά. Ήσασταν οι τελευταίοι μαθητές μου· σας θυμάμαι όλους έναν-έναν   

-Πάνε πολλά χρόνια

-Πάρα πολλά· όσα η χειροτονία μου

-Ήμουν κι εγώ εκεί

-Το ξέρω, το θυμάμαι

-Μας είχε εντυπωσιάσει η απόφασή σας 

-Εγώ παντρεύτηκα την εκκλησία τότε· λυτρώθηκα. Εσύ όμως βλέπω ακόμα παραδέρνεις τριάντα χρόνια, έτσι που μιλάς… Και σού έγραψα και κριτική με λόγια πολύ θερμά για το βιβλίο που μου έστειλες 

-Δεν την έχω δείξει πουθενά την επιστολή σας. Αν αλλάξατε γνώμη μπορώ να σας την επιστρέψω.

 

Απόμεινε σκεφτικός χαϊδεύοντας αφηρημένα το βελούδινο μπράτσο τού καθίσματός του κι ύστερα πάτησε ένα κουμπί, δίπλα εκεί στο γραφείο του. Εντελώς αθόρυβα, μπήκε χαμηλοθώρης, κομμάτι χλωμός, ένας ψιλόλιγνος νεαρός ιερωμένος με αραιά γένια. Σηκώθηκα κι εγώ να φύγω· τόσην ώρα ήμουν εκεί.

 

-Πού πας εσύ· κάθισε

-Μακαριότατε μη σας απασχολώ άλλο, η ώρα είναι περασμένη· σας ευχαριστώ πολύ που με δεχτήκατε και είπαμε τόσα πράγματα

-Κάθισε· δεν τελειώσαμε ακόμα... Δοσίθεε βλέπεις τι παιδιά είχα εγώ τότε; Ο κύριος ήτανε μαθητής μου τρία χρόνια. Να μού θυμίσεις να σου δώσω να διαβάσεις το τελευταίο του βιβλίο· πραγματικό διαμάντι: Αναρωτιέμαι πώς τα κατάφερε να φτιάξει τώρα στην εποχή μας· έμμετρα και με τι ρυθμούς, ένα έργο τόσο αυστηρά δομημένο, γεμάτο σκληρές αλήθειες χωρίς τίποτε περιττό. Ειλικρινά με εντυπωσίασε. Έγραψα και μια κριτική γι’ αυτό.

-Μακαριότατε υπερβάλλετε· ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια

-Δεν υπερβάλλω… Δοσίθεε παιδί μου, για σήμερα η μέρα έκλεισε· να μην με ενοχλήσει κανείς. Το βράδυ θα δειπνήσω πολύ ελαφρά.

 

Αμίλητος ο Δοσίθεος υποκλίθηκε, έκανε μεταβολή και με το κεφάλι σκυφτό βγήκε το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκε σα να τον φυσούσε ανεπαίσθητα έν’ αεράκι απ’ το πάτωμα.

 

-Οπότε υποθέτω πως δεν χρειάζεται να σας επιστρέψω την κριτική

-Μη σπεύσεις να τη δημοσιεύσεις όμως· κάνε λίγη υπομονή, δεν είμαι καλά· δεν θα είμαι για πολύ καιρό ζωντανός ακόμα

-Για όνομα του θεού τι λέτε τώρα;

-Άφησε τον Θεό κατά μέρος. Ξέρω τι λέω· είμαι τριάντα χρόνια μεγαλύτερός σου. Αν ήσουν μάλιστα κοντά μου μπορεί να είχες εσύ την ευκαιρία να με φωτογραφίσεις νεκρό· ίσως να δω κι εγώ πώς θα είμαι εκείνη τη στιγμή· γιατί ούτ’ εγώ έχω πεθάνει άλλη φορά.

 

Πράγματι βαριανάσαινε, η φωνή του ήταν σβησμένη, τα χέρια του έτρεμαν και τα σφυρά του κάτω απ’ τα ράσα μέσ’ απ’ τις μαύρες κάλτσες ήσαν αφύσικα πρησμένα, όπως και το ισχνό πρόσωπό του. 

 

-Συγγνώμη Μακαριότατε, δεν ήθελα να σας ανησυχήσω

 -Και μη με λες έτσι· προτιμώ την προσφώνηση τού γράμματός σου. Αυτή μ’ έκανε να διαβάσω αμέσως το βιβλίο

-Δηλαδή αν δεν σας έλεγα ‘κύριε καθηγητά’ μπορεί και να μην το διαβάζατε

-Με συγκίνησε, μού θύμισες πάρα πολλά. Ήταν πολύ συνειδητή εκείνη η απόφασή μου τότε, εντελώς ενήλικη· άλλαξε όλη η ζωή μου. Εσύ παντρεύτηκες;

-Τρεις φορές

-Τρεις γυναίκες στη ζωή σου…

-Δυστυχώς ήσαν πολύ περισσότερες

-Πολύ περισσότερες;

-Πάνω κάτω όσα τα γράμματα του αλφαβήτου

-Έμαθες να γράφεις τουλάχιστον;

-Αυτό υποτίθεται μας το είχατε μάθει εσείς· δεν αρκούσε όμως

-Τι έλειπε;

-Η ζωή

-Πες το ψέματα· μόνο έτσι μαθαίνεις και τα δίδακτρα είναι πολύ ακριβά. Γι’ αυτό εγώ παντρεύτηκα την εκκλησία

-Μάθατε;

-Εσύ τι έμαθες με τόσες γυναίκες;

-Ό,τι γράφτηκε μέσα μου. Θα μπορούσα όμως και να ’χω γίνει μοναχός

-Μοναχός εσύ· Αγιορείτης;

-Οπουδήποτε. Αλλά μοναχός· monachus monachus, χωρίς τη συντροφιά κανενός
-Απείθαρχος πάντα

-Ίσως να ’ναι κι έτσι, μα δεν πιστεύω πως για να βρεις απάντηση σε τέτοια θέματα χρειάζεσαι κι άλλους· βόηθα με να σε βοηθώ για να βρούμε τον θεό

-Έχεις εξομολογηθεί ποτέ;

-Όχι

-Ούτε στο σχολείο τότε;

-Όχι

-Γιατί;

-Γιατί δεν είχα τίποτε να εξομολογηθώ· κάτι που να με βάραινε: Να πάω και ν’ ακούω κάποιον άλλον να με ρωτάει αν ήμουν καλό παιδί με τους γονείς με τους δασκάλους και τους φίλους μου κι αν χάιδευα τη νύχτα το πουλί μου

-Δεν σε βάραινε  τίποτα;

-Όχι

-Και τώρα, τόσην ώρα τι κάνεις;

-Μιλώ ειλικρινά μαζί σας. Εξομολογούμαι κατά κάποιο τρόπο, μα δεν βλέπω κάτι το θείον ανάμεσά μας· μού αρκεί το ενδιαφέρον σας.

-Η Εξομολόγησις είναι Μυστήριον

-Ίσως είναι κι αρρωστημένη περιέργεια· μια προσπάθεια επιβολής τύψεων. Στην καλύτερη περίπτωση, ακόμα και η εξομολόγηση του Νικολάι Σταυρόγκιν στους ‘Δαιμονισμένους’ δεν τον λύτρωσε: Όταν έφτασε ο κόμπος στο χτένι και τα είπε όλα στον ηγούμενο Τύχωνα, έκανε πίσω αμέσως μετά· αυτοσαρκάστηκε έσπασε τον σταυρό που κρατούσε στα χέρια κι έφυγε τρέχοντας. Κι ύστερα πήγε και κρεμάστηκε

-Σε μαγνητίζει ο Νικολάι Σταυρόγκιν μου φαίνεται

-Πιθανόν. Θαρρώ πως τον καταλαβαίνω περισσότερο απ’ όλες τις κατηχητικές ομολογίες πίστης και βρίσκω την αντίδρασή του ειλικρινέστερη απ’ όσους βαυκαλίζονται νομίζοντας πως μιλούν με τον θεό

-Αν έβαζε ειλικρινή μετάνοια και έκανε ό,τι του είπε ο Τύχων, μπορεί να σωζόταν 

-Αυτό μπορούσε να το κάνει και μόνος· μα δεν μπορούσε και η εξομολόγηση δεν τον βοήθησε. Εκεί ακριβώς είναι το κρίσιμο σημείο: Η καρφίτσα και το μπαλόνι.

-Η καρφίτσα και το μπαλόνι;

-Εκεί δοκιμάζονται όλα: Εκεί που το άλλο, το έξω από εσένα, νοιώθεις να σε ξεπερνά· σ’ εκμηδενίζει, σε διαλύει, μα δεν το δέχεσαι την οριακή εκείνη στιγμή. Και το σπας. Έτσι γίνεται πάντα σε κάθε σχέση· είτ’ επιφανειακή είναι είτε όχι. Και με τον θεό το ίδιο

-Και με τα 24 γράμματά σου· δεν τα βρήκες ποτέ με καμία;

-Ολότελα όχι. Ούτε με τον Ιησού.

