Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Νέα κυκλοφορία: Η τέχνη του αίματος Χαρά Ναούμ εκδόσεις Στίξις

 


 Η τέχνη του αίματος

Χαρά Ναούμ

εκδόσεις Στίξις

 

 


 

 Ένστικτο αυτοσυντήρησης

 

 Γύρω σου όλα να γκρεμίζονται

οι άνθρωποι να τρίζουν

 

Κι όμως, για λίγο

μέσα σ’ εκείνο το βουβό ταξί της νύχτας

για δευτερόλεπτα εκπυρσοκροτεί

ένα γυμνό θεόρατο φεγγάρι

ίσα να μην αφανιστείς

 

 Περαστικοί

 

 Οι άνθρωποι εδώ

στην άκρη αυτή του κόσμου

έχουν όνειρα πεταλούδας

Καπνίζουν άνθη σπάνια

Ανεβαίνουν λόφους

διασχίζουν λίμνες, πόλους, σύννεφα

 

 Οι άνθρωποι εδώ

στου δρόμου αυτή την άκρη

έχουνε κάτι στα μαλλιά

που φέγγει ίσαμε να στρίψουν στη γωνία

Ύστερα

σβήνει ολόκληρο το ποίημα

 

 

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

137 Χαϊκού και 35 σχέδια του Γιάννη Δ. Στεφανάκι "Βάθος Ουρανού" που μόλις κυκλοφόρησε από τις ΑΩ εκδόσεις

 137 Χαϊκού και 35 σχέδια

του Γιάννη Δ. Στεφανάκι

"Βάθος Ουρανού"

που μόλις κυκλοφόρησε από τις ΑΩ εκδόσεις




Την καμινάδα

γλείφει φως του φεγγαριού

σκιά στο δώμα



Θα γίνω δέντρο

στη σκιά του να κάτσεις

το καλοκαίρι




Ο Γιάννης Δ. Στεφανάκις γεννήθηκε στη Γρηγοριά Ηρακλείου Κρήτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική, χαρακτική, αγιογραφία, τέχνη του βιβλίου και τυπογραφία. Ζωγραφίζεει, χαράζει, διαβάζει, γράφει. εκδίδει περιοδικά τέχνης και κάνει video animation. Ζει στην Αθήνα και στην Αίγινα.


Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου Τατιάνα Κίρχοφ εκδόσεις Πόλις η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

 

Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου

Τατιάνα Κίρχοφ

εκδόσεις Πόλις

 η πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Fractal

https://www.fractalart.gr/istories-poy-den-eipa-ston-psychologo-moy/

 


η μοναξιά του απέναντι

 

[…] πρέπει πάντα να νικάει ο απέναντι, ποτέ εσύ, εγώ, εμείς. Πικρή αυτή η αλήθεια, όταν απηχεί την πλευρά του ακροατή, είτε πρόκειται για τον ψυχολόγο/ψυχαναλυτή, που υποδύεται τον ρόλο του – να ακούει, να επισημαίνει, να αναλύει και (μακάρι) να δρα θεραπευτικά στον εξομολογούμενο, είτε πρόκειται για τον απλό ακροατή και δυνάμει θεραπευτή, που υποκαθιστά τον αρμόδιο αποδέκτη των εξομολογήσεων. Μέσα από τις ιστορίες της Τατιάνας Κίρχοφ, εδώ στο πρώτο της βιβλίο με διηγήματα, δεν ακούμε μόνον τις φωνές των ανθρώπων που καταθέτουν κομμάτια της ζωής τους αλλά αφουγκραζόμαστε εν σιωπή την παράλληλη σκέψη του ψυχολόγου ή του απλού ακροατή που ακούει συμμετέχοντας με κρυφό, ιδιαίτερο τρόπο. Όντας ο ίδιος άγραφο χαρτί, διαπερατός, για τον απέναντι, είναι ανοιχτός στη διαμόρφωση από τους άλλους παραμένοντας βουβός χωρίς ποτέ να επιτρέπει (εμφανώς) να εισχωρεί η δική του ζωή στη ζωή του εξομολογούμενου. Όταν η γραφή, όπως εδώ, εκπορεύεται από ψυχολόγο, δεν μπορεί παρά να ανιχνεύεται πίσω από τη φωνή των προσώπων, που αφηγούνται, εν είδει μονολόγου, και η σκέψη της ψυχολόγου που ακούει και καταγράφει ή επινοεί και εκθέτει. Καθόλου κακό αυτό, σε κάθε περίπτωση.

