Για την ποίηση
του Βαγγέλη Χρόνη
γράφει ο Σίμος
Ανδρονίδης
Ποίηση
Βαγγέλη Χρόνη
«Με αναιδή ηδυπάθεια και προκλητική σεμνότητα
επιδεικνύει τα κάλλη της στα αμέτρητα φλας των επισκεπτών του Λούβρου λες και
αντικαθιστά προσωρινά το φως της γενέτειρας της. Τούτη η θεά θα έχει αποκλειστικά
δικαιώματα ακόμη και στο κλείσιμο του ματιού» (Βαγγέλης Χρόνης, ‘Η Αφροδίτη της
Μήλου’).
Από
τις εκδόσεις Καστανιώτη, κυκλοφόρησαν αυτή την χρονιά άπαντα τα ποιήματα του
Βαγγέλη Χρόνη. Και πιο συγκεκριμένα, οι ποιητικές συλλογές που εκκινούν από τον
‘Σύμμαχο Χρόνο’ του 1999 έως την πανδημική ‘Μελλοντική Ελευθερία’ του 2020, που
γράφτηκε από κοινού με τον Κωνσταντίνο Μπούρα.
Ο
τίτλος είναι ‘Ποίηση 1999-2020,’[1]
και περιλαμβάνει όχι επιλεγμένα ποιήματα από επιμέρους ποιητικές συλλογές, αλλά
αυτούσιες συλλογές που αναδεικνύουν και την ποιητική εξέλιξη στο πέρασμα των χρόνων.
Επίσης, θεωρούμε πως τα ποιητικά άπαντα του Βαγγέλη Χρόνη,[2]
δεικνύουν και πιστοποιούν παράλληλα την θέση που καταλαμβάνει ο ποιητής στην
ελληνική ποιητική παραγωγή των τελευταίων χρόνων, χονδρικά της περιόδου της Μεταπολίτευσης.
Σε
αυτό το πλαίσιο, στην ‘Ποίηση 1999-2020,’ διακρίνουμε, μορφολογικά, την έμφαση
που δίδει ο ποιητής στην ολιγόστιχη ή αλλιώς, την μικρή φόρμα ως κατάλληλη να
αναδείξει τα νοήματα και τις σημάνσεις του ποιητικού του λόγου, από την οποία
φόρμα δεν αποκλίνει πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Οπότε, η μικρή φόρμα δεν συνιστά την εξαίρεση
στον ποιητικό κανόνα, αλλά συνιστά τον ίδιο τον ποιητικό κανόνα, δίχως όμως κάτι
τέτοιο να παραπέμπει στη σύνδεση της μικρής φόρμας με την δημιουργία λίγων ποιημάτων.
Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Αντιθέτως,
θα λέγαμε πως, ο Βαγγέλης Χρόνης, διατηρεί το προνόμιο του να επιλέξει ο ίδιος πότε
θα γράψει ποίηση, καταθέτοντας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, σχεδόν μία συλλογή
τον χρόνο, συμπυκνώνοντας σκέψεις και κομίζοντας την αντίληψη ό,τι η ποίηση και
δη η ποιητική δημιουργία, αποτελεί ‘προϊόν’ πολλαπλών ερεθισμάτων.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα ερεθίσματα που λαμβάνει είναι πολλαπλά και επίσης, ενσωματώνονται δραστικά στο ποιητικό του ‘πράττειν,’ το οποίο και συγκροτεί ένα υπόβαθρο εντός του οποίου, η ποίηση, ως ‘προϊόν’ πολλαπλών ερεθισμάτων, όπως τονίστηκε μόλις πιο πάνω, αντανακλά και συνειδησιακές διεργασίες οι οποίες επιταχύνονται συνεπεία της ύπαρξης αυτών των πολλαπλών ερεθισμάτων.
Ως προς αυτό, ο ποιητικός λόγος εν ευρεία εννοία,
συντίθεται από την πρόσληψη της ιστορίας ως πεδίο που ‘μας αφορά,’ την παρότρυνση
για ζωή εντός της συνειδητοποίησης του θανάτου που συμπεριλαμβάνεται ως
θεματική στην ποίηση του Βαγγέλη Χρόνη, την απόσταση και την παρατήρηση,[3]
την εγγραφή της μνήμης ως έναυσμα και ως μία εκ των προϋποθέσεων συγκρότησης της
ανθεκτικότητας. Ενδεικτικό αυτού, το ποίημα ο ‘Βράχος’ από τον ‘Σύμμαχο χρόνο’:
«Έσκυψε και χαϊδεύοντας τρυφερά τον καυτό βράχο ψιθύρισε: «Θα σε κρατήσω στις αναμνήσεις
μου».[4]
Εδώ
η μνήμη λειτουργεί ως δυνατότητα ανά-μνησης του «καυτού βράχου» που αναπαρίσταται
με ‘ερωτικό’ τόνο, ενεργοποιώντας υπόγεια όσο και συνειδητά τους μηχανισμούς της
άμυνας: Παρά την αποχώρηση από τον τόπο, ο βράχος και η ανάμνηση του βράχου θα θυμίζουν
ό,τι το πρόσωπο ήταν εκεί, ή αλλιώς, έδωσε το παρών, αφήνοντας τα ‘ίχνη’ του. Ο
βράχος, καθίσταται οικείο σημείο.
Όσο η ανάγνωση των ποιημάτων εξελίσσεται, τόσο
συναντάμε την συνάρθρωση ιστορίας και μύθου, γνώσης και αναγνώρισης, δοσμένα με
μία εκφραστικότητα η οποία όμως, δεν μετατρέπεται σε λυρικό και μελοδραματικό
ύφος, με τον ποιητικό λόγο να εδράζεται πάνω σε ένα υπόβαθρο αμφισβήτησης:
παραδεδεγμένων ‘αληθειών,’ οραματικών αφηγήσεων που θέτουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο,
στρατηγικών που την ίδια στιγμή, επιζητούν τα ‘πάντα.’
«Ως
εκεί που φτάνει το μάτι μου θέλω να βλέπω ως εκεί που τα νοητά σύνορα γίνονται
ορατά και συγκεκριμένα. Το πιο πέρα δεν επιθυμώ να με αφορά. Δεν είναι η σκέψη του
άγνωστου που με ταλαιπωρεί αλλά γιατί στην ανίχνευση της αλήθειας σκοντάφτω σε
μύθους και αμφισβητήσεις»,[5]
γράφει χαρακτηριστικά.
Το ποιητικό γίγνεσθαι προσιδιάζει προς την
κατεύθυνση συνδαύλισης των κρυμμένων επιθυμιών, διανοίγει τον χώρο ώστε να
εμφανισθούν συγκεκριμένοι τόπο και ιδίως νησιά του Αιγαίου ως δηλωτικό
ταυτότητας, νοηματοδοτεί τον έρωτα ως μετωνυμικό στοιχείο, αφήνοντας να
διαρρεύσει η χορεία εκείνων των αφηγήσεων που έχουν να κάνουν με την πανδημική
κρίση και την διαχείριση της.
Τα
άπαντα επιτελούν την λειτουργία της συμπύκνωσης, προσφέροντας την ευκαιρία στον
αναγνώστη είτε να γνωρίσει είτε να εμβαθύνει στις αφηγήσεις ενός ποιητή που
είναι προσεκτικός στις διατυπώσεις του, μη παρηγορητικός,[6]
μα και αρκούντως αιχμηρός όταν απαιτείται, προβαίνοντας σε μία εμπρόθετη σημασιοδότηση
του χρόνου ως απτής πραγματικότητας. Που έχει την ίδια επίδραση αλλά βιώνεται
διαφορετικά.
[1]
Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ποίηση 1999-2020,’ Εκδόσεις Καστανιώτης,
Αθήνα, 2021.
[2]
Το τεύχος 191 του λογοτεχνικού περιοδικού ‘Οδός Πανός,’ φιλοξενεί ένα αφιέρωμα
στην εν συνόλω ποιητική δημιουργία του Βαγγέλη Χρόνη, δίδοντας έμφαση και στο
δοκιμιακό μέρος, το οποίο και σχετίζεται με την ανάλυση των επιμέρους
χαρακτηριστικών του ποιητικού έργου καθώς και ποιητικών συλλογών, αλλά επίσης,
και στην κατάθεση της γνώμης ποιητών, συγγραφέων, διανοούμενων για τον και φίλο
τους ποιητή, αναδεικνύοντας στοιχεία αμεσότητας. Βλέπε και, Οδός Πανός, ‘Αφιέρωμα
στον Βαγγέλη Χρόνη,’ Τεύχος 191, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2021.
[3]
Σε αυτό το σημείο, θα ειπωθεί πως ο ποιητής φέρει και τα επι-γενόμενα χαρακτηριστικά
της λειτουργίας του ως ποιητής-παρατηρητής, κάτι που διαφαίνεται στον τρόπο με
τον οποίο εκλαμβάνει την μετάβαση σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία,
τα εκθέματα των οποίων ενίοτε αντιβαίνουν στις αρχές ή αλλιώς, στις επιταγές
του μιμητισμού. Μέσα στο μουσείο, ο ποιητής επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ
ποιητικής ιδιότητας και της ιδιότητας του επισκέπτη, αφήνοντας να διαρρεύσει η
επίγνωση ό,τι ο χώρος, ο μουσειακός χώρος, δύναται να συν-διαμορφώσει την ίδια την
εικόνα που σχηματίζουμε για τα μουσεία, τα εκθέματα τους, την ιστορία. Αυτό που
δεν γίνεται εν πρώτοις αντιληπτό, έχει επίσης την σημασία του.
[4]
Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ποίηση 1999-2020,’ ‘Ο Βράχος…ό.π., σελ. 50.
[5]
Βλέπε σχετικά, Χρόνης Βαγγέλης, ‘Ποίηση 1999-2020,’ ‘Η Αμφισβήτηση…ό.π., σελ.
164.
[6]
Η προσδοκία του, είναι να αντλήσει από την λέξη το νόημα της.
Σίμος Ανδρονίδης
Ο Σίμος Ανδρονίδης είναι Πολιτικός
Επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είναι επιστημονικός συνεργάτης της Γενικής
Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα είναι: θεσμοί
κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης (πολιτικά κόμματα), Θεωρία του Κράτους, κοινωνικά κινήματα, ποίηση, λογοτεχνία και κριτική λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής
Επιστήμης, του Δικτύου για τη Μεθοδολογία στην Πολιτική Επιστήμη, του Δικτύου
Ανάλυσης Πολιτικού Λόγου. Email: gregandro@hotmail.gr