Μια 'ανάγνωση' στη νουβέλα
«Μάμα Φρανκ»
της Μαριάννας
Παπουτσοπούλου
εκδόσεις Γαβριηλίδης
Όσο οι ρίζες είναι
βαθιές, όσο τα πρόσωπα που έχουν πλέον αναχωρήσει από κοντά σου άφησαν τα
χνάρια τους στη δική σου ζωή, τόσο θα ξεκινάς αυτονόητα απ’ αυτούς κάθε φορά
που θα θέλεις να καταγράψεις στο χαρτί γεγονότα και καταστάσεις που σε
σημάδεψαν. Σ’ αυτή τη νουβέλα (που ακριβώς νουβέλα δεν τη λες) η Μαριάννα
Παπουτσοπούλου μας δίνει το οδοιπορικό
μιας ζωής, που μπορεί να είναι η δική της περιπέτεια, μπορεί από την άλλη να
σου θυμίσει πολλά από τη δική σου ζωή. Κοινές αναφορές, γνωστοί δρόμοι και
λόγια που τα είπες κι εσύ ή θα μπορούσες να τα έχεις πει.
Κι αυτό δεν συμβαίνει τόσο επειδή είναι ίσως κοντινές οι
ηλικίες. Είναι αυτό το κλίμα οικειότητας που σου δημιουργεί η συγγραφέας με τη γραφή της, η αμεσότητα που
πηγάζει από τον τρόπο που χειρίζεται τα βιώματά της η ηρωίδα της, που σε κάνει
να πεις: ‘μα, όλα αυτά που γράφει είναι η
αλήθεια και μόνον αυτή’.
Υπάρχει φυσικά διαφορά ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και στη
βιωματική γραφή. Τα βιώματα κρύβονται πίσω από τις λέξεις ακόμα και στα γραφτά
των πιο ευφάνταστων συγγραφέων, αυτών που τάχα επινοούν τα πιο εξωπραγματικά
σενάρια μακριά από τα δικά τους δεδομένα. Πώς να κρυφτούν σ’ ένα κείμενο με
τόση αλήθεια πίσω από τις λέξεις τους; Να εξηγούμαστε, όμως. Λογοτεχνικό είδος
η νουβέλα, κομμάτι της μυθοπλασίας και ό, τι συμπεριλαμβάνεται στην έκτασή της.
Ας εισχωρήσουμε χωρίς αυτοβιογραφικές αναφορές στις σελίδες της, όπως επιτάσσει
το είδος.
«Η γιαγιά γεννήθηκε
στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, σε άλλη εντελώς εποχή, ευγενέστερη ίσως από
τη σημερινή και γόνιμη από κάθε άποψη, δεν πέθανε βέβαια ποτέ και στάθηκε δώρο
του θεού στις ζωές όλων όσοι τη γνώρισαν, και φυσικά των τριών εγγονών της.»
Έτσι θα μας βάλει στον κόσμο της ζωής της ηρωίδα της η
Μαριάννα Παπουτσοπούλου. Ο κόσμος της Ευανθίας Σεκέρογλου έχει για αφετηρία
αυτή τη γιαγιά, τη γυναίκα που γενναιόδωρα φιλοξενούσε στο ανοιχτό της σπίτι
όποιον χτύπαγε την πόρτα της, που νοιαζόταν όλους τους άλλους σκεπάζοντάς τους
με τις φτερούγες της. «Έζησε το ’22, έζησε τον Μεταξά και τον
πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, τη χούντα, και τη μεταπολίτευση όπως όλοι.»
Δεν πέθανε ποτέ η γιαγιά. Πεθαίνουν οι νεράιδες;
Εγγονή αυτής της γυναίκας η Ευανθούλα θα απορήσει με τον
κόσμο γύρω της, θα πάρει όμως τοις
μετρητοίς τη συμβουλή «Μη τους κοιτάζεις,
μάτια μου, σάμπως ξέρουν τι κάνουν; Αν μπορείς όμως μίλα!»
Θα πάρει παραμάσχαλα τη γραφόμενη σκέψη αιώνων, θα
εντρυφήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας, θα κάνει φίλους της την Άννα Φρανκ, τον
Σοφοκλή, τον Τσέχωφ, τόσους άλλους, όσους μπορούσε να χωρέσει το μυαλό της, να
συγκρατήσει και να επεξεργαστεί. Θα νιώσει κάποτε σαν την αρκούδα στην «Ιερά
οδό» του Άγγελου Σικελιανού, να πατάει πότε εδώ στο τώρα και πότε στο επέκεινα,
να συμμαζεύει όλα τα όντα του κόσμου αυτού, μέσα σε μια εικόνα και να γεμίζει
από τα μυστήρια του σύμπαντος, έτσι όπως όλα αθροίζονται στη μαγική εικόνα του
Ιερώνυμου Μπος. Όταν όλα αυτά τα θαύματα ξεδιπλώνονται μπρος στα μάτια σου,
όμως, τι σου μέλλεται να κάνεις; Πιάνει κι αυτή το δικό της μολύβι, και πότε με
τη ζωγραφιά πότε με τον λόγο αρχίζει το δικό της παραμύθι.
«Σκέτο το γράψιμο
βέβαια δεν κάνει μία, ποιος γράφει αν δε ζει ή δεν έχει ζήσει;» Μαζί με τις
προσωπικές της απώλειες να βαραίνουν το μελάνι στο χαρτί, συμπαλεύει με τους ανθρώπους της να σταθεί σε
μια ζωή που δεν της χαρίστηκε. Όσα της έδωσε άλλα τόσα της πήρε. Με προσωπικές
διαψεύσεις στην αισθηματική ζωή, με έντονη πολιτική δράση, με την αναπόφευκτη αναθεώρηση
των οραμάτων που πολύ τα πίστεψε, με βύθιση στον θρησκευτικό κόσμο για
αναζήτηση κι εκεί, με νέα αποκοπή των δεσμών και με αυτό τον δογματικό χώρο.
Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται η εσωτερική και υπόγεια σύνδεση που έχουν τα
δόγματα, από όπου κι αν έλκουν την προσήλωσή τους στις ‘εξ αποκαλύψεως’
αλήθειες.
Θα μείνει η διαχρονική
αλήθεια μετά απ’ όλα αυτά: «ας φτιάξουμε
πρώτα λίγο καλύτερα τον εαυτό, ως εκεί ο καθένας μπορεί.» Θα συνεχίζει να
ανάβει τα κεριά της, μόνο που τώρα πρόκειται για το δικό της εικονοστάσι, «από τον Μπαλζάκ, τον Τ.Σ.Έλιοτ κι από τον Παπαδιαμάντη
και τον Λορεντζάτο ως τον αθώο κι άσπιλο
Κέρουακ, που του φέρνει λίγο ο γιος της, αλλά και για όσους πονούν,
αρρωσταίνουν, και λυγίζουν από το βάρος των γενικών αμαρτιών κι όχι μόνο των
δικών τους.»
Για το τέλος αυτής της ‘βιογραφούμενης σκέψης’ μάς
επιφυλάσσει κι έναν παππού, όπως στην αρχή χρειάστηκε την αναφορά στη γιαγιά
για να ξεκινήσει την προσωπική της κατάθεση, σαν μια άλλη Άννα Φρανκ. Ο
Λεβινάς, ένας καλός παππούς για το τέλος, ο δικός της προσφιλής, στον οποίο
χρωστά σημαδιακές στροφές στη σκέψη της: «ο
άνθρωπος που νιώθει ή γίνεται όμηρος όλων των άλλων είναι απαραίτητος στους
ανθρώπους, γιατί χωρίς αυτόν η ηθική δεν θα γεννιόταν πουθενά» Αλλά και μια
τελευταία πίστη στην ουτοπία, κατά τα λεγόμενα του Όσκαρ Ουάιλντ: «ένα χάρτη του κόσμου που δεν περιλαμβάνει
την ουτοπία δεν αξίζει να το κοιτάξεις…».
Αυτή η ουτοπία στα μάτια της μπορεί και να μην είναι τόσο ένας οραματικός ‘ου τόπος’. «Κι όσο και να μας πουν ουτοπικούς, κάποια
βελτίωση είναι ανυπερθέτως απαιτούμενη για την συνέχεια. Ήδη άρχισε να στρέφει
αργά το τιμόνι του καραβιού…».
Μέσα από αυτή την αφήγηση γνωρίσαμε την Ευανθία Σεκέρογλου,
όπως θέλησε η συγγραφέας να ονομάσει την ηρωίδα της, που σάρωσε με την ζωή της την
ιστορία του τόπου, όπως η ίδια τη βίωσε, με αυτά που κατάλαβε και κυρίως με αυτά
που κράτησε μέσα της και που διαμόρφωσαν τον ιδεολογικό της κόσμο. Μια αφήγηση
με ζωντανή γλώσσα που δεν χαρίζεται σε κανένα και σε τίποτα. Μια συνείδηση με ενάργεια,
καθαρότητα, ειλικρίνεια. Όπως άλλωστε όλα τα γραπτά της Μαριάννας
Παπουτσοπούλου, και τα ποιητικά και τα πεζά. Κι αν ο ποιητικός της λόγος
διακρίνεται για τη μεστή λιτότητα των μέσων του, εδώ ο πεζός λόγος έδωσε τον
απαραίτητο χώρο για ανάπτυξη αυτής της ενδιαφέρουσας σκέψης. Ακόμη κι αν
δεχθούμε την αναγκαία σύμβαση ότι πρόκειται για μια επινοημένη μυθοπλασία. Πόσο
πραγματικό βίωμα όμως κρύβεται μέσα σε μια γλώσσα που φωνάζει για την αλήθεια
της κι όχι μόνο για την αληθοφάνειά της!
Διώνη Δημητριάδου