Οι έντεκα ιστορίες/αφηγήσεις του βιβλίου, αν θέλουμε να τις δούμε εν συνόλω με θεματική και νοηματική συνάφεια, απηχούν ζωή σε αδιέξοδο, με την ευθύνη να μοιράζεται πότε στο πρόσωπο που μιλά εν είδει αναγνώρισης ενοχής και πότε στον στενό περίγυρο που δρα εν γνώσει ή εν αγνοία του δρομολογώντας την αδιέξοδη πορεία. Μια γυναίκα που περνά σχεδόν αόρατη για τους άλλους, με μια ανωνυμία τραγική, χωρίς να μπορεί να κερδίσει την επιθυμητή θέση στη ζωή της, επιλέγει να υποδυθεί ρόλους επώνυμους ως ηθοποιός αποκτώντας έτσι  το ένδυμα/πρόσωπο.

 

[…] Για πρώτη φορά, σ’ αυτόν εδώ τον χώρο, νιώθω ότι είμαι εγώ, όχι η μικρή που της φωνάζανε «Έι ψιτ». Για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι η Μαρία. Και η Τζούλια, η Νόρα, η Ιφιγένεια, η Γερτρούδη, ο Πουκ, η Φαίδρα, η Κασσάνδρα, ο Πυλάδης, η Αγαύη, η Όλια, η Ισαβέλλα, η Ιουλιέττα…». (σελ. 46)

 

Τραγικός πρωταγωνιστής θα γίνει επιτέλους ένας άλλος ήρωας, όταν θα αποχωρήσει αυτοβούλως από τη ζωή κερδίζοντας τον επιδιωκόμενο πρώτο ρόλο στη σκέψη των άλλων – πάντα ως τότε δεύτερος. Σε μια μείξη τριτοπρόσωπης αφήγησης και μονολόγου (σε ένα από τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου, «Αποφάσεις») το μοίρασμα της οδυνηρής αλήθειας θα γίνει με πρόσωπο που αδυνατεί να ακούσει ή να απαντήσει, βουβή και ασώματη πλέον παρουσία-απουσία. Στα συγκλονιστικά «Δελφίνια» η εξομολόγηση γίνεται μέσα από την, ιαματική συχνά, διαδικασία μιας εν ύπνω επικοινωνίας. Αλλού θα δούμε εμμονές ψυχοπαθολογικές να μεταφέρονται από πρόσωπο σε πρόσωπο (μητέρα και κόρη), μέχρι την αποκοπή του ομφάλιου λώρου. Και είναι τότε που η εξομολόγηση θα «ακουστεί» από τον παρόντα-απόντα ακροατή, που σε λίγο δεν θα θυμάται τίποτα.  Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία (αφηγημένη σε τρίτο πρόσωπο) θα αποκαλύψει τις κατεστραμμένες γέφυρες στα μέλη μιας εικονικά ευτυχισμένης οικογένειας. Αποκαλυπτική επίσης μια παρτίδα τάβλι («Πόρτες»), ιδιαίτερα συγκινητική η σχέση με τα πράγματα του νεκρού πατέρα, όταν ένα χαλασμένο ρολόι θα αποκτήσει ανεκτίμητη συναισθηματική αξία («Μέθοδος αναπόλησης»), η ενδιαφέρουσα εξομολόγηση της άλλης όχθης («Η μοναξιά του απέναντι»), η αγωνία του ασθενή με Alzheimer να μην ξεχαστεί κι όχι να μην ξεχάσει («Μονόλογος»), τέλος η εξοικείωση με τη σωστή λέξη με χώρισε και όχι χωρίσαμε («Τείχη ή άσκηση δωματίου»). Όλες ιστορίες που λέει κανείς στον ψυχολόγο του –αν τις λέει– ή που μονολογεί στον εαυτό του αποκρύπτοντας από όλους –ακόμα κι απ’ τον ψυχολόγο του– την αληθινή εκδοχή. Ιστορίες πέρα από τα ψέματα και τις ωραιοποιήσεις, τις υπερβολές και τις αποκρύψεις. Ή, ακόμα, και σαν αυτές που τις αντιμετωπίζεις ως παρατηρητής, ενώ σε αφορούν κατά άμεσο τρόπο (σαν τρίτο πρόσωπο, σαν αφηγητής μιας ιστορίας, όπως αυτή που σας διηγούμαι, σελ.109


Μπορεί μια άξια λογοτεχνική γραφή να προδώσει πίσω της την επιστημονική γνώση; Ή αλλιώς, μπορεί η επιστημονική κατάρτιση να επισκιάσει με το βάρος της τη μυθοπλασία; Η γραφή της Κίρχοφ κερδίζει το στοίχημα· χωρίς περιττή επίδειξη της επιστημονικής κατάρτισης, με περισσότερο προσωπικό τόνο στις εξομολογήσεις, με συγκρατημένο τον συναισθηματισμό όπου χρειάζεται, με σωτήριο χιούμορ ακόμα και αυτοσαρκασμό σε καίρια σημεία (θα ήθελες να έχεις ένα γραφείο δικό σου, να λύνεις τα προβλήματα του κόσμου, να νιώθεις ο Σούπερμαν που από σένα εξαρτώνται όλα, σελ.143), οι ιστορίες της διαβάζονται χωρία τίποτα να τις βαραίνει, χωρίς καμία επισκίαση της λογοτεχνικής τους αξίας. Μια αδυναμία που εντοπίζεται στον (σε αρκετά σημεία) ομοιόμορφο τρόπο που οι μονόλογοι χρησιμοποιούν τα λεκτικά τους μέσα, τη γλώσσα και το ύφος, ας θεωρηθεί αναπόφευκτη σε μια πρώτη ενασχόληση με τη λογοτεχνία – η δημιουργία εντελώς ξεχωριστών προσώπων στον τρόπο εκφοράς του λόγου είναι μια κατάκτηση που κερδίζεται με τον χρόνο και την τριβή με τη γραφή. Ωστόσο, οι ιστορίες αυτές, με την πρωτοτυπία της θεματικής τους και τον αβίαστο ρυθμό της πλοκής τους, προμηνύουν μια ενδιαφέρουσα συνέχεια. Την αναμένουμε.

 

Διώνη Δημητριάδου

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Σώσε με Δημήτρης Σίμος εκδόσεις Μεταίχμιο η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr

Σώσε με

Δημήτρης Σίμος

εκδόσεις Μεταίχμιο

η πρώτη δημοσίευση στο Vakxikon.gr

 https://www.vakxikon.gr/simos-dimitriadou/

 


Πριν από λίγα χρόνια, όταν ο νεαρός Δημήτρης Σίμος πρωτοσυστήθηκε ως συγγραφέας με τη σειρά αστυνομικής πλοκής «Σκοτεινά νερά», άφησε να φανεί το ιδιαίτερο ταλέντο του στη δομή των ιστοριών του αλλά και στους εκφραστικούς τρόπους που επέλεγε, ώστε να υπηρετείται με ενδιαφέρουσα (για πρωτοεμφανιζόμενο) επάρκεια το όλο εγχείρημα γραφής. Ο Σίμος αντιμετωπίζει τις αστυνομικές του ιστορίες ως αποτυπώσεις μιας κοινωνίας με εμφανή τα συμπτώματα παθογένειας, εστιάζοντας όχι μόνον στην εξιχνίαση εγκλημάτων αλλά και στις αιτίες τους, το πλαίσιο οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων που οδηγεί συχνά στην παραβατική συμπεριφορά. Μια τέτοια αντιμετώπιση προφανώς συνηγορεί για την τοποθέτηση αυτού του συχνά αμφιλεγόμενου είδους στους κόλπους της καλής λογοτεχνίας. Ο Σίμος, μετά από τρία αστυνομικά μυθιστορήματα που ανέδειξαν την αξία της γραφής του, συνεχίζει την αξιοπρόσεκτη πορεία του και προτείνει τώρα ένα καθαρόαιμο ψυχολογικό θρίλερ με αστυνομική πλοκή, όπου τρομακτικά δεν είναι τόσο τα πρόσωπα ούτε αυτά καθεαυτά τα γεγονότα όσο το ίδιο τοπίο που επιδρά καθηλωτικά αναγόμενο –μεταποιημένο σε «πρόσωπο»– και αυτό σε πρωταγωνιστή της ιστορίας. Καταξιώνει έτσι το στοιχείο του χώρου/πλαισίου, στο οποίο μέσα εντάσσεται η ιστορία του και προσφέρει το κατάλληλο σκηνικό για να σταθούν με αληθοφάνεια οι ήρωές του.

 

«Ο εγκέφαλός μου με πιέζει να διώξω τις μνήμες που μου ξυπνά το Δάσος των Μανιταριών, το Κρυφό, οι άνθρωποί του. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό το μέρος αποφασίζει να μου δείξει τη δύναμή του. Είναι σαν μαύρη μαγεία. Μια σκοτεινή αόρατη σκόνη καταραμένων αιωρείται στον αέρα και σε πασπαλίζει με κάθε άνεμο, με κάθε βροχή, οι σταγόνες διαπερνούν τα ρούχα και το δέρμα σου». (σελ. 220)

 

Τοποθετώντας την ιστορία του στο θρακικό τοπίο, στα Πομακοχώρια, στο μικρό χωριό Κρυφό, μεταφέρει το κλειστοφοβικό κλίμα που διαμορφώνει τις σχέσεις των κατοίκων και συντηρεί τα μυστικά τους. Στο φόντο των αποτρόπαιων δολοφονιών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας που θα αναλάβει να εξιχνιάσει η αστυνόμος Δέσποινα Λουκίδη, νιώθεις πως ανατέμνονται από τον συγγραφέα νοοτροπίες, αναστολές, κρυμμένες ενοχές, που δένουν μεταξύ τους τα στοιχεία όπως αυτά ανακύπτουν σιγά σιγά αποδεικνύοντας πως σε μια καλή αστυνομική ιστορία δεν είναι μόνο το αίμα που ρέει άφθονο (αυτή είναι η εύκολη γραφή) αλλά οι σκέψεις των ανθρώπων, κρυφές και καταστροφικές.

 

«Σώσε με, θέλω να της πω. Σώσε με από το Κρυφό. Το νήμα έχει αφεθεί στους διαδρόμους του λαβυρίνθου. Τα ίδια τείχη, η ίδια μοίρα που φυλάκισε μέσα του τον Δαίδαλο με τον γιο του Ίκαρο. Έπρεπε να ακολουθήσω τα χνάρια του έργου μου. Αυτή ήταν η διαφυγή μου. Μια έξοδος που θα με συνέτριβε». (σελ.318)

 


Ο Σίμος αναδεικνύεται προσεκτικός ανατόμος των ψυχικών διεργασιών. Κι εδώ ακριβώς έχουμε το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του στην επιλογή δηλαδή των ηρώων του, ή καλύτερα των ηρωίδων του, γιατί πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν γυναικεία υπόθεση με προεξάρχουσα την αφοσιωμένη στην ξυλογλυπτική της Νικόλ Πομάνου. Το γεγονός πως εστιάζει στη γυναικεία ψυχολογία και τη συνακόλουθη συμπεριφορά  δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστο. Η μητέρα, οι τρεις αδελφές, η γυναίκα αστυνόμος, όλες να κινούνται στο όριο ανάμεσα στις στερεότυπες αντιλήψεις και στη δυνάμει αναίρεσή τους. Αντισυμβατικές συμπεριφορές δίπλα σε φαινομενικά (;) υποταγμένες στις επιταγές μιας κλειστής κοινωνίας. Οι γυναίκες-ηρωίδες του Σίμου ξέρουν περισσότερα από όσα λένε, η σκέψη τους (διαφαινόμενη εμμέσως από τη συγγραφική υπαινικτικότητα) ακολουθεί ταραγμένη πορεία παρά την επιφανειακή συχνά αταραξία. Μια αδιόρατη ανησυχία καταλαμβάνει τον αναγνώστη, καθώς παρακολουθεί τις συναντήσεις των αδελφών, της μητέρας και της ανεψιάς (τρεις γενιές γυναικών) η υποψία της ενοχής μεταπηδά διαδοχικά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, καθώς τα σκηνικά εναλλάσσονται αποκαλύπτοντας καινούργια στοιχεία. Μια ιστορία στην οποία όλοι θα μπορούσαν να είναι ένοχοι, ο καθένας στο μερίδιο που του αναλογεί. Η αφήγηση ανατίθεται με εύστοχο χειρισμό πότε στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, που παρατηρεί και καταγράφει καθοδηγώντας τον αναγνώστη, και πότε αποκαλύπτει κρυφές πτυχές της συνείδησης των δύο ηρώων, που αναλαμβάνουν να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο προσφέροντας ταυτόχρονα μια προνομιούχο θέα στις πολύπλοκες σχέσεις των υπολοίπων. Σε ένα από τα καλύτερα δομημένα κεφάλαια του βιβλίου μέσα σε τέσσερις σελίδες θα παρακολουθήσουμε τον διάλογο των τριών αδελφών και εν τέλει ο Ιάσονας θα εκφράσει με μια αυθεντική απορία την αληθινή σχέση ανάμεσά τους: «Πώς μπορούν και προσποιούνται; Πώς μπορούν και υποκρίνονται με τόση επιτυχία τις αγαπημένες αδελφές;» (σελ. 62)

Ο Σίμος αποδεικνύει ολοένα και περισσότερο τη συγγραφική του τέχνη. Στο «Σώσε με» μοιάζει ωριμότερος κερδίζοντας με συνεχή βελτίωση σε κάθε νέο βιβλίο του το στοίχημα κάθε συγγραφέα που οι ιστορίες του στηρίζονται στην καταιγιστική πλοκή. Η επιλογή του θέματος αρχικά, κατόπιν το χτίσιμο των χαρακτήρων, η χρήση της γλώσσας, η κορύφωση στα χνάρια της κλασικής γραφής (δέση-λύση), οι επινοημένες ανατροπές, τέλος το σκηνικό που πλαισιώνει πρόσωπα και πράξεις με άριστο τρόπο. Κι αν αυτό το επιτυγχάνει στο πεδίο της αστυνομικής πλοκής (και εδώ περισσότερο του ψυχολογικού θρίλερ) τόσο το καλύτερο για την (πάσχουσα από προχειρότητες και ευκολίες) αστυνομική λογοτεχνία.

 

Διώνη Δημητριάδου

Ο κωπηλάτης του Χρήστου Κεραμίδη μαζί με μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

 

Ο κωπηλάτης

του Χρήστου Κεραμίδη

μαζί με μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα




 Τέλη Αυγούστου και ο ήλιος –χαμηλωμένος πια– διαγράφει την προδιαγραμμένη του  πορεία. 

Είναι πρωί. Η ματιά μου κατοπτεύει τον ορίζοντα. Πέρα από την ακτή,

βλέπω ένα παλληκάρι να κωπηλατεί. 

Κωπηλατεί και γλιστρά  πάνω στο χρυσαφί και  χαρούμενο αντιφέγγισμα 

της ταραγμένης θάλασσας. 

Πιο μακριά, ο ρυθμικός κρότος  του μικρού ψαροκάικου, που τραβά 

τον  δρόμο του στο νότο. 

Αφήνει το κουπί και ξαπλώνει, κοιτάζοντας τον ουρανό. 

Τραγουδά και τον ακούνε όλοι.

Ένα  τραγούδι θέλει να χαρίσει στην αγαπημένη του!

 

Βόρεια ακρωτήρια (ανέκδοτο)

 Χρήστος Κεραμίδης



[Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα, στη χερσόνησο του συνοικισμού της Παναγίας, στην οποία συχνά «επιστρέφει» και αναφέρεται. Μεγάλωσε σ’ ένα από τα παλιά τούρκικα σπίτια των προσφύγων, τα ανταλλάξιμα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Έχασε τον πατέρα του στην πολύ μικρή ηλικία των πέντε ετών, γεγονός που τον σημάδεψε στη μετέπειτα ζωή του. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Από το 1975 ζει μόνιμα στην Καβάλα. Εργάστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με την ιδιότητα του μελετητή και επιβλέποντα μηχανικού. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1995 με την ποιητική συλλογή Ταξιδευτές. Το 1996 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Στα πέλαγα του ονείρου. Απόσπασμα από το ποίημα «Το όνειρο», δημοσιεύτηκε, ως προμετωπίδα, σε περιοδικό προβολής της πόλης του, μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Το ποίημα «Αόρατοι στόχοι» (από τη συλλογή Δρόμοι της βροχής 1998) τιμήθηκε από τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (1999). Το ποίημα «Ερωτικό» (από τη συλλογή Ο Αύγουστος που περιμένω) ανθολογήθηκε στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2018 των εκδόσεων Ιωλκός. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο Παλίμψηστο Καβάλας 2009 (επιμέλεια και ανθολόγηση των Ευριπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ) με το ποίημα «Χαμένες μουσικές», που γράφτηκε για τη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το περιαστικό δάσος της πόλης, το 1985. Το ποίημα «Αναζήτηση» ανθολογήθηκε στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2020. Έχει επιλεγεί, ιστορικά, από επιστήμονες νεοελληνιστές, ως ένας από τους «ποιητές του καπνού» της πόλης του (1ο Επιστημονικό Συνέδριο- Πρακτικά συνεδρίου, Καβάλα Δεκέμβριος 2018). Έχει γράψει κυρίως ποίηση. Ποιήματα αλλά και πεζά κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες.]

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Κισκήρα μαζί με τέσσερις φωτογραφίες του ποιητή

 

Τέσσερα ανέκδοτα ποιήματα του Γιάννη Κισκήρα

μαζί με τέσσερις φωτογραφίες του ποιητή






ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Τα γεγονότα παίρνουν φως

κατευθείαν από τα μάτια μας.

Σαν βυθισμένες στ’ άπατα του χρόνου

τριήρεις,

απονευρωμένα,

περιφέρονται

μ’ ένα φωτοστέφανο στη μνήμη.

 

 


ΤΟ ΜΟΤΙΒΟ

 

Όταν ζήτησε άδεια

για ένα διάλειμμα απ’ τη δουλειά

βάζοντας το κλειδί

στη μηχανή του αυτοκινήτου

σκέφτηκε πως ξέχασε

να ζητήσει ένα διάλειμμα

απ’ το μεγάλο μοτίβο

της ζωής του.

 

 


ΕΠΙΚΤΗΤΕΣ ΘΛΙΨΕΙΣ

 

Δεν στεναχωριέμαι πια.

Μόνο κρυώνω.

Κάποιοι εξομολογήθηκαν

πώς ο παγωμένος άνεμος

τύλιξε την καρδιά τους,

κάποιοι μίλησαν για τις επίκτητες θλίψεις.

Δεν πρόλαβα να τους βρω,

δεν πρόλαβα να τους ρωτήσω

πώς θρήνησαν 

μέσα στις διαψευσμένες τους πόλεις.

 


 

ΧΩΡΙΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

 

Πέρασε αδιαμαρτύρητα 

χωρίς καθρέφτη τον χειμώνα.

Σκόνταφτε η ματιά του στ’ αγυάλιστα πλακάκια.

Καλύτερα έτσι.

Δεν έβλεπε το πρόσωπό του,

την αντανάκλαση

εκείνου του ανθρώπου.

 

(φωτογραφίες: Γιάννης Κισκήρας)


Ο Γιάννης Κισκήρας, με καταγωγή από τη Μάνη , γεννήθηκε στη Λαμία το 1966. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Σύγχρονες Λογοτεχνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Lancaster. Εργάζεται ως καθηγητής Αγγλικής γλώσσας στην Α/θμια Εκπαίδευση. Το 2016 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μικρές Δίνες, (εκδόσεις Αρισταρέτη). Ασπρόμαυρες φωτογραφίες του, έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό «ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ», ποιήματα και κείμενά του για την ποίηση και την εκπαίδευση σε ανθολογίες, λογοτεχνικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Το 2013, το έργο Φωτογραφία και Ποίηση στα Αγγλικά, εργαλεία προσωπικής έκφρασης και επικοινωνίας, έλαβε από το Υπουργείο Παιδείας ένα από τα βραβεία του θεσμού «Αριστείας και Ανάδειξης Καλών Πρακτικών».

Τρία ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Πουλινάκη μαζί με τρεις φωτογραφίες της Paulina Klopot

 Τρία ανέκδοτα ποιήματα του Νίκου Πουλινάκη

μαζί με τρεις φωτογραφίες της Paulina Klopot




Μια  μέρα

 

Απλήρωτος  και  ανασφάλιστος

ουρανός  κακογερνούσε  ζητιανεύοντας

ρεπερτόριο  μητρικών  αντισωμάτων.

Ώσπου  μια  μέρα  πλανόδιος  στιλβωτής

φεγγαριών  τον  βρήκε  ξυλιασμένο

μες  στα  σπλάχνα  του  κόσμου

να  λαγοκοιμάται και  να  ονειρεύεται 

πως  θα  γίνει  πεντάστηλη  είδηση 

Κυριακάτικης  εφημερίδας.  

Ενώ  φυλλομετρώντας  το  λεύκωμα 

των  δυστυχημάτων  του  ανακαλύπτει 

μια  σελίδα  λερωμένη 

από  την  σοκολάτα  ενός  πιτσιρίκου. 

Και  σκάει  στα  γέλια  λέγοντας 

Θεέ  μου  πόσο  ωραίο  είναι  να  ζείς 

με  μια  σελίδα  της  ζωής  σου   

σταμπαρισμένη  από  την  σοκολάτα 

ενός   τρίχρονου  παιδιού.

 

 





Προσμονές

 

Από  τα  μικράτα  του  ο  ουρανός  

είχε  άμεση  ανάγκη  χρημάτων. 

Άλλωστε  οι  ανάγκες  πληθαίνουν. 

Κι  έχει  να  θρέψει  τόσες  προσμονές.


 



 Ώρες

 

Απόκαμαν  οι  λέξεις

δρασκελώντας  με  τις  ώρες

τον  τρούλο  της  ψυχής  μου.

 

18/10/2020        Νίκος  Αντ.  Πουλινάκης

 

Ο  Νίκος  Πουλινάκης  γεννήθηκε  και  μεγάλωσε  στην  Αθήνα. Εργάστηκε  ως  τραπεζικός  υπάλληλος . Κείμενα  και  ποιήματά  του  έχουν δημοσιευτεί  σε  περιοδικά  και  εφημερίδες. Επίσης  έχει  εκδώσει  τις  ποιητικές  συλλογές                         « Τράπεζα  φιλάσθενης  νοσταλγίας » ΑΩ  εκδόσεις  2017  και  « Η  εθελούσια  ερυθρότητα  των  λέξεων »  ΑΩ εκδόσεις 2018.

 

 

 

 

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η σιωπή ανέκδοτο ποίημα της Ζωής Καραπατάκη μαζί με το έργο του James McNeill Whistler Whistler's Mother (1971)

 

 Η σιωπή

ανέκδοτο ποίημα 

της  Ζωής Καραπατάκη

μαζί με το έργο του James McNeill Whistler

Whistler's Mother (1971) 




 

σε κάθε δωμάτιο κρύβεται μια καταιγίδα

και τη μέρα που θα ξεσπάσει θα μας σαρώσει

 

Λόρκα, Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα

 


Τις μέρες του χειμωνιάτικου κρυολογήματος

που δεν πήγαινα σχολείο

- κι αυτό για κάποιο λόγο γίνονταν συχνά-

οι σκέψεις μου ζωντάνευαν απροσδόκητα

παίρνοντας αλλόκοτη μορφή πάνω

στον λευκό ασβέστη του τοίχου

Οι εικόνες κινούνταν με μια παράξενη ενάργεια

και μ' έναν ρυθμό σαγηνευτικό

Ξαπλωμένη στο σιδερένιο κρεβάτι

τις παρακολουθούσα για ώρες

Το βράδυ έρχονταν οι παππούδες

με μια χάρτινη σακούλα γεμάτη μήλα

για δροσιστικό στον πυρετό

Δυσανασχετούσα

Μου διέλυαν τον κόσμο μου

ενώ ο δικός τους δεν με είλκυε

 

Η σιωπή του δωματίου μου ήταν ελευθερία

Ήταν ένα όχημα το δωμάτιό μου

Έπλεε μόνο του έξω από

έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς

ουδόλως τον καθόριζα

Όταν πάλι ήμουν καλά

μπορούσα πίσω απ’ την πόρτα

με το λεπτό γυάλινο τζάμι

να θαυμάζω το μαγικό μπλε

του ύστατου δειλινού

σ’ όλες τις διαβαθμίσεις του

μέχρι να γίνει μαύρο

Κολυμπούσα σ’ ένα θαύμα

                         τότε

Κι είναι παράδοξο αλήθεια

να τρικυμίζει τόσο μια ψυχή

μέσα στην ακινησία και τη σιωπή

 

Ζωή Καραπατάκη


 


Η Ζωή Καραπατάκη γεννήθηκε στο Πλωμάρι Λέσβου όπου και τελείωσε το σχολείο. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθήνας και υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο ''Ο παίκτης και το παίγνιο'' (Νησίδες 2018) και έχει δημοσιεύσει σκόρπια ποιήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά.