Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Happy End
του Δημήτρη Φαρή


Είναι εκεί μέσα στο κρύο που υλοποιήθηκα. Και αυτή σηκωνόταν νυσταγμένη κάθε πρωί και με κοιτούσε. Σχεδόν δεν ήξερε τι να κάνει, μερικές φορές έκλαιγε, άλλες φορές κοιμόταν από την κούραση πάνω στο μάτι της κουζίνας... Κρύωνα στο πρόσωπο, όταν με έβγαζε έξω και με πήγαινε στην άλλη... Εκείνη ούτε καν με κοιτούσε... Κάδρα στους τοίχους, μια φθαρμένη ταπετσαρία, μουσική από το πικάπ, ίσως Bach, έβρισκα και εγώ ευκαιρία να κοιμηθώ... Γιατί δεν με παρατάνε εδώ που με φέρανε; Τουλάχιστον εδώ είναι ζεστά...
Και μετά μια μεγάλη κρύα εκκλησία, κλάματα και αυτός και εκείνη... Έφευγα, τους άφηνα πίσω στο κρύο... Ταξίδευα τρεις μέρες μέσα σε ένα τρένο... Και η βαλίτσα που έπεσε στο πλάι... Και ο τρόμος της κυρίας με τα μαύρα... Είχε την ευθύνη μου πλέον... Και εκεί τα έχασα όλα... πέρασαν χρόνια μέχρι να καταφέρω να θυμηθώ...
Περπατάω τώρα μέσα στο δάσος, πάνω στο χιόνι. Ήταν δικιά της επιθυμία να το φτιάξουμε αυτό το μικρό σπιτάκι μέσα στο δάσος... Ναι, το ήθελα και εγώ να το φτιάξουμε, όπως το είχαμε δει σε εκείνο το βιβλίο, με κορμούς και γυαλί και ένα πιάνο μέσα, μόνο... Και εγώ έλεγα πάντα πως θα έπαιζα μόνο Bach, δεν έπρεπε να με παρεξηγήσει, να με πει ακατάδεκτο, ακοινώνητο, μοναχικό, μονόχνωτο... Σήμερα όμως φυσάει πολύ και το κρύο μπαίνει μέσα στα δάχτυλα, κοκκινίζει το δέρμα, σχεδόν το φουσκώνει... Πώς θα παίξω πιάνο σήμερα; Πώς θα ζεστάνω τα χέρια μου;
Και ύστερα ξαναήρθαν... Το βλέμμα μου όμως είχε ήδη αυτήν την ελαφριά απογοήτευση... Γιατί έπρεπε να φύγω; Τι κέρδισαν; Εκείνη προσπαθούσε να με αγκαλιάσει και εγώ κρυβόμουν πίσω από την κυρία με τα μαύρα... Ποια ήταν αυτή τέλος πάντων που ήθελε να με αγκαλιάσει; Και γιατί έκλαιγε πάλι; Υστέρα λιακάδες... Πολλές λιακάδες και παιχνίδια... Αυτοκίνητα, στρατιώτες σπαθιά... Πήγα και στο σχολείο... Έκανα φίλους... Έμαθα πολλαπλασιασμό, διαίρεση... Τα καλοκαίρια μάσκες βατραχοπέδιλα, όλα πορτοκαλί, μια πορτοκαλιά ευτυχία... μέσα στη θάλασσα.
Σε αυτήν την ψηλή γυμνή λεύκα έστριβα... Ναι, αυτό είναι το σημάδι μου... Το γυμνό καβάκι... Μα όλα ίδια είναι σήμερα μέσα στον χιονιά...Τα χέρια όμως πώς θα ζεσταθούν; Ακούω τις νότες κάτω από τα δάχτυλα αλλά δεν τις νιώθω μέσα στα κοκάλα...
Και εκεί, στο Ωδείο... Ένα μαύρο πιάνο και μια κοπέλα έπαιζε κάτι ακατανόητο... Δεν ήταν κλασική μουσική σαν αυτά που μαθαίναμε, Bach και Mozart... Doors το έλεγε... και να τα πλήκτρα να πατιούνται πάλι... σαν σκάλα που κατεβαίνει μέσα στο νερό... Και να τα νιάτα, το πουκάμισό μου γέμισε χαρά, άρωμα... Ξάπλες μέσα στις μαργαρίτες, δώρα, όρκοι .... φιλιά… Τυχερός ήμουν... Και όταν με έπιαναν οι μαύρες μου καθόμουν στο δρύινο πιάνο μου και έβγαζα τα σωθικά μου και ερχόταν ο πατέρας και με παρακαλούσε ..."Σταμάτα να το κάνεις αυτό!"
Δεν έχει ξημερώσει ακόμα... Ένα πουλί τιτιβίζει τρομαγμένο και τρέχει να κρυφτεί... Μεγάλη νίκη αυτό το σπιτάκι στο δάσος... Ένα ολόκληρο καλοκαίρι επιβλέπαμε την κατασκευή του και... όταν κοκκίνισαν τα φύλλα φέραμε και το πιάνο... Το τελευταίο πιάνο... αυτό της καρυδιάς... Όλο το κόλπο ήταν να μαθαίνω απ’ έξω τις σαραμπάντες και τα μενουέτα για να παίζω στην αυγή και στο σούρουπο χωρίς φώτα...
Και ύστερα οι σπουδές... Ταξίδια πολλά στο νησί... Κύματα που ήθελαν να καταπιούν το πλοίο, ώρες ατελείωτες στα τερματικά... Όλη η ζωή μου ένα πληκτρολόγιο... και το βράδυ ξενύχτια αδικαιολόγητα... Η Jazz, το σαξόφωνο, η νύχτα και τα αρώματά της...
Μα χτες η πόρτα δεν άνοιγε τόσο δύσκολα... Κάπου εκεί στη γωνία κάθεται και με κοιτάει... Όση ώρα παίζω κάθεται και με κοιτάει... ίναι πάντοτε αυτή, ένα μικρό μελαχρινό κορίτσι, το μικρό θαύμα της ζωής μου, μεγάλωσε... έφυγε... αλλά είναι πάντα εκεί και με κοιτάει... Ζεστά ματάκια μου.
Ναι, ήταν χαζός εκείνος ο χρόνος στον στρατό αλλά μετά ήρθαν όλα δεξιά, δουλειά, σπίτι, γάμος, οικογένεια, το χαμόγελο των παιδιών, τα πρώτα περπατήματα, η ανάσα τους τη νύχτα, τα ζεστά μάγουλα από τον πυρετό και ύστερα τα χρόνια του δημοτικού, εκείνα τα ατελείωτα χρόνια του δημοτικού που το σπίτι μύριζε σάκα και γομολάστιχα...
Βγάζω τα γάντια, τα πετάω στη γωνία εκεί που κάποτε στερέωνε το Cello της... Δεν ήξερε να παίζει αλλά, όταν ερχόταν εδώ μαζί μου, έβγαζε μακρόσυρτες νότες να ταιριάζουν με τα πλήκτρα μου, με τα χρώματά μου, με όλα τα αρώματα που μου δώρισε σε αυτά τα τελευταία χρόνια που ζήσαμε μαζί... Λευκό κορμί μου... πώς δοξάστηκες...
Ξεκινάει η αγαπημένη της σαραμπάντα... Και αυτή και το κορίτσι με κοιτούν χαμογελώντας...Τι ελάσσονα, τι μείζονα... Σαραμπάντα είναι ....ξέρεις... πένθιμο αλλά τόσο... ηρωικό... Σαν να σε γονατίζει ο χιονιάς και εσύ να λες... δεν πειράζει... έζησα... τα έζησα όλα πανάθεμα...
Στο τέλος είχε έρθει το κορίτσι με τα μελαχρινά μαλλιά.... Έπιανε το cello της και έβγαζε μουσική... Και ήταν μόνο 6 χρονών... Και με ακολουθούσε σε αυτόν εδώ τον δρόμο που οδηγεί στο σπιτάκι με τους κορμούς... Μέχρι που άνθισε... και μεγάλωσε και αυτή και έφυγε για τις βόρειες χώρες... σαν τη μητέρα της... Εκεί θα την ακούν με περισσότερο ενδιαφέρον... Εδώ τι να κάμει; Παρέα στον γέρο πατέρα της;
Και να... είναι τώρα που συνειδητοποιώ... πως όλα έρχονται όπως πρέπει. Η ζωή ξέρει... Εμείς δεν ξέρουμε...Και αν τελικά πέφτουμε κάτω... ας το κάνουμε παλεύοντας... Ρόζους έχουν γεμίσει τα δάχτυλά μου... Σαν ξερόκλαδα έχουν γίνει... Δεν τις ξέχασα όμως τις σαραμπάντες...Τόσα χρόνια τις δούλεψα... Ζεστάθηκαν και τα χέρια μου... Και η ψυχή μου ολάκερη... Να σε γονατίζει ο βοριάς και εσύ να λες... δεν πειράζει ...έζησα! Ας πέσω...
Δεν κλείνει πια καλά αυτή η πόρτα... Θα μπω μια μέρα στο σπιτάκι μας και θα βρω σκιουράκια και αλεπούδες να κυνηγιούνται γύρω από το πιάνο... Κοκκινολαίμηδες θα τιτιβίζουν σαν την πρώτη φορά που κάναμε Έρωτα... Σαν τότε που μου έκανες δώρο το κορίτσι που είχες μέσα σου... Σαν τότε που έκλαιγες και μου έπαιρνες την ψυχή...
Βαριανασαίνω... Δεν ήταν πάντα τόσο δύσκολη η επιστροφή, πώς και δεν μπορώ να δω μπροστά μου να σταθώ αγέρωχος, να περπατήσω... Νιφάδες μού κλείνουν τα μάτια... Λευκό παντού... Η ανάσα ακόμα μέσα μου... Λίγο ακόμα... Πέφτω... Ας το κάνω ηρωικά... Δεν θα στεναχωρηθώ ....Άλλωστε....

Δεν πειράζει... Έζησα!

Δημήτρης Φαρής


(Gustav Klimt “birch forest”)

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Ιδανικά και αξίες
του Τάσου Σ. Μάντζιου






Έσκαγε ένα πονηρό χαμόγελο
όταν σε ευθυμίας στιγμές
όλο καμάρι περιέγραφε
πώς στο σχολείο
ξεγελούσε τους δασκάλους
κι έτσι
με άριστα αποφοίτησε.
Και πώς αργότερα
κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ τον στρατό
λόγω κάποιας αστάθειας, λέει.
Οι έξυπνοι δεν πάνε στον στρατό.
Αν ξέρεις τους κατάλληλους ανθρώπους
και με τ’ ανάλογο αντίτιμο
όλα τα καταφέρνεις, έλεγε.

Μα εκεί που πιο πολύ
Καμάρωνε ήτανε
όταν διηγούνταν
πώς στα επαγγελματικά του τα κατάφερε
μέσα από τις κομματικές του διασυνδέσεις.

Γι’ αυτό, υπάρχουνε τα κόμματα.
Αν πας με τον σταυρό στο χέρι
στο τέλος θα σου μείνει
μονάχα ο σταυρός,
έλεγε
και πνίγονταν στα γέλια.

Στις σοβαρές του συζητήσεις
όμως
ήταν κάθετος:
Τη χώρα κατατρώνε
η διαφθορά και η αναξιοκρατία,
αποφαίνονταν.
Είναι που όλοι θέλουν να πετύχουνε τα μέγιστα
μ’ ελάχιστη προσπάθεια.

Οι νέοι σήμερα για τίποτα δεν είναι ικανοί.
Δεν δείχνουν πια, κανέναν ζήλο...
κανέναν σεβασμό.
Εμείς στην εποχή μας
είχαμε αρχές.
Εμείς, έλεγε,
στη ζωή
είχαμε
ιδανικά κι αξίες!


Τάσος Σ. Μάντζιος

(πίνακας: Golconde, του René Magritte, 1953)
Τό φιλάνθρωπο κόμμα

(ποίημα) π. Σταύρου Τρικαλιώτη







Τά βράδια

ματώνω

ὥσπου νά βάλω

τά σημεῖα στίξης

στό κείμενο

τῆς ἡμέρας.





Τό κόμμα

μοῦ φαίνεται

πιό φιλάνθρωπο.

Δίνει μιά δεύτερη

εὐκαιρία.





Ἡ ἄνω στιγμή

προειδοποιεῖ

γιά τόν κίνδυνο

μιᾶς ρήξης.





Ἡ τελεία

ἐπιβεβαιώνει

τήν ὁριστική

ρήξη.





Ἡ τελεία καί παῦλα

εἶναι σκληρό,

πολύ σκληρό σημεῖο.

Εἶναι ἡ ὀδυνηρή ἀπόληξη

μιᾶς ἔσχατης προδοσίας.

Δέν τό ἔχω χρησιμοποιήσει

ποτέ ὥς τώρα.





Τό πρωί

ξανακοιτάζω

τό κείμενο.

Βρίσκω τόν ἑαυτό μου

πολύ ἐκδικητικό.

Κοιτάζω στό κόνισμα

τόν Ἐσταυρωμένο

καί τόν ρωτάω:

Ἐσύ τί

σημεῖο στίξης

θά ἔβαζες;

Κόμμα, μόνο κόμμα

μοῦ ἀπαντᾶ

καί μοῦ δείχνει

τούς τύπους τῶν ἥλων.


π. Σταύρος Τρικαλιώτης

Ἁγία Παρασκευή

27 / 12 / 2016

(φωτογραφία του Branislav Fabijanic)



Από φεγγίτη μικρό

της Σοφίας Παπαχριστοφίλου

εκδόσεις Γαβριηλίδης








η φυγή

Στην ποιητική συλλογή της Σοφίας Παπαχριστοφίλου «Από φεγγίτη μικρό» το πρώτο μέρος, με τον τίτλο «Φεύγοντας τα καΐκια», αριθμεί δεκατρία ποιήματα που θεματικά μας φέρνουν στον νου τη φυγή, τη βίαιη απομάκρυνση από αγαπημένο τόπο. Ολιγόστιχα, όσο επιτρέπει μια ρεαλιστική αντιμετώπιση του δράματος μέσω του ποιητικού λόγου, και περιεκτικά σε νόημα και εικόνες.

Πώς να χωρέσει μια ζωή
σε μια εικοσάκιλη βαλίτσα;


Τα όνειρα, οι ελπίδες θα μείνουν πίσω, εκεί που χτίστηκαν, με άγνοια των έξωθεν επιλογών που αδιαφορούν για τις επιθυμίες των απλών ανθρώπων.

Μα ο νους παρέμενε εκεί
αντάμα με το βλέμμα που είχε
πλέον αφεθεί να βλέπει τις φωτιές
μαζί με τους καπνούς…

Σε μια σκόπιμη ανωνυμία οι λέξεις από τον φόβο μήπως τις διαλύσει η αναγνώριση. Σε υπόκωφη ουσία οι στίχοι, μήπως και με έναν ευρύτερο σχολιασμό απολεσθεί το κλίμα, η πνοή αυτής της απρόσμενης και βίαιης αποκοπής από γενέθλιο τόπο.

Οι λέξεις δεν τολμούν
στην επιφάνεια να βγουν.
Φοβούνται μήπως διαλυθούν
όταν γνωστές γίνουν στους άλλους.

Κωνσταντινούπολη, Ίμβρος, Πριγκηποννήσια. Η ιστορική μνήμη τους στοιχειώνει την ποιήτρια, που αποτολμά να καταθέσει μια δική της εκδοχή για τη φυγή των ανθρώπων.

Σκιαμαχώντας τη φυγή

Σε ψάχνω στην ομίχλη σου·
απεγνωσμένα σε ζητώ
κι ο Βόσπορος στενάζει
κάτω απ’ το βάρος του χιονιού.
Πάγωσαν τα φτερά των γλάρων.
Οι σταλακτίτες σκίζουνε
του ήλιου τις ακτίνες.
Κι εσύ που κρύφτηκες καλά
επέλεξες να φύγεις.

Είναι μερικές φορές που στα ποιητικά σχεδιάσματα η σημασία δίνεται στον τίτλο, και τότε το ποίημα καθεαυτό απλώς αφήνεται να σχολιάζει ή να προσθέτει λίγη ακόμα ουσία στο πλήρες (κατά μία έννοια) αυτού του τίτλου. Γιατί, είναι αλήθεια, δεν χρειάζονται πολλά λόγια για να πεις αυτό που αγγίζει τον πυρήνα των πραγμάτων. Αρκεί, βέβαια, να υπάρχει αυθεντικός λόγος που να συμπυκνώνει το νόημα. Όπως εδώ στα ποιήματα της Σοφίας Παπαχριστοφίλου.

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, με τον τίτλο «Συλλέγοντας στιγμές», η ποιήτρια οδηγεί, με τριάντα δύο ποιήματα, σε άλλο τοπίο, αυτό της συνομιλίας με ένα δεύτερο πρόσωπο, το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν υποκρύπτει, ως είθισται, ένα άλλο προσωπείο του ποιητικού υποκειμένου, αλλά απευθείας αφορά το έτερο πρόσωπο, αποδέκτη του λόγου της ποιήτριας. Λόγος για τον έρωτα, για μια άλλη φυγή εδώ, για μια απουσία.

Κάποιες ώρες μαζί
ευτυχίας κομμάτια
ο προορισμός δεν αργεί.
Να σε βλέπω κι ας μην
σε έχω ποτέ
να σε βλέπω συνέχεια ποθώ.
Να παγώσω τον χρόνο
και να μείνουμε εκεί μακριά
απ’ τους άλλους
-         αυτό μόνον αρκεί.

Περισσότερο πεζολογικό το ύφος σ’ αυτά τα ποιήματα, ίσως για να υπογραμμίσει ότι ο πόνος μιας φυγής (γιατί πάλι για φυγή πρόκειται, μόνο που είναι πιο προσωπική) δεν χρειάζεται πολλά στολίδια, μόνον εσωτερικό ρυθμό για να μιλήσει ειλικρινά.

Ωστόσο είναι και κάποιοι στίχοι που -αφημένοι περισσότερο σε πιο αυθόρμητο λόγο- αναδεικνύουν και μια άλλη πτυχή της στιχουργικής ικανότητας της ποιήτριας. Στο παρακάτω ποίημα (κατά τη γνώμη μου το καλύτερο της συλλογής)  ο λόγος σαν να σπάει τα δεσμά μιας πεζολογίας και αφήνεται σε ρέοντα ρυθμό να αποδώσει ένα πλήρες συναίσθημα.

Η σκέψη ανυπότακτη
σε βαθύ την κλείνω πηγάδι
ξεπετάγεται αναβλύζοντας με ορμή
σε κλουβί σκοτεινό τη φυλακίζω
ξεγλιστρά με πάθος και αντίσταση
τρέχει πάντα ξεφεύγει
πηγαίνει όπου θέλει
την επιθυμία συναντά
βασανίζουν μαζί
αρραγές δίδυμο δυνατό
την ψυχή και το είναι μου.

Και με τον ένα αλλά και με τον άλλο τρόπο, η ποιήτρια προσφέρει την προνομιούχο θέα στον χώρο της φυγής και της απουσίας. Μια συλλογή μοιρασμένη σε δύο μέρη, με τα ποιήματα της απόστασης, με ένα ποιητικό υποκείμενο στον ρόλο του παρατηρητή προσώπων και τόπων που απομακρύνονται. Η οπτική μέσα από ένα μικρό φεγγίτη, ικανό όμως να αποτυπώσει την εσωτερική θέα του ελλειπτικού χώρου, τη θέα του κενού που αφήνει η απουσία. Μια ποίηση χαμηλόφωνη, ουσιαστική στις επισημάνσεις της, που συνταιριάζει απολύτως με την εικαστική παρέμβαση της Χριστίνας Καραντώνη (εξώφυλλο και εμβόλιμες φωτογραφίες).  Αποκομίζεις διαβάζοντας τον πόνο, τη βιωμένη θλίψη, την ωριμότητα της ποιητικής καταγραφής.



Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Book tour Μια κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή "Από φεγγίτη μικρό" της Σοφίας Παπαχριστοφίλου εκδόσεις Γαβριηλίδης

Διαβάστε περισσότερα: http://www.booktourmagazine.com/news/apo-feggiti-mikro-tis-sofias-papachristofiloy-ekdoseis-gavriilidis/

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Αιώνες

του Max Ritvo

μετάφραση: Jaxra Khaleed και Ελένη Μπούρου
επιμέλεια: Ράνια Καραχάλιου

εκδόσεις Σαιξπηρικόν



μια θέα θανάτου

[…]ο θάνατος ψηλαφεί τους τοίχους και τον αέρα
απέξω
σαν να ήταν κουρτίνα, για να κρατήσει την ισορροπία του.

Ο Max Ritvo ήταν παιδί ακόμα, όταν άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η φυσική κατάληξη της ζωής είναι αυτό που κάποιοι ονομάζουν θάνατο  και κάποιοι απλώς τέλος. Σε μια διαφορετική, ωστόσο, εκδοχή θα μπορούσε  να είναι το πέρασμα σε μια άλλη μορφή ζωής. Πόσο όμως μπορεί αυτή η αίσθηση συνέχειας να αποτελέσει βίωμα σε αυτό το παιδί που μεγάλωσε εναλλάσσοντας θεραπείες και αποκομίζοντας ως απόηχο από τους μεγαλύτερους την απόγνωση για την πορεία της υγείας του;


Αρχίζει να γράφει ποίηση, ανακαλύπτοντας μέσα στην υπαινικτική και μεταφορική γλώσσα, τη σοφή εναπόθεση της σκέψης του. Και για μια ακόμα φορά η ποίηση αποδεικνύεται ιαματική του πνεύματος. Ο νεαρός Max μέσα από τους στίχους του θα δει αυτή την άλλη όψη της ζωής, μιας ζωής που μπορεί να του στερεί τη συνέχειά της, ωστόσο του δείχνει τον τρόπο να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο τέλος της. Διαβάζοντας αυτά που έγραψε ανάμεικτες σκέψεις σου έρχονται στο μυαλό. Από τη μια θαυμάζεις τον ευφάνταστο λόγο του, απορώντας για το νεαρό της ηλικίας που εφευρίσκει μια ποίηση τόσο περιεκτική σε νοήματα. Από την άλλη νιώθεις τη  μικρότητά σου να μιλήσεις για τον δημιουργό αυτής της ποίησης που μπορεί να αντικρίζει κατάματα την προοπτική του θανάτου του διατηρώντας μια χιουμοριστική νότα ταυτόχρονα με έναν απόλυτο αυτοσαρκασμό.

ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑ
Ξαπλώστε ανάσκελα,
έρχεται η εντολή,
από μια φωνή μη τραγουδιστή·
η φωνή αρχίζει να θρηνεί
κι εγώ της στέλνω φιλιά.



Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη τη γνώση μας γύρω από την περίπτωση του δρομολογημένου προς το τέλος Max Ritvo, και δούμε την ποίησή του με την αθωότητα του αναγνώστη που προσεγγίζει τον ποιητικό λόγο, θα παρατηρήσουμε ότι στο σύνολό της αυτή η ποιητική πρόταση είναι και ένα μανιφέστο ζωής. Αποτελεί μια κατάθεση με διαχρονική ισχύ πάνω στο θέμα του αδιόρατου συνδέσμου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, ή αλλιώς στο συνεχές του χρόνου που διέπει αυτές τις δύο έννοιες.

Σε άκουσα στο αυτί μου χτες βράδυ. Μου είπες
βαριεστημένα: Δεν είναι ότι δεν υπάρχει καμία
 διαφορά μεταξύ ουρανού και γης και του περάσματος
μεταξύ τους -  είναι το πόσο κοινότοπες
είναι αυτές οι διακρίσεις.

Πρόκειται για μια βαθιά επίγνωση, όπως αποκαλύπτει εδώ ο λόγος, που ίσως είναι συνακόλουθη της επίγνωσης του σύντομου χρόνου, ίσως πάλι να είναι το αποκύημα ενός πολύ δυνατού μυαλού που μένει ανέπαφο από την αρρώστια και την -αναμφίβολα βαριά- περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Η σκέψη συνεχίζει επινοώντας ένα ποίημα (ίσως το καλύτερο της συλλογής, αν μπορούμε με τέτοια κριτήρια να μιλάμε για έναν τέτοιο λόγο) που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μεταθανάτιο ποίημα!

[…]
Ξέρω ότι δεν είναι αυτός ο παράδεισος που θέλαμε.
Αλλά και ποιος ήταν;
Και θα ’ρθω σύντομα κοντά σου
ανάμεσα σε ονομασίες
για μπουκαλάκια με ξεθυμασμένα ελιξίρια,
και ακατανόητα πλέον πάθη,
και μαζί θα θάψουμε το δικό μας ξεχωριστό
σ’ αγαπώ.
Δεν έχω ιδέα πόσο θα μοιάζει
με άλλες φράσεις που συνεχίζουν να ζουν σ’ αυτόν
τον κόσμο.
Αλλά με παρηγορεί να το φαντάζομαι.
Δεν θα με πείραζε να σφραγιζόταν ερμητικά μαζί
μας, στο δικό μας σκίτσο της γης.
(απόσπασμα από το ποίημα ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΜΟΥ, ποίημα αφιερωμένο στη φίλη του Μελίσα Κάρολ, η οποία πέθανε από την ίδια ασθένεια ένα χρόνο πριν από τον Max)

Αυτό το σώμα, που ολοένα φθίνει αγγίζοντας το σημείο τερματισμού, ενώνεται συνειδητά με τον φυσικό κόσμο που το περιβάλλει, και ίσως εκεί ακριβώς βρίσκεται το «κλειδί» για την ολιστική αυτή αντίληψη για όλα τα πράγματα, ορατά και αόρατα. Ο Max νιώθει ότι η ύλη που τον ταλαιπωρεί δεν θα χαθεί, θα μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο, που μπορεί να μην είναι σε θέση φυσικά να το ονομάσει, όμως θα συνιστά μια άλλη ουσία ζωής. Η δεύτερη συλλογή του «Τέσσερις μετεμψυχώσεις», που πρόκειται να κυκλοφορήσει, εμπεριέχει τη συνολική του άποψη για τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Όπως είπε ο ίδιος σε συνέντευξή του: μια μετεμψύχωση εμπεριέχει όλα τα βάθη του θανάτου αλλά και τις κορυφές της ζωής.

ΟΠΩΣ Η ΕΥΑ
Κρατώ το σώμα απ’ το οποίο φύτρωσα·
το πλευρό σου είναι ο λάκκος μου.

Είμαι ένα ημισέληνο στεφάνι από φύλλα·
ο ομφαλός σου εκπνέει αυτές τις λέξεις.



Ευτυχώς η ευαισθησία των εκδόσεων Σαιξπηρικόν φέρνει κοντά μας αυτόν τον πλούσιο ποιητικό κόσμο του Max Ritvo. Στην έκδοση παρατίθεται και το αγγλικό πρωτότυπο. Έτσι μπορεί να δει κανείς την απόδοση στα ελληνικά (μετάφραση: Jaxra Khaleed και Ελένη Μπούρου) και να εκτιμήσει το δύσκολο έργο μιας ποιητικής μετάφρασης. Πόσω μάλλον όταν ο ποιητής, όπως εδώ, αρέσκεται σε μια παιγνιώδη αντιμετώπιση του στίχου, και όλο αυτό πρέπει να αποδοθεί χωρίς να απολεσθεί καθόλου αυτό το παιχνίδισμα. Για παράδειγμα:

[…]
Knock knock,
Who’s there?
Nose.
Nose who?
You know… you nose who.

[…]
Τοκ τοκ,
Ποιος είναι;
Η μύτη.
Ποια μύτη;
Ξέρεις εσύ… η μύτη που.

Έτσι αυτή η ποίηση φθάνει σε μας που τη διαβάζουμε σαν μια κραυγή θαυμάσια, που δεν κουβαλά θάνατο αλλά μια ιδιόμορφη θέα θανάτου, που δεν έχει τίποτα το τρομακτικό και το απόκοσμο. Μια συμφιλίωση με το ορατό τέρμα αλλά ταυτόχρονα μια ανυπομονησία να δει την άλλη όχθη, ίσως τόσο θαυμαστή όσο και η ζωή η ίδια. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του ο Max Ritvo έγραψε ένα ποίημα, στο οποίο είπε ότι ήθελε να δείξει τη «φευγάτη» άποψη που είχε για το τι είναι ο θάνατος. Το ποίημα τελείωνε έτσι: "Red as earth, red as a dying berry, red as your lips, red as the last thing I saw — and whatever next thing I will see."
«Κόκκινο σαν το χώμα, κόκκινο σαν ένα μούρο που πεθαίνει, κόκκινο σαν τα χείλη σου, κόκκινο σαν το τελευταίο πράγμα που είδα – και σαν όποιο άλλο πράγμα θα αντικρίσω». (μετάφραση: Διώνη Δημητριάδου)

Ίσως αυτές οι τελευταίες ποιητικές του λέξεις να τα λένε όλα. Ο Max Ritvo έζησε πολύ λίγο*, αλλά θέλησε να μιλήσει πολύ δυνατά. Σπάνια συναντάμε τόση δύναμη, τόση εσωτερικότητα, τόσο πολύ  βιωμένη σύντομη ζωή. Πίστευε ότι η αληθινή ποίηση μιλάει στον αναγνώστη της. Τον κάνει να αναρωτηθεί: τι μου συμβαίνει; γιατί νιώθω έτσι; Αυτή την εσωτερική σχέση ανάμεσα στο ποίημα και τον αναγνώστη την ονόμαζε καρποφόρο μπέρδεμα. Αυτό το εποικοδομητικό μπέρδεμα εισηγείται η ποίησή του, έτσι όπως γεμάτη εικόνες, σκέψεις και ξαφνιάσματα συνιστά μια ποίηση διαισθητική, σοφή μέσα στην αναπόφευκτη θλίψη της αλλά και στη συμφιλίωση με το αναπότρεπτο.  


*Ο Max Ritvo γεννήθηκε το 1990 στο Λος Άντζελες. Από μικρή ηλικία διαγνώστηκε με μια σπάνια ασθένεια των οστών. Το 2014 βραβεύτηκε για την ποιητική του συλλογή «Αιώνες» από την Poetry Society. Σπούδασε Ποίηση στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ένα χρόνο πριν τον θάνατό του παντρεύτηκε τη Victoria Jackson-Hanen, φοιτήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Πέθανε στις 26 Αυγούστου 2016. Η συλλογή «Αιώνες» είναι η πρώτη γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με την ποίηση του.

Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/max-ritvo/)


Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Ένα μικρό δείγμα από την ποιητική μου συλλογή («Λέξεις απόκρημνες» Διώνη Δημητριάδου) που πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις «μικρές εκδόσεις». Δίγλωσση έκδοση με 40 ποιήματα μεταφρασμένα στα Αγγλικά από τον Robert Crist και τη Despina Crist. Την εικαστική παρουσίαση (εξώφυλλο και δύο φωτογραφίες) την υπογράφει η Χριστίνα Καραντώνη.




Truce

Σε τούτο το παιχνίδι όσο θυμάμαι πάντα τα μαύρα ήθελα
μαχητικά πιόνια εκ φύσεως διεκδικητικά
ξεκάθαρη κρατώντας την απόσταση από λευκές ανακωχές.

Μόνο που πια όλο συχνότερα μαντεύω
μια ανάσα πριν  την ύστατη την κίνηση της κατατρόπωσης
πως ίσως και να θέλανε κάποιο λευκό μανδύα συμφιλίωσης.

Διώνη Δημητριάδου


Truce

In this game as I remember I always wanted the black
combative pawns by nature assertive,
clearly distancing myself from blank truces.

Except that ever more frequently I guess
just a breath before the ultimate rout
that perhaps some white cape of conciliation would have been desirable.

(translated by Robert and Despina Crist)



Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Άρωμα σκουριάς
χαϊκού με τίτλο
του Χάρη Μελιτά

εκδόσεις Μανδραγόρας


Η ουσία των εννοουμένων πραγμάτων

Οι πιο μικρές ποιητικές ανάσες, τα χαϊκού -τα ιαπωνικά μικροστιχουργήματα-  μπορούν να συμπυκνώνουν μέσα σε τρεις στίχους τη σοφία και την εμβρίθεια ενός μακροσκελούς καλοδουλεμένου λόγου. Ίσως γιατί έχουν ακόμα μέσα τους, παρά τις τόσες παρεμβάσεις, τη δύναμη του σπόρου, να μπορεί να μεγεθύνει την ουσία του σε πανύψηλα δέντρα. Συχνά διαβάζουμε απόπειρες ποιητών να εκφραστούν μέσω αυτών των αυστηρά ελάχιστων λέξεων. Δεν είναι πάντοτε επιτυχημένες, ίσως γιατί το μικρόσχημο παρεξηγείται καμιά φορά για την τάχα ευκολία του. Κι όμως, απαιτείται αληθινή τέχνη για να αποδώσεις με τον ελάχιστο λόγο το πλήρες περιεχόμενο. Η μεγαλύτερη άνεση στην έκταση του λόγου δημιουργεί και τις ευκαιρίες επεξηγήσεων, αναλύσεων, διευκρινίσεων, πεζών ή ποιητικών. Όπως όμως ένα λιλιπούτειο μικροδιήγημα δυσκολεύει αφάνταστα τον δημιουργό του για να επιλέξει και να απορρίψει μέχρι να φτάσει στο επιθυμητό πλήρες, έτσι και το ποίημα των 17 συλλαβών ζητά από τον ποιητή το καταστάλαγμα. Σαν να λέμε πρέπει να έχει προηγηθεί το μέγιστο μέσα στο μυαλό του, προκειμένου αυτό να συρρικνωθεί στο μικρό αλλά πάλι πλήρες. Δεν γνωρίζω πόσοι το κατανοούν αυτό, κρίνοντας φυσικά από τα αποτελέσματα. Σκέφτομαι την πρώτη σημασία της λέξης χαϊκού  -σημαίνει αστείος στίχος- και φοβούμαι ότι επικρατεί κι εδώ η παρεξήγηση γύρω από το αστείο του πράγματος. Το αστικό και εκλεπτυσμένο (ίδιον του χαρακτήρα ενός ανθρώπου του άστεως) που φανερώνει την παιδεία και την ικανότητα μιας διαφορετικής εκφοράς του λόγου, μπορεί να κατέληξε να σημαίνει και την παιγνιώδη διάθεση, ποτέ όμως δεν έχασε την πρωταρχική του σημασία. Τα ιαπωνικά χαϊκού με τον σχολιασμό της φύσης και τον χωρισμό σε εποχές (τουλάχιστον τα πιο παραδοσιακά από αυτά) μας έχουν δείξει και πολύ βαθύτερους στοχασμούς ενσωματώνοντας κοινωνικά σχόλια και εκφράζοντας θέσεις.
Σχοινοτενές το εισαγωγικό σχόλιο, όμως έπρεπε να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στην ευκολία του ευτελούς και στη δυσκολία του εξαίρετου. Γιατί διαβάζοντας τα χαϊκού του Χάρη Μελιτά εννοεί ο αναγνώστης από τον τίτλο ακόμα της συλλογής «Άρωμα σκουριάς» (που εύστοχα υπογραμμίζει και το εξώφυλλο) ότι πρόκειται για μια σοβαρή αντιμετώπιση της ποίησης μέσα από αυτό το μικρό στη μορφή είδος ποιητικού λόγου.

ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΑ
Πόσο μικραίνω
διεισδύοντας στο φως.
Παντού χωράω.

Ο ποιητής δανείζεται τη σκευή του φωτός προκειμένου κι αυτός να διεισδύσει παντού. Γιατί έτσι αντιλαμβάνεται την ουσία των στίχων που προτείνει. Ήδη, νομίζω, φάνηκε η οπτική του Χάρη Μελιτά. Η ποίηση οπωσδήποτε είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και δουλεύοντας αυτά τα 17σύλλαβα με τον δικό του τρόπο μας προκαλεί να προσέξουμε.
Δεν είναι πάντοτε εύκολο να κατηγοριοποιήσεις θεματικά τα ποιήματα μιας συλλογής, πόσω μάλλον όταν αυτά συμπυκνώνουν το νόημά τους σε μόλις τρεις στίχους. Ακολουθώντας, όμως, λέξη λέξη τον λόγο τους εδώ διακρίνω τρεις χώρους που βαδίζουν άλλοτε παράλληλα και άλλοτε τέμνονται μεταξύ τους στα πιο αιχμηρά τους σημεία. Ο πρώτος χώρος είναι αυτός της προσωπικής ευαισθησίας ενός ανθρώπου που συχνά ανιχνεύει τα αποθηκευμένα της μνήμης του και βρίσκει εκεί άξια στοιχεία προς κοινοποίηση. Και προς εμάς που διαβάζουμε ενδεχομένως την ποίησή του αλλά κυρίως προς τον εαυτό του. Γιατί νιώθει ότι έχει ανάγκη αυτόν τον διάλογο με όσα έχουν φύγει πίσω. Ίσως εν είδει απολογισμού.

ΚΑΛΠΙΚΗ ΜΟΙΡΑ
Ούτε μια μέρα
δεν κατάφερα ποτέ
να εξαργυρώσω.

FULL TIME JOB
Σ’ αυτό τον κόσμο
δεν κάνω τίποτ’ άλλο
Προσαρμόζομαι.

Αυτή η προσωπική ευαισθησία δεν θα μπορούσε παρά να κατευθύνει το βλέμμα και προς τον κοινωνικό χώρο, σε μια προσπάθεια ερμηνείας του εσωτερικού τοπίου , όπως έχει διαβρωθεί ευεργετικά από τον κόσμο των άλλων ανθρώπων. Έτσι εδώ ο ποιητής αποκαλύπτει εικόνες – σπαράγματα από τον κοινό τόπο όπου συναντώνται η έσω απόγνωση με αυτήν που ξεχειλίζει γύρω του.

ΤΡΑΓΙΚΟΙ
Για συντομία
αφέθη η δουλεία
εκτός κειμένων.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Δεν θα κρατήσουν
οι χάρτινες ομπρέλες.
Βρέχει στο μέλλον.

Και αναπόφευκτα η γραφίδα επιθυμεί να δώσει ευθύνες για όλο το ζοφερό τοπίο, που διαλύει τον προσωπικό και τον κοινωνικό κόσμο. Ο τρίτος χώρος που δοκιμάζεται η ποίηση του Χάρη Μελιτά είναι αυτός των πολιτικών προσδοκιών και των τραγικών διαψεύσεων. Μόνο που με την ποιητική ματιά γνωρίζει ότι δεν αρκεί να στιγματίζεται το εμφανές και πρόσκαιρο, όταν πίσω πολύ βρίσκονται οι αρχικές αιτίες – γενεσιουργοί όλων των ευτελών αφορμών.

ΟΚΤΩΒΡΗΣ 1917
Αυτή η πόρτα
όσο αίμα κι αν χυθεί
δεν ξεκλειδώνει.

ΓΡΙΦΟΣ
Η ανάσταση
ξέχασε δυο γράμματα.
Από πρόθεση.

Άξια προσοχής και η επιλογή του ποιητή να προλάβει τον αναγνώστη του θέτοντας ο ίδιος τον τίτλο που -ως αποκύημα των στίχων- ενδόμυχα θα έβαζε αυτός. Γιατί πιστεύω ότι εδώ ο τίτλος είναι ίσως όλη η ουσία του κάθε ποιήματος. Σαν να γινόταν αυτό το τρίστιχο να κατατεθεί (πάλι όμως πλήρες νοήματος) και με ένα μόνο στίχο. Η σκέψη αυτή γίνεται εμφανής, όταν διαβάσουμε δύο φορές τον τίτλο, μία στη θέση του και μία στο τέλος. Θα δούμε ότι αποτελεί πια το σχόλιο -συχνά πικρό- που απολύτως συμπληρώνει το τρίστιχο, και που απομένει στον νου για ώρα μετά, ως η ελάχιστη ουσία που αποκομίζεται από το ποίημα.
Σχολιάζοντας αυτούς τους ευφυείς τίτλους δεν είναι δυνατόν να μην παρατηρηθεί και η οξεία ματιά του ποιητή, απολύτως διανθισμένη με την ιδιόμορφη αίσθηση του χιούμορ. Ιδιόμορφη, γιατί δεν προκαλεί το γέλιο ή το μειδίαμα αλλά το όλο νοημοσύνη νεύμα του αναγνώστη που συμμετέχει, κατανοεί και νιώθει ευγνώμων που για άλλη μια φορά η ποίηση η αληθινή βρήκε το δύσκολο μονοπάτι και τον έφτασε.

Δυο λόγια εν κατακλείδι για ένα από αυτά τα ποιήματα που ξεχωρίζει, έτσι όπως μέσα του διακρίνονται όλες οι παραπάνω επισημάνσεις:

LA MÊME CHOSE
Κι αν το ωμέγα
ήταν πρώτο στη σειρά;
Σιγά τα ωά.

Προσωπική πικρή διαπίστωση της αέναης επανάληψης, που εισχωρεί τόσο βαθιά στην ύπαρξη, ώστε τίποτα να μην την ξαφνιάζει. Ανατροπές που, ακόμη και όταν είναι θεμελιώδεις, ενδύονται την ομοιομορφία και τη συνήθεια, και έτσι καθίστανται ανενεργές απολύτως. Γιατί, εδώ διάλεξε ο ποιητής να παίξει με τις λέξεις στον φυσικό τους χώρο, τη μορφή της γλώσσας, τη γραμματική και την αλφαβήτα. Μια αλλαγή στη δομή της γλώσσας απηχεί αλλαγή στον τρόπο σκέψης και από κει και πέρα δρόμοι ανοίγονται. Μόνο που είναι ανοιχτοί για όποιον τους βλέπει ανοιχτούς. Ένα ευρύτερο σχόλιο του ποιητή που ξεπερνά κατά πολύ τον προσωπικό του χώρο και προτείνεται για σκέψη σε πολλά επίπεδα. Ο Χάρης Μελιτάς αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι προσεγγίζει την ποίηση με σοβαρότητα, ειλικρίνεια και υπευθυνότητα. Έτσι ακόμα και το παιχνίδι με τις λέξεις, που χαρακτηρίζει τον τρόπο που υποτάσσονται αυτές στο αυστηρό μέτρημα των στίχων ενός χαϊκού, δεν είναι παρά η ουσία των εννοουμένων πραγμάτων.


Διώνη Δημητριάδου
(η πρώτη δημοσίευση έγινε στο περιοδικό Fractal http://fractalart.gr/aroma-skourias/)