Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015


Μεταφορικά μιλώντας (εμείς κι αυτοί)




Οι άλλοι. Βρίσκονται παντού.
Σαν σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Να καταγράφουν τις κινήσεις σου,
εκεί που λίγο ξαστοχούν και βγαίνουν απ’ τη ρότα.
Να στέκονται παράμερα, συνήθως στη σκιά,
κρύβοντας προσεκτικά το μυωπικό τους βλέμμα
μην τύχει και διασταυρωθεί με το αιρετικό δικό σου.
Έτσι, με τη διακριτική τους εποπτεία
διασώζουν τα προσχήματα.
Αυτοί το χρέος τους κάνουν.
Εσύ είσαι το ζητούμενο, διαχρονικό τους μέλημα.
Για το στραβό σου πάτημα δρομολογούν προγράμματα
και ξεσκονίζουν τεχνικές
να σε γυρίσουνε  στον δρόμο τον ευθύ.

Κι εσύ. Παντού κι εσύ.
Με όλες τις κρυψώνες σου καταργημένες,
με υποψία προδοσίας όταν γυρίσεις το κεφάλι.
Όταν τελέψουν όλα αυτά,
σε μια στερνή απολογητική πορεία,
θα μείνει μόνο η προσωπική σου αίρεση
επάνω στα θρυμματισμένα τους μυωπικά γυαλιά.


Διώνη Δημητριάδου

(ο πίνακας του Γιάννη Γαΐτη)
«Το μήνυμα»



Άνοιξε το παράθυρο μια στάλα. Ίσα να μπορέσει να κοιτάξει από μέσα προς τα έξω. Όχι σπουδαία πράγματα. Τι να δει από μια χαραμάδα άλλωστε. Όλα, βέβαια, είναι υπόθεση οπτικής γωνίας, έτσι δεν είχε μάθει από παιδί, έτσι δεν τον είχαν δασκαλέψει γονείς και δάσκαλοι για να μπορεί πάντοτε να επιβιώνει σε χαλεπούς καιρούς; Όπως αυτός εδώ τώρα.
Ο δρόμος ήταν έρημος, απόλυτα ταιριαστός με την ψυχή μου, σκέφτηκε. Ωραία! Η ώρα είναι κατάλληλη. Δεν θα με πάρει κανείς είδηση.
Λίγο μετά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και βγήκε στον δρόμο. Το κρύο (η πρωινή δροσιά, καλύτερα) δεν τον ενοχλούσε και πολύ. Πάντως δεν επρόκειτο να καθυστερήσει. Σε λίγη ώρα θα τελείωνε και θα γυρνούσε πίσω στο οικείο περιβάλλον του δωματίου του.
Στην πρώτη πόρτα που συνάντησε δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Σε κάποιες από τις επόμενες τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα, ίσως έφταιγε η επιφάνεια ίσως η πάχνη δεν βοηθούσε τόσο. Σε μια περίπτωση χρειάστηκε να κρυφτεί βιαστικά πίσω από ένα δέντρο, καθώς η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και ένας άνδρας (πρωινός πολύ κι αυτός) βγήκε έξω και με γρήγορα βήματα απομακρύνθηκε. Ευτυχώς δεν τον είχε δει.
Συνέχισε μέχρι που τελείωσαν τα σπίτια αυτού του δρόμου. Έστριψε στη γωνία και πήρε πάλι πόρτα πόρτα τα σπίτια κι αυτού αλλά και του επόμενου δρόμου, ώσπου τελείωσαν και τα σπίτια αλλά και οι δυνάμεις του. Κατευθύνθηκε προς το δικό του σπίτι. Εκεί ξάπλωσε στο κρεβάτι του, ήσυχος και ικανοποιημένος. Το έργο είχε συντελεστεί.

Μπορεί να αποκοιμήθηκε λιγάκι. Τον ξύπνησε ο θόρυβος που ερχόταν από τον δρόμο. Σηκώθηκε και μισάνοιξε το παράθυρο. Έβλεπε τους ανθρώπους να συνομιλούν ανήσυχοι. Έπιανε κάποιες κουβέντες.
«Τι είναι πάλι τούτο;»
«Ποιος το έκανε;»
«Είναι κάποιο μήνυμα; Είναι μάλλον μεταφορικό.»
«Φάρσα είναι μωρέ. Τίποτε παλιόπαιδα.»
«Μπα! Δεν είναι δουλειά παιδιών αυτή
Χαμογέλασε ευχαριστημένος. Θα σας δείξω εγώ, παλιοβολεμένοι. Τι νομίζατε; Όλα πάντα θα έρχονται, όπως τα ξέρατε; Τώρα να σας δω!
Πήρε το σοβαρό (και κάπως ανήσυχο ύφος) που άρμοζε στην περίσταση και βγήκε έξω. «Τι τρέχει, βρε παιδιά; Τι πάθατε
«Να, δες εδώ. Το ίδιο και ο άλλος και τούτος. Όλοι. Εσύ τίποτε δεν βρήκες;»
«Εγώ, όχι. Τι να βρω
Του έδειξαν. Έκανε τον ξαφνιασμένο. Οι άλλοι τον κοίταξαν με καχυποψία. Γιατί, δηλαδή, όλοι μαζί κι αυτός χώρια;
«Λοιπόν», είπε για να δώσει ένα τέλος στη δύσκολη στιγμή, «να μαζευτούμε στο καφενείο και να συζητήσουμε αυτή την περίεργη κατάσταση. Σε μισή ώρα όλοι εκεί. Και να έχετε και προτάσεις. Να δούμε τι θα κάνουμε

Όταν απομακρύνθηκαν όλοι σκεπτικοί και ανήσυχοι, πήγε προς το σπίτι του. Εκεί έξω από την πόρτα του, χαμηλά κάτω, είδε ένα ταπεινό λουλουδάκι, που μόλις είχε ξεμυτίσει από το χώμα.
«Μπα, εσύ πού βρέθηκες; Δεν πληροφορήθηκες τα γεγονότα; Κρύψου καλύτερα μη σε δουν», του είπε τρυφερά.

Σε λίγη ώρα κατηφόριζε για το καφενείο, εκεί που ήταν συγκεντρωμένοι και οι υπόλοιποι. Είχαν αφήσει όλοι τις δουλειές τους. Είχαν μαζί τους το χαρτί που είχαν βρει κολλημένο στην εξώθυρά τους. Με κεφαλαία γράμματα έλεγε:

ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ!
ΦΕΤΟΣ ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ.
ΦΥΛΑΧΤΕΙΤΕ!

(ανέκδοτο)


(Διώνη Δημητριάδου)

(η εικόνα από το διαδίκτυο)

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Μια ‘ανάγνωση’ στις «Χυδαίες ορχιδέες»
της Έλενας Μαρούτσου,

από τις εκδόσεις Κίχλη



Μπορούμε να φανταστούμε ένα βιβλίο-δέντρο; Να απλώνει βαθιά τις ρίζες του σε αρχετυπικές μορφές της λογοτεχνίας, να δένει ψηλό κορμό με συστρεφόμενα τα κλαδιά του, έτσι ώστε να συμπλέκεται το ένα με το άλλο σε αγκαλιά σφιχτή, να φυτρώνουν πάνω τους πολύχρωμα φύλλα με αποτυπώσεις προσώπων αντί για νεύρα; Και όλο αυτό το γήινο σώμα να πάλλεται από την ηδονή εσωτερικών χυμών από τη ρίζα του ως την πιο ψηλή του κορυφή;
Αυτή την εικόνα δημιουργεί το πρόσφατο βιβλίο της Έλενας Μαρούτσου, που μας παρουσιάζεται με τη μορφή 11 διηγημάτων. Δεν μας ξαφνιάζει, φυσικά, το γεγονός ότι αυτές οι έντεκα ιστορίες έχουν  κάτι κοινό. Έτσι επιτάσσει η φόρμα μιας συλλογής διηγημάτων, να υπάρχει κάποια νοηματική (ρητή ή υπόρρητη) συνάφεια. Εδώ, ωστόσο, η σχέση είναι περισσότερο μια συγγένεια αίματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτούμε, αν δεν μας υπενθύμιζε το ανά χείρας βιβλίο πως μιλάμε με όρους λογοτεχνικούς. Έτσι, λοιπόν, η αληθοφάνεια των χαρακτήρων υποστηρίζεται με την εισχώρηση του πλασματικού, του επινοημένου, και με αυτόν τον τρόπο “το ψέμα σώζει το ψέμα”.
Συνομιλούν οι ιστορίες μεταξύ τους, όπως τα κλαδιά του δέντρου, με την επίγνωση της κοινής ρίζας. Η αρχετυπική μορφή της Λαίδης Τσάτερλι, της εμβληματικής περσόνας του Ντ. Χ. Λώρενς, είναι που συνδέει τα νήματα των ιστοριών μέσω της ζωής των γυναικών-απογόνων της. Το νήμα που οδηγεί έξω από τον Λαβύρινθο απλώνει το μήκος του ως το σήμερα. Χωρίς να λησμονούμε ότι στο βάθος της ύπαρξης είναι ο Μινώταυρος που καιροφυλακτεί να μας επιστρέψει πίσω.
«Τα όνειρα είναι μηνύματα από αυτό το τέρας που βρίσκεται στο βάθος, στο σκοτάδι, όχι σινιάλα από την Αριάδνη που μας περιμένει έξω, στο μέλλον, στο φως».
Μια συνομιλία της κάθε ιστορίας με όλες τις άλλες αλλά και με τα λογοτεχνικά πρότυπά τους, που άλλοτε είναι ο Κάφκα και ο Ουάιλντ, άλλοτε ο Καβάφης και η Γουλφ, ή ακόμη ο Σαίξπηρ, ο Πόε, ο Τζαίημς  και ο άλλος αρχετυπικός Παπαδιαμάντης. Μια ολόκληρη αποθηκευμένη λογοτεχνική ανάγνωση, ένα σύμπαν ιδεών, ηρώων και λέξεων που αγγίζουν με το βάρος τους τις σημερινές ιστορίες και τους προσδίδουν άλλες διαστάσεις.
Οι ηρωίδες των ιστοριών αυτών επαληθεύουν την  απόλυτη  κυριαρχία της γυναίκας στον λογοτεχνικό κόσμο της συγγραφέως. Γύρω από τη ζωή τους υφαίνεται η πλοκή, με τις αρσενικές παρουσίες να συστρέφονται γύρω τους σε αδιάκοπη μαγνητισμένη κίνηση, περιστρεφόμενων δερβίσηδων. Είναι οι “γυναίκες-γέφυρες”, πρόθυμες να διαμορφώσουν τις συνδέσεις με το παρελθόν και το μέλλον, να νοηματοδοτήσουν το παρόν, να χτιστούν οι ίδιες για να στεριώσουν τα γεφύρια, αν χρειαστεί. Να αποχωρήσουν από το σκηνικό, αν η φυγή τους οδηγεί σε λύσεις την προσωπική τους ζωή, καταργώντας έτσι οι ίδιες τις συνδέσεις που προσεκτικά έχτισαν.
Αυτός ο πολύμορφος θίασος αναζητά με διάφορους τρόπους το εσώτερο νόημα της ύπαρξης, και ανακαλύπτει εκεί στη ρίζα, στο “κουκούτσι”, τον σπόρο που ρίχτηκε και βλάστησε όλο το σώμα: τον έρωτα. Όχι με τη ρομαντική εκδοχή του αλλά με την πιο ρεαλιστική μορφή του, απογυμνωμένη εντελώς από οτιδήποτε θα μπορούσε να τον εξωραΐσει στα μάτια των σεμνότυφων. Εντούτοις δεν διακρίνεται από ωμότητα και ζωώδη ένστικτα. Ο έρωτας εδώ, η σεξουαλική πράξη παρουσιάζεται με απόλυτη συνείδηση ότι είναι δρόμος προς την αυτογνωσία και τη λύτρωση. Αρκεί να εισχωρήσεις στα μυστήριά του απεκδυόμενος την “πανοπλία” σου. Διαφορετικά μένεις χαμένος στο αδιέξοδο του εσωτερικού σου αποκομμένου δρόμου.
«Σαν δυο Σίσυφοι καταδικασμένοι να κάνουν έρωτα, σκαρφαλωμένοι στην ανηφορική πλαγιά, χωρίς να μπορούν να αφήσουν για λίγο το φορτίο τους; Αυτή ήταν λοιπόν η ουσία της πανάρχαιης αυτής πράξης Απαιτούσε να μη βγάλεις ούτε στιγμή την πανοπλία σου μήπως και συντριβείς;»
 Εμφανίζεται απενοχοποιημένος στα μάτια μας, ακόμη και στις πιο ακραίες εξάρσεις του, με τη σύμπραξη της τέχνης που περιβάλλει τον αρχέγονο ερωτισμό με τη δική της ακραία φυσική απογείωση. Τέχνη και έρωτας λειτουργούν καταλυτικά και διευκολύνουν κάθε φορά την πλοκή οδηγώντας προς την προσωπική διάσωση των ηρώων. Όσο κι αν ένας ήρωας τοποθετεί κάποια στιγμή αλλιώς τα πράγματα:
«…οι καλλιτέχνες κάθε είδους μού γεννούσαν πάντα μια μικρή επιφύλαξη. Πίστευα πως καταστρατηγούσαν την άμεση σχέση που μας δένει με τη ζωή και τα αισθήματα, αναγορεύοντας την τέχνη σε διερμηνέα».



Η πρώτη ιστορία, οδηγός των υπολοίπων, δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο. Έναν τίτλο που περιπαίζει λεκτικά αλλά και νοηματικά το περιεχόμενο. Χυδαίες οι ορχιδέες. Δηλαδή ετυμολογικά, με την πρωταρχική σημασία της λέξης “χύδην”, χύμα, ριγμένες, ασυγκρότητα καλλιεργημένες, σκόρπιες και άρα, με τη μετέπειτα σημασία χλευαστικά απαίδευτες και αμόρφωτες, αποδιοπομπαίες από τα υπόλοιπα σεμνά και συμμαζεμένα άνθη. Πώς κατέληξε το ασυγκρότητο να ταυτίζεται με το προσβλητικό και το ανίερο σεξουαλικά; Αναμενόμενο δεν ήταν σε μια κοινωνική δομή που υπαγορεύει τους κανόνες και τους ρυθμούς, ώστε όλα να λειτουργούν “εν τάξει” για να μη θέτουν σε κίνδυνο τα ασφαλή της δεδομένα; Ήταν ποτέ δυνατόν να ξεφύγει από τον έλεγχο η απόλαυση του σώματος; Τώρα, όποιος έστω και λίγο γνωρίζει από κηπουρική, χαμογελά, γιατί ξέρει καλά πως οι ορχιδέες απαιτούν φροντίδα ιδιαίτερη, προσεκτική καλλιέργεια και υπομονή για να αποδώσουν την τελειότητά τους. Καθόλου “χύδην” λοιπόν και αυτές και ο έρωτας που υπαινίσσονται. Καθόλου χυδαίο και το περιεχόμενο των ιστοριών. Ίσα ίσα γεμάτες από σκηνές που υμνούν το σώμα και τις πιο γνήσιες επιθυμίες του. Παρά το “χυδαίον” του τίτλου οι ορχιδέες θάλλουν απτόητες.

Ένα βιβλίο για τον αναγνώστη που μέσα στα πολλά του διαβάσματα συχνά ψυχανεμίστηκε πως κάποια πρόσωπα διασώζονται από τον λογοτεχνικό μύθο και επικοινωνούν με τις δικές του προσωπικές καταβολές. Αλλά και γι’ αυτόν που βλέποντας τους ήρωες  των διηγημάτων να δρασκελίζουν τα όρια της κάθε ιστορίας για να συναντηθούν κρυφά με τα λογοτεχνικά τους “γονίδια”, κατανοεί  ότι κάποτε κι αυτοί επιθυμούν μια δεύτερη ζωή, μια δεύτερη ευκαιρία σε νεότερα αναγνώσματα.
Τις ποικίλες ενδιαφέρουσες αυτές συνδέσεις τις αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης όσο προχωρεί στην ανάγνωση των ιστοριών. Φθάνοντας στην τελευταία όλα φωτίζονται και “δένουν”, με συνδετικό ιστό όχι πια τα πρόσωπα αλλά την παρουσία του απρόσκλητου επισκέπτη στη ζωή τους, που με το απόλυτο λευκό του (εδώ δεν χωρούν αποχρώσεις) αγγίζει σώματα και πράγματα υπογραμμίζοντας τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτού του παζλ που συνιστά το συγκεκριμένο βιβλίο. Είναι το χιόνι, φερμένο από μια ιστορία του διαχρονικά μαγικού Παπαδιαμάντη. Με τη λευκότητά του και την ανεπαίσθητη σχεδόν παρουσία των νιφάδων του περιβάλλει με την  αθωότητά του πρόσωπα, λόγια, εικόνες, ορχιδέες και λοιπά άνθη.


Διώνη Δημητριάδου

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015


Μεταφορικά μιλώντας (ποίημα κλειστό)






Είναι η σιωπή που διαπερνά τον ήχο.
Στέκεται εκεί, συντροφευμένη θλίψη,
μια σταθερή απουσία θυμίζοντας.
Αν πεις ότι την άκουσες μες στο βουβό ρυθμό της,
αρχίζει να σου ιστορεί
εκείνο το παλιό, το άηχο παραμύθι
που φώλιασε στου δράκου τη σπηλιά.
Μη γελαστείς και πεις ότι γυρίσανε στη μνήμη σου
όλα τα απολεσθέντα.
Είναι σκληρό το κέλυφος,  δεν το περνάς.
Εσύ από δω κι οι μύθοι από κει.
Στο στεγανό το χώρο ανάμεσά σας
μόνο το τέρας που παραφυλά,
μην και διαβεί κανείς σε μονοπάτι απάτητο,
και καταργήσει του παραμυθιού το ψέμα,
κι αναδυθεί σκοτάδι.

Έτσι βαραίνει η σιωπή μες στα κλειστά δωμάτια,
έτσι γεννιέται από το πουθενά
ο άηχος ο λόγος.


Διώνη Δημητριάδου

(η εικόνα από το διαδίκτυο: τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας)

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Γιοβάν (Πέντε μάγκες του Περαία) (διήγημα)


Γιοβάν (Πέντε μάγκες του Περαία)

(διήγημα)

Στη μνήμη κάποιου που τόσο μοναδικά κάποτε χόρεψε
αυτό το τραγούδι του Γιάννη Εϊτζιρίδη (Γιοβάν Τσαούς) 




   Σπάνια συναντούσε πια νεαρά άτομα με αυτό το ιδιαίτερο αισθητήριο ως προς τη μουσική. Σε πείσμα όλων αυτών των ανίερων ακουσμάτων, που κατάκλυζαν τον κόσμο γύρω του, είχε εδώ μπροστά του ένα γελαστό πρόσωπο, που του ζητούσε Μουσική, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν. Με το μι κεφαλαίο.
Πάντα πίστευε ότι σε όλα τα είδη μουσικής μπορείς να βρεις το καλό και το άσχημο. Ακόμη και στα σημερινά ανοσιουργήματα καμιά φορά έπιανε τον εαυτό του να αποδέχεται έστω κάποια στοιχεία τους. Ποτέ, βέβαια, ολόκληρη τη μουσική τους πρόταση. Αν ήταν ποτέ δυνατόν! Τούτος εδώ, όμως, πάρα πολύ απείχε από τα άτομα της ηλικίας του. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν και παιδιά που προτιμούσαν τις παλαιότερες φόρμες, ας πούμε στην ξένη μουσική ήθελαν τζαζ (θυμόταν ένα νεαρό που του ανέλυε επί πολλή ώρα γιατί η ethiopian jazz ήταν η καλύτερη) ή στην ελληνική μουσική τα ρεμπέτικα ή τα παλιά ποιοτικά λαϊκά, ακόμη και τα δημοτικά, τα γνήσια φυσικά και όχι τα βλαχομπαρόκ, όπως χλευαστικά τα ονόμαζε. Αλλά τόσο ψαγμένες επιλογές!
Σκέφτηκε για λίγο πριν του απαντήσει. Αυτό που του ζήταγε δεν το είχε. Όχι γιατί δεν ήταν και μέσα στις δικές του επιλογές (αλίμονο!) αλλά γιατί η μοναδική εταιρεία, που είχε κάποτε κυκλοφορήσει ένα δίσκο με αυτά τα τραγούδια, είχε από καιρό κλείσει (ας όψεται η οικονομική κρίση που χτύπησε τα πιο ποιοτικά πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο), και έτσι δεν ήταν δυνατόν πια να βρεθεί η ηχογράφηση. Λυπήθηκε, να το πεις, θα ήταν λίγο. Δεν το περίμενε, σίγουρα. Αν ήθελε κάτι άλλο σχετικό, που θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί; Όχι, αυτό μόνο ήθελε. Άλλωστε, του είπε, τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετικό, έστω συναφές με τη μουσική αυτού του ανθρώπου. «Είναι μοναδική περίπτωση, δεν είναι», τον ρώτησε. Παραδέχτηκε πως ο νεαρός είχε δίκιο. Έφερε με τα τραγούδια του όλη την παράδοση της ανατολίτικης μουσικής, με βυζαντινές μνήμες ξεκάθαρες μέσα τους, κάτι σαν να άκουγες τους πλάγιους ήχους στην ορθόδοξη λειτουργία, φοβερά πράγματα. Δίδαξε όλους τους σύγχρονούς του και επηρέασε αναπόφευκτα όλους τους μεταγενέστερους. Με ποιον να τον συγκρίνεις; Κλασικός!
Όλα τα χρόνια που διατηρούσε αυτό το μαγαζί (για τους ψαγμένους και όχι για αυτούς που ζητούσαν τα τρέχοντα σουξέ της μιας μέρας, όπως ο ίδιος τα έλεγε) φρόντιζε πάρα πολύ την ποιότητα των δίσκων του. Αρνιόταν πεισματικά να ‘λερώσει’ τον χώρο του με τα τραγούδια του σούπερ μάρκετ, ακόμη κι όταν υπήρχαν πελάτες που του τα ζητούσαν. Ας προτιμήσουν άλλο μαγαζί, σκεφτόταν. Εγώ δεν θα αλλάξω τις ιδέες μου ούτε τα γούστα μου για να κάνω το κέφι του κάθε τυχάρπαστου ακροατή, που οπωσδήποτε καθόλου δεν καταλαβαίνει την πνοή του δημιουργού. Ακόμη τον πείραζε, όταν κάποιοι του ζητούσαν κάποια τραγουδάκια, με ενδεικτική την ελαφρότητα ήδη από τη λέξη που χρησιμοποιούσαν. Άκου τραγουδάκια! Το τραγούδι για να γραφτεί θέλει πόνο ψυχής, με το μυαλό αλλού δεν γίνεται να το δημιουργήσεις. Πώς, λοιπόν, ο άλλος (ο φυσικός του αποδέκτης) το πετάει έτσι χάμω, πώς το υποτιμά με το υποκοριστικό; Τα τραγούδια που μιλούσαν στην ψυχή του ήταν πάντα Τραγούδια, με το ταυ κεφαλαίο. Σε πείσμα της όποιας μόδας και του αμφισβητήσιμου γούστου των πελατών του. Για να πούμε την αλήθεια, με τον καιρό τον μάθανε, κι έτσι όλο και λιγότεροι άσχετοι με τη μουσική ερχόντουσαν στο μαγαζί του. Καλύτερα από κάθε άποψη.
Τέλος πάντων αυτά γυρνούσαν στο μυαλό του, και δεν απαντούσε στον νεαρό, που φανερά απογοητευμένος ετοιμαζόταν να φύγει. Τότε του ήρθε μια ιδέα. Ναι, γιατί όχι;
"Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Εγώ τις έχω αυτές τις ηχογραφήσεις, τις αυθεντικές, αυτές ακριβώς που ζητάς. Ακόμη θα σου φέρω να ακούσεις και κάτι απίθανο σε σύλληψη σχετικά με ένα τραγούδι του δίσκου. Μπορώ να σου τα έχω αύριο εδώ, να τα ακούσεις, και να σου τα γράψω να τα έχεις, αν σου αρέσουν. Μόνο, να έρθεις πιο αργά, να έχω κλείσει, να κάτσουμε με την ησυχία μας. Τι λες;"
Το πρόσωπο του νεαρού έλαμπε τώρα. Και βέβαια θα το ήθελε, και τι καλά που το σκέφτηκε, και πόσο ευγενικό ήταν αυτό που του πρότεινε…Έλεγε, έλεγε και δεν σταματούσε. Έδωσαν ραντεβού για το άλλο απόγευμα.

"Δώδεκα τραγούδια όλα κι όλα σώζονται με την υπογραφή του, επίσημα δηλαδή, γιατί, όσο να πεις, η φτώχεια εκείνα τα χρόνια έκανε πολλούς δημιουργούς (κι αυτόν μαζί) να δίνουν σε άλλους τις δικές τους μουσικές και τους στίχους τους, πολλές φορές για πολύ πενιχρό αντίτιμο. Αλλά αυτά τα λίγα είναι διαμάντια. Ένα κι ένα! Και, ξέρεις, είναι και μοναδικά στο είδος τους, σε δρόμους παλιούς, από την ανατολή, απ’ όπου καταγόταν. Τι να σου λέω τώρα".
Ο νεαρός άκουγε και δεν χόρταινε. Ναι, αυτά ήθελε. Κάπου τα είχε ακούσει, τον ξάφνιασαν με τον ιδιαίτερο τρόπο τους, τα διατήρησε στη μνήμη του και να τώρα που επιτέλους θα μπορούσε να τα ακούει όποτε ήθελε.
Αφού τα είχε ακούσει όλα, με έκδηλη την ηδονή του ακούσματος, του ήρθε να ρωτήσει, έτσι με κάποια αφέλεια:
"Ξέρετε απορώ πάντως με μένα, γιατί έχω συνηθίσει σε άλλα ακούσματα. Μ’ αρέσει η ξένη μουσική, η τζαζ κυρίως, δεν έχω μεγάλη σχέση με τα ελληνικά. Αυτά εδώ, όμως, κάτι μου λένε, δεν μπορώ να το εκφράσω αλλά ούτε και να το δικαιολογήσω." Τον κοίταζε σαν να περίμενε από αυτόν, που όλη του η μέρα τόσα χρόνια περνούσε μέσα στις μουσικές, να του δώσει μια πειστική εξήγηση.
Ο άλλος λες και το περίμενε, χαμογέλασε με νόημα και "θα σου βάλω κάτι ν’ ακούσεις", του είπε. "Νομίζω θα καταλάβεις".
Του έβαλε ένα από τα δώδεκα τραγούδια σε μια νεότερη εκτέλεση από γνωστό τραγουδοποιό, ο οποίος με τους μουσικούς του απέδιδε πολύ σωστά ακολουθώντας την αυθεντική πρώτη εγγραφή, μόνο λίγο πιο αργά, του φάνηκε. Άκουγε προσεκτικά. Χτυπούσε ρυθμικά τα δάχτυλά του στο τραπέζι μπροστά του ικανοποιημένος από την απόδοση του τραγουδιού. Κι εκεί στην τελευταία στροφή του τραγουδιού άρχισε να αυξάνει ο ρυθμός, από τα όργανα σίγησαν τα έγχορδα, ξεπετάχτηκαν τα πνευστά και…
"Απίθανο! Τι γύρισμα είναι τούτο;" Ο νεαρός είχε μείνει εκστατικός. "Αυτό είναι, είναι…". Δίσταζε να το ξεστομίσει.
"Είναι αυθεντικό σουίνγκ!" τον βοήθησε ο άλλος να ξεμπλοκάρει. Και βέβαια η μουσική μία είναι, και γι’ αυτό τον λόγο μιλάει στην ψυχή του καθενός, όποια κι αν είναι η γλώσσα του και η καταγωγή του. Η γνήσια μουσική. Και οι μουσικοί δρόμοι κι αυτοί ίδιοι είναι και μεταλλάσσονται ο ένας στη μορφή του άλλου, όσο υπάρχει ο δημιουργός με την αυθεντική μουσική φλέβα και το αισθητήριο το σωστό. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν ένας μουσικός από τη Μικρασία των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα να μην επικοινωνεί με τη μουσική της δύσης, πώς γίνεται να μην γράφει ίδια πράγματα, πώς μπορεί ο νεαρός, της σύγχρονης μεταμοντέρνας εποχής του κιτς και της αυθαίρετης μίξης ήχων, να μην ανακαλύπτει τη μία και μοναδική μουσική, να μην εκστασιάζεται μ’ αυτόν τον απίστευτο Γιοβάνη;
"Κατάλαβες τώρα γιατί σου αρέσει;" Ναι, είχε καταλάβει πολύ καλά. Συζήτησαν για λίγο ακόμη πάνω σε κοινά αγαπημένα θέματα, μετά ο νεαρός πανευτυχής πήρε τα cd του και έφυγε. Με την υπόσχεση να ξαναπεράσει για να ανακαλύψει κι άλλες μουσικές που πάντρευαν τόσο αρμονικά το τότε με το τώρα, τους δύο κόσμους, ανατολή και δύση, τελικά επιβεβαιώνοντας ότι, αν αγαπάς τη Μουσική, έχεις παντού και πάντα την απόλαυση μπροστά σου.

Κι αυτός έμεινε ακόμη λίγο στο μαγαζί. Αισθανόταν όμορφα, μαζί με κάποια δόση μελαγχολίας, σαν κάθε φορά που κάτι από τα παλιά ερχόταν απρόσμενα μπροστά του και του δημιουργούσε αυτή την αίσθηση της νοσταλγίας, για πρόσωπα και καταστάσεις που είχαν ανεπιστρεπτί παρέλθει. Έβαλε ξανά να παίξει το τραγούδι, στην πρώτη την αυθεντική του εκτέλεση, εκεί που τον αυτοσχέδιο ταμπουρά τον παίζει ο ίδιος ο συνθέτης –αυτός ποτέ δεν τραγουδούσε τα τραγούδια του αλλά έπαιζε τα ιδιόμορφα όργανα που ο ίδιος κατασκεύαζε, πάνω σε σχέδια πανάρχαια.
Σηκώθηκε και τα βήματά του πήραν να γυρνάνε στον σκοπό. Όχι, δεν χορευόταν έτσι αυτό το κομμάτι. Ένα γνήσιο χασάπικο ήταν, όμως αυτός είχε κλείσει τα μάτια και ακολουθούσε με τη μνήμη του τα βήματα εκείνου του άλλου, τότε.
Τότε, πριν πολλά χρόνια, σε κάποια μίζερη επαρχία, σ’ ένα γλέντι από κείνα που γινόντουσαν έτσι ξαφνικά κι αυθόρμητα. Κάποιος έβαλε το τραγούδι και, ενώ κανείς δεν σηκώθηκε να χορέψει, μόνο άκουγαν, σηκώθηκε αργά εκείνος και, με κλειστά τα μάτια, άρχισε να σέρνει και να διπλώνει τα πόδια του με πολύ μικρές κινήσεις διαγράφοντας ημικύκλια, ανεπαίσθητες στροφές, ζώντας θαρρείς σε άλλο χώρο ακούγοντας μόνο τον ήχο μέσα του. Δεν τον συντρόφευσε κανείς σ’ αυτό τον μοναχικό, προσωπικό του χορό. Μόνο τον κοίταζαν. Έμοιαζε να μην υπάρχει τίποτε άλλο γύρω, μέσα στο δωμάτιο, μόνο αυτός και η μουσική του Γιοβάνη, που τον είχε συνεπάρει τελείως απομονώνοντάς τον από όλους και όλα. Σαν τελείωσε, έμεινε για λίγο ακόμη με τα μάτια κλειστά, λες και ήθελε να κρατήσει μέσα του κάτι από τον ρυθμό, μετά κάθισε, άναψε τσιγάρο και… "έτσι χορεύεται αυτό", είπε. Δεν μίλησε κανείς.

Σαν έκλεισε το μαγαζί λίγο μετά, ένιωθε σαν είχε πάρει μαζί του όχι μόνο τον ήχο της μουσικής του χαρισματικού συνθέτη. Μέσα του ένιωθε να κουβαλάει εκείνη τη μακρινή εικόνα. Τη μοναδικότητα της προσωπικής επαφής με το τραγούδι. Τη μοναξιά ολάκερη μέσα σ’ ένα χορό.

Διώνη Δημητριάδου


(από τη συλλογή διηγημάτων Τα κοινά και τα ιδιωτικά, εκδόσεις Νοών, 2014)


(η εικόνα από το διαδίκτυο, επεξεργασμένη)

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Το ιστολόγιο "Με ανοιχτά βιβλία"
φιλοξενεί
τη Λουκία Πλυτά

"ΙΣΙΔΩΡΟΣ"


Μάνα, κοίτα το βλέμμα του, σαλεμένο θαρρώ.
Των κυριεύουν γαληνεμένα ύδατα από άλλες διαστάσεις, απάντησε η Φιλιώ ράβοντας σκυφτή σαν να προσκυνούσε το έδαφος, τα κουμπιά στο καταπονημένο πουκάμισο. 
Τι λές τώρα μάνα, ποιος είναι αυτός ;
Σηκώθηκε αντάρα σαν μάθαμε τα δεκάδες ονόματά του. Μυριάδες μνήμες πλημμύρισαν τα μυαλά μας και οι καρδιές μας ακούμπησαν η μία την άλλη για παρηγοριά, όπως ζωσμένες από ένα φόβο κοινό, για κάτι άγνωστο, όσο και γνωστό. Κολλημένο στη γλώσσα μας, κάτι από εδώ, κάτι από κεί, σχηματισμό δεν είχε. Μύθος ή φαντασία, κανείς δεν ήξερε να απαντήσει με βεβαιότητα. Αργότερα καταλάβαμε την αξία του φόβου όταν πλέκει το κορμί του σε γερά στάχυα. 
Οι μικρότεροι θέλησαν να μάθουν περισσότερα και ο Ισίδωρος πρόθυμος να περπατήσει τις γέφυρες εξιστορούσε από την αρχή τις αιτίες της τρέλας του, απαριθμώντας μία προς μία τις λεπτομέρειες του φονικού της μαγικής κουρτίνας. Όσο μιλούσε βυθιζόταν ανάμεσα στους κόσμους. Άλλαξαν ήχους οι φθόγγοι και ο Ισίδωρος μαγεμένος από το φώς τους τσαλαβουτούσε στα όνειρα. Οι λαιμοί των παιδιών φουρτουνιασμένοι από το άστατο του λόγου του, με μάτια ορθάνοικτα ρουφούσαν τα παράτερα. 
Ηλιοκαμένε, αναφώνησε η Φιλιώ, ο έρωτας δεν καίει τα μυαλά, μοναχά νεκρώνει τις παραισθήσεις όταν φθάσει η ώρα, να πεθάνει το βάρος. Μαγεύτηκες και σύ θαρρώ και μονολογείς χαμένος ότι σου κατέβει. 
Θέρος παιδιά, ετούτη είναι η αλήθεια. Του μίλησε μια μέρα η φωτιά και αυτός την πίστεψε. Βάλθηκε λοιπόν να ακολουθήσει τα λόγια της και τότε ήταν που ανακάλυψε τον χαμένο πλούτο στο βάθος του στέρνου του. Από τότε ο ήλιος δανείστηκε τα μάτια του, κι αυτός, όποιος και να τον ρωτήσει για το θαύμα του κεραυνού απαντά ξερά, σαν χέλι θυμωμένο που το ανάγκασαν να βγεί από ουράνιο νερό…
Να θυμηθείς την ξεχασμένη που έταξες υπόσχεση,
εγώ, σαρκίο γεμάτο και αδειανό,
λίγο, λίγο φεύγω…
…εκεί, που κατοικεί η καρδιά μου.
Λουκία Πλυτά
 (Η Λουκία Πλυτά, (συγγραφέας, ποιήτρια) γεννήθηκε στην Ερμούπολη Σύρου. Σήμερα ζει στην Αθήνα και εργάζεται στον Ο.Α.Ε.Δ. Ασχολείται με την ανθρώπινη ψυχολογία  &  φύση.
  Έχει συνεργαστεί με τον εκδοτικό  οίκο Πύρινο Κόσμο - βιβλίο «Εκδηλώνω Πρόθεση» 2011. 
Ποίηση: εκδόσεις  ΟΣΤΡΙΑ – «χωρίς Αυτό…»
 Συμμετέχει σε ανθολόγια των εκδοτικών οίκων Όστρια, Διάνυσμα και Διαδρομές τέχνης.
 Άρθρα της δημοσιεύονται στον τύπο και  ηλεκτρονικά περιοδικά)

(η φωτογραφία από το διαδίκτυο)



Μια 'ανάγνωση' στη νουβέλα 

«Μάμα Φρανκ»

της Μαριάννας Παπουτσοπούλου

εκδόσεις Γαβριηλίδης



Όσο οι ρίζες είναι βαθιές, όσο τα πρόσωπα που έχουν πλέον αναχωρήσει από κοντά σου άφησαν τα χνάρια τους στη δική σου ζωή, τόσο θα ξεκινάς αυτονόητα απ’ αυτούς κάθε φορά που θα θέλεις να καταγράψεις στο χαρτί γεγονότα και καταστάσεις που σε σημάδεψαν. Σ’ αυτή τη νουβέλα (που ακριβώς νουβέλα δεν τη λες) η Μαριάννα Παπουτσοπούλου  μας δίνει το οδοιπορικό μιας ζωής, που μπορεί να είναι η δική της περιπέτεια, μπορεί από την άλλη να σου θυμίσει πολλά από τη δική σου ζωή. Κοινές αναφορές, γνωστοί δρόμοι και λόγια που τα είπες κι εσύ ή θα μπορούσες να τα έχεις πει.
Κι αυτό δεν συμβαίνει τόσο επειδή είναι ίσως κοντινές οι ηλικίες. Είναι αυτό το κλίμα οικειότητας που σου δημιουργεί  η συγγραφέας με τη γραφή της, η αμεσότητα που πηγάζει από τον τρόπο που χειρίζεται τα βιώματά της η ηρωίδα της, που σε κάνει να πεις: ‘μα, όλα αυτά που γράφει είναι η αλήθεια και μόνον αυτή’.
Υπάρχει φυσικά διαφορά ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και στη βιωματική γραφή. Τα βιώματα κρύβονται πίσω από τις λέξεις ακόμα και στα γραφτά των πιο ευφάνταστων συγγραφέων, αυτών που τάχα επινοούν τα πιο εξωπραγματικά σενάρια μακριά από τα δικά τους δεδομένα. Πώς να κρυφτούν σ’ ένα κείμενο με τόση αλήθεια πίσω από τις λέξεις τους; Να εξηγούμαστε, όμως. Λογοτεχνικό είδος η νουβέλα, κομμάτι της μυθοπλασίας και ό, τι συμπεριλαμβάνεται στην έκτασή της. Ας εισχωρήσουμε χωρίς αυτοβιογραφικές αναφορές στις σελίδες της, όπως επιτάσσει το είδος.
«Η γιαγιά γεννήθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, σε άλλη εντελώς εποχή, ευγενέστερη ίσως από τη σημερινή και γόνιμη από κάθε άποψη, δεν πέθανε βέβαια ποτέ και στάθηκε δώρο του θεού στις ζωές όλων όσοι τη γνώρισαν, και φυσικά των τριών εγγονών της
Έτσι θα μας βάλει στον κόσμο της ζωής της ηρωίδα της η Μαριάννα Παπουτσοπούλου. Ο κόσμος της Ευανθίας Σεκέρογλου έχει για αφετηρία αυτή τη γιαγιά, τη γυναίκα που γενναιόδωρα φιλοξενούσε στο ανοιχτό της σπίτι όποιον χτύπαγε την πόρτα της, που νοιαζόταν όλους τους άλλους σκεπάζοντάς τους με τις φτερούγες της.  «Έζησε το ’22, έζησε τον Μεταξά και τον πόλεμο, την κατοχή, τον εμφύλιο, τη χούντα, και τη μεταπολίτευση όπως όλοι.» Δεν πέθανε ποτέ η γιαγιά. Πεθαίνουν οι νεράιδες;

Εγγονή αυτής της γυναίκας η Ευανθούλα θα απορήσει με τον κόσμο γύρω της,  θα πάρει όμως τοις μετρητοίς τη συμβουλή «Μη τους κοιτάζεις, μάτια μου, σάμπως ξέρουν τι κάνουν; Αν μπορείς όμως μίλα!»

Θα πάρει παραμάσχαλα τη γραφόμενη σκέψη αιώνων, θα εντρυφήσει στον κόσμο της λογοτεχνίας, θα κάνει φίλους της την Άννα Φρανκ, τον Σοφοκλή, τον Τσέχωφ, τόσους άλλους, όσους μπορούσε να χωρέσει το μυαλό της, να συγκρατήσει και να επεξεργαστεί. Θα νιώσει κάποτε σαν την αρκούδα στην «Ιερά οδό» του Άγγελου Σικελιανού, να πατάει πότε εδώ στο τώρα και πότε στο επέκεινα, να συμμαζεύει όλα τα όντα του κόσμου αυτού, μέσα σε μια εικόνα και να γεμίζει από τα μυστήρια του σύμπαντος, έτσι όπως όλα αθροίζονται στη μαγική εικόνα του Ιερώνυμου Μπος. Όταν όλα αυτά τα θαύματα ξεδιπλώνονται μπρος στα μάτια σου, όμως, τι σου μέλλεται να κάνεις; Πιάνει κι αυτή το δικό της μολύβι, και πότε με τη ζωγραφιά πότε με τον λόγο αρχίζει το δικό της παραμύθι.
«Σκέτο το γράψιμο βέβαια δεν κάνει μία, ποιος γράφει αν δε ζει ή δεν έχει ζήσει;» Μαζί με τις προσωπικές της απώλειες να βαραίνουν το μελάνι στο χαρτί,  συμπαλεύει με τους ανθρώπους της να σταθεί σε μια ζωή που δεν της χαρίστηκε. Όσα της έδωσε άλλα τόσα της πήρε. Με προσωπικές διαψεύσεις στην αισθηματική ζωή, με έντονη πολιτική δράση, με την αναπόφευκτη αναθεώρηση των οραμάτων που πολύ τα πίστεψε, με βύθιση στον θρησκευτικό κόσμο για αναζήτηση κι εκεί, με νέα αποκοπή των δεσμών και με αυτό τον δογματικό χώρο. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται η εσωτερική και υπόγεια σύνδεση που έχουν τα δόγματα, από όπου κι αν έλκουν την προσήλωσή τους στις ‘εξ αποκαλύψεως’ αλήθειες.
Θα μείνει η διαχρονική αλήθεια μετά απ’ όλα αυτά: «ας φτιάξουμε πρώτα λίγο καλύτερα τον εαυτό, ως εκεί ο καθένας μπορεί.» Θα συνεχίζει να ανάβει τα κεριά της, μόνο που τώρα πρόκειται για το δικό της εικονοστάσι, «από τον Μπαλζάκ, τον Τ.Σ.Έλιοτ κι από τον Παπαδιαμάντη και τον Λορεντζάτο  ως τον αθώο κι άσπιλο Κέρουακ, που του φέρνει λίγο ο γιος της, αλλά και για όσους πονούν, αρρωσταίνουν, και λυγίζουν από το βάρος των γενικών αμαρτιών κι όχι μόνο των δικών τους.»
Για το τέλος αυτής της ‘βιογραφούμενης σκέψης’ μάς επιφυλάσσει κι έναν παππού, όπως στην αρχή χρειάστηκε την αναφορά στη γιαγιά για να ξεκινήσει την προσωπική της κατάθεση, σαν μια άλλη Άννα Φρανκ. Ο Λεβινάς, ένας καλός παππούς για το τέλος, ο δικός της προσφιλής, στον οποίο χρωστά σημαδιακές στροφές στη σκέψη της: «ο άνθρωπος που νιώθει ή γίνεται όμηρος όλων των άλλων είναι απαραίτητος στους ανθρώπους, γιατί χωρίς αυτόν η ηθική δεν θα γεννιόταν πουθενά» Αλλά και μια τελευταία πίστη στην ουτοπία, κατά τα λεγόμενα του Όσκαρ Ουάιλντ: «ένα χάρτη του κόσμου που δεν περιλαμβάνει την ουτοπία δεν αξίζει να το κοιτάξεις…».
Αυτή η ουτοπία στα μάτια της μπορεί και να μην  είναι τόσο ένας οραματικός ‘ου τόπος’. «Κι όσο και να μας πουν ουτοπικούς, κάποια βελτίωση είναι ανυπερθέτως απαιτούμενη για την συνέχεια. Ήδη άρχισε να στρέφει αργά το τιμόνι του καραβιού…».


Μέσα από αυτή την αφήγηση γνωρίσαμε την Ευανθία Σεκέρογλου, όπως θέλησε η συγγραφέας να ονομάσει την ηρωίδα της, που σάρωσε με την ζωή της την ιστορία του τόπου, όπως η ίδια τη βίωσε, με αυτά που κατάλαβε και κυρίως με αυτά που κράτησε μέσα της και που διαμόρφωσαν τον ιδεολογικό της κόσμο. Μια αφήγηση με ζωντανή γλώσσα που δεν χαρίζεται σε κανένα και σε τίποτα. Μια συνείδηση με ενάργεια, καθαρότητα, ειλικρίνεια. Όπως άλλωστε όλα τα γραπτά της Μαριάννας Παπουτσοπούλου, και τα ποιητικά και τα πεζά. Κι αν ο ποιητικός της λόγος διακρίνεται για τη μεστή λιτότητα των μέσων του, εδώ ο πεζός λόγος έδωσε τον απαραίτητο χώρο για ανάπτυξη αυτής της ενδιαφέρουσας σκέψης. Ακόμη κι αν δεχθούμε την αναγκαία σύμβαση ότι πρόκειται για μια επινοημένη μυθοπλασία. Πόσο πραγματικό βίωμα όμως κρύβεται μέσα σε μια γλώσσα που φωνάζει για την αλήθεια της κι όχι μόνο για την αληθοφάνειά της!

Διώνη Δημητριάδου

Συνομιλίες ποιητών


Διαβάζοντας και σχολιάζοντας 
(συνομιλίες ποιητών)

Μου αρέσουν οι συνομιλίες των ποιητών, όταν αναπάντεχα διαβάζοντας κάτι από τον έναν θυμάσαι τον στίχο του άλλου. Κι ας το αγνοούν οι ίδιοι. Εσύ τους συσχέτισες κι αυτό είναι σπουδαίο θαρρώ για την ποίηση.



Η τελευταία στροφή του ποιήματος «Οιδίποδας» της Χλόης Κουτσουμπέλη (δημοσιευμένο στο τεύχος 16 της «Ποιητικής», φθινόπωρο 2015):
«…
Τι σφίγγεις λοιπόν;
Τι είναι αυτό που μόνον εσύ κατέχεις;
Ποιο αρχαίο μυστικό εκτυλίσσεται
μέσα στο κορμί;
Σε ποιο μυστήριο οδηγούμαι
χωρίς μάτια;
Σφίγγα το ξέρω τώρα.
Αυτό που εσύ ζητάς
είναι το μόνο που έχω.»

Κι εδώ, κοντά δέκα χρόνια πριν, μια τελευταία στροφή από το ποίημα του Τάσου Γαλάτη «Τα γερατειά» (Συλλογή «Ο σημειωμένος», εκδόσεις «τυπωθήτω»):
«…
Δεν είναι λίγο να συναντήσεις το μυστικό της φύτρας σου
κι εγώ το άγγιξα το μυστικό
το άκουσα να πάλλεται στο αίμα μου
κι ίσως μόνο γι’ αυτό
αξίζει να με συντροφέψουν στο στερνό ταξίδι μου
του Κολωνού τ’ αηδόνια.»


Τα μυστικά περάσματα από την άγνοια στη γνώση, η σοφία συντροφευμένη πια με την οδύνη, αλλά και η συναίσθηση ότι αυτή η απόλυτη πλέον προσέγγιση, του ασαφούς μέχρι πρότινος, αξίζει περισσότερο από όλη την ήρεμη και βολεμένη απόσταση από την αλήθεια. Κυρίως αν έχει όλη αυτή η πορεία αγγίξει τα όρια της αισθητικής απόλαυσης. Σκληρό; Οπωσδήποτε. Αλλά πώς αλλιώς να μιλήσεις για μεγέθη που υπερβαίνουν το ανθρώπινο ύψος;

(στη φωτογραφία σκηνή από την παράσταση "Οιδίποδας τύραννος", σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου)

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Μια 'ανάγνωση' στο μυθιστόρημα «Μάρμαρα στη μέση» του Δημήτρη Νόλλα εκδόσεις Ίκαρος

Μια 'ανάγνωση' στο μυθιστόρημα 

«Μάρμαρα στη μέση» του Δημήτρη Νόλλα

εκδόσεις Ίκαρος




Η αληθοφάνεια της μυθοπλασίας είναι ένας στόχος προς επίτευξη για κάθε εργάτη της λογοτεχνίας, στην προσπάθεια να ισοσταθμιστεί ο μύθος με την αλήθεια, το ψέμα με  τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής. Υπάρχουν οπωσδήποτε πολλοί τρόποι να αποτυπωθεί αυτή η μεταμόρφωση του επινοημένου σε φαινομενικά υπαρκτό. Άλλοτε είναι διακριτά τα ρούχα της μεταμφίεσης άλλοτε πιο δυσδιάκριτα. Πόσο σπάνια, όμως, συναντάμε την αρχική πρόθεση του συγγραφέα -εκεί στις αρχικές αράδες- πως πρόκειται «για την αληθοφάνεια και το ρεαλισμό»;
Κι αν αυτή η δήλωση κρύβει κάτι το κοινότοπο για τον προσεκτικό αναγνώστη της λογοτεχνίας, μια κοινή παραδοχή, ας πούμε, ένα κοινό μυστικό, που του επιτρέπει να βυθίζεται στις σελίδες ενός μυθιστορήματος με την ψευδαίσθηση της επινοημένης αλήθειας  των γεγονότων, πόσο θα ξαφνιαστεί στην προκειμένη περίπτωση, όταν στις πρώτες δέκα σελίδες θα μείνει εκστατικός μπροστά στη περιγραφή μιας τοιχογραφίας, που ξεδιπλώνει τις απίστευτες λεπτομέρειές της σε διαστάσεις έξι μέτρα πλάτος, τρία ύψος; Μια αφηγημένη πλοκή που μοιράζεται στα δύο, απεικονίζοντας στο ένα μέρος το κίνημα των Ζηλωτών, στη Θεσσαλονίκη(1342-1349), και στο άλλο το κίνημα των Αναβαπτιστών, στα 1535. Δύο στασιαστικά κινήματα, με θεολογική αφορμή και κοινωνικές διαστάσεις. Ποια ενδόμυχη σκέψη του καλλιτέχνη τον ώθησε στο ταυτόχρονο της παρουσίας αυτών των δύο σκηνών (με πρόταξη μάλιστα του υστερόχρονου κινήματος των Αναβαπτιστών, σαν να θέλει να τονίσει τον κάπως πρωτόγονο χαρακτήρα του σε σχέση με αυτό των Ζηλωτών), γιατί όλο αυτό να απαθανατιστεί στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Μύνστερ της Γερμανίας;
Έχει νόημα εδώ να ανιχνεύσουμε την αλήθεια των πραγμάτων πίσω από τις ζωγραφικές απεικονίσεις που επιχείρησε ο δημιουργός αυτής της τοιχογραφίας, ο Αρίστος Καραμπίνης; Ο συγγραφέας θα μας προλάβει:
«Ο δημιουργός τους είχε αποφασίσει να ζωγραφίσει και να αναδείξει πράγματα και ανθρώπους, όχι όπως ήταν, αλλά όπως θα έπρεπε να ήταν, προκειμένου να χρησιμεύσουν ως υπόδειγμα αρετής των επερχομένων. Αρκεί το έργο να μην ξεπέσει σε μαλθακό κι ακαλλιέργητο αναγνώστη…
…η τέχνη της αλήθειας, όπως και η αληθινή ζωή, απεχθάνονται το στερεότυπο»
Έτσι μας ανοίγει τον κόσμο του νέου του βιβλίου «Μάρμαρα στη μέση» ο Δημήτρης Νόλλας, δεύτερου μέρους (μετά το «Ταξίδι στην Ελλάδα») μιας τριλογίας υπό τον γενικό τίτλο «Δύσκολοι καιροί».
Ο ήρωας αυτού του δεύτερου μέρους, ο Αρίστος  Καραμπίνης, ζωγράφος της επιβλητικής τοιχογραφίας αλλά και συγγραφέας ενός μυθιστορήματος με τον παράδοξο τίτλο «999», που αποτυπώνει τις μέρες που χρειάστηκε για να το γράψει. Μέσα απ’ αυτό θα δούμε τον «βίο και την πολιτεία» των υπολοίπων προσώπων που δένουν τη ζωή τους με τη δική του. Διαβάζουμε έτσι ένα μυθιστόρημα μέσα σ’ ένα άλλο. Κι αυτή είναι άλλη μια υπονόμευση της αληθοφάνειας από τον συγγραφέα. Σαν να μας αποκαλύπτει ότι όλα όσα γράφονται από το λογοτεχνικό του ετερώνυμο είναι απολύτως μυθοπλαστικά. Το μυθιστόρημα απεκδύεται το αληθοφανές  του περίβλημα.
Μπορεί ένα λογοτεχνικό είδος να υπεισέρχεται μέσα σ’ ένα άλλο; Πώς ο μυθιστοριογράφος χειρίζεται το θέμα του δοκιμιακά ξεφεύγοντας από το πλαίσιο της πλοκής για να σχολιάσει τα πρόσωπα, την ιστορία αλλά και τη γραφή του την ίδια; Αυτό ακριβώς γίνεται σε μερικά σημεία της ιστορίας, εκεί που ο συγγραφέας παρεμβαίνει και από παντογνώστης αφηγητής μετατρέπεται σε υπερκειμενικό πρόσωπο υποδεικνύοντας, φωτίζοντας, εξηγώντας και καθοδηγώντας τον αναγνώστη.
Τα πρόσωπα που μπερδεύουν τις προσωπικές τους ιστορίες με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στην Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του 1990, συνιστούν ένα θίασο απίθανων χαρακτήρων, ο μικρόκοσμος των οποίων παλεύει να συνταιριάξει τα βήματά του με τον κόσμο που καταρρέει. Οι επιδιώξεις τους, οι διαμάχες τους, οι απατεωνιές τους, οι μηχανορραφίες τους, η αλήθεια του καθενός απ’ αυτούς σε αρμονία με την απώλεια του ονείρου στον σοσιαλιστικό κόσμο, με την αυγή μιας άλλης πραγματικότητας που καταξιώνει τη μικρότητα και την κουτοπονηριά. Πρώην κομμουνιστές, μαφιόζοι τώρα, ο Κοζάκος-Καζάκος που για όλα έχει μια τιμή, η Ουρανία που θα αναζητήσει τη λύτρωση σε φιλανθρωπίες και μοναστήρια, απογοητευμένη από την υποκρισία των άλλων και διεκδικώντας τη διαφορετικότητά της, μέσα από διαχρονικές αλήθειες.
«τα λόγια εκείνου του παραγνωρισμένου σοφού της Ανατολής από μάνα Αρμένισσα και κατά το ήμισυ Έλληνα απ’ την πλευρά του Πόντιου πατέρα του, που δίδασκε πως ό,τι δωρίζεις είναι δικό σου για πάντα και πως ό,τι δικό σου κρατάς σφιχτά προόρισται να πεθάνει μαζί σου. Αυτό που χάρισες θα μνημονεύει το όνομά σου εις τον αιώνα, διότι αυτός που το αποδέχτηκε το κουβαλάει πάνω του σαν μυστικό τρομερό που όσο βαθιά κι αν το καταχωνιάζει δεν μπορεί ποτέ να το ξεχάσει. Ακόμη και εκείνοι που ευεργετήθηκαν και δεν μπόρεσαν να το αντέξουν, ακόμη κι από αυτών την αχαριστία αδιακόπως επιβεβαιώνεται η αλήθεια των λόγων του Γκουρτζίεφ: χάρισε και ποτέ δεν θα ξεχαστείς, αφού ό,τι χαρίζεις παραμένει δικό σου για πάντα



 Και μέσα σε όλα αυτά μια παρτίδα ελληνικού μάρμαρου που περιφέρεται απούλητο και διεκδικούμενο, για να καταλήξει στην τελευταία σκηνή αυτού του βιβλίου να στέκει ακριβώς στη μέση ενός πασχαλιάτικου πανηγυριού. Αψευδής μάρτυρας της ευτέλειας των σημείων, με τα οποία οι άνθρωποι γύρω του ορίζουν την αισθητική τους και την ιδεολογία τους.
Ένα βιβλίο δομημένο πάνω στην αντίθεση: ο ευτελής κόσμος των ηρώων απέναντι στο μεγάλο σκηνικό που καταρρέει αποκαλύπτοντας με τη σειρά του τα αδύναμα θεμέλιά του, που κάποτε φάνταζαν ισχυρά.
Νιώθεις τελειώνοντάς το πως θέλεις να ξαναδιαβάσεις εκείνες τις εξαιρετικές δέκα πρώτες σελίδες. Πόσο τώρα τα πράγματα αποδιώχνουν τις σκιές τους και φανερώνουν την εικόνα πιο καθαρή, με την πολυμορφία των προσώπων να υποδεικνύει και έναν τρόπο ανάγνωσης.
Ως εδώ, όμως. Ο συγγραφέας δεν προτίθεται να αποκαλύψει περισσότερα για την ερμηνεία των σημείων του. Αυτό αφορά πλέον τον αναγνώστη, σ’ αυτόν τον ‘άγνωστο’ για τον οποίο θα έπρεπε «να ενσελιδιστεί μια αναθυμητική πλακέτα ‘τω αγνώστω αναγνώστη’».
Αυτός θα πρέπει να προσέξει «συντασσόμενος στο ίδιο παραμύθι μαζί με την ιστορία» να συνεχίσει με το «περισκόπιο υψωμένο», ανοιχτό σε ερμηνείες και ενδοσκοπήσεις αναπόφευκτα. Είναι μια πρόταση ανάγνωσης της λογοτεχνίας αυτή που μας προτείνει ο Δημήτρης Νόλλας. Να το εννοήσουμε: δεν αφορά τον αναγνώστη που βολεύεται με τις εύκολες, έτοιμες αναλύσεις. Ο αναγνώστης εδώ εισέρχεται στον κόσμο του συγγραφέα μέσα από τα ίχνη που βλέπει από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία, διάσπαρτα μέσα από εικόνες και λόγια. Η τοιχογραφία στον τοίχο της ταβέρνας στο Μύνστερ και το μάρμαρο με τον λευκό του όγκο μες στη μέση. Η αρχή και το τέλος της ιστορίας. Σε αναμονή για τη ολοκλήρωση της τριλογίας.


Διώνη Δημητριάδου