-Πώς τολμάς! Τι σχέση έχει; Άφησέ τον Αυτόν

-Αυτό προσπαθώ να σας πω: Έρχεται η στιγμή που το άλλο, το έξω από σένα δεν το δέχεσαι. Κι αντί να εκμηδενιστείς ο ίδιος, παίρνεις εσύ μια καρφίτσα και το τρυπάς, το καταστρέφεις. Ξέρετε, εκείνα τα χρόνια μας είχατε επηρεάσει πολύ και πέρασα κι εγώ κάμποσο καιρό μαζί με την ιστορία του γλυκύτατου Ιησού -που μπορεί και να μην ήτανε διόλου έτσι- μα δεν πείστηκα ποτέ μου ολότελα 

-Τι εννοείς ολότελα;

-Να είσ’ εντελώς ενωμένος δίχως κανένα κενό: Εδώ όμως έχουμ’ ένα μαύρο κατάμαυρο βουβό κενό μονάχα, που αιώνες τώρα το φωτίζουμε μ’ ό,τι χρώματα θέλουμε και του φοράμε ό,τι ήχους μας αρέσει. Αριστουργήματα πολλές φορές, δε λέω· ανθρώπινες όμως, υποκειμενικές δημιουργίες· αν δεν είναι κιόλας πράξεις εξουσίας. Τύφλα να ’χει ο Δον Κιχώτης με τους ανεμόμυλους. Δεν με καλύπτει διόλου το παραμύθι αυτό που υφάνθηκε με τους αιώνες

-Παραμύθι;

-Άτεχνο μάλιστα. Χίλιες φορές ο Δίας με τις μικρότητές του

-Δεν το περίμενα: Δωδεκαθεϊστής κι εσύ· με χλαμύδα και σανδάλια!

-Όχι βέβαια: Απλά θέλω να πω ξέροντας πως όλ’ αυτά είν’ ανθρώπινες δημιουργίες· τού Ομήρου ας πούμε που είναι και ποιητής ολκής, μα όχι κάτι άλλο· εξ ουρανού και θεία επινεύσει. Όχι πως μιλά ο ίδιος ο θεός, που δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν, κάνοντας ιδιωτικά συμφωνητικά με κάποιους. Τι φρίκη να υποκρίνεσαι διαρκώς ευλάβεια, κοροϊδεύοντας τον εαυτό σου και λέγοντας ψέματα    

-Να υποκρίνεσαι ευλάβεια… Δεν νοιώθεις τίποτα εσύ

-Μα μια ζωή σκηνοθεσία κάθε μέρα, χιλιάδες χρόνια τώρα· χορογραφώντας με κάθε κίνηση, ένα παράλληλο σύμπαν…

-Σ’ εμένα αναφέρεσαι;

-Όχι κατ’ ανάγκην, αλλά μ’ εσάς μιλάω. Ειλικρινά· με όλον το σεβασμό, δεν την καταλαβαίνω όλην αυτή την αέναη σκιαμαχία· εκτός και αν…

-Εκτός και αν;

-Εκτός κι αν τη δεχτούμε σαν αναπόσπαστο σκηνικό της ζωής

-Χρειάζεται και αυτό. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι· δεν έχουν όλοι τις ίδιες δυνατότητες στη ζωή…

-Στην επίγεια ζωή όμως: Καμιά σχέση με το επέκεινα· τίποτε το πνευματικό

-Τίποτε πνευματικό;

-Τώρα πια· δεισιδαιμονία μόνο και μηχανική επανάληψη δίχως κάτι πνευματικό· ούτ’ ένα σμίξιμο ολοκληρωτικό

-Ολοκληρωτικό;

-Α ναι· το ξέρω, το έχω ζήσει αυτό πολύ συγκεκριμένα· έστω και στιγμιαία

-Και γιατί να μην έχει κάποιος ανάλογη εμπειρία με το Θείον;

-Συγκεκριμένα· όχι με μια ιδεοληψία…

-Ιδεοληψία η πίστις;

-Δεν με πείθει διόλου κάποιος αλλοπαρμένος φανατικός που μιλάει, λέει, με τον θεό και σπεύδει να οργανώσει τον κόσμο γύρω του όπως τον βολεύει 

-Υπεραπλουστευμένη ανάλυση

-Πέστε το κι έτσι

-Το θαύμα…

-Η αιχμή τού δόρατος τής επιβολής: Όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει θαύμα

-Και η προσευχή;

-Κατ’ εξοχήν· τα επίχειρα τής ελλιπούς πίστης

-Δυστυχισμένε, δεν έχεις καταλάβει τίποτα· όλα τα ερμηνεύεις τόσο ρηχά

-Πιθανόν. Έχω βιώσει όμως την τέλεια ένωση κι όχι με λέξεις

-Αλλά με τι;

-Με νου σώμα χέρια πόδια σάρκα βλέμματα. Με τη Φύση, με τον Έρωτα. Και με το Θείον ίσως

-Βλέπεις…

-Όχι, δεν βλέπω· αν και κάποια στιγμή στο γυμνάσιο ήμουν έτοιμος να πεθάνω γι’ αυτό, ακούγοντας μουσική. Και μη σας φανεί παράξενο· αλήθεια λέω

-Τι μουσική;

-Δεν έχει σημασία, μα κυριολεκτώ. Τρομακτικό βίωμα· πιστέψτε με. Ήξερα όμως πως είναι κάτι ανθρώπινο αυτό, δικό μου, που το γεννούσε ο ήχος. Κι εγώ ολότελ’ ανοιχτός το δεχόμουν το αφομοίωνα και το πολλαπλασίαζα μέσα μου. Μα δεν παραμυθιαζόμουν πως άκουγα φωνές από το υπερπέραν σαν τη Ζαν ντ’ Αρκ, ούτε ήμουν τρελαμένος με τον Ιησού σαν την Αγία Θηρεσία τού Σταυρού.

-Μην εστιάζουμε σε ορισμένες υπερβολές

-Υπερβολή η Ανάσταση;

-…

-Βλέπετε; Να γιατί μιλώ για ιδεοληψίες: Πώς να ενωθείς ολότελα όταν προσδοκάς ανάσταση νεκρών;

-Πάψε!

-Και σε τι μορφή άραγε· νέοι, γέροι; Με τα σάβανα; Με τις γάζες και τα σεντόνια του νοσοκομείου; Με τη φωτογραφία ταυτότητας; Πνιγμένοι· με μια σφαίρα στο κεφάλι;

-Πάψε, είπα. Είσαι τελείως άθεος…

-Κάθε άλλο: O magnum mysterium… Πράγματι τρομακτικό μυστήριο και τυχεροί όσοι θαρρούν πως το ’χουν λύσει. Εγώ πάντως ομολογώ πως το σενάριο δεν το ξέρω: Ποιος το σκέφτηκε, πώς το ’στησε, γιατί, πού πάει, πώς εξελίσσεται μες στους αιώνες, πού τελειώνει. Κι αν ποτέ μου συναντούσα τον θεό θα τον ρωτούσα ποιοι τον έφτιαξαν και ποιοι ήσαν οι γονείς του

-Τι απύθμενη αναίδεια…

-Δεν με καλύπτει να θυμιατίζω κάθε στιγμή τους φόβους μου, θρυμματίζοντας το δώρο της ζωής

-Πάψε· σε παρακαλώ

-Συγγνώμη, παρασύρθηκα

-Δεν προσεύχεσαι ποτέ;

-Δεν ξέρω σε τι να προσευχηθώ. Βρίσκω τρομαχτικά προσβλητική μικρότητα όμως προς το θείον, προς την όποια ανώτερη δύναμη, το να ζητάς βοήθεια όταν το ’χεις ανάγκη. Τι προσευχή να κάνω; Συνείδηση και γαλήνη γυρεύω, απ’ τον εαυτό μου

-Είσαι πολύ μακριά απ’ αυτό… Τόσες προσευχές όμως· τόσοι ύμνοι θεσπέσιοι…

-Σ’ αυτό μ’ όλη μου την ψυχή συμφωνώ μαζί σας· υπέροχοι ψαλμοί, βάλσαμο αληθινό: ‘Μή αποστρέψεις τό πρόσωπόν σου από τοῦ παιδός σου…’

-‘…ότι θλίβομαι…’

 

Έπιασε αμέσως το νήμα κι άρχισε να ψέλνει τον ύμνο πολύ αργά, σταθερά, σιγανά κι εντελώς αβίαστα. Και το είπε τόσο ατόφιο, τόσο σπαρακτικά θλιμμένο εκείνο το ‘…θλίβομαι…’ που βούρκωσα κι εγώ καθώς είχαν βουρκώσει τα μάτια του χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρύψει δυο σεμνά δάκρυα που λύθηκαν μόνα τους και πήραν να κυλούν ήσυχα κι ορφανά, παράλληλα στο κόκαλο τής μύτης, ενώ ψαχούλευε δίπλα του το κουμπί για να καλέσει πάλι τον νεαρό Δοσίθεο.

 

-‘…τάχει επάκουσόν μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καί λύτρωσε αυτήν…’ Το ξέρεις λοιπόν  αυτό;   

-Αυτό είναι όπως σας είπα πριν που ακούγοντάς το θα μπορούσα να πεθάνω αφήνοντας στον αέρα ξεκρέμαστη την τελευταία μου ανάσα χωρίς να πάρω πίσω άλλη. Ολότελα μόνος και ήρεμος, με πλήρη παραδοχή, θα μπορούσα έτσι ξέπνοος τη στιγμήν εκείνη χάνοντας τις αισθήσεις μου ν’ αφήσω την καρφίτσα να με διαπεράσει και να σβήσω οριστικά

-Δεν το έκανες όμως

-Ήμουν πολύ νέος· ίσως περίμενα κάτι ακόμη. Προτίμησα τη ζωή, τη ζωή μου

-Έκανες πίσω…

-Πράγματι· έγινα εγώ η καρφίτσα: Ανάσανα. Ξαναγύρισα. Ήταν όμως τρομακτική στιγμή: Ήταν το βίωμα. Ολοζώντανο και τώρ’ ακόμη που μιλάμε. Αυτό ακριβώς είναι το οριακό σημείο· εκεί παίζονται όλα. Τότε δοκιμάζονται και ζυγίζονται: Τι μετρά περισσότερο· το άλλο, το έξω από σένα, ή εσύ και η δική σου ύπαρξη;

-Εγώ προτίμησα την εκκλησία

-…

-Τι με κοιτάς;

-…

-Γιατί σωπαίνεις;

-…

-Πες μου

-…

-Πες μου· ελεύθερα

-Έχω την αίσθηση πως προτιμήσατε μία λαμπρή καριέρα

-Αυτό μόνο;

-Ουδέν μεμπτόν

-Είσαι ειρωνικός…

-Όχι κύριε καθηγητά, ειλικρινά όχι· είμαι ο τελευταίος που μπορεί να σας κρίνει

-Ποιος ξέρει… Και οι έσχατοι έσονται πρώτοι…

-Δεν πιστεύω στην Ανάσταση

-Το είπες και πριν

-Αναρωτιέμαι μόνο…

-Αναρωτιέσαι;

-…

-Τι;

-…

-Πες μου

-Αναρωτιέμαι αν η εκκλησία σάς διαπέρασε σα να ’τανε καρφίτσα και νομίζετε πως μιλάτε με τον θεό, ή αν γίνατε εσείς η καρφίτσα παίζοντας το ρόλο σας.

 

Σώπασε.

 

-In dubio pro reo*…’ ψιθύρισε αχνά. Μόλις που ακούστηκε το δακρυσμένο του πρόσωπο. Και με τα μάτια κλειστά έγειρε πίσω ξέπνοος, με την πλάτη στην πλάτη του θρόνου του προσμένοντας τον Δοσίθεο. 

 

Αθήνα 7 Σεπτεμβρίου 2023

©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

alexadam48@hotmail.com

 

 (ο πίνακας του Salvador Dali Archeological Reminiscence Millet’s Angelus)

* In dubio pro reo: Εν αμφιβολία υπέρ τού κατηγορουμένου.

 

 .

*   *   *

 

 .


Ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά -Sociologie Politique- στη Σορβόννη.                                                                  

Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση τού έργου τού συνθέτη. Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων, από την ίδρυσή του, ως γενικός γραμματέας και ως πρόεδρος τού σωματείου των ‘Φίλων’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού διοικητικού συμβουλίου τού Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, την Ε.Λ.Σ, το Εθνικό Θέατρο, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, καθώς και με το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπ. Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, το Künstlerhaus Bethanien Berlin, το Warsaw International Festival ’91, την Norddeutscher Rundfunk Hamburg, το Indira Gandhi International Center for the Arts, την National Academy of Letters N.Delhi, την Frankfurter Buchmesse και το Boğaziçi University Istanbul· όπου εκλήθη και εδίδαξε δυο χρονιές ως επισκέπτης καθηγητής.

Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία και Ινδία. Το θεατρικό του «Ο Σιμιγδαλένιος» ανέβηκε σε περισσότερες από ογδόντα πέντε διαφορετικές παραγωγές (στο Εθνικό Θέατρο στο Κ.Θ.Β.Ε σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.) παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης και τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινουπόλεως.

Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει».