Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ!

 

 

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ

ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ

 Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΤΗ ΛΕΣΧΗ ΜΑΣ! 


 

Την Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024 υποδεχθήκαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης Ενηλίκων Αγίας Παρασκευής τον Διονύση Μαρίνο και συζητήσαμε μαζί του το μυθιστόρημά του "Μπλε ήλιος" (εκδόσεις Μεταίχμιο). Απολαύσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση γύρω από τη θεματική του βιβλίου, τους τρόπους και τις τεχνικές αφήγησης, που κάνουν το βιβλίο του Διονύση Μαρίνου τόσο ξεχωριστό. Επειδή, το ενδιαφέρον για τα βιβλία δεν έχει όρια, μιλήσαμε και για το καινούργιο του μυθιστόρημα "Σαν  Νορμάλ". Μια συνάντηση που θα μας μείνει αξέχαστη.




















Η επόμενη συνάντηση της Λέσχης μας έχει οριστεί για την Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, στις 6 μ.μ. στο αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (Κοντοπούλου 13). Θα συζητήσουμε το μυθιστόρημα του David Park "Ταξιδεύοντας σε ξένη γη" (εκδόσεις Gutenberg, σειρά Aldina). Μαζί μας θα είναι ο μεταφραστής του βιβλίου Νίκος Μάντης.


Όλοι οι φίλοι της καλής λογοτεχνίας ευπρόσδεκτοι!

Οι συντονίστριες της Λέσχης

Διώνη Δημητριάδου

Δήμητρα Καραχάλιου

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024

Sensus Poetica Βάλια Γκέντσου εκδόσεις iFocus η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 

Sensus Poetica

Βάλια Γκέντσου

 εκδόσεις iFocus

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ένα εσωτερικό ταξίδι με εικόνα και λόγο • Fractal (fractalart.gr)

 

 


ένα εσωτερικό ταξίδι με εικόνα και λόγο

Αν το χρώμα που ταιριάζει στην ποίηση είναι το μαύρο, ίσως γιατί αποδίδει καλύτερα τη γενεσιουργό δύναμη του λόγου, στη φωτογραφία συνταιριάζει το μαύρο με το άσπρο, ίσως γιατί έτσι αποδίδονται καλύτερα οι σκιές, αποκαλύπτοντας ένα δεύτερο πεδίο, πίσω από το προφανές που αποτύπωσε ο φακός του φωτογράφου.  Η Βάλια Γκέντσου, ποιήτρια και φωτογράφος, θέλησε στο εξαιρετικής αισθητικής λεύκωμα με τον εύγλωττο τίτλο Sensus Poetica να δείξει πώς αυτές οι δύο μορφές τέχνης συναντώνται, δημιουργώντας η κάθε μια την αίσθηση της δημιουργίας, τη βαθύτερη έννοια του «ποιείν». Μέσα σε 142 ασπρόμαυρες φωτογραφίες (143 μαζί με τη μόνη έγχρωμη του εξωφύλλου, ένα έργο τέχνης από μόνο του) έχει αποδώσει έναν κόσμο σε επιμέρους ενότητες, εκκινώντας από το παντοδύναμο όνειρο και συνεχίζοντας με την απατηλή ψευδαίσθηση, ερευνώντας την άλλη πλευρά (πάντα παρούσα), την αιώνια θάλασσα, τα αναπόφευκτα (πλην θαυμαστά) θραύσματα, για να καταλήξει στα πρόσωπα και, φυσικά, στα σώματα.

Επτά εικόνες ενός κόσμου που συμπληρώνεται με τον λόγο της ποίησης· επτά ποιήματα έχουν τα κλειδιά για την κάθε ενότητα, αποδεικνύοντας πως η εικόνα μεταποιείται σε λέξεις αλλά και ο λόγος (εν προκειμένω η ποίηση) εσωκλείει εικόνες. Κάθε εικόνα και κάθε ποίημα προσλαμβάνονται και ερμηνεύονται με τόσους τρόπους όσοι και οι θεατές/αναγνώστες τους. Γιατί η Τέχνη έχει μέσα της δρόμους ανοιχτούς, ξεπερνώντας ακόμη και τον δημιουργό της, απομακρυνόμενη, ως συντελεσθέν πλέον έργο, από την αρχική του αφορμή.



Οι φωτογραφίες της Γκέντσου, άλλοτε με εξαιρετική διαύγεια και άλλοτε με σκόπιμη θαμπάδα, αποδίδουν πότε ολόκληρες εικόνες και πότε (ξεχωρίζω τα υπέροχα θραύσματα-fragmenta) λεπτομέρειες που αιχμαλώτισε ο φακός. Αποσπώντας αυτές τις λεπτομέρειες από το όλον, η φωτογράφος ανοίγει το τοπίο στη φαντασία του θεατή, αλλά κυρίως δίνει σημασία στο ελάχιστο,  ικανό να ενσωματώσει την ουσία της ολότητας στο, φαινομενικά, ελλιπές του σώμα. Στην τελευταία ενότητα, το γυμνό σώμα (πρόκληση για κάθε φωτογράφο), πότε ολόκληρο και πότε και αυτό ημιδιαφαινόμενο, πότε καθαρό πότε συσκοτισμένο, συνιστά έναν ύμνο στην αισθαντική ωραιότητα.

Τα ποιήματα (ας μην τα πούμε συνοδευτικά, γιατί, στην ουσία λειτουργούν  αυτόνομα) λιτά και περιεκτικά, όπως οι φωτογραφίες (εδώ βρίσκεται το κοινό τους σημείο), συγκροτούν και αυτά έναν κόσμο, ποιητικό, που αποδίδει την πορεία από την ονειρώδη κατάσταση στη γήινη σωματικότητα – με το όνειρο να λαμβάνει γήινη προέκταση (Στη γιορτή του χρυσάνθεμου/ οι κήποι μισανοίγουν λυπημένοι,/ οι ομορφιές τους ονειρεύονται/ σε εποχές επόμενες./ Τα βελούδινα κορίτσια την σκοτεινή/ του έρωτα ζωή ζήλεψαν/ – στις ντροπές του γέρνουν/ ένας ναός εκεί/ όπου λέξεις ανάπηρες σκιών/ ποθούνε κτίζοντας/ τ’ αηδόνια  ν’ ακουμπήσουν. «Στέρεα του ονείρου γη»),  με το σώμα να απογειώνεται σε ονειρική κατάσταση  (Σώματα που πετούν/μακρόσυρτα/ αχειροποίητα λες/ δεν στο ελάχιστο επιτρέπουν/ την αχίλλλειο  πτέρνα τους/ να ψηλαφείς// Εγκώμια στην κάμαρα/ φλου να στριφογυρίζουν/ εκείνα μόνον του έρωτα/ τα δάκτυλα γνωρίζουν// Υπερήφανα/ την τέχνη μου αγνοούν. «Αντιστέκονται»). 

Προλογίζει το λεύκωμα ο φωτογράφος και δάσκαλος φωτογραφίας Πλάτων Ριβέλλης, αντιμετωπίζοντας την ποίηση και τη φωτογραφία ως δύο διακριτές μορφές τέχνης, ωστόσο συναντώμενες στα σημεία τους, καθώς και η εκδότρια και επιμελήτρια του τόμου Δώρα Λαβαζού, που εντοπίζει εκλεκτές καλλιτεχνικές συγγένειες της φωτογράφου. Η ποιήτρια/φωτογράφος, στο δικό της σημείωμα, τονίζοντας πως οι φωτογραφίες της αποτυπώνουν τον (διαρκώς ανανεούμενο) κόσμο σε μια συγκεκριμένη στιγμή, εκφράζει τον τρόπο που επιθυμεί να επικοινωνεί το έργο της με τον αποδέκτη του: […] Ιδανικά θα επιθυμούσα, έστω και ψήγματα ποιητικής ευαισθησίας στις φωτογραφίες μου· να «διαβάζει» ο θεατής, πίσω από την εκάστοτε προτεινόμενη εικόνα, το δικό του αφήγημα. Και η εικόνα ε κ ε ί, αυτούσια.

Μια έκδοση κόσμημα.

 

Διώνη Δημητριάδου

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Θωμάς Κοροβίνης Ποιήματα και Τραγούδια Εκδόσεις Άγρα η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

 

 

Θωμάς Κοροβίνης

Ποιήματα και Τραγούδια

Εκδόσεις Άγρα

η πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Θωμάς Κοροβίνης: «Ποιήματα και τραγούδια» (diastixo.gr)

 


Μια ακροβασία πάνω στο κύμα, σαν μια παραλλαγή στον στίχο του άλλου ποιητή (χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία), αυτό μοιάζει να λέει ο Θωμάς Κοροβίνης σε όλα του τα τραγούδια· αλήθεια, ποιήματα ή τραγούδια; Γιατί, όταν τα ακούς θέλεις να βάλεις μουσική να τα συντροφέψει, μα κι όταν τα τραγουδάς, στέκεις κάθε τόσο κι επαναλαμβάνεις δυνατά τους στίχους, να τους ακούς καλύτερα, διαυγέστερα, με τις δικές σου παύσεις και ανάσες. Έτσι, στην πρόσφατη έκδοση, με τα τρία κεριά αναμμένα στο εξώφυλλο, ξεκινάς τη συμπόρευση με τον ποιητικό κόσμο του Θωμά, έχοντας διαρκώς στην ακοή σου τη φωνή του, πότε να τα τραγουδά και πότε να τα απαγγέλλει.

Ίσως στους στίχους του να εγκιβωτίζεται όλη του η ζωή, η σκέψη του, η θεώρηση του κόσμου, όπως τον βλέπει στην παρακμή του, αλλά και όπως τον έχει κρατήσει στη μνήμη του, στην ψυχή του, πιο καθαρό, πιο τίμιο, πιο δικό του. Στους στίχους του, με τη δύναμη του ποιητικού λόγου, βρίσκουμε όσα έχουν έτσι κι αλλιώς αποτυπωθεί στην πληθώρα των γραπτών του, στα σπουδαία βιβλία του. Μόνο που εδώ, στίχο τον στίχο, μαζεύεις και συναρμολογείς όλες τις ψηφίδες για να φτιάξεις το ένα και μοναδικό στην πολυμορφία του μωσαϊκό της ζωής του, όπως μιλάει για ό,τι αγαπά και ό,τι τον πληγώνει.

Ο Θωμάς μιλάει για την πόλη του με τον δικό του τρόπο, όπως κανείς μέχρι τώρα δεν την έχει δει. Για τη χαμένη της μαγεία, το χαμένο πάθος της, αγαπώντας την για όσα κρύβει πια μέσα στο χώμα, για όσα αναζητάει απεγνωσμένα μα δεν τα βρίσκει (αγαπημένη πολιτεία/ οξειδωμένη/ υποταγμένη/ πνιγηρή/ πού είναι το πάθος σου;).  Θλίβεται και αγανακτεί (να είσαι καμένη πάνω από αιώνα και να μην αναστηλώνεσαι […] να νιώθω πως το παρακράτος σου δεν έχασε/ πόντο απ’ τη δεκαετία του ’60, «Παρακρατική τσιμεντούπολη»), μετράει τους χαμένους μέσα στην ακηδία της (ο Ντίνος σιγολιώνει στην μπερζέρα), ξένος ανάμεσα σε ξένους, θα πει, σε πόλη ξένη τώρα πια («Σπανδωνή μ’ Ερμού και Βενιζέλου»).  

Ο Θωμάς μιλάει για όσους νιώθει συντρόφους του όπου γης, τωρινούς και αλλοτινούς. Στα τραγούδια του βρίσκουν τη θέση τους ο Γκιουνέι, η Μπέλλου, η τραγική Φλέρυ, η Τσόπλιν, η Γώγου, ο Παζολίνι, οι μπήτνικ, οι άλλοι εκλεκτοί ποιητές, ο Παπαδιαμάντης, όλοι οι πλάνητες, περιπλανώμενοι, δυνατοί εν αλητεία, με όλη την ακριβή (σωστή μα και πολύτιμη) ετυμολόγηση (αλάομαι = περιπλανιέμαι) της αιώνιας, άγιας περιπλάνησης. Για τη δική τους αλητεία γράφει, την πολυδαίδαλη διαδρομή του καθενός προς τη δική του Ιθάκη, με το ακριβό κόστος του ρίσκου της προσωπικής επιλογής, του «ανοιχτού δρόμου» κόντρα στο ρεύμα. (Από τον Πρόλογο του βιβλίου). Γιατί είναι η προσωπική επιλογή που όσο σε κατακρημνίζει τόσο σε ανυψώνει.

Ο Θωμάς μιλάει για τους κατατρεγμένους, τους βασανισμένους από τη στερεοτυπική ηλιθιότητα, τους παραχωμένους μες στη γη πριν την ώρα τους από τη φασίζουσα (ακόμη ζωντανή) ιδεολογία ή, καλύτερα, ιδεοληψία. Παίρνει τη θέση τους, αυτός στα έξι μέτρα, να νιώθει τον δικό τους κατατρεγμό (Γιατί είμαστε σπορές σκλάβων εμείς/σε φυτείες με σιτάρι και ζαχαροκάλαμο/ μαύροι πίσσα κάτω από ήλιο καυτό, «Αν ήμουν μαύρος»), να μιλήσει αυτός για τη φωνή που τους στέρησαν.


Ο Θωμάς μιλάει  για τον έρωτα, γήινο και χωματένιο, ικανό (γι’ αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του) να απογειωθεί εκεί που κανείς ρομαντικός (εκ του ασφαλούς) δεν το κατόρθωσε ποτέ. Ο κίνδυνος του έρωτα, η γεύση, το άγγιγμα, όλα ένα. Ο έρωτας που σε τρελαίνει, κατά τον στίχο της Σαπφώς, που όσο τον γεύεσαι τόσο απόμακρο αίνιγμα φαντάζει (Είσαι το αίνιγμα που δεν έλυσα/ Το τραγούδι που δεν τραγούδησα/ Η φωτιά που δεν άναψα, «Έρως, έρως μ’ αλαίνει»), ο έρωτας όπως τον τραγούδησε αυτός, ένας από τους πιο ερωτικούς γραφιάδες μας.

Ο Θωμάς μιλάει για την αντίπερα όχθη της ίδιας θάλασσας, που αντί  να ενώνει όλο και περισσότερο χωρίζει τους λαούς της, αιώνες τώρα (Του πολέμου η φωτιά,/ πικρή λαβωματιά,/ ν’ αγκαλιαστούμε αδέλφια,/ να σβήσει η πυρκαγιά, «Γετέρ»), μιλάει για τη δική του «πατρίδα» την Πόλη της ψυχής του (Ω Πόλη, της Αγίας Τριάδας και των μουεζίνηδων, «Και συ, ω Πόλη»), με όλους τους λαούς μέσα της, τωρινούς και περασμένους, μείγμα αξεδιάλυτο, γιατί μόνον έτσι μπορείς να τη ζήσεις ολόκληρη.

Ο Θωμάς μιλάει για ό,τι ξεπερνάει το ανθρώπινο μπόι, πες το θεό, πες το όπως θες, μα ο τρόπος του κι εδώ γήινος και ανθρώπινος, γιατί μόνον έτσι προσεγγίζεται (Αν μ’ αγαπάς, σε αγαπώ,/ αν με κρατήσεις μένω,/ Χριστέ, στιγμή μη μ’ αρνηθείς,/ Χάνομαι και πεθαίνω, «Ιωσήφ»), μόνον έτσι μπορεί να προσευχηθεί για κάποια ακόμη στιγμή έρωτα, με όλη την αμαρτία του, όπως εδώ: Όταν καμιά φορά προσφεύγω στην Παρθένο/ έρωτα της ζητώ. Έρωτα πάντα/ Μα να ’χει κάτι από το πρώτο δόσιμο, κάτι απ’/ τις παιδικές αγνές ασέλγειές μου. («Σαν προσευχή»).

Ο Θωμάς, σαν να μπαίνει (μαζί με τους λίγους) απέναντι στους «άλλους» (δυστυχώς πολλούς), απορεί που δεν είδαν, δεν κατάλαβαν πόσο βαθιά μπήκε στη σάρκα το μαχαίρι, κι ας ήταν τόσο δίπλα τους, τόσο κοντά τους, απορεί που δεν τους είδε πουθενά (Δεν σας είδα να βγάζετε μιλιά/ Δεν σας είδα πουθενά/ Πού ήσασταν κρυμμένοι; […] Δεν σας είδα κόντρα στο ρέμα/ Δεν σας είδα πουθενά/ Πού ήσασταν κρυμμένοι; («Απορία σε εννιά στροφές»), που δεν ήταν ποτέ σύντροφοι στον καημό και τον αγώνα του.

Έχοντας διαβάσει όλο το έργο του, έχοντας αγαπήσει όλο το έργο του, έχοντας μιλήσει για μεγάλο μέρος του έργου του, θαρρώ πως ετούτο το πρόσφατο με τα τραγούδια του, τα ποιήματά του, είναι ό,τι πιο δικό του, είναι ο Θωμάς ολόκληρος.

 

Διώνη Δημητριάδου

 

 

 

 

Ο Άνθρωπος, λοιπόν. Ο ελεύθερος [Θηρίο ή Θεός, Διώνη Δημητριάδου] Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr 19 March 2024 Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

 

Ο Άνθρωπος, λοιπόν. Ο ελεύθερος

[Θηρίο ή Θεός, Διώνη Δημητριάδου]

Η πρώτη δημοσίευση στο Literature.gr

19 March 2024

Θηρίο ή Θεός, Διώνη Δημητριάδου, Εκδόσεις ΑΩ (literature.gr)

 Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Θηρίο ή Θεός, Διώνη Δημητριάδου, Εκδόσεις ΑΩ


Με σχετική καθυστέρηση διάβασα τη νουβέλα της Διώνης Δημητριάδου «Θηρίο ή Θεός» -έχει κυκλοφορήσει από τον Σεπτέμβριο του 2023.

 


Για τον κεντρικό ήρωα του έργου, η Δημητριάδου ελάχιστες πληροφορίες για την ταυτότητά του μας δίνει. Στην ουσία μόνο το όνομά του -Ευγένιος. Για όλα τα άλλα στοιχεία που το χαρακτηρίζουν αφήνει ελάχιστες και καλά κρυμμένες πληροφορίες. Και μένει στον αναγνώστη να τα ανακαλύψει ή πιο σωστά να τα ανασυνθέσει μιας και αυτό θα είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να εισέλθει μέσα στον κόσμο που περιγράφεται εντός 95 μόνο σελίδων -καθόλου τυχαίο που η συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο της ως νουβέλα.

 

Ο Ευγένιος, λοιπόν, σύμφωνα με τη δική μου ανάγνωση είναι ένας άντρας που έχει περάσει τα εβδομήντα του χρόνια. Δεν μπόρεσα να καταλήξω στο ποια ήταν η εργασία του, σίγουρα όμως υπήρξε ένας όχι απλά μορφωμένος άνθρωπος, αλλά ένας βαθύς και σταθερός αναγνώστης φιλοσοφικών και πολιτικών έργων. Ιδιαίτερη εκτίμηση πρέπει να είχε προς τα αρχαία κείμενα -ο τίτλος άλλωστε παραπέμπει στον Αριστοτέλη- όπως και στις αρχαίες τραγωδίες - η μορφή του Οιδίποδα συνεχώς τον απασχολεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής του.

Παράλληλα με τα πνευματικά ενδιαφέροντα, πρέπει να υπήρξε και ένας ενεργός πολίτης. Πολύ συχνά αναφέρονται μέσα στο κείμενο συμμετοχές του σε διάφορα συλλαλητήρια, σε μαζικές διαμαρτυρίες, όπως και πως στα χρόνια της νιότης και της πρώτης ωριμότητάς του είχε ενεργά ασχοληθεί με την πολιτική δράση συμμετέχοντας σε προοδευτικά σχήματα 

Μα πότε δεν εντάχθηκε σε ένα από αυτά, μήτε και θέλησε να εκμεταλλευτεί τις όποιες γνωριμίες του. Από ένα σημείο και μετά η όλη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα τον οδήγησε σταδιακά σε μια απομόνωση. Μα και σε μια ουσιαστικά υπαρξιακή ενδοσκόπηση.

Ένα ακόμα στοιχείο, που αν και κομβικό στην ουσία μόνο σε ένα σύντομο κεφάλαιο αναπτύσσεται, είναι το πως βιώνει το βαθύ πένθος του από τη σύντροφο της ζωής του.

Μόνος, λοιπόν και δίχως απογόνους, ολοένα και περισσότερο έχει απομονωθεί και καθώς τόσο βιολογικά όσο και ιδεολογικά βλέπει να πλησιάζει το τέλος και της ίδιας του της ζωής, μα και των όσων πίστεψε η γενιά του, αναζητά σε στοχασμούς βασισμένους στην παιδεία και την εμπειρία του να…

Να συμφιλιωθώ με την ιδέα του μη όντος… Αυτό μπορώ ίσως να το κάνω. Αν αυτή ήταν η τελευταία εικόνα ζωής, θα ήμουν ικανοποιημένος;»

Λίγες σελίδες πιο πριν, ο Ευγένιος έχει καταγράψει κάποιες άλλες του σκέψεις: «Από παντού εισβάλλει ο πόνος, η συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας. Λάθος αυτό που είπαν ότι όποιον έφυγε τον κουβαλάς μέσα σου. Τίποτε δεν έχεις φυλάξει από την αληθινή του παρουσία. Μνήμες και πάλι μνήμες! Αλλά αυτό δεν είναι ο άνθρωπος»

Πορεία προς το κενό, λοιπόν; Θα μπορούσε να το είχε από την αρχή αποδεχτεί, αλλά η μελέτη των συμβόλων που μορφοποιούνται στη μορφή του Οιδίποδα, πολύ συχνά τον είχαν φέρει σε μια άλλη -πλέον αισιόδοξη- άποψη.

«Νίκη, αλήθεια, σκέφτομαι, καθώς συλλογίζομαι τον εμβληματικό ήρωα να αντιπαλεύει την τραγικότητά του, να μετράει το δικό του μέγεθος με τα δυσθεώρητα που αντιβαίνουν την ανθρώπινη οντότητα. Μπορεί, άραγε, κανείς να τον ακολουθήσει;»

Στα χρόνια της νεότητάς του και της πρώτης ωριμότητάς του, ο Ευγένιος είχε ζήσει σε κεντρικές αστικές συνοικίες της Αθήνας. Ως παιδί, μάλιστα, συνήθιζε να ατενίζει την Ακρόπολη από μπαλκονάκι μιας κουζίνας σε πολυκατοικία. Μα μεγαλώνοντας δεν αντιστάθηκε στο ρεύμα των εποχών και τώρα πλέον κυκλοφορεί -αν και αυτό ελάχιστες φορές- σε δρόμους και πάρκα κάποιου προάστειου.

Προτού να συνειδητοποιήσει την απομόνωση, την είχε επιλέξει. Και ο θάνατος της συντρόφου την επιδείνωσε. Ο μόνος φίλος που εξακολουθεί να εμπιστεύεται δεν είναι αρκετός να τον κάνει να επιστρέψει σε μια συντροφική δράση. Προτιμά, λοιπόν, να προετοιμάζεται -ή μήπως και να αμύνεται;- μελετώντας τη στάση του Οιδίποδα έτσι όπως τα κείμενα μας τον έχουν κρατήσει ζωντανό σύμβολο επαναστατημένου ανθρώπου.

Κρατά και ο ίδιος σημειώσεις-σχεδιάσματα φιλοσοφικών καταγραφών. Γραπτά που ο αποστολέας και ο παραλήπτης τους είναι το ίδιο πρόσωπο.

«Ο Οιδίποδας ποτέ δεν εισηγήθηκε με τη ζωή και τη σκέψη του την έννοια του μέτρου, ποτέ δεν θέλησε να είναι ένας από τον σωρό, ένας ίδιος και ίσος με τους πολλούς… Αυτόν τον άνθρωπο θέλησαν οι θεοί να συντρίψουν, να τον ισοπεδώσουν στο ύψος των υπολοίπων ανθρώπων, να παραδειγματίσουν μέσω αυτού όλους όσοι θα τολμούσαν να προχωρήσουν πιο πέρα και πιο πάνω από τα όρια τα συμφωνημένα»

Ο Άνθρωπος, λοιπόν. Ο ελεύθερος. Που αν και ο ίδιος δεν αποφάσισε τον ερχομό του στη ζωή, εντούτοις είναι αυτός που αμφισβήτησε τη μοίρα και επέλεξε ό ίδιος την τιμωρία για τις πράξεις του.

Θηρίο ή θεός, λοιπόν; Ο ίδιος ο Ευγένιος δεν θα προλάβει να τοποθετηθεί πάνω στο ερώτημα. Ένας απροσδόκητος όσο και ειρηνικός θάνατος θα κλείσει το θέμα… Ή μήπως σηματοδοτεί -με την τυχαιότητά του – την απάντηση;

Η Διώνη Δημητριάδου έγραψε ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, από τα ελάχιστα που ίσως να γράφονται στις μέρες μας και από άλλους έλληνες συγγραφείς.

Ο δοκιμιακός της λόγος συμπορεύεται με τον λογοτεχνικό και η δομή όλου του έργου δείχνει να διαθέτει και αυτή μια αναζήτηση παρόμοια με το θέμα που φιλοξενεί.

Ιδιαιτέρως προσεγμένη έκδοση που το εξώφυλλό της το κοσμεί έργο της ζωγράφου Φωτεινής Χαμιδιελή.

 

Μάνος Κοντολέων

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΘΗΡΙΟ ή ΘΕΟΣ Νουβέλα ΑΩ εκδόσεις Γράφει η Ελένη Λάππα-Οικονόμου η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

                                             

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΘΗΡΙΟ  ή ΘΕΟΣ

Νουβέλα

ΑΩ εκδόσεις

Γράφει η Ελένη Λάππα-Οικονόμου*

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

«Εδώ που είμαι ακόμα» • Fractal (fractalart.gr)



Εδώ που είμαι ακόμα»

Με τίτλο την αριστοτελική ρήση «Θηρίο ή θεός» το τελευταίο βιβλίο της Διώνης Δημητριάδου προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη φιλοσοφική του διάσταση, παρά τη δηλούμενη κατάταξή του ως λογοτεχνικού είδους στο χώρο της νουβέλας.



Με εναλλασσόμενη αφηγηματική φωνή α΄ και γ΄ προσώπου, επιτελώντας εκάστη τον διακριτό της ρόλο, με κεντρικό πρόσωπο τον Ευγένιο και επικουρικά, για τις ανάγκες στοιχειώδους επικοινωνίας, τον φίλο Γεράσιμο, ο οποίος και θα επωμιστεί και τον τελικό ρόλο της αποκατάστασης της συνολικής εικόνας της μορφής του φίλου του βάσει των κειμένων και των φωτογραφιών, με στοιχειώδεις μεταξύ τους διαλόγους  και δράση σχεδόν ανύπαρκτη, η συγγραφέας μετέρχεται με πρωτότυπο τρόπο ένα θέμα καθαρά υπαρξιακό, εξ ου και η εμπλοκή και διαμεσολάβηση των πέντε «δοκιμιακών σχεδιασμάτων».

Να είναι άραγε αφορμή για τη συγγραφή η επιλεγμένη από τον ίδιο τον ήρωα απομόνωση, ασυμφιλίωτος με την πραγματικότητα, και η καθήλωσή του στην πολυθρόνα που μετακινεί ενίοτε κοντά στο παράθυρο για να παρατηρεί, χωρίς να συμμετέχει δραστικά, παρά μόνο  «ως έναυσμα για σκέψη» και ταξίδια νοερά;  Αλλά και όταν περνούσε από το πάρκο της γειτονιάς δεν είχε διάθεση να σταθεί περισσότερο και να χαζέψει τα παιδιά, το διέσχιζε βιαστικά και κατευθυνόταν στο σπίτι του, « το δικό του καταφύγιο».

 Εκεί, όπου χωρίς αλλότριους περισπασμούς μπορούσε ανενόχλητα ακόμη να προβαίνει σε ενδοσκόπηση, σε αγώνα αυτογνωσίας, να αντιπαλεύει με τον δικό του «λύκο», τον μονιά, με τον φόβο της ήττας να καραδοκεί, και ίσως και γι’  αυτό να αρχίζει να αποδέχεται τα όριά του, χωρίς όμως να παύει να αναζητά συνεχώς τη γνώση του «επέκεινα», καταφεύγοντας ακόμα και στον «δικό μας άγιο», τον Άρχοντα Μιχαήλ.

Είναι τότε που θα  παρεμβληθεί στο κείμενο αρκετές φορές η συνδρομή του Οιδίποδα, υπό τη μορφή «δοκιμιακού σχεδιάσματος», –το ένα μετά το άλλο, πέντε συνολικά–, μήπως και βρει απάντηση στο βασικό φιλοσοφικό ερώτημα που τον απασχολεί και γενικότερα απασχολεί τον άνθρωπο διαχρονικά και πανανθρώπινα, ατομικά και συλλογικά,  λαούς και θρησκείες, χωρίς να παίρνει απάντηση, με το θείο μόνο να τη δικαιούται. Με αυτή την αφορμή θα μιλήσει για τη συγκεκριμένη τραγωδία του Σοφοκλή, τον Οιδίποδα, και το ρόλο της Αράς, της Δίκης και της Μοίρας, καθώς και για την Τραγική Ειρωνεία. Θα προσπαθήσει να διεισδύσει στην ανθρώπινη ψυχή και το ισχυρό ανθρώπινο μυαλό, που «πορεύεται αναπόδραστα προς τη γνώση της αλήθειας, ικανής να τον οδηγήσει στον χαμό».

Παράλληλα με τα δοκιμιακά σχεδιάσματα καταγράφονται σε ημερολογιακές σημειώσεις από τις 30 Απριλίου ως τις 23 Μαΐου αναδρομές στο παρελθόν του ή συνομιλίες με τον Γεράσιμο με αναμνήσεις από τα φοιτητικά του χρόνια, τις παρέες των φίλων, τους αγώνες της ομάδας, τoυς κινδύνους που διέτρεχαν σε γωνιές και ταράτσες, τις απογοητεύσεις και τέλος τις πολλαπλές φωτογραφίες που παρατηρεί και θυμάται, χωρίς να απαλλάσσεται από το βάρος τους, που τον οδηγεί στη τραγική σκέψη: « Όχι! Αρνούμαι τη βολή των αναμνήσεων».

«7 Μαΐου εδώ που είμαι ακόμα». Είναι η τρίτη φορά που μαζί με την ημερομηνία προτάσσει στην ημερολογιακή καταγραφή ως αινιγματική διαπίστωση τον χώρο και τον χρόνο της παρουσίας του με το κέντρο βάρους στο «ακόμη». Είναι παρών «ακόμα», σε σχέση με τι και με  ποιον; Η απάντηση σαφής, χωρίς υπεκφυγές. «Κοίταξα τη στροφή του δρόμου. Έτσι σε περίμενα τα βράδια που ερχόσουν. Άφηνες το αυτοκίνητο πριν τη στροφή ,κατηφόριζες τον δρόμο κι έμπαινες στο σπίτι. Πώς μου πέρασε από τον νου ότι θα μου απαντούσες;». Είναι η πρώτη φορά που υπαινίσσεται τον θάνατο της αγαπημένης (Ελένης) με τη συγκίνηση, που απορρέει από τον ρευστό λόγο, καταλυτική! Και στο σημείο αυτό, με το πολύ προσωπικό βίωμα, θα προβεί στο βασανιστικό ερώτημα: « Τι χώρος είναι αυτός που βρίσκεσαι; Είναι χώρος;».

Στις υπόλοιπες έξι ημερολογιακές καταγραφές θα συνεχίσει να προτάσσει το: «Είμαι ακόμα εδώ», με την προσθήκη στο τελευταίο: «για πόσο όμως;» Να πρόκειται άραγε για μια προεξαγγελτική ανακοίνωση; Να προετοιμάζει, να σκηνοθετεί ίσως την έξοδό του ή να τη θεωρεί αναπόφευκτη; Η υποψία αυτοχειρίας πλανάται, ενισχύεται από το ποίημα του Σικελιανού «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο μαθητή του Βούδα».

Το τέλος, αν και αναμενόμενο, εκπλήσσει!

 Το βιβλίο Θηρίο ή Θεός της Διώνης Δημητριάδου, καταξιωμένης φιλολόγου, λόγιας ποιήτριας με πολυσήμαντη την παρουσία της στον χώρο της Λογοτεχνίας, αποτελεί με πρωτότυπο τρόπο μια τολμηρή  κατάθεση ψυχής, χωρίς «μαλάματα»,  αφού κατά τον ποιητή «τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε το πρόσωπό της». Με γνήσιο, εύγλωττο, ποιητικό γλωσσικό ένδυμα, με ευφυή τεχνική και εύστοχη διακειμενικότητα η νουβέλα κερδίζει την καρδιά και τη σκέψη του αναγνώστη, προκαλώντας ποικίλα συναισθήματα και στοχασμούς.

*Ελένη Λάππα-Οικονόμου

Φιλόλογος, συγγραφέας.

Από τις εκδόσεις Μέδουσα  κυκλοφορεί το μυθιστόρημά της  «Ισόβια Σχέση».

 

 

         

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον Ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας | ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (neoplanodion.gr) της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ Διώνη Δημητριάδου, Θηρίο ή Θεός, ΑΩ, 2023

 

 

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον

Ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας | ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ (neoplanodion.gr)

 

 

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

 

Διώνη Δημητριάδου

Θηρίο ή Θεός

ΑΩ, 2023

 

Το νέο πεζογράφημα της Διώνης Δημητριάδου είναι μια στοχαστική, φιλοσοφική νουβέλα που συνδυάζει αφηγηματικές σελίδες με   δοκιμιακά σχεδιάσματα και μας θέτει αντιμέτωπους με θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπινου βίου.


 

Τα αφηγηματικά μέρη, τριτοπρόσωπα (με δύο πλατωνικής έμπνευσης διαλογικά κεφάλαια) ή πρωτοπρόσωπα, εν είδει ημερολογιακών καταγραφών, θωρακίζονται με έντεχνα δοκίμια, αποτυπώνοντας την πνευματική περιπέτεια ενός καλλιεργημένου ανθρώπου, του Ευγένιου, ο οποίος σε ώριμη πλέον ηλικία, έχει αποσυρθεί από τα εγκόσμια και διάγει μοναχικό βίο, προσηλωμένος στην ανεύρεση της αλήθειας. Πάει καιρός που έχει αφήσει πίσω του τη δράση –συμμετοχή στα κοινά, συντροφικότητα /πολιτικοί αγώνες, ερωτική ζωή, φιλικές συναναστροφές και διασκεδάσεις–  σημαδεμένος από μια διπλή απώλεια, την ήττα της αριστεράς, σε συλλογικό επίπεδο, και τον θάνατο της αγαπημένης γυναίκας, σε προσωπικό επίπεδο).

 

Τώρα έχει βυθιστεί σε ένα «εσωτερικό ταξίδι αυτογνωσίας», επιτρέποντας να βγει στην επιφάνεια «ο προσωπικός του “λύκος”, θεός και δαίμονας μαζί» (σελ. 8). Θεός γιατί τον οδηγεί σε μια εξυψωμένη ζωή, όπου αναζητάει το νόημα της ύπαρξης στις ύψιστες αξίες, προπαντός στην ομορφιά. Δαίμονας/θηρίο γιατί τον οδηγεί σε μια άγρια μοναχικότητα, που μοιάζει με αυτή του ζώου, σε μία απόσυρση, σε μία αδράνεια, αργή και βασανιστική, στο έρεβος της μη-ζωής, του ενστίκτου, που δεν είναι άλλο από το ένστικτο του θανάτου. Έτσι είναι καταδικασμένος να ζει ο Ευγένιος, και ο κάθε ευγενής, πνευματικός άνθρωπος.

 

Και εδώ η φύση του ανώτερου, ευγενούς ανθρώπου, έρχεται να αναμετρηθεί με την αριστοτελική διατύπωση, ότι ο άνθρωπος είναι “φύσει πολιτικό ζώον”. Τότε ποια είναι η φύση του εκτός κοινωνίας ανθρώπου, του ακοινώνητου συνειδητά ανθρώπου; “Ο άπολις δια φύσιν”, μας λέει ο Αριστοτέλης, (γιατί υπάρχει και “ο άπολις δια τύχην”, που θα μπορούσε να είναι ο εξόριστος, ο φυγάς, ο πρόσφυγας) είναι είτε ένας ανεπαρκής (“φαύλος”), όντας ανίκανος να ενταχθεί στην κοινωνία, καθώς νοιάζεται μόνο για το ίδιον όφελος. Είτε ένας ανώτερος από άνθρωπος (“κρείττων ή άνθρωπος”, Πολιτικά, 1253α1-4). Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση του μοναχικού πνευματικού ανθρώπου, που έχοντας εκούσια απομακρυνθεί από την κοινωνία, στοχάζεται πάνω στο καλό, το δίκαιο και το αγαθό. Η μοίρα του είναι μία διαρκής ταλάντωση ανάμεσα στην ερημιά του μοναχικού “θηρίου” και στην ανύψωση σε μια τολμηρότερη πνευματικότητα που προσεγγίζει την ανεξαρτησία και τη μεγαλοσύνη του “Θεού”.

 

Ο Ευγένιος από το παράθυρό του ή καθισμένος στο παγκάκι του μικρού πάρκου της γειτονιάς του γίνεται παρατηρητής του εξωτερικού κόσμου. Το μυαλό του δουλεύει εξουθενωτικά γρήγορα. Τότε τον κυριεύει ένας φόβος: μήπως το μυαλό του είναι «ένα σαλεμένο μυαλό ή ένα μυαλό που ψήλωσε στην προσπάθειά του να υψώσει τείχη απέναντι σε όποιον επιβουλευόταν την αυτονομία του;» (σελ. 11)  Έχοντας πλέον φτάσει σε μια επικίνδυνη καμπή, όπου αυτό που αμφισβητεί είναι «η ίδια η ζωή, η αξία της και, φυσικά, ο σκοπός της», επιζητεί να συναντήσει τον μοναδικό του φίλο, τον Γεράσιμο. Χρειάζεται τη συμπαράστασή του, τώρα που νιώθει «να αγγίζει το αχνό εκείνο όριο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο είναι και την αναίρεσή του» (σελ. 21). Ο φίλος του θέλει να τον βοηθήσει να ανοιχτεί και πάλι στη ζωή και τη δημιουργία. Και πράγματι ο Ευγένιος ανακαλεί από μέσα του μια παλιά του αγάπη, την τέχνη της φωτογραφίας. Ανασκουμπώνεται και αρχίζει να τραβάει φωτογραφίες: μία μοναχική γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι που καθαρίζει με τρυφερότητα τα αραδιασμένα μπιμπελό στο σκρίνιο, ένα παλιό σπίτι με μία πέτρινη μάντρα σκεπασμένη με πασχαλιές. Οι φωτογραφίες με τη σειρά τους γεννούν μέσα του στοχασμούς, για το ελληνικό Πάσχα, (σελ. 31) για τον θάνατο και την ανάσταση, με την πασχαλιά να αναζωογονεί με το άρωμά της αλλά και να στολίζει το νεκρικό κρεβάτι. Άλλοτε πάλι γίνονται αφορμή για να διερευνήσει τη σχέση τέχνης και πραγματικότητας, η τέχνη (εδώ της φωτογραφίας) ως αναπαράσταση της ζωής ή μάλλον ως δημιουργία μιας νέας, εξίσου αληθινής ζωής (σσ 34-35). Αμέσως όμως σπεύδει να αποσύρει τον ενθουσιασμό του από την χαρά της δημιουργίας, συμφωνώντας με τον Καρυωτάκη πως η καταφυγή στην τέχνη μας δίνει την ψευδαίσθηση της προστασίας, «η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε» (σελ. 35). Σταδιακά καταργεί όλα τα καταφύγια που του προσφέρει η τέχνη, αλλά και η αναπόληση της παλιότερης ζωής του, οι ευτυχισμένες ή οδυνηρές αναμνήσεις. Το μόνο στο οποίο εξακολουθεί να επιμένει είναι η ημερολογιακή καταγραφή των σκέψεών του. Έχει πλέον έρθει η ώρα να αντιμετωπίσει την αλήθεια. Γιατί μπορεί η μνήμη που διασώζεται στη φωτογραφία ή μετουσιώνεται στην τέχνη «να διεκδικεί ένα κομμάτι αθανασίας, όταν όλες οι ελπίδες της αιωνιότητας διαψεύδονται» (σελ. 27), όμως τώρα πρέπει να αναμετρηθεί με το δικό του τέρας, με το δικό του σκοτάδι, με τη μη-ζωή που πλησιάζει, να «εξοικειωθεί με τη δική του σιγή και παύση» (σελ. 80). «Να συμφιλιωθώ με την ιδέα του μη όντος. Αυτό μπορώ να το κάνω», λέει στην τελευταία καταγραφή του στο ημερολόγιο όπου αποτυπώνει μέρα με τη μέρα τη βασανιστική πορεία του προς τον θάνατο (“23 Μαΐου, εγώ ακόμα εδώ, για πόσο όμως;”)

 

Πέρα από τη συστηματική καταγραφή των πεισιθάνατων σκέψεών του στο ιδιότυπο ημερολόγιό του, ο Ευγένιος συνθέτει και πέντε δοκιμιακά κείμενα, με τον επαναλαμβανόμενο τίτλο “Θηρίο ή θεός – ο χώρος ανάμεσα”, όπου συνδέει την μοίρα του με εκείνη του Οιδίποδα, του εξεγερμένου ήρωα, του αντάρτη, που τα έβαλε με τη Μοίρα, παίρνοντας ο ίδιος στα χέρια του τη ζωή και την τιμωρία του. Ο Οιδίποδας τόλμησε να αντιπαραβάλει τη δική του, ανθρώπινη βούληση στην ανώτερη βούληση και να συνειδητοποιήσει τη μηδαμινότητά του. Θέλησε να ανοίξει ένα διάλογο με τον Θεό, αλλά το ερωτώμενο θείον ήταν και είναι αμέτοχο και “ατάραχον”. Η γνώση της αλήθειας που αποκτάει στο τέλος, τον συντρίβει. Η αποκάλυψη των εγκλημάτων που διέπραξε εν αγνοία του, τον συγκλονίζει. Τι τον περιμένει, λοιπόν; Ο αφανισμός του. Αυτό όμως που δεν προέβλεψαν οι θεοί είναι ότι αυτός θα αποφασίσει για την τελική πράξη της ζωής του, για την τιμωρία του, επιλέγοντας «να αφαιρέσει ο ίδιος το όργανο της απατηλής του γνώσης, την όρασή του» (σελ. 75).

 

Έτσι και ο Ευγένιος, προσπαθεί να εναρμονίσει τα βήματά του με εκείνα του Οιδίποδα, να επιλέξει τον θάνατό του, να τον προετοιμάσει, όμως η καρδιά του τον προδίδει και τελικά δεν προλαβαίνει να πάρει αυτή την πρωτοβουλία, όπως γράφει ο φίλος του Γεράσιμος στο κεφάλαιο με το οποίο κλείνει το βιβλίο. Αυτός, μόλο που το επιθυμούσε, δεν πρόλαβε να δικαιωθεί όπως ο Οιδίποδας.

 

Μα για ποια δικαίωση πρόκειται; Η δικαίωση δεν έρχεται μόνο από το τέλος αλλά και από την πορεία. Και η πορεία του Ευγένιου είναι ίδια με την πορεία του μοναχικού απόλιδος, του “αθέμιστου”, του “ανέστιου”, (σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του Ομήρου, τους οποίους αναφέρει ο Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1253α5). Είναι ωστόσο και η πορεία του ξεχωριστού ανθρώπου, του ελεύθερου, που προσπαθεί να ορίσει ένα δικό του ενδιάμεσο χώρο, ανάμεσα στο Θηρίο της μοναξιάς και τον Θεό της δημιουργίας. Τι κι αν αυτός ο χώρος δεν είναι υπαρκτός, αλλά υπάρχει ως διεκδίκηση, ως επιθυμητό εφαλτήριο για τις ανατάσεις του; Τι κι αν είναι φασματικός; Είναι ωστόσο «αναγκαίος ως όραμα για κάθε ελεύθερο φρόνημα» (σελ. 93). Και αυτό είναι που έχει σημασία.

 

Ο ενδιάμεσος χώρος είναι κάτι το ελάχιστο, το νοητό, που επιτρέπει μια διαρκή ταλάντωση ανάμεσα στην έλλειψη και την υπερπλήρωση, στην άγνοια και τη γνώση, στην αδυναμία και την αλαζονεία, στην ευθραυστότητα και τη σκληρότητα. Είναι το πεδίο που διανοίγεται και προσφέρεται για τους ακροβολισμούς του θαρραλέου πνευματικού ανθρώπου, παρέχοντάς του θέσεις, οπτικές και θεάσεις για να υπερνικήσει τις ύψιστες αντιστάσεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Το ίδιο πράγμα υπαινίσσεται ίσως και ο Νίτσε (Ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο, μετφρ. Ζήσης Σαρίκας, Πανοπτικόν, τόμος Ι, Μέρος 4, 230-231), όταν αναρωτιέται γιατί το “ελεύθερο πνεύμα” είναι πάντοτε αδύνατο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις πράξεις του. «Είναι γιατί γνωρίζει πάρα πολλά κίνητρα και οπτικές γωνίες, και γι’ αυτό το χέρι του είναι αβέβαιο, όχι εξασκημένο». Είναι γιατί έχοντας χάσει το δρόμο του μέσα στο δάσος, πασχίζει να βγει από αυτό ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούριους, άγνωστους δρόμους. Και η φλόγα της ευαισθησίας της ελεύθερης πνευματικότητας ενίοτε δυναμώνει τόσο που μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά, να πυρπολήσει και να πυρποληθεί. Σε αυτούς τους καινούργιους άγνωστους δρόμους, όπου οι άλλοι βλέπουν το φρικιαστικό, το αυθαίρετο, το ασυνήθιστο, το επικίνδυνο, το κενό, την τρέλα, την απουσία νοήματος, ο τολμηρός άνθρωπος απελευθερώνεται από τον καταναγκασμό του αναγκαίου, του ένσκοπου, του τετριμμένου, και παίζει και γελάει σαν ένας μικρός θεός.

 

Είναι επομένως «θέμα οπτικής» η στάση του Οιδίποδα, αλλά και του Ευγένιου, που αποτελεί ίσως περσόνα της συγγραφέως, Διώνης Δημητριάδου. Κι αυτή, όπως και κάθε ελεύθερο πνεύμα, μακριά από συντεχνίες και άσκοπες συναναστροφές, είναι αφοσιωμένη στον στοχασμό, τη μελέτη, τη συγγραφή. Και η φιλοσοφική της νουβέλα “Θηρίο ή Θεός”, με την εκφραστική δύναμη της γλώσσας, την υποβλητικότητα του ύφους, τον γοητευτικό δοκιμιακό λόγο, τη στοχαστική διάθεση, τη συγκινητική της ειλικρίνεια, ανακαλεί στη μνήμη μας ένα παλιότερο ποίημα, που την περιέχει, θα λέγαμε, εν σπέρματι, από τη συλλογή της Λέξεις απόκρημνες:

 

ΘΕΜΑ ΟΠΤΙΚΗΣ

 

Τον είδα που πλησίαζε με σταθερό το βήμα

φυλάγοντας το πρόσωπο με μάσκα σκοτεινή.

Να δω το βλέμμα σου να σε κοιτώ του είπα.

Σαν έβγαλε τη μάσκα είδα το πρόσωπό του.

Δυο μαύρες τρύπες στη θέση των ματιών.

Πώς βλέπεις; ρώτησα.

Τα μάτια είναι καθρέφτες γι’ αυτό κι εγώ

κοιτάζω προς τα μέσα  απάντησε.

Και ο κόσμος σου δεν σκοτεινιάζει

έτσι τυφλά που ψάχνεσαι;

Το τρύγησα το φως και γύρισα την όψη.

Τώρα μετράω αλλιώς τις οπτικές γωνίες.

Σαν φόρεσε τη μάσκα του ξανά

έσμιξε με το πλήθος

τυφλός μες στους τυφλούς.


Λίλα Τρουλινού

Η βιβλιοθήκη ή «Το ημερολόγιο ενός αναγνωστικού καταστρώματος» Σωτηράκ Καράντζα εκδόσεις Κουκκίδα η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

 


Η βιβλιοθήκη

ή

«Το ημερολόγιο

ενός αναγνωστικού καταστρώματος»

Σωτηράκ Καράντζα

 εκδόσεις Κουκκίδα

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

στη στήλη ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η αστείρευτη ενέργεια μιας βιβλιοθήκης • Fractal (fractalart.gr)

 


 

Η αστείρευτη ενέργεια μιας βιβλιοθήκης

 

Βιβλία, βιβλία, βιβλία… σημειώσεις στα βιβλία, υποσημειώσεις (λατινιστί: post-scriptum) στα βιβλία. Εντός ενός συνηθισμένου δωματίου, ένας εξωπραγματικός κόσμος της ανθρώπινης κουλτούρας. (σσ. 12-13). Ο Σωτηράκ Καράντζα, γεννημένος το 1964 στην Κορυτσά της Αλβανίας, γράφει με έναν απαράμιλλο, γοητευτικό τρόπο, την «ιστορία» της βιβλιοθήκης του πατέρα του, Μακεδόν Καράντζα, φιλολόγου, καλλιγράφου και βιβλιοδέτη, στην ουσία όμως διατρέχει, με την αγάπη που χαρακτηρίζει τους αληθινούς λάτρεις της ανάγνωσης, τη φανερή και την κρυμμένη «ιστορία» των βιβλίων, από το υλικό της κατασκευής τους μέχρι τις ιδέες που εμπεριέχουν, τοποθετώντας τα στην εποχή τους, στη ζωή των συγγραφέων τους, τέλος στην αγκαλιά των αναγνωστών τους.

Ενθυμούμενος το πολύ πρώιμο ενδιαφέρον του για τα μυστικά της βιβλιοθήκης του πατέρα του, μοιάζει να βγάζει από τα ράφια τους τα βιβλία, να τα αγγίζει, να τα μυρίζει (οι βιβλιόφιλοι κατανοούν) να τα διαβάζει, να μοιράζεται ποικίλες πληροφορίες γι’ αυτά τα ίδια αλλά και για τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκαν – εποχές που προωθούσαν την ανάγνωση, εποχές που τα καταδίωκαν και τα έκαιγαν, εποχές λιγοστών πολύτιμων εκδόσεων και εποχές πληθώρας επιλογών. Έμμεσες πληροφορίες για δύσκολους καιρούς στην Αλβανία, όταν έπρεπε κάποια βιβλία να κρύβονται από τα μάτια των επισκεπτών.

Έτσι όπως μιλάει για τα βιβλία, είναι σαν να παροτρύνει όσους πιστούς να τον ακολουθήσουν σε μια σπουδαία περιδιάβαση στους ανοιχτούς δρόμους της ανάγνωσης. Καθόλου τυχαία βάζει ως υπότιτλο στη Βιβλιοθήκη του «Το ημερολόγιο ενός αναγνωστικού καταστρώματος», υπαινισσόμενος το ταξίδι σε μια ανεξερεύνητη θάλασσα· η αλήθεια είναι ότι, όσο κι αν οι τίτλοι και οι συγγραφείς που παραθέτει σου είναι γνωστοί, νιώθεις σαν να τους γνωρίζεις από τη αρχή με τα δικά του μάτια, τη δική του συνειρμική σειρά, τη δική του αξιολόγηση.


Ένας υπέροχος παραλληλισμός δημιουργείται καθώς διαβάζεις το μόλις  ογδόντα σελίδων (!) βιβλίο του: όπως χώρεσαν όλες αυτές οι γνώσεις σε ένα τόσο μικρό βιβλίο, έτσι χώρεσαν και όλα τα βιβλία του πατέρα σε ένα δωμάτιο: Υποχρεωμένη να συρρικνώνεται στις περιορισμένες διαστάσεις αυτού του δωματίου, η βιβλιοθήκη απελευθέρωνε μια αστείρευτη ενέργεια, όπως οι μαύρες τρύπες στο διάστημα που απελευθερώνουν ακτινοβολία και κύματα βαρύτητας, ανυπολόγιστης δύναμης και ποσότητας. (σ. 13). Θαρρώ πως μόνο η αγάπη για τους χάρτινους «φίλους» μπορεί να πολλαπλασιάσει τόσο τον μικρό χώρο όσο να χωρέσει έναν ολόκληρο κόσμο κουλτούρας. Το μικρό αυτό βιβλίο πυροδοτεί μια φλογερή σχέση με τη φιλαναγνωσία και τη βιβλιοφιλία.

Μεγαλώνοντας μέσα στον κόσμο αυτόν ο Καράντζα έμαθε σιγά σιγά να μελετά τα βιβλία, αφού η ίδια η βιβλιοθήκη δεν του εμφάνιζε πια το περιεχόμενό της σαν χιλιομετρικούς δείκτες (όπως λέει) αλλά του έβγαζε τα βιβλία με τη μορφή καταρράκτη. (σσ.40-41). Ανακαλώντας τώρα στη μνήμη του συγγραφείς και τίτλους βιβλίων, μα και σημειώματα κρυμμένα μέσα τους, σφραγίδες και καλλιγραφικές υπογραφές, αλλά και ημερομηνίες απόκτησης, ανασυνθέτει την εικόνα όχι μόνον της πατρικής βιβλιοθήκης αλλά και την εικόνα του πατέρα του. Και νιώθει την ανάγκη να πει πως του χρωστά ευγνωμοσύνη για τον δρόμο της ανάγνωσης που του δίδαξε, ακόμη και χωρίς να του πει τίποτα, μόνο με την παρουσία των βιβλίων γύρω του, δίνοντάς του την ευκαιρία της εισχώρησης στην τυπωμένη γνώση. Με συγκίνηση στο τέλος του βιβλίου τον ευχαριστεί όπως και τη μητέρα του: Ευχαριστώ, πατέρα, ευχαριστώ κι εσένα, μητέρα, που χαμογελούσες με παράπονο, όταν στο σπίτι έμπαινε ένα καινούργιο βιβλίο, λες και δε θα καλωσόριζες κι αυτό το νέο μέλος της ιδιόκτητης Βιβλιοθήκης του πατέρα μου. (σ. 76).

Έτσι είναι. Τα βιβλία αποκτούν τη θέση τους όχι μόνο στα ράφια της βιβλιοθήκης μας, αλλά στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας. Κι ας μη χωράνε πια. Αυτά βρίσκουν τον χώρο τους, τον διεκδικούν και τον κερδίζουν. Εξαιρετικό βιβλίο, για όποιον έτσι νιώθει τα βιβλία αλλά και για όποιον θα ήθελε να γνωρίσει την «προσωπικότητά» τους. Από τις εκδόσεις Κουκκίδα, σε επιμέλεια του αρχικού κειμένου της Κωνσταντίνας Τ. Χατζηιωαννίδου, με εξώφυλλο γεμάτο βιβλία και ανοιχτές σελίδες (έργο: LiubovPopova).


Διώνη Δημητριάδου